Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Η αναιμική ψιχάλα, είχε αρχίσει να γίνεται πιο σκληρή και δυνατή. Έμοιαζε πιο πολύ με βροχή τώρα. Ο Τελευτίας ήξερε, βλέποντας τα σύννεφα ότι θα εξελισσόταν  σε καταιγίδα. Γνώριζε τις Αττικές καταιγίδες, που η σφοδρότητά τους, αλλά και η διάρκεια που είχαν ήταν ονομαστές. Έβγαλε ένα σκέπασμα από τον σάκο του αλόγου και σκέπασε το ζωντανό, από τα καπούλια μέχρι το κεφάλι. Εκείνο τίναξε την χαίτη, σαν να έλεγε ευχαριστώ και συνέχισε να μασουλάει το βρεγμένο χορτάρι. Ο άντρας τράβηξε κοντά του τον Παίωνα. Κάθισε ξανά στη ρίζα του πλάτανου, φόρεσε τον πέτασο και προσπάθησε να διαλέξει μια θέση που να την καλύπτουν όσα περισσότερα φύλλα. Κάποια αστραπή κοντά στους λόφους, έκανε το μεγάλο άτι να χλιμιντρίσει ανήσυχο. Κάθε σταγόνα βροχής, έφτιαχνε μια μικρή λακουβίτσα στο χώμα. Σε λίγο, το χώμα άρχισε να κυλάει, παρασέρνοντας φύλλα και ρίζες, σκουπίδια και μικρές πέτρες, χόρτα και ξύλα. Ο ταξιδιώτης ξανακοίταξε τον ουρανό. Το μαύρο του, έκανε την μέρα να μοιάζει με νύχτα, τα σύννεφα είχαν χάσει το φημισμένο τους λευκό και έμοιαζαν με ρακένδυτους ζητιάνους που σέρνονταν από βουνό σε βουνό.
Τώρα ο Δίας είχε εξαπολύσει τα άρματα της βροχής, τα κεραύνια βέλη του χτυπούσαν τα βουνά και την πεδιάδα. Όλα είχαν σκοτεινιάσει πια. Κοίταξε στο βάθος του ορίζοντα, προς τον προορισμό του. Το όρος Βριλησσός, (Πεντέλη), ούτε που φαινόταν! Χαμογέλασε γιατί ήξερε τι είχε να τραβήξει. Έφαγε το υπόλοιπο από το ψωμί του και αποφάσισε να περιμένει λίγο να κοπάσει η θεομηνία. Έπιασε κρύος αέρας και τον ανάγκασε να σκεπαστεί με ένα δέρμα προβάτου, που κρατούσε και την βροχή μακριά από το χιτώνιό του. Άλλαξε τα σανδάλια που φορούσε με δερμάτινα υποδήματα που του έφταναν μέχρι τη μέση της γάμπας. Βολεύτηκε όσο καλύτερα μπορούσε. Δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει, έξω από το να περιμένει. Και μπορεί να περίμενε αρκετά…
Το μυαλό του χαλάρωσε. Αλλά αυτό το χαλάρωμα έμελλε να του γίνει πόνος. Το όραμα της γυναίκας, ξανάρθε μπροστά του. Κούνησε το κεφάλι… την είδε να κρατάει το μικρό ανθρωπάκι στην αγκαλιά της και να προσπαθεί να τον φτάσει. «Άτιμο κεφάλι», μουρμούρισε, «ότι θέλεις κάνεις». Η γυναίκα τον πλησίασε κι άλλο. Φορούσε μια μακριά κάπα και είχε σηκώσει την κουκούλα να σκεπάσει το κεφάλι της. Τα μαλλιά της είχαν πέσει μουσκεμένα μπροστά στο πρόσωπό της, και τα πόδια της ήταν γεμάτα λάσπες. Ο Τελευτίας χτύπησε με την παλάμη το κεφάλι του, να σταματήσει το όνειρο. Έκλεισε τα μάτια να διώξει το όραμα. Σφίχτηκε τόσο που οι φλέβες του στο λαιμό πρήστηκαν. Το άγγιγμα στον ώμο όμως δεν ήταν της φαντασίας του. Το πρόσωπο του «οράματος», δεν διακρινόταν καθαρά. Η κουκούλα σχεδόν το έκρυβε. Το μωρό στην αγκαλιά, ήταν κουκουλωμένο κι αυτό , μόνο το ένα του χεράκι φαινόταν. Ο Τελευτίας δεν ήξερε τι πίστευε. «Δεν είναι όνειρο», αναλογίστηκε. «Δεν μπορεί να κοιμάμαι όρθιος!». Έπιασε το χέρι της. Ήταν από σάρκα. Και κρύο από την βροχή και τον αέρα.
-«Εσύ!», της είπε στο τέλος.
Η οπτασία του χαμογέλασε. Έσκυψε κοντά του, βρέχοντάς τον με το νερό που κυλούσε από πάνω της.
-«Εγώ. Δεν με περίμενες; Τόσο λίγο νομίζεις πιστεύω αυτά που σου έλεγα; Ή έχεις την εντύπωση ότι θα μπορούσα να ζήσω μ’ εκείνον; Ή το παιδί; Τι κι αν δεν είναι δικό μου, μωρό είναι…»
-«Αναλογίζεσαι τι έχεις κάνει; Σκέφτεσαι καθόλου τις συνέπειες της πράξης σου; Θεοί … αν είναι δυνατόν! Λυτοί και δεμένοι θα έχουν ξαποληθεί τώρα πίσω σου να σε βρουν. Κι εσένα κι εμένα. Γιατί λογικά ο Αγήνορας θα υπέθεσε, ότι είσαι μαζί μου. Ω, Θεοί!!!»
Η γυναίκα χαμογέλασε και κάθισε δίπλα του, πάνω σε μια αρκετά μεγάλη πέτρα. Τύλιξε το μωρό όσο πιο καλά μπορούσε, ίσιωσε το χοντρό της πανωφόρι και κοίταξε τα υποδήματά της. Δεν γύρισε το βλέμμα της σε εκείνον.
-«Δεν με θέλεις; Δεν θέλεις να έρθω μαζί σου; Δεν έχω τίποτα άλλο στον κόσμο, έξω από σένα κι ας γνωρίζω τόσο λίγο. Κι ας σε έχω δει μόνο κάποιες φορές στη ζωή μου. Γνωρίζω όμως τι άνθρωπος είσαι! Θα με αφήσεις μόνη μου;»
-«Έχεις καταλάβει τι νοιώθω για σένα. Για να κάνουμε ότι κάναμε, … πρέπει να ξέρεις. Όμως…»
-«Δεν μπορώ πια να γυρίσω πίσω. Και δεν μπορώ και δεν θέλω. Το μόνο που επιθυμώ είναι να βρίσκομαι κοντά σου, μαζί σου, δίπλα σου. Με όλες τις συνέπειες αυτής μου της κίνησης»
Ο Τελευτίας δεν ήξερε πια τι να πει. Είναι μια από τις στιγμές που θέλεις τόσα πολλά να πεις, τόσα πολλά που στο τέλος καταντάς ανίκανος να μιλήσεις. Κοίταξε τον ουρανό τώρα που η καταιγίδα είχε ξεσπάσει. Η ορατότητα από το πολύ νερό, είχε περιοριστεί στα πέντε μέτρα. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να αποφύγει την γυναίκα. Και το μωρό της. Άλλο κι αυτό πάλι! Θα φορτωνότανε ,μια γυναίκα που δεν ήταν δική του και ένα παιδί που κι αυτό δεν ήταν δικό του, αλλά ούτε και δικό της. Γύρισε το βλέμμα προς τα βουνά. Δεν φαινόταν σχεδόν τίποτα, εκτός από κάποιες αμυδρές γαλάζιες σκιές στον ορίζοντα. Της έδωσε λίγο ψωμί και μερικές ελιές. Έβγαλε και λίγο κατσικίσιο γάλα από ένα παγούρι για το μικρό. Εκείνη έφαγε με βουλιμία. Για να φύγει γρήγορα από το σπίτι της, δεν είχε πάρει τίποτα μαζί της. Το νερό δυνάμωνε και οι αστραπές τώρα ήταν συνεχόμενες. Κάποιο δέντρο παραδίπλα, δέχτηκε την επίθεση ενός κεραυνού και έκανε να πάρει φωτιά, όμως η δυνατή βροχή δεν το επέτρεψε. Όλα είχαν κριθεί πια και ο άντρας το καταλάβαινε.
-«Πρέπει να φύγουμε τώρα. Όσο κρατάει η καταιγίδα. Θα είναι πιο δύσκολο να μας ακολουθήσουν, έτσι θα έχουμε κάποιο πλεονέκτημα…»
Η Ελπινίκη τον κοίταξε στα μάτια. «Ευχαριστώ», του είπε και έκανε να σηκωθεί, μα τα πόδια της την πρόδωσαν. Ήταν κουρασμένη. Με την δεύτερη προσπάθεια τα κατάφερε. Φοβήθηκε μη το αντιληφθεί ο Τελευτίας. Δεν είχε λόγο να τον κάνει να μετανιώσει πιο πολύ. Ήξερε τι του φόρτωνε και έφτανε αυτό. Έδεσε το παιδί στον κόρφο της, προσπάθησε να το σκεπάσει όσο πιο πολύ μπορούσε, να το προστατέψει από την βροχή. Σήκωσε την κουκούλα της κάπας της και στάθηκε όρθια και ακίνητη. Τα μάτια της έλαμπαν πάλι, με μια καινούργια όμως λάμψη. Την λάμψη που έχουν τα μάτια των καλλιτεχνών όταν αρχίζουν νέο έργο, των φιλοσόφων όταν βρίσκουν απαντήσεις και των ταξιδιωτών όταν αρχίζουν το ταξίδι για τον πόθο τους. Ο έμπορος είχε ήδη τραβήξει το άλογο και με την παρέα του Παίωνα, τσαλαβουτούσε στα νερά του μονοπατιού, αρκετά μέτρα μπροστά. Τον ακολούθησε, προσπαθώντας να κρατήσει την ισορροπία της μες τις λάσπες. Σε λίγο δεν φαίνονταν, η απόσταση και η βροχή είχαν εξαφανίσει τις σιλουέτες τους.
Ο δρόμος αποδείχτηκε πολύ δύσκολος με τόσο νερό. Γλίστραγαν κάθε δυό βήματα, ακόμα και το μεγάλο άτι, έδειχνε να υποφέρει. Πολλές φορές το μονοπάτι χανόταν από τα μάτια τους, για να παρουσιαστεί απρόσμενα και εντελώς ξαφνικά μερικά από κάμποσα μέτρα. Η Ελπινίκη είχε δώσει το μωρό στον σύντροφό της, φοβούμενη μια πτώση και κράταγε το σχοινί που ήταν περασμένο γύρω από τον λαιμό του αλόγου. Έτσι και στηριζότανε και δεν ανησυχούσε για το μικρό της ανθρωπάκι. Κάπου – κάπου ο Τελευτίας, την κράταγε από το μπράτσο. Ήταν δυνατός άντρας και μπορούσε να την βοηθάει όποτε χρειαζόταν, να κρατάει το μωρό, είχε προνοήσει βέβαια να το δέσει από το λαιμό του, αλλά και να ανοίγει τον δρόμο μέσα από τα χόρτα και τα δέντρα των βουνών.
Έφτασαν κάποια στιγμή σε ένα ξέφωτο, αρκετά μικρό να μην φαίνεται από μακριά. Ο άντρας ένιωσε ασφαλής. Ήξερε ότι ο Αγήνορας θα ήταν στο κατόπι του. Σάρωσε μα τα μάτια το τοπίο. Η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει και τώρα ο ουρανός έδειχνε το γαλάζιο του, αφήνοντας τον ήλιο να στεγνώσει το χώμα. Η ανάγκη για ξεκούραση τον έκανε να σταματήσει κάτω από ένα μεγάλο πεύκο. Πιο δίπλα μια μικρή πηγή, κυλούσε τα παγωμένα της νερά μέσα σε ένα μικρό ρυάκι. Ο Τελευτίας έσκυψε και ήπιε νερό. Παραδόξως, με τόση βροχή, ανακάλυψε ότι διψούσε πολύ. Έκανε νόημα στη γυναίκα να πιεί και εκείνη. Δεν μιλούσαν, συνεννοήθηκαν με τα μάτια και τις κινήσεις του κεφαλιού. Μετά της έδωσε το μωρό, έβγαλε ένα φλασκί από το μεγάλο πάκο που είχε δεμένο στο άλογο. Είχε κι άλλο γάλα μαζί του. Έλπιζε να βρουν κάπου λίγο κατσικίσιο. Η Ελπινίκη, μάσησε λίγο ψωμί, το πολτοποίησε και συμπλήρωσε το γεύμα του μικρού. Εκείνο, παράξενο, αλλά δεν είχε κλάψει σε όλη τη διαδρομή κι ας έπεφταν αστραπές και ας έβρεχε κι ας γλίστραγε η γυναίκα που το κράταγε αλλά και ο Τελευτίας. Έδειχνε πραγματικά ατάραχο. Το πρόσεξε ο άντρας και συνοφρυώθηκε κοιτάζοντάς το. Θα μπορούσε, αν ήταν μεγαλύτερο και καταλάβαινε, να το πει … ατρόμητο.
«Να λοιπόν που θα μας βγει Ηρακλής», σκέφτηκε και δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει. Συνειδητοποίησε, ότι δεν είχαν μιλήσει με την Ελπινίκη, όσες ώρες ταξίδευαν. Ούτε αυτός αλλά ούτε και εκείνη του είχε απευθύνει έστω και μια φορά τον λόγο. Ήταν υπάκουη και προσπαθούσε να μην γίνεται και άλλο βάρος. «Ίσως είναι καλύτερα έτσι», σκέφτηκε, «δείχνει όμως αγάπη για μένα, ή τρομερή επιθυμία να φύγει από τον Αγήνορα;». Την κοίταξε καλύτερα. Είχε τα μάτια της καρφωμένα στο μωρό που κρατούσε στην αγκαλιά της και προσπαθούσε να τελειώσει ένα κομμάτι τυρί που της είχε δώσει. Ένοιωσε να φουντώνει η επιθυμία μέσα του. Όχι σεξουαλική, αλλά μια γλυκιά ερωτική, αυτή που σε κάνει να θέλεις να αγκαλιάσεις και φιλήσεις κάποιον. Τίναξε το κεφάλι του για να διώξει τις σκέψεις αυτές. Κάθισε απέναντί της και ακούμπησε σκυφτός τους βραχίονες πάνω στους μηρούς του.
-«Ξέρεις σε τι κατάσταση είμαστε; Ξέρεις τι μπορεί να κάνει ο άντρας σου αν μας βρει, αν μας πιάσει;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Ήθελε να του πει ευχαριστώ και ότι λυπόταν που τον έβαλε σε τέτοιο κίνδυνο, αλλά προτίμησε να παραμείνει σιωπηλή. Τι σημασία θα είχε αν του το έλεγε με λόγια; Τι θα άλλαζε; Η μήπως δεν καταλάβαινε τι υποχρέωση του είχε τώρα πια. Ήξερε, ότι και αυτός την αγαπούσε, το είχε δείξει όταν «βρέθηκαν» στο στάβλο και όταν την κοίταζε τόσο επίμονα. Και όταν κάποιος αγαπάει, τότε και δέχεται αυτά, αλλά και θα έλεγε γελοίο και περιττό το «ευχαριστώ» της.
-«Πρέπει να ξεχάσω την Φλύα πια. Ξέρει που μένω, εκεί θα έρθει πρώτα να σε βρε». Σήκωσε το κεφάλι του και οσμίστηκε τον αέρα. «Μην ξεχνάς, ότι για μια γυναίκα έγινε ένας πόλεμος. Ένας ολόκληρος πόλεμος! Στην Τροία!», γέλασε και άφησε μια βαθιά ανάσα. Με τα δάχτυλα χάιδεψε το μικρό αγαλματίδιο της θεάς. «Και ήθελα να πάω για το τάμα!!! Και κλέβω την γυναίκα φίλου μου! Τέλος πάντων. Ας δούμε τώρα τι θα γίνει».
Γύρισε το βλέμμα στην γυναίκα. Η στάση της δεν είχε αλλάξει. Το μωρό όμως τον κοίταγε γελώντας άηχα. Είχε σηκώσει το χεράκι του προς το μέρος του και ανοιγόκλεινε την παλάμη, σαν να του έλεγε να το πάρει αγκαλιά.
-«Κάτσε εκεί μικρή σαύρα. Καλά είναι εκεί, έχεις αγκαλιά ζεστή και … αγαπησιάρα…». Αυτό το τελευταίο το είπε πιο πολύ για τον εαυτό του και για να το ακούσει η Ελπινίκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου