Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Το αλύχτισμα ακούστηκε ξανά από την αυλή, μόνο που αυτή τη φορά ήταν από λίγο πιο μακριά. Και κάποια κίνηση από το ίδιο σημείο. Ένας από τους δούλους του Αγήνορα κίνησε να δει, μετά από νεύμα του αφεντικού του. Πήρε ένα δαυλό και σε λίγο χάθηκε στο σκοτάδι που είχε πλημμυρίσει τον περίβολο του σπιτιού.
Οι άντρες στο τραπέζι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, χωρίς να δώσουν όμως μεγάλη σημασία σε αυτό. Η Ελπινίκη σηκώθηκε και έφερε ένα πήλινο πιάτο με μελόπιτες και σταφύλια. Χαμογέλασε στον Τελευτία και άφησε μια σειρά από κατάλευκα δόντια, να χαρίσουν μια λάμψη στο πρόσωπο του εμπόρου. Κάθισε δίπλα του και του πρόσφερε το δικό της μαχαίρι. Το άφησε δίπλα στο πήλινο πιάτο του. Εκείνος έκανε να το πιάσει, το χέρι του ακούμπησε τα δάχτυλα της οικοδέσποινας και μια ανατριχίλα ανέβηκε από την μέση του μέχρι το σβέρκο, κάνοντας τις τρίχες να σηκωθούν. Την κοίταξε. Το χαμόγελό της υπήρχε πάντα εκεί, σ’ εκείνο το υπέροχο στόμα, ή αυτό που έβλεπε εκείνος σαν υπέροχο στόμα. Δεν έκανε να τραβήξει την παλάμη της, αλλά λες και καθυστερούσε επίτηδες, για να έχει αυτή την επαφή, καμώθηκε ότι ίσιωνε το πιάτο του. Αλλά δεν τα κατάφερνε, ειδάλλως δεν δικαιολογείται η τόση επιμονή της. Ο μηρός της ακούμπησε στο πόδι του άντρα που σχεδόν κοκκίνισε. Του άρεσε! Ήθελε όσο τίποτα να βάλει την παλάμη του πάνω σε αυτόν τον σκληρό μηρό. Κρατήθηκε, κοίταξε ένοχα τον Αγήνορα και ησύχασε σαν κατάλαβε ότι το βλέμμα του άντρα ήταν στραμμένο στην πόρτα. Χαμογέλασε και εκείνος και αντιλήφθηκε ξαφνικά ότι τα μάτια της γυναίκας είχαν αποκτήσει βάθος πολλών σταδίων. Και κάτι σαν μυστικότητα, ίσως και επιθυμία. Δεν ήταν καλός με τις γυναίκες, άπειρος, αφού όλη του η εμπειρία περιοριζόταν σε «κοινές», στην Απουλία ή στην Καμπανία. Και εκεί δεν χρειαζόταν καμία στρατηγική ή ευγένεια. Μόνο λεφτά. Αυτές οι ιέρειες τον «μεγάλωσαν» σαν άντρα. Αυτές και τα πρόστυχα κόλπα τους.
Ο Αγήνορας σηκώθηκε από το τραπέζι και έκανε να βγει στην αυλή. Εξαφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Σε λίγο ακούστηκε ο ήχος από κατούρημα στο χώμα. Ίσως και κάτι θόρυβοι πολύ πιο απρεπείς.
Η Ελπινίκη κοίταξε ξανά τον Τελευτία και κούνησε το κεφάλι, σαν να του έλεγε: «Είδες;». προσπάθησε ν’ αποφύγει το βλέμμα της, μάταια όμως. Προσπαθούσε να καταπνίξει την φούντωσή του, να κρατήσει τα χέρια πάνω στο τραπέζι και το μυαλό μέσα στο κεφάλι. Δύσκολο, αλλά έπρεπε. Αυτά τα μάτια όμως… τον ενοχλούσαν αφάνταστα. Και ευχάριστα. Γύρισε προς την πόρτα. Ο Αγήνορας έκανε την εμφάνισή του με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ένας, σεβαστού μεγέθους λεκές είχε κάνει την εμφάνισή του ανάμεσα στα σκέλια. Τίναξε τα δάχτυλα στον αέρα.
-«Ακόμα αυτό το παλιόσκυλο να γυρίσει;», έψαξε για τον δούλο του. «Ανάθεμα το κεφάλι του».
Έκατσε στο τραπέζι και ρεύτηκε: «Μωρέ γυναίκα, βαριά η συκόπιτα σου. Μου κάθισε !!!! Άντε λοιπόν Τελευτία, άντε άλλο ένα κρασάκι. Με την μελόπιτα πάει καλά. Αν θέλεις να σου φέρουν και δαφνόφυλλα να βάλεις μέσα, Θεϊκό πιόμα»
-«Σε ευχαριστώ, αλλά νομίζω θα σταματήσω εδώ. Βλέπεις η κούραση και η ζέστη, μάλλον με «έριξαν». Νομίζω πως θα αποσώσω αυτή την κούπα που έχω και αν θέλεις να μου δώσεις ένα χώρο να περάσω την νύχτα μου. Θα σου ήμουν ευγνώμων. Έλεγα αύριο να συζητούσαμε λίγο για τον μούστο σου και αν καταλήξουμε κάπου…», γύρισε προς την Ελπινίκη: «… και αν δεν εκμεταλλεύομαι την φιλοξενία σας, να έφευγα μεθαύριο. Ξημερώματα…»
-«Ναι βρε φίλε, μην ανησυχείς. Θα σε βολέψουμε κάπου. Μεγάλο σπίτι έχω, τι λες; Μα την Αθηνά, κάπου θα βολευτείς»
-«Δεν με νοιάζει όπου και να ναι. Στο στάβλο πρέπει να έχεις χώρο»
Στην πόρτα έκανε την εμφάνιση του ο δούλος που είχε φύγει να δει για τον θόρυβο στην αυλή. Έδειχνε αμήχανος και στα χέρια του κρατούσε ένα δέμα. Ένα κομμάτι πανί που … κουνιότανε! Μια κοίταγε τον αφέντη του, μια το δέμα. Μια χαμογελούσε και μια προσπαθούσε να πει κάτι σοβαρός. Δεν τα κατάφερνε καλά.
-«Τι είναι ρε; Τι είναι αυτό που κρατάς; Μίλα βρε ανάθεμα τον γονιό που σ’ έκανε…»
-«Δεν ξέρω αφέντη … το βρήκα κάτω… στα ξύλα στην άκρη του σπιτιού. Παιδάκι είναι, μωρό… αγοράκι… και είναι μικρό, πολύ μικρό…»
-«Τι λες βρε! Για να δω. Άκου μωρό! Και γιατί δεν κλαίει βρε αφού είναι μωρό; Τα μικρά κλαίνε. Μην είναι κανένα κουνάβι; Για φέρτο εδώ…»
-«Μωρό ανθρωπάκι είναι αφέντη… να δες κι εσύ. Και είναι και όμορφο! Να δες…»
Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Κανείς τους δεν μπορούσε να ψελλίσει κάτι, εκτός του δούλου που σχεδόν έκλαιγε, φοβούμενος την αντίδραση του αφεντικού του. Η Ελπινίκη, σηκώθηκε αλλά έμεινε ακίνητη. Ούτε το ένστικτο της μάνας την έκανε να κινηθεί προς το μικρό ανθρωπάκι. Ο δούλος, τέντωσε τα χέρια του, προσπαθώντας κάπου να το δώσει, μα κανείς τους δεν ήθελε ούτε καν να πλησιάσει. Ο Τελευτίας, βρήκε πρώτος την ανάσα του και συνάμα την μιλιά του. Πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και για δεύτερη φορά εκείνη την μέρα, ένιωσε κάτι σαν ζέστη, μια θαλπωρή να τον κυριεύει. Ανασήκωσε το πανί που σκέπαζε το μικρό ανθρωπάκι. Δυο γαλάζια μάτια σε σχήμα αμυγδάλου, τον έβλεπαν κατευθείαν στην καρδιά. Δεν έκλαιγε, αντίθετα χαμογελούσε και έβγαλε ένα ήχο, από αυτούς που τα μωρά κάνουν όταν θέλουν να τρελάνουν τους μεγάλους. Κοίταξε καλύτερα ανάμεσα στα πόδια. Αγόρι. Τα λίγα του μαλάκια είχαν το χρώμα του χρυσού και το δέρμα ήταν λευκό και ροζ. Φαινόταν καλοταϊσμένο και περιποιημένο. Καθαρό λες και μόλις το σήκωσαν από το κρεβατάκι του. Και δεν φοβόταν! Κάποια στιγμή, του χάρισε κι ένα μεγάλο χαμόγελο! Γύρισε τα μάτια του στην Ελπινίκη, και της χάρισε κι εκείνης ένα χαμόγελο.
-«Βάλτο πάνω στο τραπέζι», ακούστηκε η φωνή του Αγήνορα. «Νομίζω ότι δεν πρέπει έτσι εύκολα να το υπολογίζουμε. Ποιος ξέρει ποιού σκλάβου μπάσταρδο είναι. Μάθανε τώρα, κάθε μούλικο που δεν μπορούν να το μεγαλώσουν… τι θέλουν και τα κάνουν;»
Ο Τελευτίας λες και υπάκουσε στην διαταγή του «φίλου» του, απίθωσε το μικρό στο κέντρο του τραπεζιού. Εκείνο πάλι, μέσα στην ομορφιά του, (κάποιος είπε ότι έμοιαζε με τον Θεό Απόλλωνα σε βρεφική ηλικία), κοίταζε όλους αυτούς τους άγνωστους που είχαν μαζευτεί πάνω του. Πρέπει να του φάνηκαν αδιάφοροι, αφού το μικρό του στοματάκι, άνοιξε σε ένα μεγάλο χασμουρητό. Σε λίγα λεπτά, κοιμόταν, χωρίς να νοιάζεται για τους άλλους γύρω του.
-«Και τι κάνουμε τώρα;», ρώτησε η γυναίκα. «Δεν μπορούμε μες την νύχτα να ψάξουμε για τους γονείς του, ούτε και να το πετάξουμε»
-«Εμ, βέβαια. Νύχτα το αφήνουνε, για να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Σου λένε μέχρι να ξημερώσει, θα έχουμε φύγει και άντε να μας βρούνε… έτσι θα το κρατήσουν. Αμ, προτιμώ να το ρίξω στα σκυλιά το μπάσταρδο… ακούς εκεί να μου το φορτώσουν!». Ο Αγήνορας τώρα, ίσως και από την επίδραση του κρασιού, ήταν έξαλλος.
Οι δούλοι είχαν μαζευτεί σε μια γωνιά και παρακολουθούσαν αμίλητοι και φοβισμένοι. Το ίδιο και οι δυό γιοί του μαινόμενου εμπόρου. Μόνο η Ελπινίκη και ο Τελευτίας κρατούσαν το βλέμμα τους πάνω στο μικρό πλασματάκι με κάποια συμπάθεια. Η οικοδέσποινα πήρε την πρωτοβουλία να το σηκώσει και να του χαϊδέψει το σχεδόν καραφλό κεφαλάκι. Ήταν ζεστό, με αυτή την μωρουδιάστικη ζέστη και μύριζε, με την ευαισθησία που μυρίζει το νεογέννητο δέρμα. Το έσφιξε στην αγκαλιά της και γύρισε προς το δωμάτιό της.
-«Που πας; Μπορώ να μάθω για πού το έβαλες με αυτό το τσόγλανο;»
Η γυναίκα σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι, τόσο απότομα που τα μαλλιά της ανέμισαν στον αέρα. Δεν είπε κουβέντα, αλλά αν τα μάτια της είχαν μαχαίρια, τώρα ο άντρας της θα κείτονταν σφαγμένος στο δάπεδο. Ξαναγύρισε και έκλεισε την κουρελού που χώριζε το δωμάτιό της από το χώρο που ήταν οι υπόλοιποι. Ο Αγήνορας, δεν είπε άλλη κουβέντα, μόνο έβαλε μια κούπα κρασί, έριξε και λίγο ροδόνερο μέσα και το ήπιε μονορούφι. Καθόταν με την πλάτη προς το δωμάτιο. Καθάρισε με τον βραχίονα τα μούσια του από το κρασί που είχε χυθεί. Νόμισε ότι άκουσε ένα μουρμουρητό, κάτι σαν νανούρισμα. Δεν αντέδρασε. Η ντροπή του, από την «ανταρσία» της γυναίκας, ήταν μεγάλη. Κοίταξε τον φίλο του. Εκείνος έδειξε να μην καταλαβαίνει την ατιμωτική στάση της Ελπινίκης. Τα πράγματα κάπως ηρέμισαν.
-«Εμ, τι να κάνεις φίλε μου, μοίρα σκληρή για το παιδάκι, αλλά καταλαβαίνεις ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν σε σας τους πλούσιους». Ο Τελευτίας προσπαθούσε να τον ησυχάσει και να λήξει το θέμα προς το παρόν εκεί. Και φαίνεται ότι το κόλπο του έπιασε, αφού ο άλλος, στο άκουσμα της λέξης «πλούσιος», τέντωσε όλο περηφάνια τη μέση του.
-«Ναι, έτσι είναι… τι να κάνουμε κι εμείς!», απάντησε. «Άντε τώρα να πιούμε λίγο ακόμα και μη μου ξαναπείς όχι και δικαιολογίες για κούραση και ζέστη. Άστα αυτά και πιες» και με μια γρήγορη κίνηση του γέμισε την κούπα με το κρασί. Του έριξε και δυό δαφνόφυλλα , του πέρασε και το υπόλοιπο από την τελευταία μελόπιτα. Ήπιαν αλλά δεν μιλούσαν. Και όταν δεν μιλάει ο αφέντης , κανείς δεν μιλάει.
Πέρασε την νύχτα του, σε μια γωνιά στον στάβλο, μακριά από τα άλογα που στέκονταν όρθια και κάθε τόσο χλιμίντριζαν ενοχλημένα. Οι σκλάβοι, του είχαν φροντίσει το μεγάλο άτι του. Το καθάρισαν και του έδωσαν να φάει φρέσκο σανό και να πιεί καθαρό δροσερό νερό. Ο Παίωνας είχε ξαπλώσει δίπλα στο αφεντικό του, ακοίμητος φρουρός στο πλευρό του.
Η Ελπινίκη τον επισκέφθηκε άυλη σαν σε όνειρο. «Θεοί, τι ομορφιά είναι αυτή!» σκέφτηκε πριν τον πάρει ο ύπνος. Ήξερε ότι θα την ξανάβλεπε και πάλι μόλις κοιμόταν και αυτό τον φόβιζε και τον ευχαριστούσε συνάμα. Είχε πολλή ζέστη και άνοιξε το ιμάτιό του. Ένα δασύτριχο στήθος έκανε την εμφάνισή του στο άνοιγμα. Οι μύες του, πέτρινοι από την σκληρή ζωή ξεπρόβαλαν γυαλιστεροί από τον ιδρώτα. Ψηλάφησε ή μάλλον χάιδεψε τους ώμους του, όπως θα έκανε κάποια σύντροφος στο κρεβάτι. Αναλογίστηκε την ασχήμια του. Μελαγχόλησε. Ένιωσε εξαντλημένος και παραδόθηκε στις αγκάλες του Μορφέως. Αύριο ξεκίναγε μια νέα δύσκολη μέρα!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Το αλύχτισμα ακούστηκε ξανά από την αυλή, μόνο που αυτή τη φορά ήταν από λίγο πιο μακριά. Και κάποια κίνηση από το ίδιο σημείο. Ένας από τους δούλους του Αγήνορα κίνησε να δει, μετά από νεύμα του αφεντικού του. Πήρε ένα δαυλό και σε λίγο χάθηκε στο σκοτάδι που είχε πλημμυρίσει τον περίβολο του σπιτιού.
Οι άντρες στο τραπέζι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, χωρίς να δώσουν όμως μεγάλη σημασία σε αυτό. Η Ελπινίκη σηκώθηκε και έφερε ένα πήλινο πιάτο με μελόπιτες και σταφύλια. Χαμογέλασε στον Τελευτία και άφησε μια σειρά από κατάλευκα δόντια, να χαρίσουν μια λάμψη στο πρόσωπο του εμπόρου. Κάθισε δίπλα του και του πρόσφερε το δικό της μαχαίρι. Το άφησε δίπλα στο πήλινο πιάτο του. Εκείνος έκανε να το πιάσει, το χέρι του ακούμπησε τα δάχτυλα της οικοδέσποινας και μια ανατριχίλα ανέβηκε από την μέση του μέχρι το σβέρκο, κάνοντας τις τρίχες να σηκωθούν. Την κοίταξε. Το χαμόγελό της υπήρχε πάντα εκεί, σ’ εκείνο το υπέροχο στόμα, ή αυτό που έβλεπε εκείνος σαν υπέροχο στόμα. Δεν έκανε να τραβήξει την παλάμη της, αλλά λες και καθυστερούσε επίτηδες, για να έχει αυτή την επαφή, καμώθηκε ότι ίσιωνε το πιάτο του. Αλλά δεν τα κατάφερνε, ειδάλλως δεν δικαιολογείται η τόση επιμονή της. Ο μηρός της ακούμπησε στο πόδι του άντρα που σχεδόν κοκκίνισε. Του άρεσε! Ήθελε όσο τίποτα να βάλει την παλάμη του πάνω σε αυτόν τον σκληρό μηρό. Κρατήθηκε, κοίταξε ένοχα τον Αγήνορα και ησύχασε σαν κατάλαβε ότι το βλέμμα του άντρα ήταν στραμμένο στην πόρτα. Χαμογέλασε και εκείνος και αντιλήφθηκε ξαφνικά ότι τα μάτια της γυναίκας είχαν αποκτήσει βάθος πολλών σταδίων. Και κάτι σαν μυστικότητα, ίσως και επιθυμία. Δεν ήταν καλός με τις γυναίκες, άπειρος, αφού όλη του η εμπειρία περιοριζόταν σε «κοινές», στην Απουλία ή στην Καμπανία. Και εκεί δεν χρειαζόταν καμία στρατηγική ή ευγένεια. Μόνο λεφτά. Αυτές οι ιέρειες τον «μεγάλωσαν» σαν άντρα. Αυτές και τα πρόστυχα κόλπα τους.
Ο Αγήνορας σηκώθηκε από το τραπέζι και έκανε να βγει στην αυλή. Εξαφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Σε λίγο ακούστηκε ο ήχος από κατούρημα στο χώμα. Ίσως και κάτι θόρυβοι πολύ πιο απρεπείς.
Η Ελπινίκη κοίταξε ξανά τον Τελευτία και κούνησε το κεφάλι, σαν να του έλεγε: «Είδες;». προσπάθησε ν’ αποφύγει το βλέμμα της, μάταια όμως. Προσπαθούσε να καταπνίξει την φούντωσή του, να κρατήσει τα χέρια πάνω στο τραπέζι και το μυαλό μέσα στο κεφάλι. Δύσκολο, αλλά έπρεπε. Αυτά τα μάτια όμως… τον ενοχλούσαν αφάνταστα. Και ευχάριστα. Γύρισε προς την πόρτα. Ο Αγήνορας έκανε την εμφάνισή του με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ένας, σεβαστού μεγέθους λεκές είχε κάνει την εμφάνισή του ανάμεσα στα σκέλια. Τίναξε τα δάχτυλα στον αέρα.
-«Ακόμα αυτό το παλιόσκυλο να γυρίσει;», έψαξε για τον δούλο του. «Ανάθεμα το κεφάλι του».
Έκατσε στο τραπέζι και ρεύτηκε: «Μωρέ γυναίκα, βαριά η συκόπιτα σου. Μου κάθισε !!!! Άντε λοιπόν Τελευτία, άντε άλλο ένα κρασάκι. Με την μελόπιτα πάει καλά. Αν θέλεις να σου φέρουν και δαφνόφυλλα να βάλεις μέσα, Θεϊκό πιόμα»
-«Σε ευχαριστώ, αλλά νομίζω θα σταματήσω εδώ. Βλέπεις η κούραση και η ζέστη, μάλλον με «έριξαν». Νομίζω πως θα αποσώσω αυτή την κούπα που έχω και αν θέλεις να μου δώσεις ένα χώρο να περάσω την νύχτα μου. Θα σου ήμουν ευγνώμων. Έλεγα αύριο να συζητούσαμε λίγο για τον μούστο σου και αν καταλήξουμε κάπου…», γύρισε προς την Ελπινίκη: «… και αν δεν εκμεταλλεύομαι την φιλοξενία σας, να έφευγα μεθαύριο. Ξημερώματα…»
-«Ναι βρε φίλε, μην ανησυχείς. Θα σε βολέψουμε κάπου. Μεγάλο σπίτι έχω, τι λες; Μα την Αθηνά, κάπου θα βολευτείς»
-«Δεν με νοιάζει όπου και να ναι. Στο στάβλο πρέπει να έχεις χώρο»
Στην πόρτα έκανε την εμφάνιση του ο δούλος που είχε φύγει να δει για τον θόρυβο στην αυλή. Έδειχνε αμήχανος και στα χέρια του κρατούσε ένα δέμα. Ένα κομμάτι πανί που … κουνιότανε! Μια κοίταγε τον αφέντη του, μια το δέμα. Μια χαμογελούσε και μια προσπαθούσε να πει κάτι σοβαρός. Δεν τα κατάφερνε καλά.
-«Τι είναι ρε; Τι είναι αυτό που κρατάς; Μίλα βρε ανάθεμα τον γονιό που σ’ έκανε…»
-«Δεν ξέρω αφέντη … το βρήκα κάτω… στα ξύλα στην άκρη του σπιτιού. Παιδάκι είναι, μωρό… αγοράκι… και είναι μικρό, πολύ μικρό…»
-«Τι λες βρε! Για να δω. Άκου μωρό! Και γιατί δεν κλαίει βρε αφού είναι μωρό; Τα μικρά κλαίνε. Μην είναι κανένα κουνάβι; Για φέρτο εδώ…»
-«Μωρό ανθρωπάκι είναι αφέντη… να δες κι εσύ. Και είναι και όμορφο! Να δες…»
Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Κανείς τους δεν μπορούσε να ψελλίσει κάτι, εκτός του δούλου που σχεδόν έκλαιγε, φοβούμενος την αντίδραση του αφεντικού του. Η Ελπινίκη, σηκώθηκε αλλά έμεινε ακίνητη. Ούτε το ένστικτο της μάνας την έκανε να κινηθεί προς το μικρό ανθρωπάκι. Ο δούλος, τέντωσε τα χέρια του, προσπαθώντας κάπου να το δώσει, μα κανείς τους δεν ήθελε ούτε καν να πλησιάσει. Ο Τελευτίας, βρήκε πρώτος την ανάσα του και συνάμα την μιλιά του. Πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και για δεύτερη φορά εκείνη την μέρα, ένιωσε κάτι σαν ζέστη, μια θαλπωρή να τον κυριεύει. Ανασήκωσε το πανί που σκέπαζε το μικρό ανθρωπάκι. Δυο γαλάζια μάτια σε σχήμα αμυγδάλου, τον έβλεπαν κατευθείαν στην καρδιά. Δεν έκλαιγε, αντίθετα χαμογελούσε και έβγαλε ένα ήχο, από αυτούς που τα μωρά κάνουν όταν θέλουν να τρελάνουν τους μεγάλους. Κοίταξε καλύτερα ανάμεσα στα πόδια. Αγόρι. Τα λίγα του μαλάκια είχαν το χρώμα του χρυσού και το δέρμα ήταν λευκό και ροζ. Φαινόταν καλοταϊσμένο και περιποιημένο. Καθαρό λες και μόλις το σήκωσαν από το κρεβατάκι του. Και δεν φοβόταν! Κάποια στιγμή, του χάρισε κι ένα μεγάλο χαμόγελο! Γύρισε τα μάτια του στην Ελπινίκη, και της χάρισε κι εκείνης ένα χαμόγελο.
-«Βάλτο πάνω στο τραπέζι», ακούστηκε η φωνή του Αγήνορα. «Νομίζω ότι δεν πρέπει έτσι εύκολα να το υπολογίζουμε. Ποιος ξέρει ποιού σκλάβου μπάσταρδο είναι. Μάθανε τώρα, κάθε μούλικο που δεν μπορούν να το μεγαλώσουν… τι θέλουν και τα κάνουν;»
Ο Τελευτίας λες και υπάκουσε στην διαταγή του «φίλου» του, απίθωσε το μικρό στο κέντρο του τραπεζιού. Εκείνο πάλι, μέσα στην ομορφιά του, (κάποιος είπε ότι έμοιαζε με τον Θεό Απόλλωνα σε βρεφική ηλικία), κοίταζε όλους αυτούς τους άγνωστους που είχαν μαζευτεί πάνω του. Πρέπει να του φάνηκαν αδιάφοροι, αφού το μικρό του στοματάκι, άνοιξε σε ένα μεγάλο χασμουρητό. Σε λίγα λεπτά, κοιμόταν, χωρίς να νοιάζεται για τους άλλους γύρω του.
-«Και τι κάνουμε τώρα;», ρώτησε η γυναίκα. «Δεν μπορούμε μες την νύχτα να ψάξουμε για τους γονείς του, ούτε και να το πετάξουμε»
-«Εμ, βέβαια. Νύχτα το αφήνουνε, για να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Σου λένε μέχρι να ξημερώσει, θα έχουμε φύγει και άντε να μας βρούνε… έτσι θα το κρατήσουν. Αμ, προτιμώ να το ρίξω στα σκυλιά το μπάσταρδο… ακούς εκεί να μου το φορτώσουν!». Ο Αγήνορας τώρα, ίσως και από την επίδραση του κρασιού, ήταν έξαλλος.
Οι δούλοι είχαν μαζευτεί σε μια γωνιά και παρακολουθούσαν αμίλητοι και φοβισμένοι. Το ίδιο και οι δυό γιοί του μαινόμενου εμπόρου. Μόνο η Ελπινίκη και ο Τελευτίας κρατούσαν το βλέμμα τους πάνω στο μικρό πλασματάκι με κάποια συμπάθεια. Η οικοδέσποινα πήρε την πρωτοβουλία να το σηκώσει και να του χαϊδέψει το σχεδόν καραφλό κεφαλάκι. Ήταν ζεστό, με αυτή την μωρουδιάστικη ζέστη και μύριζε, με την ευαισθησία που μυρίζει το νεογέννητο δέρμα. Το έσφιξε στην αγκαλιά της και γύρισε προς το δωμάτιό της.
-«Που πας; Μπορώ να μάθω για πού το έβαλες με αυτό το τσόγλανο;»
Η γυναίκα σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι, τόσο απότομα που τα μαλλιά της ανέμισαν στον αέρα. Δεν είπε κουβέντα, αλλά αν τα μάτια της είχαν μαχαίρια, τώρα ο άντρας της θα κείτονταν σφαγμένος στο δάπεδο. Ξαναγύρισε και έκλεισε την κουρελού που χώριζε το δωμάτιό της από το χώρο που ήταν οι υπόλοιποι. Ο Αγήνορας, δεν είπε άλλη κουβέντα, μόνο έβαλε μια κούπα κρασί, έριξε και λίγο ροδόνερο μέσα και το ήπιε μονορούφι. Καθόταν με την πλάτη προς το δωμάτιο. Καθάρισε με τον βραχίονα τα μούσια του από το κρασί που είχε χυθεί. Νόμισε ότι άκουσε ένα μουρμουρητό, κάτι σαν νανούρισμα. Δεν αντέδρασε. Η ντροπή του, από την «ανταρσία» της γυναίκας, ήταν μεγάλη. Κοίταξε τον φίλο του. Εκείνος έδειξε να μην καταλαβαίνει την ατιμωτική στάση της Ελπινίκης. Τα πράγματα κάπως ηρέμισαν.
-«Εμ, τι να κάνεις φίλε μου, μοίρα σκληρή για το παιδάκι, αλλά καταλαβαίνεις ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν σε σας τους πλούσιους». Ο Τελευτίας προσπαθούσε να τον ησυχάσει και να λήξει το θέμα προς το παρόν εκεί. Και φαίνεται ότι το κόλπο του έπιασε, αφού ο άλλος, στο άκουσμα της λέξης «πλούσιος», τέντωσε όλο περηφάνια τη μέση του.
-«Ναι, έτσι είναι… τι να κάνουμε κι εμείς!», απάντησε. «Άντε τώρα να πιούμε λίγο ακόμα και μη μου ξαναπείς όχι και δικαιολογίες για κούραση και ζέστη. Άστα αυτά και πιες» και με μια γρήγορη κίνηση του γέμισε την κούπα με το κρασί. Του έριξε και δυό δαφνόφυλλα , του πέρασε και το υπόλοιπο από την τελευταία μελόπιτα. Ήπιαν αλλά δεν μιλούσαν. Και όταν δεν μιλάει ο αφέντης , κανείς δεν μιλάει.
Πέρασε την νύχτα του, σε μια γωνιά στον στάβλο, μακριά από τα άλογα που στέκονταν όρθια και κάθε τόσο χλιμίντριζαν ενοχλημένα. Οι σκλάβοι, του είχαν φροντίσει το μεγάλο άτι του. Το καθάρισαν και του έδωσαν να φάει φρέσκο σανό και να πιεί καθαρό δροσερό νερό. Ο Παίωνας είχε ξαπλώσει δίπλα στο αφεντικό του, ακοίμητος φρουρός στο πλευρό του.
Η Ελπινίκη τον επισκέφθηκε άυλη σαν σε όνειρο. «Θεοί, τι ομορφιά είναι αυτή!» σκέφτηκε πριν τον πάρει ο ύπνος. Ήξερε ότι θα την ξανάβλεπε και πάλι μόλις κοιμόταν και αυτό τον φόβιζε και τον ευχαριστούσε συνάμα. Είχε πολλή ζέστη και άνοιξε το ιμάτιό του. Ένα δασύτριχο στήθος έκανε την εμφάνισή του στο άνοιγμα. Οι μύες του, πέτρινοι από την σκληρή ζωή ξεπρόβαλαν γυαλιστεροί από τον ιδρώτα. Ψηλάφησε ή μάλλον χάιδεψε τους ώμους του, όπως θα έκανε κάποια σύντροφος στο κρεβάτι. Αναλογίστηκε την ασχήμια του. Μελαγχόλησε. Ένιωσε εξαντλημένος και παραδόθηκε στις αγκάλες του Μορφέως. Αύριο ξεκίναγε μια νέα δύσκολη μέρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου