Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38
Κάθισαν στο μικρό χώρο της καλύβας οκλαδόν με τον Θεμίστιο σε μια άκρη. Το σοκ που είχε υποστεί ο Τελευτίας βλέποντας την «γυναίκα» του σ’ αυτή την κατάσταση, τον είχε κάνει να μην μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του. Αυτός ο σχεδόν πάντα ήρεμος και λογικός άνθρωπος, λογικός σε σημείο σοφίας, ήταν τώρα έξαλλος, εντελώς εκτός εαυτού. Ένα ανήμερο θηρίο μέσα σε ανθρώπινο σαρκίο, ένας δαίμονας με φορεσιά ανθρώπου. Ήθελε να ξεσπάσει κάπου, αλλά το μόνο που κατάφερνε, ήταν να σφίγγει την Ελπινίκη όλο και πιο πολύ στην αγκαλιά του, να την φιλάει όλο και πιο συχνά και να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι θα εύρισκε κάποια στιγμή τον υπαίτιο, όπως της υποσχέθηκε. Προς το παρόν όλοι οι δικοί του άνθρωποι, έτσι λογάριαζε την γυναίκα και το μωρό, ήταν καλά κι αυτό είχε σημασία.
Φωνές και γέλια ακούστηκαν από το βάθος του δωματίου. Ο Αμεινίας, ενθουσιασμένος με το μικρό «σκατούλι», τον είχε πάρει αγκαλιά και έπαιζε, τρέχοντας από την μια μεριά στην άλλη. Ο Λάφιλος τον αγριοκοίταξε για να ησυχάσει, αλλά ο μικρός του σύντροφος είχε ανέβει σε άλλον κόσμο. Ο Λίχης καθόταν στο άνοιγμα της πόρτας μακριά από το φως της δάδας και της εστίας, με την προσοχή του στραμμένη στην αυλή και στον χώρο που την περιέβαλλε. Η στρατιωτική του εκπαίδευση δεν του επέτρεπε να εγκαταλείψει αφύλακτα τα «νώτα» τους, δεν μπορούσε να αισθανθεί ήσυχα, ασφαλής και άνετα, σ’ ένα μέρος που δεν το γνώριζε. Αντίθετα ο Ευρυάναξ, δίπλα από τον νησιώτη έδειχνε πιο «ευτυχισμένος» κοντά στην παρέα, αν και το βλέμμα του, συνέχεια «πέταγε» στην μεριά του συντρόφου του. Το λιγοστό φως, έκανε τα δικά του παιγνίδια στους τοίχους και το αεράκι όλο και λέρωνε με σκόνη και χώμα τον χώρο. Το καλαμποκένιο ψωμί και το κρασί, ήταν αρκετά να χορτάσουν την πείνα τους, να τους κάνει να αισθανθούν πιο λεύτεροι. Ο Θεμίστιος τους έβλεπε και στο μυαλό του ερχόταν η μάχη, όλο αυτό το φονικό που είχε γίνει κάποιες ώρες νωρίτερα. Κι αυτοί ήταν οι άνθρωποι που μέχρι πριν λίγο, έσφαζαν και ξεκοίλιαζαν … ανθρώπους και τώρα ήρεμοι, λες και δεν είχε γίνει τίποτα, έτρωγαν, έπιναν και προσπαθούσαν να κρατήσουν μίσος για να εκδικηθούν τον βιαστή της Ελπινίκης. Τους θαύμαζε έτσι που τους έβλεπε σκληρούς μαχητές, αλλά ο τρόμος του έτρωγε την καρδιά. «Κι αν καταλάβουν την αλήθεια…», σκέφτηκε μελαγχολικά. «Αν με πάρουν για συνένοχο του Κτήσιου; Αν νομίσουν ότι κι εγώ την βίασα; Αν…», σκέψεις που δεν τον άφηναν ήσυχο. Δεν ήταν ο φόβος για την ζωή του, ήταν φόβος για κάτι άλλο, δεν ήξερε κι αυτός τι ήταν αυτό το κάτι άλλο, αλλά … φοβόταν. Τα μάτια του έστρεφαν πότε προς την Ελπινίκη, πότε προς τον έμπορο και ίσως η εικόνα αυτή να του προκαλούσε πρόσθετη μελαγχολία, αφού το σκίρτημα της ζήλειας τον ενοχλούσε. Κι όμως τα μάτια δεν μπορούσε να τα τραβήξει από κει. Από πάνω τους. Ο Ευρυάναξ, πρόσεξε το λίγο παράξενο ύφος του, σταμάτησε να τρώει και μισοκλείνοντας τα μάτια, άρχισε να παρακολουθεί τον Θράκα προσεκτικά. Το μισοσκόταδο προσέφερε την καλύτερη γι αυτό κάλυψη.
-«Λοιπόν, είσαι πιο καλά;», ακούστηκε η φωνή του Αθηναίου. Η γυναίκα στην αγκαλιά του δεν ήθελε να χάσει τίποτα αυτή την στιγμή, την μυρωδιά του, την αίσθηση των χεριών του, την ανάσα του, την ζέστη του κορμιού του. Κούνησε απλά το κεφάλι καταφατικά και σφίχτηκε πάνω του πιότερο. Τα μαλλιά της είχαν μπλεχτεί με τα γένια του, τα δάχτυλά της με τα δικά του και η αναπνοή της είχε συντονιστεί στον ρυθμό του στήθους του. Τώρα έμοιαζαν σαν ένα σώμα με δυό κεφάλια, μια ανάσα , ένα σκοπό. Τώρα είχαν και οι δυό τους καταλάβει το μέλλον τους. Το χέρι της ακούμπησε τα ακροδάχτυλά του, τα σήκωσε στο στόμα της και τα φίλησε με υγρά και καυτά χείλη. Τα έσφιξε όσο μπορούσε:
-«Μην μ’ αφήσεις ποτέ…», ψιθύρισε ξέπνοα. Άφησε το σώμα της να πέσει απαλά στην αγκαλιά του, καθώς από την συγκίνηση και τους πόνους, λιποθυμούσε. Δεν πρόλαβε ν’ ακούσει τον όρκο του άντρα για παντοτινή, κοινή ζωή.
Η νύχτα πέρασε χωρίς σχεδόν κανείς, αν αφαιρέσεις τον Αμεινία, να κουνηθεί από την θέση του. Ο Τελευτίας δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι, μόνο που ανακαθισμένος χάιδευε τα μαλλιά της Ελπινίκης. Είχε παρατηρήσει και εκείνος το περίεργο βλέμμα του Ευρυάνακτα προς τον Θράκα και κάτι σαν ανησυχία ή απορία είχε περάσει από το μυαλό του. Κάτι απροσδιόριστα παράξενο. Δεν φοβόταν για την πίστη της γυναίκας, ούτε για το ποιος ήταν ο Θεμίστιος, πίστευε στα λόγια της συντρόφου του, αλλά … κάτι τον ενοχλούσε κι απ’ ότι κατάλαβε όχι μόνο αυτόν. Έδωσε τόπο στην περιέργειά του και προσπάθησε να μην ενοχλήσει την κοιμωμένη πάνω του γυναίκα. Πρόσεξε ότι ο Λίχης, είχε βγει έξω στην αυλή και ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο, στο χώμα, σκεπασμένος με τον μανδύα του, έτσι που από απόσταση να δείχνει σαν ένας βράχος, να μην διαφέρει από το περιβάλλον. Τον είχε ακολουθήσει και ο Ευρυάναξ, μόνο που εκείνος δεν κοιμόταν, αλλά λίγο πιο μακριά απ’ τον συμπολεμιστή του, από αμηχανία, έξυνε ένα κλαδί με το μεγάλο του μαχαίρι. Ο Παίωνας, πήγε και κάθισε δίπλα του, έβαλε την μουσούδα στα μπροστινά του πόδια και έκλεισε τα μάτια. Γρύλλισε σαν άνθρωπος που αναστενάζει. Μετά επικράτησε απόλυτη ησυχία, όσο ήσυχη μπορεί να είναι μια Αττική νύχτα, που άφηνε τα δέντρα να τραγουδούν το αιώνιο άσμα τους με τον αέρα. Κάποιοι μεταλλικοί θόρυβοι, απ’ το πεδίο της μάχης, μόλις που έφταναν στ’ αυτιά τους. Μόνο τα κουνούπια που βούιζαν πάνω από τα κεφάλια τους μ’ εκείνο τον ανατριχιαστικό τους ήχο που συναγωνίζονταν τα μακρινά τζιτζίκια. Κάπου – κάπου ένα τριζόνι, δήλωνε την παρουσία του.
Πριν ακόμα ο ήλιος κάνει την μεγαλόπρεπη παρουσία του, πριν ακόμα οι νυχτερίδες καταλάβουν ότι έφτανε η στιγμή της ξαπόστασης τους, ο Θράκας είχε αρχίσει τις πρωινές του δουλειές. Με το χαρακτηριστικό του βήμα, είχε απομακρυνθεί από την καλύβα και κατεβαίνοντας το μονοπάτι προς τα έλη, είχε αρχίσει να μαζεύει ξύλα για την φωτιά. Προσπάθησε να μην πάει προς την Ελπινίκη, να δει την κατάστασή της, όπως θα έκανε σε άλλη περίπτωση, φροντίζοντας να μένει μακριά από το ζευγάρι. Ο Ευρυάναξ, αντελήφθη την κίνηση του Θεμίστιου, αλλά ξαπλωμένος στο χώμα, προσποιήθηκε τον κοιμισμένο και μισόκλεισε τα μάτια του. Έψαξε τον Λίχη με το βλέμμα και είδε τον Λακεδαίμονα να παρατηρεί κι αυτός τον άνδρα που απομακρυνόταν. Μια πληγή στο πόδι, αποτέλεσμα της μάχης, είχε αρχίσει να αιμορραγεί πάλι, αλλά ο άντρας δεν του έδινε καμιά σημασία. «Να μια δουλειά για ξένο μας…!», σκέφτηκε ο Σπαρτιάτης, «… ν’ αποδείξει και την αλήθεια των λόγων του…»
Οι δυό άντρες μετά από δέκα λεπτά σηκώθηκαν και προσπάθησαν να τεντώσουν τα μέλη τους. Η κούραση είχε τώρα αρχίσει να τους επηρεάζει, τώρα που, η αδρεναλίνη της μάχης είχε αρχίσει να καταλαγιάζει. Χωρίς να αλλάξουν κουβέντα, ετοιμάστηκαν και άρχισαν να κατηφορίζουν κι αυτοί το μονοπάτι, λες και ήταν στο κατόπι του Θράκα. Τον βρήκαν σκυμμένο, φορτωμένο με κλαδιά και άλλα ξύλα, να σκύβει πάνω σ’ ένα αρκετά μεγάλο κορμό που ήταν μισοχωμένος στο έδαφος. Από τον ιδρώτα του φαινόταν η μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε να τον σηκώσει. Το έκανε πριν προλάβουν οι άλλοι να τον βοηθήσουν.
-«Έχεις δυνατά χέρια ε;», τον ρώτησε ο Ευρυάναξ
Ο Θεμίστιος χαμογέλασε και με μια απότομη κίνηση πήρε αγκαλιά το βαρύ ξύλο:
-«Να είχα και γερά πόδια! Τι πιο ωραίο!», απάντησε με το πρόσωπο κατακόκκινο. Η Ελπινίκη δεν είχε πει ότι ήταν σκλάβος που είχε δραπετεύσει, σε κανέναν κι εκείνος δεν θα το έλεγε τώρα. Ειδικά στους Σπαρτιάτες, που ήξερε και τις αντιλήψεις τους γι αυτό το θέμα, αλλά και την συμπεριφορά τους σε δραπέτες. Τους κοίταξε καλά στα μάτια και είδε κάτι σαν δυσπιστία, μια γενική δυσπιστία στο βλέμμα τους και μια … πως θα το έλεγε κανείς… συγκαλυμμένη επιθετικότητα. Εκείνη δεν απάντησαν στο χαμόγελο του, αλλά δεν φάνηκαν και διατεθειμένοι να συνεχίσουν την κουβέντα μαζί του. Γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν έτσι ξαφνικά όπως είχαν έρθει. Σε λίγο είχαν εξαφανιστεί απ’ τα μάτια του πρώην σκλάβου. Τους είδε όταν έστριβαν προς το λόφο των νυμφών, εκεί που ήταν και έβλεπε κι εκείνος την μάχη, την προηγούμενη μέρα. Άφησε τον κορμό στο χώμα και έκατσε, φορτωμένος τα άλλα ξύλα στην πλάτη, σε μια μεγάλη πέτρα να ξεκουραστεί. Ξεφύσηξε και σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο. Έτριψε τα γόνατα του, ήπιε λίγο νερό απ’ το μικρό δερμάτινο ασκί που είχε δεμένο στην ζώνη του. Πήρε το δρόμο της επιστροφής, στην μικρή καλύβα.
Είδε τον Τελευτία να προσπαθεί να ισιώσει κάποιο ξύλο του φράχτη. Πρόσεξε ότι ήταν, παρά την ηλικία του, αρκετά δυνατός και επιδέξιος άντρας και κάποιος καλοδιάθετος …μπορούσε να τον πει και ωραίο! Φορούσε ένα χοντρό χιτώνα από λινάρι και ήταν ξυπόλυτος, με τα πόδια να βουλιάζουν στη λάσπη της αυλής. Τα μπράτσα του είχαν φουσκώσει απ’ την προσπάθεια και οι φλέβες των χεριών πετούσαν, σαν φίδια. Ο πολεμιστής είχε ξαναγίνει ένας απλός άνθρωπος που έδινε σημασία στα καθημερινά του προβλήματα, στην οικογένεια και την βιοπάλη. Γνώριζε ότι ήταν έμπορος και αυτές οι δουλειές πρέπει να του ήταν λίγο άγνωστες, το είδε ευκαιρία να διδάξει και τον πλησίασε. Τα γόνατά του πάλι πονούσαν, έβαλε όμως όλες του τις δυνάμεις. Υπολόγισε ότι έπρεπε να γίνει αρεστός, μέχρι και συμπαθής στον Αθηναίο… να έμενε εκεί μαζί τους προς το παρόν και μετά θα έβλεπε τι μπορούσε να κάνει. Έπιασε το βαρύ ξύλο στα μπράτσα του, είχε ήδη τακτοποιήσει τα κούτσουρα που κουβαλούσε και με την μεγάλη του δύναμη το σήκωσε ψηλά στον αέρα, δίνοντας την ευκαιρία στον άλλο να περάσει την από κληματόβεργα θηλιά. Χαμογέλασε και προσπάθησε να πιάσει κουβέντα. Το πρόσωπο του Τελευτία όμως ήταν βλοσυρό. Ο θυμός ήταν ακόμα κυρίαρχος στο μυαλό και τα μάτια του, έπλαθαν δικές τους εικόνες, εξευτελισμού και βίας.
-«Αν θέλεις μπορώ να επιδιορθώσω όλη την περίφραξη. Ξέρω καλά από τέτοια…»
Ο Αθηναίος σταμάτησε να δουλεύει και τον κοίταξε με σμιχτά τα φρύδια, με τα μάτια του μαύρα, λες και κάτι άγριο κατοικούσε μέσα τους. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα σε αυτή την στάση. Τον περιεργαζόταν και μάλιστα ξεδιάντροπα και βαθιά. Έκανε να μιλήσει αλλά ο Θεμίστιος τον πρόλαβε:
-«… αν μου επιτρέπεις, … ζητάω την φιλοξενία σας. Θα δουλεύω για να ξεπληρώσω, μπορώ και το φαγητό μου να … κυνηγάω μόνος μου. Απλά … να… ήθελα την παρέα σας… για λίγο καιρό…»
-«Γιατί; Τι την θέλεις την συντροφιά μας; Δεν φαίνεται να είσαι άντρας που εξαρτάσαι από άλλους! Τι είναι αυτό που φοβάσαι;»
Ο Θεμίστιος δεν περίμενε τέτοια απάντηση, τουλάχιστον όχι τόσο ωμά. Κοίταξε προς την μεριά της Πεντέλης και άφησε τον αέρα να του ανακατέψει τα μαλλιά. Πραγματικά φοβόταν, μόνο που και ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον φόβιζε. Η μοναξιά; Μπα… ποτέ δεν τον είχε απασχολήσει τέτοιο θέμα. Η αιχμαλωσία; Όχι βέβαια, γιατί από την ώρα που είχε δραπετεύσει ήξερε την μοίρα του. Και μάλιστα θα μπορούσε πιο εύκολα να γλιτώσει μόνος του, χωρίς την πιθανότητα κάποιος να τον καταλάβει. Τότε τι; Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε κάποια απάντηση. Κοίταξε τον άντρα απέναντί του:
-«Δεν ξέρω κι εγώ, ίσως να θαυμάζω εσάς… τους πολεμιστές … τους νικητές!», προσπάθησε να τον κολακέψει.
Ο Τελευτίας δεν ήταν από τους ανθρώπους που δεν θα καταλάβαιναν την κολακεία. Έμπορος και επιπλέον μεσήλικας, μπορούσε να αντιληφθεί τις έννοιες πίσω από τα λόγια. Μπορούσε να διακρίνει την ποιότητα και την αξία κάθε ανθρώπου. Και τώρα κάτι του έλεγε, ότι ο συνομιλητής του είχε κάτι καλό, διέκρινε κάτι πολύ καλό, αλλά και κάτι να πλανάται σαν… απειλή! Μια αδιόρατη απειλή που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο να σηκωθούν όρθιες.
-«Πες μου τι έγινε εκείνη την νύχτα. Ποιος χτύπησε την Ελπινίκη; Ποιο ζώο φέρθηκε έτσι;», τον ρώτησε απότομα. Τον κοίταγε στα μάτια προσπαθώντας να μεταφράσει κάθε βλεφάρισμα, κάποια αναποφασιστικότητα. Καιγόταν να μάθει, να εκδικηθεί.
Ο Θεμίστιος του είπε την ίδια ιστορία που είχε και στην γυναίκα πει. Την είχε τόσο πολύ διαχειριστεί και επεξεργαστεί μέσα του, ήταν τόσο ψεύτικη, που την επανέλαβε σχεδόν με τα ίδια λόγια. Του είχε γίνει βίωμα αυτός ο μύθος, σε τέτοια σημείο που άρχισε κι εκείνος να τον πιστεύει. Δεν είχε παραλείψει ούτε ένα σημείο στίξης, ούτε μια ανάσα παραπάνω.
Ο Τελευτίας δεν μπορούσε να καταλάβει πολλά πράγματα από την αφήγησή του. Του φαίνονταν κομμάτια ασύνδετα και ριγμένα σε ένα ψέμα. Τον κοίταγε αμίλητος. Παραήταν πολλές οι συμπτώσεις σε αυτά που του έλεγε. Δεν μπορούσε να πιστέψει, ότι ο ξένος βρέθηκε εκεί την κατάλληλη στιγμή, λίγο πριν αποβεί μοιραίο για την Ελπινίκη το περιστατικό, πως μπορεί να ενέπνευσε τον φόβο στον δράστη με αυτό το παρουσιαστικό του, με αυτό το περπάτημα, πως κάθισε εκεί, αντί να φύγει, με το φόβο να τον κατηγορήσουν για το συμβάν και τέλος τι ήταν αυτό που τον έκανε να περιποιηθεί την γυναίκα και το μωρό. Μα το μυαλό πρώτα πήγαινε στην προέλευση. Από πού είχε έρθει αυτός ο Θράκας; Από τι προσπαθούσε να γλιτώσει; Γιατί δεν έφυγε όταν γύρισε αυτός; Γιατί, γιατί…. Γιατί; Κοίταξε προς την μεριά της μικρής καλύβας:
-«Είσαι φυγάς; Ε; αυτό είναι! Κι αν είσαι φυγάς, δύο πράγματα συμβαίνουν. Το πρώτο να είσαι απατεώνας ή εγκληματίας και δεύτερο… σκλάβος. Σωστά δεν μιλάω; Τι είσαι λοιπόν; Δεν θα ήθελα να το μάθω από κάποιον άλλο, γιατί τότε δεν θα μπορούσα να επέμβω. Θα βρισκόμουν προ τετελεσμένου γεγονότος. Πες μου λοιπόν την αλήθεια και άσε τις αηδίες που με έχεις φορτώσει τόση ώρα. Άντε ξέρνα τα κι αν δεν είσαι εγκληματίας, δεν πρόκειται να σταθώ εμπόδιο μπροστά σου, ίσα – ίσα που για ευχαριστώ θα σε βοηθήσω. Όπως και αν μπορώ»
Δεύτερη φορά ο Θεμίστιος καταλάβαινε ότι το παραμύθι του ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. Κι αν η Ελπινίκη σαν γυναίκα που ήταν μπόρεσε και κατάλαβε την αλήθεια, πως είχε την απαίτηση να καταπιεί το ψέμα του ένας κοσμογυρισμένος έμπορος. Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τα σανδάλια του. Πήρε βαθιά ανάσα και φάνηκε ότι έσπαγε. Φάνηκε ότι θα μιλούσε την αλήθεια:
-«Φονιάς είμαι…», είπε κοφτά και γύρισε απότομα τα μάτια να δει την αντίδραση του Αθηναίου. «Όπως το ακούς … φονιάς είμαι. Αλλά δεν με κυνηγάνε γι αυτό. Όχι, όχι γι αυτό. Και σκλάβος ήμουνα , αλλά δεν έγινα φονιάς για να δραπετεύσω. Μη το νομίσεις έτσι. Φονιάς του φίλου μου έγινα κι όμως στα μάτια μου, δεν είμαι άτιμος, δεν είμαι τιποτένιος…»
Ο Τελευτίας δεν είχε σοκαριστεί, γιατί κάτι τέτοιο περίμενε. Ίσως και μετά την μάχη κάτω στην παραλία, ο θάνατος να μην του φαινόταν και τόσο ξένος όπως πριν από μερικές μέρες. Ακόμα η μυρουδιά του αίματος, ήταν στα ρουθούνια του. Έκανε υπομονή και δεν μίλησε, μέχρι ο ξένος να τελειώσει την ιστορία του, αυτή που τώρα φαινόταν πιο πιστευτή.
-«… οι θεοί ξέρουν ότι έχω δίκιο, ξέρουν ότι η αδικία δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Αυτή η αηδία που ένοιωσα εκείνη την στιγμή, ακριβώς πριν τον φόνο, πρέπει να οδήγησε το χέρι μου, με εντολή των Θεών. Λυπάμαι για ότι έγινε, αλλά αν δεν … γινόταν, εκείνη η γυναίκα…», έδειξε με το δάχτυλο την καλύβα, «… δεν θα ζούσε να σε περιμένει. Θα είχε διαβεί τον Αχέροντα και τώρα θα ήσουν μόνος να θρηνείς…»
-«Τι θέλεις να πεις άνθρωπέ μου; Γιατί δεν θα ζούσε;», έκανε μια κίνηση να τραβήξει το μεγάλο μαχαίρι που είχε στη μέση του…
-«… μη βιάζεσαι να το βγάλεις, μην κρίνεις πριν ακούσεις όλη την αλήθεια. Μετά αποφασίζεις, όπλο δεν έχω και μην νομίζεις ότι θα προβάλω αντίσταση στα σχέδια σου. Μόνο άκου…»
Σηκώθηκε και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Περίεργος ο Τελευτίας σηκώθηκε σαν ελατήριο και τον ακολούθησε. Περπάτησαν μέχρι το πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί στην άκρη του φράχτη ο Θράκας του έδειξε ένα κομμάτι φρεσκοσκαμμένου χώματος πρόχειρα σκεπασμένο με χόρτα κα θάμνους. Ο Αθηναίος γονάτισε και με το χέρι του ψηλάφισε το έδαφος. Γύρισε το βλέμμα στον όρθιο από πάνω του ξένο.
-«Μάλιστα …», είπε. «Τάφος είναι; Του … φίλου σου ο τάφος;»
Ο Θεμίστιος έγνεψε καταφατικά. Κάθισε σε μια πέτρα και μηχανικά έτριψε τα γόνατα του. Είπε στον άντρα απέναντί του, όλη την ιστορία, όλη την αλήθεια. Του υπογράμμισε ότι η γυναίκα ήξερε τα πάντα, εκτός από τον φόνο και την σχέση του με το θύμα. Συμφώνησε και ο έμπορος ότι δεν ήταν ανάγκη να μάθει η Ελπινίκη κάτι περισσότερο. Εκείνη την ώρα ακούστηκε η φωνή της και παρουσιάστηκε στην γωνιά της καλύβας. Οι δυό άντρες σηκώθηκαν απότομα και προχώρησαν προς το μέρος της, ο Τελευτίας με μια υποψία χαμόγελου στο στόμα και ο Θράκας, με ένα σκεφτικό ύφος. Τώρα μόλις είχε συνειδητοποιήσει, τι ήταν αυτό που φοβόταν μην χάσει…!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38
Κάθισαν στο μικρό χώρο της καλύβας οκλαδόν με τον Θεμίστιο σε μια άκρη. Το σοκ που είχε υποστεί ο Τελευτίας βλέποντας την «γυναίκα» του σ’ αυτή την κατάσταση, τον είχε κάνει να μην μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του. Αυτός ο σχεδόν πάντα ήρεμος και λογικός άνθρωπος, λογικός σε σημείο σοφίας, ήταν τώρα έξαλλος, εντελώς εκτός εαυτού. Ένα ανήμερο θηρίο μέσα σε ανθρώπινο σαρκίο, ένας δαίμονας με φορεσιά ανθρώπου. Ήθελε να ξεσπάσει κάπου, αλλά το μόνο που κατάφερνε, ήταν να σφίγγει την Ελπινίκη όλο και πιο πολύ στην αγκαλιά του, να την φιλάει όλο και πιο συχνά και να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι θα εύρισκε κάποια στιγμή τον υπαίτιο, όπως της υποσχέθηκε. Προς το παρόν όλοι οι δικοί του άνθρωποι, έτσι λογάριαζε την γυναίκα και το μωρό, ήταν καλά κι αυτό είχε σημασία.
Φωνές και γέλια ακούστηκαν από το βάθος του δωματίου. Ο Αμεινίας, ενθουσιασμένος με το μικρό «σκατούλι», τον είχε πάρει αγκαλιά και έπαιζε, τρέχοντας από την μια μεριά στην άλλη. Ο Λάφιλος τον αγριοκοίταξε για να ησυχάσει, αλλά ο μικρός του σύντροφος είχε ανέβει σε άλλον κόσμο. Ο Λίχης καθόταν στο άνοιγμα της πόρτας μακριά από το φως της δάδας και της εστίας, με την προσοχή του στραμμένη στην αυλή και στον χώρο που την περιέβαλλε. Η στρατιωτική του εκπαίδευση δεν του επέτρεπε να εγκαταλείψει αφύλακτα τα «νώτα» τους, δεν μπορούσε να αισθανθεί ήσυχα, ασφαλής και άνετα, σ’ ένα μέρος που δεν το γνώριζε. Αντίθετα ο Ευρυάναξ, δίπλα από τον νησιώτη έδειχνε πιο «ευτυχισμένος» κοντά στην παρέα, αν και το βλέμμα του, συνέχεια «πέταγε» στην μεριά του συντρόφου του. Το λιγοστό φως, έκανε τα δικά του παιγνίδια στους τοίχους και το αεράκι όλο και λέρωνε με σκόνη και χώμα τον χώρο. Το καλαμποκένιο ψωμί και το κρασί, ήταν αρκετά να χορτάσουν την πείνα τους, να τους κάνει να αισθανθούν πιο λεύτεροι. Ο Θεμίστιος τους έβλεπε και στο μυαλό του ερχόταν η μάχη, όλο αυτό το φονικό που είχε γίνει κάποιες ώρες νωρίτερα. Κι αυτοί ήταν οι άνθρωποι που μέχρι πριν λίγο, έσφαζαν και ξεκοίλιαζαν … ανθρώπους και τώρα ήρεμοι, λες και δεν είχε γίνει τίποτα, έτρωγαν, έπιναν και προσπαθούσαν να κρατήσουν μίσος για να εκδικηθούν τον βιαστή της Ελπινίκης. Τους θαύμαζε έτσι που τους έβλεπε σκληρούς μαχητές, αλλά ο τρόμος του έτρωγε την καρδιά. «Κι αν καταλάβουν την αλήθεια…», σκέφτηκε μελαγχολικά. «Αν με πάρουν για συνένοχο του Κτήσιου; Αν νομίσουν ότι κι εγώ την βίασα; Αν…», σκέψεις που δεν τον άφηναν ήσυχο. Δεν ήταν ο φόβος για την ζωή του, ήταν φόβος για κάτι άλλο, δεν ήξερε κι αυτός τι ήταν αυτό το κάτι άλλο, αλλά … φοβόταν. Τα μάτια του έστρεφαν πότε προς την Ελπινίκη, πότε προς τον έμπορο και ίσως η εικόνα αυτή να του προκαλούσε πρόσθετη μελαγχολία, αφού το σκίρτημα της ζήλειας τον ενοχλούσε. Κι όμως τα μάτια δεν μπορούσε να τα τραβήξει από κει. Από πάνω τους. Ο Ευρυάναξ, πρόσεξε το λίγο παράξενο ύφος του, σταμάτησε να τρώει και μισοκλείνοντας τα μάτια, άρχισε να παρακολουθεί τον Θράκα προσεκτικά. Το μισοσκόταδο προσέφερε την καλύτερη γι αυτό κάλυψη.
-«Λοιπόν, είσαι πιο καλά;», ακούστηκε η φωνή του Αθηναίου. Η γυναίκα στην αγκαλιά του δεν ήθελε να χάσει τίποτα αυτή την στιγμή, την μυρωδιά του, την αίσθηση των χεριών του, την ανάσα του, την ζέστη του κορμιού του. Κούνησε απλά το κεφάλι καταφατικά και σφίχτηκε πάνω του πιότερο. Τα μαλλιά της είχαν μπλεχτεί με τα γένια του, τα δάχτυλά της με τα δικά του και η αναπνοή της είχε συντονιστεί στον ρυθμό του στήθους του. Τώρα έμοιαζαν σαν ένα σώμα με δυό κεφάλια, μια ανάσα , ένα σκοπό. Τώρα είχαν και οι δυό τους καταλάβει το μέλλον τους. Το χέρι της ακούμπησε τα ακροδάχτυλά του, τα σήκωσε στο στόμα της και τα φίλησε με υγρά και καυτά χείλη. Τα έσφιξε όσο μπορούσε:
-«Μην μ’ αφήσεις ποτέ…», ψιθύρισε ξέπνοα. Άφησε το σώμα της να πέσει απαλά στην αγκαλιά του, καθώς από την συγκίνηση και τους πόνους, λιποθυμούσε. Δεν πρόλαβε ν’ ακούσει τον όρκο του άντρα για παντοτινή, κοινή ζωή.
Η νύχτα πέρασε χωρίς σχεδόν κανείς, αν αφαιρέσεις τον Αμεινία, να κουνηθεί από την θέση του. Ο Τελευτίας δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι, μόνο που ανακαθισμένος χάιδευε τα μαλλιά της Ελπινίκης. Είχε παρατηρήσει και εκείνος το περίεργο βλέμμα του Ευρυάνακτα προς τον Θράκα και κάτι σαν ανησυχία ή απορία είχε περάσει από το μυαλό του. Κάτι απροσδιόριστα παράξενο. Δεν φοβόταν για την πίστη της γυναίκας, ούτε για το ποιος ήταν ο Θεμίστιος, πίστευε στα λόγια της συντρόφου του, αλλά … κάτι τον ενοχλούσε κι απ’ ότι κατάλαβε όχι μόνο αυτόν. Έδωσε τόπο στην περιέργειά του και προσπάθησε να μην ενοχλήσει την κοιμωμένη πάνω του γυναίκα. Πρόσεξε ότι ο Λίχης, είχε βγει έξω στην αυλή και ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο, στο χώμα, σκεπασμένος με τον μανδύα του, έτσι που από απόσταση να δείχνει σαν ένας βράχος, να μην διαφέρει από το περιβάλλον. Τον είχε ακολουθήσει και ο Ευρυάναξ, μόνο που εκείνος δεν κοιμόταν, αλλά λίγο πιο μακριά απ’ τον συμπολεμιστή του, από αμηχανία, έξυνε ένα κλαδί με το μεγάλο του μαχαίρι. Ο Παίωνας, πήγε και κάθισε δίπλα του, έβαλε την μουσούδα στα μπροστινά του πόδια και έκλεισε τα μάτια. Γρύλλισε σαν άνθρωπος που αναστενάζει. Μετά επικράτησε απόλυτη ησυχία, όσο ήσυχη μπορεί να είναι μια Αττική νύχτα, που άφηνε τα δέντρα να τραγουδούν το αιώνιο άσμα τους με τον αέρα. Κάποιοι μεταλλικοί θόρυβοι, απ’ το πεδίο της μάχης, μόλις που έφταναν στ’ αυτιά τους. Μόνο τα κουνούπια που βούιζαν πάνω από τα κεφάλια τους μ’ εκείνο τον ανατριχιαστικό τους ήχο που συναγωνίζονταν τα μακρινά τζιτζίκια. Κάπου – κάπου ένα τριζόνι, δήλωνε την παρουσία του.
Πριν ακόμα ο ήλιος κάνει την μεγαλόπρεπη παρουσία του, πριν ακόμα οι νυχτερίδες καταλάβουν ότι έφτανε η στιγμή της ξαπόστασης τους, ο Θράκας είχε αρχίσει τις πρωινές του δουλειές. Με το χαρακτηριστικό του βήμα, είχε απομακρυνθεί από την καλύβα και κατεβαίνοντας το μονοπάτι προς τα έλη, είχε αρχίσει να μαζεύει ξύλα για την φωτιά. Προσπάθησε να μην πάει προς την Ελπινίκη, να δει την κατάστασή της, όπως θα έκανε σε άλλη περίπτωση, φροντίζοντας να μένει μακριά από το ζευγάρι. Ο Ευρυάναξ, αντελήφθη την κίνηση του Θεμίστιου, αλλά ξαπλωμένος στο χώμα, προσποιήθηκε τον κοιμισμένο και μισόκλεισε τα μάτια του. Έψαξε τον Λίχη με το βλέμμα και είδε τον Λακεδαίμονα να παρατηρεί κι αυτός τον άνδρα που απομακρυνόταν. Μια πληγή στο πόδι, αποτέλεσμα της μάχης, είχε αρχίσει να αιμορραγεί πάλι, αλλά ο άντρας δεν του έδινε καμιά σημασία. «Να μια δουλειά για ξένο μας…!», σκέφτηκε ο Σπαρτιάτης, «… ν’ αποδείξει και την αλήθεια των λόγων του…»
Οι δυό άντρες μετά από δέκα λεπτά σηκώθηκαν και προσπάθησαν να τεντώσουν τα μέλη τους. Η κούραση είχε τώρα αρχίσει να τους επηρεάζει, τώρα που, η αδρεναλίνη της μάχης είχε αρχίσει να καταλαγιάζει. Χωρίς να αλλάξουν κουβέντα, ετοιμάστηκαν και άρχισαν να κατηφορίζουν κι αυτοί το μονοπάτι, λες και ήταν στο κατόπι του Θράκα. Τον βρήκαν σκυμμένο, φορτωμένο με κλαδιά και άλλα ξύλα, να σκύβει πάνω σ’ ένα αρκετά μεγάλο κορμό που ήταν μισοχωμένος στο έδαφος. Από τον ιδρώτα του φαινόταν η μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε να τον σηκώσει. Το έκανε πριν προλάβουν οι άλλοι να τον βοηθήσουν.
-«Έχεις δυνατά χέρια ε;», τον ρώτησε ο Ευρυάναξ
Ο Θεμίστιος χαμογέλασε και με μια απότομη κίνηση πήρε αγκαλιά το βαρύ ξύλο:
-«Να είχα και γερά πόδια! Τι πιο ωραίο!», απάντησε με το πρόσωπο κατακόκκινο. Η Ελπινίκη δεν είχε πει ότι ήταν σκλάβος που είχε δραπετεύσει, σε κανέναν κι εκείνος δεν θα το έλεγε τώρα. Ειδικά στους Σπαρτιάτες, που ήξερε και τις αντιλήψεις τους γι αυτό το θέμα, αλλά και την συμπεριφορά τους σε δραπέτες. Τους κοίταξε καλά στα μάτια και είδε κάτι σαν δυσπιστία, μια γενική δυσπιστία στο βλέμμα τους και μια … πως θα το έλεγε κανείς… συγκαλυμμένη επιθετικότητα. Εκείνη δεν απάντησαν στο χαμόγελο του, αλλά δεν φάνηκαν και διατεθειμένοι να συνεχίσουν την κουβέντα μαζί του. Γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν έτσι ξαφνικά όπως είχαν έρθει. Σε λίγο είχαν εξαφανιστεί απ’ τα μάτια του πρώην σκλάβου. Τους είδε όταν έστριβαν προς το λόφο των νυμφών, εκεί που ήταν και έβλεπε κι εκείνος την μάχη, την προηγούμενη μέρα. Άφησε τον κορμό στο χώμα και έκατσε, φορτωμένος τα άλλα ξύλα στην πλάτη, σε μια μεγάλη πέτρα να ξεκουραστεί. Ξεφύσηξε και σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο. Έτριψε τα γόνατα του, ήπιε λίγο νερό απ’ το μικρό δερμάτινο ασκί που είχε δεμένο στην ζώνη του. Πήρε το δρόμο της επιστροφής, στην μικρή καλύβα.
Είδε τον Τελευτία να προσπαθεί να ισιώσει κάποιο ξύλο του φράχτη. Πρόσεξε ότι ήταν, παρά την ηλικία του, αρκετά δυνατός και επιδέξιος άντρας και κάποιος καλοδιάθετος …μπορούσε να τον πει και ωραίο! Φορούσε ένα χοντρό χιτώνα από λινάρι και ήταν ξυπόλυτος, με τα πόδια να βουλιάζουν στη λάσπη της αυλής. Τα μπράτσα του είχαν φουσκώσει απ’ την προσπάθεια και οι φλέβες των χεριών πετούσαν, σαν φίδια. Ο πολεμιστής είχε ξαναγίνει ένας απλός άνθρωπος που έδινε σημασία στα καθημερινά του προβλήματα, στην οικογένεια και την βιοπάλη. Γνώριζε ότι ήταν έμπορος και αυτές οι δουλειές πρέπει να του ήταν λίγο άγνωστες, το είδε ευκαιρία να διδάξει και τον πλησίασε. Τα γόνατά του πάλι πονούσαν, έβαλε όμως όλες του τις δυνάμεις. Υπολόγισε ότι έπρεπε να γίνει αρεστός, μέχρι και συμπαθής στον Αθηναίο… να έμενε εκεί μαζί τους προς το παρόν και μετά θα έβλεπε τι μπορούσε να κάνει. Έπιασε το βαρύ ξύλο στα μπράτσα του, είχε ήδη τακτοποιήσει τα κούτσουρα που κουβαλούσε και με την μεγάλη του δύναμη το σήκωσε ψηλά στον αέρα, δίνοντας την ευκαιρία στον άλλο να περάσει την από κληματόβεργα θηλιά. Χαμογέλασε και προσπάθησε να πιάσει κουβέντα. Το πρόσωπο του Τελευτία όμως ήταν βλοσυρό. Ο θυμός ήταν ακόμα κυρίαρχος στο μυαλό και τα μάτια του, έπλαθαν δικές τους εικόνες, εξευτελισμού και βίας.
-«Αν θέλεις μπορώ να επιδιορθώσω όλη την περίφραξη. Ξέρω καλά από τέτοια…»
Ο Αθηναίος σταμάτησε να δουλεύει και τον κοίταξε με σμιχτά τα φρύδια, με τα μάτια του μαύρα, λες και κάτι άγριο κατοικούσε μέσα τους. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα σε αυτή την στάση. Τον περιεργαζόταν και μάλιστα ξεδιάντροπα και βαθιά. Έκανε να μιλήσει αλλά ο Θεμίστιος τον πρόλαβε:
-«… αν μου επιτρέπεις, … ζητάω την φιλοξενία σας. Θα δουλεύω για να ξεπληρώσω, μπορώ και το φαγητό μου να … κυνηγάω μόνος μου. Απλά … να… ήθελα την παρέα σας… για λίγο καιρό…»
-«Γιατί; Τι την θέλεις την συντροφιά μας; Δεν φαίνεται να είσαι άντρας που εξαρτάσαι από άλλους! Τι είναι αυτό που φοβάσαι;»
Ο Θεμίστιος δεν περίμενε τέτοια απάντηση, τουλάχιστον όχι τόσο ωμά. Κοίταξε προς την μεριά της Πεντέλης και άφησε τον αέρα να του ανακατέψει τα μαλλιά. Πραγματικά φοβόταν, μόνο που και ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον φόβιζε. Η μοναξιά; Μπα… ποτέ δεν τον είχε απασχολήσει τέτοιο θέμα. Η αιχμαλωσία; Όχι βέβαια, γιατί από την ώρα που είχε δραπετεύσει ήξερε την μοίρα του. Και μάλιστα θα μπορούσε πιο εύκολα να γλιτώσει μόνος του, χωρίς την πιθανότητα κάποιος να τον καταλάβει. Τότε τι; Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε κάποια απάντηση. Κοίταξε τον άντρα απέναντί του:
-«Δεν ξέρω κι εγώ, ίσως να θαυμάζω εσάς… τους πολεμιστές … τους νικητές!», προσπάθησε να τον κολακέψει.
Ο Τελευτίας δεν ήταν από τους ανθρώπους που δεν θα καταλάβαιναν την κολακεία. Έμπορος και επιπλέον μεσήλικας, μπορούσε να αντιληφθεί τις έννοιες πίσω από τα λόγια. Μπορούσε να διακρίνει την ποιότητα και την αξία κάθε ανθρώπου. Και τώρα κάτι του έλεγε, ότι ο συνομιλητής του είχε κάτι καλό, διέκρινε κάτι πολύ καλό, αλλά και κάτι να πλανάται σαν… απειλή! Μια αδιόρατη απειλή που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο να σηκωθούν όρθιες.
-«Πες μου τι έγινε εκείνη την νύχτα. Ποιος χτύπησε την Ελπινίκη; Ποιο ζώο φέρθηκε έτσι;», τον ρώτησε απότομα. Τον κοίταγε στα μάτια προσπαθώντας να μεταφράσει κάθε βλεφάρισμα, κάποια αναποφασιστικότητα. Καιγόταν να μάθει, να εκδικηθεί.
Ο Θεμίστιος του είπε την ίδια ιστορία που είχε και στην γυναίκα πει. Την είχε τόσο πολύ διαχειριστεί και επεξεργαστεί μέσα του, ήταν τόσο ψεύτικη, που την επανέλαβε σχεδόν με τα ίδια λόγια. Του είχε γίνει βίωμα αυτός ο μύθος, σε τέτοια σημείο που άρχισε κι εκείνος να τον πιστεύει. Δεν είχε παραλείψει ούτε ένα σημείο στίξης, ούτε μια ανάσα παραπάνω.
Ο Τελευτίας δεν μπορούσε να καταλάβει πολλά πράγματα από την αφήγησή του. Του φαίνονταν κομμάτια ασύνδετα και ριγμένα σε ένα ψέμα. Τον κοίταγε αμίλητος. Παραήταν πολλές οι συμπτώσεις σε αυτά που του έλεγε. Δεν μπορούσε να πιστέψει, ότι ο ξένος βρέθηκε εκεί την κατάλληλη στιγμή, λίγο πριν αποβεί μοιραίο για την Ελπινίκη το περιστατικό, πως μπορεί να ενέπνευσε τον φόβο στον δράστη με αυτό το παρουσιαστικό του, με αυτό το περπάτημα, πως κάθισε εκεί, αντί να φύγει, με το φόβο να τον κατηγορήσουν για το συμβάν και τέλος τι ήταν αυτό που τον έκανε να περιποιηθεί την γυναίκα και το μωρό. Μα το μυαλό πρώτα πήγαινε στην προέλευση. Από πού είχε έρθει αυτός ο Θράκας; Από τι προσπαθούσε να γλιτώσει; Γιατί δεν έφυγε όταν γύρισε αυτός; Γιατί, γιατί…. Γιατί; Κοίταξε προς την μεριά της μικρής καλύβας:
-«Είσαι φυγάς; Ε; αυτό είναι! Κι αν είσαι φυγάς, δύο πράγματα συμβαίνουν. Το πρώτο να είσαι απατεώνας ή εγκληματίας και δεύτερο… σκλάβος. Σωστά δεν μιλάω; Τι είσαι λοιπόν; Δεν θα ήθελα να το μάθω από κάποιον άλλο, γιατί τότε δεν θα μπορούσα να επέμβω. Θα βρισκόμουν προ τετελεσμένου γεγονότος. Πες μου λοιπόν την αλήθεια και άσε τις αηδίες που με έχεις φορτώσει τόση ώρα. Άντε ξέρνα τα κι αν δεν είσαι εγκληματίας, δεν πρόκειται να σταθώ εμπόδιο μπροστά σου, ίσα – ίσα που για ευχαριστώ θα σε βοηθήσω. Όπως και αν μπορώ»
Δεύτερη φορά ο Θεμίστιος καταλάβαινε ότι το παραμύθι του ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. Κι αν η Ελπινίκη σαν γυναίκα που ήταν μπόρεσε και κατάλαβε την αλήθεια, πως είχε την απαίτηση να καταπιεί το ψέμα του ένας κοσμογυρισμένος έμπορος. Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τα σανδάλια του. Πήρε βαθιά ανάσα και φάνηκε ότι έσπαγε. Φάνηκε ότι θα μιλούσε την αλήθεια:
-«Φονιάς είμαι…», είπε κοφτά και γύρισε απότομα τα μάτια να δει την αντίδραση του Αθηναίου. «Όπως το ακούς … φονιάς είμαι. Αλλά δεν με κυνηγάνε γι αυτό. Όχι, όχι γι αυτό. Και σκλάβος ήμουνα , αλλά δεν έγινα φονιάς για να δραπετεύσω. Μη το νομίσεις έτσι. Φονιάς του φίλου μου έγινα κι όμως στα μάτια μου, δεν είμαι άτιμος, δεν είμαι τιποτένιος…»
Ο Τελευτίας δεν είχε σοκαριστεί, γιατί κάτι τέτοιο περίμενε. Ίσως και μετά την μάχη κάτω στην παραλία, ο θάνατος να μην του φαινόταν και τόσο ξένος όπως πριν από μερικές μέρες. Ακόμα η μυρουδιά του αίματος, ήταν στα ρουθούνια του. Έκανε υπομονή και δεν μίλησε, μέχρι ο ξένος να τελειώσει την ιστορία του, αυτή που τώρα φαινόταν πιο πιστευτή.
-«… οι θεοί ξέρουν ότι έχω δίκιο, ξέρουν ότι η αδικία δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Αυτή η αηδία που ένοιωσα εκείνη την στιγμή, ακριβώς πριν τον φόνο, πρέπει να οδήγησε το χέρι μου, με εντολή των Θεών. Λυπάμαι για ότι έγινε, αλλά αν δεν … γινόταν, εκείνη η γυναίκα…», έδειξε με το δάχτυλο την καλύβα, «… δεν θα ζούσε να σε περιμένει. Θα είχε διαβεί τον Αχέροντα και τώρα θα ήσουν μόνος να θρηνείς…»
-«Τι θέλεις να πεις άνθρωπέ μου; Γιατί δεν θα ζούσε;», έκανε μια κίνηση να τραβήξει το μεγάλο μαχαίρι που είχε στη μέση του…
-«… μη βιάζεσαι να το βγάλεις, μην κρίνεις πριν ακούσεις όλη την αλήθεια. Μετά αποφασίζεις, όπλο δεν έχω και μην νομίζεις ότι θα προβάλω αντίσταση στα σχέδια σου. Μόνο άκου…»
Σηκώθηκε και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Περίεργος ο Τελευτίας σηκώθηκε σαν ελατήριο και τον ακολούθησε. Περπάτησαν μέχρι το πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί στην άκρη του φράχτη ο Θράκας του έδειξε ένα κομμάτι φρεσκοσκαμμένου χώματος πρόχειρα σκεπασμένο με χόρτα κα θάμνους. Ο Αθηναίος γονάτισε και με το χέρι του ψηλάφισε το έδαφος. Γύρισε το βλέμμα στον όρθιο από πάνω του ξένο.
-«Μάλιστα …», είπε. «Τάφος είναι; Του … φίλου σου ο τάφος;»
Ο Θεμίστιος έγνεψε καταφατικά. Κάθισε σε μια πέτρα και μηχανικά έτριψε τα γόνατα του. Είπε στον άντρα απέναντί του, όλη την ιστορία, όλη την αλήθεια. Του υπογράμμισε ότι η γυναίκα ήξερε τα πάντα, εκτός από τον φόνο και την σχέση του με το θύμα. Συμφώνησε και ο έμπορος ότι δεν ήταν ανάγκη να μάθει η Ελπινίκη κάτι περισσότερο. Εκείνη την ώρα ακούστηκε η φωνή της και παρουσιάστηκε στην γωνιά της καλύβας. Οι δυό άντρες σηκώθηκαν απότομα και προχώρησαν προς το μέρος της, ο Τελευτίας με μια υποψία χαμόγελου στο στόμα και ο Θράκας, με ένα σκεφτικό ύφος. Τώρα μόλις είχε συνειδητοποιήσει, τι ήταν αυτό που φοβόταν μην χάσει…!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου