Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

    Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

Τώρα πια η υπόσχεση στη Θεά, το τάμα, έπρεπε νε περιμένει. Δεν μπορούσε να πάει προς τα κει. Το είχε πει στον Αγήνορα και σίγουρα εκείνος θα είχε στείλει ανθρώπους του σε κείνα τα μέρη. Το μπλέξιμο τώρα ξεδίπλωνε όλες τις άσχημες πτυχές του και όπως πίστευε ο Τελευτίας, θα υπήρχαν πολλές ταλαιπωρίες ακόμα. Έβαλε το χέρι στη μέση του, εκεί που είχε δεμένο το πουγκί με τα χρήματά του. Το χάιδεψε, όχι γιατί αγαπούσε το περιεχόμενο, αλλά γιατί προσπαθούσε να υπολογίσει τώρα την υπόλοιπη ζωή τους. Έπρεπε να είναι προσεκτικός. Τα λεφτά που είχε δώσει στον κρασέμπορο, ήταν αρκετά και σίγουρα το εμπόρευμα θα είχε γυρίσει πίσω. Το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει ο Αγήνορας.
-«Θα πάμε προς τον Μαραθώνα, ή στις Αφίδνες. Δεν μπορούμε αλλού, μόνο εκεί. Όλο κάπου θα βρούμε να μείνουμε… και κάτι πρέπει να φάμε. Πεινάς;»
Η Ελπινίκη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Πείναγε πια αρκετά. Το λιγοστό φαγητό του πρωινού, δεν θα μπορούσε να την κρατήσει αρκετά ακόμα. Ξανακούνησε το κεφάλι, δίνοντας περισσότερη έμφαση στο «ναι». Είδε τον άντρα να χαμογελάει. Πλησίασε και έπιασε τα μαλλιά της, όσο απαλά μπορούσε. Χάιδεψε και το μωρό στο σχεδόν άτριχο ξανθό του κεφαλάκι. Εκείνο χαμογέλασε κοιτάζοντάς τον κατάματα με τα μεγάλα, εξωπραγματικά θα έλεγε κάποιος, μεγάλα ματάκια του. Ο άντρας προσπάθησε να θυμηθεί πότε έκλαψε το μικρό για τελευταία φορά. «Μωρέ, τι είναι τούτο το παιδί;», σκέφτηκε συνοφρυωμένος.
Έκανε νόημα με το χέρι του στην Ελπινίκη να κάτσει. Σήμανε ησυχία με δάχτυλο του, τεντωμένο μπροστά στα χείλη του. Η γυναίκα βολεύτηκε όπως μπορούσε πιο καλά και πιο ήσυχα κάτω από ένα δέντρο. Κάποιος θάμνος, την έκρυβε από το βλέμμα όποιου περαστικού. Αν και Μεταγειτνιών, τα μάραθα μύριζαν έντονα και από κάπου ερχόταν το γλυκό άρωμα της ρίγανης.
Ο Τελευτίας πήρε το τόξο του και τα βέλη από τον σάκο που είχε δεμένο στο μεγάλο άτι. Χάιδεψε τον Παίωνα και του έδειξε το δρόμο μπροστά. Υπήρχαν πολλά άγρια κατσίκια στο βουνό, ίσως και κανένα γουρούνι. Έπρεπε να κυνηγήσει, να φάνε. Χάθηκε από τα μάτια της γυναίκας πολύ γρήγορα πηδώντας από βράχο σε βράχο με την ικμάδα μικρού παιδιού. Η Ελπινίκη χάρηκε βλέποντας την ευλυγισία του και την αποφασιστικότητά του. Ήξερε μέσα της ότι είχε διαλέξει σωστά.
Δεν είχε περάσει πάνω από μια ώρα, όταν ο μεγάλος σκύλος, φάνηκε στην ανηφόρα. Πιο πίσω ο άντρας με ένα χαμόγελο στο στόμα, σήκωνε ψηλά στον ουρανό έναν αρκετά μεγάλο γκρίζο λαγό, πηγμένο στο αίμα από το βέλος που είχε στις ωμοπλάτες. Η γυναίκα απίθωσε το παιδί κάτω, πάνω σε κάποιο λινό ύφασμα που εν τω μεταξύ είχε φτιάξει σαν κρεβατάκι και πλησίασε. Τον κοίταξε με λιγούρα. Μάζεψε κάποια ξύλα, όσο ο Τελευτίας έγδερνε το θήραμα. Η φωτιά, τους έδωσε μια αίσθηση γλυκιά και οικογενειακή. Μια θαλπωρή μέσα στα βρεγμένα χόρτα του ξέφωτου, αλλά και μια καταπληκτική μυρωδιά από το ψημένο κρέας. Τα στομάχια είχαν αρχίσει να γουργουρίζουν. Κρεμμύδια και ελιές, λίγοι ξηροί καρποί και ψωμί ξερό, μαλακωμένο μέσα σε ανόθευτο κρασί, συμπλήρωσαν το γεύμα. Ένοιωσαν πιο δυνατοί. Η γυναίκα μάσησε λίγο κρέας, το πολτοποίησε και το έδωσε στο μωρό. Εκείνο πάλι χαμογελούσε. Και έτρωγε άπληστα και ασταμάτητα.
-«Μωρέ όρεξη που έχει! Καλά δεν είναι πολύ μικρό για τέτοια τροφή;»
-«Η αλήθεια είναι πως … ναι. Αλλά τι να πω! Όταν το βλέπω να τρώει έτσι… τι να πω, το χαίρομαι το άτιμο, το χαίρομαι! Λες και ήρθε την κατάλληλη στιγμή να μας γεμίσει τις καρδιές με ζέστη. Και είναι τόσο όμορφο!»
-«Ναι, είναι τόσο όμορφο. Απορώ πως το άφησαν έτσι…»
-«Το άφησαν; Λες να το άφησαν;»
-«Και τότε πως βρέθηκε στην αυλή σας, αν δεν το άφησαν όπως λες;»
-«Υπάρχουν και Θεοί Τελευτία, υπάρχουν και Θεοί. Μη το ξεχνάς. Και εκείνοι ξέρουν… υπάρχουν και Θεοί»
Ο άντρας, δεν μπορούσε να εξηγήσει τα λόγια της. Πίστευε στους Θεούς και στην δύναμή τους και στην σοφία τους. Τις κουβέντες της όμως δεν μπορούσε να κατανοήσει. Η Ελπινίκη τώρα έπαιζε με το μικρό ανθρωπάκι, γελώντας και βγάζοντας μικρές, κοφτές, άναρθρες κραυγές. Χτυπούσε τα χεράκια του μωρού και εκείνο γελούσε. Έβαζε το πατουσάκι του ολόκληρο στο στόμα της και εκείνο γελούσε. Το γαργάλαγε στο λαιμουδάκι του και τα πλευρά και εκείνο γελούσε. Τους έβλεπε ο πενηντάχρονος έμπορος και γέλαγε κι αυτός. Είχε ξεχάσει τα πάντα, όλα τα προβλήματα που είχε περάσει στη ζωή του, αλλά και αυτά που θα έρχονταν. Μόνο καταράστηκε την ζήση του, που μέχρι τώρα δεν είχε αυτή την θαλπωρή, αυτή την αγάπη, αυτή την αγνότητα. «Τώρα βαδίζω στα μονοπάτια τα καλά, όσο κι αν είναι πλέον γεμάτα προβλήματα και αναποδιές», σκέφτηκε κοιτώντας την γυναίκα με το παιδί. « Εκεί που ζούσα, όπως ζούσα δεν υπήρχε φως. Τότε και εκεί, πέθαινα σε ένα πέλαγο θλίψης, σκοτεινό χωρίς φως, στο απόλυτο σκοτάδι. Τώρα ακούω δίπλα μου, σιμά μου, γέλια και παιχνίδια με χαρά. Από δυό υπάρξεις που στηρίζονται σε μένα. Κι εγώ, ίσως, σε αυτούς. Κάθε φορά τις ίδιες διαδρομές, περπατούσα αχρείαστος, κοιτώντας επίμονα το χώμα, αμίλητος και ανούσιος. Τριγύρω… τίποτα, όλα άδεια και κενές κουβέντες, εμπορικές υπερβολές και στείρες λέξεις. Πρόσωπα κενά, μάτια κενά, ψυχές κενές. Τώρα δεν είμαι μόνος, έχω κάποιων την έννοια, την φροντίδα. Γύρναγα στο σπίτι, κλείδωνα την πόρτα… έκλαιγα παρέα με το κενό μου. Τώρα θα με περιμένουν τα χαμόγελα, τα γέλια, τα κλάματα, οι κακουχίες. Όλα όσα συνθέτουν αυτό το άπιαστο μέχρι τώρα όνειρό μου… οικογένεια! Και ας μην είναι με την σωστή άποψη οικογένεια, είναι όμως αγάπη…!». Κοίταξε ξανά το μικρό και την Ελπινίκη. Χαμογέλασε. Είδε στα μάτια της γυναίκας κάποια έκφραση που δεν ήθελε να την ξαναδεί, σαν να του έλεγε «ευχαριστώ». Γύρισε το βλέμμα του, στην άλλη μεριά. Στην κορυφή του απέναντι λόφου είδε μια ομάδα ανθρώπων να περπατούν. Πετάχτηκε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Έτρεξε και έσβησε τη λίγη φωτιά που είχε απομείνει, ρίχνοντας χώμα με το πόδι του. «Φεύγουμε», φώναξε, «φεύγουμε τώρα αμέσως. Κατάρα…»
Μάζεψαν τα λιγοστά πράγματα που είχαν απλώσει στο έδαφος. Έδεσε το μωρό στις πλάτες του και τράβηξε το άλογο από το περασμένο στο λαιμό του, σχοινί. Η Ελπινίκη, σε δευτερόλεπτα, ήταν έτοιμη και ακολουθούσε.
-«Τώρα πια, μόνο προς Μαραθώνα μπορούμε να πάμε. Ελπίζω εκεί στα έλη, να σταματήσουν να μας ακολουθούν. Μόνο που θέλει προσοχή, έτσι;»
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Αν και ήταν αγχωμένη με την εμφάνιση αυτής της ομάδας πάνω στο βουνό, παρ’ όλα αυτά, ένοιωθε μια χαρά και μια σιγουριά, ακολουθώντας τον Τελευτία. Τα δυνατά πόδια του, οι τεντωμένοι μυς του, αλλά και οι μεγάλες του πλάτες, την σαγήνεψαν για άλλη μια φορά. Άλλαξε ώμο στον μπόγο που είχε κρεμασμένο και χαμογέλασε με τις σκέψεις της.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, όταν το πρώτο φως του χωριού φάνηκε μπροστά τους μετά το πέρασμα του λόφου των νεράιδων. Ο άντρας σταμάτησε και της έδειξε κάποια σπίτια στην πεδιάδα μπροστά τους.
-«Αυτός είναι ο Μαραθώνας. Δηλαδή το χωριό του Μαραθώνα. Βλέπεις εκεί κάτω μια μεγάλη πεδιάδα; Βλέπεις και μια μαυρίλα, … εκεί… στη δύση; Αυτά είναι τα περιβόητα έλη της περιοχής… έχουν πνιγεί πολλοί άνθρωποι εκεί. Πολλοί που νόμιζαν ότι ήξεραν καλύτερα… φαντάσου τώρα τι κουνούπι υπάρχει το καλοκαίρι! Λες και είναι καταραμένος τόπος. Αλλά και βλογημένος συνάμα! Πολύ πλούσια γη, με μεγάλα χωράφια. Και βγάζει τα πάντα»
-«Η κατάρα και η ευχή μαζί. Έτσι; Σαν τα νομίσματα, από τη μια η γλαυξ και από την άλλη… Κάπως έτσι δεν είναι και όλα τα πράγματα στη ζωή;»
Ο Τελευτίας συμφώνησε με τα λόγια της. Η μόρφωσή της ήταν γνωστή και δεν περίμενε από κείνη κάτι λιγότερο από μια βαθιά απάντηση. Την αγκάλιασε από τους ώμους και την έσφιξε πάνω του. Ένοιωσε καλά. Και εκείνη ένοιωσε όμορφα. Και επιτέλους ακούστηκε το κλάμα του μωρού.
-«Μπα, κλαίει; Μα τους Θεούς… είναι η δεύτερη ή η τρίτη φορά που ακούω το κλάμα του!»
-«Θα πεινάει… πέρασαν ώρες που είναι νηστικό». Πήρε το μικρό από τις πλάτες του άντρα. Σήκωσε το ιμάτιό της, καθάρισε με το χέρι την μαύρη της ρόγα και το άφησε να ξεγελαστεί με τον θηλασμό, μέχρι ο σύντροφός της να ετοιμάσει κάτι. Γάλα δεν είχε, αλλά και το αγγελούδι, δεν διαμαρτυρήθηκε.
Ξαπόστασαν για λίγο, έφαγαν για να έχουν δυνάμεις και σηκώθηκαν να κατέβουν το υπόλοιπο του λόφου. Πέρασαν δίπλα από κάποιο χορταριασμένο ναό, της εξήγησε ότι ήταν αφιερωμένος στον Πάνα, μπήκαν στο μικρό δασάκι που τους χώριζε από την πεδιάδα. Τα βράχια ήταν σκληρά και το χώμα λιγοστό τώρα. Πιο πολλές οι πέτρες, που τους πόναγαν τα πόδια. Η Ελπινίκη δεν διαμαρτυρήθηκε ακόμα κι όταν το αίμα άρχισε να βάφει τα δερμάτινα υποδήματά της.
-«Πρέπει να βρούμε κάπου να περάσουμε την νύχτα. Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια από κανένα, γιατί θα κάνουμε γνωστή την παρουσία μας. Ας δούμε τι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Κάποια στάνη άδεια ή κανένα μακρινό υποστατικό»
Προχώρησαν προς την Δύση, εκεί που τα έλη θα έκαναν την παρουσία των ανθρώπων μικρότερη. Προχωρούσαν με κόπο και κάθε λίγο το άλογο, τίναζε το κεφάλι, διαμαρτυρόμενο. Ο Παίωνας, προσπαθούσε να ξεκολλήσει από τα νερά και τις λάσπες, ενώ οι άνθρωποι στηριζόμενοι σε δυο μεγάλα κλαδιά, με δυσκολία πάταγαν σε στέρεο έδαφος.
Οι Θεοί κάποια στιγμή τους χαμογέλασαν! Ένα μικρό σχεδόν ετοιμόρροπο κτίσμα έστεκε μπροστά τους θεοσκότεινο και θλιβερό. Για κείνους όμως φάνταζε παλάτι. Ο Τελευτίας μπήκε μέσα και έψαξε τους χώρους, δίνοντας το μωρό στην ζεστή αγκαλιά της γυναίκας. Δυο χώροι ξεχωριστοί, ο ένας γεμάτος άχυρα που μάλλον φιλοξενούσε ζώα, ήταν στεγνός και σχετικά άνετος. Εκεί αποφάσισε να στρώσουν τα δέρματα για την νύχτα. Επειδή φαινόταν εγκαταλελειμμένο καιρό, έψαξε ανάμεσα στα άχυρα και στους ξύλινους τοίχους για φίδια και σκορπιούς. Δεν βρήκε, εκτός από ένα μικρό μαύρο σκορπιό σε κάποια γωνιά. Τον σκότωσε και προσπάθησε να ανάψει φωτιά. Θα κρατούσε οτιδήποτε ανεπιθύμητο μακριά.  Η Ελπινίκη φρόντισε τον μικρό της άγγελο και κάθισε κατάχαμα κοντά του. Με ένα πανί, σκούπισε τα λασπωμένα του πόδια. Αυτό τον έκανε να νοιώσει καλά και μια γλυκιά ανατριχίλα ανέβηκε στην σπονδυλική του στήλη. Έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να σκεφτεί, αναλογιζόμενος αν αυτό είναι η ευτυχία. Η γυναίκα έφερε ένα πήλινο με νερό, από κάποια πηγή που έρεε κοντά στο «σπίτι».
-«Τουλάχιστον δεν θα πεθάνουμε από δίψα», της είπε σε μια προσπάθεια να την κάνει να χαμογελάσει. Και τα κατάφερε!
-«Από τίποτα δεν θα πεθάνουμε», του απάντησε. «Είμαστε γεροί και δυνατοί. Και είμαστε μαζί! Γιατί θέλουμε να είμαστε μαζί!»
Την κοίταξε. Είχε βρέξει τώρα το πανί της και του έτριβε τις ξεραμένες λάσπες στα πόδια. Έκλεισε πάλι τα μάτια, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει την σκηνή. Σε λίγο το χέρι της ανέβηκε στους μηρούς του. Εκείνος δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε και όταν άγγιξε τον ανδρισμό του. Το περίμενε! Κάποια στιγμή ένοιωσε ζεστασιά και υγρασία στο «μόριό» του. Όταν την κοίταξε είδε το πρόσωπό χωμένο στα σκέλια του και την ηδονή σαν κύμα της θάλασσας να τον παρασέρνει σε πελάγη μακρινά και Θεϊκά. Έκαναν έρωτα σαν την πρώτη φορά. Δεν μπορούσε να χορτάσει το σώμα της, δεν μπορούσε να χορτάσει την δύναμή του! Κοιμήθηκε πάνω στο στήθος του, γυμνή και ήρεμη σαν το μωρό παραδίπλα. Μια αχτίνα του ήλιου έκαψε το πρόσωπό του και τον ξύπνησε. Δεν κουνήθηκε για να την κρατήσει και άλλο πάνω του. Ευχήθηκε να μην τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου