Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014
Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Περπατούσαν στο μεγάλο δρόμο, με τα ρείθρα στις δυό του άκρες και τις μεγάλες χωνευτές πέτρες που τον χώριζαν στη μέση. Από την μια, αυτοί που πήγαιναν στην πόλη, από την άλλη αυτοί που έκαναν τον αντίθετο δρόμο. Ένα συνονθύλευμα εμπόρων, ταξιδιωτών αλλά και νεαρών στρατιωτών, βιαστικών και οπλισμένων με όλο τον οπλισμό τους. Η σκόνη σηκωνόταν σαν σύννεφο από τις μεγάλες ρόδες των κάρων και τα πόδια των ζώων αλλά και των οδηγών τους, που συνωστίζονταν σαν σμάρι από μέλισσες. Και μάλιστα πολύβουο και πολύχρωμο σμάρι. Κάποιος τροχός από κάρο που κουβάλαγε σταφύλια και άλλα φρούτα, έσπασε από τις πέτρες και ο κακόμοιρος έμπορος που το οδηγούσε, μόνο που δεν έκλαιγε από την απελπισία του. Δυό νέοι φορώντας λινούς χιτώνες με μακριές χειρίδες και βαμβακερά χοντρά ιμάτια, προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, χρησιμοποιώντας μεγάλα κλαδιά σαν μοχλούς, γεμάτοι σκόνη και χώματα στα σανδάλια. Όμως ο κόπος τους δεν έδειχνε να έχει ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Κάποιοι στρατιώτες που φρόντιζαν για την ασφάλεια των ταξιδιωτών, έσπευσαν στο σημείο να βοηθήσουν, ν’ αποκαταστήσουν την ομαλή ροή των υπολοίπων αμαξών. Τα σταφύλια που είχαν πέσει στο χώμα, ποδοπατήθηκαν με αποτέλεσμα μια όξινη, πιπεράτη, μυρωδιά να απλωθεί στον αέρα. Οι φωνές, οι κοφτές διαταγές και οι βρισιές, ακούγονταν εκκωφαντικά αρκετά μέτρα μακριά. Πιο κάτω, ένα άλλο κάρο, φορτωμένο με μεγάλους αμφορείς, πιθανόν με κρασί, προσπαθούσε μάταια νε τρέξει ανάμεσα από το πλήθος, να περάσει την πύλη της Αθήνας πριν το σούρουπο. Και ο καροτσέρης φώναζε, όπως όλοι άλλωστε, έβριζε και καμτσίκωνε τα δυό δύσμοιρα τα γαϊδουράκια που αγκομαχούσαν να τραβήξουν το βαρύ τους φορτίο. Όπου κι αν κοίταγε κάποιος, μια αναστάτωση και μια σχεδόν τρέλα επικρατούσε. Με αγωνίες, βιασύνες και βρισιές. Παρά την αναμενόμενη βαρβαρική επιδρομή, το εμπόριο και οι δραστηριότητες των ανθρώπων, συνεχίζονταν κανονικά.
-«Αυτή στο βάθος είναι η μεγάλη πόλη! Η Αθήνα!», είπε ο Άρατος στους δυό συνοδοιπόρους του. «Και αυτός που περπατάμε τώρα, είναι ο ιερός δρόμος των Αθηναίων, η γνωστή Ιερά οδός των Μυστηρίων». Κοίταξε να δει τι εντύπωση είχε κάνει ο δρόμος αλλά και η επίδειξη γνώσεών του στους άλλους. Ο Λάφιλος κοίταγε ολόγυρα, λες και είχε μπει σε κάποια φανταστική ιστορία, σε κάποιον από τους μύθους που «χάζευε» μικρός από τα στόματα των γεροντότερων. Θωρούσε τον τόσο πολύ κόσμο και τα ζώα τους, τα κάρα που μετέφεραν όποιο προϊόν μπορούσε να φανταστεί ανθρώπινος νους, τους στρατιώτες με την εξάρτυσή τους, έτοιμοι για μάχη. Στα μάτια του αυτοί οι πολεμιστές ήταν οι ενσαρκώσεις των Θεών, με τους σύνθετους θώρακες, που ήταν επενδεδυμένοι με αλληλεπικαλυπτόμενες ορειχάλκινες φολίδες ποικίλων μεγεθών. Στα άκρα, στις παρυφές δηλαδή των διαφόρων τμημάτων, η διακόσμηση σε διάφορα ζωηρά χρώματα, μάγευε το μάτι και μπορούσε ν’ αποθαρρύνει με την αποπνέουσα αλαζονεία, κάθε αντίπαλο. Οι περικεφαλαίες τους, με δίχρωμη μακριά αλογοουρά τον λοφιοστάτη, που πρόσθετε ύψος στον πολεμιστή, συνήθως σε κόκκινο και άσπρο, με τον θόλο στο χρώμα του ορείχαλκου και την προσωπίδα σε μαύρο για λόγους εντυπωσιασμού, έδινε μια εξωπραγματική εικόνα. Μα πιότερη εντύπωση προκαλούσαν, οι καλογυαλισμένες ορειχάλκινες κνημίδες, τα ξίφη και φυσικά οι πελώριες στρογγυλές ασπίδες, το «όπλον», με το θεόρατο Α ζωγραφισμένο στην μεταλλική οθόνη ή την λευκή ταυροκεφαλή, που ήταν αγαπημένο έμβλημα των Αθηναίων. Οι ιστορίες του Ιόλαου, έρχονταν τώρα ολοζώντανες στο μυαλό. Ήθελε να ρωτήσει τόσα πολλά ο Λάφιλος, που τελικά δεν μπορούσε να μιλήσει. Σε αντίθεση με τον Αμεινία, που δεν είχε βάλει την γλώσσα μέσα στο στόμα καθόλου.
-«Και γιατί την λένε Ιερά οδό των Μυστηρίων; Εδώ δηλαδή μένουν οι παραμυθάδες; Τι το κρυφό… μυστήριο έχει; Τι το σημαντικό τέλος πάντων;»
Ο Άρατος γέλασε, αλλά άδραξε την ευκαιρία για μια ακόμα επίδειξη γνώσεων.
-«Γιατί φτάνει ως την Ελευσίνα μικρέ, γι αυτό, κατάλαβες;»
Ο Αμεινίας κοιτάζοντας αλλού, κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Σαν εικόνα πιο πολύ τον ενδιέφερε η εικόνα του δρόμου, αλλά τον έτρωγε και η περιέργεια να μάθει για μυστικά και για διαφόρων ειδών μυστήρια. Ο καπετάνιος άρχισε να μιλά πιο δυνατά τώρα για να ακούνε και οι δυό, χωρίς όμως ούτε στιγμή να σταματήσει το περπάτημα, αφού η πόλη απείχε αρκετά ακόμα.
-« Οι Αθηναίοι, έχουν και τιμούν μια γιορτή. Πολύ μεγάλη γιορτή και πολύ ιερή. Προς τιμήν της Δήμητρας, της πανίσχυρης, χθόνιας και γόνιμης Θεάς. Και αυτή την γιορτή, την κάνουν, την γιορτάζουν δηλαδή στο ναό της μεγάλης Θεάς, στην Ελευσίνα. Και είναι πολύ παλιά γιορτή, από την εποχή των Πελασγών ακόμα, εκατοντάδες καλοκαίρια και χειμώνες, παλιά…»
-«Δηλαδή… κανείς απ’ αυτούς σήμερα που βλέπουμε, δεν ζούσε τότε ε; Τόσο παλιά;»
Η ερώτηση του Αμεινία προκάλεσε το γέλιο και των δυό συνοδοιπόρων του. Η αφέλεια του παιδιού αυτού και η ανημποριά του να μετρήσει ποσότητες, χώρους , αποστάσεις και χρόνους, ήταν κάτι το ανεπανάληπτο.
-« Ου ου … πολύ πιο παλιά», προσπάθησε να του εξηγήσει ο Άρατος. Τόσο παλιά, που δεν υπήρχαν ούτε οι παππούδες όλων αυτών που βλέπεις ούτε οι προπαππούδες τους, ούτε και οι προπαππούδες των προππαπούδων τους. Τόσο παλιά είναι η γιορτή αυτή…»
-«Πω πω, φαντάζομαι πόσο ιερή είναι τότε! Εμείς γιατί δεν πήγαμε εκεί; Και τι γιορτάζουν ακριβώς οι Αθηναίοι;»
-«Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσαμε να πάμε, αφού ήδη, παρά την βαρβαρική απειλή, έχουν αρχίσει οι προετοιμασίες για την γιορτή. Βλέπεις είναι σε λίγες μέρες. Τώρα … τον Βοηδρομιώνα, (Β! 15ήμερο Σεπτεμβρίου – Α! 15ήμερο Οκτωβρίου). Και μάλιστα τώρα είναι η μεγάλη τους γιορτή, τα μεγάλα Μυστήρια. Γιατί υπάρχουν και τα μικρά, που γίνονται τον Ανθεστηριώνα (Β! 15ήμερο Φεβρουαρίου – Α! 15ήμερο Μαρτίου). Και γιατί γίνονται;»
-«Ναι, ναι, τι γιορτάζουν που είναι τόσο ιερό και σεβαστό, που δίνουν το όνομα «ιερή» στην οδό αυτή;»
-«Θέλεις λοιπόν ν’ ακούσεις μια ωραία ιστορία; Πιστεύω πως θέλεις»
Ο Άρατος κοίταξε τον Λάφιλο και με το κεφάλι του έκανε νόημα να καθίσουν κάτω από ένα δένδρο. Βολεύτηκαν όσο πιο καλά μπορούσαν πάνω σε κάποιες κοτρώνες και πριν αρχίσει ο καπετάνιος την ιστορία του, έβγαλε λίγο κρασί από το δισάκι του να το μοιραστεί με τον φίλο του πια, τον Λάφιλο. Πρόσφερε και τυρί, ενώ ο Καλύμνιος έβγαλε μερικά σύκα και κρεμμύδια. Άρχισαν να τρώνε με όρεξη, μετά την κούραση από το περπάτημα και όσο καθυστερούσε την ιστορία, τόσο φούντωνε η περιέργεια του Αμεινία. Επιτέλους μετά από κάποια λεπτά άρχισε την αφήγηση:
-«Λοιπόν μικρέ κερατάκο, άκου από την αρχή την ιστορία… κάποτε που λες, εκτός από τους Θεούς που ζούσαν στον Όλυμπο και ασχολούνται με τα μεγάλα θέματα των ανθρώπων, υπήρχε και μια Θεά που την αποκαλούσαν οι άνθρωποι Γαία. Αλλά με το πέρασμα των χρόνων, απέκτησε το όνομα Δήμητρα, που σημαίνει «Γη – μήτηρ», δηλαδή μητέρα όλων. Αυτή λοιπόν η Θεά, είχε μια κόρη που την έλεγαν Περσεφόνη. Η κόρη ήταν μια πανέμορφη κοπέλα με μακριά μαλλιά και έπαιζε σε μια εξίσου πανέμορφη και καταπράσινη περιοχή, στο Νύσσιον Πεδίο, μαζί με τις Ωκεανίδες Νύμφες, όταν είδε έναν εκπληκτικής ομορφιάς νάρκισσο, ένα εξωπραγματικά όμορφο λουλούδι και θέλησε να τον κόψει. Τότε εμφανίστηκε ο Άδης, ο Θεός Πλούτωνας δηλαδή και την έκλεψε, αφού προηγουμένως είχε πάρει την συγκατάθεση του Δία. Η Δήμητρα μάταια έψαχνε να την βρει. Κάποια μέρα μίλησε με τον βασιλιά Ήλιο, ο οποίος της εξήγησε τι είχε γίνει κι αυτή έχοντας θυμώσει πάρα πολύ με τον Δία που επέτρεψε την αρπαγή της κόρης της, μεταμορφώθηκε σε γριά και άρχισε να περιπλανείται στις πόλεις. Έτσι έφτασε στην Ελευσίνα, όπου ζήτησε να της χτίσουν ένα ναό κάτω από την Ακρόπολη της πόλης. Αποσύρθηκε στον ναό λοιπόν, έκοψε κάθε επαφή με τον κόσμο και όλη μέρα θρηνούσε για τον χαμό του παιδιού της, μέχρι που η γη έπαψε να βλασταίνει και ο αφανισμός των ανθρώπων απειλούσε τον κόσμο. Βλέποντας αυτά, ο Ζεύς έστειλε τον Ερμή στον Άδη ζητώντας του να επιτρέψει την άνοδο της Κόρης για να ηρεμήσει η Δήμητρα. Ο Πλούτωνας λοιπόν την έστειλε αφού πρώτα της έδωσε να φάει καρπό ροιάς, (ροδιού), για να εξασφαλίσει την επιστροφή της»
Σταμάτησε για λίγο την αφήγησή του, έπιασε ένα μεγάλο κομμάτι τυρί και ήπιε από την κούπα του μια γουλιά κρασί. Τα μάτια του Αμεινία, αλλά και του Λάφιλου, είχαν καρφωθεί πάνω του, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνουν τα ματοτσίνορα και περίμεναν την συνέχεια. Οι φωνές από τον δρόμο συνεχίζονταν ζωηρές και ενοχλητικές, όμως δεν έδωσε κανείς τους την παραμικρή προσοχή…
-«Που λέτε λοιπόν, η Κόρη, συνάντησε την μητέρα της στην Ελευσίνα, όμως μόλις η Δήμητρα αντιλήφθηκε ότι η κόρη της έφαγε τον καρπό της ροδιάς, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να την κρατήσει για πάντα κοντά της. Την λύση έδωσε η Ρέα, (μητέρα του Δία, του Άδη και της Δήμητρας ), μέσω της οποίας έγινε συμβιβασμός ανάμεσα στους Θεούς και αποφάσισαν ότι η Περσεφόνη θα περνούσε τέσσερις μήνες του χρόνου με τον σύζυγό της Άδη και οκτώ μήνες στον Όλυμπο με την μητέρα της. Έτσι πείστηκε και η Δήμητρα να γυρίσει στον Όλυμπο. Και μόλις βγήκε από τον ναό που είχε κλειστεί, η γη άνθισε και η Δήμητρα έδειξε στους άρχοντες της πόλης τον τρόπο με τον οποίο ήθελε να την λατρεύουν , τα «Σεμνά Όργια», (η παρεξηγημένη λέξη όργια, σημαίνει μυστικές τελετές, μυστική λατρεία), τα οποία δεν επιτρεπόταν για κανένα λόγο να φανερώνονται στους αμύητους».
-«Και κάθε πότε γίνεται αυτή η γιορτή, κάθε χρόνο ή σαν τους αγώνες στην Ολυμπία κάθε τέσσερα; Θα ήταν πιο «επιβλητικό» κάθε τέσσερα νομίζω», ακούστηκε ο Λάφιλος να ρωτάει.
Ο Άρατος ένοιωθε πιο ψηλός απ’ ότι ήταν, κάτι σαν γίγαντας. Του άρεσε να δείχνει τις γνώσεις του, όπως του άρεσε και να μαθαίνει, ναυτικός ήταν, παραμύθια και ιστορίες ήθελε να λέει. Είχε κουραστεί για να μάθει και ήθελε τώρα ακροατήριο γιατί όλη μέρα με τους ναύτες δεν είχε την ευκαιρία τόσο συχνά.
-«Κάθε χρόνο γίνονται, κάθε χρόνο. Είναι πολύ ιερή γιορτή όπως είπαμε. Την πρώτη μέρα, ξεκινάει μεγάλη πομπή, που περπατά όλον αυτόν τον δρόμο…»
-«Την ιερά οδό δηλαδή»
-«Ναι, την ιερά οδό αυτήν, … χιλιάδες κόσμου, γιατί στην γιορτή έχουν δικαίωμα συμμετοχής, όχι μόνο οι πολίτες αλλά και οι γυναίκες, οι δούλοι και οι ξένοι. Η συμμετοχή στην γιορτή δεν προϋποθέτει μύηση. Αυτό είναι θέμα καθαρά προσωπικής επιλογής. Η μύηση αποσκοπεί στην συμφιλίωση και στην προσδοκία της μεταθανάτιας ζωής. Γι αυτό τον λόγο και έχει τόσο μεγάλη απήχηση και τέτοια «μυστηριακή» ιερότητα.
Την πρώτη μέρα λοιπόν, εννοώ της μύησης που λεγόταν «Αγυρμός» και σημαίνει συγκέντρωση στην Αττική γλώσσα, οι υποψήφιοι μύστες συγκεντρώνονται στο Ιερό της Ελευσίνας. Η δεύτερη μέρα λέγεται «Άλαδαι Μύσται» και περνάει με πομπή προς την θάλασσα και καθαρμούς στα νερά της. Την Τρίτη μέρα, είναι καθιερωμένη απόλυτη νηστεία και αρχίζει η χορήγηση του περίφημου ποτού «Κυκεών». Ένα ποτό που είναι μίγμα μαύρου κρασιού, κατσικίσιου τυριού, κριθάλευρου και μελιού, αυτό δηλαδή που δίνουν οι Αθηναίοι στους στρατιώτες πριν την μάχη. Η νηστεία σταματάει το ίδιο βράδυ με τα «ιερά τρόφιμα» που δίνουν στους μυούμενους οι ιερείς μέσα από μια «Μυστική Κύστη». Την τέταρτη μέρα, κάνουν θυσίες στην Δήμητρα και χορεύουν ιερατικούς κυκλικούς χορούς, ενώ την Πέμπτη ημέρα, γίνεται «Λαμπαδηφορία», όπου οι μυούμενοι με ένα πυρσό στο χέρι και ανά δυάδες σχηματίζουν σιωπηλά πομπή με επικεφαλή τον «Δαδούχο» ιερέα και μπαίνουν στον ναό της Θεάς. Η έκτη μέρα, λέγεται «Ίακχος» και είναι αφιερωμένη σε λατρευτικές πράξεις προς τιμή του θεοπαίδα Ίακχου με περιφορά του αγάλματός του, το οποίο πάντα είναι στεφανωμένο με μυρσίνη σε ένδειξη πένθους και των ιερών αντικειμένων , Λικμός, Κάλαθος, Φαλλός, από τον Κεραμεικό στην Ελευσίνα μέσω αυτού του δρόμου, της «Ιεράς οδού». Η νύχτα προς την έβδομη μέρα ήταν η «Ιερά Νυξ» και εγκαινιάζει τη Μεγάλη Μύηση που ολοκληρώνεται την ένατη μέρα με την τελική «Ιεροφάνεια» και τη Θεαματική επιφάνεια της Θεάς Περσεφόνης που ανέρχεται από τον Άδη. Βέβαια το ιερό των μυστών αλλά και των μυουμένων, δεν το ξέρω και πολύ καλά, αν και έχω πάει στην γιορτή, απλά γιατί δεν «πήρα» την μύηση. Εδώ πρέπει να πω βέβαια ότι οι συμμετέχοντες τηρούν απόλυτη μυστικότητα και η πολιτεία επιβάλλει σ’ αυτούς που την παραβιάζουν, την ποινή του θανάτου»
-«Ποινή του θανάτου; Γιατί; Για να μην πουν τα μυστικά; Πόσο παράξενα μπορεί να είναι και πόσο μυστικά, που να επιβάλλεται τέτοια ποινή; Λες και θα προδώσουν την ασφάλεια της πόλης κάνουν…»
-«Ίσως είναι πιο ιερά και από τα μυστικά συστήματα και τις οχυρώσεις ή τις στρατιωτικές δυνάμεις της πόλης».
Ο Λάφιλος σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό, καθώς αντιλήφθηκε τον άνεμο να αλλάζει διεύθυνση και το φως να λιγοστεύει. Από το πουθενά, πολλά μικρά σύννεφα είχαν κάνει την εμφάνισή τους και ήταν πολύ απειλητικά. Ο αέρας είχε την χαρακτηριστική μυρουδιά της υγρασίας και του φρεσκοκομμένου χόρτου:
-«Νομίζω, ότι ο Δίας θέλει να μας «δοκιμάσει» λίγο. Τώρα που κοντεύουμε στην πόλη», είπε και άπλωσε το χέρι έξω από την επιφάνεια που έπιανε το φύλλωμα του δέντρου.
Κάποιες σταγόνες από τον ουρανό, έπεσαν στην ανοικτή παλάμη. Η βροχή ερχόταν και από την σκοτεινιά που επικρατούσε, φαινόταν για δυνατή, μέχρι καταιγίδα. Ο Άρατος κοίταξε προς την μεριά του δρόμου. Τώρα όλοι είχαν αρχίσει να βιάζονται και έκαναν όσο πιο μεγάλα βήματα μπορούσαν, φόραγαν τον πέτασό τους και τσίγκλαγαν τα ζώα για πιο γρήγορα. Οι τρείς ταξιδιώτες σηκώθηκαν μονομιάς και πήγαν προς την μεριά των υπόλοιπων. Δίπλα στον δρόμο κυλούσε τα νερά του, ένα μικρό ποτάμι, που οι Αθηναίοι τον φώναζαν Ηριδανό, γεμάτο νερό, όχι πολύ καθαρό αλλά αρκετά ορμητικό. Ο Άρατος τους το έδειξε:
-«Κοιτάξτε, στον Υμηττό ήδη βρέχει. Και μάλιστα ρίχνει πολύ νερό. Βλέπετε το νερό στο ποτάμι; Από εκεί έρχεται. Και είναι πολύ, πρέπει να βιαστούμε ειδάλλως θα κολλήσουμε στην λάσπη»
Επιτάχυναν, να βρεθούν τουλάχιστον κοντά στα τείχη της πόλης. Έπρεπε να περάσουν από το παλιό νεκροταφείο, τα μαγαζιά των κεραμοποιών, τον χώρο των εργαστηρίων αγαλμάτων, μετά να μπουν στην πόλη και να βρουν καταφύγιο. Ο δρόμος ήταν αρκετός ακόμη και η λάσπη, έστω και με τις λίγες σταγόνες βροχής είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητική. Πριν όμως φτάσουν στον Κεραμεικό, το πρώτο νεκροταφείο και στο Δίπυλο, έπρεπε να αντιμετωπίσουν το έλος του Ηριδανού, το οποίο αν έριχνε πολύ νερό ο Δίας, θα μπορούσε να γίνει απροσπέλαστο. Όμως πριν ακόμα αποτελειώσουν μια τέτοια σκέψη, τα ουράνια άνοιξαν και η βροχή, έπεφτε λες με θεόρατους ασκούς, λες και ο Θεός των Θεών ήθελε να πνίξει τους ανθρώπους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Περπατούσαν στο μεγάλο δρόμο, με τα ρείθρα στις δυό του άκρες και τις μεγάλες χωνευτές πέτρες που τον χώριζαν στη μέση. Από την μια, αυτοί που πήγαιναν στην πόλη, από την άλλη αυτοί που έκαναν τον αντίθετο δρόμο. Ένα συνονθύλευμα εμπόρων, ταξιδιωτών αλλά και νεαρών στρατιωτών, βιαστικών και οπλισμένων με όλο τον οπλισμό τους. Η σκόνη σηκωνόταν σαν σύννεφο από τις μεγάλες ρόδες των κάρων και τα πόδια των ζώων αλλά και των οδηγών τους, που συνωστίζονταν σαν σμάρι από μέλισσες. Και μάλιστα πολύβουο και πολύχρωμο σμάρι. Κάποιος τροχός από κάρο που κουβάλαγε σταφύλια και άλλα φρούτα, έσπασε από τις πέτρες και ο κακόμοιρος έμπορος που το οδηγούσε, μόνο που δεν έκλαιγε από την απελπισία του. Δυό νέοι φορώντας λινούς χιτώνες με μακριές χειρίδες και βαμβακερά χοντρά ιμάτια, προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, χρησιμοποιώντας μεγάλα κλαδιά σαν μοχλούς, γεμάτοι σκόνη και χώματα στα σανδάλια. Όμως ο κόπος τους δεν έδειχνε να έχει ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Κάποιοι στρατιώτες που φρόντιζαν για την ασφάλεια των ταξιδιωτών, έσπευσαν στο σημείο να βοηθήσουν, ν’ αποκαταστήσουν την ομαλή ροή των υπολοίπων αμαξών. Τα σταφύλια που είχαν πέσει στο χώμα, ποδοπατήθηκαν με αποτέλεσμα μια όξινη, πιπεράτη, μυρωδιά να απλωθεί στον αέρα. Οι φωνές, οι κοφτές διαταγές και οι βρισιές, ακούγονταν εκκωφαντικά αρκετά μέτρα μακριά. Πιο κάτω, ένα άλλο κάρο, φορτωμένο με μεγάλους αμφορείς, πιθανόν με κρασί, προσπαθούσε μάταια νε τρέξει ανάμεσα από το πλήθος, να περάσει την πύλη της Αθήνας πριν το σούρουπο. Και ο καροτσέρης φώναζε, όπως όλοι άλλωστε, έβριζε και καμτσίκωνε τα δυό δύσμοιρα τα γαϊδουράκια που αγκομαχούσαν να τραβήξουν το βαρύ τους φορτίο. Όπου κι αν κοίταγε κάποιος, μια αναστάτωση και μια σχεδόν τρέλα επικρατούσε. Με αγωνίες, βιασύνες και βρισιές. Παρά την αναμενόμενη βαρβαρική επιδρομή, το εμπόριο και οι δραστηριότητες των ανθρώπων, συνεχίζονταν κανονικά.
-«Αυτή στο βάθος είναι η μεγάλη πόλη! Η Αθήνα!», είπε ο Άρατος στους δυό συνοδοιπόρους του. «Και αυτός που περπατάμε τώρα, είναι ο ιερός δρόμος των Αθηναίων, η γνωστή Ιερά οδός των Μυστηρίων». Κοίταξε να δει τι εντύπωση είχε κάνει ο δρόμος αλλά και η επίδειξη γνώσεών του στους άλλους. Ο Λάφιλος κοίταγε ολόγυρα, λες και είχε μπει σε κάποια φανταστική ιστορία, σε κάποιον από τους μύθους που «χάζευε» μικρός από τα στόματα των γεροντότερων. Θωρούσε τον τόσο πολύ κόσμο και τα ζώα τους, τα κάρα που μετέφεραν όποιο προϊόν μπορούσε να φανταστεί ανθρώπινος νους, τους στρατιώτες με την εξάρτυσή τους, έτοιμοι για μάχη. Στα μάτια του αυτοί οι πολεμιστές ήταν οι ενσαρκώσεις των Θεών, με τους σύνθετους θώρακες, που ήταν επενδεδυμένοι με αλληλεπικαλυπτόμενες ορειχάλκινες φολίδες ποικίλων μεγεθών. Στα άκρα, στις παρυφές δηλαδή των διαφόρων τμημάτων, η διακόσμηση σε διάφορα ζωηρά χρώματα, μάγευε το μάτι και μπορούσε ν’ αποθαρρύνει με την αποπνέουσα αλαζονεία, κάθε αντίπαλο. Οι περικεφαλαίες τους, με δίχρωμη μακριά αλογοουρά τον λοφιοστάτη, που πρόσθετε ύψος στον πολεμιστή, συνήθως σε κόκκινο και άσπρο, με τον θόλο στο χρώμα του ορείχαλκου και την προσωπίδα σε μαύρο για λόγους εντυπωσιασμού, έδινε μια εξωπραγματική εικόνα. Μα πιότερη εντύπωση προκαλούσαν, οι καλογυαλισμένες ορειχάλκινες κνημίδες, τα ξίφη και φυσικά οι πελώριες στρογγυλές ασπίδες, το «όπλον», με το θεόρατο Α ζωγραφισμένο στην μεταλλική οθόνη ή την λευκή ταυροκεφαλή, που ήταν αγαπημένο έμβλημα των Αθηναίων. Οι ιστορίες του Ιόλαου, έρχονταν τώρα ολοζώντανες στο μυαλό. Ήθελε να ρωτήσει τόσα πολλά ο Λάφιλος, που τελικά δεν μπορούσε να μιλήσει. Σε αντίθεση με τον Αμεινία, που δεν είχε βάλει την γλώσσα μέσα στο στόμα καθόλου.
-«Και γιατί την λένε Ιερά οδό των Μυστηρίων; Εδώ δηλαδή μένουν οι παραμυθάδες; Τι το κρυφό… μυστήριο έχει; Τι το σημαντικό τέλος πάντων;»
Ο Άρατος γέλασε, αλλά άδραξε την ευκαιρία για μια ακόμα επίδειξη γνώσεων.
-«Γιατί φτάνει ως την Ελευσίνα μικρέ, γι αυτό, κατάλαβες;»
Ο Αμεινίας κοιτάζοντας αλλού, κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Σαν εικόνα πιο πολύ τον ενδιέφερε η εικόνα του δρόμου, αλλά τον έτρωγε και η περιέργεια να μάθει για μυστικά και για διαφόρων ειδών μυστήρια. Ο καπετάνιος άρχισε να μιλά πιο δυνατά τώρα για να ακούνε και οι δυό, χωρίς όμως ούτε στιγμή να σταματήσει το περπάτημα, αφού η πόλη απείχε αρκετά ακόμα.
-« Οι Αθηναίοι, έχουν και τιμούν μια γιορτή. Πολύ μεγάλη γιορτή και πολύ ιερή. Προς τιμήν της Δήμητρας, της πανίσχυρης, χθόνιας και γόνιμης Θεάς. Και αυτή την γιορτή, την κάνουν, την γιορτάζουν δηλαδή στο ναό της μεγάλης Θεάς, στην Ελευσίνα. Και είναι πολύ παλιά γιορτή, από την εποχή των Πελασγών ακόμα, εκατοντάδες καλοκαίρια και χειμώνες, παλιά…»
-«Δηλαδή… κανείς απ’ αυτούς σήμερα που βλέπουμε, δεν ζούσε τότε ε; Τόσο παλιά;»
Η ερώτηση του Αμεινία προκάλεσε το γέλιο και των δυό συνοδοιπόρων του. Η αφέλεια του παιδιού αυτού και η ανημποριά του να μετρήσει ποσότητες, χώρους , αποστάσεις και χρόνους, ήταν κάτι το ανεπανάληπτο.
-« Ου ου … πολύ πιο παλιά», προσπάθησε να του εξηγήσει ο Άρατος. Τόσο παλιά, που δεν υπήρχαν ούτε οι παππούδες όλων αυτών που βλέπεις ούτε οι προπαππούδες τους, ούτε και οι προπαππούδες των προππαπούδων τους. Τόσο παλιά είναι η γιορτή αυτή…»
-«Πω πω, φαντάζομαι πόσο ιερή είναι τότε! Εμείς γιατί δεν πήγαμε εκεί; Και τι γιορτάζουν ακριβώς οι Αθηναίοι;»
-«Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσαμε να πάμε, αφού ήδη, παρά την βαρβαρική απειλή, έχουν αρχίσει οι προετοιμασίες για την γιορτή. Βλέπεις είναι σε λίγες μέρες. Τώρα … τον Βοηδρομιώνα, (Β! 15ήμερο Σεπτεμβρίου – Α! 15ήμερο Οκτωβρίου). Και μάλιστα τώρα είναι η μεγάλη τους γιορτή, τα μεγάλα Μυστήρια. Γιατί υπάρχουν και τα μικρά, που γίνονται τον Ανθεστηριώνα (Β! 15ήμερο Φεβρουαρίου – Α! 15ήμερο Μαρτίου). Και γιατί γίνονται;»
-«Ναι, ναι, τι γιορτάζουν που είναι τόσο ιερό και σεβαστό, που δίνουν το όνομα «ιερή» στην οδό αυτή;»
-«Θέλεις λοιπόν ν’ ακούσεις μια ωραία ιστορία; Πιστεύω πως θέλεις»
Ο Άρατος κοίταξε τον Λάφιλο και με το κεφάλι του έκανε νόημα να καθίσουν κάτω από ένα δένδρο. Βολεύτηκαν όσο πιο καλά μπορούσαν πάνω σε κάποιες κοτρώνες και πριν αρχίσει ο καπετάνιος την ιστορία του, έβγαλε λίγο κρασί από το δισάκι του να το μοιραστεί με τον φίλο του πια, τον Λάφιλο. Πρόσφερε και τυρί, ενώ ο Καλύμνιος έβγαλε μερικά σύκα και κρεμμύδια. Άρχισαν να τρώνε με όρεξη, μετά την κούραση από το περπάτημα και όσο καθυστερούσε την ιστορία, τόσο φούντωνε η περιέργεια του Αμεινία. Επιτέλους μετά από κάποια λεπτά άρχισε την αφήγηση:
-«Λοιπόν μικρέ κερατάκο, άκου από την αρχή την ιστορία… κάποτε που λες, εκτός από τους Θεούς που ζούσαν στον Όλυμπο και ασχολούνται με τα μεγάλα θέματα των ανθρώπων, υπήρχε και μια Θεά που την αποκαλούσαν οι άνθρωποι Γαία. Αλλά με το πέρασμα των χρόνων, απέκτησε το όνομα Δήμητρα, που σημαίνει «Γη – μήτηρ», δηλαδή μητέρα όλων. Αυτή λοιπόν η Θεά, είχε μια κόρη που την έλεγαν Περσεφόνη. Η κόρη ήταν μια πανέμορφη κοπέλα με μακριά μαλλιά και έπαιζε σε μια εξίσου πανέμορφη και καταπράσινη περιοχή, στο Νύσσιον Πεδίο, μαζί με τις Ωκεανίδες Νύμφες, όταν είδε έναν εκπληκτικής ομορφιάς νάρκισσο, ένα εξωπραγματικά όμορφο λουλούδι και θέλησε να τον κόψει. Τότε εμφανίστηκε ο Άδης, ο Θεός Πλούτωνας δηλαδή και την έκλεψε, αφού προηγουμένως είχε πάρει την συγκατάθεση του Δία. Η Δήμητρα μάταια έψαχνε να την βρει. Κάποια μέρα μίλησε με τον βασιλιά Ήλιο, ο οποίος της εξήγησε τι είχε γίνει κι αυτή έχοντας θυμώσει πάρα πολύ με τον Δία που επέτρεψε την αρπαγή της κόρης της, μεταμορφώθηκε σε γριά και άρχισε να περιπλανείται στις πόλεις. Έτσι έφτασε στην Ελευσίνα, όπου ζήτησε να της χτίσουν ένα ναό κάτω από την Ακρόπολη της πόλης. Αποσύρθηκε στον ναό λοιπόν, έκοψε κάθε επαφή με τον κόσμο και όλη μέρα θρηνούσε για τον χαμό του παιδιού της, μέχρι που η γη έπαψε να βλασταίνει και ο αφανισμός των ανθρώπων απειλούσε τον κόσμο. Βλέποντας αυτά, ο Ζεύς έστειλε τον Ερμή στον Άδη ζητώντας του να επιτρέψει την άνοδο της Κόρης για να ηρεμήσει η Δήμητρα. Ο Πλούτωνας λοιπόν την έστειλε αφού πρώτα της έδωσε να φάει καρπό ροιάς, (ροδιού), για να εξασφαλίσει την επιστροφή της»
Σταμάτησε για λίγο την αφήγησή του, έπιασε ένα μεγάλο κομμάτι τυρί και ήπιε από την κούπα του μια γουλιά κρασί. Τα μάτια του Αμεινία, αλλά και του Λάφιλου, είχαν καρφωθεί πάνω του, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνουν τα ματοτσίνορα και περίμεναν την συνέχεια. Οι φωνές από τον δρόμο συνεχίζονταν ζωηρές και ενοχλητικές, όμως δεν έδωσε κανείς τους την παραμικρή προσοχή…
-«Που λέτε λοιπόν, η Κόρη, συνάντησε την μητέρα της στην Ελευσίνα, όμως μόλις η Δήμητρα αντιλήφθηκε ότι η κόρη της έφαγε τον καρπό της ροδιάς, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να την κρατήσει για πάντα κοντά της. Την λύση έδωσε η Ρέα, (μητέρα του Δία, του Άδη και της Δήμητρας ), μέσω της οποίας έγινε συμβιβασμός ανάμεσα στους Θεούς και αποφάσισαν ότι η Περσεφόνη θα περνούσε τέσσερις μήνες του χρόνου με τον σύζυγό της Άδη και οκτώ μήνες στον Όλυμπο με την μητέρα της. Έτσι πείστηκε και η Δήμητρα να γυρίσει στον Όλυμπο. Και μόλις βγήκε από τον ναό που είχε κλειστεί, η γη άνθισε και η Δήμητρα έδειξε στους άρχοντες της πόλης τον τρόπο με τον οποίο ήθελε να την λατρεύουν , τα «Σεμνά Όργια», (η παρεξηγημένη λέξη όργια, σημαίνει μυστικές τελετές, μυστική λατρεία), τα οποία δεν επιτρεπόταν για κανένα λόγο να φανερώνονται στους αμύητους».
-«Και κάθε πότε γίνεται αυτή η γιορτή, κάθε χρόνο ή σαν τους αγώνες στην Ολυμπία κάθε τέσσερα; Θα ήταν πιο «επιβλητικό» κάθε τέσσερα νομίζω», ακούστηκε ο Λάφιλος να ρωτάει.
Ο Άρατος ένοιωθε πιο ψηλός απ’ ότι ήταν, κάτι σαν γίγαντας. Του άρεσε να δείχνει τις γνώσεις του, όπως του άρεσε και να μαθαίνει, ναυτικός ήταν, παραμύθια και ιστορίες ήθελε να λέει. Είχε κουραστεί για να μάθει και ήθελε τώρα ακροατήριο γιατί όλη μέρα με τους ναύτες δεν είχε την ευκαιρία τόσο συχνά.
-«Κάθε χρόνο γίνονται, κάθε χρόνο. Είναι πολύ ιερή γιορτή όπως είπαμε. Την πρώτη μέρα, ξεκινάει μεγάλη πομπή, που περπατά όλον αυτόν τον δρόμο…»
-«Την ιερά οδό δηλαδή»
-«Ναι, την ιερά οδό αυτήν, … χιλιάδες κόσμου, γιατί στην γιορτή έχουν δικαίωμα συμμετοχής, όχι μόνο οι πολίτες αλλά και οι γυναίκες, οι δούλοι και οι ξένοι. Η συμμετοχή στην γιορτή δεν προϋποθέτει μύηση. Αυτό είναι θέμα καθαρά προσωπικής επιλογής. Η μύηση αποσκοπεί στην συμφιλίωση και στην προσδοκία της μεταθανάτιας ζωής. Γι αυτό τον λόγο και έχει τόσο μεγάλη απήχηση και τέτοια «μυστηριακή» ιερότητα.
Την πρώτη μέρα λοιπόν, εννοώ της μύησης που λεγόταν «Αγυρμός» και σημαίνει συγκέντρωση στην Αττική γλώσσα, οι υποψήφιοι μύστες συγκεντρώνονται στο Ιερό της Ελευσίνας. Η δεύτερη μέρα λέγεται «Άλαδαι Μύσται» και περνάει με πομπή προς την θάλασσα και καθαρμούς στα νερά της. Την Τρίτη μέρα, είναι καθιερωμένη απόλυτη νηστεία και αρχίζει η χορήγηση του περίφημου ποτού «Κυκεών». Ένα ποτό που είναι μίγμα μαύρου κρασιού, κατσικίσιου τυριού, κριθάλευρου και μελιού, αυτό δηλαδή που δίνουν οι Αθηναίοι στους στρατιώτες πριν την μάχη. Η νηστεία σταματάει το ίδιο βράδυ με τα «ιερά τρόφιμα» που δίνουν στους μυούμενους οι ιερείς μέσα από μια «Μυστική Κύστη». Την τέταρτη μέρα, κάνουν θυσίες στην Δήμητρα και χορεύουν ιερατικούς κυκλικούς χορούς, ενώ την Πέμπτη ημέρα, γίνεται «Λαμπαδηφορία», όπου οι μυούμενοι με ένα πυρσό στο χέρι και ανά δυάδες σχηματίζουν σιωπηλά πομπή με επικεφαλή τον «Δαδούχο» ιερέα και μπαίνουν στον ναό της Θεάς. Η έκτη μέρα, λέγεται «Ίακχος» και είναι αφιερωμένη σε λατρευτικές πράξεις προς τιμή του θεοπαίδα Ίακχου με περιφορά του αγάλματός του, το οποίο πάντα είναι στεφανωμένο με μυρσίνη σε ένδειξη πένθους και των ιερών αντικειμένων , Λικμός, Κάλαθος, Φαλλός, από τον Κεραμεικό στην Ελευσίνα μέσω αυτού του δρόμου, της «Ιεράς οδού». Η νύχτα προς την έβδομη μέρα ήταν η «Ιερά Νυξ» και εγκαινιάζει τη Μεγάλη Μύηση που ολοκληρώνεται την ένατη μέρα με την τελική «Ιεροφάνεια» και τη Θεαματική επιφάνεια της Θεάς Περσεφόνης που ανέρχεται από τον Άδη. Βέβαια το ιερό των μυστών αλλά και των μυουμένων, δεν το ξέρω και πολύ καλά, αν και έχω πάει στην γιορτή, απλά γιατί δεν «πήρα» την μύηση. Εδώ πρέπει να πω βέβαια ότι οι συμμετέχοντες τηρούν απόλυτη μυστικότητα και η πολιτεία επιβάλλει σ’ αυτούς που την παραβιάζουν, την ποινή του θανάτου»
-«Ποινή του θανάτου; Γιατί; Για να μην πουν τα μυστικά; Πόσο παράξενα μπορεί να είναι και πόσο μυστικά, που να επιβάλλεται τέτοια ποινή; Λες και θα προδώσουν την ασφάλεια της πόλης κάνουν…»
-«Ίσως είναι πιο ιερά και από τα μυστικά συστήματα και τις οχυρώσεις ή τις στρατιωτικές δυνάμεις της πόλης».
Ο Λάφιλος σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό, καθώς αντιλήφθηκε τον άνεμο να αλλάζει διεύθυνση και το φως να λιγοστεύει. Από το πουθενά, πολλά μικρά σύννεφα είχαν κάνει την εμφάνισή τους και ήταν πολύ απειλητικά. Ο αέρας είχε την χαρακτηριστική μυρουδιά της υγρασίας και του φρεσκοκομμένου χόρτου:
-«Νομίζω, ότι ο Δίας θέλει να μας «δοκιμάσει» λίγο. Τώρα που κοντεύουμε στην πόλη», είπε και άπλωσε το χέρι έξω από την επιφάνεια που έπιανε το φύλλωμα του δέντρου.
Κάποιες σταγόνες από τον ουρανό, έπεσαν στην ανοικτή παλάμη. Η βροχή ερχόταν και από την σκοτεινιά που επικρατούσε, φαινόταν για δυνατή, μέχρι καταιγίδα. Ο Άρατος κοίταξε προς την μεριά του δρόμου. Τώρα όλοι είχαν αρχίσει να βιάζονται και έκαναν όσο πιο μεγάλα βήματα μπορούσαν, φόραγαν τον πέτασό τους και τσίγκλαγαν τα ζώα για πιο γρήγορα. Οι τρείς ταξιδιώτες σηκώθηκαν μονομιάς και πήγαν προς την μεριά των υπόλοιπων. Δίπλα στον δρόμο κυλούσε τα νερά του, ένα μικρό ποτάμι, που οι Αθηναίοι τον φώναζαν Ηριδανό, γεμάτο νερό, όχι πολύ καθαρό αλλά αρκετά ορμητικό. Ο Άρατος τους το έδειξε:
-«Κοιτάξτε, στον Υμηττό ήδη βρέχει. Και μάλιστα ρίχνει πολύ νερό. Βλέπετε το νερό στο ποτάμι; Από εκεί έρχεται. Και είναι πολύ, πρέπει να βιαστούμε ειδάλλως θα κολλήσουμε στην λάσπη»
Επιτάχυναν, να βρεθούν τουλάχιστον κοντά στα τείχη της πόλης. Έπρεπε να περάσουν από το παλιό νεκροταφείο, τα μαγαζιά των κεραμοποιών, τον χώρο των εργαστηρίων αγαλμάτων, μετά να μπουν στην πόλη και να βρουν καταφύγιο. Ο δρόμος ήταν αρκετός ακόμη και η λάσπη, έστω και με τις λίγες σταγόνες βροχής είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητική. Πριν όμως φτάσουν στον Κεραμεικό, το πρώτο νεκροταφείο και στο Δίπυλο, έπρεπε να αντιμετωπίσουν το έλος του Ηριδανού, το οποίο αν έριχνε πολύ νερό ο Δίας, θα μπορούσε να γίνει απροσπέλαστο. Όμως πριν ακόμα αποτελειώσουν μια τέτοια σκέψη, τα ουράνια άνοιξαν και η βροχή, έπεφτε λες με θεόρατους ασκούς, λες και ο Θεός των Θεών ήθελε να πνίξει τους ανθρώπους.
Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014
Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Μπόρεσε μες το σκοτάδι να δει αυτό το αμυδρό χαμόγελο του Λίχη. Της φάνηκε ότι κατάλαβε καλά τις προθέσεις των δύο ανδρών. Πισωπάτησε μερικά βήματα και έγνεψε το κεφάλι αρνητικά. Δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που μάντευε. Δεν μπορούσε ο «φίλος» της, να ζητήσει τέτοια χάρη. Ήξερε ποια ήταν, μα πάνω απ’ όλα, έπρεπε να καταλάβει ότι το παιδί δεν μπορούσε να μεγαλώσει εκεί. Ήλπισε μήπως είχε καταλάβει λάθος και προσπάθησε να καθυστερήσει το … αναπόφευκτο. Τους πρότεινε να καθίσουν, μια κούπα ανέρωτου κρασιού, ήταν ότι έπρεπε αυτή τη στιγμή, όχι μόνο για τους άντρες, αλλά πιότερο για εκείνην. Το χαμόγελο στο πρόσωπο του Ευρυάνακτα, το ένοχο ύφος του αλλά και τα γεμάτα αποφασιστικότητα μάτια του, επιβεβαίωσαν τους φόβους της.
Πέρασαν σε ένα άλλο χώρο, με δυό ανάκλιντρα, πολλά μικρά καρεκλάκια και δυό τραπέζια. Στην μια άκρη δυό Κορίνθιοι περίμεναν κάποια κοπέλα, πίνοντας κούπες με κρασί, τρώγοντας μεγάλα κομμάτια κατσικίσιου τυριού. Η μυρωδιά από το τυρί, ανακατεμένη με τον ιδρώτα, αλλά και την υγρασία, έκαναν την ατμόσφαιρα σχεδόν αβάσταχτη. Γέλια που ακούστηκαν από το βάθος έκαναν τους δυο Σπαρτιάτες να στραφούν προς το βάθος της αίθουσας, περίεργους. Μια νεαρή, μικρότερη από δέκα πέντε χρόνων, είχε ανέβει στα γόνατα ενός θεόρατου άντρα και τον χάιδευε σε διάφορα σημεία, προσπαθώντας να «ξυπνήσει» το θεριό μέσα του.
-«Όταν ο άντρας σκέφτεται με λάθος κεφάλι», ακούστηκε η φωνή της Αγαθόκλειας πίσω τους, «τότε χάνει τον κόσμο ολόκληρο. Και το σπουδαιότερο, τα λεφτά του αλλάζουν κάτοχο». Χαμογέλασε και έδειξε δυό σειρές κάτασπρων δοντιών, παράξενο για την ηλικία της, αφού πρέπει να είχε περάσει τα είκοσι τέσσερα. «Και η κοπέλα αυτή, τα καταφέρνει αρκετά καλά…», συμπλήρωσε.
Ο Λίχης, πρόσεξε το γυμνό στήθος του κοριτσιού, τους μηρούς που τώρα τυλίγονταν ξεδιάντροπα γύρω από την μέση του «θεριού» και την γλώσσα της που μετρούσε γλείφοντας όλο το λαιμό και το πρόσωπο του. Αηδίασε και γύρισε το κόκκινο από αδικαιολόγητο θυμό, πρόσωπό του.
Κάθισαν κοντά στον τοίχο, ενώ μια έγχρωμη σκλάβα, έφερε κρασί και σύκα. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δέκα τριών χρονών, όμως η ανάπτυξή της είχε ολοκληρωθεί, ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν τα στητά της στήθη και οι γυμνοί μηροί της. Οι δυό άντρες έδειξαν ενόχληση από την παρουσία της και η Αγαθόκλεια έκανε μια κίνηση με το χέρι, να βιαστεί να φύγει.
-«Από την Νουμιδία είναι, ξέρεις πόσο μου κόστισε; Μια περιουσία σχεδόν, … αλλά τα αξίζει τα λεφτά της. Είναι ο έρωτας πολλών εδώ. Καλή επένδυση μα την Ήρα… καλή. Αλλά σίγουρα δεν ήρθατε ως εδώ για γυναίκες. Οι Λακεδαιμόνιοι, φημίζεστε για την αφοσίωσή σας στην οικογένεια. Όλα τα άλλα τα βλέπετε … ασωτία. Ευτυχώς που δεν είναι όλοι οι Έλληνες έτσι, το αντίθετο θα έλεγα και μπορούμε και ζούμε κι εμείς»
Οι ταξιδιώτες δεν απάντησαν, μόνο κούνησαν το κεφάλι συμφωνώντας μαζί της. Ο Λίχης σηκώθηκε:
-«Θα βγω λίγο έξω να πάρω αέρα. Λυπάμαι αλλά έχω συνηθίσει στον αέρα του Ταΰγετου και εδώ… πνίγομαι»
Έφυγε και άφησε να συζητήσουν με την άνεσή τους. Έτσι κι αλλιώς, όσο κι αν είχε συμπαθήσει αυτό το μικρό τερατάκι, ένοιωθε ότι δεν ήταν δικιά του δουλειά αυτή. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και αντιμετώπισε ένα μανιασμένο τώρα άνεμο και μια βροχή που μαστίγωνε το σώμα και το πρόσωπο. Έβγαλε το σπαθί του και άρχισε να γυμνάζεται, χτυπώντας στον αέρα κάποιον αόρατο εχθρό. Η βροχή έπεφτε δυνατή και σε πολύ λίγο τον είχε μουσκέψει μέχρι την ψυχή. Δεν την καταλάβαινε, δεν την ένοιωθε πάνω του. Η εκπαίδευσή του τον είχε κάνει να μην λογαριάζει τα στοιχειά της φύσης, την κούραση ή τον πόνο. Ο «υπεράνθρωπος» τώρα βρισκόταν στον δικό του κόσμο, ευτυχισμένος.
-«Λοιπόν Ευρυάνακτα, έχεις να μου πεις νέα από την πατρίδα σου; Γιατί εδώ τα πράγματα δεν πάνε καλά. Λένε ότι οι βάρβαροι έκαψαν την Ερέτρια και οι Αθηναίοι, το εκστρατευτικό δηλαδή σώμα που έστειλαν, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Κι έτσι άφησαν την Ευβοιώτικη πόλη στην μοίρα της. Και δεν είναι ανάγκη να σου πω ποια μοίρα ήταν αυτή!»
Μιλώντας, χάιδευε το μωρό που είχε εν τω μεταξύ πάρει από τον άντρα απέναντί της. Μια του τσίμπαγε ελαφρά τα μπουτάκια, μια τα κόκκινα μαγουλάκια, μια του χάιδευε τα λιγοστά ξανθά μαλλιά του. Και αυτό, πάντα γελώντας, προσπαθούσε να πιάσει τους βοστρύχους της που κρέμονταν μπροστά στο στήθος.
-«Μα καλά, δεν κλαίει ποτέ του; Δεν πεινάει; Και μια και είπα για πείνα, έχω μια κοπέλα εδώ που είναι λεχώνα…»
-«Τέλεια…», της απάντησε ο άντρας.
-«… που θα μπορούσε να το ταΐσει με αληθινό ανθρώπινο γάλα και όχι κατσίκας… Τέλεια είπες;», ρώτησε μόλις κατάλαβε το λάθος της ν’ αναφέρει την λεχώνα. Προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα : «Πάτε στην Αθήνα; Άκουσα ότι δεν θέλατε να στείλετε βοήθεια… κάτι για Κάρνεια είπαν… μπούρδες όμως, έτσι;»
Ο Ευρυάναξ, κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Δεν ήξερε να λέει ψέματα, δεν μπορούσε όμως και να αφήσει κάποιον να κατηγορεί την πόλη του, άσχετα αν αυτός ο κάποιος είχε δίκιο. Προσπάθησε να ψελλίσει μια δικαιολογία, να πει για την ιερότητα των Καρνείων, για τον σεβασμό που δείχνουν πάντα οι Σπαρτιάτες στους Θεούς και τις γιορτές τους, αλλά φοβόταν την ερώτηση που μπορεί να ακολουθούσε. Και δεν ήταν άλλη από : «Τι θα κάνατε αν οι βάρβαροι χτυπούσαν την πόλη σας την ημέρα της γιορτής; Θα αφήνατε ανυπεράσπιστα τα χώματά σας, γιατί έτσι θέλουν οι Θεοί;». Και έβλεπε στα μάτια της γυναίκας την επιθετικότητά της. Μπορεί οι Κορίνθιοι να ήταν αντίπαλοι των Αθηναίων και εμπορικά και επεκτατικά, μπορεί να ήταν φίλοι δικοί τους, αλλά δεν έπαυαν να βλέπουν και τον Ελληνισμό σαν σύνολο και όχι σαν ανεξάρτητες πόλεις – κράτη. Ο Ευρυάναξ ήξερε ότι και ο ίδιος συμπεριφερόταν αλλά και σκεφτόταν διαφορετικά από τους συμπατριώτες του, ήξερε ότι και ο Λίχης είχε αρχίσει να διαφοροποιείται, ήξερε ότι υπήρχαν και αρκετοί άλλοι νέοι στην πόλη του που διαφωνούσαν με τις σκέψεις των παλιών και την επιβολή των εφόρων. Τα ήξερε όλα αυτά, όμως εξίσου γνώριζε, ότι όλοι ήταν αναγκασμένοι να υπακούουν αυστηρά στους νόμους. Οι τιμωρίες ήταν εξαντλητικές.
-«Και ετοιμάζονται για πόλεμο τώρα οι Αθηναίοι;», μπόρεσε να αρθρώσει, πιο πολύ για να πει κάτι, παρά για να μάθει κάτι παραπάνω.
-«Ναι, ετοιμάζονται πυρετωδώς. Και μάλιστα πήραν και ένα ευχάριστο μήνυμα εχθές, από τις Πλαταιές. Αυτή η μικρή πόλη, στέλνει χίλιους άνδρες, όλο της τον στρατό δηλαδή. Μπράβο τους. Μα… κι εσύ για εκεί δεν πας; Για την Αθήνα; Τι έγινε Σπαρτιάτη; Σε πλημμύρισε η Ελληνική αλληλεγγύη; Ή εκνευρίστηκες με τους παλιόγερους που σας διοικούν;»
Ο Ευρυάναξ δεν απάντησε. Κούνησε το χέρι σε ένα δυσνόητο μήνυμα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο την βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς.
-«Κατάλαβες λοιπόν γιατί ταξιδεύω…»
-«Και δεν φοβάσαι το ταξίδι; Δεν μιλάω για τον φόβο της μάχης ή του θανάτου. Εσείς οι Λακεδαιμόνιοι έχετε μεγαλώσει με την αφοβία στα στήθια σας. Ρωτάω αν φοβάσαι που θα αλλάξεις κι εσύ και ο φίλος σου, γιατί όποιος ταξιδεύει αλλάζει, είναι κανόνας αυτός…»
-«Να αλλάξω; Μα είμαι εδώ, την στιγμή που η πόλη μου το απαγορεύει. Κι άλλο ν’ αλλάξω; Και αν την Αθήνα όλοι στον Ευρώτα την βλέπουν σαν εχθρό, εγώ αγωνίζομαι για τους Έλληνες».
Οι δυό συνομιλητές κοιτάχτηκαν αμίλητοι. Τα μεγάλα γαλάζια ματάκια από την αγκαλιά της γυναίκας, κοίταγαν κι αυτά με την αθωότητα και την λάμψη της ηρεμίας. Μάλλον πρέπει να είχε έρθει η ώρα του «φαγητού», γιατί μετά από λίγο, άρχισε να σαλεύει και να γλύφει τα μικρά του δάχτυλα. Η Αγαθόκλεια κοίταξε γύρω της και κάλεσε την λεχώνα, την τροφό όπως θα άρεσε στον Λακαιδέμονα να την λέει. Μια σχετικά ψηλή γυναίκα, αρκετά «γεμάτη», με πλούσιο στήθος πλησίασε και έσκυψε ν’ ακούσει τις οδηγίες της αφεντικίνας της. Πήρε το μωρό στην δική της αγκαλιά και εξαφανίστηκε στο βάθος της κάμαρας. Ο Σπαρτιάτης ευχαρίστησε την Αγαθόκλεια.
-«Νομίζω ότι κατάλαβες τι ακριβώς σου ζητάω. Δεν μπορώ να πάρω το μικρό μαζί μου εκεί που πάω. Ξέρω ότι κι εσείς, οι Κορίνθιοι μπορεί να αναγκαστείτε σε μάχη. Αν ναι, τότε δεν ξέρω τι θα γίνει, δεν ξέρω αν θα έχει νόημα να γίνει κάτι, αφού μετά τους Αθηναίους… πολύ φοβάμαι ότι μόνο η Σπάρτη, με πολύ τύχη θα μπορέσει να σταθεί. Αν σκοτωθώ και συγχρόνως σταματήσουμε τον βάρβαρο, θέλω να το μεγαλώσεις όσο πιο σωστά μπορέσεις. Να του μάθεις πολλά πράγματα, για τους Έλληνες, για τις γιορτές μας, για τους Θεούς. Αν θέλεις, … μίλα του και για μένα. Αν πάλι επιζήσω από αυτή την λαίλαπα, τότε σου υπόσχομαι να γυρίσω, όσο πιο σύντομα μπορώ, να σε απαλλάξω από το βάρος αυτό…»
-«Και τι θα το κάνεις εσύ μετά;»
-«Θα δω τι θα κάνω. Ας νικήσουμε, ας επιβιώσω … και βλέπουμε…»
Η ώρα περνούσε και παρ’ όλη τη βροχή, η «δουλειά» στο σπίτι δεν έλεγε να κόψει. Άντρες μπαινόβγαιναν όλη την ώρα, ενώ ο Ευρυάναξ μέτρησε πάνω από δέκα νεαρά κορίτσια που πρόσφεραν χαρά και διασκέδαση. Η αμαρτωλή πόλη τώρα επιβεβαίωνε το όνομά της. Και οι άνθρωποι που αποζητούσαν την αμαρτία; Σε τέτοιους καιρούς που ο Πέρσης και οι σύμμαχοί του έρχονταν; Παράλογο! Η ευχαρίστηση του παραλόγου! Μπορεί. Πως όμως μπορεί ένας άνθρωπος να ευχαριστιέται με το παράλογο; Διότι στην γενικότητά του, περί αυτού ακριβώς πρόκειται κάθε φορά που γελά ο κόσμος μπροστά σε δυσκολίες: μπορεί μάλιστα να λεχθεί ότι σχεδόν παντού όπου υπάρχει ευτυχία, υπάρχει η ευχαρίστηση του παραλόγου. Το αναποδογύρισμα της πείρας στο αντίθετό της, του σκόπιμου που γίνεται άσκοπο, του δέοντος που μεταβάλλεται σε καπρίτσιο, αλλά έτσι που το γεγονός να είναι αβλαβές και μοναδικό, από διάθεση πληθωρική, να που αυτό μας δίνει χαρά, γιατί μας ελευθερώνει αληθινά για λίγο από την καταπίεση της ανάγκης, του ωφελιμισμού και του πραγματισμού, όπως συνήθως βλέπουμε τους αδυσώπητους δασκάλους μας και καθοδηγητές μας. Παίζουμε και γελούμε κάθε φορά που το προβλεπόμενο (που προξενεί συνήθως στενοχώρια και ανησυχία), εκρήγνυται χωρίς να πληγώσει. Είναι η χαρά των σκλάβων και των καταπιεσμένων στα Βακχικά.
Από το γεγονός ότι οι άνθρωποι έβλεπαν στο ερωτικό ένστικτο μια θεότητα και το ένοιωθαν, μ’ ευγνωμοσύνη, με λατρεία, να δουλεύει μέσα τους, το πάθος αυτό με τα χρόνια διαποτίστηκε από συνειρμούς ανώτερους που το εξευγένισαν σημαντικά. Έτσι λοιπόν, χάρη στην τέχνη της μετουσίωσης σε ιδέες, οι Έλληνες κατόρθωσαν να μετατρέψουν τις ασθένειές τους σε ισχυρά βοηθήματα του πολιτισμού.
-«Και τελικά ήρθες κόντρα στη θέληση της πόλης σου, κόντρα στην απόφαση του συνδικάτου της απολυτότητας! Σε έχει απογοητεύσει η ζωή σου; Αναρωτήθηκες ποτέ, αν οι γνώσεις της ζήσης σου σε κάλυψαν σαν ύπαρξη;»
-«Όχι! Η ζωή δεν με απογοήτευσε! Αντίθετα, ακόμα και έτσι με την απόλυτη υποταγή στους νόμους, κάθε νέα χρονιά την βρίσκω πλουσιότερη, πιο επιθυμητή και πιο μυστηριώδη. Από την ημέρα που μου ήρθε η μεγαλύτερη λύτρωση: αυτή η σκέψη ότι η ζωή μπορούσε να είναι ένα πείραμα για εκείνον που αναζητά την γνώση, όπως οι Αθηναίοι ή την δόξα – και όχι ένα καθήκον, όχι το πεπρωμένο, όχι μια πλάνη. Γι αυτό ταξίδεψα μάλλον … μπορεί και να μην είμαι σίγουρος για το ταξίδι μου, για την θυσία αυτή,… ζήλεψα όμως την δόξα αυτών που πραγματικά έχουν κάνει τη σκέψη τους … Θεά. Και η ίδια η γνώση ή η δόξα: που για άλλους μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό, παράδειγμα… ένα ανάκλιντρο ή η οδός που οδηγεί προς το ανάκλιντρο, ή ακόμα μια διασκέδαση ή μια άσκοπη περιπλάνηση, για μένα είναι ένας κόσμος κινδύνων και νικών, όπου τα ηρωικά συναισθήματα έχουν κι αυτά τη θέση τους με «χορούς και παιγνίδια». Η ζωή ως μέσο γνώσεως… με αυτή την αρχή στην καρδιά μπορείς όχι μόνο να ζεις θαρραλέα, αλλά ακόμα να ζεις με χαρά, να γελάς από χαρά! Και πως θα μπορούσε ένας άνθρωπος να γελά και να ζει καλά, αν πρώτα δεν ήξερε τον πόλεμο και την νίκη;»
Η Αγαθόκλεια τον κοίταγε αμίλητη. Τον κοίταγε κατευθείαν στα μάτια απορροφημένη από τα λόγια του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας Λακεδαιμόνιος δεν ήταν απλώς ένας Τάλως στην υπηρεσία της πόλης του, αλλά και ένας άνθρωπος σκεπτόμενος με την σκέψη της δημιουργικής επιβεβαίωσης και όχι της απλής αντίρρησης. Άπλωσε το χέρι της και έπιασε τον Σπαρτιάτη από τον καρπό, τον έσφιξε μέσα στην λευκή της παλάμη. Το μικρό ξανθό τερατάκι (όπως το αποκαλούσε ο Λίχης), μόλις είχε βρει καινούργιο σπίτι. Και είχε λόγο να είναι ευτυχισμένη όταν ο Ευρυάναξ την αποκαλούσε φίλη του. Θα ήθελε να συνεχίσουν τη συζήτηση, αλλά καταλάβαινε ότι οι δυό άντρες έπρεπε να ξεκουραστούν για το αυριανό τους ταξίδι. Εκείνη την ώρα έκανε την εμφάνισή του και ο Λίχης, μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο, με μια χαρά και έξαψη όμως στο χαμόγελό του. Οδήγησε τους δυό άντρες σε ένα απομονωμένο δώμα, στο πίσω μέρος τους «σπιτιού». Τους βόλεψε η ίδια και τους άφησε στην ξεκούρασή τους. Από κάποιο μικρό διάδρομο, βρέθηκε σε μια κάμαρα που μόλις χωρούσε ένα άτομο. Σε ένα ράφι στον τοίχο πέντε μικρά αγάλματα Θεών φωτίζονταν από κίτρινα κεριά και ένα πιατάκι με αρωματικά βότανα. Άναψε ένα νέο κερί και γονάτισε μπροστά στο αγαλματίδιο του Απόλλωνα.
«Θεέ του ήλιου, βοήθησέ τους», ακούστηκε σαν ψίθυρος η φωνή της. «Βοήθα μας όλους»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Μπόρεσε μες το σκοτάδι να δει αυτό το αμυδρό χαμόγελο του Λίχη. Της φάνηκε ότι κατάλαβε καλά τις προθέσεις των δύο ανδρών. Πισωπάτησε μερικά βήματα και έγνεψε το κεφάλι αρνητικά. Δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που μάντευε. Δεν μπορούσε ο «φίλος» της, να ζητήσει τέτοια χάρη. Ήξερε ποια ήταν, μα πάνω απ’ όλα, έπρεπε να καταλάβει ότι το παιδί δεν μπορούσε να μεγαλώσει εκεί. Ήλπισε μήπως είχε καταλάβει λάθος και προσπάθησε να καθυστερήσει το … αναπόφευκτο. Τους πρότεινε να καθίσουν, μια κούπα ανέρωτου κρασιού, ήταν ότι έπρεπε αυτή τη στιγμή, όχι μόνο για τους άντρες, αλλά πιότερο για εκείνην. Το χαμόγελο στο πρόσωπο του Ευρυάνακτα, το ένοχο ύφος του αλλά και τα γεμάτα αποφασιστικότητα μάτια του, επιβεβαίωσαν τους φόβους της.
Πέρασαν σε ένα άλλο χώρο, με δυό ανάκλιντρα, πολλά μικρά καρεκλάκια και δυό τραπέζια. Στην μια άκρη δυό Κορίνθιοι περίμεναν κάποια κοπέλα, πίνοντας κούπες με κρασί, τρώγοντας μεγάλα κομμάτια κατσικίσιου τυριού. Η μυρωδιά από το τυρί, ανακατεμένη με τον ιδρώτα, αλλά και την υγρασία, έκαναν την ατμόσφαιρα σχεδόν αβάσταχτη. Γέλια που ακούστηκαν από το βάθος έκαναν τους δυο Σπαρτιάτες να στραφούν προς το βάθος της αίθουσας, περίεργους. Μια νεαρή, μικρότερη από δέκα πέντε χρόνων, είχε ανέβει στα γόνατα ενός θεόρατου άντρα και τον χάιδευε σε διάφορα σημεία, προσπαθώντας να «ξυπνήσει» το θεριό μέσα του.
-«Όταν ο άντρας σκέφτεται με λάθος κεφάλι», ακούστηκε η φωνή της Αγαθόκλειας πίσω τους, «τότε χάνει τον κόσμο ολόκληρο. Και το σπουδαιότερο, τα λεφτά του αλλάζουν κάτοχο». Χαμογέλασε και έδειξε δυό σειρές κάτασπρων δοντιών, παράξενο για την ηλικία της, αφού πρέπει να είχε περάσει τα είκοσι τέσσερα. «Και η κοπέλα αυτή, τα καταφέρνει αρκετά καλά…», συμπλήρωσε.
Ο Λίχης, πρόσεξε το γυμνό στήθος του κοριτσιού, τους μηρούς που τώρα τυλίγονταν ξεδιάντροπα γύρω από την μέση του «θεριού» και την γλώσσα της που μετρούσε γλείφοντας όλο το λαιμό και το πρόσωπο του. Αηδίασε και γύρισε το κόκκινο από αδικαιολόγητο θυμό, πρόσωπό του.
Κάθισαν κοντά στον τοίχο, ενώ μια έγχρωμη σκλάβα, έφερε κρασί και σύκα. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δέκα τριών χρονών, όμως η ανάπτυξή της είχε ολοκληρωθεί, ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν τα στητά της στήθη και οι γυμνοί μηροί της. Οι δυό άντρες έδειξαν ενόχληση από την παρουσία της και η Αγαθόκλεια έκανε μια κίνηση με το χέρι, να βιαστεί να φύγει.
-«Από την Νουμιδία είναι, ξέρεις πόσο μου κόστισε; Μια περιουσία σχεδόν, … αλλά τα αξίζει τα λεφτά της. Είναι ο έρωτας πολλών εδώ. Καλή επένδυση μα την Ήρα… καλή. Αλλά σίγουρα δεν ήρθατε ως εδώ για γυναίκες. Οι Λακεδαιμόνιοι, φημίζεστε για την αφοσίωσή σας στην οικογένεια. Όλα τα άλλα τα βλέπετε … ασωτία. Ευτυχώς που δεν είναι όλοι οι Έλληνες έτσι, το αντίθετο θα έλεγα και μπορούμε και ζούμε κι εμείς»
Οι ταξιδιώτες δεν απάντησαν, μόνο κούνησαν το κεφάλι συμφωνώντας μαζί της. Ο Λίχης σηκώθηκε:
-«Θα βγω λίγο έξω να πάρω αέρα. Λυπάμαι αλλά έχω συνηθίσει στον αέρα του Ταΰγετου και εδώ… πνίγομαι»
Έφυγε και άφησε να συζητήσουν με την άνεσή τους. Έτσι κι αλλιώς, όσο κι αν είχε συμπαθήσει αυτό το μικρό τερατάκι, ένοιωθε ότι δεν ήταν δικιά του δουλειά αυτή. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και αντιμετώπισε ένα μανιασμένο τώρα άνεμο και μια βροχή που μαστίγωνε το σώμα και το πρόσωπο. Έβγαλε το σπαθί του και άρχισε να γυμνάζεται, χτυπώντας στον αέρα κάποιον αόρατο εχθρό. Η βροχή έπεφτε δυνατή και σε πολύ λίγο τον είχε μουσκέψει μέχρι την ψυχή. Δεν την καταλάβαινε, δεν την ένοιωθε πάνω του. Η εκπαίδευσή του τον είχε κάνει να μην λογαριάζει τα στοιχειά της φύσης, την κούραση ή τον πόνο. Ο «υπεράνθρωπος» τώρα βρισκόταν στον δικό του κόσμο, ευτυχισμένος.
-«Λοιπόν Ευρυάνακτα, έχεις να μου πεις νέα από την πατρίδα σου; Γιατί εδώ τα πράγματα δεν πάνε καλά. Λένε ότι οι βάρβαροι έκαψαν την Ερέτρια και οι Αθηναίοι, το εκστρατευτικό δηλαδή σώμα που έστειλαν, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Κι έτσι άφησαν την Ευβοιώτικη πόλη στην μοίρα της. Και δεν είναι ανάγκη να σου πω ποια μοίρα ήταν αυτή!»
Μιλώντας, χάιδευε το μωρό που είχε εν τω μεταξύ πάρει από τον άντρα απέναντί της. Μια του τσίμπαγε ελαφρά τα μπουτάκια, μια τα κόκκινα μαγουλάκια, μια του χάιδευε τα λιγοστά ξανθά μαλλιά του. Και αυτό, πάντα γελώντας, προσπαθούσε να πιάσει τους βοστρύχους της που κρέμονταν μπροστά στο στήθος.
-«Μα καλά, δεν κλαίει ποτέ του; Δεν πεινάει; Και μια και είπα για πείνα, έχω μια κοπέλα εδώ που είναι λεχώνα…»
-«Τέλεια…», της απάντησε ο άντρας.
-«… που θα μπορούσε να το ταΐσει με αληθινό ανθρώπινο γάλα και όχι κατσίκας… Τέλεια είπες;», ρώτησε μόλις κατάλαβε το λάθος της ν’ αναφέρει την λεχώνα. Προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα : «Πάτε στην Αθήνα; Άκουσα ότι δεν θέλατε να στείλετε βοήθεια… κάτι για Κάρνεια είπαν… μπούρδες όμως, έτσι;»
Ο Ευρυάναξ, κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Δεν ήξερε να λέει ψέματα, δεν μπορούσε όμως και να αφήσει κάποιον να κατηγορεί την πόλη του, άσχετα αν αυτός ο κάποιος είχε δίκιο. Προσπάθησε να ψελλίσει μια δικαιολογία, να πει για την ιερότητα των Καρνείων, για τον σεβασμό που δείχνουν πάντα οι Σπαρτιάτες στους Θεούς και τις γιορτές τους, αλλά φοβόταν την ερώτηση που μπορεί να ακολουθούσε. Και δεν ήταν άλλη από : «Τι θα κάνατε αν οι βάρβαροι χτυπούσαν την πόλη σας την ημέρα της γιορτής; Θα αφήνατε ανυπεράσπιστα τα χώματά σας, γιατί έτσι θέλουν οι Θεοί;». Και έβλεπε στα μάτια της γυναίκας την επιθετικότητά της. Μπορεί οι Κορίνθιοι να ήταν αντίπαλοι των Αθηναίων και εμπορικά και επεκτατικά, μπορεί να ήταν φίλοι δικοί τους, αλλά δεν έπαυαν να βλέπουν και τον Ελληνισμό σαν σύνολο και όχι σαν ανεξάρτητες πόλεις – κράτη. Ο Ευρυάναξ ήξερε ότι και ο ίδιος συμπεριφερόταν αλλά και σκεφτόταν διαφορετικά από τους συμπατριώτες του, ήξερε ότι και ο Λίχης είχε αρχίσει να διαφοροποιείται, ήξερε ότι υπήρχαν και αρκετοί άλλοι νέοι στην πόλη του που διαφωνούσαν με τις σκέψεις των παλιών και την επιβολή των εφόρων. Τα ήξερε όλα αυτά, όμως εξίσου γνώριζε, ότι όλοι ήταν αναγκασμένοι να υπακούουν αυστηρά στους νόμους. Οι τιμωρίες ήταν εξαντλητικές.
-«Και ετοιμάζονται για πόλεμο τώρα οι Αθηναίοι;», μπόρεσε να αρθρώσει, πιο πολύ για να πει κάτι, παρά για να μάθει κάτι παραπάνω.
-«Ναι, ετοιμάζονται πυρετωδώς. Και μάλιστα πήραν και ένα ευχάριστο μήνυμα εχθές, από τις Πλαταιές. Αυτή η μικρή πόλη, στέλνει χίλιους άνδρες, όλο της τον στρατό δηλαδή. Μπράβο τους. Μα… κι εσύ για εκεί δεν πας; Για την Αθήνα; Τι έγινε Σπαρτιάτη; Σε πλημμύρισε η Ελληνική αλληλεγγύη; Ή εκνευρίστηκες με τους παλιόγερους που σας διοικούν;»
Ο Ευρυάναξ δεν απάντησε. Κούνησε το χέρι σε ένα δυσνόητο μήνυμα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο την βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς.
-«Κατάλαβες λοιπόν γιατί ταξιδεύω…»
-«Και δεν φοβάσαι το ταξίδι; Δεν μιλάω για τον φόβο της μάχης ή του θανάτου. Εσείς οι Λακεδαιμόνιοι έχετε μεγαλώσει με την αφοβία στα στήθια σας. Ρωτάω αν φοβάσαι που θα αλλάξεις κι εσύ και ο φίλος σου, γιατί όποιος ταξιδεύει αλλάζει, είναι κανόνας αυτός…»
-«Να αλλάξω; Μα είμαι εδώ, την στιγμή που η πόλη μου το απαγορεύει. Κι άλλο ν’ αλλάξω; Και αν την Αθήνα όλοι στον Ευρώτα την βλέπουν σαν εχθρό, εγώ αγωνίζομαι για τους Έλληνες».
Οι δυό συνομιλητές κοιτάχτηκαν αμίλητοι. Τα μεγάλα γαλάζια ματάκια από την αγκαλιά της γυναίκας, κοίταγαν κι αυτά με την αθωότητα και την λάμψη της ηρεμίας. Μάλλον πρέπει να είχε έρθει η ώρα του «φαγητού», γιατί μετά από λίγο, άρχισε να σαλεύει και να γλύφει τα μικρά του δάχτυλα. Η Αγαθόκλεια κοίταξε γύρω της και κάλεσε την λεχώνα, την τροφό όπως θα άρεσε στον Λακαιδέμονα να την λέει. Μια σχετικά ψηλή γυναίκα, αρκετά «γεμάτη», με πλούσιο στήθος πλησίασε και έσκυψε ν’ ακούσει τις οδηγίες της αφεντικίνας της. Πήρε το μωρό στην δική της αγκαλιά και εξαφανίστηκε στο βάθος της κάμαρας. Ο Σπαρτιάτης ευχαρίστησε την Αγαθόκλεια.
-«Νομίζω ότι κατάλαβες τι ακριβώς σου ζητάω. Δεν μπορώ να πάρω το μικρό μαζί μου εκεί που πάω. Ξέρω ότι κι εσείς, οι Κορίνθιοι μπορεί να αναγκαστείτε σε μάχη. Αν ναι, τότε δεν ξέρω τι θα γίνει, δεν ξέρω αν θα έχει νόημα να γίνει κάτι, αφού μετά τους Αθηναίους… πολύ φοβάμαι ότι μόνο η Σπάρτη, με πολύ τύχη θα μπορέσει να σταθεί. Αν σκοτωθώ και συγχρόνως σταματήσουμε τον βάρβαρο, θέλω να το μεγαλώσεις όσο πιο σωστά μπορέσεις. Να του μάθεις πολλά πράγματα, για τους Έλληνες, για τις γιορτές μας, για τους Θεούς. Αν θέλεις, … μίλα του και για μένα. Αν πάλι επιζήσω από αυτή την λαίλαπα, τότε σου υπόσχομαι να γυρίσω, όσο πιο σύντομα μπορώ, να σε απαλλάξω από το βάρος αυτό…»
-«Και τι θα το κάνεις εσύ μετά;»
-«Θα δω τι θα κάνω. Ας νικήσουμε, ας επιβιώσω … και βλέπουμε…»
Η ώρα περνούσε και παρ’ όλη τη βροχή, η «δουλειά» στο σπίτι δεν έλεγε να κόψει. Άντρες μπαινόβγαιναν όλη την ώρα, ενώ ο Ευρυάναξ μέτρησε πάνω από δέκα νεαρά κορίτσια που πρόσφεραν χαρά και διασκέδαση. Η αμαρτωλή πόλη τώρα επιβεβαίωνε το όνομά της. Και οι άνθρωποι που αποζητούσαν την αμαρτία; Σε τέτοιους καιρούς που ο Πέρσης και οι σύμμαχοί του έρχονταν; Παράλογο! Η ευχαρίστηση του παραλόγου! Μπορεί. Πως όμως μπορεί ένας άνθρωπος να ευχαριστιέται με το παράλογο; Διότι στην γενικότητά του, περί αυτού ακριβώς πρόκειται κάθε φορά που γελά ο κόσμος μπροστά σε δυσκολίες: μπορεί μάλιστα να λεχθεί ότι σχεδόν παντού όπου υπάρχει ευτυχία, υπάρχει η ευχαρίστηση του παραλόγου. Το αναποδογύρισμα της πείρας στο αντίθετό της, του σκόπιμου που γίνεται άσκοπο, του δέοντος που μεταβάλλεται σε καπρίτσιο, αλλά έτσι που το γεγονός να είναι αβλαβές και μοναδικό, από διάθεση πληθωρική, να που αυτό μας δίνει χαρά, γιατί μας ελευθερώνει αληθινά για λίγο από την καταπίεση της ανάγκης, του ωφελιμισμού και του πραγματισμού, όπως συνήθως βλέπουμε τους αδυσώπητους δασκάλους μας και καθοδηγητές μας. Παίζουμε και γελούμε κάθε φορά που το προβλεπόμενο (που προξενεί συνήθως στενοχώρια και ανησυχία), εκρήγνυται χωρίς να πληγώσει. Είναι η χαρά των σκλάβων και των καταπιεσμένων στα Βακχικά.
Από το γεγονός ότι οι άνθρωποι έβλεπαν στο ερωτικό ένστικτο μια θεότητα και το ένοιωθαν, μ’ ευγνωμοσύνη, με λατρεία, να δουλεύει μέσα τους, το πάθος αυτό με τα χρόνια διαποτίστηκε από συνειρμούς ανώτερους που το εξευγένισαν σημαντικά. Έτσι λοιπόν, χάρη στην τέχνη της μετουσίωσης σε ιδέες, οι Έλληνες κατόρθωσαν να μετατρέψουν τις ασθένειές τους σε ισχυρά βοηθήματα του πολιτισμού.
-«Και τελικά ήρθες κόντρα στη θέληση της πόλης σου, κόντρα στην απόφαση του συνδικάτου της απολυτότητας! Σε έχει απογοητεύσει η ζωή σου; Αναρωτήθηκες ποτέ, αν οι γνώσεις της ζήσης σου σε κάλυψαν σαν ύπαρξη;»
-«Όχι! Η ζωή δεν με απογοήτευσε! Αντίθετα, ακόμα και έτσι με την απόλυτη υποταγή στους νόμους, κάθε νέα χρονιά την βρίσκω πλουσιότερη, πιο επιθυμητή και πιο μυστηριώδη. Από την ημέρα που μου ήρθε η μεγαλύτερη λύτρωση: αυτή η σκέψη ότι η ζωή μπορούσε να είναι ένα πείραμα για εκείνον που αναζητά την γνώση, όπως οι Αθηναίοι ή την δόξα – και όχι ένα καθήκον, όχι το πεπρωμένο, όχι μια πλάνη. Γι αυτό ταξίδεψα μάλλον … μπορεί και να μην είμαι σίγουρος για το ταξίδι μου, για την θυσία αυτή,… ζήλεψα όμως την δόξα αυτών που πραγματικά έχουν κάνει τη σκέψη τους … Θεά. Και η ίδια η γνώση ή η δόξα: που για άλλους μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό, παράδειγμα… ένα ανάκλιντρο ή η οδός που οδηγεί προς το ανάκλιντρο, ή ακόμα μια διασκέδαση ή μια άσκοπη περιπλάνηση, για μένα είναι ένας κόσμος κινδύνων και νικών, όπου τα ηρωικά συναισθήματα έχουν κι αυτά τη θέση τους με «χορούς και παιγνίδια». Η ζωή ως μέσο γνώσεως… με αυτή την αρχή στην καρδιά μπορείς όχι μόνο να ζεις θαρραλέα, αλλά ακόμα να ζεις με χαρά, να γελάς από χαρά! Και πως θα μπορούσε ένας άνθρωπος να γελά και να ζει καλά, αν πρώτα δεν ήξερε τον πόλεμο και την νίκη;»
Η Αγαθόκλεια τον κοίταγε αμίλητη. Τον κοίταγε κατευθείαν στα μάτια απορροφημένη από τα λόγια του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας Λακεδαιμόνιος δεν ήταν απλώς ένας Τάλως στην υπηρεσία της πόλης του, αλλά και ένας άνθρωπος σκεπτόμενος με την σκέψη της δημιουργικής επιβεβαίωσης και όχι της απλής αντίρρησης. Άπλωσε το χέρι της και έπιασε τον Σπαρτιάτη από τον καρπό, τον έσφιξε μέσα στην λευκή της παλάμη. Το μικρό ξανθό τερατάκι (όπως το αποκαλούσε ο Λίχης), μόλις είχε βρει καινούργιο σπίτι. Και είχε λόγο να είναι ευτυχισμένη όταν ο Ευρυάναξ την αποκαλούσε φίλη του. Θα ήθελε να συνεχίσουν τη συζήτηση, αλλά καταλάβαινε ότι οι δυό άντρες έπρεπε να ξεκουραστούν για το αυριανό τους ταξίδι. Εκείνη την ώρα έκανε την εμφάνισή του και ο Λίχης, μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο, με μια χαρά και έξαψη όμως στο χαμόγελό του. Οδήγησε τους δυό άντρες σε ένα απομονωμένο δώμα, στο πίσω μέρος τους «σπιτιού». Τους βόλεψε η ίδια και τους άφησε στην ξεκούρασή τους. Από κάποιο μικρό διάδρομο, βρέθηκε σε μια κάμαρα που μόλις χωρούσε ένα άτομο. Σε ένα ράφι στον τοίχο πέντε μικρά αγάλματα Θεών φωτίζονταν από κίτρινα κεριά και ένα πιατάκι με αρωματικά βότανα. Άναψε ένα νέο κερί και γονάτισε μπροστά στο αγαλματίδιο του Απόλλωνα.
«Θεέ του ήλιου, βοήθησέ τους», ακούστηκε σαν ψίθυρος η φωνή της. «Βοήθα μας όλους»
Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014
Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Πέρασαν από την Μανθυρέα, χωρίς να σταματήσουν ούτε μια στιγμή για ξεκούραση. Το μικρό χωριό κοιμόταν ήσυχο στην γαλήνη της νύχτας. Κάποιο σκυλί αλύχτησε, κάποιο άλλο απάντησε και το χωριό έμεινε πίσω τους να εξακολουθήσει τον ύπνο του. Το μωρό στον σάκο, στο στήθος του Ευρυάνακτα, είχε πια αποκάμει και παραδόθηκε στον Μορφέα, με το δάχτυλό του στο στόμα, κάνοντας διάφορους ήχους ευχαρίστησης. Οι δυό άντρες, αν και έκανε αρκετή ψύχρα εκεί πάνω στα βουνά, ήταν ιδρωμένοι και αρκετά κουρασμένοι, αφού κουβαλούσαν κι όλο αυτό τον εξοπλισμό πάνω τους. Κανείς του δεν έβγαζε έστω και μια λέξη. Προσπαθούσαν ακόμα και τους θορύβους από το περπάτημα, να τους περιορίσουν στο ελάχιστο. Δεν ήταν και δύσκολο, Λακεδαιμόνιοι εκπαιδευμένοι στρατιώτες μια ζωή ήταν. Έτσι πέρασαν και από το χωριό, για να φτάσουν σαν φαντάσματα στην πόλη του Λυκάονα, την καταπράσινη Τεγέα. Η ορεινή Αρκαδία είχε δώσει όλη της την άγρια ομορφιά σε αυτή την πανέμορφη πόλη της.
Μπήκαν στα πρώτα σπίτια, στην συνοικία των Βωταχιδών και κατευθύνθηκαν προς τη κεντρική «πλατεία», στη συνοικία των Εχενιδών, εκεί που ήταν η αγορά αλλά και ο περίφημος ναός της «Αλέας Αθηνάς». Ξημέρωνε και οι δυό φίλοι ήθελαν ξεκούραση και κάτι να φάνε. Τα πρώτα μαγαζιά είχαν ανοίξει, πριν ακόμα ο ήλιος ανατείλει και περίμεναν τους πρωινούς τους πελάτες. Κάποιοι δούλοι, κρατώντας στα χέρια ξερούς θάμνους αλλά και φρύγανα κάποιοι άλλοι, καθάριζαν όλο τον χώρο, σηκώνοντας πιο πολύ σκόνη και από φύσημα αέρα.
Έφτασαν σε ένα καπηλειό και ζήτησαν να τους φέρουν κρασί και τυρί. Ο κάπελας πρόσθεσε και λίγο σταρένιο ψωμί, δείχνοντας επιφυλακτικότητα απέναντι στους δυο πολεμιστές. Τα μεγάλα «Λ» στις ακουμπισμένες στον τοίχο ασπίδες, έδειχναν απειλητικά στα μάτια των Αρκάδων. Τα καλογυαλισμένα ξίφη τους, άστραφταν στο φως της δάδας, που ο κάπελας είχε επίτηδες ακουμπήσει δίπλα τους. Όλα απειλητικά λοιπόν… εκτός… από τούτο το μωρό! «Τι είναι πάλι αυτό», αναρωτήθηκε ο πενηντάχρονος άντρας. «Λακεδαιμόνιοι άγριοι και ταλαιπωρημένοι, μπαίνουν σε εχθρική πόλη, με όλα τα όπλα τους σε επίδειξη, ζητάνε φαγητό και κρασί, βρώμικοι σαν θεριά… και έχουν ένα μωρό σαν γυναίκες δούλες», απόσωσε τη σκέψη του ο κάπελας. «Τι άλλο θα δουν τα μάτια μου πια!»
Το νέο είχε μεταδοθεί σε όλους που είχαν ήδη ξυπνήσει και πήγαιναν στις αγροτικές δουλειές τους. Κάποιοι ρώτησαν τους άλλους που βέβαια δεν ήξεραν τίποτα παραπάνω από τους ερωτώντες , άλλοι αδιαφόρησαν και άλλοι οι πιο θερμόαιμοι, νεαροί πιο πολύ, ήθελαν να πάνε να τους δουν.
Οι δυό Σπαρτιάτες κάθονταν σε ένα τραπέζι ή τουλάχιστον σε κάτι που έμοιαζε με τραπέζι και έτρωγαν με τα μάτια στραμμένα στην πόρτα, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να αμυνθούν ή να φύγουν. Ήξεραν τις προθέσεις των Αρκάδων, δεν έτρεφαν αυταπάτες, γνώριζαν όμως και την πολεμική φήμη τη δικιά τους.
Κάποια στιγμή, έτριξε το ξύλο της πόρτας και τρεις νεαροί Τεγεάτες, μπήκαν στον μικρό χώρο. Στη μέση τους γυάλιζαν μικρά μαχαίρια, καλογυαλισμένα και τοποθετημένα σε τέτοια θέση, που να είναι ευκολόχρηστα. Σε λίγο έφτασαν και άλλοι τέσσερις. Δεν είπαν τίποτα μεταξύ τους, μόνο πλησίασαν σε ένα πάγκο δίπλα στους Λακεδαιμόνιους και παράγγειλαν κρασί και ψωμί. Το βλέμμα τους ήταν καρφωμένο πάνω στους δυο ξένους, που έδειχναν αδιάφοροι και απασχολημένοι με το φαί τους.
-«Βρωμάει κάτι εδώ μέσα Βαίτυλε; Κάτι σαν μούχλα δεν σου βρωμάει;», ρώτησε ο ένας νεαρός τον κάπελα που είχε κουρνιάσει στο βάθος του μαγαζιού. Και βέβαια δεν πήρε καμιά απάντηση. «Βρε παιδιά, εσάς δεν σας βρωμάει; Μόνο σε μένα; Εσένα Άρβιε;», τώρα είχε γυρίσει προς την μεριά των φίλων του και γέλαγε, προσπαθώντας να προκαλέσει τους δυό Σπαρτιάτες.
Ο Λίχης χαμογέλασε και κοίταξε τον σύντροφό του. Κι εκείνος χαμογελούσε, αλλά δεν αντάλλαξαν κουβέντα μεταξύ τους. Ο νεαρός Αρκάς βέβαια δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα και έτσι συνέχισε τον χλευασμό του:
-«Πρέπει να μου βρωμάει μωρουδέλι … ρε, …. Υπάρχουν γυναίκες εδώ; Στο καπηλειό; Μόνο κάποιους «ατρόμητους» στρατιώτες…», τόνισε την λέξη «ατρόμητους» κοιτώντας προς την μεριά των Σπαρτιατών χαϊδεύοντας το μικρό του μαχαίρι, «… από την χώρα των ειλώτων. Ουπς, μάλλον οι είλωτες είναι οι δούλοι… κάνω λάθος; Τέλος πάντων από εκεί κάτω, από τον Ευρώτα…», απέφευγε σκόπιμα να αναφέρει τη λέξη Σπάρτη. «Και από ότι βλέπω η μεγάλη τους πόλη μετά τους πολεμιστές της, άρχισε να εκπαιδεύει και παραμάνες…», γέλασε για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι.
Οι ταξιδιώτες, παρέμεναν ατάραχοι λες και δεν απευθύνονταν σε αυτούς. Συνέχισαν να τρώνε και μάλιστα ο Ευρυάναξ τυχαία (;), έβγαλε και το μικρό ασκί και τάισε και το μωρό.
-«Βυζί δεν δίνεις; Στέρεψε το γάλα σου;», ακούστηκε από την μεριά των νεαρών Αρκάδων μαζί με τα γέλια τους. Ένας τους σηκώθηκε και πλησίασε το τραπέζι των ξένων. Έσκυψε και ακούμπησε τις γροθιές του πάνω στο τραπέζι. Το κοκόρι ήταν έτοιμο για μάχη.
-«Σε σένα μιλάω, την παραμάνα. Σου τέλειωσε το λοιπόν το γάλα; Έχεις γεννήσει πολύ καιρό τώρα, γιατί το «πράγμα» που κουβαλάς πρέπει να είναι πέντε ή έξη μηνών…» και γύρισε να κοιτάξει τους συντρόφους του γελώντας για την πρόκληση. Εκείνοι τον ενθάρρυναν να συνεχίσει και μάλιστα άλλοι δυό σηκώθηκαν και πλησίασαν και αυτοί.
-«Λοιπόν, Λακεδαιμόνιοι, δεν θα απαντήσετε; Ή μήπως η ανωτερότητά σας δεν σας επιτρέπει να μιλάτε με τους φτωχούς και άξεστους Αρκάδες;».
Ξαφνικά και χωρίς να υπάρχει καμιά πρόκληση εκ μέρους των ταξιδιωτών, ο νέος που είχαν φωνάξει Άρβιο, τράβηξε το μαχαίρι από την μέση του, περισσότερο για να φοβίσει τους δυό ξένους παρά να κάνει κακό. Αν κάποιος έλεγε ότι ο Θεός Άρης είχε κατέβει στη γη, έπρεπε να γίνει πιστευτός. Ο Λίχης πήδηξε στον αέρα σαν αητός, με το μεγάλο σπαθί στο δεξί του χέρι, ενώ με το άλλο είχε ήδη αρπάξει από το χιτώνιο τον Άρβιο. Προτού κάποιος κουνηθεί για βοήθεια, ο νέος είχε βρεθεί στο δάπεδο με την μεγάλη σπάθα στο λαιμό του και αίμα να κυλά στο χιτώνιο. Μεγάλο λάθος ν’ απειλήσεις Λακεδαιμόνιο, ν’ απειλήσεις μια φονική μηχανή. Μα το χειρότερο ήταν το χαμόγελο στα στόμα του Λίχη. Πριν ο φίλος του συνειδητοποιήσει το τι έγινε, το δεξί χέρι του Ευρυάνακτα, τον είχε πιάσει από τα μαλλιά και τράβηξε το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι, που χτύπησε με εκκωφαντικό θόρυβο στο σκληρό ξύλο. Το αίμα σκορπίστηκε παντού, κάνοντας τους υπόλοιπους νεαρούς να ξανακαθίσουν στις θέσεις τους. Ο Ευρυάναξ δεν είχε καν σηκωθεί και ατάραχος συνέχισε να τρώει. Το απειλητικό σπαθί του Λίχη δίδαξε στους Αρκάδες, τι πάει να πει Λακεδαιμόνιος πολεμιστής. Σήκωσαν τους δυο συντρόφους τους, το τραύμα στο λαιμό του Άρβιου ήταν επιπόλαιο και έφυγαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
-«Μάλλον πρέπει να αποχωρίσουμε τώρα», είπε ο Λίχης. «Θα προσπαθήσουν να εκδικηθούν, ντροπιάστηκαν. Τους ξέρω αυτούς τους επιπόλαιους νεαρούς»
Ο Ευρυάναξ συμφώνησε και οι δυό φίλοι άφησαν το καπηλειό πίσω τους. Τίποτα δεν έγινε μέχρι την ώρα που βγήκαν από την πόλη. Κανένας δεν στάθηκε εμπόδιο στο δρόμο τους, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε γι αυτούς. Βρήκαν ένα πλάτωμα που περιβαλλόταν από πουρνάρια και μουριές, έξω στα χωράφια και αποφάσισαν να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν με βάρδιες. Σε λίγο έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να ξεκινήσουν πάλι. Στο βάθος φαινόταν ο ναός του «Αστραπαίου Δία» και κάποιοι πιστοί κουβαλούσαν μεγάλα καλάθια με θυμιάματα.
-«Μα καλά, στον ύπνο τους έβλεπαν τις θυσίες…», τα τελευταία λόγια του Λίχη πριν ο ύπνος τον νικήσει.
Μετά από πέντε ώρες, όταν ο ήλιος είχε πια μεσουρανήσει, οι δυνάμεις τους επανήλθαν και είχαν απομακρυνθεί αρκετά από την πόλη του Πάνα, την Τεγέα. Ο μύθος έλεγε ότι εκεί είχε γεννηθεί ο Θεός και ήταν προστάτης της. Τώρα φαινόταν η θάλασσα ανατολικά τους και σε λίγο θα αντίκριζαν το λιμάνι της Κορίνθου. Μια χαρά, τους έκανε να ταχύνουν το βήμα τους.
Απόγευμα ήταν και ο ουρανός είχε γεμίσει μα πολλά μικρά, λευκά και ασημένια σύννεφα, όταν οι δυό ταξιδιώτες έφτασαν στην πρώτη πόλη επίνειο της Κορίνθου, στη Σχοινούντα. Δυτικά μπορούσαν να δουν την δίολκο, το θαύμα των Κορινθίων για την μεταφορά των πλοίων. Και βέβαια όπου υπήρχε μεγάλο ανθρώπινο έργο είχε κατασκευαστεί και ναός. Αυτή τη φορά ο ναός ήταν ένας ολόκληρος λατρευτικός χώρος , αυτός των Ισθμίων, αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, ενώ απέναντι στον λόφο, φαίνονταν οι Θέρμες (Λουτράκι). Μπήκαν στη Σχοινούντα από την νότια πύλη, παρέα με άμαξες και στρατιώτες που γύριζαν από κάποια άσκηση, πεζή και κατασκονισμένοι. Όλοι βέβαια γύριζαν το κεφάλι, ν’ αντικρύσουν τους Λακεδαιμόνιους πολεμιστές. Και εκείνοι δεν τους απογοήτεψαν. Είχαν φορέσει τα κράνη ψηλά στα μαλλιά, κρατούσαν τις ασπίδες κανονικά στο αριστερό χέρι μαζί με τα δόρατα, ενώ κουβαλούσαν τα υπάρχοντά τους στην πλάτη και άλλα περασμένα στον δεξί τους βραχίονα. Η υπεροψία και η περηφάνια τους, έκανε τους δυό φίλους, παρά την κούραση, να περπατούν όρθιοι και στητοί, έτσι όπως μόνο σε αυτούς ταίριαζε.
Μίλησαν με κάποιους εμπόρους, αγόρασαν ακριβά λίγο κρασί και γάλα, ψωμί και τυρί και άρχισαν πάλι την πορεία τους για την μεγάλη πρωτεύουσα της Κορινθίας. Οι δρόμοι βέβαια, ήταν πολύ πιο «στρωτοί», αλλά τα πολλά κάρα και οι ταξιδιώτες, εμπόδιζαν το άνετο βάδισμά τους. Η ζέστη είχε πέσει και κάποιες αστραπές στο βάθος του ορίζοντα, προμήνυαν την βροχή που ερχόταν. Και δεν άργησε ο Δίας να στείλει το ουράνιο νερό του. Αμέσως οι δρόμοι γέμισαν λάσπες και νερά λίμναζαν σε μικρές αποστάσεις, φτιάχνοντας λιμνούλες και μικρά ρυάκια, γεμάτα σκουπίδια και περιττώματα ζώων. Σήκωσαν τις κάπες τους, ο Ευρυάναξ, σαν καλή … μάνα, τύλιξε το μωρό σε ένα κομμάτι δέρμα για να το προφυλάξει από το νερό και τάχυναν όσο μπορούσαν το βήμα τους. Δεν άργησαν να δουν την Κόρινθο, τα φώτα της στην αρχή και τα σπίτια της με τα δημόσια κτίρια της, στη συνέχεια. Έφτασαν σε ένα σπίτι, που ήταν βαμμένο με ώχρα και χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Η βροχή είχε μετατραπεί τώρα σε καταιγίδα και τους είχε μουλιάσει μέχρι το κόκκαλο. Δεν φαινόταν να τους ενοχλεί όμως. Η πόρτα άνοιξε και ένα μικρό κερί με σχεδόν γαλάζια φλόγα, φανέρωσε την γυναικεία φιγούρα που κρυβόταν πίσω του. Παραμέρισε να μπουν και έκλεισε πάλι την πόρτα πίσω της, κάνοντας το ξύλο να χτυπήσει με δύναμη. Ο αέρας είχε σπρώξει πολλά σκουπίδια στο χώρο υποδοχής.
-«Καλώς ήρθατε ταξιδιώτες. Λακεδαιμόνιοι; Κοπιάστε, καθίστε», τους υποδέχτηκε μια άλλη γυναίκα, σαφώς μεγαλύτερη από την κοπέλα, σχεδόν κορίτσι που τους είχε ανοίξει. «Αφήστε τα όπλα σας… εκεί στην άκρη… μη φοβάστε, θα είναι ασφαλή εκεί»
Σήκωσε το κερί που κρατούσε να δει τους επισκέπτες στο πρόσωπο. Τα μάτια της περιεργάστηκαν τον Λίχη. Ικανοποιήθηκε με αυτό που είδε. Τώρα είχε γυρίσει το βλέμμα στον άλλο ταξιδιώτη. Συνοφρυώθηκε και γέλασε:
-«Ευρυάνακτα; Εσύ; Ποιος από τους Θεούς σε έστειλε εδώ… κάθαρμα; Ποιόν Θεό να ευχαριστήσω;»
Ο Ευρυάναξ, έκανε δυό βήματα μπροστά. Άνοιξε τα χέρια και αγκάλιασε την γυναίκα.
-«Αγαθόκλεια! Καλώς σε βρήκα. Όμορφη όπως πάντα…»
Η γυναίκα ανταποκρίθηκε στην αγκαλιά και έπεσε πάνω του με φόρα. Είχε τόσο καιρό να τον δει, τόσο καιρό που θυμόταν μόνο εκείνη την νύχτα, τόσο καιρό που την είχε σώσει από τα δόντια του Άδη, όταν κάποιοι μεθυσμένοι, προσπάθησαν να την βιάσουν και να την στραγγαλίσουν. Ιέρεια της Αφροδίτης στο επάγγελμα, είχε βρεθεί πολλές φορές σε τέτοιες καταστάσεις, αλλά εκείνη ήταν η πιο σοβαρή κακουχία της. Η υπέροχη ομορφιά που τρέλαινε κάθε αρσενικό, είχε γίνει και η αιτία, της παρ’ ολίγον δολοφονίας της. Τελικά ο Αχέροντας δεν την είδε, δεν την χάρηκε, δεν την ταξίδεψε και η αιτία ήταν αυτός ο άντρας που τώρα στεκόταν μπροστά της.
Το βλέμμα της, είχε μάθει από το επάγγελμά της, ήταν λάγνο και ζεστό, τα μισόκλειστα μάτια, υπόσχονταν μεγάλες απολαύσεις, αν και ήξερε ότι στους σκληρούς Λακεδαίμονες δεν περνούσαν αυτά. Όλα αυτά μέχρι που ένοιωσε κάτι μαλακό στο στήθος της, να την σπρώχνει. Κάτι σάλευε στο στήθος του άντρα. Ο Λίχης, γέλασε σαν αντίκρισε το έντρομο βλέμμα της. Το ίδιο και ο Ευρυάναξ. Το γέλιο τους ακούστηκε τόσο δυνατά μέσα στην μικρή κάμαρα, που πρέπει να τρόμαξαν και οι υπόλοιπες κοπέλες στο διπλανό δωμάτιο. Γέλια δυνατά, βαριά, άγρια … αντρίκεια.
Ο Ευρυάναξ της έδειξε το μωρό. Εκείνο πάλι γελούσε και κούναγε το ξανθό του κεφαλάκι και τα χεράκια του πέρα δώθε, σαν να συμμετείχε στην χαρά. Η Αγαθόκλεια, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. «Άλλο και τούτο», σκέφτηκε. «Λακεδαιμόνιος με μωρό στην αγκαλιά και μάλιστα πολεμιστής. Άλλο και τούτο!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Πέρασαν από την Μανθυρέα, χωρίς να σταματήσουν ούτε μια στιγμή για ξεκούραση. Το μικρό χωριό κοιμόταν ήσυχο στην γαλήνη της νύχτας. Κάποιο σκυλί αλύχτησε, κάποιο άλλο απάντησε και το χωριό έμεινε πίσω τους να εξακολουθήσει τον ύπνο του. Το μωρό στον σάκο, στο στήθος του Ευρυάνακτα, είχε πια αποκάμει και παραδόθηκε στον Μορφέα, με το δάχτυλό του στο στόμα, κάνοντας διάφορους ήχους ευχαρίστησης. Οι δυό άντρες, αν και έκανε αρκετή ψύχρα εκεί πάνω στα βουνά, ήταν ιδρωμένοι και αρκετά κουρασμένοι, αφού κουβαλούσαν κι όλο αυτό τον εξοπλισμό πάνω τους. Κανείς του δεν έβγαζε έστω και μια λέξη. Προσπαθούσαν ακόμα και τους θορύβους από το περπάτημα, να τους περιορίσουν στο ελάχιστο. Δεν ήταν και δύσκολο, Λακεδαιμόνιοι εκπαιδευμένοι στρατιώτες μια ζωή ήταν. Έτσι πέρασαν και από το χωριό, για να φτάσουν σαν φαντάσματα στην πόλη του Λυκάονα, την καταπράσινη Τεγέα. Η ορεινή Αρκαδία είχε δώσει όλη της την άγρια ομορφιά σε αυτή την πανέμορφη πόλη της.
Μπήκαν στα πρώτα σπίτια, στην συνοικία των Βωταχιδών και κατευθύνθηκαν προς τη κεντρική «πλατεία», στη συνοικία των Εχενιδών, εκεί που ήταν η αγορά αλλά και ο περίφημος ναός της «Αλέας Αθηνάς». Ξημέρωνε και οι δυό φίλοι ήθελαν ξεκούραση και κάτι να φάνε. Τα πρώτα μαγαζιά είχαν ανοίξει, πριν ακόμα ο ήλιος ανατείλει και περίμεναν τους πρωινούς τους πελάτες. Κάποιοι δούλοι, κρατώντας στα χέρια ξερούς θάμνους αλλά και φρύγανα κάποιοι άλλοι, καθάριζαν όλο τον χώρο, σηκώνοντας πιο πολύ σκόνη και από φύσημα αέρα.
Έφτασαν σε ένα καπηλειό και ζήτησαν να τους φέρουν κρασί και τυρί. Ο κάπελας πρόσθεσε και λίγο σταρένιο ψωμί, δείχνοντας επιφυλακτικότητα απέναντι στους δυο πολεμιστές. Τα μεγάλα «Λ» στις ακουμπισμένες στον τοίχο ασπίδες, έδειχναν απειλητικά στα μάτια των Αρκάδων. Τα καλογυαλισμένα ξίφη τους, άστραφταν στο φως της δάδας, που ο κάπελας είχε επίτηδες ακουμπήσει δίπλα τους. Όλα απειλητικά λοιπόν… εκτός… από τούτο το μωρό! «Τι είναι πάλι αυτό», αναρωτήθηκε ο πενηντάχρονος άντρας. «Λακεδαιμόνιοι άγριοι και ταλαιπωρημένοι, μπαίνουν σε εχθρική πόλη, με όλα τα όπλα τους σε επίδειξη, ζητάνε φαγητό και κρασί, βρώμικοι σαν θεριά… και έχουν ένα μωρό σαν γυναίκες δούλες», απόσωσε τη σκέψη του ο κάπελας. «Τι άλλο θα δουν τα μάτια μου πια!»
Το νέο είχε μεταδοθεί σε όλους που είχαν ήδη ξυπνήσει και πήγαιναν στις αγροτικές δουλειές τους. Κάποιοι ρώτησαν τους άλλους που βέβαια δεν ήξεραν τίποτα παραπάνω από τους ερωτώντες , άλλοι αδιαφόρησαν και άλλοι οι πιο θερμόαιμοι, νεαροί πιο πολύ, ήθελαν να πάνε να τους δουν.
Οι δυό Σπαρτιάτες κάθονταν σε ένα τραπέζι ή τουλάχιστον σε κάτι που έμοιαζε με τραπέζι και έτρωγαν με τα μάτια στραμμένα στην πόρτα, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να αμυνθούν ή να φύγουν. Ήξεραν τις προθέσεις των Αρκάδων, δεν έτρεφαν αυταπάτες, γνώριζαν όμως και την πολεμική φήμη τη δικιά τους.
Κάποια στιγμή, έτριξε το ξύλο της πόρτας και τρεις νεαροί Τεγεάτες, μπήκαν στον μικρό χώρο. Στη μέση τους γυάλιζαν μικρά μαχαίρια, καλογυαλισμένα και τοποθετημένα σε τέτοια θέση, που να είναι ευκολόχρηστα. Σε λίγο έφτασαν και άλλοι τέσσερις. Δεν είπαν τίποτα μεταξύ τους, μόνο πλησίασαν σε ένα πάγκο δίπλα στους Λακεδαιμόνιους και παράγγειλαν κρασί και ψωμί. Το βλέμμα τους ήταν καρφωμένο πάνω στους δυο ξένους, που έδειχναν αδιάφοροι και απασχολημένοι με το φαί τους.
-«Βρωμάει κάτι εδώ μέσα Βαίτυλε; Κάτι σαν μούχλα δεν σου βρωμάει;», ρώτησε ο ένας νεαρός τον κάπελα που είχε κουρνιάσει στο βάθος του μαγαζιού. Και βέβαια δεν πήρε καμιά απάντηση. «Βρε παιδιά, εσάς δεν σας βρωμάει; Μόνο σε μένα; Εσένα Άρβιε;», τώρα είχε γυρίσει προς την μεριά των φίλων του και γέλαγε, προσπαθώντας να προκαλέσει τους δυό Σπαρτιάτες.
Ο Λίχης χαμογέλασε και κοίταξε τον σύντροφό του. Κι εκείνος χαμογελούσε, αλλά δεν αντάλλαξαν κουβέντα μεταξύ τους. Ο νεαρός Αρκάς βέβαια δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα και έτσι συνέχισε τον χλευασμό του:
-«Πρέπει να μου βρωμάει μωρουδέλι … ρε, …. Υπάρχουν γυναίκες εδώ; Στο καπηλειό; Μόνο κάποιους «ατρόμητους» στρατιώτες…», τόνισε την λέξη «ατρόμητους» κοιτώντας προς την μεριά των Σπαρτιατών χαϊδεύοντας το μικρό του μαχαίρι, «… από την χώρα των ειλώτων. Ουπς, μάλλον οι είλωτες είναι οι δούλοι… κάνω λάθος; Τέλος πάντων από εκεί κάτω, από τον Ευρώτα…», απέφευγε σκόπιμα να αναφέρει τη λέξη Σπάρτη. «Και από ότι βλέπω η μεγάλη τους πόλη μετά τους πολεμιστές της, άρχισε να εκπαιδεύει και παραμάνες…», γέλασε για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι.
Οι ταξιδιώτες, παρέμεναν ατάραχοι λες και δεν απευθύνονταν σε αυτούς. Συνέχισαν να τρώνε και μάλιστα ο Ευρυάναξ τυχαία (;), έβγαλε και το μικρό ασκί και τάισε και το μωρό.
-«Βυζί δεν δίνεις; Στέρεψε το γάλα σου;», ακούστηκε από την μεριά των νεαρών Αρκάδων μαζί με τα γέλια τους. Ένας τους σηκώθηκε και πλησίασε το τραπέζι των ξένων. Έσκυψε και ακούμπησε τις γροθιές του πάνω στο τραπέζι. Το κοκόρι ήταν έτοιμο για μάχη.
-«Σε σένα μιλάω, την παραμάνα. Σου τέλειωσε το λοιπόν το γάλα; Έχεις γεννήσει πολύ καιρό τώρα, γιατί το «πράγμα» που κουβαλάς πρέπει να είναι πέντε ή έξη μηνών…» και γύρισε να κοιτάξει τους συντρόφους του γελώντας για την πρόκληση. Εκείνοι τον ενθάρρυναν να συνεχίσει και μάλιστα άλλοι δυό σηκώθηκαν και πλησίασαν και αυτοί.
-«Λοιπόν, Λακεδαιμόνιοι, δεν θα απαντήσετε; Ή μήπως η ανωτερότητά σας δεν σας επιτρέπει να μιλάτε με τους φτωχούς και άξεστους Αρκάδες;».
Ξαφνικά και χωρίς να υπάρχει καμιά πρόκληση εκ μέρους των ταξιδιωτών, ο νέος που είχαν φωνάξει Άρβιο, τράβηξε το μαχαίρι από την μέση του, περισσότερο για να φοβίσει τους δυό ξένους παρά να κάνει κακό. Αν κάποιος έλεγε ότι ο Θεός Άρης είχε κατέβει στη γη, έπρεπε να γίνει πιστευτός. Ο Λίχης πήδηξε στον αέρα σαν αητός, με το μεγάλο σπαθί στο δεξί του χέρι, ενώ με το άλλο είχε ήδη αρπάξει από το χιτώνιο τον Άρβιο. Προτού κάποιος κουνηθεί για βοήθεια, ο νέος είχε βρεθεί στο δάπεδο με την μεγάλη σπάθα στο λαιμό του και αίμα να κυλά στο χιτώνιο. Μεγάλο λάθος ν’ απειλήσεις Λακεδαιμόνιο, ν’ απειλήσεις μια φονική μηχανή. Μα το χειρότερο ήταν το χαμόγελο στα στόμα του Λίχη. Πριν ο φίλος του συνειδητοποιήσει το τι έγινε, το δεξί χέρι του Ευρυάνακτα, τον είχε πιάσει από τα μαλλιά και τράβηξε το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι, που χτύπησε με εκκωφαντικό θόρυβο στο σκληρό ξύλο. Το αίμα σκορπίστηκε παντού, κάνοντας τους υπόλοιπους νεαρούς να ξανακαθίσουν στις θέσεις τους. Ο Ευρυάναξ δεν είχε καν σηκωθεί και ατάραχος συνέχισε να τρώει. Το απειλητικό σπαθί του Λίχη δίδαξε στους Αρκάδες, τι πάει να πει Λακεδαιμόνιος πολεμιστής. Σήκωσαν τους δυο συντρόφους τους, το τραύμα στο λαιμό του Άρβιου ήταν επιπόλαιο και έφυγαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
-«Μάλλον πρέπει να αποχωρίσουμε τώρα», είπε ο Λίχης. «Θα προσπαθήσουν να εκδικηθούν, ντροπιάστηκαν. Τους ξέρω αυτούς τους επιπόλαιους νεαρούς»
Ο Ευρυάναξ συμφώνησε και οι δυό φίλοι άφησαν το καπηλειό πίσω τους. Τίποτα δεν έγινε μέχρι την ώρα που βγήκαν από την πόλη. Κανένας δεν στάθηκε εμπόδιο στο δρόμο τους, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε γι αυτούς. Βρήκαν ένα πλάτωμα που περιβαλλόταν από πουρνάρια και μουριές, έξω στα χωράφια και αποφάσισαν να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν με βάρδιες. Σε λίγο έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να ξεκινήσουν πάλι. Στο βάθος φαινόταν ο ναός του «Αστραπαίου Δία» και κάποιοι πιστοί κουβαλούσαν μεγάλα καλάθια με θυμιάματα.
-«Μα καλά, στον ύπνο τους έβλεπαν τις θυσίες…», τα τελευταία λόγια του Λίχη πριν ο ύπνος τον νικήσει.
Μετά από πέντε ώρες, όταν ο ήλιος είχε πια μεσουρανήσει, οι δυνάμεις τους επανήλθαν και είχαν απομακρυνθεί αρκετά από την πόλη του Πάνα, την Τεγέα. Ο μύθος έλεγε ότι εκεί είχε γεννηθεί ο Θεός και ήταν προστάτης της. Τώρα φαινόταν η θάλασσα ανατολικά τους και σε λίγο θα αντίκριζαν το λιμάνι της Κορίνθου. Μια χαρά, τους έκανε να ταχύνουν το βήμα τους.
Απόγευμα ήταν και ο ουρανός είχε γεμίσει μα πολλά μικρά, λευκά και ασημένια σύννεφα, όταν οι δυό ταξιδιώτες έφτασαν στην πρώτη πόλη επίνειο της Κορίνθου, στη Σχοινούντα. Δυτικά μπορούσαν να δουν την δίολκο, το θαύμα των Κορινθίων για την μεταφορά των πλοίων. Και βέβαια όπου υπήρχε μεγάλο ανθρώπινο έργο είχε κατασκευαστεί και ναός. Αυτή τη φορά ο ναός ήταν ένας ολόκληρος λατρευτικός χώρος , αυτός των Ισθμίων, αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, ενώ απέναντι στον λόφο, φαίνονταν οι Θέρμες (Λουτράκι). Μπήκαν στη Σχοινούντα από την νότια πύλη, παρέα με άμαξες και στρατιώτες που γύριζαν από κάποια άσκηση, πεζή και κατασκονισμένοι. Όλοι βέβαια γύριζαν το κεφάλι, ν’ αντικρύσουν τους Λακεδαιμόνιους πολεμιστές. Και εκείνοι δεν τους απογοήτεψαν. Είχαν φορέσει τα κράνη ψηλά στα μαλλιά, κρατούσαν τις ασπίδες κανονικά στο αριστερό χέρι μαζί με τα δόρατα, ενώ κουβαλούσαν τα υπάρχοντά τους στην πλάτη και άλλα περασμένα στον δεξί τους βραχίονα. Η υπεροψία και η περηφάνια τους, έκανε τους δυό φίλους, παρά την κούραση, να περπατούν όρθιοι και στητοί, έτσι όπως μόνο σε αυτούς ταίριαζε.
Μίλησαν με κάποιους εμπόρους, αγόρασαν ακριβά λίγο κρασί και γάλα, ψωμί και τυρί και άρχισαν πάλι την πορεία τους για την μεγάλη πρωτεύουσα της Κορινθίας. Οι δρόμοι βέβαια, ήταν πολύ πιο «στρωτοί», αλλά τα πολλά κάρα και οι ταξιδιώτες, εμπόδιζαν το άνετο βάδισμά τους. Η ζέστη είχε πέσει και κάποιες αστραπές στο βάθος του ορίζοντα, προμήνυαν την βροχή που ερχόταν. Και δεν άργησε ο Δίας να στείλει το ουράνιο νερό του. Αμέσως οι δρόμοι γέμισαν λάσπες και νερά λίμναζαν σε μικρές αποστάσεις, φτιάχνοντας λιμνούλες και μικρά ρυάκια, γεμάτα σκουπίδια και περιττώματα ζώων. Σήκωσαν τις κάπες τους, ο Ευρυάναξ, σαν καλή … μάνα, τύλιξε το μωρό σε ένα κομμάτι δέρμα για να το προφυλάξει από το νερό και τάχυναν όσο μπορούσαν το βήμα τους. Δεν άργησαν να δουν την Κόρινθο, τα φώτα της στην αρχή και τα σπίτια της με τα δημόσια κτίρια της, στη συνέχεια. Έφτασαν σε ένα σπίτι, που ήταν βαμμένο με ώχρα και χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Η βροχή είχε μετατραπεί τώρα σε καταιγίδα και τους είχε μουλιάσει μέχρι το κόκκαλο. Δεν φαινόταν να τους ενοχλεί όμως. Η πόρτα άνοιξε και ένα μικρό κερί με σχεδόν γαλάζια φλόγα, φανέρωσε την γυναικεία φιγούρα που κρυβόταν πίσω του. Παραμέρισε να μπουν και έκλεισε πάλι την πόρτα πίσω της, κάνοντας το ξύλο να χτυπήσει με δύναμη. Ο αέρας είχε σπρώξει πολλά σκουπίδια στο χώρο υποδοχής.
-«Καλώς ήρθατε ταξιδιώτες. Λακεδαιμόνιοι; Κοπιάστε, καθίστε», τους υποδέχτηκε μια άλλη γυναίκα, σαφώς μεγαλύτερη από την κοπέλα, σχεδόν κορίτσι που τους είχε ανοίξει. «Αφήστε τα όπλα σας… εκεί στην άκρη… μη φοβάστε, θα είναι ασφαλή εκεί»
Σήκωσε το κερί που κρατούσε να δει τους επισκέπτες στο πρόσωπο. Τα μάτια της περιεργάστηκαν τον Λίχη. Ικανοποιήθηκε με αυτό που είδε. Τώρα είχε γυρίσει το βλέμμα στον άλλο ταξιδιώτη. Συνοφρυώθηκε και γέλασε:
-«Ευρυάνακτα; Εσύ; Ποιος από τους Θεούς σε έστειλε εδώ… κάθαρμα; Ποιόν Θεό να ευχαριστήσω;»
Ο Ευρυάναξ, έκανε δυό βήματα μπροστά. Άνοιξε τα χέρια και αγκάλιασε την γυναίκα.
-«Αγαθόκλεια! Καλώς σε βρήκα. Όμορφη όπως πάντα…»
Η γυναίκα ανταποκρίθηκε στην αγκαλιά και έπεσε πάνω του με φόρα. Είχε τόσο καιρό να τον δει, τόσο καιρό που θυμόταν μόνο εκείνη την νύχτα, τόσο καιρό που την είχε σώσει από τα δόντια του Άδη, όταν κάποιοι μεθυσμένοι, προσπάθησαν να την βιάσουν και να την στραγγαλίσουν. Ιέρεια της Αφροδίτης στο επάγγελμα, είχε βρεθεί πολλές φορές σε τέτοιες καταστάσεις, αλλά εκείνη ήταν η πιο σοβαρή κακουχία της. Η υπέροχη ομορφιά που τρέλαινε κάθε αρσενικό, είχε γίνει και η αιτία, της παρ’ ολίγον δολοφονίας της. Τελικά ο Αχέροντας δεν την είδε, δεν την χάρηκε, δεν την ταξίδεψε και η αιτία ήταν αυτός ο άντρας που τώρα στεκόταν μπροστά της.
Το βλέμμα της, είχε μάθει από το επάγγελμά της, ήταν λάγνο και ζεστό, τα μισόκλειστα μάτια, υπόσχονταν μεγάλες απολαύσεις, αν και ήξερε ότι στους σκληρούς Λακεδαίμονες δεν περνούσαν αυτά. Όλα αυτά μέχρι που ένοιωσε κάτι μαλακό στο στήθος της, να την σπρώχνει. Κάτι σάλευε στο στήθος του άντρα. Ο Λίχης, γέλασε σαν αντίκρισε το έντρομο βλέμμα της. Το ίδιο και ο Ευρυάναξ. Το γέλιο τους ακούστηκε τόσο δυνατά μέσα στην μικρή κάμαρα, που πρέπει να τρόμαξαν και οι υπόλοιπες κοπέλες στο διπλανό δωμάτιο. Γέλια δυνατά, βαριά, άγρια … αντρίκεια.
Ο Ευρυάναξ της έδειξε το μωρό. Εκείνο πάλι γελούσε και κούναγε το ξανθό του κεφαλάκι και τα χεράκια του πέρα δώθε, σαν να συμμετείχε στην χαρά. Η Αγαθόκλεια, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. «Άλλο και τούτο», σκέφτηκε. «Λακεδαιμόνιος με μωρό στην αγκαλιά και μάλιστα πολεμιστής. Άλλο και τούτο!»
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014
Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Ο Λίχης κοίταζε τον φίλο του σαν κεραυνόπληκτος. Μετά έστρεφε τα μάτια στο μικρό ανθρωπάκι, που όλο χαρά, γέλαγε μέσα στα στρωσίδια του και μετά πάλι τον φίλο του. Αυτό έγινε δυο – τρεις φορές μέχρι να συνειδητοποιήσει αυτό που συνέβαινε. Μαθημένος στην σκληρή και απόλυτη υποταγή από τα παιδικάτα τους οι δυό άντρες δεν ήξεραν τι να κάνουν. Και επειδή δεν ήταν ποτέ οικογενειάρχες ή μέλη μιας οικογένειας με παιδιά, προσπαθούσαν να αντιληφθούν αυτές τις νέες συνθήκες.
-«Για κοίτα είναι γερό παιδί;»
Ο Ευρυάναξ, έσκυψε πάνω από το μωρό, το πήρε στην αγκαλιά του και το εξέτασε. Δεν ήξερε πώς να το πιάσει και αδέξια το ξανάφησε κάτω, αφού πρώτα του έριξε μια εξερευνητική ματιά στο σώμα και το προσωπάκι του.
-«Καλά μου φαίνεται. Και τα δυό του χέρια έχει και τα δυό του πόδια… και στο πρόσωπο… δεν δείχνει καμιά βλακεία…», γέλασε όταν κατάλαβε τι είπε. «Καλά μου φαίνεται», επανέλαβε πιο δυνατά αυτή τη φορά.
-«Σε ρωτάω, γιατί άκουσα, ότι τα άρρωστα παιδιά… ε, να… τα αφήνουν οι γονιοί τους να πεθάνουν. Έτσι λένε δηλαδή, αλλά ήξερα για τον Καιάδα…»
-«Δηλαδή; Αφήνουν τα παιδιά τους έτσι; Να τα φάνε οι λύκοι;», ρώτησε ο Ευρυάναξ όλο απορία.
-«… ε, έτσι λένε, οι μύθοι. Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Δεν μπορεί να γίνονται τέτοια πράγματα. Ή τουλάχιστον τώρα. Μπορεί κάποτε στα παλιά τα χρόνια και να έχει μείνει ο μύθος, έτσι για να τονίσουν την ανάγκη της καθαρότητας και της υγείας του Σπαρτιατικού κόσμου. Αλλά δεν το έχω δει ποτέ μου και δεν πιστεύω ότι ένας γονιός σήμερα θα μπορούσε να το κάνει. Απ’ την άλλη θα μου πεις… τι χρειάζεται ένα χωλό άτομο; Μπορεί να πολεμήσει; Μπορεί να υπερασπιστεί την πόλη; Μπορεί να βοηθήσει τον σύντροφό του;»
-«Μπορεί όμως να σκεφτεί, να σχεδιάσει, να φιλοσοφήσει. Μπορεί να θεσπίσει νόμους. Μπορεί να δικάσει, να σχεδιάσει μάχες και να τις νικήσει. Όλοι είμαστε απαραίτητοι σε ένα σύνολο. Όλοι κάτι προσφέρουμε. Τι θα τρώγανε τα λιοντάρια, αν είχαν σκοτωθεί όλα τα βόδια;»
Ξαναγύρισε τα μάτια του προς το μικρό σωματάκι. Το χαμόγελο δεν είχε φύγει ούτε στιγμή από εκείνο το κατάλευκο προσωπάκι. Τα δοντάκια, δυο μπροστά πάνω και άλλα τόσα μπροστά κάτω, μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους και έτσι μπόρεσαν με κάποια σιγουριά να υπολογίσουν την ηλικία του. Τα παχουλά χεράκια του και οι «δίπλες» στο στήθος, έδειχναν ότι μέχρι τώρα κάποιος το πρόσεχε καλά. Τα μαγουλάκια ήταν ροζ και απέπνεαν υγεία. Μα και τα υφάσματα αλλά και η προβιά που ήταν τυλιγμένο, έδειχναν και ήταν καθαρά και καινούργια.
-«Κάποιος το προσέχει μάλλον», είπε ο Ευρυάναξ για να συμφωνήσει και ο φίλος του. «Λες να ξανάρθει; Λες να το αφήσουμε εδώ;»
-«Νομίζω ότι είναι το πιο σωστό αυτό. Αλλά μπορούμε να μείνουμε κάποιες ώρες εδώ να περιμένουμε. Μετά βλέπουμε τι κάνουμε. Προς το παρόν πάω να φέρω τα υπόλοιπα πράγματά μας. Μέχρι να συνηθίσεις εσύ το ρόλο της μάνας!», γέλασε και έφυγε κουνώντας τους γοφούς, μιμούμενος το γυναικείο περπάτημα.
Ο Ευρυάναξ, βεβαιώθηκε ότι είχε μείνει μόνος και πήρε το μικρό πάλι στην αγκαλιά του. Ένοιωσε παράξενα κάθε που το κράταγε. Μια ζεστασιά πλημμύριζε το «είναι» του. Έβαλε το δείκτη του χεριού του και χάιδεψε την μικρή μυτούλα. Τα χέρια του μωρού, έπιασαν το δάχτυλο και το οδήγησαν στο στόμα. Προσπάθησε να το θηλάσει. Η γλωσσούλα του είχε αρχίσει να γλύφει με μια απαλότητα που εξέπληξε τον μεγάλο άντρα. Γέλασε… «μικρό τερατάκι, πεινάς; Και τι να σου δώσω τώρα; Και δεν έχω και γάλα μαζί μου. Κρασί μήπως; Μπα ε; Δεν το πίνεις ακόμα. Αλλά για να δω, αγοράκι είσαι ή θηλυκό;» κοίταξε ανάμεσα στα πόδια του και ένοιωσε μια μεγάλη ευχαρίστηση σαν να ήταν δικό του παιδί. «Άντρακλας βλέπω!» και γέλασε.
Σε λίγο άκουσε τον Λίχη να έρχεται κάνοντας αρκετό θόρυβο όπως έμπαινε από το άνοιγμα της σπηλιάς. Και με θόρυβο άφησε κάτω τα όπλα τους και τα δισάκια.
-«Λοιπόν … μαμά… σκέφτηκες τι θα κάνουμε; Ξεχνάς για πού πάμε; Υποθέτω ότι καταλαβαίνεις πως δεν μπορούμε να το πάρουμε μαζί μας. Τουλάχιστον μέχρι να μάθει να πολεμάει… αλήθεια αγόρι είναι;»
Ο Ευρυάναξ κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Στενοχωρήθηκε που ο φίλος του τον προσγείωσε στην πραγματικότητα. Ωραία ένοιωθε αυτά τα δέκα λεπτά που έλειπε. Σηκώθηκε και έκανε να ανάψει φωτιά προς το άνοιγμα, κοντά στην έξοδο, να φεύγει ο καπνός. Μάζεψε κάτι μικρά κλαδιά που βρήκε κοντά στους θάμνους της εξόδου και κάθισε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Το μυαλό του είχε ξαναγυρίσει στην μεγάλη αναμέτρηση που μπορούσε να αρχίσει ανά πάσα στιγμή η Αθήνα εναντίον των βαρβάρων. Με την άκρη του ματιού, είδε στο βάθος της σπηλιάς. Ο Λίχης είχε τεμαχίσει το θήραμά τους αφού το έγδαρε και το μωρό λες και καταλάβαινε, παρακολουθούσε τις κινήσεις του. Για κάποιο άγνωστο λόγο, ζήλεψε την προσοχή που έδειχνε το μωρό στον φίλο του. Κι εκείνος όλο το πείραζε και του γελούσε με μικρές ανόητες κραυγές. Ήθελε να πάει κοντά τους, να παίξει κι εκείνος, αλλά η Σπαρτιατική του εγκράτεια, … τον συγκράτησε και αυτή την φορά. Τέντωσε τα αυτιά του και άκουσε κάτι που τον ανησύχησε. Σηκώθηκε όρθιος. Ο Λίχης σαν πολεμιστής, το πρόσεξε. Πήρε το σπαθί του και με τα ματωμένα χέρια του από το σφάγιο, πλησίασε τον σύντροφό του. Έδειχνε πολύ άγριος με το αίμα να κυλάει στον μηρό του.
-«Ακούς; Λύκοι»
-«Ναι, τους ακούω και φαίνονται άγριοι και πεινασμένοι. Συνήθως τραγουδάνε την νύχτα, αλλά τώρα… πεινάνε»
-«Το μωρό! Το μυρίστηκαν… ανάθεμά τους»
-«Το μωρό ή το ελάφι; Βλέπεις μπορεί να μύρισαν το αίμα. Κι αν πεινάνε, δεν θα λογαριάσουν τίποτα. Η κοιλιά τους, τους κουμαντάρει τώρα όχι το μυαλό…»
-«Δίκιο έχεις. Το αίμα οσμίστηκαν… καλύτερα να το βάλουμε στην φωτιά, να καταλάβουν ότι είναι των ανθρώπων»
Με ένα κλαδί, έφτιαξαν ένα είδος σούβλας. Πέρασαν μεγάλα κομμάτια από το κρέας και το άφησαν να ψηθεί. Δεν θα αργούσε αν και οι δυό φίλοι δεν πείναγαν πολύ. Ο Ευρυάναξ έβγαλε από το δισάκι του ένα μικρό δέμα. Το άνοιξε με προσοχή, μη και χυθεί το πολύτιμο αλάτι στο χώμα.
-«Αλάτι από την Βραυρώνα! Υπέροχο και δυνατό. Θα φάμε ότι φάμε και τα υπόλοιπα κομμάτια θα τα συντηρήσουμε σαν παστά. Θα μας φτάσουν για όλο το ταξίδι μας»
Ο Λίχης συμφώνησε: «Και με το μικρό τι θα γίνει; Τι θα το ταΐσουμε; Γιατί πρέπει κι αυτό να φάει. Ξέρω ότι τα μικρά τρώνε κάθε λίγο και λιγάκι. Λοιπόν;»
-«Λες να είναι τελικά εγκαταλελειμμένο; Όπως τα λες, δεν μπορούμε να το αφήσουμε εδώ. Οι λύκοι είναι έξω από το άνοιγμα, κοντά. Θα το καταδικάσουμε;»
Συμφώνησαν να φάνε και να περιμένουν μέχρι ο ήλιος να φτάσει στο μέσον του ουρανού. Απλά θα περπατούσαν και την νύχτα να προλάβουν τον χαμένο χρόνο. Ο Λίχης, ξάπλωσε στο χώμα, ακουμπώντας το κεφάλι στον τοίχο της σπηλιάς. Σκέπασε το πρόσωπο με τον πέτασο και δεν άργησε να ακουστεί το ροχαλητό του. Ο Ευρυάναξ, κοίταξε το μωρό, που δεν έλεγε να κλείσει τα μάτια. Έπρεπε να το προσέχει. Έφαγε την τελευταία μπουκιά από το κρέας του, το μάσησε… «Λες;», σκέφτηκε. Έβαλε το χέρι στο στόμα και έβγαλε λίγο λειωμένο , μασημένο κρέας. Το έβαλε στο στόμα του μικρού. Εκείνο με βουλιμία το κατάπιε σχεδόν όπως ήταν. Τώρα ήθελε και άλλο, και άλλο και άνοιγε τα μεγάλα του γαλάζια μάτια σαν ευχαριστώ.
-«Έτσι μπράβο σου μικρέ μου … σύντροφε. Έτσι μπράβο», φώναξε χαρούμενος λες και είχε κάνει την μεγαλύτερη ανακάλυψη! Και τον είπε … «μικρέ μου σύντροφε», χωρίς να καταλαβαίνει ότι μόλις είχε αποφασίσει το μέλλον του μωρού.
Μεσημέριασε πια, όταν οι δυό άντρες ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν. Είχαν συμφωνήσει να μην αφήσουν το μικρό ανθρωπάκι στα δόντια των άγριων ζώων. Θα το έπαιρναν μαζί τους και αυτό το επιπλέον βάρος θα το κουβαλούσε ο Ευρυάναξ, σε ένα σάκο που έφτιαξε από το τομάρι που είχε το παιδί για στρώμα και που το έδεσε στο στήθος. Είχε πει στον Λίχη, ότι θα το έδιναν σε μια «γνωστή» του στην Κόρινθο, μια γυναίκα που του χρωστούσε χάρη, από κάποια παλιά υπόθεση. Θα προσπαθούσαν να πάρουν γάλα κατσικίσιο από τα χωριά που θα περνούσαν και τυρί. Όμως έπρεπε να βιαστούν τώρα πια. Ξεκίνησαν και ο Ευρυάναξ βγήκε στο φως του ήλιου, που τώρα είχε ανεβάσει την θερμοκρασία πολύ. Βγήκε στο κατόπι του και ο Λίχης, κοίταξε τον φίλο του από πίσω…:
-«Ωραίος πολεμιστής να σου πετύχει, με ένα μωρό στην αγκαλιά. Έχεις σκοπό να σκοτώσεις τους βάρβαρους, πνίγοντάς τους στα γέλια;»
Ο Ευρυάναξ δεν του απάντησε. Σήκωσε μόνο το χέρι και του έκανε μια άσεμνη χειρονομία. Προσπαθούσε να κρατηθεί, να μην πέσει από τις πέτρες που κυλούσαν σε κάθε του βήμα.
Είχε πια αρχίσει να σουρουπώνει, όταν αντίκρισαν το πρώτο κατοικήσιμο σπίτι. Ένας μικρός στάβλος, θα μπορούσε να πει κανείς, παρά σπίτι που έμεναν άνθρωποι. Κι όμως. Ένα φως στο εσωτερικό, έδειχνε ζωή. Οι δυό άντρες πλησίασαν και παραμέρισαν το δέρας που έκλεινε το άνοιγμα του μικρού στάβλου. Μέσα σε μια σχετικά καθαρή κάμαρα, ένας είλωτας με την γυναίκα του και ένα μικρό κορίτσι, οκτώ περίπου χρόνων, κάθονταν κατάχαμα, μοιράζοντας στα τρία ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί, δυό κρεμμύδια και ένα πιάτο ελιές. Αντί για κρασί, στις κούπες τους φαινόταν ένα άσπρο υγρό. Μόλις οι δυό Σπαρτιάτες μπήκαν μέσα, ο τρόμος επικράτησε στα πρόσωπα της οικογένειας. Δυό άντρες, με περικεφαλαίες, σπαθιά και δόρατα, με ακόντια και ασπίδες… και με ένα μωρό; Έβλεπαν καλά; Δυό Λακεδαιμόνιοι πολεμιστές με ένα μωρό στην αγκαλιά; Πόσο πρέπει να έχει χαλάσει ο κόσμος πια;
Η γυναίκα, έτρεξε προς το παιδί της και το αγκάλιασε σε μια προσπάθεια να το προστατέψει. Ήξεραν για την «κρυπτεία» και την ξενηλασία. Ήξεραν ότι οι άντρες αυτοί δεν θα έψαχναν για καμιά ιδιαίτερη δικαιολογία, να τους σφάξουν. Ο άντρας έσκυψε και γονάτισε μπροστά τους, τρέμοντας σαν ψάρι. Δεν είπε λέξη, αλλά τους ικέτευε για την ζωή τους. Άρεσε αυτό στους δυό φίλους, έτρεφε τον εγωισμό τους, αλλά τώρα ήθελαν την βοήθειά τους. Ο Ευρυάναξ, πλησίασε και χωρίς να σκύψει διέταξε την γυναίκα να φέρει κρασί. Το αντρόγυνο, κοιτάχτηκε μεταξύ του και τελικά ο άντρας, επιστρατεύοντας όσο θάρρος του έμεινε, ψέλλισε:
-«Τιμημένε Λακεδαιμόνιε, κρασί; Δεν έχουμε… που να το βρούμε; Δεν έχουμε τίποτα άλλο, έξω από νερό και λίγο γάλα από τις κατσίκες… με χαρά να σας τα προσφέρουμε, με χαρά και τα φαγητά μας. Δεν είναι πολλά, αλλά θα κρατήσουν την πείνα σας… λίγα κρεμμύδια και λίγο κριθάρι…. Αλλά πολλές ελιές, δόξα να έχει η Δήμητρα…». Έστρεψε το πρόσωπο στο χώμα της κάμαρας και πάλι.
-«Γάλα; Μάλιστα, θέλουμε γάλα. Θέλω ένα μεγάλο ασκί. Για τον δρόμο». Ακούμπησε τα όπλα του στον ξύλινο τοίχο για να τους ησυχάσει, αλλά σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσε να τα επιτηρεί ο Λίχης συνέχεια. Κατέβασε και ξάπλωσε το μωρό στο δέρμα, που μέχρι εκείνη την ώρα, χρησίμευε για τραπέζι στους είλωτες. Κατέβασε και τον μπόγο που κουβάλαγε. Έβγαλε από μέσα το κρέας που είχε παστώσει νωρίτερα. Η οικογένεια κοιτάχτηκε με μάτια να γυαλίζουν και βέβαια δεν πρόλαβαν να σταματήσουν το οκτάχρονο κοριτσάκι από το να ορμήσει πάνω του. Οι δυό πολεμιστές δεν αντέδρασαν. Άφησαν το μικρό κορίτσι να δαγκώσει ένα μεγάλο κομμάτι, πριν το αναγκάσουν οι γονείς του να το βγάλει. Το έδωσαν πίσω στους Λακεδαιμόνιους, σκύβοντας το κεφάλι, λες και πρόσφεραν θυσία στους Θεούς. Γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν γι αυτούς οι «επίγειοι Θεοί», αφού είχαν δικαίωμα ζωής ή θανάτου επάνω τους. Ο Λίχης καθόταν πιο απόμακρα, κάτι σαν εγγυητής της ασφάλειάς τους.
-«Για το γάλα που θα μας δώσετε, όλα αυτά δικά σας. Και αυτό και αυτό και αυτό…»
Τώρα είχε απλώσει το κρέας, κρατώντας μόνο ένα μικρό κομμάτι για τους ίδιους, όλο το φλασκί με το νερωμένο κρασί που είχαν για τον δρόμο, αλλά και ένα μεγάλο τυλιγμένο δέμα που είχε παστωμένη μια ζύγαινα και μια μικρή σφυρίδα. Οι είλωτες δεν πίστευαν στα μάτια τους, στα αυτιά τους. Δεν τολμούσαν να αγγίξουν τίποτα, δεν ήθελαν να σηκώσουν το βλέμμα στους επισκέπτες. Ο Ευρυάναξ, έπιασε το μικρό κορίτσι από το χέρι και το τράβηξε απαλά κοντά του. Έβαλε στο χέρι της το κομμάτι κρέας που είχε φτύσει και την ανάγκασε να το φάει. Κι εκείνο έκλεισε τα μάτια από την απόλαυση, σαν να ήταν το τελευταίο πράγμα στη ζωή της.
Τους έβαλαν το γάλα σε ένα μεγάλο ασκί. Φτιαγμένο από το μαστό μιας κατσίκας, ένα σκέπαστρο σε ένα μικρότερο φλασκί, θα έπαιζε σημαντικό ρόλο, όπως τους είπε η γυναίκα, στο τάισμα του μωρού.
Οι δυό φίλοι, έφυγαν όσο ξαφνικά και γρήγορα είχαν έρθει, αφήνοντας την φτωχή οικογένεια να γλεντήσει το φαί τους. Απόψε θα κοιμούνταν, πιστεύοντας πως ο Δίας τους … προσέχει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Ο Λίχης κοίταζε τον φίλο του σαν κεραυνόπληκτος. Μετά έστρεφε τα μάτια στο μικρό ανθρωπάκι, που όλο χαρά, γέλαγε μέσα στα στρωσίδια του και μετά πάλι τον φίλο του. Αυτό έγινε δυο – τρεις φορές μέχρι να συνειδητοποιήσει αυτό που συνέβαινε. Μαθημένος στην σκληρή και απόλυτη υποταγή από τα παιδικάτα τους οι δυό άντρες δεν ήξεραν τι να κάνουν. Και επειδή δεν ήταν ποτέ οικογενειάρχες ή μέλη μιας οικογένειας με παιδιά, προσπαθούσαν να αντιληφθούν αυτές τις νέες συνθήκες.
-«Για κοίτα είναι γερό παιδί;»
Ο Ευρυάναξ, έσκυψε πάνω από το μωρό, το πήρε στην αγκαλιά του και το εξέτασε. Δεν ήξερε πώς να το πιάσει και αδέξια το ξανάφησε κάτω, αφού πρώτα του έριξε μια εξερευνητική ματιά στο σώμα και το προσωπάκι του.
-«Καλά μου φαίνεται. Και τα δυό του χέρια έχει και τα δυό του πόδια… και στο πρόσωπο… δεν δείχνει καμιά βλακεία…», γέλασε όταν κατάλαβε τι είπε. «Καλά μου φαίνεται», επανέλαβε πιο δυνατά αυτή τη φορά.
-«Σε ρωτάω, γιατί άκουσα, ότι τα άρρωστα παιδιά… ε, να… τα αφήνουν οι γονιοί τους να πεθάνουν. Έτσι λένε δηλαδή, αλλά ήξερα για τον Καιάδα…»
-«Δηλαδή; Αφήνουν τα παιδιά τους έτσι; Να τα φάνε οι λύκοι;», ρώτησε ο Ευρυάναξ όλο απορία.
-«… ε, έτσι λένε, οι μύθοι. Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Δεν μπορεί να γίνονται τέτοια πράγματα. Ή τουλάχιστον τώρα. Μπορεί κάποτε στα παλιά τα χρόνια και να έχει μείνει ο μύθος, έτσι για να τονίσουν την ανάγκη της καθαρότητας και της υγείας του Σπαρτιατικού κόσμου. Αλλά δεν το έχω δει ποτέ μου και δεν πιστεύω ότι ένας γονιός σήμερα θα μπορούσε να το κάνει. Απ’ την άλλη θα μου πεις… τι χρειάζεται ένα χωλό άτομο; Μπορεί να πολεμήσει; Μπορεί να υπερασπιστεί την πόλη; Μπορεί να βοηθήσει τον σύντροφό του;»
-«Μπορεί όμως να σκεφτεί, να σχεδιάσει, να φιλοσοφήσει. Μπορεί να θεσπίσει νόμους. Μπορεί να δικάσει, να σχεδιάσει μάχες και να τις νικήσει. Όλοι είμαστε απαραίτητοι σε ένα σύνολο. Όλοι κάτι προσφέρουμε. Τι θα τρώγανε τα λιοντάρια, αν είχαν σκοτωθεί όλα τα βόδια;»
Ξαναγύρισε τα μάτια του προς το μικρό σωματάκι. Το χαμόγελο δεν είχε φύγει ούτε στιγμή από εκείνο το κατάλευκο προσωπάκι. Τα δοντάκια, δυο μπροστά πάνω και άλλα τόσα μπροστά κάτω, μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους και έτσι μπόρεσαν με κάποια σιγουριά να υπολογίσουν την ηλικία του. Τα παχουλά χεράκια του και οι «δίπλες» στο στήθος, έδειχναν ότι μέχρι τώρα κάποιος το πρόσεχε καλά. Τα μαγουλάκια ήταν ροζ και απέπνεαν υγεία. Μα και τα υφάσματα αλλά και η προβιά που ήταν τυλιγμένο, έδειχναν και ήταν καθαρά και καινούργια.
-«Κάποιος το προσέχει μάλλον», είπε ο Ευρυάναξ για να συμφωνήσει και ο φίλος του. «Λες να ξανάρθει; Λες να το αφήσουμε εδώ;»
-«Νομίζω ότι είναι το πιο σωστό αυτό. Αλλά μπορούμε να μείνουμε κάποιες ώρες εδώ να περιμένουμε. Μετά βλέπουμε τι κάνουμε. Προς το παρόν πάω να φέρω τα υπόλοιπα πράγματά μας. Μέχρι να συνηθίσεις εσύ το ρόλο της μάνας!», γέλασε και έφυγε κουνώντας τους γοφούς, μιμούμενος το γυναικείο περπάτημα.
Ο Ευρυάναξ, βεβαιώθηκε ότι είχε μείνει μόνος και πήρε το μικρό πάλι στην αγκαλιά του. Ένοιωσε παράξενα κάθε που το κράταγε. Μια ζεστασιά πλημμύριζε το «είναι» του. Έβαλε το δείκτη του χεριού του και χάιδεψε την μικρή μυτούλα. Τα χέρια του μωρού, έπιασαν το δάχτυλο και το οδήγησαν στο στόμα. Προσπάθησε να το θηλάσει. Η γλωσσούλα του είχε αρχίσει να γλύφει με μια απαλότητα που εξέπληξε τον μεγάλο άντρα. Γέλασε… «μικρό τερατάκι, πεινάς; Και τι να σου δώσω τώρα; Και δεν έχω και γάλα μαζί μου. Κρασί μήπως; Μπα ε; Δεν το πίνεις ακόμα. Αλλά για να δω, αγοράκι είσαι ή θηλυκό;» κοίταξε ανάμεσα στα πόδια του και ένοιωσε μια μεγάλη ευχαρίστηση σαν να ήταν δικό του παιδί. «Άντρακλας βλέπω!» και γέλασε.
Σε λίγο άκουσε τον Λίχη να έρχεται κάνοντας αρκετό θόρυβο όπως έμπαινε από το άνοιγμα της σπηλιάς. Και με θόρυβο άφησε κάτω τα όπλα τους και τα δισάκια.
-«Λοιπόν … μαμά… σκέφτηκες τι θα κάνουμε; Ξεχνάς για πού πάμε; Υποθέτω ότι καταλαβαίνεις πως δεν μπορούμε να το πάρουμε μαζί μας. Τουλάχιστον μέχρι να μάθει να πολεμάει… αλήθεια αγόρι είναι;»
Ο Ευρυάναξ κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Στενοχωρήθηκε που ο φίλος του τον προσγείωσε στην πραγματικότητα. Ωραία ένοιωθε αυτά τα δέκα λεπτά που έλειπε. Σηκώθηκε και έκανε να ανάψει φωτιά προς το άνοιγμα, κοντά στην έξοδο, να φεύγει ο καπνός. Μάζεψε κάτι μικρά κλαδιά που βρήκε κοντά στους θάμνους της εξόδου και κάθισε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Το μυαλό του είχε ξαναγυρίσει στην μεγάλη αναμέτρηση που μπορούσε να αρχίσει ανά πάσα στιγμή η Αθήνα εναντίον των βαρβάρων. Με την άκρη του ματιού, είδε στο βάθος της σπηλιάς. Ο Λίχης είχε τεμαχίσει το θήραμά τους αφού το έγδαρε και το μωρό λες και καταλάβαινε, παρακολουθούσε τις κινήσεις του. Για κάποιο άγνωστο λόγο, ζήλεψε την προσοχή που έδειχνε το μωρό στον φίλο του. Κι εκείνος όλο το πείραζε και του γελούσε με μικρές ανόητες κραυγές. Ήθελε να πάει κοντά τους, να παίξει κι εκείνος, αλλά η Σπαρτιατική του εγκράτεια, … τον συγκράτησε και αυτή την φορά. Τέντωσε τα αυτιά του και άκουσε κάτι που τον ανησύχησε. Σηκώθηκε όρθιος. Ο Λίχης σαν πολεμιστής, το πρόσεξε. Πήρε το σπαθί του και με τα ματωμένα χέρια του από το σφάγιο, πλησίασε τον σύντροφό του. Έδειχνε πολύ άγριος με το αίμα να κυλάει στον μηρό του.
-«Ακούς; Λύκοι»
-«Ναι, τους ακούω και φαίνονται άγριοι και πεινασμένοι. Συνήθως τραγουδάνε την νύχτα, αλλά τώρα… πεινάνε»
-«Το μωρό! Το μυρίστηκαν… ανάθεμά τους»
-«Το μωρό ή το ελάφι; Βλέπεις μπορεί να μύρισαν το αίμα. Κι αν πεινάνε, δεν θα λογαριάσουν τίποτα. Η κοιλιά τους, τους κουμαντάρει τώρα όχι το μυαλό…»
-«Δίκιο έχεις. Το αίμα οσμίστηκαν… καλύτερα να το βάλουμε στην φωτιά, να καταλάβουν ότι είναι των ανθρώπων»
Με ένα κλαδί, έφτιαξαν ένα είδος σούβλας. Πέρασαν μεγάλα κομμάτια από το κρέας και το άφησαν να ψηθεί. Δεν θα αργούσε αν και οι δυό φίλοι δεν πείναγαν πολύ. Ο Ευρυάναξ έβγαλε από το δισάκι του ένα μικρό δέμα. Το άνοιξε με προσοχή, μη και χυθεί το πολύτιμο αλάτι στο χώμα.
-«Αλάτι από την Βραυρώνα! Υπέροχο και δυνατό. Θα φάμε ότι φάμε και τα υπόλοιπα κομμάτια θα τα συντηρήσουμε σαν παστά. Θα μας φτάσουν για όλο το ταξίδι μας»
Ο Λίχης συμφώνησε: «Και με το μικρό τι θα γίνει; Τι θα το ταΐσουμε; Γιατί πρέπει κι αυτό να φάει. Ξέρω ότι τα μικρά τρώνε κάθε λίγο και λιγάκι. Λοιπόν;»
-«Λες να είναι τελικά εγκαταλελειμμένο; Όπως τα λες, δεν μπορούμε να το αφήσουμε εδώ. Οι λύκοι είναι έξω από το άνοιγμα, κοντά. Θα το καταδικάσουμε;»
Συμφώνησαν να φάνε και να περιμένουν μέχρι ο ήλιος να φτάσει στο μέσον του ουρανού. Απλά θα περπατούσαν και την νύχτα να προλάβουν τον χαμένο χρόνο. Ο Λίχης, ξάπλωσε στο χώμα, ακουμπώντας το κεφάλι στον τοίχο της σπηλιάς. Σκέπασε το πρόσωπο με τον πέτασο και δεν άργησε να ακουστεί το ροχαλητό του. Ο Ευρυάναξ, κοίταξε το μωρό, που δεν έλεγε να κλείσει τα μάτια. Έπρεπε να το προσέχει. Έφαγε την τελευταία μπουκιά από το κρέας του, το μάσησε… «Λες;», σκέφτηκε. Έβαλε το χέρι στο στόμα και έβγαλε λίγο λειωμένο , μασημένο κρέας. Το έβαλε στο στόμα του μικρού. Εκείνο με βουλιμία το κατάπιε σχεδόν όπως ήταν. Τώρα ήθελε και άλλο, και άλλο και άνοιγε τα μεγάλα του γαλάζια μάτια σαν ευχαριστώ.
-«Έτσι μπράβο σου μικρέ μου … σύντροφε. Έτσι μπράβο», φώναξε χαρούμενος λες και είχε κάνει την μεγαλύτερη ανακάλυψη! Και τον είπε … «μικρέ μου σύντροφε», χωρίς να καταλαβαίνει ότι μόλις είχε αποφασίσει το μέλλον του μωρού.
Μεσημέριασε πια, όταν οι δυό άντρες ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν. Είχαν συμφωνήσει να μην αφήσουν το μικρό ανθρωπάκι στα δόντια των άγριων ζώων. Θα το έπαιρναν μαζί τους και αυτό το επιπλέον βάρος θα το κουβαλούσε ο Ευρυάναξ, σε ένα σάκο που έφτιαξε από το τομάρι που είχε το παιδί για στρώμα και που το έδεσε στο στήθος. Είχε πει στον Λίχη, ότι θα το έδιναν σε μια «γνωστή» του στην Κόρινθο, μια γυναίκα που του χρωστούσε χάρη, από κάποια παλιά υπόθεση. Θα προσπαθούσαν να πάρουν γάλα κατσικίσιο από τα χωριά που θα περνούσαν και τυρί. Όμως έπρεπε να βιαστούν τώρα πια. Ξεκίνησαν και ο Ευρυάναξ βγήκε στο φως του ήλιου, που τώρα είχε ανεβάσει την θερμοκρασία πολύ. Βγήκε στο κατόπι του και ο Λίχης, κοίταξε τον φίλο του από πίσω…:
-«Ωραίος πολεμιστής να σου πετύχει, με ένα μωρό στην αγκαλιά. Έχεις σκοπό να σκοτώσεις τους βάρβαρους, πνίγοντάς τους στα γέλια;»
Ο Ευρυάναξ δεν του απάντησε. Σήκωσε μόνο το χέρι και του έκανε μια άσεμνη χειρονομία. Προσπαθούσε να κρατηθεί, να μην πέσει από τις πέτρες που κυλούσαν σε κάθε του βήμα.
Είχε πια αρχίσει να σουρουπώνει, όταν αντίκρισαν το πρώτο κατοικήσιμο σπίτι. Ένας μικρός στάβλος, θα μπορούσε να πει κανείς, παρά σπίτι που έμεναν άνθρωποι. Κι όμως. Ένα φως στο εσωτερικό, έδειχνε ζωή. Οι δυό άντρες πλησίασαν και παραμέρισαν το δέρας που έκλεινε το άνοιγμα του μικρού στάβλου. Μέσα σε μια σχετικά καθαρή κάμαρα, ένας είλωτας με την γυναίκα του και ένα μικρό κορίτσι, οκτώ περίπου χρόνων, κάθονταν κατάχαμα, μοιράζοντας στα τρία ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί, δυό κρεμμύδια και ένα πιάτο ελιές. Αντί για κρασί, στις κούπες τους φαινόταν ένα άσπρο υγρό. Μόλις οι δυό Σπαρτιάτες μπήκαν μέσα, ο τρόμος επικράτησε στα πρόσωπα της οικογένειας. Δυό άντρες, με περικεφαλαίες, σπαθιά και δόρατα, με ακόντια και ασπίδες… και με ένα μωρό; Έβλεπαν καλά; Δυό Λακεδαιμόνιοι πολεμιστές με ένα μωρό στην αγκαλιά; Πόσο πρέπει να έχει χαλάσει ο κόσμος πια;
Η γυναίκα, έτρεξε προς το παιδί της και το αγκάλιασε σε μια προσπάθεια να το προστατέψει. Ήξεραν για την «κρυπτεία» και την ξενηλασία. Ήξεραν ότι οι άντρες αυτοί δεν θα έψαχναν για καμιά ιδιαίτερη δικαιολογία, να τους σφάξουν. Ο άντρας έσκυψε και γονάτισε μπροστά τους, τρέμοντας σαν ψάρι. Δεν είπε λέξη, αλλά τους ικέτευε για την ζωή τους. Άρεσε αυτό στους δυό φίλους, έτρεφε τον εγωισμό τους, αλλά τώρα ήθελαν την βοήθειά τους. Ο Ευρυάναξ, πλησίασε και χωρίς να σκύψει διέταξε την γυναίκα να φέρει κρασί. Το αντρόγυνο, κοιτάχτηκε μεταξύ του και τελικά ο άντρας, επιστρατεύοντας όσο θάρρος του έμεινε, ψέλλισε:
-«Τιμημένε Λακεδαιμόνιε, κρασί; Δεν έχουμε… που να το βρούμε; Δεν έχουμε τίποτα άλλο, έξω από νερό και λίγο γάλα από τις κατσίκες… με χαρά να σας τα προσφέρουμε, με χαρά και τα φαγητά μας. Δεν είναι πολλά, αλλά θα κρατήσουν την πείνα σας… λίγα κρεμμύδια και λίγο κριθάρι…. Αλλά πολλές ελιές, δόξα να έχει η Δήμητρα…». Έστρεψε το πρόσωπο στο χώμα της κάμαρας και πάλι.
-«Γάλα; Μάλιστα, θέλουμε γάλα. Θέλω ένα μεγάλο ασκί. Για τον δρόμο». Ακούμπησε τα όπλα του στον ξύλινο τοίχο για να τους ησυχάσει, αλλά σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσε να τα επιτηρεί ο Λίχης συνέχεια. Κατέβασε και ξάπλωσε το μωρό στο δέρμα, που μέχρι εκείνη την ώρα, χρησίμευε για τραπέζι στους είλωτες. Κατέβασε και τον μπόγο που κουβάλαγε. Έβγαλε από μέσα το κρέας που είχε παστώσει νωρίτερα. Η οικογένεια κοιτάχτηκε με μάτια να γυαλίζουν και βέβαια δεν πρόλαβαν να σταματήσουν το οκτάχρονο κοριτσάκι από το να ορμήσει πάνω του. Οι δυό πολεμιστές δεν αντέδρασαν. Άφησαν το μικρό κορίτσι να δαγκώσει ένα μεγάλο κομμάτι, πριν το αναγκάσουν οι γονείς του να το βγάλει. Το έδωσαν πίσω στους Λακεδαιμόνιους, σκύβοντας το κεφάλι, λες και πρόσφεραν θυσία στους Θεούς. Γιατί οι Σπαρτιάτες ήταν γι αυτούς οι «επίγειοι Θεοί», αφού είχαν δικαίωμα ζωής ή θανάτου επάνω τους. Ο Λίχης καθόταν πιο απόμακρα, κάτι σαν εγγυητής της ασφάλειάς τους.
-«Για το γάλα που θα μας δώσετε, όλα αυτά δικά σας. Και αυτό και αυτό και αυτό…»
Τώρα είχε απλώσει το κρέας, κρατώντας μόνο ένα μικρό κομμάτι για τους ίδιους, όλο το φλασκί με το νερωμένο κρασί που είχαν για τον δρόμο, αλλά και ένα μεγάλο τυλιγμένο δέμα που είχε παστωμένη μια ζύγαινα και μια μικρή σφυρίδα. Οι είλωτες δεν πίστευαν στα μάτια τους, στα αυτιά τους. Δεν τολμούσαν να αγγίξουν τίποτα, δεν ήθελαν να σηκώσουν το βλέμμα στους επισκέπτες. Ο Ευρυάναξ, έπιασε το μικρό κορίτσι από το χέρι και το τράβηξε απαλά κοντά του. Έβαλε στο χέρι της το κομμάτι κρέας που είχε φτύσει και την ανάγκασε να το φάει. Κι εκείνο έκλεισε τα μάτια από την απόλαυση, σαν να ήταν το τελευταίο πράγμα στη ζωή της.
Τους έβαλαν το γάλα σε ένα μεγάλο ασκί. Φτιαγμένο από το μαστό μιας κατσίκας, ένα σκέπαστρο σε ένα μικρότερο φλασκί, θα έπαιζε σημαντικό ρόλο, όπως τους είπε η γυναίκα, στο τάισμα του μωρού.
Οι δυό φίλοι, έφυγαν όσο ξαφνικά και γρήγορα είχαν έρθει, αφήνοντας την φτωχή οικογένεια να γλεντήσει το φαί τους. Απόψε θα κοιμούνταν, πιστεύοντας πως ο Δίας τους … προσέχει.
Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014
Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Στο κοινόβιο – στρατόπεδο επικρατούσε μια αναστάτωση. Νέοι μαζεμένοι σε μικρές ομάδες των πέντε – έξη ατόμων, συζητούσαν τα γεγονότα της ημέρας και την άρνηση βοήθειας της πόλης τους προς την Αθήνα. Οι κρίσεις ήταν υπέρ της απόφασης των γερόντων, όχι από τον φόβο πιθανού πολέμου, αλλά από την απέχθεια που ένοιωθαν στους Αθηναίους. Ο αέρας που τώρα φυσούσε πιο δυνατός είχε γεμίσει με χώμα τα πάντα, αλλά δεν έδειχνε να τους ενοχλεί ιδιαίτερα. Ο Λίχης βρήκε τον Ευρυάνακτα να κάθεται μόνος του, αμίλητος σε ένα μικρό πεζούλι, με το βλέμμα καρφωμένο στα πόδια του. Λες και δεν είχε καθόλου ζωή μέσα του. Είχε ακουμπήσει την ασπίδα και το κράνος του με την μεγάλη κόκκινη αλογοουρά στο έδαφος και το δόρυ πίσω του, στην πόρτα του πλίνθινου κτίσματος που χρησίμευε στους νέους σαν αφοδευτήριο. Η μυρωδιά που αναδυόταν δεν ήταν και η πιο όμορφη που υπήρχε, αλλά δεν φαινόταν να τον νοιάζει. Ήταν το μόνο μέρος πιθανώς που θα μπορούσε να μείνει ήσυχος, χωρίς την παρουσία των άλλων.
Τον χαιρέτισε και κάθισε δίπλα του, οκλαδόν. Δεν μίλησε. Ξεφορτώθηκε και αυτός τον οπλισμό του και σταύρωσε τα χέρια γύρω από τα γόνατά του.
-«Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; Έτσι θα μείνουμε, σαν άτολμοι, σαν άμυαλοι;»
-«Δεν ξέρω, αλήθεια δεν ξέρω. Δεν μπορώ όμως και να το ανεχτώ. Έλληνας είμαι που να πάρει, Έλληνας…»
-«… Και Σπαρτιάτης όμως, μην το ξεχνάς! Και αν οι νόμοι και οι αποφάσεις των εφόρων είναι αυτές, σωστές ή λάθος… πρέπει να υπακούμε. Ο σεβασμός στους νόμους, η έντιμη ζωή μας και το θάρρος των πολεμιστών κράτησαν αυτή την πόλη ελεύθερη…»
-«Άκουσες τι είπες; Ελεύθερη! Μωρέ μπράβο ελευθερία! Θυσιάζουμε τα αδέρφια μας για την δική μας υστεροβουλία, αφού μια καταστροφή της Αθήνας θα ευχαριστούσε πολλούς και ανάμεσά τους και αυτούς τους γελοίους εφόρους, περιμένοντας την δική μας σκλαβιά μετά. Γιατί σου το ξανάπα και βάλτο επιτέλους καλά μέσα στο χοντρό σου καύκαλο, δεν θα υπάρχει κανένας να μας βοηθήσει εμάς μετά. Αν η μεγαλύτερη δύναμη της Ελλάδος, μετά από μας, πέσει, ποιος νομίζεις ότι θα έχει τα αρχίδια να αντισταθεί στους βάρβαρους; Δεν είναι μόνο την Αθήνα που σκέφτομαι, αλλά πρώτα απ’ όλα την δική μας πόλη και την Ελλάδα ολόκληρη. Τι στους Θεούς, μόνο εγώ σκέφτομαι έτσι; Μόνο εγώ βλέπω της συνέπειες της ήττας;»
-«Όχι, δεν είσαι μόνο εσύ. Αλλά ξέρεις τι πάει να πει υπακοή στις αποφάσεις των γερόντων! Και θα σε συμβούλευα να μη μιλάς πολύ δυνατά, να μη λες παντού τις ιδέες σου. Οι καιροί είναι δύσκολοι και πονηροί»
Η σιωπή επικράτησε πάλι ανάμεσα στους δυό νέους. Ο ήχος που ακούστηκε, τους καλούσε στη μεγάλη, μακρόστενη αίθουσα για φαγητό. Σηκώθηκαν και αφού πήραν τον οπλισμό τους, πέρασαν από το οπλοστάσιο, τον παρέδωσαν, εκτός από το σπαθί και κατευθύνθηκαν προς τα ξύλινα τραπέζια. Το «αίκλον», (δείπνο), είχε κιόλας αρχίσει. Μπροστά από τον κάθε έναν υπήρχαν σύκα, κριθαρένιο ψωμί, μερικά κρεμμύδια κόκκινα σαν αίμα, τυρί από τις κατσίκες της περιοχής, κρασί και ένα μεγάλο βαθύ πιάτο που περιείχε μια σούπα φτιαγμένη από χοιρινό, αίμα και αλάτι. Λιτό αλλά γεμάτο ενέργεια φαγητό, θα τους «κρατούσε» για ώρες.
-«Τους βλέπεις; Όλους αυτούς τους νέους που έχουν ορκιστεί πίστη στους νόμους;», η φωνή του Ευρυάνακτα ήταν σχεδόν ψιθυριστή. «Τους βλέπεις; Όλοι «όμοιοι», ευπατρίδες. Και όλοι ανήκουν στην ανώτερη ράτσα ανθρώπων, από την φυλή των Υλλέων, των Δυμάνων και των Παμφύλων! Λες και οι άλλοι γεννήθηκαν για να είναι δούλοι…»
-«Για τους είλωτες λες;»
-«Και για αυτούς. Κοίτα τους στην άκρη πως τρέχουν να εξυπηρετήσουν! Βέβαια όπου ηττημένος και η μοίρα του!», γέλασε αναλογιζόμενος πόσο ακριβά είχε πληρώσει η Σπάρτη αυτή της την κυριαρχία. «Και πες μου τελικά, εμείς γιατί τρώμε όλη μας την ζωή στο στρατό; Για να μπορούμε να ελέγχουμε τα παιδιά των ειλώτων; Αυτά είναι τα υψηλά μας ιδεώδη;»
Ο Λίχης δεν απάντησε. Δεν είχε και πολλά εξάλλου να πει. Δεν συμφωνούσε σε όλα με τον φίλο του, αλλά του άρεσε να αρμέγει τις ιδέες των άλλων. Κάποιοι νέοι που ήταν από την Πιτάνη, είχαν πιάσει ζωηρή κουβέντα με κάποιους άλλους από την ωβά της Μεσόας. Χτυπούσαν φιλικά ο ένας τον άλλο, συμφωνώντας με την γενική κουβέντα. Τώρα θα έδειχνε γι αυτούς, η Αθήνα τι άξιζε, τίποτα δηλαδή κατά τα πιστεύω τους. Με το τέλος του φαγητού, συνηθιζόταν οι ίλαρχοι να οδηγούν τη συζήτηση με την συμμετοχή όλων, γύρω από θέματα αξιών και ηθικής. Απόψε όμως δεν έγινε τίποτα. Οι σύντροφοι όλοι κοίταξαν προς το μέρος του μεγαλύτερου σε βαθμό αξιωματικού. Εκείνος ένας γεροδεμένος άντρας, γύρω στα σαράντα, καθόταν αμίλητος και σοβαρός στο μέσον του τραπεζιού, χωρίς να κουνάει, ούτε ακόμα και τα μάτια του. Κάποια στιγμή, πάλι αμίλητος, σηκώθηκε και αποχώρησε προς την μεριά των κοιτώνων. Πολλοί άλλοι τον ακολούθησαν. Αυτό σήμαινε ότι το βραδινό φαγητό είχε πάρει τέλος. Μόνο κάποιοι είλωτες είχαν παραμείνει στον χώρο. Και ο Ευρυάναξ με τον Λίχη. Και πάλι δεν μίλαγαν. Δεν χρειαζόταν άλλωστε να πουν και κάτι παραπάνω. Ίσως είχε έρθει η ώρα για πράξεις, για δράση.
Ο Ευρυάναξ, σκέφτηκε για λίγο την Θάλεια. Είχε καιρό να την δει και ομολόγησε στον εαυτό του, ότι του έλειπε η θωριά της. Λαχταρούσε την δύναμη και αυτή την ιδιαίτερη ομορφιά της, την καθαρή της ματιά, αλλά και την πυγμή που έδειχνε στην οικογένειά της. Έπρεπε όμως να πάρει κάποιες αποφάσεις, αποφάσεις που ίσως τον οδηγούσαν για πάντα μακριά της. «Δεν είναι ώρα για αγάπες και έρωτες τώρα», σκέφτηκε , «πόνο μπορεί να φέρουν αυτά». Άδειασε το κρασί του μονορούφι. Μπορούσε τώρα να δει καλύτερα αυτό που είχαν προσπαθήσει όλοι του οι δάσκαλοι, να του κρύψουν τόσα χρόνια. Καταλάβαινε πια το σκοπό του και ας είχε την αντίδραση όλων, ακόμα ίσως και του φίλου του, του Λίχη. Έβγαλε από το ιμάτιό του, ένα μικρό μαχαίρι και άρχισε να σκαλίζει την άκρη του τραπεζιού αμήχανα. Είχε χαθεί ξανά σε σκέψεις και οράματα και ένας πονοκέφαλος τον τυραννούσε, κρυμμένος πίσω από τα μάτια του. Ο Λίχης τον παρατηρούσε σχεδόν ακίνητος. Μόνο το κρασί του έπινε και κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι είχαν μείνει μόνο οι δυό τους στον χώρο. Ακόμα και οι δούλοι, οι είλωτες είχαν φύγει. Έξω από την πόρτα, είχε πέσει σκοτάδι και το φως από τις δάδες του δρόμου έφτανε χλωμό, απλά για να βάψει με την ώχρα του τα αντικείμενα και το πρόσωπό τους.
-«Ώρα να πηγαίνουμε, δεν νομίζεις; Αύριο θα ξημερώσει τη νέα του μέρα ο Δίας και θα δούμε τι θα κάνουμε. Άντε…», τον σκούντηξε με τον αγκώνα.
Ο Ευρυάναξ συμφώνησε και έτσι οι δυό φίλοι, σηκώθηκαν να φύγουν. Χρειάζονταν ξεκούραση πια.
-«Ο Αθηναίος έφυγε; Γύρισε πίσω;»
-«Ναι, έφυγε πριν κανένα δίωρο περίπου. Και έτσι όπως τρέχει… μόνο η Άρτεμις ξέρει που μπορεί να είναι τώρα»
-«Ξέρεις τι επιθύμησα;», ο Ευρυάναξ είχε σταματήσει τώρα και έπιασε τον φίλο του από το χέρι, σταματώντας τον. «Μια βόλτα. Πάνω στο βουνό. Μια βόλτα πάνω στον Ταΰγετο, πάνω εκεί στα κοτρώνια και στα πουρνάρια. Να με φυσήξει λίγο ο αέρας του βουνού, να ακούσω τις κραυγές των τσακαλιών και των λύκων. Να δω αυτό τα άγριο τοπίο. Θα πάρω άδεια να ανέβω, θα έρθεις;»
-«Που, στο βουνό; Εκεί θέλεις να πας; Είσαι σίγουρος γι αυτό; Εκεί;»
Ο Λίχης τον κοίταξε με παράξενο ύφος, με βλέμμα που ρωτούσε πιο πολλά από ότι το στόμα έλεγε. Ο φίλος του δεν απάντησε. Του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε προς τους κοιτώνες. Ο τεράστιος πορφυρός μανδύας του, ανέμισε και έκλεισε το άνοιγμα της μικρής πόρτας.
Ο Ταΰγετος άρχισε να αχνοφαίνεται με τον πρωινό ήλιο στην «πλάτη» του. Η κοιλάδα του Ευρώτα, ακόμα κοιμόταν με το ιερό ποτάμι να στριφογυρίζει σαν φίδι που διψασμένο είχε το κεφάλι στη θάλασσα. Οι δυό μορφές που περπατούσαν στα σκληροτράχηλα ορεινά μονοπάτια του επιβλητικού βουνού, είχαν τυλιχτεί στους μανδύες να αντιμετωπίσουν το πρωινό ψύχος. Ήξεραν ότι μόλις ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, η ζέστη μπορεί να ήταν και αβάσταχτη. Ειδικά, επειδή κουβαλούσαν πάνω στους ώμους τους τόσο βαριά δισάκια αλλά και τον πλήρη εξοπλισμό μάχης. Η ασπίδα στερεωμένη στη πλάτη θα μπορούσε να «γονατίσει» με το βάρος της και τον πιο δυνατό άντρα. Όχι όμως αυτούς. Οι Λακεδαιμόνιοι, ανέβαιναν χωρίς να καταλαβαίνουν καμιά ενόχληση. Το χάλκινο κράνος, ήταν κρεμασμένο στη μέση, με το λουρί περασμένο σε μια δερμάτινη ζώνη, που στήριζε και το θεόρατο σπαθί επίθεσης. Στο στήθος, έλαμπε ο χάλκινος θώρακας όπως και στα πόδια, πάνω από τα σανδάλια, οι κνημίδες με τα ανάγλυφα φίδια. Στο χέρι, από δυο ακόντια μάχης ο καθένας, ένα αμυντικό κι ένα επίθεσης, ενώ ένα δεύτερο σπαθί, μικρότερο αυτό, κρεμόταν από την δεξιά πλευρά τους. Ο άντρας που ακολουθούσε τον πρώτο, είχε επιπλέον στερεωμένο στη μέση του ένα τόξο και μια φαρέτρα με βέλη. Αυτά προορίζονταν για κυνήγι και όχι για μάχη, αφού όλοι οι Έλληνες και ανάμεσα τους βέβαια και οι ατρόμητοι Σπαρτιάτες, θεωρούσαν το τόξο «όπλο των δειλών» και προτιμούσαν την μάχη σώμα με σώμα, που αναδεικνύει τους αληθινούς άντρες. Η εξ αποστάσεως βολή με σαΐτα ταίριαζε πιο πολύ στους βαρβάρους και στους όχι επαρκώς εκπαιδευμένους αγροτοστρατιώτες. Οι δυο άντρες περπατούσαν αμίλητοι πολλή ώρα, προσέχοντας να μην κάνουν θόρυβο και να κατανέμουν τις δυνάμεις τους με λογικό τρόπο. Ο Ευρυάναξ, συγκέντρωσε τη σκέψη του στη Θάλεια, προσπαθώντας να περπατά μηχανικά, να μην φανεί η κούραση. Αλλά και ο Λίχης, ακολουθούσε χωρίς να δείχνει σημάδια κόπωσης ή λαχάνιασμα, αν και η πεζοπορία είχε αρχίσει τρεις ίσως και τέσσερις ώρες πριν.
Κάποια πουρνάρια πρόσφεραν ένα ικανοποιητικό καταφύγιο, από τα μάτια οποιουδήποτε περαστικού. Οι δυό στρατιώτες, κάθισαν να αναλάβουν δυνάμεις και να πιούν λίγο νερό. Είχαν και οι δυό μαζί τους παγούρια φτιαγμένα από δέρμα κατσίκας, αν και όλο το βουνό ήταν γεμάτο πηγές. Κάποιο μικρό ελάφι που πέρασε τρόμαξε στη θέα τους και έστριψε τρέχοντας σε ένα μονοπάτι που είχε φτιαχτεί από το διάβα των ζώων και όχι από ανθρώπους.
-«Ετοίμασε το τόξο σου», είπε ο Ευρυάναξ. «Να το φαγητό μας που τρέχει προς τα κάτω».
Εν ριπή οφθαλμού ο Λίχης ξεφορτώθηκε όλα τα βάρη από πάνω του, πήρε τις σαΐτες και το τόξο και ακολουθώντας τον φίλο του, άρχισε να τρέχει μαζί του. Δυό – τρεις φορές κόντεψαν να «γκρεμιστούν» πάνω στις πέτρες του ξερού μονοπατιού. Δεν άργησαν να βρεθούν στα ριζά ενός μικρού, πετρώδους λόφου. Το ελαφάκι έτρεχε έξαλλο από τον φόβο, πηδώντας από πέτρα σε πέτρα, από θάμνο σε θάμνο, λες και τυφλό από τον πανικό, γυρνώντας τα αυτιά του προς το μέρος των διωκτών του. Οι δυό άντρες, χώρισαν και έκοψαν δρόμο, προσπαθώντας να το οδηγήσουν σε μέρος δύσβατο. Έπρεπε ο Λίχης να έχει μια κοντινή, καθαρή βολή. Ο ήλιος όμως είχε ανέβει και η κούραση είχε αρχίσει να επηρεάζει τους δυό φίλους. Και σαν μην έφτανε αυτό, το μικρό ζώο, έδειξε ότι ήταν ικανό και στην αναρρίχηση. Πιο πολύ αγριοκάτσικο θύμιζε, αν και δεν ήταν παρά ένα μικρό συνηθισμένο ελάφι. Ο άντρας γονάτισε, πιστεύοντας σε μια βολή, όλα για όλα. Τέντωσε την χορδή του τόξου του, ηρέμησε την αναπνοή του, και έκλεισε το αριστερό μάτι σημαδεύοντας το πανικόβλητο ζωντανό. Άφησε την σαΐτα να φύγει για το φονικό της ταξίδι και την είδε να εισχωρεί κάτω από το μπροστινό αριστερό πόδι του ελαφιού. Εκείνο σταμάτησε απότομα, σαν κεραυνόπληκτο και έπεσε στο πλάι. Προσπάθησε να ξανασηκωθεί, τίναξε τα πόδια, αλλά έπεσε αδύναμο να πνιγεί μες το αίμα του. Ο Λίχης χαμογέλασε ικανοποιημένος και σήκωσε τα χέρια σαν ευχαριστία στους ουρανούς. Ο Ευρυάναξ ήδη πλησίαζε το πεσμένο ζώο, είχε βγάλει το μικρό σπαθί του και ετοιμαζόταν να κόψει το λαιμό του ελαφιού, να το γλυτώσει από τα μαρτύριό του. Το μάτια του ζώου είχαν αρχίσει να παίρνουν αυτό το γαλακτώδες χρώμα του θανάτου. Ο άντρας έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι, προσπαθώντας να το πιάσει από τα μικρά του κέρατα. Και τότε κάτι έγινε, τόσο ξαφνικά και απρόσμενα που ο Ευρυάναξ έπεσε στο έδαφος με μεγάλη ορμή. Το μικρό ζώο, άντλησε δύναμη από την απελπισία του και ξεχνώντας τον πόνο, σηκώθηκε στα πόδια του, χτύπησε με περίσσια δύναμη τον Σπαρτιάτη και άρχισε να τρέχει με μανία, στα τυφλά. Ο άντρας, χτύπησε την γροθιά του χαμογελώντας στο έδαφος, σαστισμένος από το ξαφνικό χτύπημα. Ο Λίχης που είχε πλησιάσει, γέλαγε με το πάθημα του φίλου του:
-«Τι έγινε σύντροφε; Ακόμα και τα ψόφια σου ξεφεύγουν τώρα; Μα να στην φέρει έτσι μια πορδή;»
-«Είδες; Κάτι έχουν οι Θεοί μαζί μου και θέλουν να με γελοιοποιήσουν. Το είδες που πήγε;»
Ο φίλος του έδειξε προς τις πέτρες και τους βράχους. Είχε δει το ζωντανό, να ψάχνει καταφύγιο προς τα εκεί. Ξεκίνησαν πάλι με χαρούμενη διάθεση, αφού ήξεραν ότι το πεπρωμένο του ζώου ήταν προδιαγραμμένο. Απλώς ήταν θέμα ώρας το τέλος του. Βρήκαν ένα μικρό άνοιγμα μες στα βράχια και μια σπηλιά που κρυβόταν από πίσω. Μπήκαν σκυφτοί και βρέθηκαν σε μια αίθουσα φτιαγμένη από τον αρχιτέκτονα της φύσης με πολλή σπουδή. Άκουσαν τους ήχους από την ανάσα του άμοιρου ζώου, το αγκομαχητό του και το χτύπημα από τις οπλές του. Οι δυό φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν. Τώρα πια ήταν όρθιοι, αφού η σπηλιά είχε αποκτήσει αρκετό ύψος πια και φωτιζόταν με ένα θαμπό φως, που ήταν άξιο απορίας από πού προερχόταν. Ένα φως, που έδειχνε όλα τα βράχια και τα τοιχώματα σχεδόν κόκκινα. Ο Ευρυάναξ, εντόπισε το σώμα του ζώου πεσμένο ανάμεσα σε κάτι μεγάλες πέτρες. Δεν φαινόταν το στήθος να ανεβοκατεβαίνει, ούτε και κανένας ήχος πια. Πλησίασε πάλι με το σπαθί προτεταμένο. Έσκυψε και σαν να τον χτύπησε το ρόπαλο του Ηρακλή, έπεσε πίσω για δεύτερη φορά. Κάθισε στο χώμα και με το χέρι του, με τεντωμένο το δάχτυλο, έδειξε στον σύντροφό του, πίσω ακριβώς από το νεκρό ζώο. Πάνω σε ένα τομάρι προβάτου, ένα μικρό παιδί, μωρό που η ζήση του δεν ξεπερνούσε τους πέντε μήνες , τους κοίταζε γελώντας με τα μεγάλα γαλάζια του μάτια καρφωμένα πάνω στον Ευρυάνακτα. Το κεφάλι του νεκρού ελαφιού, ακουμπούσε στα λευκά του γόνατα.
-«Ένα …. Μωρό, Λίχη… ένα μωρό, ένα μικρό ανθρωπάκι», φώναξε ο Λακεδαιμόνιος άντρας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Στο κοινόβιο – στρατόπεδο επικρατούσε μια αναστάτωση. Νέοι μαζεμένοι σε μικρές ομάδες των πέντε – έξη ατόμων, συζητούσαν τα γεγονότα της ημέρας και την άρνηση βοήθειας της πόλης τους προς την Αθήνα. Οι κρίσεις ήταν υπέρ της απόφασης των γερόντων, όχι από τον φόβο πιθανού πολέμου, αλλά από την απέχθεια που ένοιωθαν στους Αθηναίους. Ο αέρας που τώρα φυσούσε πιο δυνατός είχε γεμίσει με χώμα τα πάντα, αλλά δεν έδειχνε να τους ενοχλεί ιδιαίτερα. Ο Λίχης βρήκε τον Ευρυάνακτα να κάθεται μόνος του, αμίλητος σε ένα μικρό πεζούλι, με το βλέμμα καρφωμένο στα πόδια του. Λες και δεν είχε καθόλου ζωή μέσα του. Είχε ακουμπήσει την ασπίδα και το κράνος του με την μεγάλη κόκκινη αλογοουρά στο έδαφος και το δόρυ πίσω του, στην πόρτα του πλίνθινου κτίσματος που χρησίμευε στους νέους σαν αφοδευτήριο. Η μυρωδιά που αναδυόταν δεν ήταν και η πιο όμορφη που υπήρχε, αλλά δεν φαινόταν να τον νοιάζει. Ήταν το μόνο μέρος πιθανώς που θα μπορούσε να μείνει ήσυχος, χωρίς την παρουσία των άλλων.
Τον χαιρέτισε και κάθισε δίπλα του, οκλαδόν. Δεν μίλησε. Ξεφορτώθηκε και αυτός τον οπλισμό του και σταύρωσε τα χέρια γύρω από τα γόνατά του.
-«Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; Έτσι θα μείνουμε, σαν άτολμοι, σαν άμυαλοι;»
-«Δεν ξέρω, αλήθεια δεν ξέρω. Δεν μπορώ όμως και να το ανεχτώ. Έλληνας είμαι που να πάρει, Έλληνας…»
-«… Και Σπαρτιάτης όμως, μην το ξεχνάς! Και αν οι νόμοι και οι αποφάσεις των εφόρων είναι αυτές, σωστές ή λάθος… πρέπει να υπακούμε. Ο σεβασμός στους νόμους, η έντιμη ζωή μας και το θάρρος των πολεμιστών κράτησαν αυτή την πόλη ελεύθερη…»
-«Άκουσες τι είπες; Ελεύθερη! Μωρέ μπράβο ελευθερία! Θυσιάζουμε τα αδέρφια μας για την δική μας υστεροβουλία, αφού μια καταστροφή της Αθήνας θα ευχαριστούσε πολλούς και ανάμεσά τους και αυτούς τους γελοίους εφόρους, περιμένοντας την δική μας σκλαβιά μετά. Γιατί σου το ξανάπα και βάλτο επιτέλους καλά μέσα στο χοντρό σου καύκαλο, δεν θα υπάρχει κανένας να μας βοηθήσει εμάς μετά. Αν η μεγαλύτερη δύναμη της Ελλάδος, μετά από μας, πέσει, ποιος νομίζεις ότι θα έχει τα αρχίδια να αντισταθεί στους βάρβαρους; Δεν είναι μόνο την Αθήνα που σκέφτομαι, αλλά πρώτα απ’ όλα την δική μας πόλη και την Ελλάδα ολόκληρη. Τι στους Θεούς, μόνο εγώ σκέφτομαι έτσι; Μόνο εγώ βλέπω της συνέπειες της ήττας;»
-«Όχι, δεν είσαι μόνο εσύ. Αλλά ξέρεις τι πάει να πει υπακοή στις αποφάσεις των γερόντων! Και θα σε συμβούλευα να μη μιλάς πολύ δυνατά, να μη λες παντού τις ιδέες σου. Οι καιροί είναι δύσκολοι και πονηροί»
Η σιωπή επικράτησε πάλι ανάμεσα στους δυό νέους. Ο ήχος που ακούστηκε, τους καλούσε στη μεγάλη, μακρόστενη αίθουσα για φαγητό. Σηκώθηκαν και αφού πήραν τον οπλισμό τους, πέρασαν από το οπλοστάσιο, τον παρέδωσαν, εκτός από το σπαθί και κατευθύνθηκαν προς τα ξύλινα τραπέζια. Το «αίκλον», (δείπνο), είχε κιόλας αρχίσει. Μπροστά από τον κάθε έναν υπήρχαν σύκα, κριθαρένιο ψωμί, μερικά κρεμμύδια κόκκινα σαν αίμα, τυρί από τις κατσίκες της περιοχής, κρασί και ένα μεγάλο βαθύ πιάτο που περιείχε μια σούπα φτιαγμένη από χοιρινό, αίμα και αλάτι. Λιτό αλλά γεμάτο ενέργεια φαγητό, θα τους «κρατούσε» για ώρες.
-«Τους βλέπεις; Όλους αυτούς τους νέους που έχουν ορκιστεί πίστη στους νόμους;», η φωνή του Ευρυάνακτα ήταν σχεδόν ψιθυριστή. «Τους βλέπεις; Όλοι «όμοιοι», ευπατρίδες. Και όλοι ανήκουν στην ανώτερη ράτσα ανθρώπων, από την φυλή των Υλλέων, των Δυμάνων και των Παμφύλων! Λες και οι άλλοι γεννήθηκαν για να είναι δούλοι…»
-«Για τους είλωτες λες;»
-«Και για αυτούς. Κοίτα τους στην άκρη πως τρέχουν να εξυπηρετήσουν! Βέβαια όπου ηττημένος και η μοίρα του!», γέλασε αναλογιζόμενος πόσο ακριβά είχε πληρώσει η Σπάρτη αυτή της την κυριαρχία. «Και πες μου τελικά, εμείς γιατί τρώμε όλη μας την ζωή στο στρατό; Για να μπορούμε να ελέγχουμε τα παιδιά των ειλώτων; Αυτά είναι τα υψηλά μας ιδεώδη;»
Ο Λίχης δεν απάντησε. Δεν είχε και πολλά εξάλλου να πει. Δεν συμφωνούσε σε όλα με τον φίλο του, αλλά του άρεσε να αρμέγει τις ιδέες των άλλων. Κάποιοι νέοι που ήταν από την Πιτάνη, είχαν πιάσει ζωηρή κουβέντα με κάποιους άλλους από την ωβά της Μεσόας. Χτυπούσαν φιλικά ο ένας τον άλλο, συμφωνώντας με την γενική κουβέντα. Τώρα θα έδειχνε γι αυτούς, η Αθήνα τι άξιζε, τίποτα δηλαδή κατά τα πιστεύω τους. Με το τέλος του φαγητού, συνηθιζόταν οι ίλαρχοι να οδηγούν τη συζήτηση με την συμμετοχή όλων, γύρω από θέματα αξιών και ηθικής. Απόψε όμως δεν έγινε τίποτα. Οι σύντροφοι όλοι κοίταξαν προς το μέρος του μεγαλύτερου σε βαθμό αξιωματικού. Εκείνος ένας γεροδεμένος άντρας, γύρω στα σαράντα, καθόταν αμίλητος και σοβαρός στο μέσον του τραπεζιού, χωρίς να κουνάει, ούτε ακόμα και τα μάτια του. Κάποια στιγμή, πάλι αμίλητος, σηκώθηκε και αποχώρησε προς την μεριά των κοιτώνων. Πολλοί άλλοι τον ακολούθησαν. Αυτό σήμαινε ότι το βραδινό φαγητό είχε πάρει τέλος. Μόνο κάποιοι είλωτες είχαν παραμείνει στον χώρο. Και ο Ευρυάναξ με τον Λίχη. Και πάλι δεν μίλαγαν. Δεν χρειαζόταν άλλωστε να πουν και κάτι παραπάνω. Ίσως είχε έρθει η ώρα για πράξεις, για δράση.
Ο Ευρυάναξ, σκέφτηκε για λίγο την Θάλεια. Είχε καιρό να την δει και ομολόγησε στον εαυτό του, ότι του έλειπε η θωριά της. Λαχταρούσε την δύναμη και αυτή την ιδιαίτερη ομορφιά της, την καθαρή της ματιά, αλλά και την πυγμή που έδειχνε στην οικογένειά της. Έπρεπε όμως να πάρει κάποιες αποφάσεις, αποφάσεις που ίσως τον οδηγούσαν για πάντα μακριά της. «Δεν είναι ώρα για αγάπες και έρωτες τώρα», σκέφτηκε , «πόνο μπορεί να φέρουν αυτά». Άδειασε το κρασί του μονορούφι. Μπορούσε τώρα να δει καλύτερα αυτό που είχαν προσπαθήσει όλοι του οι δάσκαλοι, να του κρύψουν τόσα χρόνια. Καταλάβαινε πια το σκοπό του και ας είχε την αντίδραση όλων, ακόμα ίσως και του φίλου του, του Λίχη. Έβγαλε από το ιμάτιό του, ένα μικρό μαχαίρι και άρχισε να σκαλίζει την άκρη του τραπεζιού αμήχανα. Είχε χαθεί ξανά σε σκέψεις και οράματα και ένας πονοκέφαλος τον τυραννούσε, κρυμμένος πίσω από τα μάτια του. Ο Λίχης τον παρατηρούσε σχεδόν ακίνητος. Μόνο το κρασί του έπινε και κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι είχαν μείνει μόνο οι δυό τους στον χώρο. Ακόμα και οι δούλοι, οι είλωτες είχαν φύγει. Έξω από την πόρτα, είχε πέσει σκοτάδι και το φως από τις δάδες του δρόμου έφτανε χλωμό, απλά για να βάψει με την ώχρα του τα αντικείμενα και το πρόσωπό τους.
-«Ώρα να πηγαίνουμε, δεν νομίζεις; Αύριο θα ξημερώσει τη νέα του μέρα ο Δίας και θα δούμε τι θα κάνουμε. Άντε…», τον σκούντηξε με τον αγκώνα.
Ο Ευρυάναξ συμφώνησε και έτσι οι δυό φίλοι, σηκώθηκαν να φύγουν. Χρειάζονταν ξεκούραση πια.
-«Ο Αθηναίος έφυγε; Γύρισε πίσω;»
-«Ναι, έφυγε πριν κανένα δίωρο περίπου. Και έτσι όπως τρέχει… μόνο η Άρτεμις ξέρει που μπορεί να είναι τώρα»
-«Ξέρεις τι επιθύμησα;», ο Ευρυάναξ είχε σταματήσει τώρα και έπιασε τον φίλο του από το χέρι, σταματώντας τον. «Μια βόλτα. Πάνω στο βουνό. Μια βόλτα πάνω στον Ταΰγετο, πάνω εκεί στα κοτρώνια και στα πουρνάρια. Να με φυσήξει λίγο ο αέρας του βουνού, να ακούσω τις κραυγές των τσακαλιών και των λύκων. Να δω αυτό τα άγριο τοπίο. Θα πάρω άδεια να ανέβω, θα έρθεις;»
-«Που, στο βουνό; Εκεί θέλεις να πας; Είσαι σίγουρος γι αυτό; Εκεί;»
Ο Λίχης τον κοίταξε με παράξενο ύφος, με βλέμμα που ρωτούσε πιο πολλά από ότι το στόμα έλεγε. Ο φίλος του δεν απάντησε. Του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε προς τους κοιτώνες. Ο τεράστιος πορφυρός μανδύας του, ανέμισε και έκλεισε το άνοιγμα της μικρής πόρτας.
Ο Ταΰγετος άρχισε να αχνοφαίνεται με τον πρωινό ήλιο στην «πλάτη» του. Η κοιλάδα του Ευρώτα, ακόμα κοιμόταν με το ιερό ποτάμι να στριφογυρίζει σαν φίδι που διψασμένο είχε το κεφάλι στη θάλασσα. Οι δυό μορφές που περπατούσαν στα σκληροτράχηλα ορεινά μονοπάτια του επιβλητικού βουνού, είχαν τυλιχτεί στους μανδύες να αντιμετωπίσουν το πρωινό ψύχος. Ήξεραν ότι μόλις ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, η ζέστη μπορεί να ήταν και αβάσταχτη. Ειδικά, επειδή κουβαλούσαν πάνω στους ώμους τους τόσο βαριά δισάκια αλλά και τον πλήρη εξοπλισμό μάχης. Η ασπίδα στερεωμένη στη πλάτη θα μπορούσε να «γονατίσει» με το βάρος της και τον πιο δυνατό άντρα. Όχι όμως αυτούς. Οι Λακεδαιμόνιοι, ανέβαιναν χωρίς να καταλαβαίνουν καμιά ενόχληση. Το χάλκινο κράνος, ήταν κρεμασμένο στη μέση, με το λουρί περασμένο σε μια δερμάτινη ζώνη, που στήριζε και το θεόρατο σπαθί επίθεσης. Στο στήθος, έλαμπε ο χάλκινος θώρακας όπως και στα πόδια, πάνω από τα σανδάλια, οι κνημίδες με τα ανάγλυφα φίδια. Στο χέρι, από δυο ακόντια μάχης ο καθένας, ένα αμυντικό κι ένα επίθεσης, ενώ ένα δεύτερο σπαθί, μικρότερο αυτό, κρεμόταν από την δεξιά πλευρά τους. Ο άντρας που ακολουθούσε τον πρώτο, είχε επιπλέον στερεωμένο στη μέση του ένα τόξο και μια φαρέτρα με βέλη. Αυτά προορίζονταν για κυνήγι και όχι για μάχη, αφού όλοι οι Έλληνες και ανάμεσα τους βέβαια και οι ατρόμητοι Σπαρτιάτες, θεωρούσαν το τόξο «όπλο των δειλών» και προτιμούσαν την μάχη σώμα με σώμα, που αναδεικνύει τους αληθινούς άντρες. Η εξ αποστάσεως βολή με σαΐτα ταίριαζε πιο πολύ στους βαρβάρους και στους όχι επαρκώς εκπαιδευμένους αγροτοστρατιώτες. Οι δυο άντρες περπατούσαν αμίλητοι πολλή ώρα, προσέχοντας να μην κάνουν θόρυβο και να κατανέμουν τις δυνάμεις τους με λογικό τρόπο. Ο Ευρυάναξ, συγκέντρωσε τη σκέψη του στη Θάλεια, προσπαθώντας να περπατά μηχανικά, να μην φανεί η κούραση. Αλλά και ο Λίχης, ακολουθούσε χωρίς να δείχνει σημάδια κόπωσης ή λαχάνιασμα, αν και η πεζοπορία είχε αρχίσει τρεις ίσως και τέσσερις ώρες πριν.
Κάποια πουρνάρια πρόσφεραν ένα ικανοποιητικό καταφύγιο, από τα μάτια οποιουδήποτε περαστικού. Οι δυό στρατιώτες, κάθισαν να αναλάβουν δυνάμεις και να πιούν λίγο νερό. Είχαν και οι δυό μαζί τους παγούρια φτιαγμένα από δέρμα κατσίκας, αν και όλο το βουνό ήταν γεμάτο πηγές. Κάποιο μικρό ελάφι που πέρασε τρόμαξε στη θέα τους και έστριψε τρέχοντας σε ένα μονοπάτι που είχε φτιαχτεί από το διάβα των ζώων και όχι από ανθρώπους.
-«Ετοίμασε το τόξο σου», είπε ο Ευρυάναξ. «Να το φαγητό μας που τρέχει προς τα κάτω».
Εν ριπή οφθαλμού ο Λίχης ξεφορτώθηκε όλα τα βάρη από πάνω του, πήρε τις σαΐτες και το τόξο και ακολουθώντας τον φίλο του, άρχισε να τρέχει μαζί του. Δυό – τρεις φορές κόντεψαν να «γκρεμιστούν» πάνω στις πέτρες του ξερού μονοπατιού. Δεν άργησαν να βρεθούν στα ριζά ενός μικρού, πετρώδους λόφου. Το ελαφάκι έτρεχε έξαλλο από τον φόβο, πηδώντας από πέτρα σε πέτρα, από θάμνο σε θάμνο, λες και τυφλό από τον πανικό, γυρνώντας τα αυτιά του προς το μέρος των διωκτών του. Οι δυό άντρες, χώρισαν και έκοψαν δρόμο, προσπαθώντας να το οδηγήσουν σε μέρος δύσβατο. Έπρεπε ο Λίχης να έχει μια κοντινή, καθαρή βολή. Ο ήλιος όμως είχε ανέβει και η κούραση είχε αρχίσει να επηρεάζει τους δυό φίλους. Και σαν μην έφτανε αυτό, το μικρό ζώο, έδειξε ότι ήταν ικανό και στην αναρρίχηση. Πιο πολύ αγριοκάτσικο θύμιζε, αν και δεν ήταν παρά ένα μικρό συνηθισμένο ελάφι. Ο άντρας γονάτισε, πιστεύοντας σε μια βολή, όλα για όλα. Τέντωσε την χορδή του τόξου του, ηρέμησε την αναπνοή του, και έκλεισε το αριστερό μάτι σημαδεύοντας το πανικόβλητο ζωντανό. Άφησε την σαΐτα να φύγει για το φονικό της ταξίδι και την είδε να εισχωρεί κάτω από το μπροστινό αριστερό πόδι του ελαφιού. Εκείνο σταμάτησε απότομα, σαν κεραυνόπληκτο και έπεσε στο πλάι. Προσπάθησε να ξανασηκωθεί, τίναξε τα πόδια, αλλά έπεσε αδύναμο να πνιγεί μες το αίμα του. Ο Λίχης χαμογέλασε ικανοποιημένος και σήκωσε τα χέρια σαν ευχαριστία στους ουρανούς. Ο Ευρυάναξ ήδη πλησίαζε το πεσμένο ζώο, είχε βγάλει το μικρό σπαθί του και ετοιμαζόταν να κόψει το λαιμό του ελαφιού, να το γλυτώσει από τα μαρτύριό του. Το μάτια του ζώου είχαν αρχίσει να παίρνουν αυτό το γαλακτώδες χρώμα του θανάτου. Ο άντρας έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι, προσπαθώντας να το πιάσει από τα μικρά του κέρατα. Και τότε κάτι έγινε, τόσο ξαφνικά και απρόσμενα που ο Ευρυάναξ έπεσε στο έδαφος με μεγάλη ορμή. Το μικρό ζώο, άντλησε δύναμη από την απελπισία του και ξεχνώντας τον πόνο, σηκώθηκε στα πόδια του, χτύπησε με περίσσια δύναμη τον Σπαρτιάτη και άρχισε να τρέχει με μανία, στα τυφλά. Ο άντρας, χτύπησε την γροθιά του χαμογελώντας στο έδαφος, σαστισμένος από το ξαφνικό χτύπημα. Ο Λίχης που είχε πλησιάσει, γέλαγε με το πάθημα του φίλου του:
-«Τι έγινε σύντροφε; Ακόμα και τα ψόφια σου ξεφεύγουν τώρα; Μα να στην φέρει έτσι μια πορδή;»
-«Είδες; Κάτι έχουν οι Θεοί μαζί μου και θέλουν να με γελοιοποιήσουν. Το είδες που πήγε;»
Ο φίλος του έδειξε προς τις πέτρες και τους βράχους. Είχε δει το ζωντανό, να ψάχνει καταφύγιο προς τα εκεί. Ξεκίνησαν πάλι με χαρούμενη διάθεση, αφού ήξεραν ότι το πεπρωμένο του ζώου ήταν προδιαγραμμένο. Απλώς ήταν θέμα ώρας το τέλος του. Βρήκαν ένα μικρό άνοιγμα μες στα βράχια και μια σπηλιά που κρυβόταν από πίσω. Μπήκαν σκυφτοί και βρέθηκαν σε μια αίθουσα φτιαγμένη από τον αρχιτέκτονα της φύσης με πολλή σπουδή. Άκουσαν τους ήχους από την ανάσα του άμοιρου ζώου, το αγκομαχητό του και το χτύπημα από τις οπλές του. Οι δυό φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν. Τώρα πια ήταν όρθιοι, αφού η σπηλιά είχε αποκτήσει αρκετό ύψος πια και φωτιζόταν με ένα θαμπό φως, που ήταν άξιο απορίας από πού προερχόταν. Ένα φως, που έδειχνε όλα τα βράχια και τα τοιχώματα σχεδόν κόκκινα. Ο Ευρυάναξ, εντόπισε το σώμα του ζώου πεσμένο ανάμεσα σε κάτι μεγάλες πέτρες. Δεν φαινόταν το στήθος να ανεβοκατεβαίνει, ούτε και κανένας ήχος πια. Πλησίασε πάλι με το σπαθί προτεταμένο. Έσκυψε και σαν να τον χτύπησε το ρόπαλο του Ηρακλή, έπεσε πίσω για δεύτερη φορά. Κάθισε στο χώμα και με το χέρι του, με τεντωμένο το δάχτυλο, έδειξε στον σύντροφό του, πίσω ακριβώς από το νεκρό ζώο. Πάνω σε ένα τομάρι προβάτου, ένα μικρό παιδί, μωρό που η ζήση του δεν ξεπερνούσε τους πέντε μήνες , τους κοίταζε γελώντας με τα μεγάλα γαλάζια του μάτια καρφωμένα πάνω στον Ευρυάνακτα. Το κεφάλι του νεκρού ελαφιού, ακουμπούσε στα λευκά του γόνατα.
-«Ένα …. Μωρό, Λίχη… ένα μωρό, ένα μικρό ανθρωπάκι», φώναξε ο Λακεδαιμόνιος άντρας.
Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014
ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Ο ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΑΣ
Το αριστερό του χέρι, δεν το ένοιωθε πολύ καλά, ή πολύ δυνατό. Η κούραση τον είχε σχεδόν καταβάλει, δεν απείχε πολύ από την κατάρρευση. Το έτριψε με δύναμη, φροντίζοντας να μην τον δει κάποιος. Δεν ήθελε να δείξει αδυναμία. Στο βάθος του δρόμου, δυο – τρεις σύντροφοί του, προχωρούσαν κορδωμένοι σαν τόξα στα χέρια χειριστή, προσέχοντας να μιλούν σε χαμηλούς τόνους. Έτσι κι αλλιώς το να φωνάζεις στο δρόμο, θεωρείτο απρέπεια στην πόλη τους. Όπως και να δείχνεις τις αδυναμίες σου, όποιες κι αν ήταν αυτές, είτε σωματικές είτε όχι. Το σπαθί του τον ενόχλησε όταν κάθισε στα σκαλιά του ναού της Άρτεμης. Οι μεγάλες πόρτες από ξύλο πεύκου, ήταν κλειστές και το μόνο που έδειχνε παρουσία ανθρώπου στο εσωτερικό του ναού, ήταν αυτός ο παράξενος καπνός και η μυρωδιά των θυσιών. Ο ναός ήταν τόσο λιτός, τόσο απέριττα στολισμένος, που θα μπορούσε κάποιος να τον περάσει για απλό σπίτι. Μα όλα στη Σπάρτη ήταν απλά και αστόλιστα. Οι Λακεδαιμόνιοι απεχθάνονταν κάθε επίδειξη, κάθε πολυτέλεια, κάθε υπερβολή. Μόνο τους μέλημα, η νεολαία τους και η σφιχτή οργάνωση της πόλης τους. Γι αυτό και η φροντίδα τους ήταν ο στρατός τους και η απόλυτη υποταγή στους σκληρούς τους νόμους.
Ο Ευρυάναξ ήταν ένα από τα παιδιά που είχε όμως τώρα πια, μετρήσει πάνω από είκοσι πέντε καλοκαίρια στη ζωή του. Από τα παιδικάτα του, ανήκε στην πόλη – κράτος και όχι στους γονείς του, όπως και κάθε άλλο αρσενικό παιδί στη Σπάρτη. Στο κοινόβιο έμαθε να είναι έφηβος, άντρας, πολεμιστής. Εκεί μπολιάστηκε και με τις «αθάνατες» ιδέες και αξίες του κράτους. Ένα κράτος που αποσκοπούσε στην σκληραγωγία εκτός της υπακοής. Από τα επτά του χρόνια είχε κοπεί ο ομφάλιος λώρος με τους δικούς του. Οι γονείς, ήταν μόνο για να τον γεννήσουν και να τον μεγαλώσουν με τις ιδέες της πόλης μέχρι οικογένεια να γίνει το κοινόβιο και οι σύντροφοί του στη μάχη. Μάλιστα κανένα παιδί, εδώ και χρόνια, δεν ανατράφηκε με σπάργανα και χάδια. Οι ικανότητες πρέπει να φαίνονται στις μάχες και όχι στις γαλιφιές, στις φιλοσοφίες και τα θεατρικά της Αθήνας. Το χέρι πρέπει να λιώνει την πέτρα και όχι να γράφει ιστορίες σε παπύρους, το σώμα πρέπει να σκληραίνει από τις κακουχίες και όχι να γίνεται μαλθακό από την καλοπέραση και τις διασκεδάσεις στα καπηλειά. Και ο λόγος πρέπει να χρησιμοποιείται για να εξηγεί και να διατάζει και όχι για να αφηγείται και να κομπορρημονεί. Τα γράμματα που έμαθε ο Ευρυάναξ, ήταν λίγα και απαραίτητα για την καθημερινή ζωή. Οτιδήποτε άλλο, ήταν υπερβολή. Είχε μάθει όμως μουσική και χορό, αφού ο χορός ήταν απαραίτητο στοιχείο στην ισορροπία κατά την διάρκεια της μάχης. Ήταν λιτός και συγκρατημένος, με ακρίβεια και συντομία όχι μόνο στο λόγο, αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Τώρα στα είκοσι πέντε του, είχε πάρει και την άδεια να νυμφευτεί. Και έπρεπε να το κάνει μέχρι τα τριάντα, ειδάλλως θα πλήρωνε φόρο αγαμίας. Έπρεπε η πόλη να αποκτήσει απογόνους. Οι Λακεδαίμονες είχαν μείνει λίγοι και οι είλωτες, που γεννούσαν σαν κουνέλια, όπως έλεγε ο φίλος του ο Λίχης, είχαν τον πενταπλάσιο πληθυσμό. Και αυτό θα μπορούσε να είναι απειλή για το αύριο.
Σηκώθηκε αέρας από το βάθος του δρόμου. Έτσι που ήταν χτισμένη η πόλη, ο παραμικρός αέρας, διέσχιζε το κέντρο και μπορούσε να γίνει αιτία για σύννεφα σκόνης. Άκουσε θόρυβο κοντά του και είδε τον φίλο του να πλησιάζει μες την ζέστη του φθινοπωρινού ηλιοβασιλέματος. Κάθισε σιμά του.
-«Την είδες;», ρώτησε κοφτά ο Ευρυάναξ.
Ο φίλος του κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Έβγαλε το κράνος με την κάθετη αλογοουρά και το απίθωσε στο χώμα. Η σκόνη τον έκανε να μισοκλείσει τα μάτια που ήταν ήδη κόκκινα από την εξάντληση. Ολοήμερη εκπαίδευση και μάλιστα εκπαίδευση στα άκρα, έκανε τους άντρες «πτώματα» τις νύχτες. Κάποτε μάλιστα ο Ευρυάναξ αστειευόμενος, είχε πει ότι αν ήταν είλωτας θα έκανε επίθεση στη Σπάρτη το βράδυ. Τότε θα ήταν αδύνατο να την υπερασπιστεί ο κουρασμένος στρατός.
Ο Λίχης, κούνησε το χέρι και έδειξε προς την μεριά των λόφων.
-«Το πρωί φόρτωνε φρύγανα τους σκλάβους, εκεί, πέρα από την μεγάλη πέτρα»
-«Σου μίλησε;»
-«Μπα…»
Οι δυο άντρες παρέμειναν σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Η κοπέλα για την οποία λέγανε ήταν η Θάλεια. Γειτόνισσα και των δυο στα παιδικά τους χρόνια. Όχι ιδιαίτερα ψηλή, μελαχρινή με μακριά μαλλιά που τα έπλεκε πίσω από το κεφάλι σε μια παράξενη χοντρή κοτσίδα, έξυπνη και προκομμένη, είχε γίνει η δεύτερη τη τάξη μετά τον γέρο πατέρα της στο σπίτι. Η μάνα της είχε πεθάνει πριν τρεις χειμώνες και η Θάλεια είχε αναλάβει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Από την αδερφή της την Αρίσβη, είχε ένα ανίψι που κι αυτό το μεγάλωνε εκείνη. Η Αρίσβη υπέφερε από ένα συνεχόμενο βήχα που την έκανε να φτύνει αίμα και κανένας θεραπευτής δεν μπορούσε να την βοηθήσει. Ο άντρας της Αρίσβης είχε σκοτωθεί σε κάποια μάχη στη Μεσσηνία, αλλά λόγω ηρωισμού, όλη η οικογένεια είχε τον σεβασμό της πόλης. Το μικρό, δεν θα αργούσε να κλείσει τα επτά του χρόνια και σε λίγο θα τον έπαιρνε η πόλη στις αγκάλες της. Στις σκληρές της αγκάλες. Και η Θάλεια θα έμενε με την «ντροπή» της ανύπαντρης. Χωρίς ένα γιό να παραδώσει στην πόλη της. Χωρίς να μπορεί να γράψει το δικό της κομμάτι στην ένδοξη (;) ιστορία της πόλης.
-«Είδες τον Αθηναίο; Στους πέντε;»
-«Ναι, τον είδα. Σκληρό κορμί και γυμνασμένο. Μου έκανε εντύπωση που είναι Αθηναίος. Πιο πολύ με δικό μας μοιάζει. Πάντως στάθηκε ολόρθος και περήφανα μπροστά στους πέντε και ας ζητούσε βοήθεια. Τέτοια περηφάνια! Και οι σοφοί τον θαύμαζαν, το είδα στις εκφράσεις τους. Ήμουν στη φρουρά και τους άκουσα να διατάζουν κάποιους δούλους, να του προσφέρουν οτιδήποτε μπορούσε να τον κάνει να νοιώσει άνετα. Μεγάλη τιμή για ξένο. Εκείνος όμως αρνήθηκε! Το μόνο που ζήτησε, μια γρήγορη απάντηση. Για να την μεταφέρει στην πόλη του. Οι βάρβαροι πλησιάζουν»
-«Και του έδωσαν τελικά απάντηση;»
-«Όχι ακόμα, τώρα συζητάνε μόνοι τους. Αλλά στοίχημα πάω δυο πεσσούς, ότι θα βρουν δικαιολογία να αρνηθούν»
-«Μάλιστα. Λες και οι Αθηναίοι δεν είναι Έλληνες!»
Οι δυο φίλοι σώπασαν και γύρισαν το βλέμμα στον δρόμο, στο βάθος εκεί που τα σπίτια «έκλειναν» την πόλη. Ο αέρας είχε δυναμώσει αλλά δεν φαινόταν να τους πειράζει ιδιαίτερα. Το μυαλό τους δεν ήταν εκεί. Μπορεί στη Θάλεια να είχε μείνει ο Ευρυάναξ, μπορεί στον αλαζονικό Αθηναίο ο Λίχης. Πάντως κάτι έδειχνε να τους ενοχλεί.
-«Κάρνεια!», είπε ξαφνικά ο Ευρυάναξ. «Να δεις που τα Κάρνεια θα είναι η αιτία!»
-«Μπορεί, δεν ξέρω ακόμα, δεν είμαι σίγουρος αν θα αρνηθούν, αλλά αν ναι, τότε θα ήταν μια καλή δικαιολογία. Ποιος θα μπορούσε να παρακούσει αρχαίες συνήθειες και ιερές αξίες. Ναι, θα ήταν μια καλή δικαιολογία. Έτσι κι αλλιώς οι Αθηναίοι εχθροί μας δεν είναι;»
-«Είναι; Γιατί; Δεν είναι Έλληνες; Μπορεί να είναι Ίωνες και όχι Δωριείς σαν και μας, αλλά ίδια φάρα είμαστε. Και όταν κινδυνεύει ο ένας, σίγουρα ο κίνδυνος πλησιάζει και τον άλλο. Στο δάσος σαν πιάσει φωτιά, δεν καίγεται μόνο το μπροστινό δέντρο, αλλά σιγά – σιγά όλα. Μέχρι που ερημώνει ο τόπος. Μέχρι που το πράσινο τοπίο, γίνεται ένας σωρός από πέτρες και χώμα. Και αν οι βάρβαροι περάσουν από την Αθήνα, αν η άμυνα των Αθηναίων πέσει, τότε θα έρθει και η σειρά της δικής μας πόλης. Το προπύργιο δεν θα υπάρχει να σταματήσει το κύμα των Ασιατών. Και εκείνη την ώρα, ποιος θα έρθει για βοήθεια; Θα πεθάνουμε ανόητα μετά. Και δεν με φοβίζει ο θάνατος, τιμή για μένα και περηφάνια για τους δικούς μου, αν πεθάνω μαχόμενος. Αλλά θα υπάρχουν δικοί μου άνθρωποι μετά; Θα υπάρχει η Σπάρτη μετά; Βέβαια το να τους δεχτούμε σαν «κύριούς» μας, ελπίζω ότι δεν το σκέφτεται κανείς. Λοιπόν Λίχη, έχω άδικο που μιλάω έτσι; Θα είναι ντροπή μας αν τους αφήσουμε μόνους τους. Και στην περίπτωση που οι Αθηναίοι νικήσουν; Ξέρεις τι θα πει ο Ελληνισμός; Ότι ήμασταν δειλοί, ή μνησίκακοι, ή αδιάφοροι. Και εντάξει να μας κατηγορήσουν, η Σπάρτη μπορεί να αντέξει μια τέτοια κατηγορία, αλλά το να πουν ότι οι Αθηναίοι μόνοι τους νίκησαν; Εκεί το κλέος το δικό μας; Θα καταρρακωθεί. Οι Ίωνες θα λογίζονται για πρώτη δύναμη!»
Ο Λίχης τον κοίταζε αμίλητος. Για τα μέτρα των Λακεδαιμόνιων, είχαν μιλήσει πολύ, αλλά και είχαν σκεφτεί αντίθετα με την θέληση των εφόρων, ακόμα πιο πολύ. Μόνο που τα λόγια που ακούστηκαν ήταν σοφά. Ήταν, δυστυχώς, αληθινά. Και η πολιτική, το μόνο που δεν ξέρει, είναι η αλήθεια και η σοφία. Οι δυό άντρες μίλαγαν με την ψυχή του Έλληνα, την καρδιά του καθολικού πατριώτη.
Το χέρι με το τρίψιμο, είχε μαλακώσει τον πόνο του, μα το θέμα που συζητούσε με τον φίλο του, τον στενοχωρούσε πολύ. Δεν είχε διάθεση γι άλλη κουβέντα και σηκώθηκε να περπατήσει.
-«Θα έρθεις στον στρατώνα; Αν και θα ήθελα να δεις τι γίνεται με την απάντηση των εφόρων»
Έφυγε αφήνοντας τον Λίχη μόνο να σκέφτεται τα λόγια του. Σηκώθηκε κι αυτός μετά από λίγο και έστρεψε το βήμα του προς την αγορά. Ήθελε να ξαναδεί τον Αθηναίο, ήθελε να μάθει, τι θα γίνει. Τώρα ήθελε να πολεμήσει ενάντια στον βάρβαρο. Κόσμος ήταν μαζεμένος έξω από το πρυτανείο και συζητούσε. Η έκκληση της Αθήνας είχε γίνει γνωστή και όλοι ήταν περίεργοι:
-«Η Αθήνα έχει την ανάγκη μας…»
-«Έλα ντε…»
-«Ποιος είναι ο απεσταλμένος; Δικός μας;»
-«Όχι βρε ανόητε. Αθηναίος είναι και παρακαλάει σαν σκυλί…»
-«Ε, όχι και σαν σκυλί, εγώ δεν τον είδα έτσι…»
-«Παρατήστε τους αλαζόνες στη μοίρα τους…»
-«Άκουσα πως τον λένε Φειδιππίδη και είναι στρατιώτης ημεροδρόμος. Πάει τα μαντάτα δηλαδή τρέχοντας όπου πρέπει και κάνει μεγάλες αποστάσεις…»
-«Βρε δεν πα να είναι ότι θέλει, καμιά βοήθεια σε αυτούς…»
Τα λόγια έδιναν και έπαιρναν. Οι περισσότεροι ήταν ενάντια στην αποστολή βοήθειας. Κοντόφθαλμοι τοπικιστές, δεν μπορούσαν να καταλάβουν την αναγκαιότητα της σύσφιξης των σχέσεων και των Ελληνικών στρατών κατά κοινού εχθρού. Ο Λίχης, σκέφτηκε τα λόγια του φίλου του για μια ακόμα φορά. Διέκρινε τώρα το δίκιο του φίλου του, διέκρινε όμως και την ηλιθιότητα να πλανάται πάνω από τον χώρο. Έσπρωξε να πάει πιο μπροστά, να ακούσει καλύτερα. Ένας κήρυκας, με μια μικρή υδρία στο χέρι γεμάτη κρασί, προσπαθούσε να ανέβει σε μια μεγάλη πελεκημένη πέτρα, εκεί όπου γίνονταν όλες οι ανακοινώσεις για τις αποφάσεις των εφόρων. Με την βοήθεια δυό νεώτερων ανδρών, κατάφερε τελικά να σταθεί όρθιος. Καθάρισε τη φωνή του:
-«Άντρες Λακεδαιμόνιοι», φώναξε με όλη του τη δύναμη και αυτόματα επικράτησε νεκρική σιγή στο ακροατήριο. «Άντρες Λακεδαιμόνιοι», ξαναφώναξε, ευχαριστημένος από την δύναμη της φωνής του. «Όπως όλοι γνωρίζεται, σήμερα έφτασε από την Αθήνα, αγγελιαφόρος, ζητώντας την βοήθεια της πόλης μας και ειδικά του στρατού μας, ενάντια στην απειλή που έρχεται από την Ασία. Οι Σπαρτιάτες, ποτέ μας δεν δειλιάσαμε μπροστά σε κίνδυνο, μπροστά σε μάχη. Πάντα το ιδανικό μας ήταν η ελευθερία και η ανεξαρτησία…»
Τα λόγια του κήρυκα ήταν πολλά για μια ανακοίνωση μιας απόφασης των εφόρων. Το κοινό παρακολουθούσε, κρεμασμένο από τα χείλη του. Μόνο στον Λίχη τα λόγια ακούστηκαν κούφια. Καταλάβαινε την συνέχεια. Απογοητεύτηκε από αυτό που ακολούθησε.
-«… γι αυτό και πάντα τα υπερασπιζόμασταν. Καταλαβαίνουμε την ανάγκη της Αθήνας, καταλαβαίνουμε και την πολύτιμη βοήθειά μας για την νίκη. Τι θα πούμε όμως στους Θεούς; Τώρα που η μεγάλη μας γιορτή απαιτεί να μην σηκώσουμε τα όπλα; Πώς θα θυσιάσουμε στον Κάρνειο Απόλλωνα, πώς θα ικετέψουμε την προστασία του, αν πάρουμε τα όπλα στα χέρια και καταλύσουμε τα έθιμα τόσων χρόνων; Κατάρα θα πέσει πάνω μας, κατάρα στην πόλη μας. Η απάντηση λοιπόν που δόθηκε στον Αθηναίο, είναι ότι η πόλη του δεν πρέπει να νοιώθει μόνη της, θα έχει όλη μας την στρατιωτική και όχι μόνο βοήθειά μας, μόνο που πρέπει να περιμένει το τέλος της εορτής».
Αυτά είπε ο κήρυκας και σταμάτησε απότομα. Ένα βουητό ακούστηκε από το μαζεμένο πλήθος, βουητό που έμοιαζε με επιδοκιμασία. Ο κήρυκας, έχυσε λίγο κρασί από την μικρή υδρία για να δείξει το οριστικό της απόφαση των εφόρων και κατέβηκε από το βήμα. Ο Λίχης δεν ήθελε να πιστέψει στην φτηνή δικαιολογία. Ας λέγανε καθαρά ότι δεν θέλανε να βοηθήσουν τους Αθηναίους, καλύτερα έτσι. Πήρε τον δρόμο για τον στρατώνα, περπατώντας μέσα στην σκόνη του δρόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Ο ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΑΣ
Το αριστερό του χέρι, δεν το ένοιωθε πολύ καλά, ή πολύ δυνατό. Η κούραση τον είχε σχεδόν καταβάλει, δεν απείχε πολύ από την κατάρρευση. Το έτριψε με δύναμη, φροντίζοντας να μην τον δει κάποιος. Δεν ήθελε να δείξει αδυναμία. Στο βάθος του δρόμου, δυο – τρεις σύντροφοί του, προχωρούσαν κορδωμένοι σαν τόξα στα χέρια χειριστή, προσέχοντας να μιλούν σε χαμηλούς τόνους. Έτσι κι αλλιώς το να φωνάζεις στο δρόμο, θεωρείτο απρέπεια στην πόλη τους. Όπως και να δείχνεις τις αδυναμίες σου, όποιες κι αν ήταν αυτές, είτε σωματικές είτε όχι. Το σπαθί του τον ενόχλησε όταν κάθισε στα σκαλιά του ναού της Άρτεμης. Οι μεγάλες πόρτες από ξύλο πεύκου, ήταν κλειστές και το μόνο που έδειχνε παρουσία ανθρώπου στο εσωτερικό του ναού, ήταν αυτός ο παράξενος καπνός και η μυρωδιά των θυσιών. Ο ναός ήταν τόσο λιτός, τόσο απέριττα στολισμένος, που θα μπορούσε κάποιος να τον περάσει για απλό σπίτι. Μα όλα στη Σπάρτη ήταν απλά και αστόλιστα. Οι Λακεδαιμόνιοι απεχθάνονταν κάθε επίδειξη, κάθε πολυτέλεια, κάθε υπερβολή. Μόνο τους μέλημα, η νεολαία τους και η σφιχτή οργάνωση της πόλης τους. Γι αυτό και η φροντίδα τους ήταν ο στρατός τους και η απόλυτη υποταγή στους σκληρούς τους νόμους.
Ο Ευρυάναξ ήταν ένα από τα παιδιά που είχε όμως τώρα πια, μετρήσει πάνω από είκοσι πέντε καλοκαίρια στη ζωή του. Από τα παιδικάτα του, ανήκε στην πόλη – κράτος και όχι στους γονείς του, όπως και κάθε άλλο αρσενικό παιδί στη Σπάρτη. Στο κοινόβιο έμαθε να είναι έφηβος, άντρας, πολεμιστής. Εκεί μπολιάστηκε και με τις «αθάνατες» ιδέες και αξίες του κράτους. Ένα κράτος που αποσκοπούσε στην σκληραγωγία εκτός της υπακοής. Από τα επτά του χρόνια είχε κοπεί ο ομφάλιος λώρος με τους δικούς του. Οι γονείς, ήταν μόνο για να τον γεννήσουν και να τον μεγαλώσουν με τις ιδέες της πόλης μέχρι οικογένεια να γίνει το κοινόβιο και οι σύντροφοί του στη μάχη. Μάλιστα κανένα παιδί, εδώ και χρόνια, δεν ανατράφηκε με σπάργανα και χάδια. Οι ικανότητες πρέπει να φαίνονται στις μάχες και όχι στις γαλιφιές, στις φιλοσοφίες και τα θεατρικά της Αθήνας. Το χέρι πρέπει να λιώνει την πέτρα και όχι να γράφει ιστορίες σε παπύρους, το σώμα πρέπει να σκληραίνει από τις κακουχίες και όχι να γίνεται μαλθακό από την καλοπέραση και τις διασκεδάσεις στα καπηλειά. Και ο λόγος πρέπει να χρησιμοποιείται για να εξηγεί και να διατάζει και όχι για να αφηγείται και να κομπορρημονεί. Τα γράμματα που έμαθε ο Ευρυάναξ, ήταν λίγα και απαραίτητα για την καθημερινή ζωή. Οτιδήποτε άλλο, ήταν υπερβολή. Είχε μάθει όμως μουσική και χορό, αφού ο χορός ήταν απαραίτητο στοιχείο στην ισορροπία κατά την διάρκεια της μάχης. Ήταν λιτός και συγκρατημένος, με ακρίβεια και συντομία όχι μόνο στο λόγο, αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Τώρα στα είκοσι πέντε του, είχε πάρει και την άδεια να νυμφευτεί. Και έπρεπε να το κάνει μέχρι τα τριάντα, ειδάλλως θα πλήρωνε φόρο αγαμίας. Έπρεπε η πόλη να αποκτήσει απογόνους. Οι Λακεδαίμονες είχαν μείνει λίγοι και οι είλωτες, που γεννούσαν σαν κουνέλια, όπως έλεγε ο φίλος του ο Λίχης, είχαν τον πενταπλάσιο πληθυσμό. Και αυτό θα μπορούσε να είναι απειλή για το αύριο.
Σηκώθηκε αέρας από το βάθος του δρόμου. Έτσι που ήταν χτισμένη η πόλη, ο παραμικρός αέρας, διέσχιζε το κέντρο και μπορούσε να γίνει αιτία για σύννεφα σκόνης. Άκουσε θόρυβο κοντά του και είδε τον φίλο του να πλησιάζει μες την ζέστη του φθινοπωρινού ηλιοβασιλέματος. Κάθισε σιμά του.
-«Την είδες;», ρώτησε κοφτά ο Ευρυάναξ.
Ο φίλος του κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Έβγαλε το κράνος με την κάθετη αλογοουρά και το απίθωσε στο χώμα. Η σκόνη τον έκανε να μισοκλείσει τα μάτια που ήταν ήδη κόκκινα από την εξάντληση. Ολοήμερη εκπαίδευση και μάλιστα εκπαίδευση στα άκρα, έκανε τους άντρες «πτώματα» τις νύχτες. Κάποτε μάλιστα ο Ευρυάναξ αστειευόμενος, είχε πει ότι αν ήταν είλωτας θα έκανε επίθεση στη Σπάρτη το βράδυ. Τότε θα ήταν αδύνατο να την υπερασπιστεί ο κουρασμένος στρατός.
Ο Λίχης, κούνησε το χέρι και έδειξε προς την μεριά των λόφων.
-«Το πρωί φόρτωνε φρύγανα τους σκλάβους, εκεί, πέρα από την μεγάλη πέτρα»
-«Σου μίλησε;»
-«Μπα…»
Οι δυο άντρες παρέμειναν σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Η κοπέλα για την οποία λέγανε ήταν η Θάλεια. Γειτόνισσα και των δυο στα παιδικά τους χρόνια. Όχι ιδιαίτερα ψηλή, μελαχρινή με μακριά μαλλιά που τα έπλεκε πίσω από το κεφάλι σε μια παράξενη χοντρή κοτσίδα, έξυπνη και προκομμένη, είχε γίνει η δεύτερη τη τάξη μετά τον γέρο πατέρα της στο σπίτι. Η μάνα της είχε πεθάνει πριν τρεις χειμώνες και η Θάλεια είχε αναλάβει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Από την αδερφή της την Αρίσβη, είχε ένα ανίψι που κι αυτό το μεγάλωνε εκείνη. Η Αρίσβη υπέφερε από ένα συνεχόμενο βήχα που την έκανε να φτύνει αίμα και κανένας θεραπευτής δεν μπορούσε να την βοηθήσει. Ο άντρας της Αρίσβης είχε σκοτωθεί σε κάποια μάχη στη Μεσσηνία, αλλά λόγω ηρωισμού, όλη η οικογένεια είχε τον σεβασμό της πόλης. Το μικρό, δεν θα αργούσε να κλείσει τα επτά του χρόνια και σε λίγο θα τον έπαιρνε η πόλη στις αγκάλες της. Στις σκληρές της αγκάλες. Και η Θάλεια θα έμενε με την «ντροπή» της ανύπαντρης. Χωρίς ένα γιό να παραδώσει στην πόλη της. Χωρίς να μπορεί να γράψει το δικό της κομμάτι στην ένδοξη (;) ιστορία της πόλης.
-«Είδες τον Αθηναίο; Στους πέντε;»
-«Ναι, τον είδα. Σκληρό κορμί και γυμνασμένο. Μου έκανε εντύπωση που είναι Αθηναίος. Πιο πολύ με δικό μας μοιάζει. Πάντως στάθηκε ολόρθος και περήφανα μπροστά στους πέντε και ας ζητούσε βοήθεια. Τέτοια περηφάνια! Και οι σοφοί τον θαύμαζαν, το είδα στις εκφράσεις τους. Ήμουν στη φρουρά και τους άκουσα να διατάζουν κάποιους δούλους, να του προσφέρουν οτιδήποτε μπορούσε να τον κάνει να νοιώσει άνετα. Μεγάλη τιμή για ξένο. Εκείνος όμως αρνήθηκε! Το μόνο που ζήτησε, μια γρήγορη απάντηση. Για να την μεταφέρει στην πόλη του. Οι βάρβαροι πλησιάζουν»
-«Και του έδωσαν τελικά απάντηση;»
-«Όχι ακόμα, τώρα συζητάνε μόνοι τους. Αλλά στοίχημα πάω δυο πεσσούς, ότι θα βρουν δικαιολογία να αρνηθούν»
-«Μάλιστα. Λες και οι Αθηναίοι δεν είναι Έλληνες!»
Οι δυο φίλοι σώπασαν και γύρισαν το βλέμμα στον δρόμο, στο βάθος εκεί που τα σπίτια «έκλειναν» την πόλη. Ο αέρας είχε δυναμώσει αλλά δεν φαινόταν να τους πειράζει ιδιαίτερα. Το μυαλό τους δεν ήταν εκεί. Μπορεί στη Θάλεια να είχε μείνει ο Ευρυάναξ, μπορεί στον αλαζονικό Αθηναίο ο Λίχης. Πάντως κάτι έδειχνε να τους ενοχλεί.
-«Κάρνεια!», είπε ξαφνικά ο Ευρυάναξ. «Να δεις που τα Κάρνεια θα είναι η αιτία!»
-«Μπορεί, δεν ξέρω ακόμα, δεν είμαι σίγουρος αν θα αρνηθούν, αλλά αν ναι, τότε θα ήταν μια καλή δικαιολογία. Ποιος θα μπορούσε να παρακούσει αρχαίες συνήθειες και ιερές αξίες. Ναι, θα ήταν μια καλή δικαιολογία. Έτσι κι αλλιώς οι Αθηναίοι εχθροί μας δεν είναι;»
-«Είναι; Γιατί; Δεν είναι Έλληνες; Μπορεί να είναι Ίωνες και όχι Δωριείς σαν και μας, αλλά ίδια φάρα είμαστε. Και όταν κινδυνεύει ο ένας, σίγουρα ο κίνδυνος πλησιάζει και τον άλλο. Στο δάσος σαν πιάσει φωτιά, δεν καίγεται μόνο το μπροστινό δέντρο, αλλά σιγά – σιγά όλα. Μέχρι που ερημώνει ο τόπος. Μέχρι που το πράσινο τοπίο, γίνεται ένας σωρός από πέτρες και χώμα. Και αν οι βάρβαροι περάσουν από την Αθήνα, αν η άμυνα των Αθηναίων πέσει, τότε θα έρθει και η σειρά της δικής μας πόλης. Το προπύργιο δεν θα υπάρχει να σταματήσει το κύμα των Ασιατών. Και εκείνη την ώρα, ποιος θα έρθει για βοήθεια; Θα πεθάνουμε ανόητα μετά. Και δεν με φοβίζει ο θάνατος, τιμή για μένα και περηφάνια για τους δικούς μου, αν πεθάνω μαχόμενος. Αλλά θα υπάρχουν δικοί μου άνθρωποι μετά; Θα υπάρχει η Σπάρτη μετά; Βέβαια το να τους δεχτούμε σαν «κύριούς» μας, ελπίζω ότι δεν το σκέφτεται κανείς. Λοιπόν Λίχη, έχω άδικο που μιλάω έτσι; Θα είναι ντροπή μας αν τους αφήσουμε μόνους τους. Και στην περίπτωση που οι Αθηναίοι νικήσουν; Ξέρεις τι θα πει ο Ελληνισμός; Ότι ήμασταν δειλοί, ή μνησίκακοι, ή αδιάφοροι. Και εντάξει να μας κατηγορήσουν, η Σπάρτη μπορεί να αντέξει μια τέτοια κατηγορία, αλλά το να πουν ότι οι Αθηναίοι μόνοι τους νίκησαν; Εκεί το κλέος το δικό μας; Θα καταρρακωθεί. Οι Ίωνες θα λογίζονται για πρώτη δύναμη!»
Ο Λίχης τον κοίταζε αμίλητος. Για τα μέτρα των Λακεδαιμόνιων, είχαν μιλήσει πολύ, αλλά και είχαν σκεφτεί αντίθετα με την θέληση των εφόρων, ακόμα πιο πολύ. Μόνο που τα λόγια που ακούστηκαν ήταν σοφά. Ήταν, δυστυχώς, αληθινά. Και η πολιτική, το μόνο που δεν ξέρει, είναι η αλήθεια και η σοφία. Οι δυό άντρες μίλαγαν με την ψυχή του Έλληνα, την καρδιά του καθολικού πατριώτη.
Το χέρι με το τρίψιμο, είχε μαλακώσει τον πόνο του, μα το θέμα που συζητούσε με τον φίλο του, τον στενοχωρούσε πολύ. Δεν είχε διάθεση γι άλλη κουβέντα και σηκώθηκε να περπατήσει.
-«Θα έρθεις στον στρατώνα; Αν και θα ήθελα να δεις τι γίνεται με την απάντηση των εφόρων»
Έφυγε αφήνοντας τον Λίχη μόνο να σκέφτεται τα λόγια του. Σηκώθηκε κι αυτός μετά από λίγο και έστρεψε το βήμα του προς την αγορά. Ήθελε να ξαναδεί τον Αθηναίο, ήθελε να μάθει, τι θα γίνει. Τώρα ήθελε να πολεμήσει ενάντια στον βάρβαρο. Κόσμος ήταν μαζεμένος έξω από το πρυτανείο και συζητούσε. Η έκκληση της Αθήνας είχε γίνει γνωστή και όλοι ήταν περίεργοι:
-«Η Αθήνα έχει την ανάγκη μας…»
-«Έλα ντε…»
-«Ποιος είναι ο απεσταλμένος; Δικός μας;»
-«Όχι βρε ανόητε. Αθηναίος είναι και παρακαλάει σαν σκυλί…»
-«Ε, όχι και σαν σκυλί, εγώ δεν τον είδα έτσι…»
-«Παρατήστε τους αλαζόνες στη μοίρα τους…»
-«Άκουσα πως τον λένε Φειδιππίδη και είναι στρατιώτης ημεροδρόμος. Πάει τα μαντάτα δηλαδή τρέχοντας όπου πρέπει και κάνει μεγάλες αποστάσεις…»
-«Βρε δεν πα να είναι ότι θέλει, καμιά βοήθεια σε αυτούς…»
Τα λόγια έδιναν και έπαιρναν. Οι περισσότεροι ήταν ενάντια στην αποστολή βοήθειας. Κοντόφθαλμοι τοπικιστές, δεν μπορούσαν να καταλάβουν την αναγκαιότητα της σύσφιξης των σχέσεων και των Ελληνικών στρατών κατά κοινού εχθρού. Ο Λίχης, σκέφτηκε τα λόγια του φίλου του για μια ακόμα φορά. Διέκρινε τώρα το δίκιο του φίλου του, διέκρινε όμως και την ηλιθιότητα να πλανάται πάνω από τον χώρο. Έσπρωξε να πάει πιο μπροστά, να ακούσει καλύτερα. Ένας κήρυκας, με μια μικρή υδρία στο χέρι γεμάτη κρασί, προσπαθούσε να ανέβει σε μια μεγάλη πελεκημένη πέτρα, εκεί όπου γίνονταν όλες οι ανακοινώσεις για τις αποφάσεις των εφόρων. Με την βοήθεια δυό νεώτερων ανδρών, κατάφερε τελικά να σταθεί όρθιος. Καθάρισε τη φωνή του:
-«Άντρες Λακεδαιμόνιοι», φώναξε με όλη του τη δύναμη και αυτόματα επικράτησε νεκρική σιγή στο ακροατήριο. «Άντρες Λακεδαιμόνιοι», ξαναφώναξε, ευχαριστημένος από την δύναμη της φωνής του. «Όπως όλοι γνωρίζεται, σήμερα έφτασε από την Αθήνα, αγγελιαφόρος, ζητώντας την βοήθεια της πόλης μας και ειδικά του στρατού μας, ενάντια στην απειλή που έρχεται από την Ασία. Οι Σπαρτιάτες, ποτέ μας δεν δειλιάσαμε μπροστά σε κίνδυνο, μπροστά σε μάχη. Πάντα το ιδανικό μας ήταν η ελευθερία και η ανεξαρτησία…»
Τα λόγια του κήρυκα ήταν πολλά για μια ανακοίνωση μιας απόφασης των εφόρων. Το κοινό παρακολουθούσε, κρεμασμένο από τα χείλη του. Μόνο στον Λίχη τα λόγια ακούστηκαν κούφια. Καταλάβαινε την συνέχεια. Απογοητεύτηκε από αυτό που ακολούθησε.
-«… γι αυτό και πάντα τα υπερασπιζόμασταν. Καταλαβαίνουμε την ανάγκη της Αθήνας, καταλαβαίνουμε και την πολύτιμη βοήθειά μας για την νίκη. Τι θα πούμε όμως στους Θεούς; Τώρα που η μεγάλη μας γιορτή απαιτεί να μην σηκώσουμε τα όπλα; Πώς θα θυσιάσουμε στον Κάρνειο Απόλλωνα, πώς θα ικετέψουμε την προστασία του, αν πάρουμε τα όπλα στα χέρια και καταλύσουμε τα έθιμα τόσων χρόνων; Κατάρα θα πέσει πάνω μας, κατάρα στην πόλη μας. Η απάντηση λοιπόν που δόθηκε στον Αθηναίο, είναι ότι η πόλη του δεν πρέπει να νοιώθει μόνη της, θα έχει όλη μας την στρατιωτική και όχι μόνο βοήθειά μας, μόνο που πρέπει να περιμένει το τέλος της εορτής».
Αυτά είπε ο κήρυκας και σταμάτησε απότομα. Ένα βουητό ακούστηκε από το μαζεμένο πλήθος, βουητό που έμοιαζε με επιδοκιμασία. Ο κήρυκας, έχυσε λίγο κρασί από την μικρή υδρία για να δείξει το οριστικό της απόφαση των εφόρων και κατέβηκε από το βήμα. Ο Λίχης δεν ήθελε να πιστέψει στην φτηνή δικαιολογία. Ας λέγανε καθαρά ότι δεν θέλανε να βοηθήσουν τους Αθηναίους, καλύτερα έτσι. Πήρε τον δρόμο για τον στρατώνα, περπατώντας μέσα στην σκόνη του δρόμου.
Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014
Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Τώρα πια η υπόσχεση στη Θεά, το τάμα, έπρεπε νε περιμένει. Δεν μπορούσε να πάει προς τα κει. Το είχε πει στον Αγήνορα και σίγουρα εκείνος θα είχε στείλει ανθρώπους του σε κείνα τα μέρη. Το μπλέξιμο τώρα ξεδίπλωνε όλες τις άσχημες πτυχές του και όπως πίστευε ο Τελευτίας, θα υπήρχαν πολλές ταλαιπωρίες ακόμα. Έβαλε το χέρι στη μέση του, εκεί που είχε δεμένο το πουγκί με τα χρήματά του. Το χάιδεψε, όχι γιατί αγαπούσε το περιεχόμενο, αλλά γιατί προσπαθούσε να υπολογίσει τώρα την υπόλοιπη ζωή τους. Έπρεπε να είναι προσεκτικός. Τα λεφτά που είχε δώσει στον κρασέμπορο, ήταν αρκετά και σίγουρα το εμπόρευμα θα είχε γυρίσει πίσω. Το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει ο Αγήνορας.
-«Θα πάμε προς τον Μαραθώνα, ή στις Αφίδνες. Δεν μπορούμε αλλού, μόνο εκεί. Όλο κάπου θα βρούμε να μείνουμε… και κάτι πρέπει να φάμε. Πεινάς;»
Η Ελπινίκη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Πείναγε πια αρκετά. Το λιγοστό φαγητό του πρωινού, δεν θα μπορούσε να την κρατήσει αρκετά ακόμα. Ξανακούνησε το κεφάλι, δίνοντας περισσότερη έμφαση στο «ναι». Είδε τον άντρα να χαμογελάει. Πλησίασε και έπιασε τα μαλλιά της, όσο απαλά μπορούσε. Χάιδεψε και το μωρό στο σχεδόν άτριχο ξανθό του κεφαλάκι. Εκείνο χαμογέλασε κοιτάζοντάς τον κατάματα με τα μεγάλα, εξωπραγματικά θα έλεγε κάποιος, μεγάλα ματάκια του. Ο άντρας προσπάθησε να θυμηθεί πότε έκλαψε το μικρό για τελευταία φορά. «Μωρέ, τι είναι τούτο το παιδί;», σκέφτηκε συνοφρυωμένος.
Έκανε νόημα με το χέρι του στην Ελπινίκη να κάτσει. Σήμανε ησυχία με δάχτυλο του, τεντωμένο μπροστά στα χείλη του. Η γυναίκα βολεύτηκε όπως μπορούσε πιο καλά και πιο ήσυχα κάτω από ένα δέντρο. Κάποιος θάμνος, την έκρυβε από το βλέμμα όποιου περαστικού. Αν και Μεταγειτνιών, τα μάραθα μύριζαν έντονα και από κάπου ερχόταν το γλυκό άρωμα της ρίγανης.
Ο Τελευτίας πήρε το τόξο του και τα βέλη από τον σάκο που είχε δεμένο στο μεγάλο άτι. Χάιδεψε τον Παίωνα και του έδειξε το δρόμο μπροστά. Υπήρχαν πολλά άγρια κατσίκια στο βουνό, ίσως και κανένα γουρούνι. Έπρεπε να κυνηγήσει, να φάνε. Χάθηκε από τα μάτια της γυναίκας πολύ γρήγορα πηδώντας από βράχο σε βράχο με την ικμάδα μικρού παιδιού. Η Ελπινίκη χάρηκε βλέποντας την ευλυγισία του και την αποφασιστικότητά του. Ήξερε μέσα της ότι είχε διαλέξει σωστά.
Δεν είχε περάσει πάνω από μια ώρα, όταν ο μεγάλος σκύλος, φάνηκε στην ανηφόρα. Πιο πίσω ο άντρας με ένα χαμόγελο στο στόμα, σήκωνε ψηλά στον ουρανό έναν αρκετά μεγάλο γκρίζο λαγό, πηγμένο στο αίμα από το βέλος που είχε στις ωμοπλάτες. Η γυναίκα απίθωσε το παιδί κάτω, πάνω σε κάποιο λινό ύφασμα που εν τω μεταξύ είχε φτιάξει σαν κρεβατάκι και πλησίασε. Τον κοίταξε με λιγούρα. Μάζεψε κάποια ξύλα, όσο ο Τελευτίας έγδερνε το θήραμα. Η φωτιά, τους έδωσε μια αίσθηση γλυκιά και οικογενειακή. Μια θαλπωρή μέσα στα βρεγμένα χόρτα του ξέφωτου, αλλά και μια καταπληκτική μυρωδιά από το ψημένο κρέας. Τα στομάχια είχαν αρχίσει να γουργουρίζουν. Κρεμμύδια και ελιές, λίγοι ξηροί καρποί και ψωμί ξερό, μαλακωμένο μέσα σε ανόθευτο κρασί, συμπλήρωσαν το γεύμα. Ένοιωσαν πιο δυνατοί. Η γυναίκα μάσησε λίγο κρέας, το πολτοποίησε και το έδωσε στο μωρό. Εκείνο πάλι χαμογελούσε. Και έτρωγε άπληστα και ασταμάτητα.
-«Μωρέ όρεξη που έχει! Καλά δεν είναι πολύ μικρό για τέτοια τροφή;»
-«Η αλήθεια είναι πως … ναι. Αλλά τι να πω! Όταν το βλέπω να τρώει έτσι… τι να πω, το χαίρομαι το άτιμο, το χαίρομαι! Λες και ήρθε την κατάλληλη στιγμή να μας γεμίσει τις καρδιές με ζέστη. Και είναι τόσο όμορφο!»
-«Ναι, είναι τόσο όμορφο. Απορώ πως το άφησαν έτσι…»
-«Το άφησαν; Λες να το άφησαν;»
-«Και τότε πως βρέθηκε στην αυλή σας, αν δεν το άφησαν όπως λες;»
-«Υπάρχουν και Θεοί Τελευτία, υπάρχουν και Θεοί. Μη το ξεχνάς. Και εκείνοι ξέρουν… υπάρχουν και Θεοί»
Ο άντρας, δεν μπορούσε να εξηγήσει τα λόγια της. Πίστευε στους Θεούς και στην δύναμή τους και στην σοφία τους. Τις κουβέντες της όμως δεν μπορούσε να κατανοήσει. Η Ελπινίκη τώρα έπαιζε με το μικρό ανθρωπάκι, γελώντας και βγάζοντας μικρές, κοφτές, άναρθρες κραυγές. Χτυπούσε τα χεράκια του μωρού και εκείνο γελούσε. Έβαζε το πατουσάκι του ολόκληρο στο στόμα της και εκείνο γελούσε. Το γαργάλαγε στο λαιμουδάκι του και τα πλευρά και εκείνο γελούσε. Τους έβλεπε ο πενηντάχρονος έμπορος και γέλαγε κι αυτός. Είχε ξεχάσει τα πάντα, όλα τα προβλήματα που είχε περάσει στη ζωή του, αλλά και αυτά που θα έρχονταν. Μόνο καταράστηκε την ζήση του, που μέχρι τώρα δεν είχε αυτή την θαλπωρή, αυτή την αγάπη, αυτή την αγνότητα. «Τώρα βαδίζω στα μονοπάτια τα καλά, όσο κι αν είναι πλέον γεμάτα προβλήματα και αναποδιές», σκέφτηκε κοιτώντας την γυναίκα με το παιδί. « Εκεί που ζούσα, όπως ζούσα δεν υπήρχε φως. Τότε και εκεί, πέθαινα σε ένα πέλαγο θλίψης, σκοτεινό χωρίς φως, στο απόλυτο σκοτάδι. Τώρα ακούω δίπλα μου, σιμά μου, γέλια και παιχνίδια με χαρά. Από δυό υπάρξεις που στηρίζονται σε μένα. Κι εγώ, ίσως, σε αυτούς. Κάθε φορά τις ίδιες διαδρομές, περπατούσα αχρείαστος, κοιτώντας επίμονα το χώμα, αμίλητος και ανούσιος. Τριγύρω… τίποτα, όλα άδεια και κενές κουβέντες, εμπορικές υπερβολές και στείρες λέξεις. Πρόσωπα κενά, μάτια κενά, ψυχές κενές. Τώρα δεν είμαι μόνος, έχω κάποιων την έννοια, την φροντίδα. Γύρναγα στο σπίτι, κλείδωνα την πόρτα… έκλαιγα παρέα με το κενό μου. Τώρα θα με περιμένουν τα χαμόγελα, τα γέλια, τα κλάματα, οι κακουχίες. Όλα όσα συνθέτουν αυτό το άπιαστο μέχρι τώρα όνειρό μου… οικογένεια! Και ας μην είναι με την σωστή άποψη οικογένεια, είναι όμως αγάπη…!». Κοίταξε ξανά το μικρό και την Ελπινίκη. Χαμογέλασε. Είδε στα μάτια της γυναίκας κάποια έκφραση που δεν ήθελε να την ξαναδεί, σαν να του έλεγε «ευχαριστώ». Γύρισε το βλέμμα του, στην άλλη μεριά. Στην κορυφή του απέναντι λόφου είδε μια ομάδα ανθρώπων να περπατούν. Πετάχτηκε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Έτρεξε και έσβησε τη λίγη φωτιά που είχε απομείνει, ρίχνοντας χώμα με το πόδι του. «Φεύγουμε», φώναξε, «φεύγουμε τώρα αμέσως. Κατάρα…»
Μάζεψαν τα λιγοστά πράγματα που είχαν απλώσει στο έδαφος. Έδεσε το μωρό στις πλάτες του και τράβηξε το άλογο από το περασμένο στο λαιμό του, σχοινί. Η Ελπινίκη, σε δευτερόλεπτα, ήταν έτοιμη και ακολουθούσε.
-«Τώρα πια, μόνο προς Μαραθώνα μπορούμε να πάμε. Ελπίζω εκεί στα έλη, να σταματήσουν να μας ακολουθούν. Μόνο που θέλει προσοχή, έτσι;»
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Αν και ήταν αγχωμένη με την εμφάνιση αυτής της ομάδας πάνω στο βουνό, παρ’ όλα αυτά, ένοιωθε μια χαρά και μια σιγουριά, ακολουθώντας τον Τελευτία. Τα δυνατά πόδια του, οι τεντωμένοι μυς του, αλλά και οι μεγάλες του πλάτες, την σαγήνεψαν για άλλη μια φορά. Άλλαξε ώμο στον μπόγο που είχε κρεμασμένο και χαμογέλασε με τις σκέψεις της.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, όταν το πρώτο φως του χωριού φάνηκε μπροστά τους μετά το πέρασμα του λόφου των νεράιδων. Ο άντρας σταμάτησε και της έδειξε κάποια σπίτια στην πεδιάδα μπροστά τους.
-«Αυτός είναι ο Μαραθώνας. Δηλαδή το χωριό του Μαραθώνα. Βλέπεις εκεί κάτω μια μεγάλη πεδιάδα; Βλέπεις και μια μαυρίλα, … εκεί… στη δύση; Αυτά είναι τα περιβόητα έλη της περιοχής… έχουν πνιγεί πολλοί άνθρωποι εκεί. Πολλοί που νόμιζαν ότι ήξεραν καλύτερα… φαντάσου τώρα τι κουνούπι υπάρχει το καλοκαίρι! Λες και είναι καταραμένος τόπος. Αλλά και βλογημένος συνάμα! Πολύ πλούσια γη, με μεγάλα χωράφια. Και βγάζει τα πάντα»
-«Η κατάρα και η ευχή μαζί. Έτσι; Σαν τα νομίσματα, από τη μια η γλαυξ και από την άλλη… Κάπως έτσι δεν είναι και όλα τα πράγματα στη ζωή;»
Ο Τελευτίας συμφώνησε με τα λόγια της. Η μόρφωσή της ήταν γνωστή και δεν περίμενε από κείνη κάτι λιγότερο από μια βαθιά απάντηση. Την αγκάλιασε από τους ώμους και την έσφιξε πάνω του. Ένοιωσε καλά. Και εκείνη ένοιωσε όμορφα. Και επιτέλους ακούστηκε το κλάμα του μωρού.
-«Μπα, κλαίει; Μα τους Θεούς… είναι η δεύτερη ή η τρίτη φορά που ακούω το κλάμα του!»
-«Θα πεινάει… πέρασαν ώρες που είναι νηστικό». Πήρε το μικρό από τις πλάτες του άντρα. Σήκωσε το ιμάτιό της, καθάρισε με το χέρι την μαύρη της ρόγα και το άφησε να ξεγελαστεί με τον θηλασμό, μέχρι ο σύντροφός της να ετοιμάσει κάτι. Γάλα δεν είχε, αλλά και το αγγελούδι, δεν διαμαρτυρήθηκε.
Ξαπόστασαν για λίγο, έφαγαν για να έχουν δυνάμεις και σηκώθηκαν να κατέβουν το υπόλοιπο του λόφου. Πέρασαν δίπλα από κάποιο χορταριασμένο ναό, της εξήγησε ότι ήταν αφιερωμένος στον Πάνα, μπήκαν στο μικρό δασάκι που τους χώριζε από την πεδιάδα. Τα βράχια ήταν σκληρά και το χώμα λιγοστό τώρα. Πιο πολλές οι πέτρες, που τους πόναγαν τα πόδια. Η Ελπινίκη δεν διαμαρτυρήθηκε ακόμα κι όταν το αίμα άρχισε να βάφει τα δερμάτινα υποδήματά της.
-«Πρέπει να βρούμε κάπου να περάσουμε την νύχτα. Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια από κανένα, γιατί θα κάνουμε γνωστή την παρουσία μας. Ας δούμε τι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Κάποια στάνη άδεια ή κανένα μακρινό υποστατικό»
Προχώρησαν προς την Δύση, εκεί που τα έλη θα έκαναν την παρουσία των ανθρώπων μικρότερη. Προχωρούσαν με κόπο και κάθε λίγο το άλογο, τίναζε το κεφάλι, διαμαρτυρόμενο. Ο Παίωνας, προσπαθούσε να ξεκολλήσει από τα νερά και τις λάσπες, ενώ οι άνθρωποι στηριζόμενοι σε δυο μεγάλα κλαδιά, με δυσκολία πάταγαν σε στέρεο έδαφος.
Οι Θεοί κάποια στιγμή τους χαμογέλασαν! Ένα μικρό σχεδόν ετοιμόρροπο κτίσμα έστεκε μπροστά τους θεοσκότεινο και θλιβερό. Για κείνους όμως φάνταζε παλάτι. Ο Τελευτίας μπήκε μέσα και έψαξε τους χώρους, δίνοντας το μωρό στην ζεστή αγκαλιά της γυναίκας. Δυο χώροι ξεχωριστοί, ο ένας γεμάτος άχυρα που μάλλον φιλοξενούσε ζώα, ήταν στεγνός και σχετικά άνετος. Εκεί αποφάσισε να στρώσουν τα δέρματα για την νύχτα. Επειδή φαινόταν εγκαταλελειμμένο καιρό, έψαξε ανάμεσα στα άχυρα και στους ξύλινους τοίχους για φίδια και σκορπιούς. Δεν βρήκε, εκτός από ένα μικρό μαύρο σκορπιό σε κάποια γωνιά. Τον σκότωσε και προσπάθησε να ανάψει φωτιά. Θα κρατούσε οτιδήποτε ανεπιθύμητο μακριά. Η Ελπινίκη φρόντισε τον μικρό της άγγελο και κάθισε κατάχαμα κοντά του. Με ένα πανί, σκούπισε τα λασπωμένα του πόδια. Αυτό τον έκανε να νοιώσει καλά και μια γλυκιά ανατριχίλα ανέβηκε στην σπονδυλική του στήλη. Έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να σκεφτεί, αναλογιζόμενος αν αυτό είναι η ευτυχία. Η γυναίκα έφερε ένα πήλινο με νερό, από κάποια πηγή που έρεε κοντά στο «σπίτι».
-«Τουλάχιστον δεν θα πεθάνουμε από δίψα», της είπε σε μια προσπάθεια να την κάνει να χαμογελάσει. Και τα κατάφερε!
-«Από τίποτα δεν θα πεθάνουμε», του απάντησε. «Είμαστε γεροί και δυνατοί. Και είμαστε μαζί! Γιατί θέλουμε να είμαστε μαζί!»
Την κοίταξε. Είχε βρέξει τώρα το πανί της και του έτριβε τις ξεραμένες λάσπες στα πόδια. Έκλεισε πάλι τα μάτια, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει την σκηνή. Σε λίγο το χέρι της ανέβηκε στους μηρούς του. Εκείνος δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε και όταν άγγιξε τον ανδρισμό του. Το περίμενε! Κάποια στιγμή ένοιωσε ζεστασιά και υγρασία στο «μόριό» του. Όταν την κοίταξε είδε το πρόσωπό χωμένο στα σκέλια του και την ηδονή σαν κύμα της θάλασσας να τον παρασέρνει σε πελάγη μακρινά και Θεϊκά. Έκαναν έρωτα σαν την πρώτη φορά. Δεν μπορούσε να χορτάσει το σώμα της, δεν μπορούσε να χορτάσει την δύναμή του! Κοιμήθηκε πάνω στο στήθος του, γυμνή και ήρεμη σαν το μωρό παραδίπλα. Μια αχτίνα του ήλιου έκαψε το πρόσωπό του και τον ξύπνησε. Δεν κουνήθηκε για να την κρατήσει και άλλο πάνω του. Ευχήθηκε να μην τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Τώρα πια η υπόσχεση στη Θεά, το τάμα, έπρεπε νε περιμένει. Δεν μπορούσε να πάει προς τα κει. Το είχε πει στον Αγήνορα και σίγουρα εκείνος θα είχε στείλει ανθρώπους του σε κείνα τα μέρη. Το μπλέξιμο τώρα ξεδίπλωνε όλες τις άσχημες πτυχές του και όπως πίστευε ο Τελευτίας, θα υπήρχαν πολλές ταλαιπωρίες ακόμα. Έβαλε το χέρι στη μέση του, εκεί που είχε δεμένο το πουγκί με τα χρήματά του. Το χάιδεψε, όχι γιατί αγαπούσε το περιεχόμενο, αλλά γιατί προσπαθούσε να υπολογίσει τώρα την υπόλοιπη ζωή τους. Έπρεπε να είναι προσεκτικός. Τα λεφτά που είχε δώσει στον κρασέμπορο, ήταν αρκετά και σίγουρα το εμπόρευμα θα είχε γυρίσει πίσω. Το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει ο Αγήνορας.
-«Θα πάμε προς τον Μαραθώνα, ή στις Αφίδνες. Δεν μπορούμε αλλού, μόνο εκεί. Όλο κάπου θα βρούμε να μείνουμε… και κάτι πρέπει να φάμε. Πεινάς;»
Η Ελπινίκη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Πείναγε πια αρκετά. Το λιγοστό φαγητό του πρωινού, δεν θα μπορούσε να την κρατήσει αρκετά ακόμα. Ξανακούνησε το κεφάλι, δίνοντας περισσότερη έμφαση στο «ναι». Είδε τον άντρα να χαμογελάει. Πλησίασε και έπιασε τα μαλλιά της, όσο απαλά μπορούσε. Χάιδεψε και το μωρό στο σχεδόν άτριχο ξανθό του κεφαλάκι. Εκείνο χαμογέλασε κοιτάζοντάς τον κατάματα με τα μεγάλα, εξωπραγματικά θα έλεγε κάποιος, μεγάλα ματάκια του. Ο άντρας προσπάθησε να θυμηθεί πότε έκλαψε το μικρό για τελευταία φορά. «Μωρέ, τι είναι τούτο το παιδί;», σκέφτηκε συνοφρυωμένος.
Έκανε νόημα με το χέρι του στην Ελπινίκη να κάτσει. Σήμανε ησυχία με δάχτυλο του, τεντωμένο μπροστά στα χείλη του. Η γυναίκα βολεύτηκε όπως μπορούσε πιο καλά και πιο ήσυχα κάτω από ένα δέντρο. Κάποιος θάμνος, την έκρυβε από το βλέμμα όποιου περαστικού. Αν και Μεταγειτνιών, τα μάραθα μύριζαν έντονα και από κάπου ερχόταν το γλυκό άρωμα της ρίγανης.
Ο Τελευτίας πήρε το τόξο του και τα βέλη από τον σάκο που είχε δεμένο στο μεγάλο άτι. Χάιδεψε τον Παίωνα και του έδειξε το δρόμο μπροστά. Υπήρχαν πολλά άγρια κατσίκια στο βουνό, ίσως και κανένα γουρούνι. Έπρεπε να κυνηγήσει, να φάνε. Χάθηκε από τα μάτια της γυναίκας πολύ γρήγορα πηδώντας από βράχο σε βράχο με την ικμάδα μικρού παιδιού. Η Ελπινίκη χάρηκε βλέποντας την ευλυγισία του και την αποφασιστικότητά του. Ήξερε μέσα της ότι είχε διαλέξει σωστά.
Δεν είχε περάσει πάνω από μια ώρα, όταν ο μεγάλος σκύλος, φάνηκε στην ανηφόρα. Πιο πίσω ο άντρας με ένα χαμόγελο στο στόμα, σήκωνε ψηλά στον ουρανό έναν αρκετά μεγάλο γκρίζο λαγό, πηγμένο στο αίμα από το βέλος που είχε στις ωμοπλάτες. Η γυναίκα απίθωσε το παιδί κάτω, πάνω σε κάποιο λινό ύφασμα που εν τω μεταξύ είχε φτιάξει σαν κρεβατάκι και πλησίασε. Τον κοίταξε με λιγούρα. Μάζεψε κάποια ξύλα, όσο ο Τελευτίας έγδερνε το θήραμα. Η φωτιά, τους έδωσε μια αίσθηση γλυκιά και οικογενειακή. Μια θαλπωρή μέσα στα βρεγμένα χόρτα του ξέφωτου, αλλά και μια καταπληκτική μυρωδιά από το ψημένο κρέας. Τα στομάχια είχαν αρχίσει να γουργουρίζουν. Κρεμμύδια και ελιές, λίγοι ξηροί καρποί και ψωμί ξερό, μαλακωμένο μέσα σε ανόθευτο κρασί, συμπλήρωσαν το γεύμα. Ένοιωσαν πιο δυνατοί. Η γυναίκα μάσησε λίγο κρέας, το πολτοποίησε και το έδωσε στο μωρό. Εκείνο πάλι χαμογελούσε. Και έτρωγε άπληστα και ασταμάτητα.
-«Μωρέ όρεξη που έχει! Καλά δεν είναι πολύ μικρό για τέτοια τροφή;»
-«Η αλήθεια είναι πως … ναι. Αλλά τι να πω! Όταν το βλέπω να τρώει έτσι… τι να πω, το χαίρομαι το άτιμο, το χαίρομαι! Λες και ήρθε την κατάλληλη στιγμή να μας γεμίσει τις καρδιές με ζέστη. Και είναι τόσο όμορφο!»
-«Ναι, είναι τόσο όμορφο. Απορώ πως το άφησαν έτσι…»
-«Το άφησαν; Λες να το άφησαν;»
-«Και τότε πως βρέθηκε στην αυλή σας, αν δεν το άφησαν όπως λες;»
-«Υπάρχουν και Θεοί Τελευτία, υπάρχουν και Θεοί. Μη το ξεχνάς. Και εκείνοι ξέρουν… υπάρχουν και Θεοί»
Ο άντρας, δεν μπορούσε να εξηγήσει τα λόγια της. Πίστευε στους Θεούς και στην δύναμή τους και στην σοφία τους. Τις κουβέντες της όμως δεν μπορούσε να κατανοήσει. Η Ελπινίκη τώρα έπαιζε με το μικρό ανθρωπάκι, γελώντας και βγάζοντας μικρές, κοφτές, άναρθρες κραυγές. Χτυπούσε τα χεράκια του μωρού και εκείνο γελούσε. Έβαζε το πατουσάκι του ολόκληρο στο στόμα της και εκείνο γελούσε. Το γαργάλαγε στο λαιμουδάκι του και τα πλευρά και εκείνο γελούσε. Τους έβλεπε ο πενηντάχρονος έμπορος και γέλαγε κι αυτός. Είχε ξεχάσει τα πάντα, όλα τα προβλήματα που είχε περάσει στη ζωή του, αλλά και αυτά που θα έρχονταν. Μόνο καταράστηκε την ζήση του, που μέχρι τώρα δεν είχε αυτή την θαλπωρή, αυτή την αγάπη, αυτή την αγνότητα. «Τώρα βαδίζω στα μονοπάτια τα καλά, όσο κι αν είναι πλέον γεμάτα προβλήματα και αναποδιές», σκέφτηκε κοιτώντας την γυναίκα με το παιδί. « Εκεί που ζούσα, όπως ζούσα δεν υπήρχε φως. Τότε και εκεί, πέθαινα σε ένα πέλαγο θλίψης, σκοτεινό χωρίς φως, στο απόλυτο σκοτάδι. Τώρα ακούω δίπλα μου, σιμά μου, γέλια και παιχνίδια με χαρά. Από δυό υπάρξεις που στηρίζονται σε μένα. Κι εγώ, ίσως, σε αυτούς. Κάθε φορά τις ίδιες διαδρομές, περπατούσα αχρείαστος, κοιτώντας επίμονα το χώμα, αμίλητος και ανούσιος. Τριγύρω… τίποτα, όλα άδεια και κενές κουβέντες, εμπορικές υπερβολές και στείρες λέξεις. Πρόσωπα κενά, μάτια κενά, ψυχές κενές. Τώρα δεν είμαι μόνος, έχω κάποιων την έννοια, την φροντίδα. Γύρναγα στο σπίτι, κλείδωνα την πόρτα… έκλαιγα παρέα με το κενό μου. Τώρα θα με περιμένουν τα χαμόγελα, τα γέλια, τα κλάματα, οι κακουχίες. Όλα όσα συνθέτουν αυτό το άπιαστο μέχρι τώρα όνειρό μου… οικογένεια! Και ας μην είναι με την σωστή άποψη οικογένεια, είναι όμως αγάπη…!». Κοίταξε ξανά το μικρό και την Ελπινίκη. Χαμογέλασε. Είδε στα μάτια της γυναίκας κάποια έκφραση που δεν ήθελε να την ξαναδεί, σαν να του έλεγε «ευχαριστώ». Γύρισε το βλέμμα του, στην άλλη μεριά. Στην κορυφή του απέναντι λόφου είδε μια ομάδα ανθρώπων να περπατούν. Πετάχτηκε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Έτρεξε και έσβησε τη λίγη φωτιά που είχε απομείνει, ρίχνοντας χώμα με το πόδι του. «Φεύγουμε», φώναξε, «φεύγουμε τώρα αμέσως. Κατάρα…»
Μάζεψαν τα λιγοστά πράγματα που είχαν απλώσει στο έδαφος. Έδεσε το μωρό στις πλάτες του και τράβηξε το άλογο από το περασμένο στο λαιμό του, σχοινί. Η Ελπινίκη, σε δευτερόλεπτα, ήταν έτοιμη και ακολουθούσε.
-«Τώρα πια, μόνο προς Μαραθώνα μπορούμε να πάμε. Ελπίζω εκεί στα έλη, να σταματήσουν να μας ακολουθούν. Μόνο που θέλει προσοχή, έτσι;»
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Αν και ήταν αγχωμένη με την εμφάνιση αυτής της ομάδας πάνω στο βουνό, παρ’ όλα αυτά, ένοιωθε μια χαρά και μια σιγουριά, ακολουθώντας τον Τελευτία. Τα δυνατά πόδια του, οι τεντωμένοι μυς του, αλλά και οι μεγάλες του πλάτες, την σαγήνεψαν για άλλη μια φορά. Άλλαξε ώμο στον μπόγο που είχε κρεμασμένο και χαμογέλασε με τις σκέψεις της.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, όταν το πρώτο φως του χωριού φάνηκε μπροστά τους μετά το πέρασμα του λόφου των νεράιδων. Ο άντρας σταμάτησε και της έδειξε κάποια σπίτια στην πεδιάδα μπροστά τους.
-«Αυτός είναι ο Μαραθώνας. Δηλαδή το χωριό του Μαραθώνα. Βλέπεις εκεί κάτω μια μεγάλη πεδιάδα; Βλέπεις και μια μαυρίλα, … εκεί… στη δύση; Αυτά είναι τα περιβόητα έλη της περιοχής… έχουν πνιγεί πολλοί άνθρωποι εκεί. Πολλοί που νόμιζαν ότι ήξεραν καλύτερα… φαντάσου τώρα τι κουνούπι υπάρχει το καλοκαίρι! Λες και είναι καταραμένος τόπος. Αλλά και βλογημένος συνάμα! Πολύ πλούσια γη, με μεγάλα χωράφια. Και βγάζει τα πάντα»
-«Η κατάρα και η ευχή μαζί. Έτσι; Σαν τα νομίσματα, από τη μια η γλαυξ και από την άλλη… Κάπως έτσι δεν είναι και όλα τα πράγματα στη ζωή;»
Ο Τελευτίας συμφώνησε με τα λόγια της. Η μόρφωσή της ήταν γνωστή και δεν περίμενε από κείνη κάτι λιγότερο από μια βαθιά απάντηση. Την αγκάλιασε από τους ώμους και την έσφιξε πάνω του. Ένοιωσε καλά. Και εκείνη ένοιωσε όμορφα. Και επιτέλους ακούστηκε το κλάμα του μωρού.
-«Μπα, κλαίει; Μα τους Θεούς… είναι η δεύτερη ή η τρίτη φορά που ακούω το κλάμα του!»
-«Θα πεινάει… πέρασαν ώρες που είναι νηστικό». Πήρε το μικρό από τις πλάτες του άντρα. Σήκωσε το ιμάτιό της, καθάρισε με το χέρι την μαύρη της ρόγα και το άφησε να ξεγελαστεί με τον θηλασμό, μέχρι ο σύντροφός της να ετοιμάσει κάτι. Γάλα δεν είχε, αλλά και το αγγελούδι, δεν διαμαρτυρήθηκε.
Ξαπόστασαν για λίγο, έφαγαν για να έχουν δυνάμεις και σηκώθηκαν να κατέβουν το υπόλοιπο του λόφου. Πέρασαν δίπλα από κάποιο χορταριασμένο ναό, της εξήγησε ότι ήταν αφιερωμένος στον Πάνα, μπήκαν στο μικρό δασάκι που τους χώριζε από την πεδιάδα. Τα βράχια ήταν σκληρά και το χώμα λιγοστό τώρα. Πιο πολλές οι πέτρες, που τους πόναγαν τα πόδια. Η Ελπινίκη δεν διαμαρτυρήθηκε ακόμα κι όταν το αίμα άρχισε να βάφει τα δερμάτινα υποδήματά της.
-«Πρέπει να βρούμε κάπου να περάσουμε την νύχτα. Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια από κανένα, γιατί θα κάνουμε γνωστή την παρουσία μας. Ας δούμε τι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Κάποια στάνη άδεια ή κανένα μακρινό υποστατικό»
Προχώρησαν προς την Δύση, εκεί που τα έλη θα έκαναν την παρουσία των ανθρώπων μικρότερη. Προχωρούσαν με κόπο και κάθε λίγο το άλογο, τίναζε το κεφάλι, διαμαρτυρόμενο. Ο Παίωνας, προσπαθούσε να ξεκολλήσει από τα νερά και τις λάσπες, ενώ οι άνθρωποι στηριζόμενοι σε δυο μεγάλα κλαδιά, με δυσκολία πάταγαν σε στέρεο έδαφος.
Οι Θεοί κάποια στιγμή τους χαμογέλασαν! Ένα μικρό σχεδόν ετοιμόρροπο κτίσμα έστεκε μπροστά τους θεοσκότεινο και θλιβερό. Για κείνους όμως φάνταζε παλάτι. Ο Τελευτίας μπήκε μέσα και έψαξε τους χώρους, δίνοντας το μωρό στην ζεστή αγκαλιά της γυναίκας. Δυο χώροι ξεχωριστοί, ο ένας γεμάτος άχυρα που μάλλον φιλοξενούσε ζώα, ήταν στεγνός και σχετικά άνετος. Εκεί αποφάσισε να στρώσουν τα δέρματα για την νύχτα. Επειδή φαινόταν εγκαταλελειμμένο καιρό, έψαξε ανάμεσα στα άχυρα και στους ξύλινους τοίχους για φίδια και σκορπιούς. Δεν βρήκε, εκτός από ένα μικρό μαύρο σκορπιό σε κάποια γωνιά. Τον σκότωσε και προσπάθησε να ανάψει φωτιά. Θα κρατούσε οτιδήποτε ανεπιθύμητο μακριά. Η Ελπινίκη φρόντισε τον μικρό της άγγελο και κάθισε κατάχαμα κοντά του. Με ένα πανί, σκούπισε τα λασπωμένα του πόδια. Αυτό τον έκανε να νοιώσει καλά και μια γλυκιά ανατριχίλα ανέβηκε στην σπονδυλική του στήλη. Έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να σκεφτεί, αναλογιζόμενος αν αυτό είναι η ευτυχία. Η γυναίκα έφερε ένα πήλινο με νερό, από κάποια πηγή που έρεε κοντά στο «σπίτι».
-«Τουλάχιστον δεν θα πεθάνουμε από δίψα», της είπε σε μια προσπάθεια να την κάνει να χαμογελάσει. Και τα κατάφερε!
-«Από τίποτα δεν θα πεθάνουμε», του απάντησε. «Είμαστε γεροί και δυνατοί. Και είμαστε μαζί! Γιατί θέλουμε να είμαστε μαζί!»
Την κοίταξε. Είχε βρέξει τώρα το πανί της και του έτριβε τις ξεραμένες λάσπες στα πόδια. Έκλεισε πάλι τα μάτια, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει την σκηνή. Σε λίγο το χέρι της ανέβηκε στους μηρούς του. Εκείνος δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε και όταν άγγιξε τον ανδρισμό του. Το περίμενε! Κάποια στιγμή ένοιωσε ζεστασιά και υγρασία στο «μόριό» του. Όταν την κοίταξε είδε το πρόσωπό χωμένο στα σκέλια του και την ηδονή σαν κύμα της θάλασσας να τον παρασέρνει σε πελάγη μακρινά και Θεϊκά. Έκαναν έρωτα σαν την πρώτη φορά. Δεν μπορούσε να χορτάσει το σώμα της, δεν μπορούσε να χορτάσει την δύναμή του! Κοιμήθηκε πάνω στο στήθος του, γυμνή και ήρεμη σαν το μωρό παραδίπλα. Μια αχτίνα του ήλιου έκαψε το πρόσωπό του και τον ξύπνησε. Δεν κουνήθηκε για να την κρατήσει και άλλο πάνω του. Ευχήθηκε να μην τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)