Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29
Ο Λάφιλος γύρισε πλευρό, μήπως και σταματήσει αυτόν τον θόρυβο. Ένας έντονος ήχος που του τρυπούσε τ’ αυτιά και τον αναστάτωνε, διώχνοντας το νησί του απ’ το μυαλό. Διώχνοντας αυτή την υπέροχη εικόνα που, όλη νύχτα, κυριαρχούσε στο όνειρό του.
Ανακάθισε ζαλισμένος απ’ την απότομη έγερση και προσπάθησε να καταλάβει την προέλευση αυτής της συνεχόμενης ακουστικής καταιγίδας. Είδε τους δυό Σπαρτιάτες να έχουν φορέσει ήδη τις πανοπλίες τους και τον Τελευτία να ζώνεται το μεγάλο του σπαθί.
Η νύχτα ακόμη δεν είχε εγκαταλείψει τα βουνά στον ορίζοντα. Το φεγγάρι φωτεινό και μεγαλόπρεπο έστεκε κρεμασμένο στο μαύρο χάος με τ’ αστέρια, λες κεντήματα σε σκουρόχρωμο βελούδο, να κοροϊδεύουν τους θνητούς με την αλαζονεία της απόστασης.
Οι σάλπιγγες ηχούσαν περισσότερο από δέκα λεπτά, καλώντας όλο το στράτευμα, σε συγκέντρωση, με την μέγιστη δυνατόν τάξη αλλά και την ταχύτητα που έκανε την Αθηναϊκή οπλιτική φάλαγγα έναν φοβερό, φονικό σχηματισμό.
Γύρισε προς τον μικρό Αμεινία. Τον είδε να κοιμάται ακόμα, με τις παλάμες του να προσπαθούν να βουλώσουν τα αυτιά. Τον σκούντηξε απότομα. Ο μικρός έδειξε να ενοχλείται :
-«Άσε με λίγο ακόμα, δεν έχει φέξει… Άσε με…»
Ο Λάφιλος γέλασε με το αστείο μουτράκι του μικρού και αποφάσισε να τον αφήσει ήσυχο να συνεχίσει τον ύπνο του. Έτσι κι αλλιώς η συγκέντρωση ήταν μόνο για τους μάχιμους στρατιώτες. Σηκώθηκε και προσπάθησε ν’ αρματωθεί με την πανοπλία που είχε φροντίσει να τον προμηθεύσει ο Αθηναϊκός στρατός. Φόρεσε τον δερμάτινο θώρακα, με την βοήθεια του Λίχη, πήρε και έδεσε την θήκη με το μεγάλο ξίφος στα αριστερά του, πήρε το δόρυ και το κράνος του. Προσπάθησε να σηκώσει την ασπίδα. Την βρήκε εξαιρετικά βαριά. «Πρωί είναι ακόμα…», σκέφτηκε ελπίζοντας ν’ αποκτήσει τις δυνάμεις του, στη διάρκεια της μέρας. Κοίταξε τον μικρό του σύντροφο που είχε αποκοιμηθεί και πάλι… Ακολούθησε τους υπόλοιπους στο στενό μονοπάτι, προς τον χώρο της συγκέντρωσης. Χιλιάδες δάδες, έκαναν την πεδιάδα να φωτίζει από την τρεμάμενη φωτιά τους. Της έδιναν μια εξωπραγματική εικόνα, με την κίνηση τόσων πολλών στρατιωτών. Ο νησιώτης προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του ανθρώπινου πλήθους. Ποτέ του δεν είχε δει τέτοια και τόσο μεγάλη συγκέντρωση, όλο του το νησί δεν είχε τόσο πληθυσμό. Δεν ήξερε αν είχε έρθει η ώρα για μάχη. Σαν κοτόπουλο πήγαινε όπου τον έσπρωχναν οι άλλοι, ακολουθούσε το δρόμο των άλλων και άρχισε να βρίζει, όπως έβριζαν και οι άλλοι. Δεν ήξερε, καν, όπως και κανένας απ’ τους υπόλοιπους στρατιώτες, που στην κατάρα ήταν οι βάρβαροι. Νοστάλγησε τον φίλο του τον Άρατο που τον είχαν στείλει στα πλοία, εκεί που περισσότερο ανήκε. «Έκανε το όνειρό του πραγματικότητα…», σκέφτηκε. «Τώρα θα είναι πάνω σε κάποια τριήρη και θα κομπάζει από περηφάνια όταν τελειώσουν όλα αυτά!».
Κάποιος από πίσω τον έσπρωξε δυνατά με την ασπίδα και παραπάτησε, μπόρεσε όμως να κρατήσει την ισορροπία του, στηριζόμενος στο κορμό κάποιου δέντρου. Το βλέμμα του έψαξε τον Τελευτία και τους δυό Σπαρτιάτες, αλλά μάταια. Είχαν χαθεί μέσα στο πλήθος των στρατιωτών, στις ασπίδες, που, καλογυαλισμένες αντανακλούσαν το φως της σελήνης και των δαυλών και στο δάσος των δοράτων, που όρθια, απειλούσαν τα ουράνια. Τα μάτια του έπεσαν στο βάθος, στη μεγάλη σκηνή των στρατηγών. Αν και η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη, μπορούσε να ξεχωρίσει τις από κει προερχόμενες φωνές. Ανησύχησε με την έντασή τους. Σκέφτηκε ότι αυτή η αναστάτωση δεν ήταν μια απλή άσκηση. Μπορούσε να διακρίνει καθαρά, πολλούς αξιωματικούς να περιμένουν διαταγές, περπατώντας νευρικά έξω απ’ την μεγάλη σκηνή, ενώ η φρουρά είχε αυξηθεί δραματικά, με τον τριπλάσιο αριθμό φρουρών.
Τα μεγάλα λάβαρα της Αθηναϊκής πολιτείας, ανέμιζαν με τον χαρακτηριστικό ήχο του λινού πανιού τους, τα χρώματά τους, την περηφάνια τους αλλά και την ετοιμότητά τους στον νυχτερινό αγέρα.
Στην κορυφογραμμή του ορίζοντα, φάνηκε μια λευκή λωρίδα φωτός. Επιτέλους ο νυσταγμένος ήλιος, αποφάσισε να ξαναχαρίσει στους ανθρώπους την ζωοδότρα λάμψη του. Μπόρεσε να δει καλύτερα, ενώ έτρεχε πια, παροτρυνόμενος από τα σκουντήματα και τις σπρωξιές των άλλων, προς το σημείο της παράταξης, έναν άντρα με μεγαλόπρεπο παρουσιαστικό και χάλκινο θώρακα, να βγαίνει από την μεγάλη σκηνή, με τους φρουρούς να παραμερίζουν για να περάσει. Τον χαιρέτισαν, αυτός όμως δεν έδωσε σημασία. Σε λίγο ακολούθησαν και άλλοι. Φαίνονταν αριστοκρατικής καταγωγής, αν έκρινε σωστά, από τον τρόπο που έστεκαν. Κινήθηκαν προς τους άλλους, τους κατώτερους αξιωματικούς και ακολούθησε μια ολιγόλεπτη συζήτηση.
Έφτασε στο χώρο συγκέντρωσης και συναντήθηκε πάλι με τους χαμένους του συντρόφους. Περίμεναν τώρα τις διαταγές των ανωτέρων τους. Εκτός των δυό Σπαρτιατών που γελούσαν παρατηρώντας τους νεαρούς Αθηναίους στρατιώτες που για πρώτη φορά βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση, όλοι οι άλλοι, μεγάλοι και μικροί, έμπειροι ή όχι, ένοιωθαν ένα σφίξιμο στο στομάχι. Αυτή η αβεβαιότητα, του τι πρόκειται να γίνει, τους είχε κάνει ανάστατους.
Δεν άργησε να δοθεί το σύνθημα! Οι σάλπιγγες ήχησαν δυνατά και καθαρά την οξεία τους φωνή. Ένα σάλπισμα μακρόσυρτο στην αρχή, μετά ένα κοφτό και στο τέλος δυό πάλι μακρόσυρτα. Ο Λάφιλος ζήτησε από τον Τελευτία να του εξηγήσει τη σημασία τους.
-«Αυτό το σήμα, σημαίνει σχηματισμό πορείας», του εξήγησε. «Προχωράμε ο ένας πίσω από τον άλλο. Που πάμε; Ποιος ξέρει, θα δούμε. Πάντως φαίνεται ότι ο βάρβαρος είναι κοντά πια. Πάμε λοιπόν για μάχη!». Το πρόσωπό του ήταν τώρα πολύ σοβαρό και ως ένα σημείο σκοτεινό. Μόνο ο Ευρυάναξ αστειευόταν με τον Λίχη, γελούσαν και βρίσκονταν σε εύθυμη γενικώς κατάσταση, λες και πήγαιναν μια βόλτα στα δάση και όχι σε μάχη.
-«Ε ε ε ε… Αθηναίε…», φώναξε ο Ευρυάναξ στον Τελευτία, «φοβάσαι; Πιστεύεις ότι είναι ώρα για φόβους τώρα;»
-«Και γιατί να μην είναι; Κάθε λογικός άνθρωπος θα φοβόταν. Αλλά, άλλο το φοβάμαι, άλλο το δειλιάζω…», του απάντησε ο έμπορος.
-«Δεν ήθελα να σε προσβάλλω… δεν μίλησα για δειλία, αυτό θα ήταν ότι πιο ατιμωτικό θα μπορούσα να σου πω ποτέ… απλά ρώτησα αν φοβάσαι…»
-«Και εγώ σου απάντησα . Μόνο τα ζώα δεν φοβούνται, γιατί δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται! Εμείς οι άνθρωποι έχουμε την πολυτέλεια του φόβου, την αρχοντιά της πρόγνωσης και της υπόθεσης. Γι αυτό φοβάμαι! Γιατί ακόμα ξέρω να υπολογίζω, πιότερο τα άσχημα και μετά τα καλά. Φοβάμαι, για την τύχη της χώρας μου, για την περηφάνια και την λευτεριά μου, για την κατάντια και την απόγνωση του λαού μου. Φοβάμαι για την ζωή μου, δεν το κρύβω, αλλά και για την ζωή αυτών των νέων παιδιών…», έδειξε με το χέρι του αόριστα τους γύρω του, « που για κάποια ηλίθια ιδέα, για τον εγωισμό κάποιου γελοίου βάρβαρου βασιλιά, θα διαβούν τον Αχέροντα …»
-«Ναι, αλλά αυτό το αίμα, το δικό μας αίμα, ποτίζει τις χρυσές στιγμές της χώρας μας, ποτίζει την λευτεριά και τα ινδάλματα των νέων ανδρών που θα έρθουν. Έτσι το ανάστημά μας, θα γίνει φάρος στην ιστορία και το όνομα μας αθάνατο. Αλλά κάποια στιγμή, όλοι δεν θα πεθάνουμε; Προτιμώ στην μάχη με τον εχθρό, παρά ανάπηρος από γηρατειά … μπροστά σε μια εστία, στην ησυχία της ανυπαρξίας μας…»
-«Μπορεί να είναι έτσι φίλε μου, μπορεί να είναι όπως τα λες. Και σίγουρα κάποια απ’ αυτά που λες είναι αλήθεια. Όμως και άλλα πράγματα είναι αλήθεια. Το αίμα τόσων παιδιών, σήμερα, αύριο ή μεθαύριο, όποτε τελικά γίνει η μάχη, θα γίνει λάσπη μες τα δάση ή στα έλη. Τι θα ποτίσει; Μόνο τα σκουλήκια της γης! Τι άλλο θα ποτίσει; Πόνο, λύπη, απελπισία, ανημποριά και κλάμα, σε όλους τους άλλους πίσω τους. Δάκρυα στις οικογένειες, απόγνωση στις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και ανημποριά στις αδερφές να δουν τον κόσμο όμορφο. Και προσπαθώ να μη μιλήσω για να τους γονείς. Αυτούς, σε περίπτωση νίκης, θα τους κρατήσει όρθιους η περηφάνια. Αλλά για λίγο μόνο καιρό. Πόσο νομίζεις ότι μπορεί ένας γονιός ν’ αντέξει όταν θα έχει θάψει το παιδί του; Πόσο θ’ αντέξει ο κόσμος του, να τον βαστάξει… πόσο; Ωραία τα μεγάλα λόγια, αλλά η ζωή είναι αλλιώς, στα ζητάει όλα…»
Οι δυό Λακεδαιμόνιοι δεν απάντησαν. Καταλάβαιναν τον φόβο του, αλλά τα λόγια του, ήταν πολύ μακριά από τα δικά τους πιστεύω. Είχαν την λεπτότητα (!) όμως να μην του ανταπαντήσουν.
Περπατούσαν σε δυάδες, ο ένας πίσω από τον άλλο, σε σχηματισμό πορείας, αμίλητοι και σκεφτικοί. Το να πηγαίνεις σε πόλεμο, όσο θαρραλέος και να είσαι, δεν παύει να σου προκαλεί ένα δέος! Εκτός κι αν κατάγεσαι από την Σπάρτη, εκεί που ο Ευρώτας δημιουργούσε ένα άλλο είδος ανθρώπων.
Ο Τελευτίας άρχισε ν’ ανησυχεί όλο και πιο πολύ τώρα. Ο ήλιος είχε φωτίσει την πλάση κι έβλεπε γνωστά τοπία στο διάβα του. Σε λίγο είχαν αρχίσει τα έλη. Κοίταξε πιο επίμονα… και διαπίστωσε ότι ήταν το μονοπάτι που είχε πάρει κι εκείνος για να έρθει στο μεγάλο στρατόπεδο. «Που πάμε;», αναρωτήθηκε. Τρομοκρατημένος είδε την κεφαλή της στρατιάς, να σταματάει και να παρατάσσεται στην περιοχή που είχε φτάσει με την Ελπινίκη. «Στον Μαραθώνα λοιπόν…», σκέφτηκε και το μυαλό του πήγε στην γυναίκα και τον μικρό μπελά. Ήθελε να πάει να τους βρει, αλλά ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Παρηγορήθηκε με την ιδέα, ότι η σύντροφός του, ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα… για να φύγει μακριά την περιοχή της μάχης. Βρήκε πάλι το κουράγιο και ακολούθησε τους συντρόφους του.
Οι αξιωματικοί με όση φωνή τους είχε απομείνει, γαύγιζαν γρήγορα και κοφτά διαταγές. Ο αέρας είχε αρχίσει να φυσά την δροσιά του πάνω στους ιδρωμένους Αθηναίους, λες και ήθελε να τους ανακουφίσει απ’ την ολοήμερη πορεία τους. Στο βάθος η θάλασσα έδειχνε ελαφρώς … νευριασμένη, αλλά κρατούσε τα «προβατάκια» της χαμηλά. Στον ορίζοντα όμως είχε αλλάξει χρώμα, είχε γίνει πιο σκούρα από το συνηθισμένο… Οι άντρες της Αθήνας, έβλεπαν για πρώτη φορά κάτι τόσο μεγαλόπρεπο, τόσο επιβλητικό. Εκατοντάδες πλοία με χρυσά μπόκια και ψηλές καρίνες, πλησίαζαν τις ακτές του Μαραθώνα. Τύμπανα ακούγονταν από τη μεριά τους, τύμπανα που έδιναν το ρυθμό στους κωπηλάτες. Η σημαία του μεγάλου βασιλιά της Περσίας, ανέμιζε στα νερά του Αιγαίου.
Ύβρις!!!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29
Ο Λάφιλος γύρισε πλευρό, μήπως και σταματήσει αυτόν τον θόρυβο. Ένας έντονος ήχος που του τρυπούσε τ’ αυτιά και τον αναστάτωνε, διώχνοντας το νησί του απ’ το μυαλό. Διώχνοντας αυτή την υπέροχη εικόνα που, όλη νύχτα, κυριαρχούσε στο όνειρό του.
Ανακάθισε ζαλισμένος απ’ την απότομη έγερση και προσπάθησε να καταλάβει την προέλευση αυτής της συνεχόμενης ακουστικής καταιγίδας. Είδε τους δυό Σπαρτιάτες να έχουν φορέσει ήδη τις πανοπλίες τους και τον Τελευτία να ζώνεται το μεγάλο του σπαθί.
Η νύχτα ακόμη δεν είχε εγκαταλείψει τα βουνά στον ορίζοντα. Το φεγγάρι φωτεινό και μεγαλόπρεπο έστεκε κρεμασμένο στο μαύρο χάος με τ’ αστέρια, λες κεντήματα σε σκουρόχρωμο βελούδο, να κοροϊδεύουν τους θνητούς με την αλαζονεία της απόστασης.
Οι σάλπιγγες ηχούσαν περισσότερο από δέκα λεπτά, καλώντας όλο το στράτευμα, σε συγκέντρωση, με την μέγιστη δυνατόν τάξη αλλά και την ταχύτητα που έκανε την Αθηναϊκή οπλιτική φάλαγγα έναν φοβερό, φονικό σχηματισμό.
Γύρισε προς τον μικρό Αμεινία. Τον είδε να κοιμάται ακόμα, με τις παλάμες του να προσπαθούν να βουλώσουν τα αυτιά. Τον σκούντηξε απότομα. Ο μικρός έδειξε να ενοχλείται :
-«Άσε με λίγο ακόμα, δεν έχει φέξει… Άσε με…»
Ο Λάφιλος γέλασε με το αστείο μουτράκι του μικρού και αποφάσισε να τον αφήσει ήσυχο να συνεχίσει τον ύπνο του. Έτσι κι αλλιώς η συγκέντρωση ήταν μόνο για τους μάχιμους στρατιώτες. Σηκώθηκε και προσπάθησε ν’ αρματωθεί με την πανοπλία που είχε φροντίσει να τον προμηθεύσει ο Αθηναϊκός στρατός. Φόρεσε τον δερμάτινο θώρακα, με την βοήθεια του Λίχη, πήρε και έδεσε την θήκη με το μεγάλο ξίφος στα αριστερά του, πήρε το δόρυ και το κράνος του. Προσπάθησε να σηκώσει την ασπίδα. Την βρήκε εξαιρετικά βαριά. «Πρωί είναι ακόμα…», σκέφτηκε ελπίζοντας ν’ αποκτήσει τις δυνάμεις του, στη διάρκεια της μέρας. Κοίταξε τον μικρό του σύντροφο που είχε αποκοιμηθεί και πάλι… Ακολούθησε τους υπόλοιπους στο στενό μονοπάτι, προς τον χώρο της συγκέντρωσης. Χιλιάδες δάδες, έκαναν την πεδιάδα να φωτίζει από την τρεμάμενη φωτιά τους. Της έδιναν μια εξωπραγματική εικόνα, με την κίνηση τόσων πολλών στρατιωτών. Ο νησιώτης προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του ανθρώπινου πλήθους. Ποτέ του δεν είχε δει τέτοια και τόσο μεγάλη συγκέντρωση, όλο του το νησί δεν είχε τόσο πληθυσμό. Δεν ήξερε αν είχε έρθει η ώρα για μάχη. Σαν κοτόπουλο πήγαινε όπου τον έσπρωχναν οι άλλοι, ακολουθούσε το δρόμο των άλλων και άρχισε να βρίζει, όπως έβριζαν και οι άλλοι. Δεν ήξερε, καν, όπως και κανένας απ’ τους υπόλοιπους στρατιώτες, που στην κατάρα ήταν οι βάρβαροι. Νοστάλγησε τον φίλο του τον Άρατο που τον είχαν στείλει στα πλοία, εκεί που περισσότερο ανήκε. «Έκανε το όνειρό του πραγματικότητα…», σκέφτηκε. «Τώρα θα είναι πάνω σε κάποια τριήρη και θα κομπάζει από περηφάνια όταν τελειώσουν όλα αυτά!».
Κάποιος από πίσω τον έσπρωξε δυνατά με την ασπίδα και παραπάτησε, μπόρεσε όμως να κρατήσει την ισορροπία του, στηριζόμενος στο κορμό κάποιου δέντρου. Το βλέμμα του έψαξε τον Τελευτία και τους δυό Σπαρτιάτες, αλλά μάταια. Είχαν χαθεί μέσα στο πλήθος των στρατιωτών, στις ασπίδες, που, καλογυαλισμένες αντανακλούσαν το φως της σελήνης και των δαυλών και στο δάσος των δοράτων, που όρθια, απειλούσαν τα ουράνια. Τα μάτια του έπεσαν στο βάθος, στη μεγάλη σκηνή των στρατηγών. Αν και η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη, μπορούσε να ξεχωρίσει τις από κει προερχόμενες φωνές. Ανησύχησε με την έντασή τους. Σκέφτηκε ότι αυτή η αναστάτωση δεν ήταν μια απλή άσκηση. Μπορούσε να διακρίνει καθαρά, πολλούς αξιωματικούς να περιμένουν διαταγές, περπατώντας νευρικά έξω απ’ την μεγάλη σκηνή, ενώ η φρουρά είχε αυξηθεί δραματικά, με τον τριπλάσιο αριθμό φρουρών.
Τα μεγάλα λάβαρα της Αθηναϊκής πολιτείας, ανέμιζαν με τον χαρακτηριστικό ήχο του λινού πανιού τους, τα χρώματά τους, την περηφάνια τους αλλά και την ετοιμότητά τους στον νυχτερινό αγέρα.
Στην κορυφογραμμή του ορίζοντα, φάνηκε μια λευκή λωρίδα φωτός. Επιτέλους ο νυσταγμένος ήλιος, αποφάσισε να ξαναχαρίσει στους ανθρώπους την ζωοδότρα λάμψη του. Μπόρεσε να δει καλύτερα, ενώ έτρεχε πια, παροτρυνόμενος από τα σκουντήματα και τις σπρωξιές των άλλων, προς το σημείο της παράταξης, έναν άντρα με μεγαλόπρεπο παρουσιαστικό και χάλκινο θώρακα, να βγαίνει από την μεγάλη σκηνή, με τους φρουρούς να παραμερίζουν για να περάσει. Τον χαιρέτισαν, αυτός όμως δεν έδωσε σημασία. Σε λίγο ακολούθησαν και άλλοι. Φαίνονταν αριστοκρατικής καταγωγής, αν έκρινε σωστά, από τον τρόπο που έστεκαν. Κινήθηκαν προς τους άλλους, τους κατώτερους αξιωματικούς και ακολούθησε μια ολιγόλεπτη συζήτηση.
Έφτασε στο χώρο συγκέντρωσης και συναντήθηκε πάλι με τους χαμένους του συντρόφους. Περίμεναν τώρα τις διαταγές των ανωτέρων τους. Εκτός των δυό Σπαρτιατών που γελούσαν παρατηρώντας τους νεαρούς Αθηναίους στρατιώτες που για πρώτη φορά βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση, όλοι οι άλλοι, μεγάλοι και μικροί, έμπειροι ή όχι, ένοιωθαν ένα σφίξιμο στο στομάχι. Αυτή η αβεβαιότητα, του τι πρόκειται να γίνει, τους είχε κάνει ανάστατους.
Δεν άργησε να δοθεί το σύνθημα! Οι σάλπιγγες ήχησαν δυνατά και καθαρά την οξεία τους φωνή. Ένα σάλπισμα μακρόσυρτο στην αρχή, μετά ένα κοφτό και στο τέλος δυό πάλι μακρόσυρτα. Ο Λάφιλος ζήτησε από τον Τελευτία να του εξηγήσει τη σημασία τους.
-«Αυτό το σήμα, σημαίνει σχηματισμό πορείας», του εξήγησε. «Προχωράμε ο ένας πίσω από τον άλλο. Που πάμε; Ποιος ξέρει, θα δούμε. Πάντως φαίνεται ότι ο βάρβαρος είναι κοντά πια. Πάμε λοιπόν για μάχη!». Το πρόσωπό του ήταν τώρα πολύ σοβαρό και ως ένα σημείο σκοτεινό. Μόνο ο Ευρυάναξ αστειευόταν με τον Λίχη, γελούσαν και βρίσκονταν σε εύθυμη γενικώς κατάσταση, λες και πήγαιναν μια βόλτα στα δάση και όχι σε μάχη.
-«Ε ε ε ε… Αθηναίε…», φώναξε ο Ευρυάναξ στον Τελευτία, «φοβάσαι; Πιστεύεις ότι είναι ώρα για φόβους τώρα;»
-«Και γιατί να μην είναι; Κάθε λογικός άνθρωπος θα φοβόταν. Αλλά, άλλο το φοβάμαι, άλλο το δειλιάζω…», του απάντησε ο έμπορος.
-«Δεν ήθελα να σε προσβάλλω… δεν μίλησα για δειλία, αυτό θα ήταν ότι πιο ατιμωτικό θα μπορούσα να σου πω ποτέ… απλά ρώτησα αν φοβάσαι…»
-«Και εγώ σου απάντησα . Μόνο τα ζώα δεν φοβούνται, γιατί δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται! Εμείς οι άνθρωποι έχουμε την πολυτέλεια του φόβου, την αρχοντιά της πρόγνωσης και της υπόθεσης. Γι αυτό φοβάμαι! Γιατί ακόμα ξέρω να υπολογίζω, πιότερο τα άσχημα και μετά τα καλά. Φοβάμαι, για την τύχη της χώρας μου, για την περηφάνια και την λευτεριά μου, για την κατάντια και την απόγνωση του λαού μου. Φοβάμαι για την ζωή μου, δεν το κρύβω, αλλά και για την ζωή αυτών των νέων παιδιών…», έδειξε με το χέρι του αόριστα τους γύρω του, « που για κάποια ηλίθια ιδέα, για τον εγωισμό κάποιου γελοίου βάρβαρου βασιλιά, θα διαβούν τον Αχέροντα …»
-«Ναι, αλλά αυτό το αίμα, το δικό μας αίμα, ποτίζει τις χρυσές στιγμές της χώρας μας, ποτίζει την λευτεριά και τα ινδάλματα των νέων ανδρών που θα έρθουν. Έτσι το ανάστημά μας, θα γίνει φάρος στην ιστορία και το όνομα μας αθάνατο. Αλλά κάποια στιγμή, όλοι δεν θα πεθάνουμε; Προτιμώ στην μάχη με τον εχθρό, παρά ανάπηρος από γηρατειά … μπροστά σε μια εστία, στην ησυχία της ανυπαρξίας μας…»
-«Μπορεί να είναι έτσι φίλε μου, μπορεί να είναι όπως τα λες. Και σίγουρα κάποια απ’ αυτά που λες είναι αλήθεια. Όμως και άλλα πράγματα είναι αλήθεια. Το αίμα τόσων παιδιών, σήμερα, αύριο ή μεθαύριο, όποτε τελικά γίνει η μάχη, θα γίνει λάσπη μες τα δάση ή στα έλη. Τι θα ποτίσει; Μόνο τα σκουλήκια της γης! Τι άλλο θα ποτίσει; Πόνο, λύπη, απελπισία, ανημποριά και κλάμα, σε όλους τους άλλους πίσω τους. Δάκρυα στις οικογένειες, απόγνωση στις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και ανημποριά στις αδερφές να δουν τον κόσμο όμορφο. Και προσπαθώ να μη μιλήσω για να τους γονείς. Αυτούς, σε περίπτωση νίκης, θα τους κρατήσει όρθιους η περηφάνια. Αλλά για λίγο μόνο καιρό. Πόσο νομίζεις ότι μπορεί ένας γονιός ν’ αντέξει όταν θα έχει θάψει το παιδί του; Πόσο θ’ αντέξει ο κόσμος του, να τον βαστάξει… πόσο; Ωραία τα μεγάλα λόγια, αλλά η ζωή είναι αλλιώς, στα ζητάει όλα…»
Οι δυό Λακεδαιμόνιοι δεν απάντησαν. Καταλάβαιναν τον φόβο του, αλλά τα λόγια του, ήταν πολύ μακριά από τα δικά τους πιστεύω. Είχαν την λεπτότητα (!) όμως να μην του ανταπαντήσουν.
Περπατούσαν σε δυάδες, ο ένας πίσω από τον άλλο, σε σχηματισμό πορείας, αμίλητοι και σκεφτικοί. Το να πηγαίνεις σε πόλεμο, όσο θαρραλέος και να είσαι, δεν παύει να σου προκαλεί ένα δέος! Εκτός κι αν κατάγεσαι από την Σπάρτη, εκεί που ο Ευρώτας δημιουργούσε ένα άλλο είδος ανθρώπων.
Ο Τελευτίας άρχισε ν’ ανησυχεί όλο και πιο πολύ τώρα. Ο ήλιος είχε φωτίσει την πλάση κι έβλεπε γνωστά τοπία στο διάβα του. Σε λίγο είχαν αρχίσει τα έλη. Κοίταξε πιο επίμονα… και διαπίστωσε ότι ήταν το μονοπάτι που είχε πάρει κι εκείνος για να έρθει στο μεγάλο στρατόπεδο. «Που πάμε;», αναρωτήθηκε. Τρομοκρατημένος είδε την κεφαλή της στρατιάς, να σταματάει και να παρατάσσεται στην περιοχή που είχε φτάσει με την Ελπινίκη. «Στον Μαραθώνα λοιπόν…», σκέφτηκε και το μυαλό του πήγε στην γυναίκα και τον μικρό μπελά. Ήθελε να πάει να τους βρει, αλλά ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Παρηγορήθηκε με την ιδέα, ότι η σύντροφός του, ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα… για να φύγει μακριά την περιοχή της μάχης. Βρήκε πάλι το κουράγιο και ακολούθησε τους συντρόφους του.
Οι αξιωματικοί με όση φωνή τους είχε απομείνει, γαύγιζαν γρήγορα και κοφτά διαταγές. Ο αέρας είχε αρχίσει να φυσά την δροσιά του πάνω στους ιδρωμένους Αθηναίους, λες και ήθελε να τους ανακουφίσει απ’ την ολοήμερη πορεία τους. Στο βάθος η θάλασσα έδειχνε ελαφρώς … νευριασμένη, αλλά κρατούσε τα «προβατάκια» της χαμηλά. Στον ορίζοντα όμως είχε αλλάξει χρώμα, είχε γίνει πιο σκούρα από το συνηθισμένο… Οι άντρες της Αθήνας, έβλεπαν για πρώτη φορά κάτι τόσο μεγαλόπρεπο, τόσο επιβλητικό. Εκατοντάδες πλοία με χρυσά μπόκια και ψηλές καρίνες, πλησίαζαν τις ακτές του Μαραθώνα. Τύμπανα ακούγονταν από τη μεριά τους, τύμπανα που έδιναν το ρυθμό στους κωπηλάτες. Η σημαία του μεγάλου βασιλιά της Περσίας, ανέμιζε στα νερά του Αιγαίου.
Ύβρις!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου