Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30
Η θάλασσα είχε αρχίσει να σηκώνει κύμα, όταν ο βαρβαρικός στόλος πλησίασε την άμμο της ακτής του Μαραθώνα. Λες και περίμεναν κάποιο αόρατο σήμα, τα στίφη των Ανατολιτών, παρέμεναν στα πλοία τους, ατενίζοντας όλη την παραλία και εποπτεύοντας τον χώρο όπου θα μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν. Ένα λάβαρο στολισμένο με το σήμα του «μεγάλου βασιλιά», υψώθηκε και αφέθηκε να ανεμίζει τα έντονα χρυσά σχέδιά του, στον Ελληνικό ουρανό. Στον αέρα πέταξε ένα φλεγόμενο βέλος, έκανε τον γύρο πάνω από το στόλο και έσβησε με τσίριγμα στο νερό. Μεγάλες σανίδες κατέβηκαν από τις πλώρες των γιγάντιων μεταγωγικών με την στρογγυλή κοιλιά και τα δυό κατάρτια. Ένας αξιωματικός, με σκούρο σκουφί στο χρώμα της βαθυκόκκινης γης και τον λινό του θώρακα, ανέμισε δυό μικρούς χάλκινους δίσκους. Τους έκρουσε τρείς φορές και τους σήκωσε όσο πιο ψηλά μπορούσε στον αέρα. Αλαλαγμοί ακούστηκαν από παντού. Τα δόρατα των στρατιωτών, απ’ όλα τα σκάφη, με ενθουσιασμό, υψώθηκαν σαν δάσος προς τα ουράνια. Τα σπαθιά γυάλισαν στον Αττικό ήλιο και η φοβέρα της εικόνας της ορδής αυτής, θα έκανε τον κάθε αντίπαλό της να τρέμει. Όταν κόπασαν οι φωνές και οι αλαλαγμοί, οι πρώτοι Μήδοι είχαν ήδη παραταχθεί στην παραλία. Άντρες γενειοφόροι, ψηλοί και ψημένοι στον πόλεμο, κρατούσαν τα χάλκινα σπαθιά τους και τις οκτάσχημες ασπίδες τους με την αλαζονεία του μεγάλου και ανίκητου στρατού. Αυτοί ήταν και η αφρόκρεμα των βαρβάρων. Πολεμιστές ευγενείς από την Μηδία, γόνοι πλούσιων οικογενειών, εκπαιδευμένοι στην αντοχή και την κακουχία, στην τέχνη του πολέμου και στην ανδρεία. Χρόνια πολεμιστές, μια εναντίον των Πάρθων, μια εναντίον των Υρκανών, μια εναντίον των Ασσυρίων, είχαν αναπτύξει μια αξιοζήλευτη τακτική μάχης, μα πάνω απ’ όλα, μια εκπληκτική επιδεξιότητα στο τόξο. Τώρα όλοι μαζί, σύμμαχοι με κοινά συμφέροντα ή υπόδουλοι στον μεγάλο βασιλιά των Αχαιμενιδών, πατούσαν την ιερή γη της Αττικής.
Μεγάλες σκηνές στήθηκαν στο πιο ομαλό και στεγνό, από τα νερά των ελών, έδαφος. Ένα στρατόπεδο δημιουργήθηκε σε ελάχιστο χρόνο, με την μεγάλη τέντα των δυό πολεμάρχων στο κέντρο. Ψηλά λάβαρα με το χρυσό λιοντάρι του Δαρείου, με το χιαστά σπαθιά του Δάτη και τα χρυσά άλογα του Αρταφέρνη, υψώθηκαν και ανέμιζαν στον αέρα. Σε άλλα σημεία, φωτιές άναψαν, άλογα που είχαν κατέβει από τα πλοία, συγκεντρώθηκαν και διάφοροι οπλουργοί έστησαν τα εκστρατευτικά τους εργαστήρια, χωρίς να χάσουν χρόνο. Στρατιώτες κατέβαιναν συνεχώς από τα σκάφη, δίνοντας την εντύπωση, πως αυτό το μάζεμα αντρών, δεν είχε τέλος. Οι αξιωματικοί έδιναν οδηγίες και διαταγές που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν φαινόταν να γίνονται κατανοητές, λόγω της πανσπερμίας των γλωσσών.
Οι Αθηναίοι, από την πεδιάδα του Αυλώνα, έβλεπαν όλη αυτή την σύναξη με ανάμικτα συναισθήματα και αντιδράσεις. Άλλοι από το φόβο τους είχαν αρχίσει τις προσευχές και τις επικλήσεις προς τους Θεούς, ιδίως οι νεότεροι σε ηλικία, άλλοι, οι πιο έμπειροι, προσπαθούσαν να γεμίσουν την καρδιά τους με θάρρος. Οι στρατηγοί, μετά από λίγα λεπτά παρατήρησης , είχαν αποσυρθεί στην μεγάλη σκηνή. Εκεί θα έφτιαχναν τα πλάνα της μάχης.
Ο Τελευτίας, κοίταζε το αντίπαλο στρατόπεδο, χωρίς να μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Έβλεπε και τον Λάφιλο που νευρικά, σχεδόν πανικόβλητος, είχε χλομιάσει και έβηχε από νευρικότητα και αποφάσισε να δράσει. Πλησίασε τον νησιώτη και τον σκούντηξε στα πλευρά. Εκείνος δεν ανταποκρίθηκε, δεν κατάλαβε καν την επαφή. Ξανάκανε την κίνηση. Ο νεαρός, έδειχνε αποσβολωμένος. Ο Αθηναίος γέλασε, κατανοώντας την κατάσταση του συντρόφου του.
-«Πολλοί είναι ε; Τι λες;»
Δεν πήρε απάντηση καμία. Το στόμα του Λάφιλου, δεν μπορούσε να βγάλει ούτε ένα ήχο, ούτε ένα λαρυγγισμό. Έμοιαζε με άγαλμα που κρατούσε δόρυ και ασπίδα.
-«Πάντως να ξέρεις ότι δεν σημαίνει τίποτα ο αριθμός τους. Πρέπει να το ξέρεις αυτό νεαρέ. Πολύ μικρό ρόλο παίζουν τα νούμερα. Η καρδιά μετράει…», είπε χωρίς να το πολυπιστεύει και ο ίδιος. Στήριξε την περικεφαλαία, που είχε εν τω μεταξύ προλάβει να επιδιορθώσει, στον γοφό του και ανασηκώνοντας το πόδι, ακούμπησε σε μια μεγάλη πέτρα.
-«Ωραία μάχη θα γίνει…»
-«Ωραία… θα… γίνει; Δεν φοβάσαι; Είναι τόσοι…»
-«Αν φοβάμαι; Έχω χεστεί απάνω μου… αλλά μπορούμε κι αλλιώς; Άκου αν φοβάμαι…»
Οι δυό άντρες κοιτάχτηκαν αμίλητοι. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα σε αυτήν την στάση. Μετά τους έπιασαν τα γέλια. Γέλια νευρικά, έντονα, σε τέτοιο σημείο που έτρεξαν δάκρυα στα μάγουλα. Χτύπησε ο ένας την πλάτη του άλλου, σαν παλιοί φίλοι σε ταβέρνα και συνέχισαν να γελάνε με μανία. Το θάρρος πέρασε από τον ένα στον άλλο, σαν αστραπή. Τα στήθια γέμισαν με αέρα και αυτήν την ανεξήγητη ευωδιά από ία.
-«Για πέστε μας κι εμάς τι λέτε! Για να γελάσουμε κι εμείς…», ακούστηκε η φωνή του Ευρυάνακτα. Οι δυό Λακεδαιμόνιοι είχαν πλησιάσει από πίσω και τώρα έδιναν με την παρουσία τους μεγαλύτερο κουράγιο στους δυό συνομιλητές.
-«Για… λοιπόν. Για πείτε μας. Δεν πιστεύω να λέτε γι αυτούς…» συνέχισε ο Λίχης δείχνοντας προς την μεριά των βαρβάρων. «Μα τι ωραία κοπάδια για σφαγή που είναι! Ωραία θα περάσουμε, δυνάμεις να έχουμε να κόβουμε λαιμούς…», συνέχισε κάνοντας όλους τώρα, ακόμα και άλλους στρατιώτες ολόγυρα να γελάσουν.
-«Βρε βρε βρε, κοιτάτε αυτούς εκεί… μαύροι δεν είναι; Ή εγώ γέρασα και δεν βλέπω καλά; Μπα, μαύροι είναι… κοιτάτε τι φέρανε να μας πολεμήσει. Ένα λεφούσι μαύρα γουρουνάκια!!!!»
-«Κι εσύ βέβαια σαν Σπαρτιάτης έχεις αδυναμία στα γουρουνάκια έτσι;», ρώτησε ο Τελευτίας τον Λίχη που ακόμα γέλαγε από τα δικά του λόγια.
-«Και βέβαια τους έχω αδυναμία… και όχι μόνο να τα τρώω, αλλά και να τα σφάζω…. Χα χα χα»
-«Κι εγώ που νόμιζα ότι τρώγατε αποκλειστικά αυτό το μαύρο το ζουμί….»
-«Μωρέ αυτό τρώμε, αλλά και κανένας χοίρος κάπου – κάπου, σε δυνατή φωτιά, πάνω στη σούβλα… καλός είναι. Και άμα είναι και μικρό το γουρουνάκι !!!! …. μα τους Θεούς… ξεχνάς και την γλώσσα που μιλάς… χα χα χα»
Έκανε καλό αυτή η κουβέντα και το αριβίστικο ύφος των Σπαρτιατών. Κάθισαν και πιασαν την κουβέντα γύρω απ’ τον Περσικό στρατό. Έτσι έκαναν και όλοι οι άλλοι στο στρατόπεδο. Το ένα μάτι όμως ήταν κολλημένο στην μεγάλη σκηνή των στρατηγών. Κλεισμένοι εκεί η αφρόκρεμα του Αθηναϊκού στρατεύματος, συζητούσαν τις επιλογές που είχαν.
Ο Λάφιλος δεν ήθελε να παραμείνει μαζί τους πια. Έπρεπε να ηρεμίσει και να … μάθει. Δεν ήξερε από την στρατιωτική πειθαρχία όπως οι άλλοι, δεν μπορούσε να περιμένει να τον διατάξουν απλώς τις επόμενες κινήσεις του. Περπάτησε προς το κέντρο του χώρου. Χιλιάδες άντρες κάθονταν στο έδαφος, άλλοι δίπλα σε μεγάλες φωτιές, άλλοι σε κούτσουρα που είχαν κόψει απ’ τα διπλανά δέντρα. Το μυαλό και τα μάτια όμως, όπως το έδειχναν οι κλεφτές ματιές, ήταν στην μεγάλη σκηνή των στρατηγών.
Τώρα που είχε νυχτώσει πια, τα λυχνάρια αδυνατούσαν να φωτίσουν καθαρά τα πρόσωπα και πάνω απ’ όλα τις εκφράσεις. Ακόμα και τα λόγια έδιναν την εντύπωση ότι ήταν βραχνά και βαριά. Ότι κρατούσαν κάτι το μυστηριακό μέσα στα νοήματά τους. Γιατί η γλώσσα δεν είναι μόνο η κίνηση του αέρα και η διαμόρφωση των φθόγγων, αλλά και η όραση, που «διαβάζοντας» σώματα, εξηγεί τα λόγια. Σε πολλές περιπτώσεις, το παιχνίδισμα της φλόγας, έκανε τις χάλκινες πανοπλίες να δείχνουν ότι κινούνταν μόνες τους και τις φωνές να έρχονται από το πουθενά.
-«Από σένα εξαρτάται, ω Καλλίμαχε…», ακούστηκε μια στιβαρή και γλυκιά φωνή με κάπως ένρινη χροιά, από το κέντρο του της μεγάλης τράπεζας, «… είτε να οδηγήσεις την Αθήνα στη σκλαβιά, είτε να εξασφαλίσεις την ελευθερία της και να αφήσεις στις επερχόμενες γενιές μια ανάμνηση κατά πολύ πιο έντονη από την ανάμνηση εκείνων που έκαναν την Αθήνα δημοκρατία. Γιατί ποτέ από τότε που οι Αθηναίοι έγιναν λαός, δεν αντιμετώπισαν ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο…». Τα επόμενα λόγια αυτής της φωνής, δεν ακούστηκαν, καθώς επικράτησαν αντιρρήσεις, όχι και ναι, με μεγάλη ένταση και από στεντόρειες ομιλίες. Κάποιος απείλησε κιόλας να χειροδικήσει, σηκώνοντας ένα μεγάλο ραβδί…
-«Στρατηγοί μου…», ακούστηκε μια άλλη πιο ώριμη φωνή, «στρατηγοί μου, νομίζω πως πρέπει να ηρεμίσουμε αφού για το μέλλον της αγαπημένης μας πόλης συζητάμε. Δεν είμαστε ένα τσούρμο ανώριμων παιδιών που μαζευτήκαν να παίξουν. Και δεν είναι χωρίς συνέπειες οι αποφάσεις που θα πάρουμε. Όλοι μαζί! Οι λόγοι αυτών που ψήφισαν την καθυστέρηση, είναι ολότελα εξηγημένοι και αποδεκτοί. Όμως και αυτών που είχαν αντίθετη ψήφο, να πολεμήσουμε τώρα , εδώ δηλαδή, σ’ αυτό το μέρος, είναι πάλι κατανοητοί και επαρκώς εξηγημένοι….»
Επικράτησε μια ανησυχία και οι φωνές πάλι ανέβασαν τόνους. Κανείς από τους δέκα στρατηγούς των Αθηναίων, δεν είχε κοιμηθεί δυό μέρες τώρα και τα νεύρα ήταν τεντωμένα. Δεν φοβόταν ουδείς την μάχη, αλλά όλοι σκέφτονταν την πιο σωστή απόφαση. Οι ώμοι είχαν γείρει από την εξάντληση και όποιο πρόσωπο μπορούσε να φανεί, φανέρωνε πρόωρες ρυτίδες και μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια.
«… σας παρακαλώ να κάνουμε λίγη ησυχία. Άκουσα καλά τους λόγους του στρατηγού Αριστείδη, που με προέτρεπαν να πάρω την απόφαση της αναμονής, μέχρι να έρθουν οι Λακεδαιμόνιοι. Θεών έργο να έρχονταν, το βλέπω όμως πολύ δύσκολο να κρατάμε όλο το στράτευμα, έτσι άπραγο, στατικό, με την θέα του βάρβαρου απέναντι. Άκουσα και τους λόγους του στρατηγού Μιλτιάδη, να μου εξηγούν την ανάγκη της άμεσης επίθεσης. Πρέπει λοιπόν κι εγώ σαν αρχιστράτηγος, να ψηφίσω κι ελπίζω να το πράξω όσο πιο σοφά μπορώ…»
Πάλι επικράτησε φασαρία, ακούστηκαν δυνατές φωνές, λες και προσπαθούσαν τελευταία στιγμή να πείσουν τον μεγάλο πολέμαρχο. Ο Καλλίμαχος, περίμενε να ηρεμίσουν:
«… ξέρω…», συνέχισε με ήρεμη κι επιβλητική φωνή, «… ότι κανείς σας δεν φοβάται την μάχη, ούτε τον θάνατο. Δεν είναι η δειλία αυτή που σας κάνει να διαφωνείτε, αλλά η επιθυμία του πιο σωστού αποτελέσματος…»
Πάλι έγινε ένας μικρός θόρυβος, ακούστηκαν και κάτι γέλια…
«… αλλά νομίζω ότι πήρα την απόφασή μου. Την πήρα μετά από πολύ σκέψη και υπολογισμό των κινήσεων και των δικών μας, αλλά πάνω απ’ όλα των καταραμένων Ασιατών. Η Ευρώπη ολόκληρη, βρίσκεται ανυπεράσπιστη στις ορδές τους. Γιατί αν νικήσουν εμάς, τους Έλληνες, η όρεξη θα τους ανοίξει και δεν θα υπάρχει κανένα άλλο εμπόδιο στο διάβα τους. Μη γελιόμαστε! Ο βαρβαρικός στρατός είναι και καλά οπλισμένος και πάνω απ’ όλα, καλά οργανωμένος. Η Ελλάδα μας, η πόλη μας και όλη η Ευρώπη λοιπόν, θα γίνουν σωροί από ερείπια. Τα σπίτια των προγόνων μας, οι ναοί των Θεών μας, όλα τα επιτεύγματα του λαού μας, θα σαρωθούν στο πέρασμα της σκόνης τους. Πρέπει να καταλάβουμε… τα παιδιά μας, οι γυναίκες μας, οι μανάδες μας … όλοι θα συρθούν στα σκλαβοπάζαρα των Περσών και των συμμάχων τους. Ο στρατός τους, είναι μεγαλύτερος από τον Αθηναϊκό, αυτό το παραδέχομαι, αλλά μειονεκτεί. Και ξέρεται που;…»
Πολλοί είπαν διάφορους λόγους. Ο ένας ισχυρίστηκε ότι δεν ήξεραν το έδαφος, κάποιος άλλος φώναξε ότι τα όπλα των Ελλήνων είναι καλύτερα…
-«… σύντροφοι εν όπλοις, όλα αυτά που ισχυρίζεστε είναι σωστά, αλλά όχι το κυριότερο μειονέκτημα. Και ποιο είναι αυτό; Το μαστίγιο, ο βούρδουλας… και αυτός ο στρατός που κυβερνιέται με βούρδουλα δεν νικάει! Και το μεγαλύτερο όπλο το δικό μας; Φανταστείτε πως θα νοιώσουν οι βάρβαροι αν επιτεθούμε πρώτοι εμείς. Ναι, ναι σύντροφοι, ο αιφνιδιασμός μπορεί να νικήσει. Μόνοι μας, χωρίς την βοήθεια των Σπαρτιατών. Κι αν η μάχη αυτή στεφανώσει τα όπλα μας, σκεφτείτε για πόσα χρόνια η ιστορία και οι απόγονοί μας, θα μιλάνε για μας. Γι αυτή την μοναδική μέρα του Μεταγειτνιώνα! Η απόφαση μου λοιπόν, είναι, η παραχώρηση της αρχιστρατηγίας στον στρατηγό Μιλτιάδη, τον κυβερνήτη του Βυζαντίου. Κι αυτός ας αποφασίσει την ημέρα της επίθεσης».
Όλοι έμειναν σιωπηλοί κοιτώντας προς την μεριά του νέου τους αρχιστράτηγου. Ο ψηλός άντρας με την αριστοκρατική θωριά, προχώρησε μπροστά και ακούμπησε το αριστερό του χέρι, στον ώμο του Καλλίμαχου:
-« Στρατηγέ μου, θα κρατήσεις την Αθήνα ελεύθερη και το όνομά σου θα μείνει στην ιστορία, Καλλίμαχος ο Αφιδναίος, όσο υπάρχουν άνθρωποι. Θα φροντίσει γι αυτό όλος ο στρατός σου και η μεγάλη νίκη της απόφασής σου!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30
Η θάλασσα είχε αρχίσει να σηκώνει κύμα, όταν ο βαρβαρικός στόλος πλησίασε την άμμο της ακτής του Μαραθώνα. Λες και περίμεναν κάποιο αόρατο σήμα, τα στίφη των Ανατολιτών, παρέμεναν στα πλοία τους, ατενίζοντας όλη την παραλία και εποπτεύοντας τον χώρο όπου θα μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν. Ένα λάβαρο στολισμένο με το σήμα του «μεγάλου βασιλιά», υψώθηκε και αφέθηκε να ανεμίζει τα έντονα χρυσά σχέδιά του, στον Ελληνικό ουρανό. Στον αέρα πέταξε ένα φλεγόμενο βέλος, έκανε τον γύρο πάνω από το στόλο και έσβησε με τσίριγμα στο νερό. Μεγάλες σανίδες κατέβηκαν από τις πλώρες των γιγάντιων μεταγωγικών με την στρογγυλή κοιλιά και τα δυό κατάρτια. Ένας αξιωματικός, με σκούρο σκουφί στο χρώμα της βαθυκόκκινης γης και τον λινό του θώρακα, ανέμισε δυό μικρούς χάλκινους δίσκους. Τους έκρουσε τρείς φορές και τους σήκωσε όσο πιο ψηλά μπορούσε στον αέρα. Αλαλαγμοί ακούστηκαν από παντού. Τα δόρατα των στρατιωτών, απ’ όλα τα σκάφη, με ενθουσιασμό, υψώθηκαν σαν δάσος προς τα ουράνια. Τα σπαθιά γυάλισαν στον Αττικό ήλιο και η φοβέρα της εικόνας της ορδής αυτής, θα έκανε τον κάθε αντίπαλό της να τρέμει. Όταν κόπασαν οι φωνές και οι αλαλαγμοί, οι πρώτοι Μήδοι είχαν ήδη παραταχθεί στην παραλία. Άντρες γενειοφόροι, ψηλοί και ψημένοι στον πόλεμο, κρατούσαν τα χάλκινα σπαθιά τους και τις οκτάσχημες ασπίδες τους με την αλαζονεία του μεγάλου και ανίκητου στρατού. Αυτοί ήταν και η αφρόκρεμα των βαρβάρων. Πολεμιστές ευγενείς από την Μηδία, γόνοι πλούσιων οικογενειών, εκπαιδευμένοι στην αντοχή και την κακουχία, στην τέχνη του πολέμου και στην ανδρεία. Χρόνια πολεμιστές, μια εναντίον των Πάρθων, μια εναντίον των Υρκανών, μια εναντίον των Ασσυρίων, είχαν αναπτύξει μια αξιοζήλευτη τακτική μάχης, μα πάνω απ’ όλα, μια εκπληκτική επιδεξιότητα στο τόξο. Τώρα όλοι μαζί, σύμμαχοι με κοινά συμφέροντα ή υπόδουλοι στον μεγάλο βασιλιά των Αχαιμενιδών, πατούσαν την ιερή γη της Αττικής.
Μεγάλες σκηνές στήθηκαν στο πιο ομαλό και στεγνό, από τα νερά των ελών, έδαφος. Ένα στρατόπεδο δημιουργήθηκε σε ελάχιστο χρόνο, με την μεγάλη τέντα των δυό πολεμάρχων στο κέντρο. Ψηλά λάβαρα με το χρυσό λιοντάρι του Δαρείου, με το χιαστά σπαθιά του Δάτη και τα χρυσά άλογα του Αρταφέρνη, υψώθηκαν και ανέμιζαν στον αέρα. Σε άλλα σημεία, φωτιές άναψαν, άλογα που είχαν κατέβει από τα πλοία, συγκεντρώθηκαν και διάφοροι οπλουργοί έστησαν τα εκστρατευτικά τους εργαστήρια, χωρίς να χάσουν χρόνο. Στρατιώτες κατέβαιναν συνεχώς από τα σκάφη, δίνοντας την εντύπωση, πως αυτό το μάζεμα αντρών, δεν είχε τέλος. Οι αξιωματικοί έδιναν οδηγίες και διαταγές που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν φαινόταν να γίνονται κατανοητές, λόγω της πανσπερμίας των γλωσσών.
Οι Αθηναίοι, από την πεδιάδα του Αυλώνα, έβλεπαν όλη αυτή την σύναξη με ανάμικτα συναισθήματα και αντιδράσεις. Άλλοι από το φόβο τους είχαν αρχίσει τις προσευχές και τις επικλήσεις προς τους Θεούς, ιδίως οι νεότεροι σε ηλικία, άλλοι, οι πιο έμπειροι, προσπαθούσαν να γεμίσουν την καρδιά τους με θάρρος. Οι στρατηγοί, μετά από λίγα λεπτά παρατήρησης , είχαν αποσυρθεί στην μεγάλη σκηνή. Εκεί θα έφτιαχναν τα πλάνα της μάχης.
Ο Τελευτίας, κοίταζε το αντίπαλο στρατόπεδο, χωρίς να μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Έβλεπε και τον Λάφιλο που νευρικά, σχεδόν πανικόβλητος, είχε χλομιάσει και έβηχε από νευρικότητα και αποφάσισε να δράσει. Πλησίασε τον νησιώτη και τον σκούντηξε στα πλευρά. Εκείνος δεν ανταποκρίθηκε, δεν κατάλαβε καν την επαφή. Ξανάκανε την κίνηση. Ο νεαρός, έδειχνε αποσβολωμένος. Ο Αθηναίος γέλασε, κατανοώντας την κατάσταση του συντρόφου του.
-«Πολλοί είναι ε; Τι λες;»
Δεν πήρε απάντηση καμία. Το στόμα του Λάφιλου, δεν μπορούσε να βγάλει ούτε ένα ήχο, ούτε ένα λαρυγγισμό. Έμοιαζε με άγαλμα που κρατούσε δόρυ και ασπίδα.
-«Πάντως να ξέρεις ότι δεν σημαίνει τίποτα ο αριθμός τους. Πρέπει να το ξέρεις αυτό νεαρέ. Πολύ μικρό ρόλο παίζουν τα νούμερα. Η καρδιά μετράει…», είπε χωρίς να το πολυπιστεύει και ο ίδιος. Στήριξε την περικεφαλαία, που είχε εν τω μεταξύ προλάβει να επιδιορθώσει, στον γοφό του και ανασηκώνοντας το πόδι, ακούμπησε σε μια μεγάλη πέτρα.
-«Ωραία μάχη θα γίνει…»
-«Ωραία… θα… γίνει; Δεν φοβάσαι; Είναι τόσοι…»
-«Αν φοβάμαι; Έχω χεστεί απάνω μου… αλλά μπορούμε κι αλλιώς; Άκου αν φοβάμαι…»
Οι δυό άντρες κοιτάχτηκαν αμίλητοι. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα σε αυτήν την στάση. Μετά τους έπιασαν τα γέλια. Γέλια νευρικά, έντονα, σε τέτοιο σημείο που έτρεξαν δάκρυα στα μάγουλα. Χτύπησε ο ένας την πλάτη του άλλου, σαν παλιοί φίλοι σε ταβέρνα και συνέχισαν να γελάνε με μανία. Το θάρρος πέρασε από τον ένα στον άλλο, σαν αστραπή. Τα στήθια γέμισαν με αέρα και αυτήν την ανεξήγητη ευωδιά από ία.
-«Για πέστε μας κι εμάς τι λέτε! Για να γελάσουμε κι εμείς…», ακούστηκε η φωνή του Ευρυάνακτα. Οι δυό Λακεδαιμόνιοι είχαν πλησιάσει από πίσω και τώρα έδιναν με την παρουσία τους μεγαλύτερο κουράγιο στους δυό συνομιλητές.
-«Για… λοιπόν. Για πείτε μας. Δεν πιστεύω να λέτε γι αυτούς…» συνέχισε ο Λίχης δείχνοντας προς την μεριά των βαρβάρων. «Μα τι ωραία κοπάδια για σφαγή που είναι! Ωραία θα περάσουμε, δυνάμεις να έχουμε να κόβουμε λαιμούς…», συνέχισε κάνοντας όλους τώρα, ακόμα και άλλους στρατιώτες ολόγυρα να γελάσουν.
-«Βρε βρε βρε, κοιτάτε αυτούς εκεί… μαύροι δεν είναι; Ή εγώ γέρασα και δεν βλέπω καλά; Μπα, μαύροι είναι… κοιτάτε τι φέρανε να μας πολεμήσει. Ένα λεφούσι μαύρα γουρουνάκια!!!!»
-«Κι εσύ βέβαια σαν Σπαρτιάτης έχεις αδυναμία στα γουρουνάκια έτσι;», ρώτησε ο Τελευτίας τον Λίχη που ακόμα γέλαγε από τα δικά του λόγια.
-«Και βέβαια τους έχω αδυναμία… και όχι μόνο να τα τρώω, αλλά και να τα σφάζω…. Χα χα χα»
-«Κι εγώ που νόμιζα ότι τρώγατε αποκλειστικά αυτό το μαύρο το ζουμί….»
-«Μωρέ αυτό τρώμε, αλλά και κανένας χοίρος κάπου – κάπου, σε δυνατή φωτιά, πάνω στη σούβλα… καλός είναι. Και άμα είναι και μικρό το γουρουνάκι !!!! …. μα τους Θεούς… ξεχνάς και την γλώσσα που μιλάς… χα χα χα»
Έκανε καλό αυτή η κουβέντα και το αριβίστικο ύφος των Σπαρτιατών. Κάθισαν και πιασαν την κουβέντα γύρω απ’ τον Περσικό στρατό. Έτσι έκαναν και όλοι οι άλλοι στο στρατόπεδο. Το ένα μάτι όμως ήταν κολλημένο στην μεγάλη σκηνή των στρατηγών. Κλεισμένοι εκεί η αφρόκρεμα του Αθηναϊκού στρατεύματος, συζητούσαν τις επιλογές που είχαν.
Ο Λάφιλος δεν ήθελε να παραμείνει μαζί τους πια. Έπρεπε να ηρεμίσει και να … μάθει. Δεν ήξερε από την στρατιωτική πειθαρχία όπως οι άλλοι, δεν μπορούσε να περιμένει να τον διατάξουν απλώς τις επόμενες κινήσεις του. Περπάτησε προς το κέντρο του χώρου. Χιλιάδες άντρες κάθονταν στο έδαφος, άλλοι δίπλα σε μεγάλες φωτιές, άλλοι σε κούτσουρα που είχαν κόψει απ’ τα διπλανά δέντρα. Το μυαλό και τα μάτια όμως, όπως το έδειχναν οι κλεφτές ματιές, ήταν στην μεγάλη σκηνή των στρατηγών.
Τώρα που είχε νυχτώσει πια, τα λυχνάρια αδυνατούσαν να φωτίσουν καθαρά τα πρόσωπα και πάνω απ’ όλα τις εκφράσεις. Ακόμα και τα λόγια έδιναν την εντύπωση ότι ήταν βραχνά και βαριά. Ότι κρατούσαν κάτι το μυστηριακό μέσα στα νοήματά τους. Γιατί η γλώσσα δεν είναι μόνο η κίνηση του αέρα και η διαμόρφωση των φθόγγων, αλλά και η όραση, που «διαβάζοντας» σώματα, εξηγεί τα λόγια. Σε πολλές περιπτώσεις, το παιχνίδισμα της φλόγας, έκανε τις χάλκινες πανοπλίες να δείχνουν ότι κινούνταν μόνες τους και τις φωνές να έρχονται από το πουθενά.
-«Από σένα εξαρτάται, ω Καλλίμαχε…», ακούστηκε μια στιβαρή και γλυκιά φωνή με κάπως ένρινη χροιά, από το κέντρο του της μεγάλης τράπεζας, «… είτε να οδηγήσεις την Αθήνα στη σκλαβιά, είτε να εξασφαλίσεις την ελευθερία της και να αφήσεις στις επερχόμενες γενιές μια ανάμνηση κατά πολύ πιο έντονη από την ανάμνηση εκείνων που έκαναν την Αθήνα δημοκρατία. Γιατί ποτέ από τότε που οι Αθηναίοι έγιναν λαός, δεν αντιμετώπισαν ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο…». Τα επόμενα λόγια αυτής της φωνής, δεν ακούστηκαν, καθώς επικράτησαν αντιρρήσεις, όχι και ναι, με μεγάλη ένταση και από στεντόρειες ομιλίες. Κάποιος απείλησε κιόλας να χειροδικήσει, σηκώνοντας ένα μεγάλο ραβδί…
-«Στρατηγοί μου…», ακούστηκε μια άλλη πιο ώριμη φωνή, «στρατηγοί μου, νομίζω πως πρέπει να ηρεμίσουμε αφού για το μέλλον της αγαπημένης μας πόλης συζητάμε. Δεν είμαστε ένα τσούρμο ανώριμων παιδιών που μαζευτήκαν να παίξουν. Και δεν είναι χωρίς συνέπειες οι αποφάσεις που θα πάρουμε. Όλοι μαζί! Οι λόγοι αυτών που ψήφισαν την καθυστέρηση, είναι ολότελα εξηγημένοι και αποδεκτοί. Όμως και αυτών που είχαν αντίθετη ψήφο, να πολεμήσουμε τώρα , εδώ δηλαδή, σ’ αυτό το μέρος, είναι πάλι κατανοητοί και επαρκώς εξηγημένοι….»
Επικράτησε μια ανησυχία και οι φωνές πάλι ανέβασαν τόνους. Κανείς από τους δέκα στρατηγούς των Αθηναίων, δεν είχε κοιμηθεί δυό μέρες τώρα και τα νεύρα ήταν τεντωμένα. Δεν φοβόταν ουδείς την μάχη, αλλά όλοι σκέφτονταν την πιο σωστή απόφαση. Οι ώμοι είχαν γείρει από την εξάντληση και όποιο πρόσωπο μπορούσε να φανεί, φανέρωνε πρόωρες ρυτίδες και μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια.
«… σας παρακαλώ να κάνουμε λίγη ησυχία. Άκουσα καλά τους λόγους του στρατηγού Αριστείδη, που με προέτρεπαν να πάρω την απόφαση της αναμονής, μέχρι να έρθουν οι Λακεδαιμόνιοι. Θεών έργο να έρχονταν, το βλέπω όμως πολύ δύσκολο να κρατάμε όλο το στράτευμα, έτσι άπραγο, στατικό, με την θέα του βάρβαρου απέναντι. Άκουσα και τους λόγους του στρατηγού Μιλτιάδη, να μου εξηγούν την ανάγκη της άμεσης επίθεσης. Πρέπει λοιπόν κι εγώ σαν αρχιστράτηγος, να ψηφίσω κι ελπίζω να το πράξω όσο πιο σοφά μπορώ…»
Πάλι επικράτησε φασαρία, ακούστηκαν δυνατές φωνές, λες και προσπαθούσαν τελευταία στιγμή να πείσουν τον μεγάλο πολέμαρχο. Ο Καλλίμαχος, περίμενε να ηρεμίσουν:
«… ξέρω…», συνέχισε με ήρεμη κι επιβλητική φωνή, «… ότι κανείς σας δεν φοβάται την μάχη, ούτε τον θάνατο. Δεν είναι η δειλία αυτή που σας κάνει να διαφωνείτε, αλλά η επιθυμία του πιο σωστού αποτελέσματος…»
Πάλι έγινε ένας μικρός θόρυβος, ακούστηκαν και κάτι γέλια…
«… αλλά νομίζω ότι πήρα την απόφασή μου. Την πήρα μετά από πολύ σκέψη και υπολογισμό των κινήσεων και των δικών μας, αλλά πάνω απ’ όλα των καταραμένων Ασιατών. Η Ευρώπη ολόκληρη, βρίσκεται ανυπεράσπιστη στις ορδές τους. Γιατί αν νικήσουν εμάς, τους Έλληνες, η όρεξη θα τους ανοίξει και δεν θα υπάρχει κανένα άλλο εμπόδιο στο διάβα τους. Μη γελιόμαστε! Ο βαρβαρικός στρατός είναι και καλά οπλισμένος και πάνω απ’ όλα, καλά οργανωμένος. Η Ελλάδα μας, η πόλη μας και όλη η Ευρώπη λοιπόν, θα γίνουν σωροί από ερείπια. Τα σπίτια των προγόνων μας, οι ναοί των Θεών μας, όλα τα επιτεύγματα του λαού μας, θα σαρωθούν στο πέρασμα της σκόνης τους. Πρέπει να καταλάβουμε… τα παιδιά μας, οι γυναίκες μας, οι μανάδες μας … όλοι θα συρθούν στα σκλαβοπάζαρα των Περσών και των συμμάχων τους. Ο στρατός τους, είναι μεγαλύτερος από τον Αθηναϊκό, αυτό το παραδέχομαι, αλλά μειονεκτεί. Και ξέρεται που;…»
Πολλοί είπαν διάφορους λόγους. Ο ένας ισχυρίστηκε ότι δεν ήξεραν το έδαφος, κάποιος άλλος φώναξε ότι τα όπλα των Ελλήνων είναι καλύτερα…
-«… σύντροφοι εν όπλοις, όλα αυτά που ισχυρίζεστε είναι σωστά, αλλά όχι το κυριότερο μειονέκτημα. Και ποιο είναι αυτό; Το μαστίγιο, ο βούρδουλας… και αυτός ο στρατός που κυβερνιέται με βούρδουλα δεν νικάει! Και το μεγαλύτερο όπλο το δικό μας; Φανταστείτε πως θα νοιώσουν οι βάρβαροι αν επιτεθούμε πρώτοι εμείς. Ναι, ναι σύντροφοι, ο αιφνιδιασμός μπορεί να νικήσει. Μόνοι μας, χωρίς την βοήθεια των Σπαρτιατών. Κι αν η μάχη αυτή στεφανώσει τα όπλα μας, σκεφτείτε για πόσα χρόνια η ιστορία και οι απόγονοί μας, θα μιλάνε για μας. Γι αυτή την μοναδική μέρα του Μεταγειτνιώνα! Η απόφαση μου λοιπόν, είναι, η παραχώρηση της αρχιστρατηγίας στον στρατηγό Μιλτιάδη, τον κυβερνήτη του Βυζαντίου. Κι αυτός ας αποφασίσει την ημέρα της επίθεσης».
Όλοι έμειναν σιωπηλοί κοιτώντας προς την μεριά του νέου τους αρχιστράτηγου. Ο ψηλός άντρας με την αριστοκρατική θωριά, προχώρησε μπροστά και ακούμπησε το αριστερό του χέρι, στον ώμο του Καλλίμαχου:
-« Στρατηγέ μου, θα κρατήσεις την Αθήνα ελεύθερη και το όνομά σου θα μείνει στην ιστορία, Καλλίμαχος ο Αφιδναίος, όσο υπάρχουν άνθρωποι. Θα φροντίσει γι αυτό όλος ο στρατός σου και η μεγάλη νίκη της απόφασής σου!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου