Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32
Έβδομη μέρα και ο στρατός ακόμα ακίνητος στην περιοχή του Αυλώνα, αντίκριζε καθημερινά τους Ασιάτες προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του, από τις πολλές προκλήσεις. Ο αρχιστράτηγος Μιλτιάδης ανησυχούσε με αυτή την απραξία, γι αυτό και είχε διατάξει πολλές περιπολίες και ειδικά κοντά στο εχθρικό στρατόπεδο, με σκοπό να κρατήσει ψηλά το πολεμικό ηθικό των στρατιωτών του. Μάλιστα σε αρκετές απ’ αυτές τις περιπολίες, ιδιαίτερα στις βραδινές το έπαθλο ήταν αρκετά υψηλό, αφού πάνω από καμιά τριανταριά βάρβαροι είχαν αιχμαλωτιστεί, αθόρυβα. Η ανάκριση όμως δεν απέδωσε και πολλά, τα νέα στοιχεία ήταν λίγα. Έτσι κι αλλιώς οι τακτικές των Περσών ήταν γνωστές στην ηγεσία. Ο Μιλτιάδης και λόγω στρατιωτικών ικανοτήτων, αλλά και της ευγενικής και πλούσιας καταγωγής του, κάπου τριάντα χρόνια πριν, είχε πάει στη Θράκη, σαν διοικητής της Χερσονήσου (σ.σ. Δαρδανέλια). Εκεί είχε ζήσει πολλά χρόνια. Όταν οι κάτοικοι της Παρσίδος, (σ.σ. Περσία) άρχισαν να επεκτείνονται, δημιουργώντας την μεγάλη ανατολική αυτοκρατορία τους, επεκτάθηκαν και σε εκείνη την περιοχή, αναγκάζοντας τον Αθηναίο στρατηγό να υποταχθεί στον Μεγάλο Βασιλιά τον Δαρείο. Το αντάλλαγμα ήταν πολύτιμο και ίσως είχε έρθει η στιγμή να το εξαργυρώσει. Μπόρεσε και παρακολούθησε από πρώτο χέρι τον στρατό των βαρβάρων στις εκστρατείες του κατά των Σκυθών, αποκτώντας έτσι άριστη γνώση των τακτικών που χρησιμοποιούσαν. Έτσι είχε καταφέρει να θέσει υπό την κηδεμονία της Αθήνας την Λήμνο και την Ίμβρο, αυτές που τώρα η μανία των Περσών τις είχε κάψει. Και ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, αν και πιο παλιός και πιο έμπειρος, τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, αποδεικνύοντας την εκτίμηση αυτή με την ανάθεση στο πρόσωπό του της αρχιστρατηγίας.
Ανεβασμένος πάνω σ’ ένα μικρό ύψωμα, ατένιζε τώρα την μεγάλη σκακιέρα της μάχης, την σε σχήμα μισοφέγγαρου πεδιάδα του Μαραθώνα. Είχε τα χέρια στην μέση και φορούσε την μεγάλη χάλκινη πανοπλία του, με το λοφίο του κράνους να ανεμίζει στο πρωινό αεράκι. Ήξερε από ψυχολογία στρατιωτών και καταλάβαινε πως αυτή η εικόνα του αγέρωχου αρχηγού, θα ενέπνεε περηφάνια και τόλμη, μαχητική αλαζονεία και πάθος για μάχη. Ο άσπρος μανδύας του, σήμα κατατεθέν της Αθηναϊκής πολιτείας, του έδινε ύψος και η κίνησή του στον αέρα, μεγαλοπρέπεια. Δίπλα του έφτασαν οι άλλοι τρεις στρατηγοί, ο πρώην αρχιστράτηγος Καλλίμαχος, ο Αριστείδης που θα μπορούσε να είχε επηρεάσει προς την αντίθετη γνώμη το πολεμικό συμβούλιο, την αναμονή δηλαδή μέχρι να φτάσουν οι Σπαρτιάτες και ο νεαρότερος όλων, ο πανούργος και πολιτικός αντίπαλος του Αριστείδη, ο άνθρωπος που μετέπειτα θα θεμελίωνε τον όρο «διπλωματία», ο Θεμιστοκλής, ο γιός του Νεοκλή, της οικογένειας των Λυκομηδών. Ο τελευταίος συμφωνούσε απόλυτα με την γνώμη του Μιλτιάδη, από την πρώτη στιγμή και στο μόνο που διαφωνούσε μαζί του ήταν το θέμα του στόλου. Ενίσχυση του αριθμού των πλοίων ζητούσε εκείνος, ενίσχυση των πεζών ο άλλος.
Οι τέσσερις άντρες, υπό το βλέμμα σχεδόν ολόκληρου του στρατεύματος άρχισαν μια συζήτηση εκεί στον ανοιχτό χώρο. Έδειξαν ότι συμφωνούσαν και έδωσαν τα χέρια, εκφράζοντας την ομοφωνία τους σ’ όλους. Οι στρατιώτες ζητωκραύγασαν και σήκωναν τα όπλα στον αέρα, διαισθανόμενοι ότι η ώρα της μάχης, επιτέλους όπως είπε ο Λίχης, έφτανε. Οι τέσσερις στρατηγοί χώρισαν και την ώρα που έπαιρναν τον δρόμο τους για την διατεταγμένη υπηρεσία, ένας άλλος ήχος, μια άλλη οχλοβοή κάπου στο βάθος της πεδιάδας στα δυτικά, τους τράβηξε την προσοχή. Μια σκόνη που είχε πάρει μορφή σύννεφου φαινόταν να έρχεται στο στρατόπεδο, περνώντας από το τέμενος του Ηρακλέους. Εκεί είχε στρατοπεδεύσει η φυλή των Λεοντιδέων και των Αντιοχιδέων, φυλές που προορίζονταν για το κέντρο της Ελληνικής παράταξης. Οι πρώτοι ξεσπάθωσαν και πήραν θέσεις μάχης, μη γνωρίζοντας τι ακριβώς γίνεται. Πολλές εκατοντάδες άνδρες, αγριωποί στην εμφάνιση με δόρατα στα χέρια και τις ασπίδες υψωμένες, περπατούσαν με γρήγορο βηματισμό φωνάζοντας ρυθμικά : «Α, α, α, α …α, ου, … ου, ου παίδες Πλαταιέων , παίδες Πλαταιέων,… α, α, α, … ου, ου, ου…».
Οι υπόλοιποι Έλληνες στρατιώτες γέλασαν , ευχαριστήθηκαν και καλωσόριζαν τους νεοαφιχθέντες ξένους. Κάποιοι τους χτυπούσαν στην πλάτη, άλλοι τους χαιρετούσαν σηκώνοντας τα χέρια όλοι όμως συγχρονίζονταν στις φωνές τους : «α,α,α,α,α παίδες Πλαταιέων α,α,α,… ου, ου, ου, ου….». Μόλις οι άντρες σταμάτησαν το ελαφρύ τους τρέξιμο, κεράστηκαν κρασί και νερό με ελιές και κρεμμύδια, ψωμί και σύκα. Οι Αθηναίοι που είχαν αρχίσει να λιγοψυχούν από το μέγεθος του βαρβαρικού στρατού, τώρα αναθάρρησαν με αυτή την άφιξη. Και ήταν περίπου δέκα εκατοντάδες άντρες, σημαντική βοήθεια για την μάχη που θα ερχόταν. «Χέστε τους κολο-Λακεδαιμόνιους τώρα…», ακούστηκε μια φωνή από το βάθος, προφανώς ενθουσιασμένη από αυτή την άφιξη. «Πάμε τώρα παιδιά, πάμε να τους δείξουμε τι σημαίνει Ελληνική …» και άλλες βωμολοχίες από τους ανυπόμονους πια στρατιώτες. Ο Μιλτιάδης χαμογέλασε ευχαριστημένος και έκανε νόημα στον αρχηγό των Πλαταιέων να πλησιάσει στην θέση του.
Ο Ευρυάναξ άκουσε καλά αυτά που ειπώθηκαν για την πόλη του. Κατανοούσε όμως ότι ήταν λόγια ανθρώπων που ήταν κοντά στο να χάσουν την ψυχραιμία τους και την υπομονή τους, από την αναμονή σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο. Χαμογέλασε προς την μεριά του Λίχη και των άλλων συντρόφων του. Στερέωσε λίγο πιο ψηλά την ασπίδα στο μπράτσο του, για να φανεί καλά το μεγάλο ¨Λ¨ στην χάλκινη οθόνη. Χαμογέλασε και ο Τελευτίας δείχνοντας ότι συμφωνούσε μαζί του. Πήγε κοντά του και έδειξε στο βάθος του ορίζοντα προς το βαρβαρικό στράτευμα.
-«Τους βλέπεις;…», του είπε τείνοντας το τεντωμένο δάχτυλο προς το μέρος του βλέμματος.
Ο Ευρυάναξ, σκίασε τα μάτια να δει καλύτερα. Τίποτα το διαφορετικό δεν ανακάλυψε, όλα ήταν όπως κι εχθές όπως και τις προηγούμενες μέρες. Οι Ανατολίτες έπιναν και έτρωγαν, κάθονταν δίπλα στις μεγάλες φωτιές τους και κάποιοι απ’ αυτούς , ακόμη και έπαιζαν, ένα παιχνίδι, η απόσταση δεν επέτρεπε καλύτερη εικόνα, μάλλον με πεσσούς.
-«Τι θα έπρεπε να δω δηλαδή;», τον ρώτησε ο Λακεδαιμόνιος.
-«Βλέπεις να κάνουν κάτι διαφορετικό σήμερα;»
-«Όχι, τα ίδια όπως κάθε μέρα…»
-«Καταλαβαίνεις ότι δεν περιμένουν επίθεση από μας. Έτσι; Τέτοια αλαζονεία! Και αυτό σημαίνει…», τον έκοψε η φωνή του Λίχη, που είχε πλησιάσει τους δυό άντρες αθόρυβα.
-«Ότι θα επιτεθούμε εμείς πρώτοι, έτσι; Και μάλιστα είναι θέμα ωρών η επίθεση…»
-«Ναι, αυτό πιστεύω ότι σημαίνει», του απάντησε ο έμπορος.
-«Δη… δηλαδή, ήνεγκεν η ώ… ώρα; Πα… πάμε… για… μάχη; Τέρμα δηλαδή; Αυτό ήταν;», η φωνή του Λάφιλου έτρεμε από τον φόβο. Δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο, εκτός απ’ αυτό που κατόρθωσε να συλλαβίσει μετά βασάνων. Ένοιωσε μια καούρα στο στομάχι κι ένα σφίξιμο στο στήθος. Τα πόδια του είχαν αρχίσει να τρέμουν, ενώ κι ένα τρέμουλο στα χείλη, έκανε τους υπόλοιπους να γελάσουν.
-«Μη φοβάσαι νησιώτη. Δεν είναι δα και τίποτα το σοβαρό…», τον ειρωνεύτηκε ο Λίχης που τώρα στα μάτια του Λάφιλου, έμοιαζε με γίγαντας. «Μη φοβάσαι μωρέ, Έλληνας είσαι, θα δεις … άκουσέ με, τόσες μάχες έχω δώσει. Κι εγώ φοβόμουν στην αρχή, αλλά να δεις που δεν είναι τίποτα. Σαν μια μέρα στο γυμναστήριο θα είναι…», πιστεύοντας ότι όλα τα μέρη ήταν σαν την Σπάρτη και όλοι οι νέοι πήγαιναν γυμναστήριο. «Μην ξεχνάς και το όνειρο του Τελευτία. Νομίζεις ότι άσχετο ήταν; Οι αποφάσεις των Θεών είναι ιερές και στο ξαναλέω… θα γίνεις μεγάλος ήρωας. Ξακουστός σ’ όλη την Ελλάδα…. Και στο νησί σου… να δεις πόσο θα περηφανεύεται για σένα και η… πως την λέμε;»
Αυθόρμητα ο Λάφιλος απάντησε χωρίς να σκεφτεί ότι δεν είχε αναφερθεί ποτέ στην όμορφη Καλυμνιά:
-«Πασιφάη…», είπε φέρνοντας τα χέρια στο στόμα να σταματήσει την λέξη. Όλοι γέλασαν με το ψάρεμα του Λίχη.
-«Έχεις και γυναίκα βρε κλανιά; Χα χα χα ακόμα δεν βγήκες απ’ το αυγό σου βρε χαζοπούλι και έχεις και φιλενάδα;»
Δεν είχε περάσει πάνω από μια ώρα, όταν οι ντυμένοι με πλήρη εξάρτυση αγγελιαφόροι, κρατώντας την μεγάλη ασπίδα και το μακρύ δόρυ στο χέρι, διέσχιζαν σχεδόν τρέχοντας όλο το στρατόπεδο, μεταφέροντας τις διαταγές των στρατηγών. Απόλυτη προετοιμασία για το πρωί και πάνω απ’ όλα, τα πάντα να γίνουν με την μεγαλύτερη ησυχία που θα μπορούσαν. Σχεδόν δέκα χιλιάδες άντρες ήταν έτοιμοι σε πολύ μικρό διάστημα, όρθιοι και φανατισμένοι για την μεγάλη σύγκρουση.
-«Λοιπόν… πάμε; Μας έχουν στο κέντρο της παράταξης με την Αντιοχίδα φυλή, της Αλωπεκής. Θα ηγηθεί ο Αριστείδης ο στρατηγός, ο γιός του Λυσίμαχου. Επειδή είμαστε ξένοι θα πάμε εκεί. Όλοι οι εθελοντές απ’ άλλες περιοχές πάνε εκεί. Καλά θα είναι, θα έχουμε απέναντί μας μάλλον, τους Μήδους. Άξιοι και ικανοί αντίπαλοι! Ωραία θα είναι, πολύ ωραία μα τον Δία. Για να δούμε τώρα ποιος είναι πιο άξιος», ο ενθουσιασμός φαινόταν ξεκάθαρα στο πρόσωπο αλλά και στα λόγια του Λίχη.
Ο Τελευτίας και οι άλλοι τον κοίταξαν με κάποια υποψία χαμόγελου στο στόμα. Ήξεραν πολύ καλά πώς θα ένοιωθαν οι δυό Σπαρτιάτες γι αυτό και πως στο αίμα τους τώρα θα κυλούσε καυτή η έξαψη και η αδρεναλίνη τους έκανε να τρέμουν απ’ την ανυπομονησία.
Προχώρησαν όλοι προς το μέρος που έπρεπε να παραταχθούν. Διέκρινε κανείς στην ατμόσφαιρα την ανυπομονησία και την επιθυμία για δράση του στρατεύματος. Αν και χαμηλόφωνα, οι στρατιώτες μιλούσαν πολύ και γρήγορα. Μέχρι που οι διοικητές ήρθαν, για να αρχίσει η πορεία προς το πεδίο που ο Μιλτιάδης είχε διαλέξει για την μάχη.
Ο Τελευτίας ασυναίσθητα έριξε μια ματιά στα δυτικά, εκεί που η Ελπινίκη είχε μείνει και τον περίμενε. Κάπου κοντά πρέπει να ήταν. Ήλπιζε μετά την μάχη εκτός από ζωντανός, να ήταν και νικητής, μα πάνω απ’ όλα, … να την έβρισκε εκεί στη μικρή καλύβα τους. Εγωισμός; Ίσως! Αντί να εύχεται να φύγει να γλυτώσει, ήθελε να την βρει εκεί.
Η νύχτα κόντευε να ξημερώσει και ο στρατός έπρεπε να φτάσει πριν τον ήλιο κοντά στο εχθρικό στρατόπεδο. Περπάτησαν πάνω από δυό ώρες, όταν η εμπροσθοφυλακή, το σώμα των Πλαταιέων, σταμάτησε εξακόσια περίπου μέτρα από τις πρώτες σκοπιές των βαρβάρων. Σε μια ώρα όλοι οι στρατιώτες είχαν παραταχθεί σε ένα μέτωπο πλάτους περίπου χιλίων πεντακοσίων μέτρων, ενώ ο εχθρός φαινόταν να είχε μόλις ξυπνήσει και προσπαθούσε με βιασύνη να παραταχθεί κι αυτός. Οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς δεν κινήθηκαν παραπέρα. Οκτώ μέρες αναμονής, τους είχε μάθει την εγκράτεια στις κινήσεις τους και ο Μιλτιάδης, επεξεργαζόταν ακόμη, τα τελευταία εμπόδια πριν την επίθεση. Η διαταγή ήταν ρητή: «Να καθίσουν όλοι κάτω και να ξεκουραστούν, χωρίς να βγάλουν την πολεμική στολή τους ή να εγκαταλείψουν τα πόστα τους». Έτσι και έγινε. Όλοι οι στρατιώτες έβαλαν στο σημείο που ήταν την ασπίδα, κάθισαν πάνω της, τακτική που τους επέτρεπε να έχουν ετοιμότητα ύψιστου βαθμού, μα τα μάτια ήταν καρφωμένα απέναντι. Εκεί που τα μεγάλα λάβαρα, είχαν αρχίσει να κινούνται προτρέποντας σε ετοιμότητα.
Ο Λάφιλος νόμιζε ότι ζούσε σ’ ένα εφιάλτη, σ’ ένα κακό όνειρο που κάποιος θα τον ξυπνούσε γρήγορα. Έπρεπε κάποιος να τον ξυπνήσει γρήγορα! Δεν καταλάβαινε και πολλά απ’ ότι γίνονταν δίπλα του, ο φόβος δεν τον άφηνε να αντιδράσει με ψυχραιμία. Μηχανικά έσκαβε με τα χέρια το έδαφος, γεμίζοντας με χώμα τα νύχια. Προσπαθούσε ν’ αντλήσει δύναμη και κουράγιο, κοιτάζοντας τους άλλους, αλλά απογοητεύτηκε πιότερο. Όλοι οι οπλίτες ζούσαν τις δικές τους ιδιαίτερες στιγμές. Στιγμές που τους έκαναν μοναχικούς, ενώ αυτοί που μιλούσαν, προσπαθούσαν να πιάσουν κουβέντα για άσχετα από την μάχη θέματα. Δεν είχαν ανάψει φωτιές και το κρύο περνούσε μέσα από τους μανδύες κάνοντάς τους να ανατριχιάσουν.
-«Κρύο ε;», ρώτησε ο Τελευτίας. «Την ημέρα ζέστη και το βράδυ κρύο… έτσι είναι! Μακάρι να έχει δροσιά, σιχαίνομαι να ιδρώνω όταν κάνω… κάποια δουλειά…!», συμπλήρωσε γελώντας για το «δουλειά» που είπε.
Συμφώνησε και ο Ευρυάναξ μαζί του, ενώ ο έτερος Λακεδαιμόνιος δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Είχε την προσοχή του μόνο στο ακόνισμα του μεγάλου κυρτού του ξίφους. Κάθε τόσο, μονομαχούσε με κάποιο αόρατο εχθρό στον αέρα, χαμογελούσε και ακόνιζε πάλι. Λιγομίλητος και απλός, ζούσε την κάθε του στιγμή, με τον τρόπο του, σαν να ήταν η τελευταία του σ’ αυτή την ζωή. Δοκίμασε την κόψη, ικανοποιήθηκε γιατί την βρήκε αρκετά καλή και ασχολήθηκε με τα μακριά του μαλλιά. Έπλεξε απ’ την αρχή τους βοστρύχους του, έβαλε αρωματικό λάδι στα υπόλοιπα, κάτι που είχε κάνει και ο Ευρυάναξ λίγο πιο πριν, τα χτένισε με μια κοκάλινη χτένα που πάντα κουβαλούσε μαζί του και ξάπλωσε στο έδαφος κλείνοντας τα μάτια.
-«Έτοιμος τώρα για όλα …», είπε την ώρα που τον έπαιρνε ο ύπνος.
Η φωνή του Λάφιλου, ακούστηκε με απορία :
-«Καλά τι κάνει; Κοιμήθηκε; Τώρα; Εδώ χάνεται ο κόσμος και αυτός έχει όρεξη για ύπνο;»
-«Και τι θέλεις να κάνει; Να κλαίει την μοίρα του σαν και σένα; Να περιμένει άυπνος όσες ώρες χρειαστεί μέχρι … εκείνη την ώρα;», απάντησε ο Ευρυάναξ, προσπαθώντας να μην αναφέρει την λέξη «μάχη» στον νησιώτη. Έπεσε κι εκείνος δίπλα στον σύντροφό του, έκλεισε τα μάτια και δεν άργησε να ακουστεί το ροχαλητό του.
Απορημένος ο νεαρός γύρισε το βλέμμα του στον Αθηναίο έμπορο, που, ακόνιζε κι αυτός το ξίφος του. Του έδειξε τους δυό Σπαρτιάτες με τεντωμένο χέρι, χωρίς να βγάλει άχνα απ’ το στόμα. Οι φλέβες του είχαν πρηστεί στο λαιμό και τα μάτια τον έτσουζαν. Είδε και τον Αθηναίο να χαμογελάει…
-«Έτσι είναι αυτοί! Ζουν για τον πόλεμο, για τις μάχες, για την δόξα. Κοιμήθηκαν γιατί δεν έχουν καμιά αγωνία ή φόβο. Είπαμε, έτσι είναι αυτοί! Άλλη ράτσα, γεννημένοι πολεμιστές! Οπότε…; Καλύτερα δεν είναι να κοιμηθούν, ν’ ανακτήσουν δυνάμεις;»
Χωρίς να το θέλει ο νεαρός νησιώτης είχε ήδη συμφωνήσει. Θα ήθελε να κοιμηθεί κι αυτός, αλλά ήξερε ότι το άγχος του, δεν θα τον άφηνε. Κατέβασε το κεφάλι, τίναξε τα χώματα απ’ τα χέρια του και βάλθηκε να κοιτάζει τα σανδάλια του. Έφερε την Πασιφάη στο μυαλό του, τον πατέρα και την μάνα του, τον Τιμοκράτη αλλά και τον … Αμεινία που τον είχε αφήσει μόνο του στον χώρο εκπαίδευσης. Κατάλαβε ότι θα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος, αν ο μικρός πάθαινε τίποτα. Κι αυτό θα γινόταν αν οι βάρβαροι πέρναγαν. Απ’ αυτόν τον απρόσμενο λόγο, βρήκε κουράγιο, έσφιξε τις γροθιές του και υποσχέθηκε στον εαυτό του, ότι θα έκανε ότι μπορούσε πιο πολύ. Έπρεπε να κάνει το παν, να δείξει ότι δεν ήταν ένας τυχαίος ανθρωπάκος, υποψήφιος αμνός προς σφαγή στα χέρια των Ασιατών. Έπρεπε να αποσπάσει τον θαυμασμό και το… φιλί της Πασιφάης… επιτέλους!
Λίγο πιο πέρα μια παρέα σκλάβων, ετοιμαζόταν για την μάχη. Θα πολεμούσαν κι αυτοί με έπαθλο… η ανδρεία τους θα τους χάριζε την λευτεριά. Οι Αθηναίοι, όσο σκληροί κι αν ήταν, άλλο τόσο δίκαιοι και μεγαλόψυχοι σ’ αυτούς που προσέφεραν την βοήθειά τους για το καλό της πόλης. Φορούσαν οι μισοί πλεκτούς θώρακες καμωμένους από λινό και σκληρό άχυρο που είχε εμβαπτιστεί σ’ ένα μίγμα μελάσας και νερού, κρατούσαν μικρά, κοντά ξίφη, λίγο μεγαλύτερα από τα κοινά μαχαίρια, αλλά ήταν εφοδιασμένοι με τόξο και βέλη, ξύλινα βέλη με χάλκινη αιχμή και φτερά όρνιθας στο πίσω μέρος για ευθυβολία. Οι ασπίδες τους μικρές και στρογγυλές κι αυτές από καλάμια πλεγμένα, ήταν περασμένες στο χέρι, έτσι κι αλλιώς μόνο τον πήχη τους κάλυπταν, λες και τις είχαν κολλήσει. Έπιναν κρασί και συζητούσαν σε δικιά τους διάλεκτο, αλλά από την γλώσσα του σώματος, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κάποιος τι έλεγαν.
Όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου άρχισαν να «τρυπούν» τα βουνά, ήδη η Πεντέλη πίσω τους φαινόταν στη κορυφή της διάφανη, ακούστηκε το πρώτο σάλπισμα. Όλοι κατάλαβαν τι σήμαινε αυτό. Σηκώθηκαν όρθιοι με τα όπλα και τις ασπίδες στα χέρια, τακτοποίησαν ο ένας του άλλου τον θώρακα και την περικεφαλαία και στήθηκαν σχεδόν ακίνητοι περιμένοντας τις διαταγές του στρατιωτικού επιτελείου. Το πρωινό αεράκι χάιδευε τα πρόσωπά τους και τους έσπρωχνε, λες, ενάντια στον βάρβαρο. Τα νεύρα ήταν τεντωμένα και μόνο το σήμα της επίθεσης έλειπε να ξεχυθούν στην πεδιάδα. Παρατεταγμένοι σε μια ευθεία, με τα δόρατα υψωμένα έμοιαζαν με δάσος δέκα περίπου χιλιάδων δένδρων που ατένιζε το αύριο του.
Ο αρχιστράτηγος έφτασε πεζή, μπροστά από μια συνοδεία άλλων έξη στρατηγών. Σταμάτησε στο κέντρο της παράταξης με τον λευκό του χιτώνα ν’ ανεμίζει και ν’ ανασηκώνεται σαν κύμα του Αιγαίου. Ύψωσε τα χέρια του ψηλά, κρατώντας το σπαθί του, με την περικεφαλαία ανασηκωμένη και στερεωμένη στο πάνω μέρος του κεφαλιού, να φαίνεται το πρόσωπο:
«Άντρες Αθηναίοι, άντρες Ελλήνων προγόνων,…», έκανε μια παύση για να κερδίσει την προσοχή τους. Συνέχισε με την δυνατή φωνή του: «Έλληνες! Έφτασε η ώρα που φοβόμασταν αλλά και περιμέναμε όλοι μας, η ώρα της πατρίδας μας. Η ώρα των γενναίων, η ώρα των ηρώων, η δική μας ώρα. Σήμερα θα δείξουμε σ’ όλο τον κόσμο πως πολεμούν οι Έλληνες. Για το δίκιο τους. Για την λευτεριά, τα σπίτια τους και τους ναούς τους. Για το πνεύμα των προγόνων τους. Για τις παρακαταθήκες που μας άφησαν εκείνοι οι λεύτεροι, εκείνοι που δεν προσκυνούσαν μπροστά σε κανέναν. Ακόμα και στους Θεούς μας, όρθιοι προσευχόμαστε. Άντρες Αθηναίοι κι εσείς τρανοί άνδρες Πλαταιείς, ξέρετε πως περιμένει με την γραφίδα της η ιστορία να σας , να μας, υμνήσει. Μια νίκη μας θα ακούγεται σαν έπος για χιλιάδες χρόνια μετά τον θάνατό μας. Τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών μας και τα παιδιά αυτών για χιλιάδες γενιές θα υμνούν τους σημερινούς μαχητές, θα υμνούν αυτούς τους λίγους που είχαν την αναίδεια και το θράσος ν’ αναμετρηθούν με τον μεγάλο και ανίκητο βασιλιά της Ασίας. Αυτούς τους τρελούς που σήκωσαν τα όπλα ενάντια σε αυτή την ορδή».
Ακούστηκαν γέλια από την μεριά των στρατιωτών σ’ αυτή την τελευταία πρόταση. Κάποιοι σήκωσαν τα δόρατα σαν επιδοκιμασία.
… « γι αυτό σήμερα πρέπει να δείξουμε στους βάρβαρους, από τι υλικό είμαστε φτιαγμένοι. Νομίζουν ότι είμαστε άνθρωποι; Αυτό είναι το λάθος τους! Δεν είμαστε άνθρωποι, όχι δεν είμαστε…», έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε με όλη την δύναμη της φωνής του, «… είμαστε Έλληνες!»
Ζητωκραυγές ακούστηκαν απ’ όλο το στράτευμα, οι ασπίδες σηκώθηκαν ψηλά και η αντανάκλαση του ήλιου πάνω τους, έστειλε το πρώτο μήνυμα στον εχθρό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32
Έβδομη μέρα και ο στρατός ακόμα ακίνητος στην περιοχή του Αυλώνα, αντίκριζε καθημερινά τους Ασιάτες προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του, από τις πολλές προκλήσεις. Ο αρχιστράτηγος Μιλτιάδης ανησυχούσε με αυτή την απραξία, γι αυτό και είχε διατάξει πολλές περιπολίες και ειδικά κοντά στο εχθρικό στρατόπεδο, με σκοπό να κρατήσει ψηλά το πολεμικό ηθικό των στρατιωτών του. Μάλιστα σε αρκετές απ’ αυτές τις περιπολίες, ιδιαίτερα στις βραδινές το έπαθλο ήταν αρκετά υψηλό, αφού πάνω από καμιά τριανταριά βάρβαροι είχαν αιχμαλωτιστεί, αθόρυβα. Η ανάκριση όμως δεν απέδωσε και πολλά, τα νέα στοιχεία ήταν λίγα. Έτσι κι αλλιώς οι τακτικές των Περσών ήταν γνωστές στην ηγεσία. Ο Μιλτιάδης και λόγω στρατιωτικών ικανοτήτων, αλλά και της ευγενικής και πλούσιας καταγωγής του, κάπου τριάντα χρόνια πριν, είχε πάει στη Θράκη, σαν διοικητής της Χερσονήσου (σ.σ. Δαρδανέλια). Εκεί είχε ζήσει πολλά χρόνια. Όταν οι κάτοικοι της Παρσίδος, (σ.σ. Περσία) άρχισαν να επεκτείνονται, δημιουργώντας την μεγάλη ανατολική αυτοκρατορία τους, επεκτάθηκαν και σε εκείνη την περιοχή, αναγκάζοντας τον Αθηναίο στρατηγό να υποταχθεί στον Μεγάλο Βασιλιά τον Δαρείο. Το αντάλλαγμα ήταν πολύτιμο και ίσως είχε έρθει η στιγμή να το εξαργυρώσει. Μπόρεσε και παρακολούθησε από πρώτο χέρι τον στρατό των βαρβάρων στις εκστρατείες του κατά των Σκυθών, αποκτώντας έτσι άριστη γνώση των τακτικών που χρησιμοποιούσαν. Έτσι είχε καταφέρει να θέσει υπό την κηδεμονία της Αθήνας την Λήμνο και την Ίμβρο, αυτές που τώρα η μανία των Περσών τις είχε κάψει. Και ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, αν και πιο παλιός και πιο έμπειρος, τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, αποδεικνύοντας την εκτίμηση αυτή με την ανάθεση στο πρόσωπό του της αρχιστρατηγίας.
Ανεβασμένος πάνω σ’ ένα μικρό ύψωμα, ατένιζε τώρα την μεγάλη σκακιέρα της μάχης, την σε σχήμα μισοφέγγαρου πεδιάδα του Μαραθώνα. Είχε τα χέρια στην μέση και φορούσε την μεγάλη χάλκινη πανοπλία του, με το λοφίο του κράνους να ανεμίζει στο πρωινό αεράκι. Ήξερε από ψυχολογία στρατιωτών και καταλάβαινε πως αυτή η εικόνα του αγέρωχου αρχηγού, θα ενέπνεε περηφάνια και τόλμη, μαχητική αλαζονεία και πάθος για μάχη. Ο άσπρος μανδύας του, σήμα κατατεθέν της Αθηναϊκής πολιτείας, του έδινε ύψος και η κίνησή του στον αέρα, μεγαλοπρέπεια. Δίπλα του έφτασαν οι άλλοι τρεις στρατηγοί, ο πρώην αρχιστράτηγος Καλλίμαχος, ο Αριστείδης που θα μπορούσε να είχε επηρεάσει προς την αντίθετη γνώμη το πολεμικό συμβούλιο, την αναμονή δηλαδή μέχρι να φτάσουν οι Σπαρτιάτες και ο νεαρότερος όλων, ο πανούργος και πολιτικός αντίπαλος του Αριστείδη, ο άνθρωπος που μετέπειτα θα θεμελίωνε τον όρο «διπλωματία», ο Θεμιστοκλής, ο γιός του Νεοκλή, της οικογένειας των Λυκομηδών. Ο τελευταίος συμφωνούσε απόλυτα με την γνώμη του Μιλτιάδη, από την πρώτη στιγμή και στο μόνο που διαφωνούσε μαζί του ήταν το θέμα του στόλου. Ενίσχυση του αριθμού των πλοίων ζητούσε εκείνος, ενίσχυση των πεζών ο άλλος.
Οι τέσσερις άντρες, υπό το βλέμμα σχεδόν ολόκληρου του στρατεύματος άρχισαν μια συζήτηση εκεί στον ανοιχτό χώρο. Έδειξαν ότι συμφωνούσαν και έδωσαν τα χέρια, εκφράζοντας την ομοφωνία τους σ’ όλους. Οι στρατιώτες ζητωκραύγασαν και σήκωναν τα όπλα στον αέρα, διαισθανόμενοι ότι η ώρα της μάχης, επιτέλους όπως είπε ο Λίχης, έφτανε. Οι τέσσερις στρατηγοί χώρισαν και την ώρα που έπαιρναν τον δρόμο τους για την διατεταγμένη υπηρεσία, ένας άλλος ήχος, μια άλλη οχλοβοή κάπου στο βάθος της πεδιάδας στα δυτικά, τους τράβηξε την προσοχή. Μια σκόνη που είχε πάρει μορφή σύννεφου φαινόταν να έρχεται στο στρατόπεδο, περνώντας από το τέμενος του Ηρακλέους. Εκεί είχε στρατοπεδεύσει η φυλή των Λεοντιδέων και των Αντιοχιδέων, φυλές που προορίζονταν για το κέντρο της Ελληνικής παράταξης. Οι πρώτοι ξεσπάθωσαν και πήραν θέσεις μάχης, μη γνωρίζοντας τι ακριβώς γίνεται. Πολλές εκατοντάδες άνδρες, αγριωποί στην εμφάνιση με δόρατα στα χέρια και τις ασπίδες υψωμένες, περπατούσαν με γρήγορο βηματισμό φωνάζοντας ρυθμικά : «Α, α, α, α …α, ου, … ου, ου παίδες Πλαταιέων , παίδες Πλαταιέων,… α, α, α, … ου, ου, ου…».
Οι υπόλοιποι Έλληνες στρατιώτες γέλασαν , ευχαριστήθηκαν και καλωσόριζαν τους νεοαφιχθέντες ξένους. Κάποιοι τους χτυπούσαν στην πλάτη, άλλοι τους χαιρετούσαν σηκώνοντας τα χέρια όλοι όμως συγχρονίζονταν στις φωνές τους : «α,α,α,α,α παίδες Πλαταιέων α,α,α,… ου, ου, ου, ου….». Μόλις οι άντρες σταμάτησαν το ελαφρύ τους τρέξιμο, κεράστηκαν κρασί και νερό με ελιές και κρεμμύδια, ψωμί και σύκα. Οι Αθηναίοι που είχαν αρχίσει να λιγοψυχούν από το μέγεθος του βαρβαρικού στρατού, τώρα αναθάρρησαν με αυτή την άφιξη. Και ήταν περίπου δέκα εκατοντάδες άντρες, σημαντική βοήθεια για την μάχη που θα ερχόταν. «Χέστε τους κολο-Λακεδαιμόνιους τώρα…», ακούστηκε μια φωνή από το βάθος, προφανώς ενθουσιασμένη από αυτή την άφιξη. «Πάμε τώρα παιδιά, πάμε να τους δείξουμε τι σημαίνει Ελληνική …» και άλλες βωμολοχίες από τους ανυπόμονους πια στρατιώτες. Ο Μιλτιάδης χαμογέλασε ευχαριστημένος και έκανε νόημα στον αρχηγό των Πλαταιέων να πλησιάσει στην θέση του.
Ο Ευρυάναξ άκουσε καλά αυτά που ειπώθηκαν για την πόλη του. Κατανοούσε όμως ότι ήταν λόγια ανθρώπων που ήταν κοντά στο να χάσουν την ψυχραιμία τους και την υπομονή τους, από την αναμονή σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο. Χαμογέλασε προς την μεριά του Λίχη και των άλλων συντρόφων του. Στερέωσε λίγο πιο ψηλά την ασπίδα στο μπράτσο του, για να φανεί καλά το μεγάλο ¨Λ¨ στην χάλκινη οθόνη. Χαμογέλασε και ο Τελευτίας δείχνοντας ότι συμφωνούσε μαζί του. Πήγε κοντά του και έδειξε στο βάθος του ορίζοντα προς το βαρβαρικό στράτευμα.
-«Τους βλέπεις;…», του είπε τείνοντας το τεντωμένο δάχτυλο προς το μέρος του βλέμματος.
Ο Ευρυάναξ, σκίασε τα μάτια να δει καλύτερα. Τίποτα το διαφορετικό δεν ανακάλυψε, όλα ήταν όπως κι εχθές όπως και τις προηγούμενες μέρες. Οι Ανατολίτες έπιναν και έτρωγαν, κάθονταν δίπλα στις μεγάλες φωτιές τους και κάποιοι απ’ αυτούς , ακόμη και έπαιζαν, ένα παιχνίδι, η απόσταση δεν επέτρεπε καλύτερη εικόνα, μάλλον με πεσσούς.
-«Τι θα έπρεπε να δω δηλαδή;», τον ρώτησε ο Λακεδαιμόνιος.
-«Βλέπεις να κάνουν κάτι διαφορετικό σήμερα;»
-«Όχι, τα ίδια όπως κάθε μέρα…»
-«Καταλαβαίνεις ότι δεν περιμένουν επίθεση από μας. Έτσι; Τέτοια αλαζονεία! Και αυτό σημαίνει…», τον έκοψε η φωνή του Λίχη, που είχε πλησιάσει τους δυό άντρες αθόρυβα.
-«Ότι θα επιτεθούμε εμείς πρώτοι, έτσι; Και μάλιστα είναι θέμα ωρών η επίθεση…»
-«Ναι, αυτό πιστεύω ότι σημαίνει», του απάντησε ο έμπορος.
-«Δη… δηλαδή, ήνεγκεν η ώ… ώρα; Πα… πάμε… για… μάχη; Τέρμα δηλαδή; Αυτό ήταν;», η φωνή του Λάφιλου έτρεμε από τον φόβο. Δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο, εκτός απ’ αυτό που κατόρθωσε να συλλαβίσει μετά βασάνων. Ένοιωσε μια καούρα στο στομάχι κι ένα σφίξιμο στο στήθος. Τα πόδια του είχαν αρχίσει να τρέμουν, ενώ κι ένα τρέμουλο στα χείλη, έκανε τους υπόλοιπους να γελάσουν.
-«Μη φοβάσαι νησιώτη. Δεν είναι δα και τίποτα το σοβαρό…», τον ειρωνεύτηκε ο Λίχης που τώρα στα μάτια του Λάφιλου, έμοιαζε με γίγαντας. «Μη φοβάσαι μωρέ, Έλληνας είσαι, θα δεις … άκουσέ με, τόσες μάχες έχω δώσει. Κι εγώ φοβόμουν στην αρχή, αλλά να δεις που δεν είναι τίποτα. Σαν μια μέρα στο γυμναστήριο θα είναι…», πιστεύοντας ότι όλα τα μέρη ήταν σαν την Σπάρτη και όλοι οι νέοι πήγαιναν γυμναστήριο. «Μην ξεχνάς και το όνειρο του Τελευτία. Νομίζεις ότι άσχετο ήταν; Οι αποφάσεις των Θεών είναι ιερές και στο ξαναλέω… θα γίνεις μεγάλος ήρωας. Ξακουστός σ’ όλη την Ελλάδα…. Και στο νησί σου… να δεις πόσο θα περηφανεύεται για σένα και η… πως την λέμε;»
Αυθόρμητα ο Λάφιλος απάντησε χωρίς να σκεφτεί ότι δεν είχε αναφερθεί ποτέ στην όμορφη Καλυμνιά:
-«Πασιφάη…», είπε φέρνοντας τα χέρια στο στόμα να σταματήσει την λέξη. Όλοι γέλασαν με το ψάρεμα του Λίχη.
-«Έχεις και γυναίκα βρε κλανιά; Χα χα χα ακόμα δεν βγήκες απ’ το αυγό σου βρε χαζοπούλι και έχεις και φιλενάδα;»
Δεν είχε περάσει πάνω από μια ώρα, όταν οι ντυμένοι με πλήρη εξάρτυση αγγελιαφόροι, κρατώντας την μεγάλη ασπίδα και το μακρύ δόρυ στο χέρι, διέσχιζαν σχεδόν τρέχοντας όλο το στρατόπεδο, μεταφέροντας τις διαταγές των στρατηγών. Απόλυτη προετοιμασία για το πρωί και πάνω απ’ όλα, τα πάντα να γίνουν με την μεγαλύτερη ησυχία που θα μπορούσαν. Σχεδόν δέκα χιλιάδες άντρες ήταν έτοιμοι σε πολύ μικρό διάστημα, όρθιοι και φανατισμένοι για την μεγάλη σύγκρουση.
-«Λοιπόν… πάμε; Μας έχουν στο κέντρο της παράταξης με την Αντιοχίδα φυλή, της Αλωπεκής. Θα ηγηθεί ο Αριστείδης ο στρατηγός, ο γιός του Λυσίμαχου. Επειδή είμαστε ξένοι θα πάμε εκεί. Όλοι οι εθελοντές απ’ άλλες περιοχές πάνε εκεί. Καλά θα είναι, θα έχουμε απέναντί μας μάλλον, τους Μήδους. Άξιοι και ικανοί αντίπαλοι! Ωραία θα είναι, πολύ ωραία μα τον Δία. Για να δούμε τώρα ποιος είναι πιο άξιος», ο ενθουσιασμός φαινόταν ξεκάθαρα στο πρόσωπο αλλά και στα λόγια του Λίχη.
Ο Τελευτίας και οι άλλοι τον κοίταξαν με κάποια υποψία χαμόγελου στο στόμα. Ήξεραν πολύ καλά πώς θα ένοιωθαν οι δυό Σπαρτιάτες γι αυτό και πως στο αίμα τους τώρα θα κυλούσε καυτή η έξαψη και η αδρεναλίνη τους έκανε να τρέμουν απ’ την ανυπομονησία.
Προχώρησαν όλοι προς το μέρος που έπρεπε να παραταχθούν. Διέκρινε κανείς στην ατμόσφαιρα την ανυπομονησία και την επιθυμία για δράση του στρατεύματος. Αν και χαμηλόφωνα, οι στρατιώτες μιλούσαν πολύ και γρήγορα. Μέχρι που οι διοικητές ήρθαν, για να αρχίσει η πορεία προς το πεδίο που ο Μιλτιάδης είχε διαλέξει για την μάχη.
Ο Τελευτίας ασυναίσθητα έριξε μια ματιά στα δυτικά, εκεί που η Ελπινίκη είχε μείνει και τον περίμενε. Κάπου κοντά πρέπει να ήταν. Ήλπιζε μετά την μάχη εκτός από ζωντανός, να ήταν και νικητής, μα πάνω απ’ όλα, … να την έβρισκε εκεί στη μικρή καλύβα τους. Εγωισμός; Ίσως! Αντί να εύχεται να φύγει να γλυτώσει, ήθελε να την βρει εκεί.
Η νύχτα κόντευε να ξημερώσει και ο στρατός έπρεπε να φτάσει πριν τον ήλιο κοντά στο εχθρικό στρατόπεδο. Περπάτησαν πάνω από δυό ώρες, όταν η εμπροσθοφυλακή, το σώμα των Πλαταιέων, σταμάτησε εξακόσια περίπου μέτρα από τις πρώτες σκοπιές των βαρβάρων. Σε μια ώρα όλοι οι στρατιώτες είχαν παραταχθεί σε ένα μέτωπο πλάτους περίπου χιλίων πεντακοσίων μέτρων, ενώ ο εχθρός φαινόταν να είχε μόλις ξυπνήσει και προσπαθούσε με βιασύνη να παραταχθεί κι αυτός. Οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς δεν κινήθηκαν παραπέρα. Οκτώ μέρες αναμονής, τους είχε μάθει την εγκράτεια στις κινήσεις τους και ο Μιλτιάδης, επεξεργαζόταν ακόμη, τα τελευταία εμπόδια πριν την επίθεση. Η διαταγή ήταν ρητή: «Να καθίσουν όλοι κάτω και να ξεκουραστούν, χωρίς να βγάλουν την πολεμική στολή τους ή να εγκαταλείψουν τα πόστα τους». Έτσι και έγινε. Όλοι οι στρατιώτες έβαλαν στο σημείο που ήταν την ασπίδα, κάθισαν πάνω της, τακτική που τους επέτρεπε να έχουν ετοιμότητα ύψιστου βαθμού, μα τα μάτια ήταν καρφωμένα απέναντι. Εκεί που τα μεγάλα λάβαρα, είχαν αρχίσει να κινούνται προτρέποντας σε ετοιμότητα.
Ο Λάφιλος νόμιζε ότι ζούσε σ’ ένα εφιάλτη, σ’ ένα κακό όνειρο που κάποιος θα τον ξυπνούσε γρήγορα. Έπρεπε κάποιος να τον ξυπνήσει γρήγορα! Δεν καταλάβαινε και πολλά απ’ ότι γίνονταν δίπλα του, ο φόβος δεν τον άφηνε να αντιδράσει με ψυχραιμία. Μηχανικά έσκαβε με τα χέρια το έδαφος, γεμίζοντας με χώμα τα νύχια. Προσπαθούσε ν’ αντλήσει δύναμη και κουράγιο, κοιτάζοντας τους άλλους, αλλά απογοητεύτηκε πιότερο. Όλοι οι οπλίτες ζούσαν τις δικές τους ιδιαίτερες στιγμές. Στιγμές που τους έκαναν μοναχικούς, ενώ αυτοί που μιλούσαν, προσπαθούσαν να πιάσουν κουβέντα για άσχετα από την μάχη θέματα. Δεν είχαν ανάψει φωτιές και το κρύο περνούσε μέσα από τους μανδύες κάνοντάς τους να ανατριχιάσουν.
-«Κρύο ε;», ρώτησε ο Τελευτίας. «Την ημέρα ζέστη και το βράδυ κρύο… έτσι είναι! Μακάρι να έχει δροσιά, σιχαίνομαι να ιδρώνω όταν κάνω… κάποια δουλειά…!», συμπλήρωσε γελώντας για το «δουλειά» που είπε.
Συμφώνησε και ο Ευρυάναξ μαζί του, ενώ ο έτερος Λακεδαιμόνιος δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Είχε την προσοχή του μόνο στο ακόνισμα του μεγάλου κυρτού του ξίφους. Κάθε τόσο, μονομαχούσε με κάποιο αόρατο εχθρό στον αέρα, χαμογελούσε και ακόνιζε πάλι. Λιγομίλητος και απλός, ζούσε την κάθε του στιγμή, με τον τρόπο του, σαν να ήταν η τελευταία του σ’ αυτή την ζωή. Δοκίμασε την κόψη, ικανοποιήθηκε γιατί την βρήκε αρκετά καλή και ασχολήθηκε με τα μακριά του μαλλιά. Έπλεξε απ’ την αρχή τους βοστρύχους του, έβαλε αρωματικό λάδι στα υπόλοιπα, κάτι που είχε κάνει και ο Ευρυάναξ λίγο πιο πριν, τα χτένισε με μια κοκάλινη χτένα που πάντα κουβαλούσε μαζί του και ξάπλωσε στο έδαφος κλείνοντας τα μάτια.
-«Έτοιμος τώρα για όλα …», είπε την ώρα που τον έπαιρνε ο ύπνος.
Η φωνή του Λάφιλου, ακούστηκε με απορία :
-«Καλά τι κάνει; Κοιμήθηκε; Τώρα; Εδώ χάνεται ο κόσμος και αυτός έχει όρεξη για ύπνο;»
-«Και τι θέλεις να κάνει; Να κλαίει την μοίρα του σαν και σένα; Να περιμένει άυπνος όσες ώρες χρειαστεί μέχρι … εκείνη την ώρα;», απάντησε ο Ευρυάναξ, προσπαθώντας να μην αναφέρει την λέξη «μάχη» στον νησιώτη. Έπεσε κι εκείνος δίπλα στον σύντροφό του, έκλεισε τα μάτια και δεν άργησε να ακουστεί το ροχαλητό του.
Απορημένος ο νεαρός γύρισε το βλέμμα του στον Αθηναίο έμπορο, που, ακόνιζε κι αυτός το ξίφος του. Του έδειξε τους δυό Σπαρτιάτες με τεντωμένο χέρι, χωρίς να βγάλει άχνα απ’ το στόμα. Οι φλέβες του είχαν πρηστεί στο λαιμό και τα μάτια τον έτσουζαν. Είδε και τον Αθηναίο να χαμογελάει…
-«Έτσι είναι αυτοί! Ζουν για τον πόλεμο, για τις μάχες, για την δόξα. Κοιμήθηκαν γιατί δεν έχουν καμιά αγωνία ή φόβο. Είπαμε, έτσι είναι αυτοί! Άλλη ράτσα, γεννημένοι πολεμιστές! Οπότε…; Καλύτερα δεν είναι να κοιμηθούν, ν’ ανακτήσουν δυνάμεις;»
Χωρίς να το θέλει ο νεαρός νησιώτης είχε ήδη συμφωνήσει. Θα ήθελε να κοιμηθεί κι αυτός, αλλά ήξερε ότι το άγχος του, δεν θα τον άφηνε. Κατέβασε το κεφάλι, τίναξε τα χώματα απ’ τα χέρια του και βάλθηκε να κοιτάζει τα σανδάλια του. Έφερε την Πασιφάη στο μυαλό του, τον πατέρα και την μάνα του, τον Τιμοκράτη αλλά και τον … Αμεινία που τον είχε αφήσει μόνο του στον χώρο εκπαίδευσης. Κατάλαβε ότι θα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος, αν ο μικρός πάθαινε τίποτα. Κι αυτό θα γινόταν αν οι βάρβαροι πέρναγαν. Απ’ αυτόν τον απρόσμενο λόγο, βρήκε κουράγιο, έσφιξε τις γροθιές του και υποσχέθηκε στον εαυτό του, ότι θα έκανε ότι μπορούσε πιο πολύ. Έπρεπε να κάνει το παν, να δείξει ότι δεν ήταν ένας τυχαίος ανθρωπάκος, υποψήφιος αμνός προς σφαγή στα χέρια των Ασιατών. Έπρεπε να αποσπάσει τον θαυμασμό και το… φιλί της Πασιφάης… επιτέλους!
Λίγο πιο πέρα μια παρέα σκλάβων, ετοιμαζόταν για την μάχη. Θα πολεμούσαν κι αυτοί με έπαθλο… η ανδρεία τους θα τους χάριζε την λευτεριά. Οι Αθηναίοι, όσο σκληροί κι αν ήταν, άλλο τόσο δίκαιοι και μεγαλόψυχοι σ’ αυτούς που προσέφεραν την βοήθειά τους για το καλό της πόλης. Φορούσαν οι μισοί πλεκτούς θώρακες καμωμένους από λινό και σκληρό άχυρο που είχε εμβαπτιστεί σ’ ένα μίγμα μελάσας και νερού, κρατούσαν μικρά, κοντά ξίφη, λίγο μεγαλύτερα από τα κοινά μαχαίρια, αλλά ήταν εφοδιασμένοι με τόξο και βέλη, ξύλινα βέλη με χάλκινη αιχμή και φτερά όρνιθας στο πίσω μέρος για ευθυβολία. Οι ασπίδες τους μικρές και στρογγυλές κι αυτές από καλάμια πλεγμένα, ήταν περασμένες στο χέρι, έτσι κι αλλιώς μόνο τον πήχη τους κάλυπταν, λες και τις είχαν κολλήσει. Έπιναν κρασί και συζητούσαν σε δικιά τους διάλεκτο, αλλά από την γλώσσα του σώματος, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κάποιος τι έλεγαν.
Όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου άρχισαν να «τρυπούν» τα βουνά, ήδη η Πεντέλη πίσω τους φαινόταν στη κορυφή της διάφανη, ακούστηκε το πρώτο σάλπισμα. Όλοι κατάλαβαν τι σήμαινε αυτό. Σηκώθηκαν όρθιοι με τα όπλα και τις ασπίδες στα χέρια, τακτοποίησαν ο ένας του άλλου τον θώρακα και την περικεφαλαία και στήθηκαν σχεδόν ακίνητοι περιμένοντας τις διαταγές του στρατιωτικού επιτελείου. Το πρωινό αεράκι χάιδευε τα πρόσωπά τους και τους έσπρωχνε, λες, ενάντια στον βάρβαρο. Τα νεύρα ήταν τεντωμένα και μόνο το σήμα της επίθεσης έλειπε να ξεχυθούν στην πεδιάδα. Παρατεταγμένοι σε μια ευθεία, με τα δόρατα υψωμένα έμοιαζαν με δάσος δέκα περίπου χιλιάδων δένδρων που ατένιζε το αύριο του.
Ο αρχιστράτηγος έφτασε πεζή, μπροστά από μια συνοδεία άλλων έξη στρατηγών. Σταμάτησε στο κέντρο της παράταξης με τον λευκό του χιτώνα ν’ ανεμίζει και ν’ ανασηκώνεται σαν κύμα του Αιγαίου. Ύψωσε τα χέρια του ψηλά, κρατώντας το σπαθί του, με την περικεφαλαία ανασηκωμένη και στερεωμένη στο πάνω μέρος του κεφαλιού, να φαίνεται το πρόσωπο:
«Άντρες Αθηναίοι, άντρες Ελλήνων προγόνων,…», έκανε μια παύση για να κερδίσει την προσοχή τους. Συνέχισε με την δυνατή φωνή του: «Έλληνες! Έφτασε η ώρα που φοβόμασταν αλλά και περιμέναμε όλοι μας, η ώρα της πατρίδας μας. Η ώρα των γενναίων, η ώρα των ηρώων, η δική μας ώρα. Σήμερα θα δείξουμε σ’ όλο τον κόσμο πως πολεμούν οι Έλληνες. Για το δίκιο τους. Για την λευτεριά, τα σπίτια τους και τους ναούς τους. Για το πνεύμα των προγόνων τους. Για τις παρακαταθήκες που μας άφησαν εκείνοι οι λεύτεροι, εκείνοι που δεν προσκυνούσαν μπροστά σε κανέναν. Ακόμα και στους Θεούς μας, όρθιοι προσευχόμαστε. Άντρες Αθηναίοι κι εσείς τρανοί άνδρες Πλαταιείς, ξέρετε πως περιμένει με την γραφίδα της η ιστορία να σας , να μας, υμνήσει. Μια νίκη μας θα ακούγεται σαν έπος για χιλιάδες χρόνια μετά τον θάνατό μας. Τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών μας και τα παιδιά αυτών για χιλιάδες γενιές θα υμνούν τους σημερινούς μαχητές, θα υμνούν αυτούς τους λίγους που είχαν την αναίδεια και το θράσος ν’ αναμετρηθούν με τον μεγάλο και ανίκητο βασιλιά της Ασίας. Αυτούς τους τρελούς που σήκωσαν τα όπλα ενάντια σε αυτή την ορδή».
Ακούστηκαν γέλια από την μεριά των στρατιωτών σ’ αυτή την τελευταία πρόταση. Κάποιοι σήκωσαν τα δόρατα σαν επιδοκιμασία.
… « γι αυτό σήμερα πρέπει να δείξουμε στους βάρβαρους, από τι υλικό είμαστε φτιαγμένοι. Νομίζουν ότι είμαστε άνθρωποι; Αυτό είναι το λάθος τους! Δεν είμαστε άνθρωποι, όχι δεν είμαστε…», έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε με όλη την δύναμη της φωνής του, «… είμαστε Έλληνες!»
Ζητωκραυγές ακούστηκαν απ’ όλο το στράτευμα, οι ασπίδες σηκώθηκαν ψηλά και η αντανάκλαση του ήλιου πάνω τους, έστειλε το πρώτο μήνυμα στον εχθρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου