Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35
Την κοίταξε στα μάτια χωρίς να έχει καταλάβει την ερώτηση. Του φάνηκε ότι τον κορόιδευε, αλλά το ύφος της ήταν πολύ σοβαρό και τα μάτια πολύ σκοτεινά. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα κοιτώντας αυτό το πρόσωπο μπροστά του. Ασυναίσθητα η άμυνα του νου του, είχε ενεργοποιηθεί προσπαθώντας και να αντιληφθεί αλλά και να κατασκευάσει μια ιστορία κάλυψης, ένα καινούργιο ψέμα δηλαδή, συνδεδεμένο όμως με την μέχρι τώρα ιστορία του. Δεν θα μπορούσε να πει ακριβώς τα ίδια, αφού για να ισχυροποιήσει τα λεγόμενα του έπρεπε ν’ αναθεωρήσει ή να προσθέσει κάτι ακόμα. Ίσως και να παραδεχόταν κάποιο ανώδυνο ψέμα, να έβαζε και λίγο μυστήριο!
-«Ξέρω από λόγους κι αιτίες, μην τα μπαλώσεις απλά…», ακούστηκε η φωνή της Ελπινίκης, κεραυνός μέσα στην αμηχανία του, λες και «διάβαζε» το μυαλό του. «Πιστεύω ότι είσαι θεραπευτής, αλλά όχι ότι έκανες ταξίδι με αυτό το … πόδι, από την Θράκη ίσαμε εδώ… για γνώσεις! Σκλάβος; … το έσκασες;»
Ο Θεμίστιος κοίταξε πάνω απ’ το κεφάλι της, προς το μέρος της θάλασσας λες και περίμενε λύση απ’ τους Θεούς. Δεν απαντούσε ακόμα. Έπρεπε ν’ αποφασίσει τι να πει. Ο ήλιος φώτιζε το πρόσωπο του και δεν άφηνε καμιά ελπίδα για … μύθους και το ελαφρύ αεράκι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Θα έλεγε την αλήθεια και μετά, θα έφευγε για πάντα. Ίσως να ήταν και καλύτερα έτσι! Έπαιρνε το ρίσκο της επιβίωσής του. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Την αντίκρισε στα μάτια και του φάνηκε κάτι … σαν χαμόγελο.
-«Ναι, σκλάβος. Αιχμάλωτος του Αθηναϊκού στρατού… από το γένος των Δολόγκων»
-«Και τα γόνατα; Απ’ τους στρατιώτες; Αποτέλεσμα της μάχης;»
-«Όχι , όχι απ’ αυτούς… δεν θα μπορούσα να χρησιμεύσω μετά. Ανάπηρος και σκλάβος;», χαμογέλασε γυρίζοντας τα μάτια πάλι στο βάθος του ορίζοντα, κάτω στην παραλία … «… και μάλιστα ανάπηρος στα … πόδια; Τι υπηρεσία θα μπορούσα να προσφέρω; Σκέψου πόσα λεφτά θα έχαναν μερικοί…»
-«Τότε; Ήσουν υγιής όταν σε αιχμαλώτισαν;»
-«Ναι … και πολέμησα τον στρατό σας, με όλες τις δυνάμεις μου και μάλιστα ενάντια σ’ έναν από τους σημερινούς σας στρατηγούς, τον Μιλτιάδη. Μπορεί να μην ήμουν πολεμιστής, να μην είχα μεγαλώσει με το σπαθί κάτω απ’ το στρώμα μου, αλλά ήμουν… είμαι ακόμα θέλω να πω, δυνατός άντρας. Βέβαια οι πολεμιστές σας γέλαγαν με τις άτεχνες προσπάθειές μου, που όπως σου ανέφερα, στηρίζονταν μόνο στην δύναμη. Γέλαγαν και με περιέπαιζαν κάνοντας κύκλο γύρω μου, βρίζοντας και αστειευόμενοι, ίσως και γι αυτό να με άφησαν να ζήσω. Μετά… δεν θυμάμαι τι έγινε. Φαίνεται, κάποιος που βαρέθηκε, με χτύπησε στο κεφάλι από πίσω. Κατάντησα δεμένος με αλυσίδες σε μια φυλακή, ούτε που ξέρω σε ποια περιοχή. Σε τρεις μήνες … βρέθηκα να προσκυνάω έναν Αθηναίο βυρσοδέψη. Όταν αποφάσιζε να είναι καλός μαζί μας, γιατί ήμασταν πολλοί, μας έδινε δυό φορές ψωμί την ημέρα και κρεμμύδια με ελιές, αλλά τις περισσότερες φορές η διάθεσή του ήταν … άστα να πάνε. Τότε ξεχνάγαμε τι σημαίνει φαγητό. Μόνο νερό κι αυτό … και όλη μέρα μέσα στα νερά και την βρώμα των δερμάτων. Ξέρεις αλήθεια πως μυρίζει ένα βυρσοδεψείο;», σταμάτησε την αφήγησή του και καμώθηκε πως προσπαθούσε να βγάλει κάποιο σκουπιδάκι από το μάτι. Τα κόκκινα μάτια του δεν κοίταζαν πουθενά τώρα. Το απλανές του βλέμμα, έδειχνε την αναστάτωσή του. «Μη σε καταραστούν οι Θεοί σε σκλαβιά. Καλύτερος ο θάνατος. Όλα τα άντεχα όμως και μπορώ να πω ότι είχα και πιο καλή αντιμετώπιση από τους άλλους, αφού ήμουν θεραπευτής και όποτε υπήρχε ανάγκη, με έπαιρνε από την βρώμα των δερμάτων και πήγαινα στο σπίτι του. Μια οι γιοί του, μια η γυναίκα του, μια η κόρη του, όλο και κάποιος χρειαζόταν βοήθεια και θεραπεία. Όλα αυτά έως ότου… ο μικρός του γιός έκανε πυρετό. Πολύ πυρετό, που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Το στρώμα έπιανες και έκαιγε, το κορμάκι του είχε ρίγη, έτρεμε σαν φύλλο σε καταιγίδα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και του προσωπικού του δούλου το παιδί… κι αυτό τα ίδια. Λες και κάτι έκαναν μαζί και απόχτησαν την ίδια κακιά αρρώστια. Προσπάθησα όσο μπορούσα, με ότι ήξερα. Μέρες και νύχτες πέρασα στο προσκεφάλι των δυό παιδιών. Τίποτα δεν κατάφερνα, τίποτα. Όλα μάταια. Σε μια βδομάδα τα παιδιά είχαν εξαντληθεί. Κάποιοι γιατροί που ήρθαν στο σπίτι, σήκωσαν τα χέρια μπροστά σε αυτό που έβλεπαν και απευθύνονταν στους Θεούς για ίαση. Μόνο εγώ επέμεινα. Και μια ωραία πρωία … τα δυό μικρά… άρχισαν να δείχνουν σημάδια ανάνηψης! Ο πυρετός έπεσε και τα χλωμά πρόσωπα ξανάγιναν …»
-«Και, άσε με να μαντέψω… το παιδί του δούλου έγινε καλά, αλλά το άλλο … πέρασε τον Αχέροντα; Το παιδί του βυρσοδέψη;»
Ο Θεμίστιος γέλασε και φάνηκε μια ανακούφιση, ίσως και αγαλλίαση στο πρόσωπό του. Κάτι που τον έτρωγε μέσα του, τον έκανε να θέλει να τα πει όλα, να φύγουν από την ψυχή του. Η εξομολόγηση τον ανάσταινε.
-«Όχι, δεν μάντεψες σωστά κυρά. Και τα δυό παιδιά, γίνηκαν καλά. Περδίκια και ζωηρά σαν κατσικάκια που βελάζουν ανέμελα στα λιβάδια. Να είναι δοξασμένο το όνομα της Ήρας σε όλα τα αυριανά χρόνια…»
-«Ε, τότε; Το ευχαριστώ πρέπει να ήταν … μεγάλο. Έτσι δεν είναι; Πως λοιπόν συνδέεται αυτό με τα πόδια σου; Με τα γόνατά σου;»
-«Τον καλό τον θεραπευτή δεν θέλεις να τον χάσεις. Τον θέλεις δικό σου και μόνο δικό σου. Να μην μπορεί να σου φύγει. Σου απάντησα κυρά; Με τέτοια πόδια πώς να δραπετεύσεις; Μένεις εκεί και πρέπει ν’ αντέξεις για το υπόλοιπο της ζωής σου … το ν’ ανήκεις σε άλλον. Σαν εμπόρευμα! Σαν κάποιο αντικείμενο»
Η Ελπινίκη προσπάθησε να ισιώσει την πλάτη της και ένοιωσε τον πόνο να την διαπερνά. Το μυαλό για πρώτη φορά είχε αρχίσει να βάζει τον εαυτό της στη θέση του συνομιλητή της. Είχε δούλους, ανθρώπους που δούλευαν νυχθημερόν σχεδόν, αλλά η αντιμετώπιση τους ήταν τελείως διαφορετική. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι κάποιος θα σακάτευε άνθρωπο, μόνο και μόνο για να τον εκμεταλλεύεται σε όλη του την ζωή. Και μάλιστα όταν σε αυτόν τον άνθρωπο, άξιζαν ευχαριστίες. Μπορεί η Αθήνα σαν πόλη να απέδιδε δικαιοσύνη και τιμές σε όλους που την υπερασπίζονταν ή την βοηθούσαν, όμως αντιλήφθηκε ότι οι Αθηναίοι σαν μονάδες, δεν μπορούσαν να είναι τόσο… ευγνώμονες. Η κυψέλη λειτουργεί δίνοντας παραδείγματα, αλλά οι μέλισσες έκαναν φόνους και αδικίες. Σηκώθηκε και έκανε κάποια ασταθή βήματα προς την μικρή καλύβα. Ζήτησε κάπου να ακουμπήσει αρνούμενη το τεντωμένο χέρι του Θεμίστιου. Τελικά βρήκε το ξύλο του φράχτη και στάθηκε για λίγο:
-«Κι εδώ πως βρέθηκες; Γιατί έχεις δραπετεύσει, έτσι; Κι ανεβαίνεις προς την πατρίδα σου; Τι σε κάνει…»
-«… να νομίζω ότι θα τα καταφέρω; Ότι θα μπορέσω να αποφύγω αυτούς που με κυνηγάνε; Μα, αυτό:», έδειξε με το δάχτυλο την παραλία του Μαραθώνα. «Αυτό…», επανέλαβε σφίγγοντας τα φρύδια του. «Η μάχη εκεί κάτω. Όσο ο στρατός σας αλλά και γενικά οι πολίτες της πόλης σου ασχολούνται με τους βάρβαρους, έχω ελπίδες. Πολλές ελπίδες. Ποιος θα ασχοληθεί με έναν σκλάβο που … έφυγε; Πολλοί άλλοι σαν κι εμένα θα έχουν κάνει το ίδιο. Πιο μεγάλη ευκαιρία δεν θα υπάρξει ποτέ.»
-«Μέχρι που όμως; Μέχρι που νομίζεις ότι μπορεί να φτάσεις; Άντε να περάσεις την Αττική, άντε και την Θήβα. Μετά; Κάποια στιγμή… και ξέρεις πως συμπεριφέρονται στους … δραπέτες ε;»
-«Εσύ τι θα έκανες; Θα καθόσουν μέχρι να πεθάνεις σαν αντικείμενο στην ιδιοκτησία κάποιου; Χωρίς τίποτα να ελπίζεις; Εσύ που λες ότι οι στρατιώτες της Αθήνας πρέπει έστω και λιγότεροι να δώσουν αυτή την μάχη εκεί κάτω; Στο όνομα της λευτεριάς σας; Να πολεμήσουν αν και οι ελπίδες νίκης είναι μηδαμινές; Εσύ λοιπόν το λες αυτό;»
Κατάλαβε ότι είχε υπερβεί τα όρια με αυτές τις ευθείες, άμεσες ερωτήσεις. Είχε για λίγο ξεχάσει ότι μιλούσε με μια Αθηναία, μια γυναίκα που είχε μεγαλώσει με την ιδέα ότι οι σκλάβοι δεν ήταν άνθρωποι, δεν ήταν τίποτα άλλο από δίποδα ζώα. Πως είχε την απαίτηση να καταλάβει; Πόσο μπορεί να καταλάβει άνθρωπος ένα γαϊδούρι ή ένα πρόβατο που το πηγαίνει για σφάξιμο. Πως μπορούσε να νοιώσει; Η γυναίκα αυτή του ήταν τελείως άγνωστη, όπως άγνωστος της ήταν και αυτός. Τους ένωναν μόνο οι τύψεις του και ο κοινός σωματικός … πόνος. Ίσως και το μικρό σκατούλι εκεί μέσα στην κάμαρα. Το παιδί της και το παιδί που, μάλλον, δεν θα αποχτούσε αυτός ποτέ του.
Προσπάθησε να την βοηθήσει ξανά, όταν την είδε να πιάνει το κεφάλι της και να παραπατάει. Τότε ήταν που την σιγαλιά της μέρας και της αμηχανίας του, έσκισε ένας τρομακτικός ήχος. Ένας ήχος που πάγωνε το αίμα στις φλέβες. Μια σάλπιγγα ηχούσε από την παραλία, εκεί, δίπλα στα έλη. Και μετά ένας αχός, μια αδιόρατη επιθετικότητα, φωνές και μεταλλικά αντικείμενα που χτυπούσαν μεταξύ τους. Και τρομερή βουή από βήματα, σειόταν λες ο τόπος, κάτι που φυσικά δεν συνέβαινε αφού η περιοχή ήταν αρκετά μακριά, αλλά τέτοια εντύπωση έδινε. Και ρυθμός και ιαχές…
-«Άρχισαν λοιπόν…», είπε σιγά στον εαυτό της η Ελπινίκη. Γύρισε το βλέμμα στον άντρα δίπλα της, λες και τον εκλιπαρούσε. Εκείνος πάλι, αντιλαμβανόμενος την επιθυμία της γυναίκας, έγνεψε καταφατικά. Μπήκαν στο μικρό καλύβι. Έδεσε το μωρό με ένα λερό πανί στο στήθος της γυναίκας, φορτώθηκε ένα πρόχειρο μπόγο που είχε φτιάξει και την βοήθησε να βγουν στο μονοπάτι προς τον λόφο των νυμφών. Βιάζονταν και οι δυό, οι ήχοι είχαν γίνει πιο έντονοι, τα κορμιά τους, ταλαιπωρημένα πονούσαν, η ανάβαση δύσκολη, η σάλπιγγα πολύ πιο γρήγορα και μανιασμένα τώρα, οι πέτρες να γλιστράνε, η ιαχή «αλελεύ» πιο καθαρή, ο ιδρώτας να τους καίει τα μάτια, η μακρινή κλαγγή των όπλων, η ανάσα να κόβεται… έφτασαν στην κορυφή! Κάτω, στην μεριά της παραλίας, ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης περιόριζε την ορατότητα. Όχι όμως τόσο που να μην φαίνεται η επίθεση…
-«Τι; Οι Αθηναίοι επιτίθενται; Τρελοί είσαστε; Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει, λάθος νομίζω…»
-«Σου είχα πει για την Αθήνα και τον στρατό της. Σου έχω πει για την αίσθηση ανεξαρτησίας τους και την τρέλα τους. Εσύ δεν πίστεψες… εσύ έκρινες με τα μέτρα άλλων … λαών…», τελευταία στιγμή κατάλαβε ότι μπορούσε να τον είχε προσβάλλει, αλλά ο Θράκας δεν έδειξε να την ακούει. Απλά είχε απορροφηθεί απ’ αυτό που έβλεπε, απ’ αυτό που αρνιόταν το μυαλό του να πιστέψει. Το στόμα του ανοικτό, τον έκανε να μοιάζει ανόητος και αστείος, μέσα του όμως η καρδιά είχε αρχίσει τους δικούς της ρυθμούς. Προέβλεπε την συντριβή των Αθηναίων, φανταζόταν την μανιώδη σφαγή που θα άρχιζε σε λίγο από τον στρατό του Μεγάλου Βασιλιά… και όσο μίσος κι αν είχε μέσα του για αυτούς που τον έφεραν σε αυτή του την ανυπαρξία, δεν μπορούσε να μην θαυμάσει το θάρρος τους, την πολεμική τους τρέλα, το πάντα σηκωμένο από περηφάνια κεφάλι τους… και την… ωραία χάλκινη πανοπλία τους. Τα μάτια του σκοτείνιασαν για τα παλικάρια που θα χάνονταν, για τα νιάτα που θα πότιζαν την άμμο και θα κοκκίνιζαν τα νερά των ελών. Οι δυό παρατάξεις είχαν πλησιάσει πολύ τώρα. Ή πιο σωστά, η φάλαγγα της Αθήνας είχε εκμηδενίσει την απόσταση, τα βέλη των βαρβάρων είχαν καρφωθεί στην παραλία δημιουργώντας ένα μικρό δάσος, και το κέντρο των Ελλήνων, σαν σιδερένιο κύμα, έπεσε στους Πέρσες και άρχισε η μεγάλη μάχη.
-«Κρατάτε παιδιά, κρατάτε…», ακούστηκε η φωνή της Ελπινίκης. «Κρατάτε… ίτε παίδες Ελλήνων…», συνέχισε χαμηλόφωνα, σαν να προσευχόταν. Μόνο που η προτροπή της δεν φάνηκε εισακούγεται… το Αθηναϊκό κέντρο άρχισε να υποχωρεί, οπισθοχωρούσε και αν και δεν ήξερε από μάχες, γνώριζε ότι το κέντρο … ήταν το γνώρισμα για επιτυχία. Και τώρα το έβλεπε να νικιέται. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο κι έσταξε στο πρόσωπο του μωρού στον κόρφο της. Εκείνο έτεινε το μικρό του στρουμπουλό χεράκι και το έπιασε μέσα στην παλάμη του. Γέλαγε και της φάνηκε ειρωνεία αυτό. Το χεράκι της χάιδεψε τα μαλλιά που έφταναν σιμά του. Ξαφνικά έβαλε το δάχτυλο στο στόμα, σαν να την παρακινούσε να σωπάσει (;), ενώ με το άλλο χέρι, έδειχνε το πεδίο της μάχης, σαν να της έλεγε: «Δες!»
Η γυναίκα δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Γύρισε τα μάτια στον Θεμίστιο ζητώντας εξηγήσεις(;), ίσως και κουράγιο. Τον είδε να γελάει, να γελάει με αληθινή χαρά και να δείχνει κι εκείνος προς την μάχη.
-«Τους άτιμους!!!...», έκραξε, «…δες τους! Μάλλον τον άτιμο τον στρατηγό σας… χα χα χα δες κυρά, Δες. Να εκεί στις άκρες, τον άτιμο, τον άτιμο…», επανέλαβε λες και δεν είχε άλλο χαρακτηρισμό να αποδώσει.
Η Ελπινίκη γύρισε απότομα το κεφάλι και έμεινε άναυδη. Τα άκρα της φάλαγγας, πιο ενισχυμένα από το κέντρο, νικούσαν τους έκπληκτους βάρβαρους, που εγκατέλειπαν την μάχη τρέχοντας. Τα δυό άκρα, είχαν κάνει μια κυκλωτική κίνηση και σαν τις δαγκάνες του καβουριού, έκλειναν το κύριο Περσικό σώμα μέσα στην σφιχτή αγκαλιά του θανάτου. Το πετσόκομμα είχε αρχίσει, αλλά όχι από τους Ασιάτες. Από τους καληκνίμηδες Αθηναίους. Η γυναίκα, γονάτισε και φίλησε το μωρό. Έκλαψε!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35
Την κοίταξε στα μάτια χωρίς να έχει καταλάβει την ερώτηση. Του φάνηκε ότι τον κορόιδευε, αλλά το ύφος της ήταν πολύ σοβαρό και τα μάτια πολύ σκοτεινά. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα κοιτώντας αυτό το πρόσωπο μπροστά του. Ασυναίσθητα η άμυνα του νου του, είχε ενεργοποιηθεί προσπαθώντας και να αντιληφθεί αλλά και να κατασκευάσει μια ιστορία κάλυψης, ένα καινούργιο ψέμα δηλαδή, συνδεδεμένο όμως με την μέχρι τώρα ιστορία του. Δεν θα μπορούσε να πει ακριβώς τα ίδια, αφού για να ισχυροποιήσει τα λεγόμενα του έπρεπε ν’ αναθεωρήσει ή να προσθέσει κάτι ακόμα. Ίσως και να παραδεχόταν κάποιο ανώδυνο ψέμα, να έβαζε και λίγο μυστήριο!
-«Ξέρω από λόγους κι αιτίες, μην τα μπαλώσεις απλά…», ακούστηκε η φωνή της Ελπινίκης, κεραυνός μέσα στην αμηχανία του, λες και «διάβαζε» το μυαλό του. «Πιστεύω ότι είσαι θεραπευτής, αλλά όχι ότι έκανες ταξίδι με αυτό το … πόδι, από την Θράκη ίσαμε εδώ… για γνώσεις! Σκλάβος; … το έσκασες;»
Ο Θεμίστιος κοίταξε πάνω απ’ το κεφάλι της, προς το μέρος της θάλασσας λες και περίμενε λύση απ’ τους Θεούς. Δεν απαντούσε ακόμα. Έπρεπε ν’ αποφασίσει τι να πει. Ο ήλιος φώτιζε το πρόσωπο του και δεν άφηνε καμιά ελπίδα για … μύθους και το ελαφρύ αεράκι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Θα έλεγε την αλήθεια και μετά, θα έφευγε για πάντα. Ίσως να ήταν και καλύτερα έτσι! Έπαιρνε το ρίσκο της επιβίωσής του. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Την αντίκρισε στα μάτια και του φάνηκε κάτι … σαν χαμόγελο.
-«Ναι, σκλάβος. Αιχμάλωτος του Αθηναϊκού στρατού… από το γένος των Δολόγκων»
-«Και τα γόνατα; Απ’ τους στρατιώτες; Αποτέλεσμα της μάχης;»
-«Όχι , όχι απ’ αυτούς… δεν θα μπορούσα να χρησιμεύσω μετά. Ανάπηρος και σκλάβος;», χαμογέλασε γυρίζοντας τα μάτια πάλι στο βάθος του ορίζοντα, κάτω στην παραλία … «… και μάλιστα ανάπηρος στα … πόδια; Τι υπηρεσία θα μπορούσα να προσφέρω; Σκέψου πόσα λεφτά θα έχαναν μερικοί…»
-«Τότε; Ήσουν υγιής όταν σε αιχμαλώτισαν;»
-«Ναι … και πολέμησα τον στρατό σας, με όλες τις δυνάμεις μου και μάλιστα ενάντια σ’ έναν από τους σημερινούς σας στρατηγούς, τον Μιλτιάδη. Μπορεί να μην ήμουν πολεμιστής, να μην είχα μεγαλώσει με το σπαθί κάτω απ’ το στρώμα μου, αλλά ήμουν… είμαι ακόμα θέλω να πω, δυνατός άντρας. Βέβαια οι πολεμιστές σας γέλαγαν με τις άτεχνες προσπάθειές μου, που όπως σου ανέφερα, στηρίζονταν μόνο στην δύναμη. Γέλαγαν και με περιέπαιζαν κάνοντας κύκλο γύρω μου, βρίζοντας και αστειευόμενοι, ίσως και γι αυτό να με άφησαν να ζήσω. Μετά… δεν θυμάμαι τι έγινε. Φαίνεται, κάποιος που βαρέθηκε, με χτύπησε στο κεφάλι από πίσω. Κατάντησα δεμένος με αλυσίδες σε μια φυλακή, ούτε που ξέρω σε ποια περιοχή. Σε τρεις μήνες … βρέθηκα να προσκυνάω έναν Αθηναίο βυρσοδέψη. Όταν αποφάσιζε να είναι καλός μαζί μας, γιατί ήμασταν πολλοί, μας έδινε δυό φορές ψωμί την ημέρα και κρεμμύδια με ελιές, αλλά τις περισσότερες φορές η διάθεσή του ήταν … άστα να πάνε. Τότε ξεχνάγαμε τι σημαίνει φαγητό. Μόνο νερό κι αυτό … και όλη μέρα μέσα στα νερά και την βρώμα των δερμάτων. Ξέρεις αλήθεια πως μυρίζει ένα βυρσοδεψείο;», σταμάτησε την αφήγησή του και καμώθηκε πως προσπαθούσε να βγάλει κάποιο σκουπιδάκι από το μάτι. Τα κόκκινα μάτια του δεν κοίταζαν πουθενά τώρα. Το απλανές του βλέμμα, έδειχνε την αναστάτωσή του. «Μη σε καταραστούν οι Θεοί σε σκλαβιά. Καλύτερος ο θάνατος. Όλα τα άντεχα όμως και μπορώ να πω ότι είχα και πιο καλή αντιμετώπιση από τους άλλους, αφού ήμουν θεραπευτής και όποτε υπήρχε ανάγκη, με έπαιρνε από την βρώμα των δερμάτων και πήγαινα στο σπίτι του. Μια οι γιοί του, μια η γυναίκα του, μια η κόρη του, όλο και κάποιος χρειαζόταν βοήθεια και θεραπεία. Όλα αυτά έως ότου… ο μικρός του γιός έκανε πυρετό. Πολύ πυρετό, που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Το στρώμα έπιανες και έκαιγε, το κορμάκι του είχε ρίγη, έτρεμε σαν φύλλο σε καταιγίδα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και του προσωπικού του δούλου το παιδί… κι αυτό τα ίδια. Λες και κάτι έκαναν μαζί και απόχτησαν την ίδια κακιά αρρώστια. Προσπάθησα όσο μπορούσα, με ότι ήξερα. Μέρες και νύχτες πέρασα στο προσκεφάλι των δυό παιδιών. Τίποτα δεν κατάφερνα, τίποτα. Όλα μάταια. Σε μια βδομάδα τα παιδιά είχαν εξαντληθεί. Κάποιοι γιατροί που ήρθαν στο σπίτι, σήκωσαν τα χέρια μπροστά σε αυτό που έβλεπαν και απευθύνονταν στους Θεούς για ίαση. Μόνο εγώ επέμεινα. Και μια ωραία πρωία … τα δυό μικρά… άρχισαν να δείχνουν σημάδια ανάνηψης! Ο πυρετός έπεσε και τα χλωμά πρόσωπα ξανάγιναν …»
-«Και, άσε με να μαντέψω… το παιδί του δούλου έγινε καλά, αλλά το άλλο … πέρασε τον Αχέροντα; Το παιδί του βυρσοδέψη;»
Ο Θεμίστιος γέλασε και φάνηκε μια ανακούφιση, ίσως και αγαλλίαση στο πρόσωπό του. Κάτι που τον έτρωγε μέσα του, τον έκανε να θέλει να τα πει όλα, να φύγουν από την ψυχή του. Η εξομολόγηση τον ανάσταινε.
-«Όχι, δεν μάντεψες σωστά κυρά. Και τα δυό παιδιά, γίνηκαν καλά. Περδίκια και ζωηρά σαν κατσικάκια που βελάζουν ανέμελα στα λιβάδια. Να είναι δοξασμένο το όνομα της Ήρας σε όλα τα αυριανά χρόνια…»
-«Ε, τότε; Το ευχαριστώ πρέπει να ήταν … μεγάλο. Έτσι δεν είναι; Πως λοιπόν συνδέεται αυτό με τα πόδια σου; Με τα γόνατά σου;»
-«Τον καλό τον θεραπευτή δεν θέλεις να τον χάσεις. Τον θέλεις δικό σου και μόνο δικό σου. Να μην μπορεί να σου φύγει. Σου απάντησα κυρά; Με τέτοια πόδια πώς να δραπετεύσεις; Μένεις εκεί και πρέπει ν’ αντέξεις για το υπόλοιπο της ζωής σου … το ν’ ανήκεις σε άλλον. Σαν εμπόρευμα! Σαν κάποιο αντικείμενο»
Η Ελπινίκη προσπάθησε να ισιώσει την πλάτη της και ένοιωσε τον πόνο να την διαπερνά. Το μυαλό για πρώτη φορά είχε αρχίσει να βάζει τον εαυτό της στη θέση του συνομιλητή της. Είχε δούλους, ανθρώπους που δούλευαν νυχθημερόν σχεδόν, αλλά η αντιμετώπιση τους ήταν τελείως διαφορετική. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι κάποιος θα σακάτευε άνθρωπο, μόνο και μόνο για να τον εκμεταλλεύεται σε όλη του την ζωή. Και μάλιστα όταν σε αυτόν τον άνθρωπο, άξιζαν ευχαριστίες. Μπορεί η Αθήνα σαν πόλη να απέδιδε δικαιοσύνη και τιμές σε όλους που την υπερασπίζονταν ή την βοηθούσαν, όμως αντιλήφθηκε ότι οι Αθηναίοι σαν μονάδες, δεν μπορούσαν να είναι τόσο… ευγνώμονες. Η κυψέλη λειτουργεί δίνοντας παραδείγματα, αλλά οι μέλισσες έκαναν φόνους και αδικίες. Σηκώθηκε και έκανε κάποια ασταθή βήματα προς την μικρή καλύβα. Ζήτησε κάπου να ακουμπήσει αρνούμενη το τεντωμένο χέρι του Θεμίστιου. Τελικά βρήκε το ξύλο του φράχτη και στάθηκε για λίγο:
-«Κι εδώ πως βρέθηκες; Γιατί έχεις δραπετεύσει, έτσι; Κι ανεβαίνεις προς την πατρίδα σου; Τι σε κάνει…»
-«… να νομίζω ότι θα τα καταφέρω; Ότι θα μπορέσω να αποφύγω αυτούς που με κυνηγάνε; Μα, αυτό:», έδειξε με το δάχτυλο την παραλία του Μαραθώνα. «Αυτό…», επανέλαβε σφίγγοντας τα φρύδια του. «Η μάχη εκεί κάτω. Όσο ο στρατός σας αλλά και γενικά οι πολίτες της πόλης σου ασχολούνται με τους βάρβαρους, έχω ελπίδες. Πολλές ελπίδες. Ποιος θα ασχοληθεί με έναν σκλάβο που … έφυγε; Πολλοί άλλοι σαν κι εμένα θα έχουν κάνει το ίδιο. Πιο μεγάλη ευκαιρία δεν θα υπάρξει ποτέ.»
-«Μέχρι που όμως; Μέχρι που νομίζεις ότι μπορεί να φτάσεις; Άντε να περάσεις την Αττική, άντε και την Θήβα. Μετά; Κάποια στιγμή… και ξέρεις πως συμπεριφέρονται στους … δραπέτες ε;»
-«Εσύ τι θα έκανες; Θα καθόσουν μέχρι να πεθάνεις σαν αντικείμενο στην ιδιοκτησία κάποιου; Χωρίς τίποτα να ελπίζεις; Εσύ που λες ότι οι στρατιώτες της Αθήνας πρέπει έστω και λιγότεροι να δώσουν αυτή την μάχη εκεί κάτω; Στο όνομα της λευτεριάς σας; Να πολεμήσουν αν και οι ελπίδες νίκης είναι μηδαμινές; Εσύ λοιπόν το λες αυτό;»
Κατάλαβε ότι είχε υπερβεί τα όρια με αυτές τις ευθείες, άμεσες ερωτήσεις. Είχε για λίγο ξεχάσει ότι μιλούσε με μια Αθηναία, μια γυναίκα που είχε μεγαλώσει με την ιδέα ότι οι σκλάβοι δεν ήταν άνθρωποι, δεν ήταν τίποτα άλλο από δίποδα ζώα. Πως είχε την απαίτηση να καταλάβει; Πόσο μπορεί να καταλάβει άνθρωπος ένα γαϊδούρι ή ένα πρόβατο που το πηγαίνει για σφάξιμο. Πως μπορούσε να νοιώσει; Η γυναίκα αυτή του ήταν τελείως άγνωστη, όπως άγνωστος της ήταν και αυτός. Τους ένωναν μόνο οι τύψεις του και ο κοινός σωματικός … πόνος. Ίσως και το μικρό σκατούλι εκεί μέσα στην κάμαρα. Το παιδί της και το παιδί που, μάλλον, δεν θα αποχτούσε αυτός ποτέ του.
Προσπάθησε να την βοηθήσει ξανά, όταν την είδε να πιάνει το κεφάλι της και να παραπατάει. Τότε ήταν που την σιγαλιά της μέρας και της αμηχανίας του, έσκισε ένας τρομακτικός ήχος. Ένας ήχος που πάγωνε το αίμα στις φλέβες. Μια σάλπιγγα ηχούσε από την παραλία, εκεί, δίπλα στα έλη. Και μετά ένας αχός, μια αδιόρατη επιθετικότητα, φωνές και μεταλλικά αντικείμενα που χτυπούσαν μεταξύ τους. Και τρομερή βουή από βήματα, σειόταν λες ο τόπος, κάτι που φυσικά δεν συνέβαινε αφού η περιοχή ήταν αρκετά μακριά, αλλά τέτοια εντύπωση έδινε. Και ρυθμός και ιαχές…
-«Άρχισαν λοιπόν…», είπε σιγά στον εαυτό της η Ελπινίκη. Γύρισε το βλέμμα στον άντρα δίπλα της, λες και τον εκλιπαρούσε. Εκείνος πάλι, αντιλαμβανόμενος την επιθυμία της γυναίκας, έγνεψε καταφατικά. Μπήκαν στο μικρό καλύβι. Έδεσε το μωρό με ένα λερό πανί στο στήθος της γυναίκας, φορτώθηκε ένα πρόχειρο μπόγο που είχε φτιάξει και την βοήθησε να βγουν στο μονοπάτι προς τον λόφο των νυμφών. Βιάζονταν και οι δυό, οι ήχοι είχαν γίνει πιο έντονοι, τα κορμιά τους, ταλαιπωρημένα πονούσαν, η ανάβαση δύσκολη, η σάλπιγγα πολύ πιο γρήγορα και μανιασμένα τώρα, οι πέτρες να γλιστράνε, η ιαχή «αλελεύ» πιο καθαρή, ο ιδρώτας να τους καίει τα μάτια, η μακρινή κλαγγή των όπλων, η ανάσα να κόβεται… έφτασαν στην κορυφή! Κάτω, στην μεριά της παραλίας, ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης περιόριζε την ορατότητα. Όχι όμως τόσο που να μην φαίνεται η επίθεση…
-«Τι; Οι Αθηναίοι επιτίθενται; Τρελοί είσαστε; Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει, λάθος νομίζω…»
-«Σου είχα πει για την Αθήνα και τον στρατό της. Σου έχω πει για την αίσθηση ανεξαρτησίας τους και την τρέλα τους. Εσύ δεν πίστεψες… εσύ έκρινες με τα μέτρα άλλων … λαών…», τελευταία στιγμή κατάλαβε ότι μπορούσε να τον είχε προσβάλλει, αλλά ο Θράκας δεν έδειξε να την ακούει. Απλά είχε απορροφηθεί απ’ αυτό που έβλεπε, απ’ αυτό που αρνιόταν το μυαλό του να πιστέψει. Το στόμα του ανοικτό, τον έκανε να μοιάζει ανόητος και αστείος, μέσα του όμως η καρδιά είχε αρχίσει τους δικούς της ρυθμούς. Προέβλεπε την συντριβή των Αθηναίων, φανταζόταν την μανιώδη σφαγή που θα άρχιζε σε λίγο από τον στρατό του Μεγάλου Βασιλιά… και όσο μίσος κι αν είχε μέσα του για αυτούς που τον έφεραν σε αυτή του την ανυπαρξία, δεν μπορούσε να μην θαυμάσει το θάρρος τους, την πολεμική τους τρέλα, το πάντα σηκωμένο από περηφάνια κεφάλι τους… και την… ωραία χάλκινη πανοπλία τους. Τα μάτια του σκοτείνιασαν για τα παλικάρια που θα χάνονταν, για τα νιάτα που θα πότιζαν την άμμο και θα κοκκίνιζαν τα νερά των ελών. Οι δυό παρατάξεις είχαν πλησιάσει πολύ τώρα. Ή πιο σωστά, η φάλαγγα της Αθήνας είχε εκμηδενίσει την απόσταση, τα βέλη των βαρβάρων είχαν καρφωθεί στην παραλία δημιουργώντας ένα μικρό δάσος, και το κέντρο των Ελλήνων, σαν σιδερένιο κύμα, έπεσε στους Πέρσες και άρχισε η μεγάλη μάχη.
-«Κρατάτε παιδιά, κρατάτε…», ακούστηκε η φωνή της Ελπινίκης. «Κρατάτε… ίτε παίδες Ελλήνων…», συνέχισε χαμηλόφωνα, σαν να προσευχόταν. Μόνο που η προτροπή της δεν φάνηκε εισακούγεται… το Αθηναϊκό κέντρο άρχισε να υποχωρεί, οπισθοχωρούσε και αν και δεν ήξερε από μάχες, γνώριζε ότι το κέντρο … ήταν το γνώρισμα για επιτυχία. Και τώρα το έβλεπε να νικιέται. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο κι έσταξε στο πρόσωπο του μωρού στον κόρφο της. Εκείνο έτεινε το μικρό του στρουμπουλό χεράκι και το έπιασε μέσα στην παλάμη του. Γέλαγε και της φάνηκε ειρωνεία αυτό. Το χεράκι της χάιδεψε τα μαλλιά που έφταναν σιμά του. Ξαφνικά έβαλε το δάχτυλο στο στόμα, σαν να την παρακινούσε να σωπάσει (;), ενώ με το άλλο χέρι, έδειχνε το πεδίο της μάχης, σαν να της έλεγε: «Δες!»
Η γυναίκα δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Γύρισε τα μάτια στον Θεμίστιο ζητώντας εξηγήσεις(;), ίσως και κουράγιο. Τον είδε να γελάει, να γελάει με αληθινή χαρά και να δείχνει κι εκείνος προς την μάχη.
-«Τους άτιμους!!!...», έκραξε, «…δες τους! Μάλλον τον άτιμο τον στρατηγό σας… χα χα χα δες κυρά, Δες. Να εκεί στις άκρες, τον άτιμο, τον άτιμο…», επανέλαβε λες και δεν είχε άλλο χαρακτηρισμό να αποδώσει.
Η Ελπινίκη γύρισε απότομα το κεφάλι και έμεινε άναυδη. Τα άκρα της φάλαγγας, πιο ενισχυμένα από το κέντρο, νικούσαν τους έκπληκτους βάρβαρους, που εγκατέλειπαν την μάχη τρέχοντας. Τα δυό άκρα, είχαν κάνει μια κυκλωτική κίνηση και σαν τις δαγκάνες του καβουριού, έκλειναν το κύριο Περσικό σώμα μέσα στην σφιχτή αγκαλιά του θανάτου. Το πετσόκομμα είχε αρχίσει, αλλά όχι από τους Ασιάτες. Από τους καληκνίμηδες Αθηναίους. Η γυναίκα, γονάτισε και φίλησε το μωρό. Έκλαψε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου