Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Ο Τελευτίας έπεσε πολύ κουρασμένος για ύπνο. Αρκετά νωρίς, αρνούμενος το δείπνο. Δεν πείναγε (;), ή ίσως δεν ήθελε να ξανασυναντήσει την Ελπινίκη. Έτσι κι αλλιώς, το ξημέρωμα θα έφευγε, πριν ακόμα ξυπνήσει κανείς τους από το σπίτι. Μόνο οι δούλοι θα τον έβλεπαν, αλλά επειδή ήξεραν για το ταξίδι του, θα έκαναν όλες τις ετοιμασίες ήσυχα. Κοίταξε το μεγάλο του άτι, το χάιδεψε, έξυσε στα αυτιά και το στήθος τον Παίωνα και ξάπλωσε πάνω στα ζεστά άχυρα. Έριξε μια ματιά προς το σπίτι, από το άνοιγμα του στάβλου. Τα φώτα ήταν ακόμα ζωηρά και κάποιος λύχνος προχωρούσε από τον πρόδρομο του σπιτιού προς την παστάδα (νυφικό δωμάτιο) και το μέρος της κουζίνας.
«Κάποιος δούλος θα είναι», σκέφτηκε με μελαγχολία, «εκείνη θα κάθεται με τον άντρα της και θα μιλάνε. Ίσως να λένε και για μένα». Έκλεισε τα μάτια, αλλά δεν μπορούσε να ησυχάσει. Το μυαλό του ταξίδευε, έκανε εικόνες, έπλαθε καταστάσεις,… φλεγόταν. Ο Παίωνας ανασηκώθηκε νοιώθοντας την ανησυχία του αφεντικού του. Έχωσε την μουσούδα στα πλευρά. Έμεινε ακίνητος. Και η ώρα πέρναγε. Ο ύπνος δεν ερχόταν, μόνο σκιές που χόρευαν στον ξύλινο τοίχο και το αιώνιο μασούλημα των αλόγων.
Ανακάθισε. Έσφιξε με τα μπράτσα του τα λυγισμένα πόδια, στα γόνατα. Έβγαλε από το ιμάτιο το μικρό αγαλματίδιο της Άρτεμης. Το έτριψε πάνω στο στήθος και έκλεισε τα μάτια προσευχόμενος. Λίγο ύπνο ήθελε, λίγο ατάραχο ύπνο. Μάταια! Κοίταξε ξανά προς το σπίτι. Υπολόγιζε τις κινήσεις των ανθρώπων. Έβλεπε με το νου, τον Αγήνορα να ρεύεται, την γυναίκα του να τον κοιτάζει με εκείνο το σοβαρό της ύφος, τους υπηρέτες να τρέχουν στην κουζίνα και τους δυό νεαρούς γιους του φίλου του, να στέκονται στην άκρη του τραπεζιού, αμίλητοι και ακούνητοι. «Έβλεπε» την Ελπινίκη να κοιτάζει προς την μεριά του στάβλου και ασυναίσθητα ίσιωσε το ιμάτιό του. Χαμογέλασε όταν συνειδητοποίησε την χαζομάρα του. Ξάπλωσε πάλι. Ξαναχάιδεψε τον μεγάλο μαύρο του σκύλο. Έκλεισε τα μάτια. Επιτέλους ο ευεργέτης Μορφέας, τον καταδέχτηκε. Στο σπίτι, τα λυχνάρια είχαν αρχίσει να σβήνουν. Ένα έμενε μόνο αναμμένο, ένα που όλο το βράδυ θα φώτιζε με το λιγοστό του φως ή πιο σωστά, θα γινόταν ο μοναδικός μάρτυρας γεγονότων. Το φεγγάρι ήταν ολοστρόγγυλο, κόκκινο και θολό, σημάδι ότι ερχόταν αέρας.
Ο Τελευτίας γύρισε πλευρό. Το χέρι του χτύπησε στο χώμα. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει, αλλά κάτι μέσα του, μετρούσε λες τον χρόνο μέχρι την αναχώρησή του. Δεν κατάλαβε την σκιά που άρχισε να ζωγραφίζεται από το σεληνόφως στο έδαφος και να προχωράει πάνω στα σκεπάσματά του. Δεν ένοιωσε ούτε την κοφτή ανάσα που πλησίαζε. Ούτε ο Παίωνας όμως αντέδρασε, μόνο σήκωσε το κεφάλι για μια στιγμή και ξαναλούφαξε. Η σκιά, γονάτισε πίσω από την γυρισμένη πλάτη του. Ο άντρα τώρα είχε καταλάβει. Άνοιξε τα μάτια, αλλά δεν γύρισε προς την παρουσία. Περίμενε. Ο ψίθυρος που έφτασε στα αυτιά του τον αναστάτωσε:
-«Κοιμάσαι; Πες μου…»
Ένα χέρι ακούμπησε πάνω στον ώμο του. Η μυρωδιά που του ήρθε στα ρουθούνια τον είχε κάνει ανάστατο. Το θρόισμα του χιτώνα, ακουγόταν θεϊκός ήχος στα αυτιά του. Σήκωσε το χέρι να δείξει ότι ήταν ξύπνιος, αφού φοβόταν ότι η φωνή του θα τον πρόδιδε, δεν θα έβγαινε από το στόμα. Και τα δυό χέρια της σκιάς, ήταν τώρα πάνω στο σώμα του. Το ένα χάιδευε την πλάτη και το άλλο το πόδι του. Γύρισε. Το πρόσωπο της Ελπινίκης, έλαμπε μες το σκοτάδι του στάβλου. Τα μάτια της είχαν μισοκλείσει και γυάλιζαν στην ελάχιστη φωτεινότητα του φεγγαριού. Τέντωσε τον δείκτη του χεριού της, μπροστά στα χείλη του, προτρέποντάς τον να κάνει ησυχία. Καβάλησε πάνω στο στήθος του. Έσκυψε. Τον φίλησε με κάψα. Έτρεμε. Η γλώσσα της εισέβαλλε απρόσκλητη στο στόμα του άντρα και περιπλανήθηκε στον ουρανίσκο του και πάνω στα δόντια, ενώ θαρραλέα αντιμετώπισε την δική του γλώσσα. Προσπαθούσε να πιεί το σάλιο του, να γευτεί το δικό του νέκταρ. Εκείνος άπλωσε τα χέρια σε μια προσπάθεια να την σταματήσει. Ήθελε; Μπορούσε; Αντ’ αυτού, την αγκάλιασε από τους ώμους. Τα χέρια του κατέβηκαν στο στήθος, αυτό το στήθος που τον τυραννούσε και κυριαρχούσε στον εγκέφαλό του, αυτές τις μέρες. Της κατέβασε το χιτώνιο μέχρι τη μέση της. «Χούφτωσε» το αντικείμενο του πόθου, στην αρχή βίαια, μετά όμως με απαλότητα, φοβούμενος μην σπάσει το λεπτεπίλεπτο «θαύμα» που κρατούσε. Την ξαναφίλησε στο στόμα. Τα χείλη του ταξίδεψαν στην κοιλιά της, στο στήθος, στους μαστούς, στους ώμους. Έκανε πολύ ώρα να γευτεί τον ιδρώτα της από τον λαιμό. Η γυναίκα είχε κλείσει τα μάτια και απογειωνότανε στην εκδήλωση της επιθυμίας του. Τώρα οι Θεοί, ήταν δίπλα της, ίσως και κάτω της. Τώρα Θεός, ήταν μόνο ο άντρας που μοιραζόταν την χαρά της και τον πόθο της. Έβαλε το χέρι και ανασήκωσε το χιτώνιό του, χάιδεψε τους μηρούς του, ανατρίχιασε στην επαφή με τον «αντρισμό» του. Τον έβαλε στα σωθικά της. Σωθικά που φλέγονταν και είχαν πλημμυρίσει με το «θέλω» της. Κανείς τους δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει. Βαριανάσαιναν ξαπλωμένοι δίπλα – δίπλα πάνω στα άχυρα. Απ’ έξω η απόλυτη σιωπή τους έδινε την αίσθηση της ασφάλειας. Κανένα φως, εκτός από το φεγγάρι και το μικρό λύχνο στην κουζίνα του σπιτιού. Εκείνη γυμνή, δεν ντρεπόταν πια τίποτα. Σκούπισε τον «χυμό» του άντρα από την κοιλιά της με ένα κουρέλι και γύρισε να τον φιλήσει.
-«Πάρε με μαζί σου», του είπε κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στα μάτια.
-«Δεν μπορώ», ακούστηκε η φωνή του άντρα λυπημένη. «Ξέρεις πως είναι η ζωή του ταξιδιώτη; Ξέρεις! Πουθενά σπίτι, πουθενά τόπος να σταθείς. Δεν υπάρχει δρόμος που να περπατιέται δεύτερη φορά. Και κίνδυνος παντού. Ακόμα και μέσα στο στήθος». Δεν πίστευε στα λόγια που της έλεγε. Δεν πίστευε ότι θα είχε λόγια γενικότερα, να την απορρίψει. Την ήθελε τόσο! Κι όμως, είπε ότι έπρεπε να πει. «Τον άντρα σου τον σκέφτηκες; Αναλογίστηκες ότι εκτός από συνεργάτης μου είναι και φίλος; Ξέρεις ότι και αυτό που κάναμε, ήταν υπερβολική προδοσία; Ότι και να είναι ο Αγήνορας, πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο του αξίζει;»
Η Ελπινίκη, δεν απάντησε. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι στο στήθος του και τον άκουγε. Ίσως και να περίμενε αυτή την αντίδραση του άντρα. Ξάπλωσε :
-«Αν σου πω πως σ’ αγαπάω; Μπορεί να σου αλλάξω γνώμη;»
-«Δεν είναι θέμα γνώμης. Είναι μόνο ηθική. Είναι το σωστό. Και έτσι πρέπει να γίνει»
Η γυναίκα δεν είπε άλλη κουβέντα. Στύλωσε το βλέμμα στην οροφή, ή όσο φαινόταν από την οροφή μέσα στο σκοτάδι και έκλαψε. Αυτή η δυνατή, λύγιζε!
-«Μπορώ τουλάχιστον να μείνω για λίγο ακόμα μαζί σου; Μέχρι να ξημερώσει; Έτσι να σε χαρώ λίγο;». Η φωνή της ακούστηκε σαν ικεσία. «Σε θέλω ακόμα, δεν σε χόρτασα»
Ξαναέκαναν έρωτα, με την ίδια ορμή και την ίδια κάψα της πρώτης φοράς. Λες και γνωρίζονταν εκ νέου. Τώρα πια δεν υπήρχαν τα χέρια της και τα χέρια του, το σώμα της και το σώμα του, η ανάσα της και η ανάσα του. Όλα είχαν γίνει ένα. Ένα, που θα έμενε στη θύμησή τους για πάντα.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει από το βάθος του ορίζοντα. Η Ελπινίκη, έδωσε ένα τελευταίο φιλί, που προσπάθησε να το καθυστερήσει όσο πιο πολύ μπορούσε. Σηκώθηκε. Οι πρώτοι θόρυβοι από το σπίτι ακούγονταν. Το κλάμα του μωρού, μπορεί να πρόδιδε την απουσία της. Δεν έπρεπε όσο ο Τελευτίας ήταν ακόμη εκεί. Τον κοίταξε για τελευταία φορά και γύρισε. Απομακρύνθηκε με αργά βήματα. Κάποια σταγόνα βροχής, έπεσε στο πρόσωπό της. Κοίταξε τον ουρανό. Τα σύννεφα είχαν μαζευτεί μαύρα. Απειλητικά. Ο αέρας μύριζε βροχή, υγρασία,… λύτρωση.
Στα μάτια του άντρα, η σιλουέτα που απομακρυνόταν έμοιαζε με την Άρτεμη σε κάποιο αγρό. Ο Τελευτίας δεν άφησε την ώρα να περάσει. Πήγε και ετοίμασε το μεγάλο άλογό του. Δεν ήθελε ούτε να πλυθεί. Το οδήγησε έξω από τον στάβλο. Ο Παίωνας ακολούθησε με το βαρύ του βήμα. Η γυναίκα είχε πια μπει μέσα στο σπίτι. Εκείνος όμως επέμενε να περπατάει με το βλέμμα προς το μέρος της. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να την ξαναδεί… δεν το άντεχε. Αποφάσισε να τερματίσει και την συνεργασία του με τον Αγήνορα. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς!
Το μονοπάτι ανηφόριζε σαν μεγάλο φίδι στην πλαγιά του λόφου. Τα αγριόχορτα, μαραμένα, υποκλίνονταν μπροστά του. Το μεγάλο άλογο, φορτωμένο, δεν έχανε την ευκαιρία να αρπάξει κάποιο. Ο άντρας στάθηκε. Ακούμπησε το δισάκι του στο έδαφος, κάθισε κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι και έβγαλε ένα κομμάτι ψωμί. Το έφαγε ανόρεχτα. Θα τον «κρατούσε» όμως μέχρι την μεγάλη πόλη. Έκλεισε τα μάτια και αναλογίστηκε την νύχτα που πέρασε!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Ο Τελευτίας έπεσε πολύ κουρασμένος για ύπνο. Αρκετά νωρίς, αρνούμενος το δείπνο. Δεν πείναγε (;), ή ίσως δεν ήθελε να ξανασυναντήσει την Ελπινίκη. Έτσι κι αλλιώς, το ξημέρωμα θα έφευγε, πριν ακόμα ξυπνήσει κανείς τους από το σπίτι. Μόνο οι δούλοι θα τον έβλεπαν, αλλά επειδή ήξεραν για το ταξίδι του, θα έκαναν όλες τις ετοιμασίες ήσυχα. Κοίταξε το μεγάλο του άτι, το χάιδεψε, έξυσε στα αυτιά και το στήθος τον Παίωνα και ξάπλωσε πάνω στα ζεστά άχυρα. Έριξε μια ματιά προς το σπίτι, από το άνοιγμα του στάβλου. Τα φώτα ήταν ακόμα ζωηρά και κάποιος λύχνος προχωρούσε από τον πρόδρομο του σπιτιού προς την παστάδα (νυφικό δωμάτιο) και το μέρος της κουζίνας.
«Κάποιος δούλος θα είναι», σκέφτηκε με μελαγχολία, «εκείνη θα κάθεται με τον άντρα της και θα μιλάνε. Ίσως να λένε και για μένα». Έκλεισε τα μάτια, αλλά δεν μπορούσε να ησυχάσει. Το μυαλό του ταξίδευε, έκανε εικόνες, έπλαθε καταστάσεις,… φλεγόταν. Ο Παίωνας ανασηκώθηκε νοιώθοντας την ανησυχία του αφεντικού του. Έχωσε την μουσούδα στα πλευρά. Έμεινε ακίνητος. Και η ώρα πέρναγε. Ο ύπνος δεν ερχόταν, μόνο σκιές που χόρευαν στον ξύλινο τοίχο και το αιώνιο μασούλημα των αλόγων.
Ανακάθισε. Έσφιξε με τα μπράτσα του τα λυγισμένα πόδια, στα γόνατα. Έβγαλε από το ιμάτιο το μικρό αγαλματίδιο της Άρτεμης. Το έτριψε πάνω στο στήθος και έκλεισε τα μάτια προσευχόμενος. Λίγο ύπνο ήθελε, λίγο ατάραχο ύπνο. Μάταια! Κοίταξε ξανά προς το σπίτι. Υπολόγιζε τις κινήσεις των ανθρώπων. Έβλεπε με το νου, τον Αγήνορα να ρεύεται, την γυναίκα του να τον κοιτάζει με εκείνο το σοβαρό της ύφος, τους υπηρέτες να τρέχουν στην κουζίνα και τους δυό νεαρούς γιους του φίλου του, να στέκονται στην άκρη του τραπεζιού, αμίλητοι και ακούνητοι. «Έβλεπε» την Ελπινίκη να κοιτάζει προς την μεριά του στάβλου και ασυναίσθητα ίσιωσε το ιμάτιό του. Χαμογέλασε όταν συνειδητοποίησε την χαζομάρα του. Ξάπλωσε πάλι. Ξαναχάιδεψε τον μεγάλο μαύρο του σκύλο. Έκλεισε τα μάτια. Επιτέλους ο ευεργέτης Μορφέας, τον καταδέχτηκε. Στο σπίτι, τα λυχνάρια είχαν αρχίσει να σβήνουν. Ένα έμενε μόνο αναμμένο, ένα που όλο το βράδυ θα φώτιζε με το λιγοστό του φως ή πιο σωστά, θα γινόταν ο μοναδικός μάρτυρας γεγονότων. Το φεγγάρι ήταν ολοστρόγγυλο, κόκκινο και θολό, σημάδι ότι ερχόταν αέρας.
Ο Τελευτίας γύρισε πλευρό. Το χέρι του χτύπησε στο χώμα. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει, αλλά κάτι μέσα του, μετρούσε λες τον χρόνο μέχρι την αναχώρησή του. Δεν κατάλαβε την σκιά που άρχισε να ζωγραφίζεται από το σεληνόφως στο έδαφος και να προχωράει πάνω στα σκεπάσματά του. Δεν ένοιωσε ούτε την κοφτή ανάσα που πλησίαζε. Ούτε ο Παίωνας όμως αντέδρασε, μόνο σήκωσε το κεφάλι για μια στιγμή και ξαναλούφαξε. Η σκιά, γονάτισε πίσω από την γυρισμένη πλάτη του. Ο άντρα τώρα είχε καταλάβει. Άνοιξε τα μάτια, αλλά δεν γύρισε προς την παρουσία. Περίμενε. Ο ψίθυρος που έφτασε στα αυτιά του τον αναστάτωσε:
-«Κοιμάσαι; Πες μου…»
Ένα χέρι ακούμπησε πάνω στον ώμο του. Η μυρωδιά που του ήρθε στα ρουθούνια τον είχε κάνει ανάστατο. Το θρόισμα του χιτώνα, ακουγόταν θεϊκός ήχος στα αυτιά του. Σήκωσε το χέρι να δείξει ότι ήταν ξύπνιος, αφού φοβόταν ότι η φωνή του θα τον πρόδιδε, δεν θα έβγαινε από το στόμα. Και τα δυό χέρια της σκιάς, ήταν τώρα πάνω στο σώμα του. Το ένα χάιδευε την πλάτη και το άλλο το πόδι του. Γύρισε. Το πρόσωπο της Ελπινίκης, έλαμπε μες το σκοτάδι του στάβλου. Τα μάτια της είχαν μισοκλείσει και γυάλιζαν στην ελάχιστη φωτεινότητα του φεγγαριού. Τέντωσε τον δείκτη του χεριού της, μπροστά στα χείλη του, προτρέποντάς τον να κάνει ησυχία. Καβάλησε πάνω στο στήθος του. Έσκυψε. Τον φίλησε με κάψα. Έτρεμε. Η γλώσσα της εισέβαλλε απρόσκλητη στο στόμα του άντρα και περιπλανήθηκε στον ουρανίσκο του και πάνω στα δόντια, ενώ θαρραλέα αντιμετώπισε την δική του γλώσσα. Προσπαθούσε να πιεί το σάλιο του, να γευτεί το δικό του νέκταρ. Εκείνος άπλωσε τα χέρια σε μια προσπάθεια να την σταματήσει. Ήθελε; Μπορούσε; Αντ’ αυτού, την αγκάλιασε από τους ώμους. Τα χέρια του κατέβηκαν στο στήθος, αυτό το στήθος που τον τυραννούσε και κυριαρχούσε στον εγκέφαλό του, αυτές τις μέρες. Της κατέβασε το χιτώνιο μέχρι τη μέση της. «Χούφτωσε» το αντικείμενο του πόθου, στην αρχή βίαια, μετά όμως με απαλότητα, φοβούμενος μην σπάσει το λεπτεπίλεπτο «θαύμα» που κρατούσε. Την ξαναφίλησε στο στόμα. Τα χείλη του ταξίδεψαν στην κοιλιά της, στο στήθος, στους μαστούς, στους ώμους. Έκανε πολύ ώρα να γευτεί τον ιδρώτα της από τον λαιμό. Η γυναίκα είχε κλείσει τα μάτια και απογειωνότανε στην εκδήλωση της επιθυμίας του. Τώρα οι Θεοί, ήταν δίπλα της, ίσως και κάτω της. Τώρα Θεός, ήταν μόνο ο άντρας που μοιραζόταν την χαρά της και τον πόθο της. Έβαλε το χέρι και ανασήκωσε το χιτώνιό του, χάιδεψε τους μηρούς του, ανατρίχιασε στην επαφή με τον «αντρισμό» του. Τον έβαλε στα σωθικά της. Σωθικά που φλέγονταν και είχαν πλημμυρίσει με το «θέλω» της. Κανείς τους δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει. Βαριανάσαιναν ξαπλωμένοι δίπλα – δίπλα πάνω στα άχυρα. Απ’ έξω η απόλυτη σιωπή τους έδινε την αίσθηση της ασφάλειας. Κανένα φως, εκτός από το φεγγάρι και το μικρό λύχνο στην κουζίνα του σπιτιού. Εκείνη γυμνή, δεν ντρεπόταν πια τίποτα. Σκούπισε τον «χυμό» του άντρα από την κοιλιά της με ένα κουρέλι και γύρισε να τον φιλήσει.
-«Πάρε με μαζί σου», του είπε κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στα μάτια.
-«Δεν μπορώ», ακούστηκε η φωνή του άντρα λυπημένη. «Ξέρεις πως είναι η ζωή του ταξιδιώτη; Ξέρεις! Πουθενά σπίτι, πουθενά τόπος να σταθείς. Δεν υπάρχει δρόμος που να περπατιέται δεύτερη φορά. Και κίνδυνος παντού. Ακόμα και μέσα στο στήθος». Δεν πίστευε στα λόγια που της έλεγε. Δεν πίστευε ότι θα είχε λόγια γενικότερα, να την απορρίψει. Την ήθελε τόσο! Κι όμως, είπε ότι έπρεπε να πει. «Τον άντρα σου τον σκέφτηκες; Αναλογίστηκες ότι εκτός από συνεργάτης μου είναι και φίλος; Ξέρεις ότι και αυτό που κάναμε, ήταν υπερβολική προδοσία; Ότι και να είναι ο Αγήνορας, πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο του αξίζει;»
Η Ελπινίκη, δεν απάντησε. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι στο στήθος του και τον άκουγε. Ίσως και να περίμενε αυτή την αντίδραση του άντρα. Ξάπλωσε :
-«Αν σου πω πως σ’ αγαπάω; Μπορεί να σου αλλάξω γνώμη;»
-«Δεν είναι θέμα γνώμης. Είναι μόνο ηθική. Είναι το σωστό. Και έτσι πρέπει να γίνει»
Η γυναίκα δεν είπε άλλη κουβέντα. Στύλωσε το βλέμμα στην οροφή, ή όσο φαινόταν από την οροφή μέσα στο σκοτάδι και έκλαψε. Αυτή η δυνατή, λύγιζε!
-«Μπορώ τουλάχιστον να μείνω για λίγο ακόμα μαζί σου; Μέχρι να ξημερώσει; Έτσι να σε χαρώ λίγο;». Η φωνή της ακούστηκε σαν ικεσία. «Σε θέλω ακόμα, δεν σε χόρτασα»
Ξαναέκαναν έρωτα, με την ίδια ορμή και την ίδια κάψα της πρώτης φοράς. Λες και γνωρίζονταν εκ νέου. Τώρα πια δεν υπήρχαν τα χέρια της και τα χέρια του, το σώμα της και το σώμα του, η ανάσα της και η ανάσα του. Όλα είχαν γίνει ένα. Ένα, που θα έμενε στη θύμησή τους για πάντα.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει από το βάθος του ορίζοντα. Η Ελπινίκη, έδωσε ένα τελευταίο φιλί, που προσπάθησε να το καθυστερήσει όσο πιο πολύ μπορούσε. Σηκώθηκε. Οι πρώτοι θόρυβοι από το σπίτι ακούγονταν. Το κλάμα του μωρού, μπορεί να πρόδιδε την απουσία της. Δεν έπρεπε όσο ο Τελευτίας ήταν ακόμη εκεί. Τον κοίταξε για τελευταία φορά και γύρισε. Απομακρύνθηκε με αργά βήματα. Κάποια σταγόνα βροχής, έπεσε στο πρόσωπό της. Κοίταξε τον ουρανό. Τα σύννεφα είχαν μαζευτεί μαύρα. Απειλητικά. Ο αέρας μύριζε βροχή, υγρασία,… λύτρωση.
Στα μάτια του άντρα, η σιλουέτα που απομακρυνόταν έμοιαζε με την Άρτεμη σε κάποιο αγρό. Ο Τελευτίας δεν άφησε την ώρα να περάσει. Πήγε και ετοίμασε το μεγάλο άλογό του. Δεν ήθελε ούτε να πλυθεί. Το οδήγησε έξω από τον στάβλο. Ο Παίωνας ακολούθησε με το βαρύ του βήμα. Η γυναίκα είχε πια μπει μέσα στο σπίτι. Εκείνος όμως επέμενε να περπατάει με το βλέμμα προς το μέρος της. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να την ξαναδεί… δεν το άντεχε. Αποφάσισε να τερματίσει και την συνεργασία του με τον Αγήνορα. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς!
Το μονοπάτι ανηφόριζε σαν μεγάλο φίδι στην πλαγιά του λόφου. Τα αγριόχορτα, μαραμένα, υποκλίνονταν μπροστά του. Το μεγάλο άλογο, φορτωμένο, δεν έχανε την ευκαιρία να αρπάξει κάποιο. Ο άντρας στάθηκε. Ακούμπησε το δισάκι του στο έδαφος, κάθισε κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι και έβγαλε ένα κομμάτι ψωμί. Το έφαγε ανόρεχτα. Θα τον «κρατούσε» όμως μέχρι την μεγάλη πόλη. Έκλεισε τα μάτια και αναλογίστηκε την νύχτα που πέρασε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου