Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33
Σκεφτόταν καθισμένος στην αυλή τις επιλογές που ακόμα είχε. Οι πόνοι στα γόνατα, τον είχαν καταντήσει, προσωρινά, ανίκανο να κάνει οποιαδήποτε δουλειά. Είχε δέσει σφιχτά ένα πανί στο πόδι μ’ ένα μίγμα βοτάνων που είχε μαζέψει από τα κοντινά χωράφια. Την προηγούμενη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί καθώς σουβλιές από τα Τάρταρα λες, τον διαπερνούσαν ολόκληρο. Τώρα τα μάτια του κόκκινα, του έδιναν μια μυστηριακή και παράξενη όψη. Το μυαλό του είχε αρχίσει να δοκιμάζεται από την παρουσία της Ελπινίκης και του μωρού. Καταλάβαινε πως δεν θα μπορούσε να μείνει μαζί τους για πολύ, πως έπρεπε να εξαφανιστεί από την ζωή τους και μάλιστα σύντομα. Όσο πιο σύντομα τόσο το καλλίτερο. Ανησυχούσε όμως και για την μοίρα των δυό αυτών ψυχών, αφού, όπως όλα έδειχναν, η μάχη κάτω στην παραλία του Μαραθώνα, θα γινόταν σύντομα. Ίσως και να ήταν θέμα ωρών, ή λίγων ημερών. Σήκωσε το κεφάλι, για να δοκιμάσει έναν οξύ πόνο στον αυχένα. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά και δάγκωσε τα χείλη να μην ουρλιάξει, να μην ακουστεί αδύναμος. Όταν ο πόνος τον άφησε, κάπως, γύρισε το κεφάλι προς την μικρή καλύβα. Μέσα από την πόρτα διέκρινε την γυναικεία σιλουέτα σκυμμένη πάνω από το μικρό «σκατούλι», να το χαϊδεύει και κάτι να μουρμουρίζει. Ένα αίσθημα ζέστης, θαλπωρής και αγάπης, χτύπησε τα φυλλοκάρδια του. Δάκρυσε! Συνειδητοποίησε ότι αυτή η … Αθηναία δεν τον άφηνε να πάρει ψύχραιμα τις αποφάσεις του. Το μυαλό του πήγε το μακρινό του ταξίδι κι έφτασε στην Θράκη, στα μεγάλα πράσινα λιβάδια και τα χωράφια με τα ζωσμένα για όργωμα βόδια αλλά και τις κοπέλες με τα κόκκινα μαλλιά που έπλεναν στο μεγάλο βαθύ ποτάμι. Το μυαλό του πήγαινε το γλυκό του ταξίδι στο πρόσωπο του πατέρα και της μάνας του, στους βώλους που έπαιζε μικρός με τους φίλους του και σε εκείνο το μεγάλο πλατάνι που είχε κρυφτεί, για να δει την γυναίκα του φίλου του πατέρα του, να βγαίνει γυμνή από το ρυάκι της Αρτεμισίας, δίπλα από τον ναό της Ήρας, της θεάς προστάτιδας της οικογένειας. Χαμογέλασε και κατάλαβε ότι οι πόνοι του είχαν καλμάρει για τα καλά. Τώρα θα μπορούσε να πάει να μαζέψει μερικά ξύλα για την φωτιά και να ελέγξει τις παγίδες που είχε στήσει την προηγούμενη.
Θα ήθελε να ξεκουραστεί ακόμα λίγο, αλλά οι δουλειές δεν μπορούσαν να περιμένουν. Η γυναίκα τον είδε με την άκρη του ματιού της που σηκώθηκε.
-«Που πας;», τον ρώτησε με εκείνη την όμορφη, βαθιά φωνή της.
Δεν της απάντησε, παρά σηκώνοντας το χέρι του, έδειξε τους βάλτους μπροστά του. Ήξερε ότι αυτή η γυναίκα του είχε ήδη επιβληθεί, δεν ήταν κάτι δύσκολο αυτό εξάλλου και προσπαθούσε να κρατήσει, αν ήταν δυνατόν, απόσταση. Περπάτησε μερικά μέτρα με το λικνιστό του βηματισμό, νοιώθοντας το βλέμμα της καρφωμένο στην πλάτη του. Αποφάσισε να μην γυρίσει το πρόσωπό του, να μην της απαντήσει με λόγια. Σήκωσε το χέρι σ’ ένα τάχα ανέμελο χαιρετισμό και συνέχισε το δρόμο του. Μόλις τα δέντρα και τα ψηλά χορτάρια τον έκρυψαν από τα μάτια της, κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα και έσφιξε με δάκρυα στα μάτια τα δυό του γόνατα. Ο πόνος, ξαναγυρνώντας, του είχε κόψει την ανάσα και κάτι στο στήθος του τρυπούσε τα πνευμόνια. Έμεινε αρκετή ώρα σε αυτή την θέση, σε αυτή την στάση. Από μακριά, εξακολουθούσε να ακούγεται ο αχός των βαρβάρων, μεταλλικοί ήχοι και φωνές, τύμπανα και χλιμιντρίσματα αλόγων. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει κάποια λέξη, αλλά καταλάβαινε το μίσος μέσα από το σύννεφο αυτό των ήχων. Κοίταξε προς τα πάνω. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γίνεται πια ενοχλητικά ζεστός, τον έκανε να ιδρώνει. Προχώρησε προς την κοιλάδα, μετά τα έλη, εκεί που νόμιζε ότι θα μπορούσε να βρει κάποιον, ν’ ανταλλάξει τρόφιμα με δουλειά. Στάθηκε σε ένα σημείο που δυό μονοπάτια διασταυρώνονταν. Έριξε το βλέμμα προς όλες τις διευθύνσεις. Τότε αποφάσισε να … φύγει, να πάει μακριά, να επιχειρήσει να φτάσει στην πατρίδα. Μάζεψε κουράγιο, να ξεχάσει την Ελπινίκη και το μικρό στην αγκαλιά της, όπως ήταν και η τελευταία εικόνα που είχε στο μυαλό. Πήρε το βόρειο μονοπάτι, θα περπατούσε όσο άντεχε, όσο τα γόνατα τον κράταγαν. Το μόνο που τον ένοιαζε τώρα ήταν η λευτεριά του, η επιστροφή στους αγαπημένους του. Πρώτος στόχος, να περάσει στην γη των Θηβαίων, από κει και μετά, πίστευε, θα ήταν εύκολα τα πράγματα. Άρχισε να περπατάει, αργά, κρατώντας δυνάμεις και θάρρος. Όταν ο ήλιος μεσουράνησε, σταμάτησε να ξελαχανιάσει στη σκιά ενός μεγάλου πλάτανου. Ασυναίσθητα, κρύφτηκε πίσω από τα ψηλά σχίνα αφού ένοιωθε τον εαυτό του πάλι φυγά. Δεν είχε πια σιγουριά, αυτήν που του προσέφερε η μικρή καλύβα. Έβγαλε το μικρό ασκί με το νερό, που κουβαλούσε πάντα μαζί του και από την δίψα του, ήπιε αχόρταγα, λαίμαργα, που παραλίγο να πνιγεί. Σκούπισε τα γένια του και αποφάσισε να κλείσει τα μάτια. Λίγος ύπνος θα του έδινε δυνάμεις να συνεχίσει, μπορεί να του ηρεμούσε και τους πόνους στα ταλαιπωρημένα του γόνατα.
Δεν πρέπει να είχε περάσει πολύ ώρα, όταν κάποιες ομιλίες τον ξύπνησαν. Δεν κουνήθηκε, δεν ήξερε ποιος ήταν και τι γύρευε εκεί. Μόνο κράτησε την ανάσα του και προσπάθησε ν’ ακούσει. Οι ομιλίες ήταν σιγανές. Αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισσότερο. Και… η γλώσσα, η γλώσσα που άκουγε … ήταν άγνωστη. Είχε πολλά ρ και χ και γενικώς πολλά σύμφωνα. Μια γλώσσα που έβγαινε, όχι από στόμα λες, αλλά κατευθείαν από το λαρύγγι των δυό, γιατί δυό ήταν, συνομιλητών. Ανάμεσα από τα κλαδιά των θάμνων, κρυφοκοίταξε, προσπαθώντας να μην κουνήσει ούτε ένα κλαράκι. Από τα κενό των δαχτύλων του, αντίκρισε τους άντρες που είχε ακούσει. Ήταν τελικά τρείς, μόνο οι δυό όμως μιλούσαν, ψηλοί με μακριά γένια και μαλλιά φτιαγμένα έτσι, που σε παρέπεμπαν σε ξένους και όχι Αθηναίους. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι έλεγαν. Όμως ο πρώτος, μιλώντας, έδειχνε προς την μεριά του Ελληνικού στρατοπέδου. Το χέρι του έκανε μια κίνηση, μιμούμενο το κολύμπι του ψαριού, μάλλον θέλοντας να δείξει κάποιο δρόμο που θα μπορούσαν να πάρουν.
Ο Θεμίστιος αντελήφθη με απόγνωση, ότι το μέρος που έδειχναν, ή ο δρόμος που σκέφτονταν, περνούσε από το σπίτι που είχε αφήσει πριν λίγο. Υπέθεσε ότι ήταν Πέρσες, «ίσως κάποια Περσική περίπολος…», σκέφτηκε με τρόμο και σίγουρα δεν ήταν με την … ευγένεια στο στόμα. Τους είδε, σκυφτούς να απομακρύνονται χωρίς να τον αντιληφθούν. Άφησε να περάσει λίγη ώρα και προσεκτικά σηκώθηκε από την κρυψώνα του. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει κι εκείνος πήρε τον δρόμο του. Μόνο που ο δρόμος αυτός δεν πήγαινε προς την Θήβα, αλλά προς την μικρή καλύβα. Προσπάθησε να τρέξει, γρήγορα όμως το μετάνιωσε, αφού τα γόνατα του θύμιζαν ότι ήταν σακάτης. Έσφιξε τα δόντια. Βρήκε κάποιο άλλο μονοπάτι, διαφορετικό απ’ αυτό που είχαν πάρει οι τρεις ξένοι, ήξερε ότι θα συντόμευε την απόσταση και βάλθηκε να το ακολουθεί, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όλο κοίταγε δεξιά και αριστερά του και αφουγκραζόταν τον κάθε ήχο, παρακολουθούσε την κάθε κίνηση και προσπαθούσε να επισημάνει τυχόν σπασμένο κλαδί ή πατημένο χόρτο. Κανένα ίχνος δεν βρήκε, τίποτα να τον ανησυχήσει περισσότερο. Όμως η ανημποριά του είχε γίνει τροχοπέδη στη βιασύνη του. Νόμιζε ότι μια μεγάλη πέτρα, μια κοτρώνα, ήταν δεμένη στο λαιμό του και τον τράβαγε προς το έδαφος. Κάποιος, ένοιωθε, τον είχε δέσει με χοντρό σκοινί από τις πλάτες του και δεν μπορούσε ν’ απομακρυνθεί από το μέρος που στεκόταν. Τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, πέρναγαν βασανιστικά αργά. Νόμιζε ότι ήταν ακίνητος κι ας του χτυπούσαν το πρόσωπο βάναυσα τα κλαδιά και τα χαλίκια του έσκιζαν τις πατούσες. Το ένα σανδάλι μάλιστα είχε λυθεί και το είχε χάσει αρκετά μέτρα πριν, κάνοντας το βάδισμα ακόμα πιο βασανιστικό. Λαχάνιαζε κι εκείνος ο πόνος στα στήθια επέμενε ακόμα πιο βάρβαρος και οξύς. Κρατιόταν από τους κορμούς των δέντρων, να μην πέσει, άλλοτε σερνόταν ν’ ανέβει κάποιο ύψωμα για να κόψει δρόμο και άλλοτε … μπουσουλούσε σαν μωρό παιδί προσπαθώντας να διασχίσει στάσιμα νερά. Πίστευε ότι δεν θα έφτανε ποτέ. Η απελπισία τον είχε καταλάβει και ήδη το μυαλό του, έβλεπε νεκρούς τους δυό «προστατευόμενους» του. Με την ανάστροφη της παλάμης του, σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια. Δάκρυα που δεν ήξερε πως είχαν γίνει, μπορεί απ’ τους πόνους, μπορεί απ’ την εικόνα στο νου του. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά, να υπολογίσει την απόσταση. Δεν ήξερε καλά – καλά που βρισκόταν. Πάντως στον ορίζοντα δεν έβλεπε την μικρή καλύβα, ούτε κάτι γνώριμο. Δεν άφησε να περάσει χρόνος άλλος. Ανέβηκε ένα μικρό χωμάτινο ανάχωμα που οι μεγάλες πέτρες του, τον δυσκόλεψαν αφάνταστα και ω του θαύματος, μπροστά του είδε την γνωστή εικόνα του ξύλινου φράχτη. Χαμογέλασε ασυναίσθητα και αυτό του έδωσε κουράγιο και δύναμη να «τρέξει» όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ξανακοίταξε ολόγυρά του, για τους τρείς Ασιάτες. Τίποτα. «Μπορεί να τους πρόλαβα…» , σκέφτηκε με μια λαχτάρα στα φυλλοκάρδια του. «Αν όμως όχι;… Τι θα βρω;». Δεν κατάλαβε πότε κατέβηκε τα περίπου τριακόσια μέτρα που τον χώριζαν απ’ την Ελπινίκη του. «Του»;
Είχε επιστρέψει από άλλο μονοπάτι που νόμιζε, όπως και αποδείχτηκε, πιο σύντομο, αλλά είχε βρεθεί στο πίσω μέρος της αυλής, εκεί που είχε θάψει τον Κτήσιο. Αναγκάστηκε να κάνει τον γύρο του φράχτη. Την βρήκε να κάθεται στην αυλή δίπλα από μια μικρή φωτιά και ν’ ανακατεύει κάτι σε ένα σκεύος στα κάρβουνα. Ηρέμισε το βάδισμά του και προσπάθησε να ελέγξει την αναπνοή του.
-«Γύρισες;», τον ρώτησε η γυναίκα, χωρίς να γυρίσει το βλέμμα πάνω του.
-«Το μικρό;», την ρώτησε εκείνος προσπαθώντας να μην δείξει την αγωνία του. Αν και τίποτα δεν μαρτυρούσε παρουσία ξένων το τελευταίο διάστημα που εκείνος έλειπε.
Η Ελπινίκη του έδειξε προς την καλύβα, χωρίς να του μιλήσει άλλο. Η κούραση της ή οι πόνοι από τις πληγές της, είχαν γεμίσει εκείνο το όμορφο πρόσωπο με ρυτίδες και μελανά σημάδια. Προσπαθούσε να κρατηθεί όρθια με μια αξιοπρέπεια, Αθηναία ήταν. Είχε πλυθεί όσο μπορούσε καλύτερα και συμμαζέψει τα σκισμένα της ρούχα που φορούσε. Ο Θεμίστιος διέκρινε αμέσως αυτές τις προσπάθειες. Την θαύμασε ακόμα περισσότερο. Ήξερε ότι είχε να κάνει με μια περήφανη και συγχρόνως σκληρή γυναίκα. Κάθισε δίπλα της σε μια μεγάλη πέτρα.
-«Που είναι το σανδάλι σου; Ξυπόλητος γύρισες;», ακούστηκε η λαχταριστή, βαθειά φωνή.
Της είπε όσο πιο γρήγορα μπορούσε αυτά που είδε. Δεν ήθελε να την πανικοβάλλει, αλλά έπρεπε να και να την αναγκάσει να κινηθεί γρήγορα. Της πρότεινε να φύγουν, για να εισπράξει την απάντηση που δεν περίμενε: «Και που να πάμε; Φυγάς είσαι και μην το αρνηθείς, φυγάδα είμαι και το ομολογώ. Κι αν περάσουν από κει κάτω οι βάρβαροι…», έδειξε με το δάχτυλο προς την παραλία του Μαραθώνα, «… δεν θα έχει νόημα το που θα είμαστε. Η μοίρα μας θα είναι μία. Κάποιο σκλαβοπάζαρο στην Ανατολή εγώ, νεκρός πιθανόν εσύ…. Χωρίς πατρίδα και λευτεριά και οι δυό μας! Άσε λοιπόν … εδώ και ότι γίνει…»
Ο άντρας δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε παραιτηθεί, ή αν έδειχνε γενναιότητα και αδιαφορία προς τον επερχόμενο θάνατο. Δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι παραπάνω. Σηκώθηκε και πήγε προς το καλύβι. Βρήκε το μωρό να κοιμάται, τι γλυκά που είναι τα μωρά όταν κοιμούνται και έσκυψε πάνω από το ξανθό του κεφαλάκι. Στα ρουθούνια του, ήρθε αυτή η οσμή της αθωότητας και ο ιδρώτας του αγνού, καθαρού δέρματος. Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει κάτι, αλλά τι; Σακάτης και χωρίς ιδιαίτερη στρατιωτική εκπαίδευση…
Στην άκρη του μικρού δωματίου, βρήκε ένα ξύλο, μεγάλο και ίσιο που εύκολα θα μπορούσε κάποιος να το περάσει για δόρυ από μακριά. Βρήκε και ένα μεγάλο μαχαίρι πάνω στο ξύλινο τραπέζι και το έδεσε στην κορυφή του «δόρατος» του. Ικανοποιήθηκε απ’ το αποτέλεσμα. Έσφιξε λίγο πιότερο το σκοινί στη μέση του, να δώσει την εντύπωση μυώδους άντρα και βγήκε στην αυλή, δίπλα στην καθισμένη γυναίκα. Κάθισε κι εκείνος, κρατώντας το ξύλο όρθιο, με το δεμένο μαχαίρι προς την μεριά του ήλιου, να λαμπυρίζει μέχρι … μακριά και το κορμί του στητό όπως έκαναν οι στρατιώτες που είχε δει. Η Ελπινίκη γέλασε με την εικόνα του αυτή. Τον χτύπησε απαλά στην πλάτη κι έσφιξε τα δάχτυλα στον ώμο του. Ο άντρας δεν έδειξε κανένα σημάδι, ότι κατάλαβε την κίνησή της, αν και η καρδιά του χτυπούσε για κάποιον ανεξήγητο (;) λόγο πιο γρήγορα. Τα μάτια του έψαχναν το τοπίο ολόκληρο γύρω από το σπίτι.
-«Τον αγαπάς πολύ ε;…», την ρώτησε χωρίς να την κοιτάξει. «Τον αγαπάς τόσο που δεν θέλεις να φύγεις μακριά του, έτσι; Αυτός δεν είναι ο λόγος που θέλεις να μείνεις εδώ;…». Το βλέμμα του εξακολουθούσε να κοιτάζει τον ορίζοντα, η λογική είχε ηρεμίσει τους χτύπους της καρδιάς και τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει στην προσπάθειά του.
Η γυναίκα δεν απάντησε, μόνο σήκωσε τα μάτια ψηλά, μακριά του και σταύρωσε τα χέρια, πάνω στα γόνατα. Φάνηκε να βυθίζεται στις δικές της σκέψεις. Η εικόνα του Τελευτία της ήρθε στο μυαλό, της μούδιασε τα πόδια. Ο από χρόνια έρωτάς της, ήξερε ότι την είχε ανάγκη τώρα εκεί που ήταν. Έστω και από μακριά! Κούνησε το κεφάλι καταφατικά στον αέρα, κάνοντας τον Θεμίστιο να καταλάβει.
-«Είναι εκεί τώρα;», έδειξε τον στρατό των Αθηναίων, «είναι εκεί;»
-«Ναι, εκεί είναι. Να δώσει τα πάντα και την ζωή του ακόμα για την πατρίδα του. Ναι εκεί είναι…»
-«Κι εσένα; Δεν σε σκέφτεται; Εννοώ που είσαι μόνη;»
-«Μα, αν δεν με σκεφτόταν δεν θα ήταν εκεί…. Θα είχε φύγει μακριά, μακριά… από τον θάνατο. Αλλά αν σκέφτεσαι τους δικούς σου ανθρώπους… πας εκεί. Μπροστά – μπροστά, να μην αφήσεις να περάσουν…»
Ο άντρας δεν απάντησε. Ήξερε ότι η Ελπινίκη προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πρώτα και μετά αυτόν. Της είπε για την πατρίδα του, όταν η ώρα είχε περάσει και οι τρείς ξένοι δεν φαίνονταν πουθενά. Της είπε για την πατρίδα του και την ζωή του, χωρίς να αποκαλύψει τα αληθινά γεγονότα. Επέμενε στο παραμύθι του ταξιδιώτη! Η γυναίκα τον άκουγε προσεκτικά, με τα μάτια στυλωμένα στο χώμα. Ένοιωθε την ανακούφισή του, που μπορούσε να μιλάει για τα πράγματα και τα πρόσωπα που αγαπούσε. Όταν τέλειωσε εκείνος την αφήγησή του, γύρισε απότομα το κεφάλι της:
-«Γιατί μου λες ψέματα;», τον ρώτησε…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33
Σκεφτόταν καθισμένος στην αυλή τις επιλογές που ακόμα είχε. Οι πόνοι στα γόνατα, τον είχαν καταντήσει, προσωρινά, ανίκανο να κάνει οποιαδήποτε δουλειά. Είχε δέσει σφιχτά ένα πανί στο πόδι μ’ ένα μίγμα βοτάνων που είχε μαζέψει από τα κοντινά χωράφια. Την προηγούμενη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί καθώς σουβλιές από τα Τάρταρα λες, τον διαπερνούσαν ολόκληρο. Τώρα τα μάτια του κόκκινα, του έδιναν μια μυστηριακή και παράξενη όψη. Το μυαλό του είχε αρχίσει να δοκιμάζεται από την παρουσία της Ελπινίκης και του μωρού. Καταλάβαινε πως δεν θα μπορούσε να μείνει μαζί τους για πολύ, πως έπρεπε να εξαφανιστεί από την ζωή τους και μάλιστα σύντομα. Όσο πιο σύντομα τόσο το καλλίτερο. Ανησυχούσε όμως και για την μοίρα των δυό αυτών ψυχών, αφού, όπως όλα έδειχναν, η μάχη κάτω στην παραλία του Μαραθώνα, θα γινόταν σύντομα. Ίσως και να ήταν θέμα ωρών, ή λίγων ημερών. Σήκωσε το κεφάλι, για να δοκιμάσει έναν οξύ πόνο στον αυχένα. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά και δάγκωσε τα χείλη να μην ουρλιάξει, να μην ακουστεί αδύναμος. Όταν ο πόνος τον άφησε, κάπως, γύρισε το κεφάλι προς την μικρή καλύβα. Μέσα από την πόρτα διέκρινε την γυναικεία σιλουέτα σκυμμένη πάνω από το μικρό «σκατούλι», να το χαϊδεύει και κάτι να μουρμουρίζει. Ένα αίσθημα ζέστης, θαλπωρής και αγάπης, χτύπησε τα φυλλοκάρδια του. Δάκρυσε! Συνειδητοποίησε ότι αυτή η … Αθηναία δεν τον άφηνε να πάρει ψύχραιμα τις αποφάσεις του. Το μυαλό του πήγε το μακρινό του ταξίδι κι έφτασε στην Θράκη, στα μεγάλα πράσινα λιβάδια και τα χωράφια με τα ζωσμένα για όργωμα βόδια αλλά και τις κοπέλες με τα κόκκινα μαλλιά που έπλεναν στο μεγάλο βαθύ ποτάμι. Το μυαλό του πήγαινε το γλυκό του ταξίδι στο πρόσωπο του πατέρα και της μάνας του, στους βώλους που έπαιζε μικρός με τους φίλους του και σε εκείνο το μεγάλο πλατάνι που είχε κρυφτεί, για να δει την γυναίκα του φίλου του πατέρα του, να βγαίνει γυμνή από το ρυάκι της Αρτεμισίας, δίπλα από τον ναό της Ήρας, της θεάς προστάτιδας της οικογένειας. Χαμογέλασε και κατάλαβε ότι οι πόνοι του είχαν καλμάρει για τα καλά. Τώρα θα μπορούσε να πάει να μαζέψει μερικά ξύλα για την φωτιά και να ελέγξει τις παγίδες που είχε στήσει την προηγούμενη.
Θα ήθελε να ξεκουραστεί ακόμα λίγο, αλλά οι δουλειές δεν μπορούσαν να περιμένουν. Η γυναίκα τον είδε με την άκρη του ματιού της που σηκώθηκε.
-«Που πας;», τον ρώτησε με εκείνη την όμορφη, βαθιά φωνή της.
Δεν της απάντησε, παρά σηκώνοντας το χέρι του, έδειξε τους βάλτους μπροστά του. Ήξερε ότι αυτή η γυναίκα του είχε ήδη επιβληθεί, δεν ήταν κάτι δύσκολο αυτό εξάλλου και προσπαθούσε να κρατήσει, αν ήταν δυνατόν, απόσταση. Περπάτησε μερικά μέτρα με το λικνιστό του βηματισμό, νοιώθοντας το βλέμμα της καρφωμένο στην πλάτη του. Αποφάσισε να μην γυρίσει το πρόσωπό του, να μην της απαντήσει με λόγια. Σήκωσε το χέρι σ’ ένα τάχα ανέμελο χαιρετισμό και συνέχισε το δρόμο του. Μόλις τα δέντρα και τα ψηλά χορτάρια τον έκρυψαν από τα μάτια της, κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα και έσφιξε με δάκρυα στα μάτια τα δυό του γόνατα. Ο πόνος, ξαναγυρνώντας, του είχε κόψει την ανάσα και κάτι στο στήθος του τρυπούσε τα πνευμόνια. Έμεινε αρκετή ώρα σε αυτή την θέση, σε αυτή την στάση. Από μακριά, εξακολουθούσε να ακούγεται ο αχός των βαρβάρων, μεταλλικοί ήχοι και φωνές, τύμπανα και χλιμιντρίσματα αλόγων. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει κάποια λέξη, αλλά καταλάβαινε το μίσος μέσα από το σύννεφο αυτό των ήχων. Κοίταξε προς τα πάνω. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γίνεται πια ενοχλητικά ζεστός, τον έκανε να ιδρώνει. Προχώρησε προς την κοιλάδα, μετά τα έλη, εκεί που νόμιζε ότι θα μπορούσε να βρει κάποιον, ν’ ανταλλάξει τρόφιμα με δουλειά. Στάθηκε σε ένα σημείο που δυό μονοπάτια διασταυρώνονταν. Έριξε το βλέμμα προς όλες τις διευθύνσεις. Τότε αποφάσισε να … φύγει, να πάει μακριά, να επιχειρήσει να φτάσει στην πατρίδα. Μάζεψε κουράγιο, να ξεχάσει την Ελπινίκη και το μικρό στην αγκαλιά της, όπως ήταν και η τελευταία εικόνα που είχε στο μυαλό. Πήρε το βόρειο μονοπάτι, θα περπατούσε όσο άντεχε, όσο τα γόνατα τον κράταγαν. Το μόνο που τον ένοιαζε τώρα ήταν η λευτεριά του, η επιστροφή στους αγαπημένους του. Πρώτος στόχος, να περάσει στην γη των Θηβαίων, από κει και μετά, πίστευε, θα ήταν εύκολα τα πράγματα. Άρχισε να περπατάει, αργά, κρατώντας δυνάμεις και θάρρος. Όταν ο ήλιος μεσουράνησε, σταμάτησε να ξελαχανιάσει στη σκιά ενός μεγάλου πλάτανου. Ασυναίσθητα, κρύφτηκε πίσω από τα ψηλά σχίνα αφού ένοιωθε τον εαυτό του πάλι φυγά. Δεν είχε πια σιγουριά, αυτήν που του προσέφερε η μικρή καλύβα. Έβγαλε το μικρό ασκί με το νερό, που κουβαλούσε πάντα μαζί του και από την δίψα του, ήπιε αχόρταγα, λαίμαργα, που παραλίγο να πνιγεί. Σκούπισε τα γένια του και αποφάσισε να κλείσει τα μάτια. Λίγος ύπνος θα του έδινε δυνάμεις να συνεχίσει, μπορεί να του ηρεμούσε και τους πόνους στα ταλαιπωρημένα του γόνατα.
Δεν πρέπει να είχε περάσει πολύ ώρα, όταν κάποιες ομιλίες τον ξύπνησαν. Δεν κουνήθηκε, δεν ήξερε ποιος ήταν και τι γύρευε εκεί. Μόνο κράτησε την ανάσα του και προσπάθησε ν’ ακούσει. Οι ομιλίες ήταν σιγανές. Αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισσότερο. Και… η γλώσσα, η γλώσσα που άκουγε … ήταν άγνωστη. Είχε πολλά ρ και χ και γενικώς πολλά σύμφωνα. Μια γλώσσα που έβγαινε, όχι από στόμα λες, αλλά κατευθείαν από το λαρύγγι των δυό, γιατί δυό ήταν, συνομιλητών. Ανάμεσα από τα κλαδιά των θάμνων, κρυφοκοίταξε, προσπαθώντας να μην κουνήσει ούτε ένα κλαράκι. Από τα κενό των δαχτύλων του, αντίκρισε τους άντρες που είχε ακούσει. Ήταν τελικά τρείς, μόνο οι δυό όμως μιλούσαν, ψηλοί με μακριά γένια και μαλλιά φτιαγμένα έτσι, που σε παρέπεμπαν σε ξένους και όχι Αθηναίους. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι έλεγαν. Όμως ο πρώτος, μιλώντας, έδειχνε προς την μεριά του Ελληνικού στρατοπέδου. Το χέρι του έκανε μια κίνηση, μιμούμενο το κολύμπι του ψαριού, μάλλον θέλοντας να δείξει κάποιο δρόμο που θα μπορούσαν να πάρουν.
Ο Θεμίστιος αντελήφθη με απόγνωση, ότι το μέρος που έδειχναν, ή ο δρόμος που σκέφτονταν, περνούσε από το σπίτι που είχε αφήσει πριν λίγο. Υπέθεσε ότι ήταν Πέρσες, «ίσως κάποια Περσική περίπολος…», σκέφτηκε με τρόμο και σίγουρα δεν ήταν με την … ευγένεια στο στόμα. Τους είδε, σκυφτούς να απομακρύνονται χωρίς να τον αντιληφθούν. Άφησε να περάσει λίγη ώρα και προσεκτικά σηκώθηκε από την κρυψώνα του. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει κι εκείνος πήρε τον δρόμο του. Μόνο που ο δρόμος αυτός δεν πήγαινε προς την Θήβα, αλλά προς την μικρή καλύβα. Προσπάθησε να τρέξει, γρήγορα όμως το μετάνιωσε, αφού τα γόνατα του θύμιζαν ότι ήταν σακάτης. Έσφιξε τα δόντια. Βρήκε κάποιο άλλο μονοπάτι, διαφορετικό απ’ αυτό που είχαν πάρει οι τρεις ξένοι, ήξερε ότι θα συντόμευε την απόσταση και βάλθηκε να το ακολουθεί, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όλο κοίταγε δεξιά και αριστερά του και αφουγκραζόταν τον κάθε ήχο, παρακολουθούσε την κάθε κίνηση και προσπαθούσε να επισημάνει τυχόν σπασμένο κλαδί ή πατημένο χόρτο. Κανένα ίχνος δεν βρήκε, τίποτα να τον ανησυχήσει περισσότερο. Όμως η ανημποριά του είχε γίνει τροχοπέδη στη βιασύνη του. Νόμιζε ότι μια μεγάλη πέτρα, μια κοτρώνα, ήταν δεμένη στο λαιμό του και τον τράβαγε προς το έδαφος. Κάποιος, ένοιωθε, τον είχε δέσει με χοντρό σκοινί από τις πλάτες του και δεν μπορούσε ν’ απομακρυνθεί από το μέρος που στεκόταν. Τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, πέρναγαν βασανιστικά αργά. Νόμιζε ότι ήταν ακίνητος κι ας του χτυπούσαν το πρόσωπο βάναυσα τα κλαδιά και τα χαλίκια του έσκιζαν τις πατούσες. Το ένα σανδάλι μάλιστα είχε λυθεί και το είχε χάσει αρκετά μέτρα πριν, κάνοντας το βάδισμα ακόμα πιο βασανιστικό. Λαχάνιαζε κι εκείνος ο πόνος στα στήθια επέμενε ακόμα πιο βάρβαρος και οξύς. Κρατιόταν από τους κορμούς των δέντρων, να μην πέσει, άλλοτε σερνόταν ν’ ανέβει κάποιο ύψωμα για να κόψει δρόμο και άλλοτε … μπουσουλούσε σαν μωρό παιδί προσπαθώντας να διασχίσει στάσιμα νερά. Πίστευε ότι δεν θα έφτανε ποτέ. Η απελπισία τον είχε καταλάβει και ήδη το μυαλό του, έβλεπε νεκρούς τους δυό «προστατευόμενους» του. Με την ανάστροφη της παλάμης του, σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια. Δάκρυα που δεν ήξερε πως είχαν γίνει, μπορεί απ’ τους πόνους, μπορεί απ’ την εικόνα στο νου του. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά, να υπολογίσει την απόσταση. Δεν ήξερε καλά – καλά που βρισκόταν. Πάντως στον ορίζοντα δεν έβλεπε την μικρή καλύβα, ούτε κάτι γνώριμο. Δεν άφησε να περάσει χρόνος άλλος. Ανέβηκε ένα μικρό χωμάτινο ανάχωμα που οι μεγάλες πέτρες του, τον δυσκόλεψαν αφάνταστα και ω του θαύματος, μπροστά του είδε την γνωστή εικόνα του ξύλινου φράχτη. Χαμογέλασε ασυναίσθητα και αυτό του έδωσε κουράγιο και δύναμη να «τρέξει» όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ξανακοίταξε ολόγυρά του, για τους τρείς Ασιάτες. Τίποτα. «Μπορεί να τους πρόλαβα…» , σκέφτηκε με μια λαχτάρα στα φυλλοκάρδια του. «Αν όμως όχι;… Τι θα βρω;». Δεν κατάλαβε πότε κατέβηκε τα περίπου τριακόσια μέτρα που τον χώριζαν απ’ την Ελπινίκη του. «Του»;
Είχε επιστρέψει από άλλο μονοπάτι που νόμιζε, όπως και αποδείχτηκε, πιο σύντομο, αλλά είχε βρεθεί στο πίσω μέρος της αυλής, εκεί που είχε θάψει τον Κτήσιο. Αναγκάστηκε να κάνει τον γύρο του φράχτη. Την βρήκε να κάθεται στην αυλή δίπλα από μια μικρή φωτιά και ν’ ανακατεύει κάτι σε ένα σκεύος στα κάρβουνα. Ηρέμισε το βάδισμά του και προσπάθησε να ελέγξει την αναπνοή του.
-«Γύρισες;», τον ρώτησε η γυναίκα, χωρίς να γυρίσει το βλέμμα πάνω του.
-«Το μικρό;», την ρώτησε εκείνος προσπαθώντας να μην δείξει την αγωνία του. Αν και τίποτα δεν μαρτυρούσε παρουσία ξένων το τελευταίο διάστημα που εκείνος έλειπε.
Η Ελπινίκη του έδειξε προς την καλύβα, χωρίς να του μιλήσει άλλο. Η κούραση της ή οι πόνοι από τις πληγές της, είχαν γεμίσει εκείνο το όμορφο πρόσωπο με ρυτίδες και μελανά σημάδια. Προσπαθούσε να κρατηθεί όρθια με μια αξιοπρέπεια, Αθηναία ήταν. Είχε πλυθεί όσο μπορούσε καλύτερα και συμμαζέψει τα σκισμένα της ρούχα που φορούσε. Ο Θεμίστιος διέκρινε αμέσως αυτές τις προσπάθειες. Την θαύμασε ακόμα περισσότερο. Ήξερε ότι είχε να κάνει με μια περήφανη και συγχρόνως σκληρή γυναίκα. Κάθισε δίπλα της σε μια μεγάλη πέτρα.
-«Που είναι το σανδάλι σου; Ξυπόλητος γύρισες;», ακούστηκε η λαχταριστή, βαθειά φωνή.
Της είπε όσο πιο γρήγορα μπορούσε αυτά που είδε. Δεν ήθελε να την πανικοβάλλει, αλλά έπρεπε να και να την αναγκάσει να κινηθεί γρήγορα. Της πρότεινε να φύγουν, για να εισπράξει την απάντηση που δεν περίμενε: «Και που να πάμε; Φυγάς είσαι και μην το αρνηθείς, φυγάδα είμαι και το ομολογώ. Κι αν περάσουν από κει κάτω οι βάρβαροι…», έδειξε με το δάχτυλο προς την παραλία του Μαραθώνα, «… δεν θα έχει νόημα το που θα είμαστε. Η μοίρα μας θα είναι μία. Κάποιο σκλαβοπάζαρο στην Ανατολή εγώ, νεκρός πιθανόν εσύ…. Χωρίς πατρίδα και λευτεριά και οι δυό μας! Άσε λοιπόν … εδώ και ότι γίνει…»
Ο άντρας δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε παραιτηθεί, ή αν έδειχνε γενναιότητα και αδιαφορία προς τον επερχόμενο θάνατο. Δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι παραπάνω. Σηκώθηκε και πήγε προς το καλύβι. Βρήκε το μωρό να κοιμάται, τι γλυκά που είναι τα μωρά όταν κοιμούνται και έσκυψε πάνω από το ξανθό του κεφαλάκι. Στα ρουθούνια του, ήρθε αυτή η οσμή της αθωότητας και ο ιδρώτας του αγνού, καθαρού δέρματος. Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει κάτι, αλλά τι; Σακάτης και χωρίς ιδιαίτερη στρατιωτική εκπαίδευση…
Στην άκρη του μικρού δωματίου, βρήκε ένα ξύλο, μεγάλο και ίσιο που εύκολα θα μπορούσε κάποιος να το περάσει για δόρυ από μακριά. Βρήκε και ένα μεγάλο μαχαίρι πάνω στο ξύλινο τραπέζι και το έδεσε στην κορυφή του «δόρατος» του. Ικανοποιήθηκε απ’ το αποτέλεσμα. Έσφιξε λίγο πιότερο το σκοινί στη μέση του, να δώσει την εντύπωση μυώδους άντρα και βγήκε στην αυλή, δίπλα στην καθισμένη γυναίκα. Κάθισε κι εκείνος, κρατώντας το ξύλο όρθιο, με το δεμένο μαχαίρι προς την μεριά του ήλιου, να λαμπυρίζει μέχρι … μακριά και το κορμί του στητό όπως έκαναν οι στρατιώτες που είχε δει. Η Ελπινίκη γέλασε με την εικόνα του αυτή. Τον χτύπησε απαλά στην πλάτη κι έσφιξε τα δάχτυλα στον ώμο του. Ο άντρας δεν έδειξε κανένα σημάδι, ότι κατάλαβε την κίνησή της, αν και η καρδιά του χτυπούσε για κάποιον ανεξήγητο (;) λόγο πιο γρήγορα. Τα μάτια του έψαχναν το τοπίο ολόκληρο γύρω από το σπίτι.
-«Τον αγαπάς πολύ ε;…», την ρώτησε χωρίς να την κοιτάξει. «Τον αγαπάς τόσο που δεν θέλεις να φύγεις μακριά του, έτσι; Αυτός δεν είναι ο λόγος που θέλεις να μείνεις εδώ;…». Το βλέμμα του εξακολουθούσε να κοιτάζει τον ορίζοντα, η λογική είχε ηρεμίσει τους χτύπους της καρδιάς και τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει στην προσπάθειά του.
Η γυναίκα δεν απάντησε, μόνο σήκωσε τα μάτια ψηλά, μακριά του και σταύρωσε τα χέρια, πάνω στα γόνατα. Φάνηκε να βυθίζεται στις δικές της σκέψεις. Η εικόνα του Τελευτία της ήρθε στο μυαλό, της μούδιασε τα πόδια. Ο από χρόνια έρωτάς της, ήξερε ότι την είχε ανάγκη τώρα εκεί που ήταν. Έστω και από μακριά! Κούνησε το κεφάλι καταφατικά στον αέρα, κάνοντας τον Θεμίστιο να καταλάβει.
-«Είναι εκεί τώρα;», έδειξε τον στρατό των Αθηναίων, «είναι εκεί;»
-«Ναι, εκεί είναι. Να δώσει τα πάντα και την ζωή του ακόμα για την πατρίδα του. Ναι εκεί είναι…»
-«Κι εσένα; Δεν σε σκέφτεται; Εννοώ που είσαι μόνη;»
-«Μα, αν δεν με σκεφτόταν δεν θα ήταν εκεί…. Θα είχε φύγει μακριά, μακριά… από τον θάνατο. Αλλά αν σκέφτεσαι τους δικούς σου ανθρώπους… πας εκεί. Μπροστά – μπροστά, να μην αφήσεις να περάσουν…»
Ο άντρας δεν απάντησε. Ήξερε ότι η Ελπινίκη προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πρώτα και μετά αυτόν. Της είπε για την πατρίδα του, όταν η ώρα είχε περάσει και οι τρείς ξένοι δεν φαίνονταν πουθενά. Της είπε για την πατρίδα του και την ζωή του, χωρίς να αποκαλύψει τα αληθινά γεγονότα. Επέμενε στο παραμύθι του ταξιδιώτη! Η γυναίκα τον άκουγε προσεκτικά, με τα μάτια στυλωμένα στο χώμα. Ένοιωθε την ανακούφισή του, που μπορούσε να μιλάει για τα πράγματα και τα πρόσωπα που αγαπούσε. Όταν τέλειωσε εκείνος την αφήγησή του, γύρισε απότομα το κεφάλι της:
-«Γιατί μου λες ψέματα;», τον ρώτησε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου