Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
Ο Τελευτίας προσπαθούσε να προστατεύσει τον νεαρό νησιώτη και είχε πάρει θέση μπροστά του ακριβώς. Ότι μπορούσε να κάνει, το έκανε χωρίς να φανεί ο προστατευτισμός του. Τον έσφιγγε και τον έπνιγε το κράνος, το μάλλινο σκουφί που φορούσε από μέσα, είχε μουσκέψει απ’ τον ιδρώτα, που τώρα έτρεχε σαν μικρό ρυάκι στα μάτια του. Μέσα από την περικεφαλαία, δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά πράγματα, εκτός από μια μικρή εικόνα στην ευθεία των ματιών. Κάθε τόσο έπρεπε να γυρίζει δεξιά – αριστερά το κεφάλι, να εντοπίσει τον κίνδυνο. Η ασπίδα μετά από τόση ώρα τον βάραινε πολύ, το αριστερό του χέρι, είχε σχεδόν μουδιάσει αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να τα παρατήσει τώρα. Ένοιωσε κάποιο χτύπημα που προερχόταν απ’ τα αριστερά του. Γύρισε απότομα και είδε ένα γιγαντόσωμο Πέρση, να προσπαθεί να σηκώσει ένα μεγάλο τσεκούρι, από το οποίο είχε προέλθει το χτύπημα. Η ασπίδα είχε αντέξει και η γρήγορη κίνηση του έμπορου, δεν άφησε τον Ασιάτη να πάρει θέση άμυνας. Η μεγάλη σπάθα του Τελευτία, χώθηκε ανελέητα στο στομάχι του αντιπάλου του και σφηνώθηκε βαθιά μέσα χτυπώντας την σπονδυλική του στήλη. Τα σπλάχνα χύθηκαν στο χώμα και το αίμα πετάχτηκε σαν σιντριβάνι πάνω στην χάλκινη πανοπλία και το λευκό ιμάτιό του. Πάτησε τον βάρβαρο στο στήθος και τράβηξε με όλη την δύναμη του πρησμένου από την μάχη χεριού του να λευτερώσει το όπλο του. Κοιτάζοντας το πρόσωπο του αντιπάλου του, είδε τις τελευταίες αναλαμπές της ζωής στα δυό μάτια που είχαν αρχίσει να γυρίζουν ανάποδα. Αίμα άρχισε να κυλάει από το στόμα και τα δόντια έσπασαν από το σφίξιμο. Το μαρτύριο μπορούσε να κρατήσει αρκετή ώρα, αν το σπαθί του Λάφιλου δεν του έκοβε τον λαιμό. Το κεφάλι κύλησε μερικά μέτρα και τα νεκρά πια μάτια, καρφώθηκαν στην προσωπίδα του Αθηναίου. Εκείνος δεν είχε καιρό για περισσότερη σκέψη, ο φίλος του όπως και οι υπόλοιποι σύντροφοί του τον έσπρωχναν προς τα μπρος, οι Μήδοι σήκωναν τα θανατηφόρα τσεκούρια τους και οι σάλπιγγες έσκουζαν σε εξωφρενικό ρυθμό. Πήδηξε στον αέρα και προσγειώθηκε με θανατηφόρα ακρίβεια στο στήθος του πρώτου βάρβαρου. Ένοιωσε τους χτύπους της καρδιάς πάνω στην μεγάλη λάμα του. Κάποιος άλλος από πίσω είχε αναλάβει την δουλειά που έκανε πριν ο Λάφιλος. Ο έμπορος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει από την κούραση. Συνέχιζε όμως να μάχεται δαιμονισμένα. Τα γένια του είχαν γεμίσει με ξεραμένα σάλια και αίματα, με ιδρώτα και χώμα. Οι φλέβες του λαιμού είχαν πρηστεί, λες και ήταν έτοιμες να σκάσουν. Το ίδιο και των υπόλοιπων συντρόφων του. Η μυρουδιά από τους εμετούς, τα ούρα του φόβου και το άλικο αίμα, τους ζάλιζε και μια στυφή γεύση, λες και είχε κολλήσει πάνω στην γλώσσα τους.
Από τα άκρα οι στρατιώτες είχαν ήδη προχωρήσει αρκετά μέτρα πιο μπροστά. Ο κλοιός έκλεινε ασφυκτικά, οι αξιωματικοί φώναζαν συνέχεια διαταγές, να μην κυνηγήσουν τους έντρομους Πέρσες που είχαν στρέψει την πλάτη και έτρεχαν προς τα πλοία να σωθούν, αλλά να γυρίσουν και να επιτεθούν στους υπόλοιπους που είχαν παγιδευτεί. Ο Λίχης πολεμούσε με ένα ακόντιο και την σπάθα ακόμα στη θήκη της. Κανένας δεν μπορούσε να του σπάσει το κοντάρι του, τόσο επιδέξιος και φονικός ήταν. Δίπλα του, ο Ευρυάναξ έδειχνε να το διασκεδάζει.
-«Έφτασα τους είκοσι…», του φώναξε ο σύντροφός του. «Ακούς; Είκοσι βρε…»
-«Σιγά το μεγάλο κατόρθωμα…», του αντιγύρισε ο Ευρυάναξ. Σήκωσε την σπάθα και αποκεφάλισε έναν κοντό Σάκα, που ήταν ήδη ακρωτηριασμένος στα πόδια. «Να θυμάσαι… τριάκοντα έναν με δαύτον … μικρέ!...». Μαχόμενοι γέλασαν και οι δυό. Πιο κάτω σαν αρχηγός της δεξιάς πλευράς ο Μιλτιάδης ο ίδιος, πολεμούσε στην πρώτη γραμμή , λυσσασμένος και επιδέξιος μαχητής.
-«Κοίτα τον…». Ο Λίχης έδειξε με το δόρυ τον Αθηναίο στρατηγό. «Το λέει η καρδούλα του ε; Σαν δικός μας πολεμάει».
Κάποιοι βάρβαροι μπόρεσαν να γλυτώσουν από το Αθηναϊκό μαχαίρι, προς το παρόν, και βλέποντας τον δρόμο προς τα πλοία κομμένο, έτρεξαν προς την ανατολή, προς την μεριά των μεγάλων βάλτων. Μερικοί στρατιώτες του Θεμιστοκλή, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην πρόκληση, να πειθαρχήσουν στα λόγια του αρχιστράτηγου και τους πήραν στο κατόπι. Οι άτυχοι Πέρσες δεν ήξεραν την περιοχή και κατάλαβαν τον κίνδυνο, όταν τα πόδια τους παγιδεύτηκαν στα στάσιμα νερά και στην λάσπη. Το τι ακολούθησε, μόνο ένας ευφάνταστος δολοφόνος θα μπορούσε να μαντέψει. Οι Αθηναίοι έκαναν έναν απλό θερισμό, μόνο που αντί για στάχυα, αυτά που στοίβαζαν ήταν κομμένα κεφάλια Ασιατών. Η σφαγή ήταν απερίγραπτη, οι φωνές και οι ικεσίες, οι βρισιές και τα γέλια των εκτελεστών, πάγωναν το αίμα οποιουδήποτε παρατηρητή. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει το αληθινό χρώμα των υδάτων. Μια κόκκινη πορφύρα απλωνόταν σε όλο το τοπίο. Οι οπλίτες της Αθήνας, άφησαν τα ακέφαλα πτώματα και γύρισαν τρέχοντας στο κύριο σώμα του στρατεύματος. Τώρα είχαν φτάσει στην θάλασσα κοντά, οι Πέρσες προσπαθούσαν ν’ ανέβουν στα βρεγμένα ξύλα, γλιστρούσαν και όποιος έπεφτε, αποχαιρετούσε αυτόν τον άπονο κόσμο. Οι αξιωματικοί, ενθάρρυναν με ιαχές τους μαχητές ενώ πολλοί αφιονισμένοι, προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα σκάφη με τα χέρια τους. Πιο πολλοί Αθηναίοι σκοτώθηκαν στην προσπάθεια να συγκρατήσουν και να αιχμαλωτίσουν τα πλοία, απ’ όσους έπεσαν στην πριν από λίγη ώρα μάχη. Ο Λάφιλος, χτυπούσε με όση δύναμη είχε, όποιον έβρισκε μπροστά του και δεν φορούσε λευκό χιτώνα. Τα νιάτα του, δεν μπορούσαν να σταματήσουν με την σκέψη, με την λογική. Κάποιος δούλος, Σκύθης μάλλον, προσπαθούσε να τον βοηθήσει και η αλήθεια ήταν πως πολεμούσε γενναία. Ήξερε Ελληνικά, το πρόδιδαν οι πολύ άσχημες και σε αργκό βρισιές του, αλλά η προφορά του, παρέπεμπε σε ξένο. Ο ξεραμένος εμετός με τους στερεοποιημένους αφρούς στα γένια, έδειχναν την μανία του.
Κάποιο πλοίο, κατάφερε να ξεκολλήσει από την άμμο και τα χέρια των Ελλήνων στρατιωτών και γεμάτο με καρφωμένα δόρατα στα πλαϊνά του, άρχισε να απομακρύνεται, αργά – αργά. Οι ναύτες προσπαθούσαν να ελαφρύνουν το σκάφος, πετώντας πτώματα στο νερό και ότι άλλο θα μπορούσε να καθυστερήσει την αναχώρηση τους. Όπλα και ασπίδες, κράνη και θώρακες, βρέθηκαν να επιπλέουν στην θάλασσα. Ένας οπλίτης από την φυλή του Αριστείδη, έβγαλε στα γρήγορα τον χάλκινο θώρακά του και πέταξε το δόρυ του δεμένο με σχοινί, κάτι σαν καμάκι, στην πρύμνη του πλοίου. Κι άλλοι στρατιώτες ακολούθησαν το παράδειγμα του και σε λίγο άρχισαν να αναρριχώνται στο Περσικό κατάστρωμα. Πανικόβλητοι Πέρσες και Φοίνικες έπιασαν ότι βρισκόταν δίπλα τους, ν’ αντιμετωπίσουν τους εισβολείς. Μάταια! Το Αθηναϊκό σπαθί είχε αρχίσει την δουλειά του, τον γνωστό θερισμό.
Ο Τελευτίας, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σαλτάρει στα πλοία. Η ηλικία και η λογική του, δεν τον άφηναν. Συγκράτησε και τον Λάφιλο που οι δυνάμεις του δεν τον είχαν εντελώς εγκαταλείψει. Οι δυό άντρες, σταμάτησαν και γονάτισαν λαχανιασμένοι, στην άμμο. Ένα αεράκι είχε αρχίσει να χαϊδεύει τα ιδρωμένα μέλη τους. Έβγαλαν την περικεφαλαία τους και πήραν βαθιά ανάσα. Τα πρόσωπά τους δεν αναγνωρίζονταν πια.
Ο Λάφιλος έψαξε με τα μάτια τους δυό άλλους φίλους του, τους Λακεδαιμόνιους. Τους ανακάλυψε καμιά εκατοστή μέτρα μακριά τους. Και βέβαια, δεν είχε αλλάξει τίποτα στην απερίγραπτη συμπεριφορά τους. Κράταγαν τα κράνη στο δεξί χέρι, ο Ευρυάναξ είχε καθίσει πάνω σ’ ένα βαρβαρικό πτώμα και κουνιόταν ρυθμικά σαν να καβαλούσε, ή μάλλον σαν να κάλπαζε με … ένα αόρατο άλογο, ενώ ο Λίχης όρθιος, γελούσε με τα καμώματα του συντρόφου του. Σε καμιά στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό τους, ότι αυτοί οι … ξαπλωμένοι άψυχοι σωροί, ήταν κάποτε άνθρωποι. Κομμένα μέλη, χέρια και πόδια, κεφάλια και άντερα σκόρπια στην άμμο, είχαν γεμίσει το μέρος. Ο ήλιος έκαιγε και η βρώμα του θανάτου απλωνόταν αποπνικτική. Ο Θεμιστοκλής πλησίασε, διακρινόταν από τα διακριτικά στην πανοπλία του και έριξε τα μάτια στην θάλασσα και σε όσα πλοία είχαν καταφέρει να απομακρυνθούν. Σε κάποιο απ’ αυτά το βλέμμα του, διασταυρώθηκε με εκείνο του Πέρση στρατηγού, του Αρταφέρνη. Κατάλαβαν και οι δυό τι θα γινόταν μετά. Η νίκη ήταν μεγάλη, αλλά τα επινίκια έπρεπε να περιμένουν αρκετά. Το βούκινο ακούστηκε πάλι, μακρόσυρτο και με ένα λυπητερό τόνο. Σε λίγο σάλπισε και η κεντρική σάλπιγγα, που σήμαινε την παράταξη των μαχητών. Και έτσι κι έγινε. Ο Μιλτιάδης, ανέβηκε σε μια μεγάλη πέτρα για να μπορεί ν’ ακουστεί καθαρά απ’ όλους.
--«Άντρες Αθηναίοι κι εσείς Πλαταιείς, αλλά κι εσείς οι υπόλοιποι που πιστέψατε στην λευτεριά της Ελλάδας, δεν μπορώ να σας ευχαριστήσω ακόμα για αυτήν την μεγαλειώδη νίκη μας. Την δική σας νίκη. Αυτή που θα μιλάνε για χιλιάδες χρόνια οι απόγονοί μας. Αλλά ο κίνδυνος δεν τέλειωσε. Η πόλη είναι μόνη, απροστάτευτη και βέβαια μεγάλη ευκαιρία για τους βάρβαρους να μας παρακάμψουν. Αν εκεί…», έδειξε με το δάχτυλο την κορυφή του βουνού πίσω του, της Πεντέλης, «… ασπίδα αστράψει, σημαίνει ότι ο καταραμένος στόλος τους πηγαίνει στην Αθήνα μας. Ας περιμένουμε λοιπόν πριν πανηγυρίσουμε…»
Όλοι στράφηκαν προς το όρος πίσω απ’ τον αρχιστράτηγο. Μόνο τα δέντρα φαίνονταν να κουνιούνται στο χορό τους με το αεράκι. Οι περισσότεροι στρατιώτες κάθισαν στο χώμα ελπίζοντας ότι η ασπίδα αυτή δεν θα άστραφτε. Σε λίγο το είχαν κιόλας ξεχάσει και αστειεύονταν μεταξύ τους, αφηγούμενοι τις ανδρείες τους. Μόνο κάποιοι σκλάβοι, προσπαθούσαν να μαζέψουν τα σώματα των πεσόντων Ελλήνων. Και κάθε φορά που μετέφεραν κάποιο, απόλυτη σιγή επικρατούσε …
Οι τέσσερις φίλοι είχαν κι αυτοί καθίσει στην νωπή άμμο και προσπαθούσαν να βγουν από αυτό το ντελίριο, την μανία της μάχης.
-«Είδες μικρέ; Είδες; Δεν έπαθες τίποτα όπως σου υποσχέθηκε ο Απόλλωνας. Και η μάχη; Ωραίο πράγμα έτσι;», μίλησε ο Λίχης πρώτος απευθυνόμενος στον νεαρό νησιώτη. Εκείνος πάλι με κάποια ντροπή, άγνωστο γιατί, παραδέχτηκε τα λόγια του Σπαρτιάτη. Του άρεσε τελικά η μάχη, μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που ενθουσίαζε τους δυό Πελοποννήσιους. Σκούπισε τα μάγουλά του και αντιλήφθηκε ότι βρωμούσε τρομερά, όπως και όλοι οι άλλοι.
-«Η μάχη είναι ωραία, όταν υπάρχει λόγος, κάτι που πρέπει να υπερασπιστείς και αφού κανένα άλλο μέσο δεν την αποτρέπει. Η μάχη για την μάχη… είναι καταστροφή!», τον συμβούλεψε ο Τελευτίας. Οι Λακεδαιμόνιοι πήγαν να πουν κάτι… όταν…
-«Η ασπίδα, … η ασπίδα αστράφτει… δείτε εκεί…», ακούστηκε μια φωνή.
Όλοι σηκώθηκαν σαν ένας άνθρωπος και ο αρχιστράτηγος ξαναπήρε την θέση, εκεί λίγο πιο ψηλά. Τέντωσε τα χέρια να ησυχάσουν οι φωνές…
-«Πρέπει να φύγουμε αμέσως για την Αθήνα. Τώρα. Όσοι πολέμησαν στο κέντρο με τις φυλές του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή, θα μείνουν εδώ, να φυλάνε το πεδίο της μάχης. Όλοι οι άλλοι μαζί μου…», κάποιος τον πλησίασε και του ψιθύρισε μερικά λόγια. Ο Μιλτιάδης, ξαναγύρισε προς τους στρατιώτες:
-«Ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, έπεσε πολεμώντας γενναία. Ας μην τον απογοητεύσουμε εκεί που είναι».
Οι άντρες σήκωσαν τα δόρατα και τις ασπίδες ψηλά με δυνατές ζητωκραυγές προς τιμήν του νεκρού στρατηγού, λες και έδιναν όρκο τιμής. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν οι κατάκοποι στρατιώτες παρατεταγμένοι σε σειρά των δυο αντρών, άρχισαν την μακρά πορεία για την αγαπημένη πόλη. Με ελαφρύ τρέξιμο και όλα τα όπλα τους φορτωμένοι, μες την ζέστη του ήλιου που ευτυχώς είχε αρχίσει το ταξίδι του προς την Δύση, υπολόγιζαν να φτάσουν αργά το απόγευμα. Σκόνη έμεινε πίσω, νεκροί και βρώμα.
Ο Τελευτίας είχε καθίσει στην ρίζα ενός δέντρου και προσπαθούσε να ηρεμίσει. Τώρα είχε βρει τις ανάσες του και το μυαλό του είχε αποφορτιστεί. Ένοιωθε ικανοποίηση μέσα του, η καρδιά του είχε χαρά αλλά και φόβο για την τύχη της Αθήνας. Δόξασε τους Θεούς που δεν τον ανάγκασαν να τρέξει τόσα στάδια μέχρι την μεγάλη πόλη, αν και, αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να βρεθεί αυτόματα εκεί, ήταν έτοιμος να ξαναπολεμήσει. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο απ’ ένα μικρό ασκί που το είχε φέρει κάποιος νεαρός δούλος, δροσίστηκε και ξέπλυνε τις πολλές ακαθαρσίες από τα γένια του και προσπάθησε να φάει ένα κομμάτι παστό κρέας. Ο Λάφιλος πάντα δίπλα του, είχε ακόμα αυτή την τρέλα του πολέμου στα μάτια. Τα χέρια από την ταραχή, έτρεμαν και η ραχοκοκαλιά είχε τις δικές της συσπάσεις. Ο νους του τώρα ζύγιαζε τα πεπραγμένα των προηγούμενων ωρών. Δεν είχε περάσει διόλου σαν σκέψη η πιθανότητα να είχε σκοτωθεί. Είχε αψηφήσει τον Θάνατο όχι με την λογική αλλά με την έπαρση. Πήρε από το χέρι του Αθηναίου του φίλου, λίγο κρέας και άρχισε να το μασουλά αμίλητος και σοβαρός. Δεν είχε έτσι κι αλλιώς λόγια να πει. Απόρησε με τους Σπαρτιάτες που το είχαν ρίξει πάλι στον ύπνο, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα απολύτως. Ο Ευρυάναξ ροχάλιζε και κάπου – κάπου ακουγόταν σαν να αναστενάζει. Ο Λίχης είχε πιο ήσυχο ύπνο, αν και οι μύγες τον ανάγκαζαν κάθε τόσο να χτυπά την παλάμη του στους μηρούς.
-«Είσαι καλά; Νοιώθεις καλά;», άνοιξε την συζήτηση ο έμπορος.
Ο Λάφιλος δεν γύρισε το κεφάλι, μόνο κοίταζε τον ορίζοντα, προς την μεριά της θάλασσας. Το κούνησε καταφατικά και μισόκλεισε τα μάτια, σαν να προσπαθούσε να διακρίνει κάτι μακρινό. Σήκωσε το χέρι και έδειξε…
-«Κάπου κει, βαθιά – βαθιά στα νερά είναι ο τόπος μου, το νησί μου. Εκεί που γεννήθηκα και βύζαξα το πρώτο μου γάλα. Εκεί…»
-«Εκεί που ερωτεύτηκες ε;», συμπλήρωσε ο Τελευτίας.
-«… ναι και εκεί που ερωτεύτηκα. Σκέφτομαι ότι έφυγα σαν… δεν ξέρω πώς να το πω… τέλος πάντων έφυγα κρυφά. Χωρίς να χαιρετίσω κανέναν. Ούτε φίλους ούτε γνωστούς. Μα πάνω απ’ όλα, χωρίς την ευχή της μάνας μου και του πατέρα μου. Φοβήθηκα μην με εμποδίσουν να έρθω. Και… στην Πασιφάη… δεν είπα ούτε ένα γεια…»
-«Α, ναι. Έχουμε και την Πασιφάη, βέβαια…»
-«… δεν είπα ούτε ένα γεια. Δεν ξέρει κανείς που έχω πάει, αν ζω, αν πέθανα, αν θα γυρίσω ξανά… αν… αν… αν… δεν ξέρει κανείς…»
-«Ναι, αλλά τώρα θα γυρίσεις … ήρωας. Πολεμιστής στην πιο άγρια μάχη που έδωσε η Αθήνα. Η Ευρώπη… η Ελλάδα. Τώρα θα σε υπολογίζουν διαφορετικά και πολύ πιο σεβαστά. Θα σε λογίζουν άντρα εμπειροπόλεμο και καμάρι της γενιάς σου. Μην το ξεχνάς αυτό, είναι το μεγάλο σου προικιό»
Ο νησιώτης χαμογέλασε και έσκυψε το κεφάλι κοιτώντας τα σανδάλια του. Ο συνομιλητής του είχε «πιάσει» τα «θέλω» του. Έμπειρος άνθρωπος ήταν και κοσμογυρισμένος, ήξερε τα πιστεύω και τις επιθυμίες των άλλων. Ξανακούνησε καταφατικά το κεφάλι. Έτριψε αμήχανα τις κνήμες του και επέστρεψε στην σιωπή του, κάτι που σεβάστηκε ο φίλος του. Αλλά και στο μυαλό του Τελευτία τώρα, είχε μπει η Ελπινίκη,( την λογάριαζε για γυναίκα του), το πρόσωπό της, το σώμα της και οι στιγμές του έρωτά τους. Και το μικρό … βασανάκι με τα γαλάζια μάτια και το μόνιμο σχεδόν γέλιο στο πρόσωπο. Λαχτάρισε να τους δει. Μετά από μια καταιγίδα, επιθυμείς τα δικά σου πρόσωπα, τους δικούς ανθρώπους, τα δικά σου μέρη. Ήλπιζε να είχε την προνοητικότητα η γυναίκα, να φύγει μακριά από τον Μαραθώνα, αλλά κάτι εγωιστικό μέσα του, την ήθελε να βρίσκεται εκεί που την είχε αφήσει. Τίναξε το κεφάλι, να διώξει κάποιες άσχημες σκέψεις, κάποιες εικόνες που είχαν ανέβει ψηλά στο μυαλό του. Εικόνες από το τι μπορεί να είχαν πάθει, αν οι Ασιάτες κέρδιζαν την μάχη.
Ένας μικρός λόφος από πτώματα, είχε δημιουργηθεί στο δυτικό μέρος της παραλίας. Ήταν τα πτώματα των Ελλήνων μαχητών, που οι δούλοι είχαν φροντίσει να μαζέψουν από το πεδίο της μάχης, τα είχαν καθαρίσει, αρωματίσει και περιποιηθεί τις πανοπλίες τους, για το στερνό ταξίδι. Τους Πέρσες και τους συμμάχους τους, τους είχαν αφήσει να φαγωθούν από τα κοράκια και τις αλεπούδες. Μόνο τον οπλισμό τους είχαν μαζέψει και τα χρυσά τους στολίδια, σαν λάφυρα.
Βράδιαζε πια, ο αέρας είχε δυναμώσει και με την πνοή του, κάπως καθάρισε την βρώμα που πλανιόταν στον αέρα. Το κύμα της θάλασσας, κόκκινο ακόμα ξέβραζε τυμπανισμένα και ακέφαλα πτώματα. Τα στροβίλιζε για λίγο, τα ξανατράβαγε προς τα μέσα και πάλι τα έβγαζε στην άμμο. Χιλιάδες ψάρια είχαν μαζευτεί στα ρηχά για ένα αυτοκρατορικό τσιμπούσι. Η Πεντέλη γινόταν γκρίζα και σε λίγο άρχισε να μαυρίζει. Τα πρώτα φώτα στα ουράνια είχε ανάψει ήδη ο Δίας. Η φωτιά που φάνηκε στην κορυφή του βουνού, σήμανε τη σωτηρία της πόλης. Όλοι οι στρατιώτες, αν και δεν ήξεραν τι έγινε, άρχισαν να πανηγυρίζουν. Όλη η ένταση είχε φύγει από πάνω τους πια. Ο Τελευτίας γύρισε τα μάτια του δακρυσμένος προς την μεριά που υπολόγιζε ότι ήταν η μικρή καλύβα:
«Έρχομαι αγάπη μου…», μουρμούρισε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
Ο Τελευτίας προσπαθούσε να προστατεύσει τον νεαρό νησιώτη και είχε πάρει θέση μπροστά του ακριβώς. Ότι μπορούσε να κάνει, το έκανε χωρίς να φανεί ο προστατευτισμός του. Τον έσφιγγε και τον έπνιγε το κράνος, το μάλλινο σκουφί που φορούσε από μέσα, είχε μουσκέψει απ’ τον ιδρώτα, που τώρα έτρεχε σαν μικρό ρυάκι στα μάτια του. Μέσα από την περικεφαλαία, δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά πράγματα, εκτός από μια μικρή εικόνα στην ευθεία των ματιών. Κάθε τόσο έπρεπε να γυρίζει δεξιά – αριστερά το κεφάλι, να εντοπίσει τον κίνδυνο. Η ασπίδα μετά από τόση ώρα τον βάραινε πολύ, το αριστερό του χέρι, είχε σχεδόν μουδιάσει αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να τα παρατήσει τώρα. Ένοιωσε κάποιο χτύπημα που προερχόταν απ’ τα αριστερά του. Γύρισε απότομα και είδε ένα γιγαντόσωμο Πέρση, να προσπαθεί να σηκώσει ένα μεγάλο τσεκούρι, από το οποίο είχε προέλθει το χτύπημα. Η ασπίδα είχε αντέξει και η γρήγορη κίνηση του έμπορου, δεν άφησε τον Ασιάτη να πάρει θέση άμυνας. Η μεγάλη σπάθα του Τελευτία, χώθηκε ανελέητα στο στομάχι του αντιπάλου του και σφηνώθηκε βαθιά μέσα χτυπώντας την σπονδυλική του στήλη. Τα σπλάχνα χύθηκαν στο χώμα και το αίμα πετάχτηκε σαν σιντριβάνι πάνω στην χάλκινη πανοπλία και το λευκό ιμάτιό του. Πάτησε τον βάρβαρο στο στήθος και τράβηξε με όλη την δύναμη του πρησμένου από την μάχη χεριού του να λευτερώσει το όπλο του. Κοιτάζοντας το πρόσωπο του αντιπάλου του, είδε τις τελευταίες αναλαμπές της ζωής στα δυό μάτια που είχαν αρχίσει να γυρίζουν ανάποδα. Αίμα άρχισε να κυλάει από το στόμα και τα δόντια έσπασαν από το σφίξιμο. Το μαρτύριο μπορούσε να κρατήσει αρκετή ώρα, αν το σπαθί του Λάφιλου δεν του έκοβε τον λαιμό. Το κεφάλι κύλησε μερικά μέτρα και τα νεκρά πια μάτια, καρφώθηκαν στην προσωπίδα του Αθηναίου. Εκείνος δεν είχε καιρό για περισσότερη σκέψη, ο φίλος του όπως και οι υπόλοιποι σύντροφοί του τον έσπρωχναν προς τα μπρος, οι Μήδοι σήκωναν τα θανατηφόρα τσεκούρια τους και οι σάλπιγγες έσκουζαν σε εξωφρενικό ρυθμό. Πήδηξε στον αέρα και προσγειώθηκε με θανατηφόρα ακρίβεια στο στήθος του πρώτου βάρβαρου. Ένοιωσε τους χτύπους της καρδιάς πάνω στην μεγάλη λάμα του. Κάποιος άλλος από πίσω είχε αναλάβει την δουλειά που έκανε πριν ο Λάφιλος. Ο έμπορος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει από την κούραση. Συνέχιζε όμως να μάχεται δαιμονισμένα. Τα γένια του είχαν γεμίσει με ξεραμένα σάλια και αίματα, με ιδρώτα και χώμα. Οι φλέβες του λαιμού είχαν πρηστεί, λες και ήταν έτοιμες να σκάσουν. Το ίδιο και των υπόλοιπων συντρόφων του. Η μυρουδιά από τους εμετούς, τα ούρα του φόβου και το άλικο αίμα, τους ζάλιζε και μια στυφή γεύση, λες και είχε κολλήσει πάνω στην γλώσσα τους.
Από τα άκρα οι στρατιώτες είχαν ήδη προχωρήσει αρκετά μέτρα πιο μπροστά. Ο κλοιός έκλεινε ασφυκτικά, οι αξιωματικοί φώναζαν συνέχεια διαταγές, να μην κυνηγήσουν τους έντρομους Πέρσες που είχαν στρέψει την πλάτη και έτρεχαν προς τα πλοία να σωθούν, αλλά να γυρίσουν και να επιτεθούν στους υπόλοιπους που είχαν παγιδευτεί. Ο Λίχης πολεμούσε με ένα ακόντιο και την σπάθα ακόμα στη θήκη της. Κανένας δεν μπορούσε να του σπάσει το κοντάρι του, τόσο επιδέξιος και φονικός ήταν. Δίπλα του, ο Ευρυάναξ έδειχνε να το διασκεδάζει.
-«Έφτασα τους είκοσι…», του φώναξε ο σύντροφός του. «Ακούς; Είκοσι βρε…»
-«Σιγά το μεγάλο κατόρθωμα…», του αντιγύρισε ο Ευρυάναξ. Σήκωσε την σπάθα και αποκεφάλισε έναν κοντό Σάκα, που ήταν ήδη ακρωτηριασμένος στα πόδια. «Να θυμάσαι… τριάκοντα έναν με δαύτον … μικρέ!...». Μαχόμενοι γέλασαν και οι δυό. Πιο κάτω σαν αρχηγός της δεξιάς πλευράς ο Μιλτιάδης ο ίδιος, πολεμούσε στην πρώτη γραμμή , λυσσασμένος και επιδέξιος μαχητής.
-«Κοίτα τον…». Ο Λίχης έδειξε με το δόρυ τον Αθηναίο στρατηγό. «Το λέει η καρδούλα του ε; Σαν δικός μας πολεμάει».
Κάποιοι βάρβαροι μπόρεσαν να γλυτώσουν από το Αθηναϊκό μαχαίρι, προς το παρόν, και βλέποντας τον δρόμο προς τα πλοία κομμένο, έτρεξαν προς την ανατολή, προς την μεριά των μεγάλων βάλτων. Μερικοί στρατιώτες του Θεμιστοκλή, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην πρόκληση, να πειθαρχήσουν στα λόγια του αρχιστράτηγου και τους πήραν στο κατόπι. Οι άτυχοι Πέρσες δεν ήξεραν την περιοχή και κατάλαβαν τον κίνδυνο, όταν τα πόδια τους παγιδεύτηκαν στα στάσιμα νερά και στην λάσπη. Το τι ακολούθησε, μόνο ένας ευφάνταστος δολοφόνος θα μπορούσε να μαντέψει. Οι Αθηναίοι έκαναν έναν απλό θερισμό, μόνο που αντί για στάχυα, αυτά που στοίβαζαν ήταν κομμένα κεφάλια Ασιατών. Η σφαγή ήταν απερίγραπτη, οι φωνές και οι ικεσίες, οι βρισιές και τα γέλια των εκτελεστών, πάγωναν το αίμα οποιουδήποτε παρατηρητή. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει το αληθινό χρώμα των υδάτων. Μια κόκκινη πορφύρα απλωνόταν σε όλο το τοπίο. Οι οπλίτες της Αθήνας, άφησαν τα ακέφαλα πτώματα και γύρισαν τρέχοντας στο κύριο σώμα του στρατεύματος. Τώρα είχαν φτάσει στην θάλασσα κοντά, οι Πέρσες προσπαθούσαν ν’ ανέβουν στα βρεγμένα ξύλα, γλιστρούσαν και όποιος έπεφτε, αποχαιρετούσε αυτόν τον άπονο κόσμο. Οι αξιωματικοί, ενθάρρυναν με ιαχές τους μαχητές ενώ πολλοί αφιονισμένοι, προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα σκάφη με τα χέρια τους. Πιο πολλοί Αθηναίοι σκοτώθηκαν στην προσπάθεια να συγκρατήσουν και να αιχμαλωτίσουν τα πλοία, απ’ όσους έπεσαν στην πριν από λίγη ώρα μάχη. Ο Λάφιλος, χτυπούσε με όση δύναμη είχε, όποιον έβρισκε μπροστά του και δεν φορούσε λευκό χιτώνα. Τα νιάτα του, δεν μπορούσαν να σταματήσουν με την σκέψη, με την λογική. Κάποιος δούλος, Σκύθης μάλλον, προσπαθούσε να τον βοηθήσει και η αλήθεια ήταν πως πολεμούσε γενναία. Ήξερε Ελληνικά, το πρόδιδαν οι πολύ άσχημες και σε αργκό βρισιές του, αλλά η προφορά του, παρέπεμπε σε ξένο. Ο ξεραμένος εμετός με τους στερεοποιημένους αφρούς στα γένια, έδειχναν την μανία του.
Κάποιο πλοίο, κατάφερε να ξεκολλήσει από την άμμο και τα χέρια των Ελλήνων στρατιωτών και γεμάτο με καρφωμένα δόρατα στα πλαϊνά του, άρχισε να απομακρύνεται, αργά – αργά. Οι ναύτες προσπαθούσαν να ελαφρύνουν το σκάφος, πετώντας πτώματα στο νερό και ότι άλλο θα μπορούσε να καθυστερήσει την αναχώρηση τους. Όπλα και ασπίδες, κράνη και θώρακες, βρέθηκαν να επιπλέουν στην θάλασσα. Ένας οπλίτης από την φυλή του Αριστείδη, έβγαλε στα γρήγορα τον χάλκινο θώρακά του και πέταξε το δόρυ του δεμένο με σχοινί, κάτι σαν καμάκι, στην πρύμνη του πλοίου. Κι άλλοι στρατιώτες ακολούθησαν το παράδειγμα του και σε λίγο άρχισαν να αναρριχώνται στο Περσικό κατάστρωμα. Πανικόβλητοι Πέρσες και Φοίνικες έπιασαν ότι βρισκόταν δίπλα τους, ν’ αντιμετωπίσουν τους εισβολείς. Μάταια! Το Αθηναϊκό σπαθί είχε αρχίσει την δουλειά του, τον γνωστό θερισμό.
Ο Τελευτίας, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σαλτάρει στα πλοία. Η ηλικία και η λογική του, δεν τον άφηναν. Συγκράτησε και τον Λάφιλο που οι δυνάμεις του δεν τον είχαν εντελώς εγκαταλείψει. Οι δυό άντρες, σταμάτησαν και γονάτισαν λαχανιασμένοι, στην άμμο. Ένα αεράκι είχε αρχίσει να χαϊδεύει τα ιδρωμένα μέλη τους. Έβγαλαν την περικεφαλαία τους και πήραν βαθιά ανάσα. Τα πρόσωπά τους δεν αναγνωρίζονταν πια.
Ο Λάφιλος έψαξε με τα μάτια τους δυό άλλους φίλους του, τους Λακεδαιμόνιους. Τους ανακάλυψε καμιά εκατοστή μέτρα μακριά τους. Και βέβαια, δεν είχε αλλάξει τίποτα στην απερίγραπτη συμπεριφορά τους. Κράταγαν τα κράνη στο δεξί χέρι, ο Ευρυάναξ είχε καθίσει πάνω σ’ ένα βαρβαρικό πτώμα και κουνιόταν ρυθμικά σαν να καβαλούσε, ή μάλλον σαν να κάλπαζε με … ένα αόρατο άλογο, ενώ ο Λίχης όρθιος, γελούσε με τα καμώματα του συντρόφου του. Σε καμιά στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό τους, ότι αυτοί οι … ξαπλωμένοι άψυχοι σωροί, ήταν κάποτε άνθρωποι. Κομμένα μέλη, χέρια και πόδια, κεφάλια και άντερα σκόρπια στην άμμο, είχαν γεμίσει το μέρος. Ο ήλιος έκαιγε και η βρώμα του θανάτου απλωνόταν αποπνικτική. Ο Θεμιστοκλής πλησίασε, διακρινόταν από τα διακριτικά στην πανοπλία του και έριξε τα μάτια στην θάλασσα και σε όσα πλοία είχαν καταφέρει να απομακρυνθούν. Σε κάποιο απ’ αυτά το βλέμμα του, διασταυρώθηκε με εκείνο του Πέρση στρατηγού, του Αρταφέρνη. Κατάλαβαν και οι δυό τι θα γινόταν μετά. Η νίκη ήταν μεγάλη, αλλά τα επινίκια έπρεπε να περιμένουν αρκετά. Το βούκινο ακούστηκε πάλι, μακρόσυρτο και με ένα λυπητερό τόνο. Σε λίγο σάλπισε και η κεντρική σάλπιγγα, που σήμαινε την παράταξη των μαχητών. Και έτσι κι έγινε. Ο Μιλτιάδης, ανέβηκε σε μια μεγάλη πέτρα για να μπορεί ν’ ακουστεί καθαρά απ’ όλους.
--«Άντρες Αθηναίοι κι εσείς Πλαταιείς, αλλά κι εσείς οι υπόλοιποι που πιστέψατε στην λευτεριά της Ελλάδας, δεν μπορώ να σας ευχαριστήσω ακόμα για αυτήν την μεγαλειώδη νίκη μας. Την δική σας νίκη. Αυτή που θα μιλάνε για χιλιάδες χρόνια οι απόγονοί μας. Αλλά ο κίνδυνος δεν τέλειωσε. Η πόλη είναι μόνη, απροστάτευτη και βέβαια μεγάλη ευκαιρία για τους βάρβαρους να μας παρακάμψουν. Αν εκεί…», έδειξε με το δάχτυλο την κορυφή του βουνού πίσω του, της Πεντέλης, «… ασπίδα αστράψει, σημαίνει ότι ο καταραμένος στόλος τους πηγαίνει στην Αθήνα μας. Ας περιμένουμε λοιπόν πριν πανηγυρίσουμε…»
Όλοι στράφηκαν προς το όρος πίσω απ’ τον αρχιστράτηγο. Μόνο τα δέντρα φαίνονταν να κουνιούνται στο χορό τους με το αεράκι. Οι περισσότεροι στρατιώτες κάθισαν στο χώμα ελπίζοντας ότι η ασπίδα αυτή δεν θα άστραφτε. Σε λίγο το είχαν κιόλας ξεχάσει και αστειεύονταν μεταξύ τους, αφηγούμενοι τις ανδρείες τους. Μόνο κάποιοι σκλάβοι, προσπαθούσαν να μαζέψουν τα σώματα των πεσόντων Ελλήνων. Και κάθε φορά που μετέφεραν κάποιο, απόλυτη σιγή επικρατούσε …
Οι τέσσερις φίλοι είχαν κι αυτοί καθίσει στην νωπή άμμο και προσπαθούσαν να βγουν από αυτό το ντελίριο, την μανία της μάχης.
-«Είδες μικρέ; Είδες; Δεν έπαθες τίποτα όπως σου υποσχέθηκε ο Απόλλωνας. Και η μάχη; Ωραίο πράγμα έτσι;», μίλησε ο Λίχης πρώτος απευθυνόμενος στον νεαρό νησιώτη. Εκείνος πάλι με κάποια ντροπή, άγνωστο γιατί, παραδέχτηκε τα λόγια του Σπαρτιάτη. Του άρεσε τελικά η μάχη, μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που ενθουσίαζε τους δυό Πελοποννήσιους. Σκούπισε τα μάγουλά του και αντιλήφθηκε ότι βρωμούσε τρομερά, όπως και όλοι οι άλλοι.
-«Η μάχη είναι ωραία, όταν υπάρχει λόγος, κάτι που πρέπει να υπερασπιστείς και αφού κανένα άλλο μέσο δεν την αποτρέπει. Η μάχη για την μάχη… είναι καταστροφή!», τον συμβούλεψε ο Τελευτίας. Οι Λακεδαιμόνιοι πήγαν να πουν κάτι… όταν…
-«Η ασπίδα, … η ασπίδα αστράφτει… δείτε εκεί…», ακούστηκε μια φωνή.
Όλοι σηκώθηκαν σαν ένας άνθρωπος και ο αρχιστράτηγος ξαναπήρε την θέση, εκεί λίγο πιο ψηλά. Τέντωσε τα χέρια να ησυχάσουν οι φωνές…
-«Πρέπει να φύγουμε αμέσως για την Αθήνα. Τώρα. Όσοι πολέμησαν στο κέντρο με τις φυλές του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή, θα μείνουν εδώ, να φυλάνε το πεδίο της μάχης. Όλοι οι άλλοι μαζί μου…», κάποιος τον πλησίασε και του ψιθύρισε μερικά λόγια. Ο Μιλτιάδης, ξαναγύρισε προς τους στρατιώτες:
-«Ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, έπεσε πολεμώντας γενναία. Ας μην τον απογοητεύσουμε εκεί που είναι».
Οι άντρες σήκωσαν τα δόρατα και τις ασπίδες ψηλά με δυνατές ζητωκραυγές προς τιμήν του νεκρού στρατηγού, λες και έδιναν όρκο τιμής. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν οι κατάκοποι στρατιώτες παρατεταγμένοι σε σειρά των δυο αντρών, άρχισαν την μακρά πορεία για την αγαπημένη πόλη. Με ελαφρύ τρέξιμο και όλα τα όπλα τους φορτωμένοι, μες την ζέστη του ήλιου που ευτυχώς είχε αρχίσει το ταξίδι του προς την Δύση, υπολόγιζαν να φτάσουν αργά το απόγευμα. Σκόνη έμεινε πίσω, νεκροί και βρώμα.
Ο Τελευτίας είχε καθίσει στην ρίζα ενός δέντρου και προσπαθούσε να ηρεμίσει. Τώρα είχε βρει τις ανάσες του και το μυαλό του είχε αποφορτιστεί. Ένοιωθε ικανοποίηση μέσα του, η καρδιά του είχε χαρά αλλά και φόβο για την τύχη της Αθήνας. Δόξασε τους Θεούς που δεν τον ανάγκασαν να τρέξει τόσα στάδια μέχρι την μεγάλη πόλη, αν και, αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να βρεθεί αυτόματα εκεί, ήταν έτοιμος να ξαναπολεμήσει. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο απ’ ένα μικρό ασκί που το είχε φέρει κάποιος νεαρός δούλος, δροσίστηκε και ξέπλυνε τις πολλές ακαθαρσίες από τα γένια του και προσπάθησε να φάει ένα κομμάτι παστό κρέας. Ο Λάφιλος πάντα δίπλα του, είχε ακόμα αυτή την τρέλα του πολέμου στα μάτια. Τα χέρια από την ταραχή, έτρεμαν και η ραχοκοκαλιά είχε τις δικές της συσπάσεις. Ο νους του τώρα ζύγιαζε τα πεπραγμένα των προηγούμενων ωρών. Δεν είχε περάσει διόλου σαν σκέψη η πιθανότητα να είχε σκοτωθεί. Είχε αψηφήσει τον Θάνατο όχι με την λογική αλλά με την έπαρση. Πήρε από το χέρι του Αθηναίου του φίλου, λίγο κρέας και άρχισε να το μασουλά αμίλητος και σοβαρός. Δεν είχε έτσι κι αλλιώς λόγια να πει. Απόρησε με τους Σπαρτιάτες που το είχαν ρίξει πάλι στον ύπνο, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα απολύτως. Ο Ευρυάναξ ροχάλιζε και κάπου – κάπου ακουγόταν σαν να αναστενάζει. Ο Λίχης είχε πιο ήσυχο ύπνο, αν και οι μύγες τον ανάγκαζαν κάθε τόσο να χτυπά την παλάμη του στους μηρούς.
-«Είσαι καλά; Νοιώθεις καλά;», άνοιξε την συζήτηση ο έμπορος.
Ο Λάφιλος δεν γύρισε το κεφάλι, μόνο κοίταζε τον ορίζοντα, προς την μεριά της θάλασσας. Το κούνησε καταφατικά και μισόκλεισε τα μάτια, σαν να προσπαθούσε να διακρίνει κάτι μακρινό. Σήκωσε το χέρι και έδειξε…
-«Κάπου κει, βαθιά – βαθιά στα νερά είναι ο τόπος μου, το νησί μου. Εκεί που γεννήθηκα και βύζαξα το πρώτο μου γάλα. Εκεί…»
-«Εκεί που ερωτεύτηκες ε;», συμπλήρωσε ο Τελευτίας.
-«… ναι και εκεί που ερωτεύτηκα. Σκέφτομαι ότι έφυγα σαν… δεν ξέρω πώς να το πω… τέλος πάντων έφυγα κρυφά. Χωρίς να χαιρετίσω κανέναν. Ούτε φίλους ούτε γνωστούς. Μα πάνω απ’ όλα, χωρίς την ευχή της μάνας μου και του πατέρα μου. Φοβήθηκα μην με εμποδίσουν να έρθω. Και… στην Πασιφάη… δεν είπα ούτε ένα γεια…»
-«Α, ναι. Έχουμε και την Πασιφάη, βέβαια…»
-«… δεν είπα ούτε ένα γεια. Δεν ξέρει κανείς που έχω πάει, αν ζω, αν πέθανα, αν θα γυρίσω ξανά… αν… αν… αν… δεν ξέρει κανείς…»
-«Ναι, αλλά τώρα θα γυρίσεις … ήρωας. Πολεμιστής στην πιο άγρια μάχη που έδωσε η Αθήνα. Η Ευρώπη… η Ελλάδα. Τώρα θα σε υπολογίζουν διαφορετικά και πολύ πιο σεβαστά. Θα σε λογίζουν άντρα εμπειροπόλεμο και καμάρι της γενιάς σου. Μην το ξεχνάς αυτό, είναι το μεγάλο σου προικιό»
Ο νησιώτης χαμογέλασε και έσκυψε το κεφάλι κοιτώντας τα σανδάλια του. Ο συνομιλητής του είχε «πιάσει» τα «θέλω» του. Έμπειρος άνθρωπος ήταν και κοσμογυρισμένος, ήξερε τα πιστεύω και τις επιθυμίες των άλλων. Ξανακούνησε καταφατικά το κεφάλι. Έτριψε αμήχανα τις κνήμες του και επέστρεψε στην σιωπή του, κάτι που σεβάστηκε ο φίλος του. Αλλά και στο μυαλό του Τελευτία τώρα, είχε μπει η Ελπινίκη,( την λογάριαζε για γυναίκα του), το πρόσωπό της, το σώμα της και οι στιγμές του έρωτά τους. Και το μικρό … βασανάκι με τα γαλάζια μάτια και το μόνιμο σχεδόν γέλιο στο πρόσωπο. Λαχτάρισε να τους δει. Μετά από μια καταιγίδα, επιθυμείς τα δικά σου πρόσωπα, τους δικούς ανθρώπους, τα δικά σου μέρη. Ήλπιζε να είχε την προνοητικότητα η γυναίκα, να φύγει μακριά από τον Μαραθώνα, αλλά κάτι εγωιστικό μέσα του, την ήθελε να βρίσκεται εκεί που την είχε αφήσει. Τίναξε το κεφάλι, να διώξει κάποιες άσχημες σκέψεις, κάποιες εικόνες που είχαν ανέβει ψηλά στο μυαλό του. Εικόνες από το τι μπορεί να είχαν πάθει, αν οι Ασιάτες κέρδιζαν την μάχη.
Ένας μικρός λόφος από πτώματα, είχε δημιουργηθεί στο δυτικό μέρος της παραλίας. Ήταν τα πτώματα των Ελλήνων μαχητών, που οι δούλοι είχαν φροντίσει να μαζέψουν από το πεδίο της μάχης, τα είχαν καθαρίσει, αρωματίσει και περιποιηθεί τις πανοπλίες τους, για το στερνό ταξίδι. Τους Πέρσες και τους συμμάχους τους, τους είχαν αφήσει να φαγωθούν από τα κοράκια και τις αλεπούδες. Μόνο τον οπλισμό τους είχαν μαζέψει και τα χρυσά τους στολίδια, σαν λάφυρα.
Βράδιαζε πια, ο αέρας είχε δυναμώσει και με την πνοή του, κάπως καθάρισε την βρώμα που πλανιόταν στον αέρα. Το κύμα της θάλασσας, κόκκινο ακόμα ξέβραζε τυμπανισμένα και ακέφαλα πτώματα. Τα στροβίλιζε για λίγο, τα ξανατράβαγε προς τα μέσα και πάλι τα έβγαζε στην άμμο. Χιλιάδες ψάρια είχαν μαζευτεί στα ρηχά για ένα αυτοκρατορικό τσιμπούσι. Η Πεντέλη γινόταν γκρίζα και σε λίγο άρχισε να μαυρίζει. Τα πρώτα φώτα στα ουράνια είχε ανάψει ήδη ο Δίας. Η φωτιά που φάνηκε στην κορυφή του βουνού, σήμανε τη σωτηρία της πόλης. Όλοι οι στρατιώτες, αν και δεν ήξεραν τι έγινε, άρχισαν να πανηγυρίζουν. Όλη η ένταση είχε φύγει από πάνω τους πια. Ο Τελευτίας γύρισε τα μάτια του δακρυσμένος προς την μεριά που υπολόγιζε ότι ήταν η μικρή καλύβα:
«Έρχομαι αγάπη μου…», μουρμούρισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου