Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Μέσα στο θολό πρωινό, με το πέπλο της πάχνης να σέρνεται πάνω στα ξεραμένα αγριόχορτα, την ανατολή του ήλιου να τον τυφλώνει και την ευωδιά του θυμαριού να του ξεσηκώνει την ψυχή του, φορτώθηκε το μικρό του δισάκι στην πλάτη, ταχτοποίησε το κολοκυθένιο παγούρι του σφίγγοντας το ζωνάρι στο παλιό του ιμάτιο και έλεγξε τα σκοινιά που έδεναν το κάρο του με τον γιγάντιο επιβήτορα, το άτι που είχε αγοράσει δυό χρόνια πριν απ’ τον φίλο του τον Φιλόφρωνα από την Φλύα.
Σήκωσε το βλέμμα στο μικρό του σπιτάκι και στα γύρω χωράφια που περίμεναν την νέα σπορά. Ποτέ δεν είχε δικά του χτήματα, εκτός από ένα μικρό αμπελάκι, που του προμήθευε τον ετήσιο οίνο του, σε απόσταση ενός σταδίου ή ακόμα και δέκα διαύλων από τον συνοικισμό. Έμπορος ο Τελευτίας, ποτέ δεν ασχολήθηκε σοβαρά με την γη. Εκείνο που τον ένοιαζε πιότερο, ήταν το κρασί γιατί αυτό εμπορευόταν, μόνο που δεν πουλούσε το δικό του, αφού οι δουλειές του, δεν τον άφηναν να παράγει  καλή ποιότητα.
Το ταξίδι θ’ άρχιζε από τώρα και θα κρατούσε μέχρι να τελειώσει ο χειμώνας. Ήταν από τους λίγους εμπόρους που ταξίδευε χειμωνιάτικα, όλοι οι άλλοι προτιμούσαν τις ζέστες του καλοκαιριού, που ο καιρός και κατά συνέπεια η θάλασσα ήταν καλή. Εκείνος όμως ήθελε τον νέο οίνο και τον πρώτο μούστο που τώρα έβγαζαν οι αμπελουργοί.
Άρχισε να κατηφορίζει το μικρό σκονισμένο, γεμάτο χαλίκια μονοπάτι που οδηγούσε στους δήμους της Αθήνας. Ήδη είχε αφήσει αρκετά πίσω του τον Θορικό και γύρισε το βλέμμα για μια τελευταία ματιά. «Μια στάση στη Βραυρώνα», μονολόγησε, «το τάμα στη Θεά!». Έσφιξε ένα μικρό αγαλματίδιο, ξύλινο, φτιαγμένο από τον ίδιο. «Βοήθα με Αρτέμιδα, βοήθα με».
Χρόνια είχε να δει τον Αγήνορα στους Μυρρινούς. Καλός αμπελουργός, με κόκκινο σταφύλι και καλή κοπριά από τα δικά του πρόβατα. Γευόταν κιόλας τον άλικο χυμό. Χαμογέλασε. Ξεροκατάπιε, δίψασε!
Είχε περάσει τα πενήντα χρόνια της ζωής του. Μόνος του. Χωρίς γυναικεία συντροφιά, χωρίς παιδιά να τον νοιαστούν και να τα νοιαστεί. Λιγομίλητος και μοναχικός άνθρωπος. Ασχημάντρας. Μόνος , λες, χωρίς ένα συγγενή. Μόνο γνωστούς από το εμπόριο. Φίλοι; Όχι, δεν τους έπαιρνε για φίλους. Συνεργάτες; Ίσως. Φίδια επικίνδυνα. Μα αυτή ήταν η ζωή του! Μοναξιά και προφύλαξη. Τρομερό να μη μπορεί να πιστέψει τα λόγια που άκουγε από τους άλλους! Κι αυτό έγινε βίωμα, μονιμότητα, επεκτάθηκε και στους λόγους των συγχωριανών του αλλά και στα γυναικεία χείλη. Ακόμα και στα λόγια των ιερέων. «Έμποροι», έλεγε, «έμποροι όλοι τους». Κι έκλεινε την πόρτα της καρδιάς του, όλο και πιο πολύ κι άλλο κι άλλο, μέχρι που δεν μπορούσε ούτε την παραμικρή αχτίδα χαράς ή αγάπης, ξεγνοιασιάς ή ονείρου να περάσει. Κι αυτό τον έκανε ακόμη πιο άσχημο, ανυπόφορο κι ανεπιθύμητο στους άλλους. Μόνος του, ακόμη και ο ίδιος δεν καταλάβαινε τον λόγο της ύπαρξής του. Ζούσε για να ζει. Λες και ζώο. Ούτε κάποιο πάθος, ούτε καμιά επιθυμία. Αν και έμπορος, δεν ήταν ιδιαίτερα φιλοχρήματος ή τουλάχιστον δεν ήταν το χρήμα που κυριαρχούσε στη ζωή του. Το μόνο που τον ξεκούραζε ή μπορεί και να τον χαροποιούσε ακόμα, ο Παιώνιος, το μαύρο του σκυλί, που έφερε το όνομα του πιο μισητού του αντιπάλου.
«Και τώρα Παιώνιε», φώναξε, «πάμε να πάρουμε καλό κόκκινο κρασάκι!»
Το σκυλί κάτι γρύλλισε, σήκωσε το κεφάλι και άρχισε να τον ακολουθεί.
«Η Ασία μας περιμένει. Αλλά και η Μεσσήνη με την Εύβοια των Λεοντίνων μας περιμένουν. Το ίδιο και οι Συρακούσες και το Πάνορμο!»
Γέλασε. Ήξερε το ταξίδι, όπως γνώριζε και τους κινδύνους της χειμωνιάτικης θάλασσας. Δυό φορές πήγε να χάσει τη ζωή του πριν κάποια χρόνια. Μια όταν ληστές τον χτύπησαν κοντά στη Ραγούσα και την άλλη όταν το πλοίο του, φορτωμένο με υφάσματα και νησιώτικο, υπέροχο Σαμιώτικο κρασί, έπεσε στα βράχια έξω από το Βρινδίσιο στην Απουλία. Δυό φορές είχε χάσει όλο του το εμπόρευμα, αλλά η προνοητικότητα του δεν τον είχε αφήσει χρεωμένο σε πιστωτές. Μόνο που και τις δυό φορές αναγκάστηκε να μείνει μακριά από το σπίτι του, την μια στην Καμπανία, στη Ποσειδωνία την άλλη, στην Δικαιάρχεια, πάνω από χρόνο, μέχρι να βρει τρόπο να γυρίσει στην Ελλάδα. Κι όταν γύρισε και τις δυό φορές, βρήκε το σπίτι του λεηλατημένο. Αυτά έχει η μοναξιά! Κανένας πίσω να φροντίζει. Κανένας… Αναστέναξε και έσφιξε πιο δυνατά το αγαλματίδιο της Άρτεμης στην παλάμη του. Έριξε μια ματιά στον Παιώνιο κι εκείνος ανταπέδωσε. Και γρύλλισε πάλι… «Δόξα στην Άρτεμη», μονολόγησε, «έχω κι εσάς!» και χάιδεψε τη χαίτη του αλόγου του.
Είχε νυχτώσει σαν αντίκρισε το σπίτι του Αγήνορα. Δυό δαυλοί έδειχναν την είσοδο στο κτήμα και κάποιοι, δούλοι μάλλον, που ασχολούνταν με το στοίβαγμα κάποιων μεγάλων καλαθιών πρόσδιδαν ζωή στο τοπίο. Τα καλάθια αυτά, πολύ μεγάλα, χρησιμοποιούνταν για τον τρύγο, αλλά και για τις μεταφορές των αγαθών προς θυσία στα μεγάλα Διονύσια. Αλύχτησαν κάποια σκυλιά, απάντησε ο Παίωνας και η πόρτα του σπιτιού άνοιξε. Μια λωρίδα φωτός σημάδεψε τον δρόμο μέχρι την πύλη και μια σκιά άρχισε να πλησιάζει τον κατασκονισμένο ταξιδιώτη.  Μεταγειτνιών και ακόμη τα πρωτοβρόχια να έρθουν, κάποιες  άλλες σκιές πλησίασαν κι αυτές, μόνο λίγο πιο πίσω. Το χέρι που σηκώθηκε σε χαιρετισμό, έλαμψε κάποια στιγμή. Δαχτυλίδι! Συνήθισαν τα μάτια του Τελευτία στην αντίθεση του φωτός. Σήκωσε και αυτός το χέρι σε ανταπόδοση. Το δεξί, αυτό που επιτάσσει η σωστή αγωγή. Το άλλο κράταγε το θηριώδες άτι. Ο Παίωνας κούνησε την ουρά του και ξάπλωσε στο ξεραμένο χώμα. Περίμενε κάποιο νεύμα.
«Χαίρε φίλε Τελευτία», ακούστηκε η φωνή του Αγήνορα. Πλησίασε, ένας κακομαθημένος άντρας της ίδιας πάνω – κάτω ηλικίας με το κεφάλι ψηλά. Φορούσε ακριβό χιτώνα με χρυσή πόρπη και δερμάτινα σανδάλια. Στα δάχτυλα  λαμποκοπούσαν δαχτυλίδια με διάφορες πέτρες. Τελείως αταίριαστα όλα με το τοπίο. Έδειχνε τα πλούτη του. Αυτός ο πρώην φτωχός αγρότης, μεγάλος τώρα ιδιοκτήτης αμπελιών. Του έκανε εντύπωση αυτή η επίδειξη, αυτή η διαφορά από τους δυό γιούς του που ακολουθούσαν με φτωχικούς χιτώνες, ένα ιμάτιο, μπορεί και το ίδιο όλο το χρόνο, όπως φανέρωνε η εκτεταμένη φθορά, με τα φτηνά σανδάλια από σκοινί και με το κεφάλι ελαφρώς σκυμμένο μπροστά στον πατέρα.
Τα μάτια του Αγήνορα έβλεπαν ίσια στο πρόσωπο του «φίλου» του και το χαμόγελό του έδειξε μια σειρά από σχεδόν λευκά, για την ηλικία του, δόντια:
-«Περιμένω να μου πεις ότι απέκτησες γυναίκα αγαπητέ μου φίλε. Θα το ακούσω ή όχι;»
Ο Τελευτίας μειδίασε. Το αριστερό του χέρι χάιδεψε τα γένια του, κίνηση συνηθισμένη όταν ένιωθε αμηχανία.
-«Υπάρχει γυναίκα να με θέλει;», γέλασε.
-«Αν ήσουν από την Λακεδαίμονα φίλε μου, δεν θα έφταναν τα λεφτά σου να πληρώνεις το ειδικό πρόστιμο του αγαμίου. Αλλά τα λέμε αργότερα, πέρασε μέσα, θα είσαι κουρασμένος».
Δυό δούλοι, υπακούοντας στη σιγανή διαταγή των γιών του Αγήνορα, φρόντισαν για το άλογο και το κάρο. Και για τον Παίωνα, όχι βέβαια χωρίς κάποιο φόβο.

1 σχόλιο: