Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Όπως το είχε προβλέψει ο Τελευτίας, ο ύπνος ήταν εφιαλτικός. Η μορφή της νέας γυναίκας ήρθε σαν σύννεφο, πολλές φορές στο όνειρό του. Δεν θυμόταν από πότε είχε να δει όνειρο, ή τουλάχιστον να το θυμάται το πρωί. Η κούραση, τόσα χρόνια τον έκανε να κοιμάται βαριά, σαν κούτσουρο κομμένο, δοσμένος μόνο στην απόλυτη ανάγκη.
Έκλεισε τα μάτια του, πού αργά, τα μεσάνυχτα πρέπει να είχαν περάσει. Το μόνο που ακουγόταν στον χώρο ήταν ο θόρυβος από το μάσημα των αλόγων και η αναπνοή  του. Το αεράκι που κάποια στιγμή φύσηξε, μπήκε από την ανοικτή πόρτα του στάβλου και τον δρόσισε, αν και ζεστό. Γύρισε στο πλάι. Έβαλε τα δεξί του χέρι κάτω από το κεφάλι, σαν κλινοστρωμνή (μαξιλάρι). Η μύτη ακούμπησε στον αγκώνα και τον ενόχλησε η ίδια του η ανάσα. Αναστέναξε. Αυτός ο μηρός! Αυτά τα κατάμαυρα μάτια, τα μακριά δάχτυλα, τα μαλλιά, το κορμί… Όλα αυτά που έκαναν το σχεδόν πενηντάχρονο κορμί του να φλέγεται. Δεν άντεξε άλλο. Κατάλαβε ότι όλη την νύχτα θα την πέρναγε στριφογυρίζοντας πάνω στα άχυρα. Σηκώθηκε πριν τα κοκόρια φωνάξουν την βραχνή φωνή τους. Ο Παίωνας, ανακάθισε και κούνησε την ουρά του με χαρά.
Έξω ο ουρανός ήταν ακόμη μαύρος. Μόνο στο βάθος του ορίζοντα κάποιες δειλές λευκές και γκρίζες αχτίδες από τον ζωοδότη ήλιο, έκαναν την εμφάνισή τους. Κάποιος δούλος άδειαζε κάποια πήλινα δοχεία νυκτός, πριν σηκωθεί ο αφέντης από το κρεβάτι. Σήκωσε το χέρι και τον χαιρέτησε. Εκείνος απάντησε πολύ δειλά, ρίχνοντας τα μάτια του στο σπίτι. Του έφερε ένα κύλικα με νερό, ένα ωραίο χάλκινο κύλικα, διακοσμημένο με δυο κεφάλια λιονταριών. Έπλυνε το πρόσωπο και τα χέρια. Έριξε λίγο νερό στις μασχάλες και στο στήθος. Ήταν έτοιμος και περιέργως , πείναγε. Είχε αρχίσει να φωτίζει και το τοπίο που έβλεπε ήταν τόσο ειρηνικό και γαλήνιο, με τις φθινοπωρινές μυρωδιές του και τα πρώιμα κίτρινα και κόκκινα φύλλα των δέντρων. Έξω από το σπίτι, παρατήρησε ένα ξύλινο τραπέζι, φτιαγμένο από χοντροκομμένες σανίδες οξιάς. Κάθισε στο κάθισμα που έβλεπε προς τα αμπέλια. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να πιάσει την ευωδιά του σταφυλιού. Το κλάμα που ακούστηκε από το εσωτερικό του σπιτιού, ήταν δυνατό και διαπεραστικό. «Κάποιος πεινάει», σκέφτηκε φέρνοντας στο μυαλό του το μικρό, νέο επισκέπτη. Χαμογέλασε. Αλλά στην ιδέα ότι η Ελπινίκη θα ήταν ξύπνια, τον έκανε να ανακαθίσει με κάποιο κοκκίνισμα στα μάγουλα. Ευτυχώς που τα γένια του, δεν άφηναν να φανεί η αναστάτωσή του. «Τόσα χρόνια την ξέρω αυτή τη γυναίκα και ποτέ δεν ένοιωσα έτσι. Τι έχω πάθει; Ποιος φταίει; Δία μου, απάλλαξε με απ’ αυτό το μαρτύριο».
Ο δούλος τον πλησίασε αθόρυβα και του άφησε μια κούπα με «κυκεώνα». Του άρεσε αυτό το πιόμα για πρωινό. Αυτό το μείγμα καλού κρασιού με τριμμένο τυρί και κριθάλευρο, ήταν βάλσαμο μετά τον ανήσυχο ύπνο του. Όμως ο μελαχρινός δούλος δεν σταμάτησε εκεί. Είχε διαταγή από τον αφέντη του, να περιποιηθεί τον ταξιδευτή και σε μια άκρατη επίδειξη πλούτου ήταν σίγουρος ότι θα του πρόσφεραν όλα τα καλούδια που μπορούσε. Και έτσι έγινε. Στο τραπέζι, μετά από μερικά λεπτά, βρέθηκαν μια κούπα με κατάλευκο κατσικίσιο γάλα και ένας κάνθαρος με υδρόμελο. Το χλιαρό νερό με το μέλι, ήταν καλό «αφέψημα», για να κρατήσει το στομάχι ήρεμο μετά το πρωινό φαγητό που ακολούθησε. Ψωμί από σιτάρι βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί, ξερά σύκα, αμύγδαλα, καρύδια και ένα μεγάλο κόκκινο κρεμμύδι. Ο Τελευτίας, ήπιε τον «κυκεώνα», το γάλα και έφαγε λίγους ξηρούς καρπούς. Ένιωσε ανανεωμένος. Το κλάμα ξανακούστηκε, όπως και μια βρισιά από το βάθος του σπιτιού. Η Ελπινίκη, έκανε την εμφάνιση της στο άνοιγμα της πόρτας, με το αιώνιο αγέρωχο ύφος της. Του χαμογέλασε και ψιθύρισε κάτι σαν καλημέρα. Γάλα δεν είχε, όμως κρατούσε το μωρό στο στήθος της λες και το θήλαζε. Το ανθρωπάκι ήταν ήρεμο τώρα και έκλεινε τα ματάκια του, σε ένδειξη ευχαρίστησης. Η γυναίκα κάθισε κοντά στον επισκέπτη τους. Τον κοίταξε στα μάτια επίμονα. Δεν είπε άλλη κουβέντα, αν και ο τελευταίος προσπάθησε ν’ ανοίξει μια συζήτηση, ρωτώντας για το βρέφος που κράταγε. Τίποτα. Τον κοίταζε, τόσο βαθιά στα μάτια, που λες και ήθελε να μπει στην ψυχή του. Δεν γύρισε το βλέμμα της ούτε όταν ο δούλος της έφερε το δικό της γάλα και το ψωμί. Το στήθος της φαινόταν καθαρά με την γυαλιστερή ρόγα της να προβάλλει σκληρή και μαύρη, αφού το παιδί, είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά της. Ούτε μια ραγάδα ανάμεσα στα δυό στήθη!
Ο Τελευτίας, προσπάθησε να κοιτάξει αλλού, προσπάθησε να δει την εικόνα με το μάτι της μητρικής αναγκαιότητας. Κάτι όμως ανάμεσα στα πόδια του, έδειχνε το αντίθετο. «Γιατί;» , σκέφτηκε «πρέπει να τα τραβάω αυτά;». Από την προηγούμενη νύχτα, αυτή η γυναίκα του είχε γίνει εμμονή. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι έφταιγε εκείνη, αλλά όταν ανακαλύπτεις ότι «φουσκώνεις» έτσι, και μόνο στην θέα της, ότι δεν μπορείς να κοιμηθείς χωρίς να την δεις, τότε ξέρεις ότι ο λόγος  υπάρχει μέσα σου. Μέχρι να βρεθεί η αιτία να εκδηλωθεί. Ίσιωσε τα γένια του. Ένδειξη αμηχανίας. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν φλύαρος, τώρα όμως; Δεν ήξερε τι να πει. Η γυναίκα, αγκάλιασε με το αριστερό της χέρι το μωρό, το βόλεψε καλύτερα στο μπούστο της, ανασήκωσε το ιμάτιο της να κρύψει το γυμνό της στήθος. Το άλλο της χέρι, το έτεινε στον άντρα απέναντί της. Εκείνος ανταποκρίθηκε. Οι δυό παλάμες, ακούμπησαν, τα δάχτυλα μπλέχτηκαν και σφίχτηκαν, μέχρι που τα χέρια άσπρισαν. Δεν μίλαγαν, μόνο κοίταγε ο ένας την άλλη. Φάνηκε ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού της. Δεν το άφησε να κυλήσει. Του μίλαγε μόνο με τα μάτια, με την ανάσα και το σφίξιμο του χεριού. Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Το έκανε όμως με τόσο δισταγμό, που έδειξε ότι κατά βάθος συμφωνούσε. Ξέμπλεξαν τα χέρια, όταν άκουσαν το τρίξιμο της εξώπορτας.
Ο άντρας που εμφανίστηκε μέσα στο τσαλακωμένο του ιμάτιο, φορούσε ένα χιτώνα λινό πάνω στους ώμους και έδειχνε βιαστικός. Τα χρυσά δαχτυλίδια στα χέρια του, έκαναν μεγάλη αντίθεση με το άπλυτο πρόσωπο και τα γεμάτα τσίμπλες μάτια. Ο Αγήνορας, σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό και βιαστικά έστριψε στο πλάι του σπιτιού. Ακούστηκε πάλι εκείνος ο θόρυβος του τρεχούμενου νερού (;) όπως και οι διάφοροι άλλοι απρεπείς ήχοι. Γύρισε κοντά τους με την ανακούφιση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Κάθισε. Ένας δούλος του έφερε νερό. Πλύθηκε εκεί και μετά έφτυσε μέσα στην μεγάλη λεκάνη. Έκοψε με τα χέρια του ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί και το καταβρόχθισε. Ήπιε και τον «κυκεώνα» του μονορούφι. Ρεύτηκε.
-«Ακόμα αυτό το σκατό  κρατάς; Ακόμα; Το μπάσταρδο! Δώσε το σε κανένα δούλο… άντε»
Η Ελπινίκη δεν κουνήθηκε. Του έδειξε την περιφρόνησή της με την ακινησία της. Γύρισε το βλέμμα της στον Τελευτία, χωρίς να πει τίποτα. Όμως είχε πει πολλά.
-«Λοιπόν, φίλε Τελευτία, σήμερα μπορούμε να πούμε για τιμές. Θα πάμε και μια βόλτα στα αμπέλια…»
Η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από τα επαγγελματικά τους. Ο ταξιδιώτης, προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να κρατήσει το ενδιαφέρον του στο εμπόριο. Δεν είχε και άλλες επιλογές. Η Ελπινίκη ήταν γυναίκα του «φίλου» του, έπρεπε να την αφήσει στα προβλήματά της, μακριά από τις επιθυμίες της. Μα πως γίνεται αυτό; Πως διώχνεις τον γιό της Αφροδίτης από τα στήθια σου, από το μυαλό σου, από την ψυχή σου;
Όλη η μέρα πέρασε με τις συζητήσεις γύρω από την δουλειά τους, την επίδειξη των χωραφιών του Αγήνορα και ιδιαίτερα των αμπελιών του. Και πράγματι, οι αξίες και οι εκτάσεις της γης του, ήταν μεγάλες. Πήγαν στα δυτικά του σπιτιού. Όλη η παρειά του βουνού, δώρο και αυτό των γονιών της Ελπινίκης, γεμάτη από τα μικρά Θεϊκά φυτά, τα γεμάτα σταφύλια κεχριμπαρένια, έσφυζε από ζωή, καθώς πάνω από δέκα εργάτες, δούλοι μάλλον, μάζευαν σε μεγάλα καλάθια , τον ονομαστό  καρπό των κλημάτων. Οι σταφυλιές, δεξιά και αριστερά, πυκνά φυτεμένες, έδιναν πολύ καρπό και αυτός ήταν ο λόγος, που η φωνή του Αγήνορα ακούστηκε δυνατή: «Σαβοϊιιιι», όπως ήταν πάντα η κραυγή των βακχευόντων. Ο Τελευτίας, τον κοίταξε και γέλασε με αυτήν την ευθυμία του φίλου του. Μπορεί πολλά ανάποδα να είχε, ιδιαίτερα στην συμπεριφορά αγροίκου που επεδείκνυε,  αλλά δεν μπορούσε να μην του αναγνωρίσει την αγάπη του, σε βαθμό λατρείας για την γη του και τα προϊόντα της. Και ιδιαίτερα για το σταφύλι του. Και αυτό του έδινε το «πάτημα», σε καλές οικονομικές διαπραγματεύσεις. Αλλά και ο ταξιδιώτης είχε αγάπη σε αυτό που έκανε. Τον φώναζαν οινέμπορο οι άλλοι στα μέρη του. Και τι μέρη! Χίλιους άνδρες είχε όλους, όλους η Φλύα, γι αυτό και πολλοί την ονόμαζαν Χιλιάνδριο.
Πάντως η συζήτηση με τον Αγήνορα του έκανε καλό. Το μυαλό του έφυγε από αυτό που φοβόταν, ανακατεύτηκε με αριθμούς, ποιότητες, κιλά και μεταφορές, τον κατέλαβε η ενέργεια που βγαίνει από το εμπόριο. Και αυτή η ενέργεια, ήταν και είναι το ίδιο καυτερή με την άλλη της αγάπης. Ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί ονόμαζαν άλλο επάγγελμα ως το αρχαιότερο του κόσμου. Αν δεν είναι το εμπόριο αυτό… ποιο θα μπορούσε να είναι; Το πρώτο πράγμα που έκανε ο άνθρωπος από καταβολής κόσμου, ήταν η ανταλλαγή και η εμπορία προϊόντων!
Ο ήλιος μεσουράνησε και η ζέστη καλά κρατούσε. Οι αχτίνες του έκαιγαν το έδαφος, τα φυτά και τους ανθρώπους. Αν δεν φόραγαν πέτασο, θα είχαν σοβαρά προβλήματα. Το σπίτι φάνηκε παράδεισος. Πλησίασαν και κάθισαν όσο πιο αναπαυτικά μπορούσαν στην αυλή, κάτω από την μεγάλη κληματαριά.  Η πρώτη «στάμνος» με το λευκό, νερωμένο κρασί, άδειασε πριν ακόμα το καταλάβουν. Δίπλα μια υδρία αρκετά μεγάλη, με δροσερό νερό και σύκα ολόφρεσκα με αμύγδαλα. Οι δυό δούλοι που είχαν επιφορτιστεί με τις δουλειές του σπιτιού, έτρεξαν να ετοιμάσουν το μεσημεριανό φαγητό το «άριστον». Από το πρωί έψηναν σε μια μεγάλη φωτιά, περασμένο σε σούβλα, ένα μικρό γουρούνι. Τώρα πια είχε καλοψηθεί, το δέρμα του είχε γίνει κατακόκκινο και τραγανιστό και μοσχοβολούσε όλος ο τόπος, κάνοντας τον Αγήνορα να ξεροκαταπιεί. Η Ελπινίκη δεν είχε κάνει την εμφάνισή της ακόμα. Αλλά και το μωρό δεν ακουγόταν, σημάδι ότι η γυναίκα ασχολείτο μαζί του.
Οι δούλοι έφεραν μια μεγάλη λεκάνη με νερό να πλύνουν τα χέρια τους. Τα χώματα έπρεπε να φύγουν από το Αθηναίικο τραπέζι. Ο Αγήνορας δυσφόρησε με αυτό, η πείνα του τον έκανε να είναι ανυπόμονος, αλλά επειδή ήθελε να δείξει την εικόνα του ευγενούς, αναγκάστηκε να πλυθεί. Το ίδιο έκανε και ο φίλος του, αλλά αυτός από συνήθεια. Το χοιρινό κρέας σερβιρίστηκε με τα λαχανικά που είχε μαριναριστεί πριν το ψήσιμο. Ορτύκια και τσίχλες, ψωμί σταρένιο, κρεμμύδια και ελιές συμπλήρωναν το γεύμα. Και φυσικά κρασί, πολύ κρασί και δροσερό μέσα σε ψυκτήρα.
-«Η Ελπινίκη δεν θα έρθει; Δεν θα φάει μαζί μας;», ρώτησε ο Τελευτίας.
-«Ξέρω ‘γω; Ας κάνει ότι θέλει. Πολύ αέρα στα πανιά της έχει σηκώσει τώρα τελευταία και πρέπει να κοπεί αυτό. Ακούς εκεί να έχει και γνώμη! Να θέλει να λέει δηλαδή και τη γνώμη της, για κάθε τι. Ακούς εκεί; Χάλασε ο κόσμος μας πια. Χάλασε, πήραν και οι γυναίκες τα πάνω τους, να δω που θα φτάσουμε! Αλλά δεν φταίνε αυτές, εμείς φταίμε, που επειδή τις αγαπάμε, τις λασκάρουμε την τριχιά»
-«Τι αγαπάς την Ελπινίκη;»
Ο Αγήνορας τον κοίταξε κατάματα. Τα μάτια του δεν βλεφάρισαν καθόλου, αν και πέρασαν πολλές στιγμές. Κάτι δεν τον άφηνε να απαντήσει. Ίσως και ο ίδιος να μην ήταν σίγουρος και ο ίδιος για την απάντησή του. Ίσως και να μέτραγε τη στάση του άλλου…  Η γυναίκα φάνηκε στο άνοιγμα της θύρας. Πάλι είχε το μωρό στην αγκαλιά. Κάθισε ανάμεσά τους. Φρόντισε να κοιτάξει λίγο πιο επίμονα τον Τελευτία, απ’ ότι ήταν το σωστό. Ο άντρας της δεν κατάλαβε τίποτα, αφού της είχε γυρίσει την πλάτη, παρασυρμένος απ’ την προηγούμενη συζήτηση. Ούτε καν της μίλησε. Οι δούλοι έφεραν και σε εκείνη μια κοτύλη με κρασί. Πήρε δυό σύκα και ένα ορτύκι. Έφαγε με τα χέρια, όπως όλοι τους, τρίβοντας το σταρένιο ψωμί σε ψίχουλα και το έδινε λίγο – λίγο στο βρέφος. Ο Τελευτίας είχε σκύψει πάνω στο πιάτο του, προσπαθώντας να την αποφύγει. Δεν ήθελε να της μιλήσει, περισσότερο δε, να την αντικρύσει. Και στην προσπάθειά του αυτή, έδειχνε στην γυναίκα τον πόθο του, χωρίς να το θέλει. Και οι γυναίκες είναι πλάσματα, που αυτά τα καταλαβαίνουν. Το απόγευμα, θα είχε μια τελευταία επιθεώρηση του προϊόντος που θα αγόραζε και με το πρώτο φως της μέρας, θα έφευγε για την Αθήνα. Το φορτίο θα αναχωρούσε με τους δούλους του φίλου του, πριν σκοτεινιάσει το σήμερα. Ήξερε πως με την φυγή του, θα έλυνε το θέμα που τον ταλαιπωρούσε όλη νύχτα και όλη μέρα. Θα περνούσε λίγος καιρός, αλλά κάποια στιγμή θα την ξεχνούσε. Και είχε τόσο όμορφα μάτια!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου