Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ο Ποσειδώνας τους φέρθηκε καλά στο ταξίδι και κράτησε την θάλασσα ήρεμη και απαλή σαν λάδι. Κανένα κύμα δεν σηκώθηκε να τους εμποδίσει και έτσι την επόμενη μέρα, την ώρα που ο ήλιος μεσουρανούσε, το σκάφος τους έμπαινε στο λιμάνι του Πειραιά. Ουσιαστικά έμπαινε σχεδόν μόνο του, αφού παρά τις φωνές του Άρατου, οι ναύτες πιότερο «χάζευαν» τα μεγάλα τείχη του λιμανιού, παρά έκαναν την δουλειά τους. Κάποιος που ο Λάφιλος με τον Αμεινία τον φώναζαν γουρούνι, λόγω των κιλών του κι ενός μόνιμου βρυχηθμού που έκανε όταν μιλούσε, σαν να ήταν πάντα λαχανιασμένος, αλλά και του τρόπου που έτρωγε, είχε ακουμπήσει τους αγκώνες, στην κουπαστή και με το στόμα ανοιχτό, παρακολουθούσε τα μεγάλα αυτά τείχη που πέρναγαν δίπλα τους. Μπήκαν επιτέλους από το κεντρικό άνοιγμα μαζί με άλλα τέσσερα σκάφη, κάτω από το άγρυπνο λες, πέτρινο βλέμμα των δυό σκαλισμένων σε μάρμαρο λιονταριών που έστεκαν σε κίονες δεξιά και αριστερά της εισόδου.  Η πόλη στο βάθος έλαμπε στον ήλιο και η βουή έφτανε μακριά, σαν μελίσσι που είχε μόλις ξυπνήσει. Έμποροι που από το πρωί έδιναν και έπαιρναν τιμές για προϊόντα που ακόμη δεν είχαν ξεφορτώσει απ’ τα καράβια, φώναζαν με όλη τους την δύναμη σ’ ένα προχειροστημένο πλειστηριασμό, με εργάτες απ’ όλες τις μεριές του λιμανιού, που φορτωμένοι με σακιά, ξύλινα κιβώτια ή πήλινους αμφορείς, δημιουργούσαν ροές σαν του νερού που κυλά σε ανώμαλο έδαφος. Οι ναύτες του Άρατου εκτός από έναν ή δύο, πρώτη φορά έβλεπαν τόσο μεγάλο λιμάνι κι αν αυτό της Αίγινας τους φάνηκε θεόρατο, τότε τι να πουν γι αυτό που τώρα αντίκριζαν , αυτό που με πρόχειρους υπολογισμούς, πρέπει να ήταν το λιγότερο πέντε φορές μεγαλύτερο. Τόσο μεγάλο που το είχαν χωρίσει σε τομείς, απ’ ότι μπορούσαν να καταλάβουν, αφού όλα τα εμπορικά καράβια πήγαιναν στο κέντρο, τα βοηθητικά δυτικά, ενώ στο ανατολικό μέρος έδεναν τα πλοία που αντιπροσώπευαν την στρατιωτική δύναμη της Αθήνας. Άλλα από αυτά τα τελευταία, είχαν ρίξει την άγκυρά τους λίγο πιο ανοικτά στο λιμάνι, άλλα ήταν δεμένα στις δέστρες του ανατολικού μόλου, άλλα είχαν συρθεί στην άμμο, για να στεγνώσουν από το θαλασσινό νερό που έτρωγε τα ξύλα τους ή να επιδιορθωθούν κάποιες μικροβλάβες στα έμβολά τους ή στα πλαϊνά. Αυτά ήταν οι τριήρεις, σαν κι αυτή που είχαν δει  στην Αίγινα, μόνο που εδώ ήταν πολλές μαζεμένες σαν κοπάδι δελφινιών π’ αναπαυόταν στον ήλιο του μεσημεριού. Πάντα στρατιώτες οπλισμένοι με ασπίδα, θώρακα περικεφαλαία ξίφος και ακόντιο, επιθεωρούσαν όποιον ήθελε να πλησιάσει τα σκάφη.
-«Πω πω τριήρεις!!!! Πολλές έτσι, πάρα πολλές… τι να φοβηθείς μετά από αυτό το θέαμα; Εκτός κι αν είσαι ο βάρβαρος», ακούστηκε η φωνή του Αμεινία.
Ο Άρατος γέλασε στα λόγια του μικρού. Γύρισε το βλέμμα του και τον κοίταξε, έτσι όπως ήταν εκστασιασμένος από το θέαμα. Ήξερε πολύ καλά πως λειτουργούσαν τα μάτια και το μυαλό του πιτσιρικά, τι όνειρα έκανε βλέποντας αυτή την λεπτεπίλεπτη δύναμη.
-«Πολλές ε;», τον ρώτησε
-«Ουου, μάνα μου πολλές δεν λες τίποτα… πωπωπω… και όμορφες!»
-«Πολλές δεν είναι. Αρκετές ναι, αλλά όχι πολλές»
-«Όχι πολλές; Μα τι λες τώρα, αν τις βάλεις στη σειρά…. Θα φτάσουμε στην Κάλυμνο περπατώντας…»
Ο Άρατος δεν μπορούσε παρά να γελάσει σε αυτή την τελευταία πρόταση του μικρού.
-«Κι αν σου έλεγα ότι αυτό που βλέπεις είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι του Αθηναϊκού στόλου, τι θα απαντούσες; Ξέρεις πόσα καράβια τέτοια έχει η Αθήνα; Πάνω από διακόσια, αλλά δεν είναι εδώ…»
-«Πάνω από διακόσια; Και πόσο είναι αυτό; Πολύ;  Πιο πολλά δηλαδή από αυτά εδώ; Υπάρχουν τόσα πλοία;»
-«Διακόσια είναι δέκα φορές πιο πολλά απ’ αυτά που βλέπεις. Αλλά οι Αθηναίοι έχουν άλλο λιμάνι για τον πολεμικό τους στόλο. Άλλο που το λένε Φάληρο…»
-«Φάληρο; Τι όνομα είναι αυτό;»
-«Το όνομα του παλιού ήρωα του Φάληρου του γιού του Άλκωνα… εγγονός δηλαδή του Ερεχθέα. Για κοίτα εκεί ψηλά, εκεί στο βουνό, τι βλέπεις;»
-«Τι βλέπω; Ένα βουνό, κι ένα τείχος ίσως κι ένα ναό. Ε. τι;»
-«Αυτό είναι το κάστρο που οι Αθηναίοι στρατιώτες βλέπουν όλη τη θάλασσα μέχρι την Αίγινα. Και επειδή τιμούν τους ήρωές τους, το ονόμασαν Μουνιχία, από τον ήρωα Μούνιχο. Και δίπλα είναι ο ναός της Αρτέμιδος, της προστάτιδας του Πειραιά και του Φαλήρου»
-«Πω πω πόσα ξέρεις καπετάνιε!», ακούστηκε μια φωνή από πίσω.
Εκτός από το μυαλό του μικρού, οι τριήρεις ήταν μυθικά σκάφη και στο μυαλό του Λάφιλου. Και να που τώρα τις έβλεπε για δεύτερη φορά δίπλα του και μάλιστα τόσες πολλές και ακούγοντας και τα λόγια του Άρατου, αναρωτιόταν αν οι Αθηναίοι μπορούσαν να φτιάξουν κι άλλες, αν τα δέντρα της Αττικής επαρκούσαν για ναυπήγηση περισσότερων. Κι ας ήξερε ότι αυτές που έβλεπε , όπως είπε ο Άρατος, δεν ήταν παρά ένα πολύ μικρό μόνο μέρος του στόλου. Και δεν ήταν άστοχη η εικόνα δελφινιού που έδιναν αυτά τα πλοία. Μακρόστενα λες, λεπτεπίλεπτα, είχαν το σχήμα των δελφινιών, με την φονική όμως δύναμη των Τιτάνων. Ήξερε ο Λάφιλος, ότι όταν οι κωπηλάτες βουτούσαν τα κουπιά στο νερό, κανένα άλλο σκάφος δεν μπορούσε να τα συναγωνιστεί σε ταχύτητα κι ευελιξία. Και όταν αποφάσιζαν να χτυπήσουν, αυτό το μεταλλικό έμβολο στην πλώρη μπορούσε να κομματιάσει κάθε πλευρό ξύλινο, να βουλιάξει οποιοδήποτε σκάφος όσο μεγάλο κι αν ήταν, μέσα σε λίγα λεπτά, χωρίς οι Αθηναίοι να κινδυνέψουν ιδιαίτερα. Ένα ζωγραφισμένο μάτι, δεξιά και αριστερά της πρώρας, που η όψη του σίγουρα θα είχε γίνει κακό όνειρο σε παλιούς εχθρούς, συνέτεινε στην ομοιότητα με το θαλάσσιο κύτος. Και πάνω στη γέφυρα, οπλίτες της θάλασσας, πεζοναύτες όπως άρεσε στους Αθηναίους να τους αποκαλούν, μπορούσαν χάρη στη σκληρή τους εκπαίδευση και τον εξελιγμένο οπλισμό τους να αποτελειώσουν τον αντίπαλο, σε μια μάχη καταστρωμάτων. Και πόσες νίκες δεν πρόσθεσαν αυτά τα πλοία στο κλέος της Αθήνας!!! Πόσα μακρινά εδάφη δεν έδιναν τα προϊόντα τους αλλά και φόρους στους Αθηναίους εξαιτίας των πλοίων αυτών και των πεζοναυτών τους!
Άξαφνα ακούστηκε κάποιο τύμπανο να χτυπά αργά και ρυθμικά. Γύρισαν όλοι τα μάτια τους προς τα κει που ερχόταν ο ήχος. Προς ένα πλοίο. Μια τριήρης είχε βουτήξει τα κουπιά στο νερό, κάποιοι ναύτες της προσπαθούσαν συντονισμένοι να ανοίξουν το μεγάλο τετράγωνο πανί, ενώ ο καπετάνιος με μια άγρια και βαριά φωνή, έδινε διαταγές για ελιγμούς μέσα στο λιμάνι. Εκατόν εβδομήντα πέντε κουπιά υπό τους ήχους του τυμπάνου, ανεβοκατέβαιναν σαν ένα, δείχνοντας την σωστή εκπαίδευση των κωπηλατών. Σε λίγα λεπτά το πλοίο είχε ελιχθεί ανάμεσα στα άλλα σκάφη και τώρα ξεμάκραινε με ταχύτητα να βγει στ’ ανοιχτά και στην πορεία των πανιών του, αφού οι άντρες που κωπηλατούσαν χρειάζονταν μόνο για ελιγμούς στα λιμάνια ή σε μάχες για εμβολισμό. Δεν άργησε να γίνει ένα μικρό σημάδι στον ορίζοντα.
Εν τω μεταξύ ο Άρατος είχε δέσει το σκάφος στο κέντρο του λιμανιού. Κατέβηκε και πλησίασε κάποιον έμπορο που έδειξε ενδιαφέρον για το αγώι του. Κάτι είπαν και ο έμπορος φάνηκε να συμφωνεί. Μετά ο καπετάνιος πήρε τον δρόμο για την πόλη. Ο Λάφιλος του φώναξε και τον έκανε να κοντοσταθεί. Κατέβηκε στο νοτισμένο χώμα της αποβάθρας.
-«Λοιπόν, μόνος σου θα πας στην πόλη; Έλεγα να έρθω μαζί σου»
-«Πάω να βρω τον διοικητή. Συμφώνησα να πουλήσουμε το κρασί και τα υπόλοιπα εμπορεύματα, κάποιοι ναύτες να πάνε το πλοίο πίσω και εμείς να δηλώσουμε την βοήθειά μας στον στρατό. Ο έμπορος που με είδες να μιλά, μου είπε ότι είναι μεγάλος ο κίνδυνος πια, αφού οι αγγελιαφόροι λένε ότι ο βάρβαρος πέρασε τα στενά του Εύξεινου και κατεβαίνει με τα πλοία του φορτωμένα με στρατό και μίσος. Σε μερικές μέρες, είκοσι εικοσιπέντε το πολύ θα έχει έρθει σιμά μας. Και είναι τόσοι πολλοί που δεν σταματούν  με τίποτα. Κι ο βασιλιάς τους, τους έταξε λεηλασία πραγμάτων και ανθρώπων και σφαγές. Και καταλαβαίνεις τι κίνητρο είναι η λεηλασία μιας πόλης σαν την Αθήνα! Έφτασε βλέπεις η ώρα και στην πόλη, δέκα στρατηγοί, προσπαθούν να καταστρώσουν σχέδια μάχης»
-«Μην αργούμε τότε, πάμε να βρούμε τον φρούραρχο»
Προχώρησαν μέσα από τα στενά σοκάκια του λιμανιού, τα γεμάτα σκουπίδια και ανακατεμένο χώμα. Ένας κουτσός που περπατούσε με την βοήθεια ενός κλαδιού δέντρου, τους ζήτησε ελεημοσύνη. Τα σμιχτά του φρύδια, τα σάπια δόντια μέσα στο γεμάτο σάλια στόμα, έδιναν μια αποκρουστική εικόνα κάποιου που θύμιζε άνθρωπο. Το σώμα του ήταν τυλιγμένο με ένα καταβρώμικο, κομματιασμένο πανί, μαύρο από την βρωμιά. Μύριζε απαίσια, ιδρώτας ούρα και απλυσιά είχαν γίνει ένα στον αέρα γύρω του. Όταν αρνήθηκαν να του δώσουν λίγα λεφτά, τους έβρισε χυδαία, με λέξεις που ο Λάφιλος άκουγε για πρώτη φορά στη ζωή του. Και βέβαια, αν και δεν ήξερε τι σήμαιναν, ποτέ του δεν θα ρώταγε. Προσπέρασαν και κάποια καπηλειά που το φως του ήλιου δεν έφτανε μέσα τους, αλλά η μπόχα της βρωμιάς και της κρασίλας, έδειχναν το επίπεδο των υπηρεσιών τους. Κάποιος κοιμόταν στην άκρη του δρόμου και σε κάθε ανάσα του, η σκόνη σηκωνόταν από τα ρουθούνια. Πολλές γυναίκες μπαινόβγαιναν σε ένα σπίτι, που κάποια στιγμή πρέπει να είχαν προσπαθήσει να το βάψουν με ώχρα. Έντονα βαμμένες με κεράσι και μπλε, στολισμένες με όσα πήλινα κοσμήματα πρέπει να είχαν στο σπίτι τους, χαμογελούσαν, έκαναν άσεμνες χειρονομίες, έβγαζαν την γλώσσα πάνω στα χείλη τους σε μια προσπάθεια πρόκλησης, αποκαλύπτοντας σάπια δόντια ή κενά ούλα. Και όλο γέλαγαν, λες και τα προβλήματά τους είχαν εξαφανιστεί. Τα ψηλά τους παπούτσια, κάτι σαν κόθορνοι, τις έδειχναν πιο ψηλές από ότι θα μπορούσε κάποια γυναίκα να είναι. Και σίγουρα πιο έκφυλες.
Μετά από περπάτημα δεκαπέντε λεπτών και αφού πέρασαν από πολλά ψηλά σπίτια, έφτασαν σε ένα οίκημα που ξεχώριζε από το κόκκινο , κεραμιδί θα το περιέγραφε καλύτερα κάποιος , χρώμα του. Στην είσοδο, δυό στρατιώτες με πλήρη εξάρτηση, στέκονταν όρθιοι, στητοί, ελέγχοντας όποιον ήθελε να μπει. Δώσανε εξηγήσεις για τον σκοπό της επίσκεψής τους και συνάντησαν ένα λοχαγό που προσφέρθηκε να τους ενημερώσει. Τους είπε ότι έπρεπε να πάνε στην Αθήνα και να πουν τα ίδια στον φρούραρχο της πόλης. Ενδιαφέρθηκε να μάθει πόσα άτομα ήταν και ενθουσιάστηκε αφού καμιά τριανταριά στρατιώτες θα προστίθεντο στο στρατό τους. Απογοητεύτηκε όμως από το επίπεδο της εκπαίδευσης τους. Οι δυό νέοι, γύρισαν στο πλοίο και αποφάσισαν ν’ αναχωρήσουν την επομένη το πρωί.
Ξύπνησαν πριν ο ήλιος σηκωθεί. Πολλές δουλειές της τελευταίας στιγμής, έπρεπε να γίνουν πριν την άνοδό τους στην πόλη των Αθηναίων, πολλές διαταγές να δοθούν και πολλές φροντίδες για το ταξίδι στην μεγάλη πόλη. Ο Αμεινίας αν και παιδί, είχε σηκωθεί από τους πρώτους κι ετοίμαζε τον μπόγο με τα χρειαζούμενα που θα έπαιρνε μαζί του. Ο Λάφιλος, σηκώθηκε από τις φωνές του Άρατου στους ναύτες, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και ετοιμάστηκε σε πολύ λίγο χρόνο. Ήπιε μια κούπα με κρασί και έφαγαν όλοι ψωμί με κρεμμύδια και ελιές που έβγαλαν από κάποιο πιθάρι που είχε γλυκό κόκκινο ξύδι. Η μυρουδιά του πλοίου, κάτι ανάμεσα σε θαλασσινή αύρα και εμετό από κρεμμύδι και κρασί, έκανε τον Λάφιλο ν’ ανακατευτεί. Κατέβηκε γρήγορα την ξύλινη σκάλα που συνέδεε το σκάφος με την στεριά, προχώρησε λίγα βήματα μακρύτερα και με το πρόσωπο προς την θάλασσα, πήρε βαθιά ανάσα. Καλό του έκανε! Κοίταξε γύρω του μες το γκρίζο του πρωινού. Κάποιοι ναύτες από άλλα πλοία, είχαν ήδη αρχίσει να ετοιμάζουν τους μπόγους για ξεφόρτωμα. Οι αχθοφόροι ήταν ακόμα λίγοι στον μόλο, αλλά του έκανε εντύπωση ότι υπήρχαν πόρνες στα πόστα τους. Κάποια ιερόδουλος που μάλλον είχε περάσει την τέταρτη δεκαετία της ζωής της, έστεκε στην άκρη της ακτής και είχε βάλει τα πόδια στο νερό. Κουνούσε το κεφάλι της πέρα δώθε σαν κατάρτι πλοίου σε φουσκοθαλασσιά και γέλαγε σαν να σκεφτόταν την νύχτα που πέρασε ή σαν να έκλαιγε με γέλια. Το πρόσωπό της ήταν σκαμμένο από τον χρόνο και με ότι αλοιφή περιποίησης κι αν είχε βάλει, δεν μπορούσε να κρύψει αυτές τις βαθιές ρυτίδες. Το στόμα της μεγάλο με λεπτά χείλια, βαμμένα στο κόκκινο του ηλιοβασιλέματος με χυμό κερασιού, άνοιγε σε εκείνο το παράξενο γέλιο και άφηναν να φανούν τα λιγοστά δόντια που της είχαν απομείνει. Τα μάτια της τα είχε βάψει γύρω - γύρω με κάποια μαύρη μπογιά που περισσότερο την έκαναν να μοιάζει με αποκρουστική ερινύα, παρά με θελκτική γυναίκα που θα έδινες τον οβολό σου, έστω κι ένα οβολό, για να περάσεις την νύχτα σου μαζί της. Τα χέρια απλωμένα στους μηρούς της, έμοιαζαν με χέρια ανθρώπου που έκανε σκληρή χειρωνακτική εργασία, με τις φλέβες να πετούν σ’ όλο το μήκος του βραχίονα και να μπλέκονται σε κουβάρι στο εσωτερικό του μπράτσου.
Γύρισε κι αντίκρισε τον Λάφιλο. Έμεινε να τον κοιτάζει χωρίς να μιλάει, μέχρι που ο Άρατος κατέβηκε από το πλοίο και πλησίασε τον σύντροφό του. Έκανε μια κίνηση προς την μεριά της πόρνης, σαν να έδιωχνε κάποιο σκυλί, προσπαθώντας να την διώξει πριν εκείνη προλάβει να τους μιλήσει.
-«Λοιπόν Καλύμνιε, έτοιμος να δεις την Ιερή πόλη; Την μεγάλη;». Γέλασε με το καταφατικό, γεμάτο ανυπομονησία κούνημα του κεφαλιού του φίλου του. Τον έπιασε απ’ τους ώμους και τον τράβηξε αντίθετα από το μέρος που καθόταν η γυναίκα. Ο Αμεινίας που είχε εν τω μεταξύ κατέβει φορτωμένος με τον μπόγο του ταξιδιού, πλησίασε κοντά τους χτυπώντας τα πόδια από λαχτάρα σαν μικρό πουλάρι. Οι τρεις τους τράβηξαν τον δρόμο μέσα από το λιμάνι και την μυρωδιά της μούχλας των σοκακιών, μιλώντας δυνατά και χαρούμενα σαν να πήγαιναν σε γιορτή ή γάμο. Οι ναύτες θα περίμεναν μέχρι ο καπετάνιος τους να γυρίσει, περιποιούμενοι το σκάφος. Η πόρνη τους κοίταζε μέχρι που χάθηκαν μετά τα πρώτα σπίτια και άρχισε να χαμογελάει σε  κάποιο μεσόκοπο ναύτη που έτυχε να περνάει δίπλα της. Ο ήλιος άρχισε να βάφει την θάλασσα με τα χρώματα της ελπίδας!

1 σχόλιο: