Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39
Μόλις πέρασαν το μικρό αμμόλοφο, είδαν αυτή την εικόνα της κόκκινης θάλασσας. Πτώματα έπλεαν κοντά στην άμμο της ακτής, παρασυρόμενα από το κύμα και λικνιζόμενα στον χορό του θανάτου παρέα με τα φύκια και τους αφρούς που είχαν δημιουργηθεί από το αίμα. Σμάρια ψαριών είχαν μαζευτεί σε ένα εύκολο και χωρίς κόπο τσιμπούσι. Γλίτσα είχε απλωθεί στην άκρη του κύματος, μια γλίτσα σκουρόχρωμη και αηδιαστικά βρωμερή. Κάποιοι, χωρικοί μάλλον από τα κοντινά χωριά της Αττικής, ήταν σκυμμένοι πάνω από τα πτώματα των βαρβάρων και προσπαθούσαν να αφαιρέσουν οποιοδήποτε πολύτιμο αντικείμενο μπορούσαν, προσέχοντας και τους στρατιώτες του Αριστείδη, όσοι απ’ αυτούς δεν είχαν πάρει άδεια να φύγουν για τα σπίτια τους, που είχαν επιφορτιστεί με το καθήκον της φύλαξης του πεδίου της μάχης από το πλιάτσικο. Και διακινδύνευαν τη ζωή τους την ίδια για να κλέψουν! Η ποινή για όποιον αφαιρούσε οτιδήποτε από νεκρό, ήταν θάνατος.
Ο Λάφιλος πλησίασε το νερό αλλά με το χέρι, κρατούσε τον Αμεινία πιο πίσω. Η θάλασσα του έβρεχε τα πόδια και άφηνε εκείνο το άλικο κόκκινο του αίματος, σαν βαφή, σαν επίστρωση τρόμου.
-«Κρίμα, τόσα χαμένα…», είπε μονολογώντας ο νησιώτης, «κρίμα…»
-«Τόσα κορμιά ε; Τόσοι άνθρωποι νεκροί ε; Αυτό δεν εννοείς;»
Ο Λάφιλος χαμογέλασε κοιτώντας τον μικρό σύντροφό του. Θα ήθελε να το είχε πει για τους νεκρούς, αλλά θα ήταν ψέμα. Η μάχη, η μανία του πολέμου, η τρομερή έξαψη μπροστά στο τρομερό πλήθος των Ανατολιτών, ο φόβος του θανάτου… είχαν αφήσει ακόμη το μίσος μέσα στην καρδιά του. Δεν μπορούσε να δει τα πτώματα σαν ανθρώπινα κουφάρια, δεν μπορούσε να σκεφτεί τι άλλο να έκαναν σε αυτή την πλάση, εκτός από το να είναι πεθαμένοι, δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει από ένα θηρίο… Μετά την σύγκρουση και την σώμα με σώμα αντιπαράθεση, είχε ψηλώσει στα ίδια του τα μάτια κατά πολύ. Και από κει πάνω, μόνο μίσος μπορούσε να νοιώσει γι αυτούς που τόλμησαν να περπατήσουν εναντίον του, γι αυτούς που σκέφτηκαν να του κάνουν κακό.
-«Όχι, δεν λέω για δαύτους, τους αναθεματισμένους βάρβαρους. Μιλάω για τα ψάρια. Για τα ψάρια που τρώνε όλα αυτά εκεί…», έδειξε με το χέρι την γλίτσα στην ακροθαλασσιά, «… και δεν μπορούμε να τα ψαρέψουμε τώρα. Θα είναι γιομάτα δηλητήριο… φτου!»
Χάιδεψε τα μαλλιά του Αμεινία, σαν να του έκανε μάθημα του τι είναι καλό και τι όχι. Κάθισαν στην νωπή άμμο και το βλέμμα πήρε τον νου και τον ταξίδεψε πάνω από τα κύματα και το μπλε του πελάγου, ενώθηκε με τα σύννεφα και έφτασε στο υπέροχο εκείνο τοπίο που η Πασιφάη πρέπει να έκανε τις πρωινές δουλειές της. Παρακάλεσε μέσα του ο Λάφιλος, να σήκωνε η κοπέλα τα μάτια στον ουρανό, να έβλεπε τη δικιά του ματιά, την δικιά του σκέψη. Παρακάλεσε την Ήρα, να συναντηθούν γρήγορα και μπορέσει να την κλείσει στην αγκαλιά του. Σκέφτηκε τα μεγάλα της, κόκκινα χείλια … και ντράπηκε που κάτι μέσα στο χιτώνιό του, ανάμεσα στα πόδια, έκανε την επανάστασή του. Κοίταξε αναψοκοκκινισμένος ολόγυρα. Ντρεπόταν, μα κανείς δεν υπήρχε κοντά τους. Με την άκρη του ματιού του, έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση αριστερά του, σαν κάποιος να κρυβόταν πίσω από τον μεγάλο βράχο. Έψαξε το μεγάλο του μαχαίρι στον κόρφο του, το βρήκε, το έβγαλε σιγά στο φως, έφερε το δάχτυλο στο στόμα δείχνοντας στον Αμεινία να κάνει ησυχία και σηκώθηκε αργά και τάχα αδιάφορα, όρθιος. Περπάτησε κατά μήκος του κύματος, προσποιούμενος ότι κλώτσαγε κάποια φύκια που είχε ξεβγάλει το κύμα, μέχρι που έφτασε στον βράχο. Εκεί κάθισε στις φτέρνες του λες και έκανε την «ανάγκη» του, με το βλέμμα αντίθετα τελείως από το σημείο που είχε εντοπίσει την κίνηση. Περίμενε πέντε – έξη λεπτά, μέχρι να ηρεμίσει η κατάσταση ανησυχίας που μπορεί να είχε προκαλέσει το περπάτημά του. Το βλέμμα του έδειχνε απλανές προς τη μεριά της θάλασσας, αλλά με την άκρη του ματιού του, παρακολουθούσε και την παραμικρή κίνηση προς τον βράχο. Δεν άργησε πολύ, όταν του φάνηκε ότι κάτι κουνιόταν δειλά, σαν κάποιο έντονου χρώματος ύφασμα να ανέμισε στιγμιαία σε μια σχισμή. Η κίνηση του ήταν τόσο γρήγορη και απρόβλεπτη, που κανένας δεν θα μπορούσε να αντιδράσει, όχι αποτελεσματικά τουλάχιστον. Το δεξί του χέρι είχε εκτιναχθεί με τέτοια ταχύτητα κρατώντας το μεγάλο μαχαίρι, που όταν ακούμπησε τον λαιμό του κρυμμένου πίσω από τον βράχο ανθρώπου, η άμμος δεν είχε προλάβει να πέσει κάτω. Ο Λάφιλος τον είχε ακινητοποιήσει με το βάρος του σώματός του και την παγωνιά του σίδερου. Έπιασε το στήθος του και τον κράτησε βίαια στην αμμουδιά, ενώ μια εκκωφαντική στριγκλιά ακούστηκε πίσω του. Ο νησιώτης ξαφνιάστηκε και χαλάρωσε την λαβή του, αλλά, απρόσμενα, δεν αισθάνθηκε αντίσταση από τον πεσμένο άντρα, ούτε και καμιά κίνηση να ελευθερωθεί. Κοίταξε καλά, ένας ηλικιωμένος, αρκετά μεγάλος για να βρίσκεται σε ένα τέτοιο μέρος και μάλιστα μετά από μάχη, τον αντίκριζε κατάματα, με κάποια ψεγάδια φόβου στα μάτια. Φορούσε ρούχα που δήλωναν την ανατολίτικη καταγωγή του, ενώ τα μακριά του γένια αν και γεμάτα άμμο και ιδρώτα, φαίνονταν αρκετά περιποιημένα και προσεγμένα. Το χιτώνιο ήταν πράσινο παραπέμποντας στο χρώμα σμαραγδιού, κεντημένο με χρυσές κλωστές, σε διάφορα σχήματα. Φορούσε μια φαρδιά παντελόνα φτιαγμένη από καλό και λεπτό μαλλί, ίδια με την θάλασσα, στο χρώμα δηλαδή του πελάγους, ενώ το παράξενο καπέλο του, φτιαγμένο από τυλιγμένο πανί, λες και αντανακλούσε τα χρώματα των ρούχων. Είχε ανοίξει τα χέρια σε σχήμα σταυρού και δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση στον Λάφιλο. Μπορεί μάλιστα κάποιος να πει …. ότι χαμογελούσε κιόλας, σε αντίθεση με την στριγκιά φωνή που ακόμα ακουγόταν πίσω από τον νησιώτη. Και σαν να μην έφτανε αυτή η φωνή, ένα βάρος έπεσε με δύναμη στην πλάτη του, ένα βάρος με δυό σκούρα χέρια και λινό χιτώνα στο κίτρινο χρώμα του ώριμου λεμονιού. Δέκα δάχτυλα γεμάτα με κόκκινα τατουάζ και νύχια βαμμένα στο χρώμα της ώχρας, μπήχτηκαν με μανία στο λαιμό του και στο σβέρκο, ενώ το στόμα του «πλάσματος», έψαχνε απεγνωσμένα να δαγκώσει τον ώμο. Ο άντρας σήκωσε το αριστερό του χέρι σαν να προσπαθούσε να βγάλει το χιτώνιο του και έπιασε τα μαλλιά μιας νέας γυναίκας, την τράβηξε απότομα και την έριξε τουλάχιστον δύο μέτρα μακριά του. Η φωνή που ακουγόταν σπαραχτικά από το στόμα της, τον σάστισε προς στιγμήν. Κάτι σαν Ελ αμπ ή Ελ χάμπ ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, συνόδευε τα μάτια της που δακρυσμένα κοιτούσαν τον καλοντυμένο μεσήλικα. Τώρα ο Λάφιλος κοίταζε μια τον ένα, μια την άλλη, προσπαθώντας να κατατάξει μέσα στο μυαλό, τις προτεραιότητές του. Η κοπέλα δεν έκανε καμιά προσπάθεια να επιτεθεί πάλι, ούτε καν να σηκωθεί από την άμμο, μόνο τείνοντας το χέρι μπουσουλούσε προς τον πεσμένο άντρα, λες και ο Έλληνας δεν ήταν παρών. Κάτι ακατάληπτα που έλεγε, έδειχναν το δέσιμό της με αυτόν. Ο νησιώτης σηκώθηκε όρθιος και έβαλε το μαχαίρι στο θηκάρι του πάλι, ψηλάφησε το σβέρκο και τον λαιμό του και χαμογελώντας έτριψε τα δάχτυλά του που είχαν λίγες σταγόνες αίμα. Στηρίχτηκε καλά με τα πόδια ανοικτά, σε μια στάση που έδειχνε ποιος είναι ο ανώτερος. Οι δυό άλλοι, ήταν τώρα πεσμένοι μπροστά στα πέλματά του και αγκαλιασμένοι κοίταγαν τον παραλίγο εκτελεστή τους. Με μια κίνηση του χεριού, τους έδειξε να σηκωθούν όρθιοι. Τους τράβηξε προς την θάλασσα. Δεν ήλπιζε σε συνεννόηση, αφού δεν μιλούσε την γλώσσα τους, αλλά από ότι φαινόταν ούτε κι αυτοί την δική του. Το βλέμμα του έπεσε στο πρόσωπο της νεαρής κόρης. Εξεπλάγη με τα δυό θεόρατα αμύγδαλα που ήταν χαραγμένα δίπλα από την μικρή γαμψή μύτη. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η φύση θα χάραζε ποτέ τέτοια μάτια, τόσο μεγάλα, τόσο συμμετρικά, τόσο μαύρα… αλλά και με τέτοιο μίσος στο βάθος τους. Το κορμί της τόσο ελαστικό, θύμιζε σώμα αιλουροειδούς και ιδιαίτερα κάποιας μεγάλης γάτας με πιτσιλιές που είχε δει πριν από χρόνια στο νησί του από κάποιους περαστικούς εμπόρους. Δεν θυμόταν πως το έλεγαν το ζώο, αλλά η εικόνα του είχε μείνει χαραγμένη στην μνήμη του.
-«Ποιοι είστε ε; Από πού είστε; Με αυτούς…», έδειξε με το χέρι αόριστα προς τη θάλασσα, «… τους βάρβαρους ήρθατε; Αλλά τι λέω… εσείς δεν καταλαβαίνεται ε;»
Επανέλαβε τα λόγια του, φωνάζοντας και μιλώντας αργά – αργά, λες και ήταν κουφοί και όχι ξένοι, χρησιμοποιώντας και την γλώσσα του σώματος. Κουνούσε τα χέρια δείχνοντας το στήθος του:
-«Εγώ …. είμαι …. ο … Λάφιλος… εσύ;», έδειξε τον γέρο κι αυτόν στο στήθος. Απάντηση δεν πήρε, μόνο απόλυτη σιωπή. Ο Αμεινίας είχε κι αυτός πλησιάσει και περιεργαζόταν τους δύο ξένους καλυπτόμενος πίσω απ’ την πλάτη του φίλου του. Ο Λάφιλος μιλούσε στον πρεσβύτερο άντρα, αλλά το βλέμμα ήταν μαγεμένο και στυλωμένο στο πρόσωπο της, κατά τα φαινόμενα, κόρης του. Δεν άργησε να το προσέξει και ο μικρός. Τώρα τον κοίταγε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, σαν να του έλεγε…: «καταλαβαίνω…!»
Ο Αμεινίας πλησίασε τους δυό ξένους μετά από προτροπή του φίλου του και προσπάθησε να τους ψάξει. Στα ρούχα δεν βρήκε τίποτα σπουδαίο, έξω από κάποια μικρής αξίας Περσικά νομίσματα κι ένα μικρό μπουκάλι με σκούρα χένα ή μελάνι, σε μια εσοχή του ιματίου του γέρου άντρα. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι και προχώρησε στην νεαρή κοπέλα. Εκείνη, σε αντίθεση με τον ,μάλλον, πατέρα της, αντιστάθηκε έστω και χλιαρά, αλλά στο τέλος άφησε τον μικρό να την ψάξει. Ούτε εκεί βρήκε κάτι άξιο λόγου, λες και οι δυό τους δεν είχαν τίποτα χρήσιμο για την επιβίωσή τους. Πήγε πίσω από τον βράχο, εκεί που πριν λίγη ώρα κρύβονταν και ανακάλυψε δυό μεγάλα ψάθινα καλάθια με λαβές για να στηρίζονται στην πλάτη και να μεταφέρονται εύκολα. Ήταν σκεπασμένα με ένα λευκό, το ένα και μπλε το άλλο, πανί, με χοντρούς κόμπους από λινό σχοινί. Στα τέσσερα σημεία, σε σχήμα σταυρού, φαίνονταν στερεώματα με χοντρές βελονιές. Ο Αμεινίας τα έσυρε κοντά στον φίλο του. Προσπάθησε εκείνος να τ’ ανοίξει και έκοψε το σχοινί, προκαλώντας μια μέτριας έντασης αντίδραση του ηλικιωμένου. Μέσα βρήκε πάπυρους τυλιγμένους σε ρολό και καλαμένιες πλακέτες δεμένες με κόκκινο κορδόνι και διάφορα σύμβολα γραμμένα, πιθανώς με το μελάνι που είχαν βρει προηγουμένως. Και στα δυό κοφίνια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο έξω απ’ αυτούς τους πάπυρους, ούτε φαγώσιμο, ούτε πολύτιμο.
Ο Λάφιλος κούνησε το χέρι του μπροστά στο στόμα:
-«Πεινάτε; Θέλετε κάτι … να φάτε;», ρώτησε, αδικαιολόγητα πιο φιλικά τώρα. Δεν πήρε απάντηση και έβγαλε ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί από το δισάκι του. Τους το πέταξε, όπως θα το πέταγε σε ένα σκυλί. Οι δυό ξένοι δεν αντέδρασαν, αν και στα μάτια της κοπέλας φάνηκε, στιγμιαία, μια λάμψη λαχτάρας, όμως το βλέμμα του «πατέρα» της, την επανέφερε στην σιωπηλή τους αξιοπρέπεια. Ούτε καν κοίταξε ο γέρος το ψωμί, ούτε καν κούνησε τα χέρια του. Ο νησιώτης δεν ήξερε πώς να έρθει σε επικοινωνία μαζί τους, όπως και δεν ήξερε τι να κάνει μαζί τους. Η λογική, του έλεγε να τους παραδώσει στους άντρες του Αριστείδη και ν’ αποφασίσουν αυτοί για την μοίρα τους. Η λογική! Το συναίσθημα όμως; Κάτι πάνω στον άντρα μπροστά του, κάτι στα μάτια της νεαρής κοπέλας που δεν πρέπει να ήταν πάνω από τα δεκαέξι άντε δεκαεφτά χρόνια της, τον ανάγκαζαν να τους γνωρίσει πιο καλά. Έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν είχε συναντήσει στη ζωή του υπηκόους του μεγάλου Βασιλιά και μάλιστα να έχει πάνω τους απεριόριστη εξουσία. Εξουσία ζωής ή θανάτου. Ένοιωθε σαν μικρός Θεός, αλλά συγχρόνως και αιχμάλωτος στην αξιοπρέπειά τους και … σ’ εκείνα τα μάτια, σε εκείνα τα υπέροχα αμυγδαλωτά, μεγάλα μάτια.
Από την άκρη της παραλίας ακούστηκε θόρυβος και φασαρία, λες και πλήθος κόσμου να είχε μαζευτεί εκεί. Και όντως κόσμος ήταν συγκεντρωμένος. Σηκώθηκε όρθιος και σκίασε τα μάτια του με την παλάμη να δει καλύτερα. Είδε πολεμικά λοφία, κόκκινα και μαύρα ν’ ανεμίζουν στον αέρα. Χάλκινες στρογγυλές ασπίδες, γυάλιζαν στον ήλιο, ενώ υψωμένα κοντάρια προσπαθούσαν, λες, να τρυπήσουν τον ουρανό, έτσι όπως ήταν παράλληλα παρατεταγμένα. Στις οθόνες των ασπίδων ξεχώριζε το μεγάλο Λ των Σπαρτιατών. Ο Αμεινίας τους παράτησε όλους και έτρεξε προς τα κει. Περίεργος, ήθελε να δει, ήθελε να μάθει. Οι δυό «αιχμάλωτοι», για πρώτη φορά, έδειξαν φόβο, πλησίασαν η μία τον άλλο και αγκαλιάστηκαν σφιχτά, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Λάφιλο.
-«Φοβάστε τους Σπαρτιάτες;», ρώτησε χαμογελώντας. «Φοβάστε… αυτούς… από … την …. Σπάρτη;», επανέλαβε πιο αργά για να τον καταλάβουν. Γέλασε τώρα πιο δυνατά, αν και παρεξηγημένος, γιατί οι Λακεδαιμόνιοι προκαλούσαν πιότερο φόβο απ’ αυτόν τον ίδιο που τους είχε συλλάβει. Πλησίασε κοντά τους και χωρίς να κοιτάξει την κοπέλα τους ησύχασε, γνωστοποιώντας τους, ότι ήταν δικοί του αιχμάλωτοι κι αυτός μόνο μπορούσε να κάνει… τέλος πάντων είχε πλήρη δικαιοδοσία πάνω τους. Αναθεμάτισε την έλλειψη επικοινωνίας και στάθηκε να κοιτάζει τους Πελοποννήσιους πολεμιστές στην άκρη της παραλίας. Σε λίγο ο Αμεινίας θα γύριζε και θα μάθαινε τι γίνεται. Τα μάτια του έπεσαν και στην άλλη πλευρά, στον λόφο, στο μονοπάτι από το οποίο είχε έρθει νωρίτερα. Νόμισε ότι είδε τον Λίχη, ανάμεσα στα ψηλά χόρτα και τους θάμνους να προσπαθεί να κρυφτεί από τα μάτια των συμπατριωτών του. Απόρησε με αυτό. Δεν ασχολήθηκε όμως περισσότερο, γιατί ο πιτσιρικάς σύντροφός του, φάνηκε να έρχεται τρέχοντας και λαχανιασμένος. Δυό φορές έπεσε κάτω από την λαχτάρα του να φτάσει πιο γρήγορα. Σε λίγο γονατιστός μπροστά στον νησιώτη, προσπαθούσε με μεγάλες και βαθιές ανάσες να ξαναβρεί τους ρυθμούς του.
-«Ο στρατός των… Σπαρτιατών…», είπε ξέπνοα. «Χα… χα… τώρα ήρθαν να βοηθήσουν… χα … χα… τώρα που όλα τέλειωσαν… είναι και ο στρατηγός εκεί… ο δικός μας… ο Μιλτίδης.. Μαλτίδης… αυτός τέλος πάντων. Και τους μιλάει … και τους λέει… για τους Πέρσες και τους… άλλους… αυτούς τους ψηλούς…»
-«Τους Μήδους;»
-«Ναι… γι αυτούς … και τα τσεκούρια τους… και τους βάλτους… και για τους Πλαταιείς… και αυτοί ακούνε και δεν φαίνεται να πιστεύουν στα αυτιά τους… και στα μάτια τους… χα… χα … Τι νομίζανε; Μόνο αυτοί ξέρουν να πολεμάνε; Κι εμείς τι είμαστε…», έκανε μια κίνηση σαν να σπάθιζε στον αέρα κάποιον αόρατο εχθρό.
-«Και τώρα; Τι στέκονται εκεί; Πρέπει να είναι ντροπή γι αυτούς…»
-«Ντροπή… είναι και μεγάλη, αλλά… το κατάπιαν σαν μελόπιτα. Τι άλλο να έκαναν; Μάλιστα… ζήτησαν από τον Μιλτίδη…»
-«Μιλτιάδη βρε, τον στρατηγό τον λένε Μιλτιάδη… χαζέ, τόσες φορές στο έχω πει…»
-«Τέλος πάντων… Μιλτιάδη, εντάξει; Λοιπόν του ζήτησαν να κάνουν θυσία και σπονδές προς τιμή των Αθηναίων πολεμιστών. Επίσημα το ζήτησαν… να τιμήσουν εμάς… όρε γέλια!!!! Αλήθεια σου λέω… έχουν τρελαθεί με αυτά που μαθαίνουν και βλέπουν… μέτρησαν και τους νεκρούς βάρβαρους και μέχρι τώρα τους βρήκαν πάνω από έξη χιλιάδες, πολλοί δεν είναι;»
-«Ναι, πολλοί είναι. Πολλοί άνθρωποι χαμένοι στην επιθυμία ενός βασιλιά…»
Κοίταξε τους δυό Ανατολίτες που στέκονταν ακόμη αγκαλιασμένοι, σαν να ζητούσε συγγνώμη για τη σφαγή.
Πήγαν όλοι μαζί στην άκρη της ακρογιαλιάς, στην αντίθετη κατεύθυνση από τους παραταγμένους Σπαρτιάτες. Εκεί τα πολλά βράχια προσέφεραν κάλυψη από τα μάτια των άλλων. Ο Λάφιλος είχε σκοπό να χειριστεί μόνος του την υπόθεση και μόνο αν δεν μπορούσε να βγάλει άκρη, θα τους παρέδιδε στις στρατιωτικές αρχές. Αλλά κάτι μέσα του, του έλεγε ότι αυτοί οι δυό, φανερά δεν ήταν πολεμιστές, (αστείο και να το λογάριαζε κάποιος), αλλά ούτε και κατάσκοποι. Μπορεί έμπορος που ταξίδευε με την θυγατέρα του και τον στρατό του Δάτη. Όμως δεν του «κόλλαγαν» στο μυαλό, οι τόσοι πάπυροι. Ούτε και αυτές οι πλούσιες και εντυπωσιακές φορεσιές τους. Προσπάθησε πάλι να επικοινωνήσει:
-«Εγώ… Λάφιλος….», έδειχνε πάλι τον εαυτό του. «Εσύ;… Πως;». Χτύπησε το χέρι στην άμμο απελπισμένος από την ησυχία των άλλων. Ο Αμεινίας είχε απομακρυνθεί λίγο και κοίταγε προς το μέρος των Λακεδαιμονίων, κάτι μέσα του τον έκανε να χαρεί με την απογοήτευσή τους.
-«Εγώ είμαι ο Χιράμ…», ακούστηκε η «γεμάτη» και ήρεμη φωνή του ηλικιωμένου άντρα. «Χ ι ρ ά μ… και από δω η κόρη μου η Νούσα, πιστή μου ακόλουθος σε όλα τα ταξίδια μου. Ακόμα, αν και τόσο μικρή, είναι και η συμβουλάτορας μου…»
Η φωνή που ακούστηκε την ώρα που ο απελπισμένος νησιώτης χτύπαγε τα χέρια του στην άμμο, τον άφησε άναυδο. Σήκωσε το βλέμμα στον γέρο και αντιμετώπισε το χαμόγελό του:
-«Μι… μιλάς τη γλώσσα μου; Μιλάς τη γλώσσα των Ελλήνων;», ρώτησε κατάπληκτος.
-«Και όχι μόνο την δική σου, αλλά πολλές ακόμα. Και Ασιατικές και δικές σας, Ευρωπαϊκές να τις πω;»
Ο νησιώτης δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό. Είχε ακούσει τη λέξη Ευρώπη, αλλά δεν ήξερε ότι ήταν γεωγραφικός όρος, δεν αντιλαμβανόταν τι εννοούσαν όταν την έλεγαν. Την είχε ακούσει και από τον στρατηγό τους πριν την μάχη. Έριξε τα μάτια στην Νούσα:
-«Ξέρει κι εκείνη την γλώσσα μου;», σκεπτόμενος αν είχε αναφέρει κάτι για κείνη.
-«Ναι, βέβαια, σου είπα ότι είναι και ακόλουθός μου. Μετά το θάνατο της γυναίκας μου, δεν μπορούσα να την αφήσω μόνη, όχι τουλάχιστον στην Βαβυλώνα…»
-«Από την Βαβυλώνα είσαι; Έχω ακούσει πολλά για την πόλη σου, για τα μέρη σου. Έχω ακούσει για ομορφιά και πλούτο…»
-«Ναι, από κει είμαι, από το κράτος των Υκσώς, από την Φοινίκη. Ανήκουμε στη γέννα των Νεφθαλίμ…»
Ο αμίλητος γέρος τώρα, είχε ανοίξει το στόμα του και δεν έλεγε να σταματήσει. Πολλά απ’ αυτά που έλεγε, δεν μπορούσε να τα καταλάβει ο Λάφιλος, μυθικές λέξεις, άγνωστες λέξεις, περίεργος λόγος! Κοιτούσε μια αυτόν μια την δεκαεξάχρονη κοπέλα. Παρατήρησε την έντονα μαύρη βαφή γύρω από τα μάτια της, τα κόκκινα της χείλη και τα πολλά σχέδια στα χέρια. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Χρυσό περιδέραιο ακουμπούσε πάνω στα σκληρά, μυτερά της στήθη που ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά σε κάθε της ανάσα. Φορούσε δερμάτινα σανδάλια και τα νύχια των ποδιών της, ήταν κι αυτά βαμμένα στο ίδιο χρώμα με τα νύχια των χεριών και, αν και γεμάτα λάσπες και πληγές, τα πόδια της έδειχναν μυώδη, δυνατά, αλλά και συνάμα τόσο όμορφα σχεδιασμένα, που μπορούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση σε κάθε άνδρα. Και ο Λάφιλος ήταν άντρας και μάλιστα αρκετά στερημένος!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39
Μόλις πέρασαν το μικρό αμμόλοφο, είδαν αυτή την εικόνα της κόκκινης θάλασσας. Πτώματα έπλεαν κοντά στην άμμο της ακτής, παρασυρόμενα από το κύμα και λικνιζόμενα στον χορό του θανάτου παρέα με τα φύκια και τους αφρούς που είχαν δημιουργηθεί από το αίμα. Σμάρια ψαριών είχαν μαζευτεί σε ένα εύκολο και χωρίς κόπο τσιμπούσι. Γλίτσα είχε απλωθεί στην άκρη του κύματος, μια γλίτσα σκουρόχρωμη και αηδιαστικά βρωμερή. Κάποιοι, χωρικοί μάλλον από τα κοντινά χωριά της Αττικής, ήταν σκυμμένοι πάνω από τα πτώματα των βαρβάρων και προσπαθούσαν να αφαιρέσουν οποιοδήποτε πολύτιμο αντικείμενο μπορούσαν, προσέχοντας και τους στρατιώτες του Αριστείδη, όσοι απ’ αυτούς δεν είχαν πάρει άδεια να φύγουν για τα σπίτια τους, που είχαν επιφορτιστεί με το καθήκον της φύλαξης του πεδίου της μάχης από το πλιάτσικο. Και διακινδύνευαν τη ζωή τους την ίδια για να κλέψουν! Η ποινή για όποιον αφαιρούσε οτιδήποτε από νεκρό, ήταν θάνατος.
Ο Λάφιλος πλησίασε το νερό αλλά με το χέρι, κρατούσε τον Αμεινία πιο πίσω. Η θάλασσα του έβρεχε τα πόδια και άφηνε εκείνο το άλικο κόκκινο του αίματος, σαν βαφή, σαν επίστρωση τρόμου.
-«Κρίμα, τόσα χαμένα…», είπε μονολογώντας ο νησιώτης, «κρίμα…»
-«Τόσα κορμιά ε; Τόσοι άνθρωποι νεκροί ε; Αυτό δεν εννοείς;»
Ο Λάφιλος χαμογέλασε κοιτώντας τον μικρό σύντροφό του. Θα ήθελε να το είχε πει για τους νεκρούς, αλλά θα ήταν ψέμα. Η μάχη, η μανία του πολέμου, η τρομερή έξαψη μπροστά στο τρομερό πλήθος των Ανατολιτών, ο φόβος του θανάτου… είχαν αφήσει ακόμη το μίσος μέσα στην καρδιά του. Δεν μπορούσε να δει τα πτώματα σαν ανθρώπινα κουφάρια, δεν μπορούσε να σκεφτεί τι άλλο να έκαναν σε αυτή την πλάση, εκτός από το να είναι πεθαμένοι, δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει από ένα θηρίο… Μετά την σύγκρουση και την σώμα με σώμα αντιπαράθεση, είχε ψηλώσει στα ίδια του τα μάτια κατά πολύ. Και από κει πάνω, μόνο μίσος μπορούσε να νοιώσει γι αυτούς που τόλμησαν να περπατήσουν εναντίον του, γι αυτούς που σκέφτηκαν να του κάνουν κακό.
-«Όχι, δεν λέω για δαύτους, τους αναθεματισμένους βάρβαρους. Μιλάω για τα ψάρια. Για τα ψάρια που τρώνε όλα αυτά εκεί…», έδειξε με το χέρι την γλίτσα στην ακροθαλασσιά, «… και δεν μπορούμε να τα ψαρέψουμε τώρα. Θα είναι γιομάτα δηλητήριο… φτου!»
Χάιδεψε τα μαλλιά του Αμεινία, σαν να του έκανε μάθημα του τι είναι καλό και τι όχι. Κάθισαν στην νωπή άμμο και το βλέμμα πήρε τον νου και τον ταξίδεψε πάνω από τα κύματα και το μπλε του πελάγου, ενώθηκε με τα σύννεφα και έφτασε στο υπέροχο εκείνο τοπίο που η Πασιφάη πρέπει να έκανε τις πρωινές δουλειές της. Παρακάλεσε μέσα του ο Λάφιλος, να σήκωνε η κοπέλα τα μάτια στον ουρανό, να έβλεπε τη δικιά του ματιά, την δικιά του σκέψη. Παρακάλεσε την Ήρα, να συναντηθούν γρήγορα και μπορέσει να την κλείσει στην αγκαλιά του. Σκέφτηκε τα μεγάλα της, κόκκινα χείλια … και ντράπηκε που κάτι μέσα στο χιτώνιό του, ανάμεσα στα πόδια, έκανε την επανάστασή του. Κοίταξε αναψοκοκκινισμένος ολόγυρα. Ντρεπόταν, μα κανείς δεν υπήρχε κοντά τους. Με την άκρη του ματιού του, έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση αριστερά του, σαν κάποιος να κρυβόταν πίσω από τον μεγάλο βράχο. Έψαξε το μεγάλο του μαχαίρι στον κόρφο του, το βρήκε, το έβγαλε σιγά στο φως, έφερε το δάχτυλο στο στόμα δείχνοντας στον Αμεινία να κάνει ησυχία και σηκώθηκε αργά και τάχα αδιάφορα, όρθιος. Περπάτησε κατά μήκος του κύματος, προσποιούμενος ότι κλώτσαγε κάποια φύκια που είχε ξεβγάλει το κύμα, μέχρι που έφτασε στον βράχο. Εκεί κάθισε στις φτέρνες του λες και έκανε την «ανάγκη» του, με το βλέμμα αντίθετα τελείως από το σημείο που είχε εντοπίσει την κίνηση. Περίμενε πέντε – έξη λεπτά, μέχρι να ηρεμίσει η κατάσταση ανησυχίας που μπορεί να είχε προκαλέσει το περπάτημά του. Το βλέμμα του έδειχνε απλανές προς τη μεριά της θάλασσας, αλλά με την άκρη του ματιού του, παρακολουθούσε και την παραμικρή κίνηση προς τον βράχο. Δεν άργησε πολύ, όταν του φάνηκε ότι κάτι κουνιόταν δειλά, σαν κάποιο έντονου χρώματος ύφασμα να ανέμισε στιγμιαία σε μια σχισμή. Η κίνηση του ήταν τόσο γρήγορη και απρόβλεπτη, που κανένας δεν θα μπορούσε να αντιδράσει, όχι αποτελεσματικά τουλάχιστον. Το δεξί του χέρι είχε εκτιναχθεί με τέτοια ταχύτητα κρατώντας το μεγάλο μαχαίρι, που όταν ακούμπησε τον λαιμό του κρυμμένου πίσω από τον βράχο ανθρώπου, η άμμος δεν είχε προλάβει να πέσει κάτω. Ο Λάφιλος τον είχε ακινητοποιήσει με το βάρος του σώματός του και την παγωνιά του σίδερου. Έπιασε το στήθος του και τον κράτησε βίαια στην αμμουδιά, ενώ μια εκκωφαντική στριγκλιά ακούστηκε πίσω του. Ο νησιώτης ξαφνιάστηκε και χαλάρωσε την λαβή του, αλλά, απρόσμενα, δεν αισθάνθηκε αντίσταση από τον πεσμένο άντρα, ούτε και καμιά κίνηση να ελευθερωθεί. Κοίταξε καλά, ένας ηλικιωμένος, αρκετά μεγάλος για να βρίσκεται σε ένα τέτοιο μέρος και μάλιστα μετά από μάχη, τον αντίκριζε κατάματα, με κάποια ψεγάδια φόβου στα μάτια. Φορούσε ρούχα που δήλωναν την ανατολίτικη καταγωγή του, ενώ τα μακριά του γένια αν και γεμάτα άμμο και ιδρώτα, φαίνονταν αρκετά περιποιημένα και προσεγμένα. Το χιτώνιο ήταν πράσινο παραπέμποντας στο χρώμα σμαραγδιού, κεντημένο με χρυσές κλωστές, σε διάφορα σχήματα. Φορούσε μια φαρδιά παντελόνα φτιαγμένη από καλό και λεπτό μαλλί, ίδια με την θάλασσα, στο χρώμα δηλαδή του πελάγους, ενώ το παράξενο καπέλο του, φτιαγμένο από τυλιγμένο πανί, λες και αντανακλούσε τα χρώματα των ρούχων. Είχε ανοίξει τα χέρια σε σχήμα σταυρού και δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση στον Λάφιλο. Μπορεί μάλιστα κάποιος να πει …. ότι χαμογελούσε κιόλας, σε αντίθεση με την στριγκιά φωνή που ακόμα ακουγόταν πίσω από τον νησιώτη. Και σαν να μην έφτανε αυτή η φωνή, ένα βάρος έπεσε με δύναμη στην πλάτη του, ένα βάρος με δυό σκούρα χέρια και λινό χιτώνα στο κίτρινο χρώμα του ώριμου λεμονιού. Δέκα δάχτυλα γεμάτα με κόκκινα τατουάζ και νύχια βαμμένα στο χρώμα της ώχρας, μπήχτηκαν με μανία στο λαιμό του και στο σβέρκο, ενώ το στόμα του «πλάσματος», έψαχνε απεγνωσμένα να δαγκώσει τον ώμο. Ο άντρας σήκωσε το αριστερό του χέρι σαν να προσπαθούσε να βγάλει το χιτώνιο του και έπιασε τα μαλλιά μιας νέας γυναίκας, την τράβηξε απότομα και την έριξε τουλάχιστον δύο μέτρα μακριά του. Η φωνή που ακουγόταν σπαραχτικά από το στόμα της, τον σάστισε προς στιγμήν. Κάτι σαν Ελ αμπ ή Ελ χάμπ ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, συνόδευε τα μάτια της που δακρυσμένα κοιτούσαν τον καλοντυμένο μεσήλικα. Τώρα ο Λάφιλος κοίταζε μια τον ένα, μια την άλλη, προσπαθώντας να κατατάξει μέσα στο μυαλό, τις προτεραιότητές του. Η κοπέλα δεν έκανε καμιά προσπάθεια να επιτεθεί πάλι, ούτε καν να σηκωθεί από την άμμο, μόνο τείνοντας το χέρι μπουσουλούσε προς τον πεσμένο άντρα, λες και ο Έλληνας δεν ήταν παρών. Κάτι ακατάληπτα που έλεγε, έδειχναν το δέσιμό της με αυτόν. Ο νησιώτης σηκώθηκε όρθιος και έβαλε το μαχαίρι στο θηκάρι του πάλι, ψηλάφησε το σβέρκο και τον λαιμό του και χαμογελώντας έτριψε τα δάχτυλά του που είχαν λίγες σταγόνες αίμα. Στηρίχτηκε καλά με τα πόδια ανοικτά, σε μια στάση που έδειχνε ποιος είναι ο ανώτερος. Οι δυό άλλοι, ήταν τώρα πεσμένοι μπροστά στα πέλματά του και αγκαλιασμένοι κοίταγαν τον παραλίγο εκτελεστή τους. Με μια κίνηση του χεριού, τους έδειξε να σηκωθούν όρθιοι. Τους τράβηξε προς την θάλασσα. Δεν ήλπιζε σε συνεννόηση, αφού δεν μιλούσε την γλώσσα τους, αλλά από ότι φαινόταν ούτε κι αυτοί την δική του. Το βλέμμα του έπεσε στο πρόσωπο της νεαρής κόρης. Εξεπλάγη με τα δυό θεόρατα αμύγδαλα που ήταν χαραγμένα δίπλα από την μικρή γαμψή μύτη. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η φύση θα χάραζε ποτέ τέτοια μάτια, τόσο μεγάλα, τόσο συμμετρικά, τόσο μαύρα… αλλά και με τέτοιο μίσος στο βάθος τους. Το κορμί της τόσο ελαστικό, θύμιζε σώμα αιλουροειδούς και ιδιαίτερα κάποιας μεγάλης γάτας με πιτσιλιές που είχε δει πριν από χρόνια στο νησί του από κάποιους περαστικούς εμπόρους. Δεν θυμόταν πως το έλεγαν το ζώο, αλλά η εικόνα του είχε μείνει χαραγμένη στην μνήμη του.
-«Ποιοι είστε ε; Από πού είστε; Με αυτούς…», έδειξε με το χέρι αόριστα προς τη θάλασσα, «… τους βάρβαρους ήρθατε; Αλλά τι λέω… εσείς δεν καταλαβαίνεται ε;»
Επανέλαβε τα λόγια του, φωνάζοντας και μιλώντας αργά – αργά, λες και ήταν κουφοί και όχι ξένοι, χρησιμοποιώντας και την γλώσσα του σώματος. Κουνούσε τα χέρια δείχνοντας το στήθος του:
-«Εγώ …. είμαι …. ο … Λάφιλος… εσύ;», έδειξε τον γέρο κι αυτόν στο στήθος. Απάντηση δεν πήρε, μόνο απόλυτη σιωπή. Ο Αμεινίας είχε κι αυτός πλησιάσει και περιεργαζόταν τους δύο ξένους καλυπτόμενος πίσω απ’ την πλάτη του φίλου του. Ο Λάφιλος μιλούσε στον πρεσβύτερο άντρα, αλλά το βλέμμα ήταν μαγεμένο και στυλωμένο στο πρόσωπο της, κατά τα φαινόμενα, κόρης του. Δεν άργησε να το προσέξει και ο μικρός. Τώρα τον κοίταγε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, σαν να του έλεγε…: «καταλαβαίνω…!»
Ο Αμεινίας πλησίασε τους δυό ξένους μετά από προτροπή του φίλου του και προσπάθησε να τους ψάξει. Στα ρούχα δεν βρήκε τίποτα σπουδαίο, έξω από κάποια μικρής αξίας Περσικά νομίσματα κι ένα μικρό μπουκάλι με σκούρα χένα ή μελάνι, σε μια εσοχή του ιματίου του γέρου άντρα. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι και προχώρησε στην νεαρή κοπέλα. Εκείνη, σε αντίθεση με τον ,μάλλον, πατέρα της, αντιστάθηκε έστω και χλιαρά, αλλά στο τέλος άφησε τον μικρό να την ψάξει. Ούτε εκεί βρήκε κάτι άξιο λόγου, λες και οι δυό τους δεν είχαν τίποτα χρήσιμο για την επιβίωσή τους. Πήγε πίσω από τον βράχο, εκεί που πριν λίγη ώρα κρύβονταν και ανακάλυψε δυό μεγάλα ψάθινα καλάθια με λαβές για να στηρίζονται στην πλάτη και να μεταφέρονται εύκολα. Ήταν σκεπασμένα με ένα λευκό, το ένα και μπλε το άλλο, πανί, με χοντρούς κόμπους από λινό σχοινί. Στα τέσσερα σημεία, σε σχήμα σταυρού, φαίνονταν στερεώματα με χοντρές βελονιές. Ο Αμεινίας τα έσυρε κοντά στον φίλο του. Προσπάθησε εκείνος να τ’ ανοίξει και έκοψε το σχοινί, προκαλώντας μια μέτριας έντασης αντίδραση του ηλικιωμένου. Μέσα βρήκε πάπυρους τυλιγμένους σε ρολό και καλαμένιες πλακέτες δεμένες με κόκκινο κορδόνι και διάφορα σύμβολα γραμμένα, πιθανώς με το μελάνι που είχαν βρει προηγουμένως. Και στα δυό κοφίνια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο έξω απ’ αυτούς τους πάπυρους, ούτε φαγώσιμο, ούτε πολύτιμο.
Ο Λάφιλος κούνησε το χέρι του μπροστά στο στόμα:
-«Πεινάτε; Θέλετε κάτι … να φάτε;», ρώτησε, αδικαιολόγητα πιο φιλικά τώρα. Δεν πήρε απάντηση και έβγαλε ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί από το δισάκι του. Τους το πέταξε, όπως θα το πέταγε σε ένα σκυλί. Οι δυό ξένοι δεν αντέδρασαν, αν και στα μάτια της κοπέλας φάνηκε, στιγμιαία, μια λάμψη λαχτάρας, όμως το βλέμμα του «πατέρα» της, την επανέφερε στην σιωπηλή τους αξιοπρέπεια. Ούτε καν κοίταξε ο γέρος το ψωμί, ούτε καν κούνησε τα χέρια του. Ο νησιώτης δεν ήξερε πώς να έρθει σε επικοινωνία μαζί τους, όπως και δεν ήξερε τι να κάνει μαζί τους. Η λογική, του έλεγε να τους παραδώσει στους άντρες του Αριστείδη και ν’ αποφασίσουν αυτοί για την μοίρα τους. Η λογική! Το συναίσθημα όμως; Κάτι πάνω στον άντρα μπροστά του, κάτι στα μάτια της νεαρής κοπέλας που δεν πρέπει να ήταν πάνω από τα δεκαέξι άντε δεκαεφτά χρόνια της, τον ανάγκαζαν να τους γνωρίσει πιο καλά. Έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν είχε συναντήσει στη ζωή του υπηκόους του μεγάλου Βασιλιά και μάλιστα να έχει πάνω τους απεριόριστη εξουσία. Εξουσία ζωής ή θανάτου. Ένοιωθε σαν μικρός Θεός, αλλά συγχρόνως και αιχμάλωτος στην αξιοπρέπειά τους και … σ’ εκείνα τα μάτια, σε εκείνα τα υπέροχα αμυγδαλωτά, μεγάλα μάτια.
Από την άκρη της παραλίας ακούστηκε θόρυβος και φασαρία, λες και πλήθος κόσμου να είχε μαζευτεί εκεί. Και όντως κόσμος ήταν συγκεντρωμένος. Σηκώθηκε όρθιος και σκίασε τα μάτια του με την παλάμη να δει καλύτερα. Είδε πολεμικά λοφία, κόκκινα και μαύρα ν’ ανεμίζουν στον αέρα. Χάλκινες στρογγυλές ασπίδες, γυάλιζαν στον ήλιο, ενώ υψωμένα κοντάρια προσπαθούσαν, λες, να τρυπήσουν τον ουρανό, έτσι όπως ήταν παράλληλα παρατεταγμένα. Στις οθόνες των ασπίδων ξεχώριζε το μεγάλο Λ των Σπαρτιατών. Ο Αμεινίας τους παράτησε όλους και έτρεξε προς τα κει. Περίεργος, ήθελε να δει, ήθελε να μάθει. Οι δυό «αιχμάλωτοι», για πρώτη φορά, έδειξαν φόβο, πλησίασαν η μία τον άλλο και αγκαλιάστηκαν σφιχτά, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Λάφιλο.
-«Φοβάστε τους Σπαρτιάτες;», ρώτησε χαμογελώντας. «Φοβάστε… αυτούς… από … την …. Σπάρτη;», επανέλαβε πιο αργά για να τον καταλάβουν. Γέλασε τώρα πιο δυνατά, αν και παρεξηγημένος, γιατί οι Λακεδαιμόνιοι προκαλούσαν πιότερο φόβο απ’ αυτόν τον ίδιο που τους είχε συλλάβει. Πλησίασε κοντά τους και χωρίς να κοιτάξει την κοπέλα τους ησύχασε, γνωστοποιώντας τους, ότι ήταν δικοί του αιχμάλωτοι κι αυτός μόνο μπορούσε να κάνει… τέλος πάντων είχε πλήρη δικαιοδοσία πάνω τους. Αναθεμάτισε την έλλειψη επικοινωνίας και στάθηκε να κοιτάζει τους Πελοποννήσιους πολεμιστές στην άκρη της παραλίας. Σε λίγο ο Αμεινίας θα γύριζε και θα μάθαινε τι γίνεται. Τα μάτια του έπεσαν και στην άλλη πλευρά, στον λόφο, στο μονοπάτι από το οποίο είχε έρθει νωρίτερα. Νόμισε ότι είδε τον Λίχη, ανάμεσα στα ψηλά χόρτα και τους θάμνους να προσπαθεί να κρυφτεί από τα μάτια των συμπατριωτών του. Απόρησε με αυτό. Δεν ασχολήθηκε όμως περισσότερο, γιατί ο πιτσιρικάς σύντροφός του, φάνηκε να έρχεται τρέχοντας και λαχανιασμένος. Δυό φορές έπεσε κάτω από την λαχτάρα του να φτάσει πιο γρήγορα. Σε λίγο γονατιστός μπροστά στον νησιώτη, προσπαθούσε με μεγάλες και βαθιές ανάσες να ξαναβρεί τους ρυθμούς του.
-«Ο στρατός των… Σπαρτιατών…», είπε ξέπνοα. «Χα… χα… τώρα ήρθαν να βοηθήσουν… χα … χα… τώρα που όλα τέλειωσαν… είναι και ο στρατηγός εκεί… ο δικός μας… ο Μιλτίδης.. Μαλτίδης… αυτός τέλος πάντων. Και τους μιλάει … και τους λέει… για τους Πέρσες και τους… άλλους… αυτούς τους ψηλούς…»
-«Τους Μήδους;»
-«Ναι… γι αυτούς … και τα τσεκούρια τους… και τους βάλτους… και για τους Πλαταιείς… και αυτοί ακούνε και δεν φαίνεται να πιστεύουν στα αυτιά τους… και στα μάτια τους… χα… χα … Τι νομίζανε; Μόνο αυτοί ξέρουν να πολεμάνε; Κι εμείς τι είμαστε…», έκανε μια κίνηση σαν να σπάθιζε στον αέρα κάποιον αόρατο εχθρό.
-«Και τώρα; Τι στέκονται εκεί; Πρέπει να είναι ντροπή γι αυτούς…»
-«Ντροπή… είναι και μεγάλη, αλλά… το κατάπιαν σαν μελόπιτα. Τι άλλο να έκαναν; Μάλιστα… ζήτησαν από τον Μιλτίδη…»
-«Μιλτιάδη βρε, τον στρατηγό τον λένε Μιλτιάδη… χαζέ, τόσες φορές στο έχω πει…»
-«Τέλος πάντων… Μιλτιάδη, εντάξει; Λοιπόν του ζήτησαν να κάνουν θυσία και σπονδές προς τιμή των Αθηναίων πολεμιστών. Επίσημα το ζήτησαν… να τιμήσουν εμάς… όρε γέλια!!!! Αλήθεια σου λέω… έχουν τρελαθεί με αυτά που μαθαίνουν και βλέπουν… μέτρησαν και τους νεκρούς βάρβαρους και μέχρι τώρα τους βρήκαν πάνω από έξη χιλιάδες, πολλοί δεν είναι;»
-«Ναι, πολλοί είναι. Πολλοί άνθρωποι χαμένοι στην επιθυμία ενός βασιλιά…»
Κοίταξε τους δυό Ανατολίτες που στέκονταν ακόμη αγκαλιασμένοι, σαν να ζητούσε συγγνώμη για τη σφαγή.
Πήγαν όλοι μαζί στην άκρη της ακρογιαλιάς, στην αντίθετη κατεύθυνση από τους παραταγμένους Σπαρτιάτες. Εκεί τα πολλά βράχια προσέφεραν κάλυψη από τα μάτια των άλλων. Ο Λάφιλος είχε σκοπό να χειριστεί μόνος του την υπόθεση και μόνο αν δεν μπορούσε να βγάλει άκρη, θα τους παρέδιδε στις στρατιωτικές αρχές. Αλλά κάτι μέσα του, του έλεγε ότι αυτοί οι δυό, φανερά δεν ήταν πολεμιστές, (αστείο και να το λογάριαζε κάποιος), αλλά ούτε και κατάσκοποι. Μπορεί έμπορος που ταξίδευε με την θυγατέρα του και τον στρατό του Δάτη. Όμως δεν του «κόλλαγαν» στο μυαλό, οι τόσοι πάπυροι. Ούτε και αυτές οι πλούσιες και εντυπωσιακές φορεσιές τους. Προσπάθησε πάλι να επικοινωνήσει:
-«Εγώ… Λάφιλος….», έδειχνε πάλι τον εαυτό του. «Εσύ;… Πως;». Χτύπησε το χέρι στην άμμο απελπισμένος από την ησυχία των άλλων. Ο Αμεινίας είχε απομακρυνθεί λίγο και κοίταγε προς το μέρος των Λακεδαιμονίων, κάτι μέσα του τον έκανε να χαρεί με την απογοήτευσή τους.
-«Εγώ είμαι ο Χιράμ…», ακούστηκε η «γεμάτη» και ήρεμη φωνή του ηλικιωμένου άντρα. «Χ ι ρ ά μ… και από δω η κόρη μου η Νούσα, πιστή μου ακόλουθος σε όλα τα ταξίδια μου. Ακόμα, αν και τόσο μικρή, είναι και η συμβουλάτορας μου…»
Η φωνή που ακούστηκε την ώρα που ο απελπισμένος νησιώτης χτύπαγε τα χέρια του στην άμμο, τον άφησε άναυδο. Σήκωσε το βλέμμα στον γέρο και αντιμετώπισε το χαμόγελό του:
-«Μι… μιλάς τη γλώσσα μου; Μιλάς τη γλώσσα των Ελλήνων;», ρώτησε κατάπληκτος.
-«Και όχι μόνο την δική σου, αλλά πολλές ακόμα. Και Ασιατικές και δικές σας, Ευρωπαϊκές να τις πω;»
Ο νησιώτης δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό. Είχε ακούσει τη λέξη Ευρώπη, αλλά δεν ήξερε ότι ήταν γεωγραφικός όρος, δεν αντιλαμβανόταν τι εννοούσαν όταν την έλεγαν. Την είχε ακούσει και από τον στρατηγό τους πριν την μάχη. Έριξε τα μάτια στην Νούσα:
-«Ξέρει κι εκείνη την γλώσσα μου;», σκεπτόμενος αν είχε αναφέρει κάτι για κείνη.
-«Ναι, βέβαια, σου είπα ότι είναι και ακόλουθός μου. Μετά το θάνατο της γυναίκας μου, δεν μπορούσα να την αφήσω μόνη, όχι τουλάχιστον στην Βαβυλώνα…»
-«Από την Βαβυλώνα είσαι; Έχω ακούσει πολλά για την πόλη σου, για τα μέρη σου. Έχω ακούσει για ομορφιά και πλούτο…»
-«Ναι, από κει είμαι, από το κράτος των Υκσώς, από την Φοινίκη. Ανήκουμε στη γέννα των Νεφθαλίμ…»
Ο αμίλητος γέρος τώρα, είχε ανοίξει το στόμα του και δεν έλεγε να σταματήσει. Πολλά απ’ αυτά που έλεγε, δεν μπορούσε να τα καταλάβει ο Λάφιλος, μυθικές λέξεις, άγνωστες λέξεις, περίεργος λόγος! Κοιτούσε μια αυτόν μια την δεκαεξάχρονη κοπέλα. Παρατήρησε την έντονα μαύρη βαφή γύρω από τα μάτια της, τα κόκκινα της χείλη και τα πολλά σχέδια στα χέρια. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Χρυσό περιδέραιο ακουμπούσε πάνω στα σκληρά, μυτερά της στήθη που ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά σε κάθε της ανάσα. Φορούσε δερμάτινα σανδάλια και τα νύχια των ποδιών της, ήταν κι αυτά βαμμένα στο ίδιο χρώμα με τα νύχια των χεριών και, αν και γεμάτα λάσπες και πληγές, τα πόδια της έδειχναν μυώδη, δυνατά, αλλά και συνάμα τόσο όμορφα σχεδιασμένα, που μπορούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση σε κάθε άνδρα. Και ο Λάφιλος ήταν άντρας και μάλιστα αρκετά στερημένος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου