Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45
Προσπαθούσε να διακρίνει στο βάθος του δρόμου κάτι που του φάνηκε ότι κινιόταν επιφυλακτικά και με μεγάλη ταχύτητα από θάμνο σε θάμνο. Δεν είχαν φύγει μακριά από την μικρή καλύβα, την προηγούμενη ακόμα μέρα, αλλά αυτή η πληγή στο πόδι καθυστερούσε πολύ τους δυό συντρόφους. Ο Λίχης, έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του. δεν ανησύχησε και πολύ, γιατί μετά την αρρώστια του, δεν είχε πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στην παρατηρητικότητά του και ο Ευρυάναξ δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται τίποτα. Όλα τον οδηγούσαν να πιστέψει ότι μάλλον λάθος θα είχε κάνει. Στηρίχτηκε στο μεγάλο του δόρυ που είχε μετατρέψει σε στήριγμα και προσπάθησε να συνεχίσει τον δρόμο του, πίσω από την πλάτη του φίλου του. Προσπαθούσε να σκεφτεί διάφορα ευχάριστα πράγματα για ν’ αντέξει τον πόνο, διαπίστωσε όμως, ότι, ευχάριστα δεν υπήρχαν μέσα στο μυαλό του. Μόνο μάχες και νεκροί έρχονταν μπροστά του, τα σκληρά παιδικά του χρόνια και η απελπισία του να μην μπορεί να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του, υπακούοντας στην σκληρή πειθαρχία της πόλης του. Κι αυτές οι μάχες πια… συνεχόμενες και αιματηρές…Τα τελευταία τζιτζίκια για αυτό το καλοκαίρι, προσπαθούσαν να τραγουδήσουν το τελευταίο τους τραγούδι πριν τον χειμερινό τους θάνατο. Το τελευταίο μονότονο, πένθιμο άσμα τους, σαν αποχαιρετισμός στην όμορφη ζήση. «Αυτό είναι…», σκέφτηκε ο Σπαρτιάτης, «… αυτό είναι…. Η ομορφιά της ζήσης! Το χρώμα και το άρωμα των θνητών! Η φτιάξη των πραγμάτων και η ακτινοβολία των ανθρώπινων τεχνουργημάτων!».
Για πρώτη φορά στην λιγόχρονη ζωή του, ο νους είχε τολμήσει να σκεφτεί πέρα από τη συλλογική θέληση, πέρα από το κοινό συμφέρον που διατυμπάνιζε η πόλη του. Τώρα έβλεπε τα καταπιεσμένα «θέλω» του σαν όνειρα που τριβέλιζαν την καρδιά του, την ψυχή του και να τρέχουν μες το αίμα των φλεβών του, σαν μικρά σκουλήκια που έψαχναν να τον καταβροχθίσουν. Πάλι παρατήρησε ότι, μα έτσι, μα αλλιώς το μυαλό έβαζε σε κάθε σκέψη του το … αίμα. Χαμογέλασε και …. Νάτο πάλι, εκείνο το κούνημα των θάμνων πίσω του… και δεν ήταν ο αέρας! Γονάτισε πίσω από μια πράσινη συστάδα πεσμένων κλαδιών και βάτων. Επικέντρωσε το βλέμμα στο σημείο που υποψιάστηκε ότι είδε την αστραπιαία κίνηση. Τίποτα! Και ο Ευρυάναξ προχωρούσε μπροστά του, χωρίς να έχει πάρει κάτι είδηση. Σηκώθηκε πάλι να ακολουθήσει τον σύντροφό του, κουνώντας το κεφάλι μελαγχολικά, φοβούμενος για την πνευματική του υγεία. Προχώρησαν αμίλητοι για περίπου δύο ώρες ακόμα και σαν ο ήλιος μεσουράνησε, έκατσαν σε κάποιες κοτρώνες, κάτω από ένα μεγάλο και φουντωτό πλατάνι, προσπαθώντας να καλυφθούν από τον λαμπερό αστέρα. Έβγαλαν από το μικρό δισάκι που κουβαλούσε ο Λίχης λίγο ψωμί και ελιές, κρεμμύδια και αμύγδαλα.
-«Τι έχεις; Πονάς; Θέλεις να καθίσουμε για σήμερα εδώ; Να ξαποστάσουμε σήμερα;»
-«Όχι, καλά είμαι, πονάει λίγο το πόδι, αλλά όχι και τίποτα σοβαρό… απλά ενοχλεί…»
-«Σε είδα λίγο ανήσυχο, σαν κάτι να σε βασανίζει…»
-«Τίποτα το ιδιαίτερο, απλά να…»
-«Τι να;»
-«Έχω την εντύπωση, από το πρωί, ότι κάποιος… κάτι τέλος πάντων μας ακολουθεί, αλλά μπορεί να είναι και η φαντασία μου… μπορεί να είναι κατάλοιπα από τον πυρετό…»
Ο Ευρυάναξ τον κοίταξε με εκείνη την σκοτεινή του ματιά. Έβαλε μια μπουκιά στο στόμα, έφτυσε στο χώμα και ξερόβηξε. Άπλωσε το χέρι, έπιασε το φλασκί με το κρασί και κατέβασε μια σεβαστή γουλιά που του προκάλεσε ένα σύντομο ρέψιμο. Σκούπισε τα γένια και το μέτωπό του απ’ τον ιδρώτα:
-«Δεν είναι παιγνίδι της φαντασίας σου…», του είπε χαμογελώντας. Ήπιε άλλη μια μεγάλη γουλιά από το δερμάτινο φλασκί. «Μας ακολουθεί κάποιος εδώ και πολλές ώρες κι αν δεν το πρόσεξες καλά, μπορώ να πω… από χθες το βράδυ…», ξανά σκούπισε τα γένια του με την ανάστροφη του χεριού και βάλθηκε να παίζει στρίβοντάς τα με τα δάχτυλά του.
-«Και δεν ανησυχείς; Δεν θέλεις να μάθεις τι γυρεύει; Τι θέλει;»
Ο Ευρυάναξ γέλασε, με ένα γέλιο σύντομο και κοφτό. Τράβηξε άλλη μια γουλιά από το ζεστό κρασί:
-«Γιατί να ανησυχήσω; Και ποιος σου είπε ότι δεν ξέρω τι θέλει;»
Ο έκπληκτος Λίχης προσπαθούσε να καταλάβει. Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση του φίλου του, αλλά τον παραξένευε αυτή η … ηρεμία του. Κανένας Λακεδαίμονας δεν θα κράταγε τέτοια στάση αν καταλάβαινε ότι τον παρακολουθούσαν. Έκανε να τον ρωτήσει μα εκείνος τον πρόλαβε:
-«Και τι έχω να φοβηθώ από ένα κοριτσάκι, είναι δεν είναι δεκαέξι χρονών, που σε λίγο θα λιποθυμήσει από την κούραση; Και είναι και ξένη σ’ αυτόν τον τόπο! Με ρωτάς ακόμα αν ξέρω τι θέλει;»
-«Ποιο είπες; Κοριτσάκι; Εννοείς…»
-«Ναι, εννοώ την μικρή Ασιάτισσα, την Νούσα, έτσι δεν την λένε; Αυτή την ζωντανή αμαρτία, που σε πρόσεχε όσο ο πυρετός σε είχε ρίξει ανήμπορο στο κρεβάτι. Και δεν ξέρω αν μόνο εσένα είχε ρίξει ο πυρετός στο κρεβάτι… βλέπεις οι αδυναμίες δεν κρύβονται…»
Ήπιε πάλι κρασί και γέλασε με το ύφος του φίλου του, με την αμηχανία και την προσπάθειά του να πάρει μια απόφαση. Τίποτα πιο αστείο και πιο διασκεδαστικό, από έναν στρατιώτη σκληροτράχηλο και μοναχικό που έχει πέσει στα δίχτυα του έρωτα.
-«Και είναι … μόνη της; Χωρίς τον πατέρα της; Και πως το κατάλαβες;»
-«Πως το κατάλαβα… μάλιστα. Ρωτάς εμένα πως το κατάλαβα! Μάλλον έπρεπε να αντιστρέψω την ερώτηση και να ρωτήσω εσένα πως δεν το κατάλαβες. Τέλος πάντων… εκείνη είναι, η μικρή … ερωτευμένη με τον σύντροφό μου Λίχη, Περσίδα…. Α, συγγνώμη από τους Φοίνικες κατάγεται!». Τώρα γελούσε δυνατά. Καθάρισε ένα μεγάλο στρογγυλό κρεμμύδι και με ένα χρατς έκοψε με τα δόντια του ένα μεγάλο κομμάτι. Πρόσφερε το άλλο μισό, αλλά ο Λίχης δεν άπλωσε το χέρι να το πάρει, δεν μπορούσε να κατέβει τίποτα κάτω στο στομάχι, που το ένοιωθε δεμένο κόμπο. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να μην γυρίσει το κεφάλι προς τα πίσω, να μην δείξει την λαχτάρα του και την αγωνία, για εκείνα τα μαύρα μάτια και τα χυτά μελαχρινά πόδια. Άθελά του όμως χαμογέλασε και το βλέμμα του φάνηκε προς στιγμήν, παγωμένο ή πιο σωστά θολό, σε σκέψεις. Και αυτές ήταν επιτέλους όμορφες. Ο Ευρυάναξ το παρατήρησε και γελώντας σηκώθηκε. Πήγε μερικά μέτρα πιο κάτω, δίπλα σε ένα γέρικο δέντρο και ούρησε, αφήνοντας μικρούς αναστεναγμούς απόλαυσης. Σήκωσε το δεξί του χέρι προς τη μεριά του «κατασκόπου» και χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, έκανε νόημα προς την κοπέλα να πλησιάσει, σίγουρος ότι εκείνη παρακολουθούσε κάθε τους κίνηση. Τίποτα δεν σάλεψε στο βάθος του μονοπατιού, καμιά κίνηση που να δείχνει ότι κάποιος παραμόνευε εκεί. Χαμογέλασε! Έκανε τώρα πιο επιτακτική την ίδια χειρονομία. Επιτέλους, ένα μικρό, αδύναμο πλάσμα, σαν μικρό αγριμάκι, πετάχτηκε από τα σχίνα περίπου εκατό μέτρα πιο μακριά. Τα μεγάλα της μάτια, ήταν σίγουρος, κοίταζαν μια τον ένα, μια τον άλλο, προσπαθώντας κι εκείνη με τη σειρά της να καταλάβει την επόμενή της κίνηση. Κοίταγε εκείνες τις υπέροχες πλάτες του καθισμένου ακόμα Λίχη και ήθελε να τρέξει, να πέσει πάνω τους, να τις χαϊδέψει, να τις γρατζουνίσει ακόμα, να τις νιώσει μέσα στις ιδρωμένες της παλάμες. Και τότε ο άντρας γύρισε και την κοίταξε! Λες και Θεϊκή λάμψη είχε ξεπροβάλλει από αυτό το πρόσωπο. Και πόσο την εκνεύριζε αυτός ο μονότονα δυνατός ήχος, από το γέλιο του Ευρυάνακτα!
Κατέπνιξε την επιθυμία της και κάθισε στις φτέρνες. Είδε τον «καλό» της να σηκώνεται και τους μυς στα χέρια και στην κοιλιά του να τεντώνονται, κάτι που την έκανε να μεθύσει αν και δεν είχε πιεί ούτε γουλιά κρασί. Κι όταν εκείνος την πλησίασε και έσκυψε σιμά της, … την πήραν τα κλάματα. Τώρα δεν είχε να δικαιολογηθεί για τίποτα, δεν ένιωθε ότι είχε να μετανιώσει για κάτι. Μπορούσε να απολαύσει αυτό που την περίμενε, με όσα προβλήματα κι αν θα έρχονταν, ένιωθε γίγαντας, τιτάνας τώρα.
Ο άντρας την αγκάλιασε με εκείνο το σαν γρανίτης σκληρό μπράτσο του, την είδε να μισοκλείνει τα μάτια και να σηκώνεται με την παρότρυνσή του. Ο Ευρυάναξ τους είδε να πλησιάζουν κοντά του και συνέχισε το φαγητό του, χωρίς να πει κουβέντα, τι να πει άλλωστε για κάτι που το περίμενε απ’ την αρχή, με ένα μειδίαμα στο πρόσωπο. Επικράτησε απόλυτη σιωπή, υποδήλωση αποδοχής (;), αν και πολλές ερωτήσεις περίμεναν στο στόμα των Σπαρτιατών. Το ψωμί που προσέφεραν στην νέα, εξαφανίστηκε αστραπιαία από την πεινασμένη και ταλαιπωρημένη Νούσα. Τα πόδια της είχαν γεμίσει με αίματα από τις σκληρές και κοφτερές πέτρες και τα αγκάθια, τα σανδάλια της είχαν ξηλωθεί και το κοντό της ιμάτιο είχε γεμίσει τρύπες και σκισίματα. Το δεξί της χέρι είχε μια μεγάλη γρατζουνιά από τον αγκώνα ως την παλάμη που αιμορραγούσε, ευτυχώς όχι πολύ, αν και δεν είχε δείξει ότι την πείραζε. «Γενναίο κορίτσι…», έκανε τη σκέψη ο Λίχης, «… γενναίο και … όμορφο!».
Το βράδυ τους βρήκε γύρω απ’ την φωτιά που νωρίτερα είχαν ανάψει, να μιλούν τώρα, και να προσπαθούν να ζεσταθούν από την δροσιά του Μεταγειτνιώνα. Η Ασιάτισσα εξιστόρησε την δική της ιστορία, από την στιγμή που εκείνοι είχαν φύγει από την καλύβα του Τελευτία. Είπε ότι δεν ήθελε να γυρίσει με τον πατέρα της πίσω στην Ασία, προτιμούσε να είναι εκεί μαζί τους, στην Ελλάδα, να… μετά όμως δεν μπόρεσε να ορθώσει άλλη κουβέντα που να δικαιολογεί την πράξη της αυτή. Με την Δωρική του ειρωνεία ο Ευρυάναξ, την έβγαλε από την δύσκολη θέση:
-«Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, γοητεύτηκες από την … ομορφιά των Ελλήνων, την αντρειοσύνη τους … και την εξυπνάδα και όπως ήταν φυσικό, έκανες αυτή την επιλογή ε; Βέβαια μπορεί και να γοητεύτηκες από ένα μόνο Έλληνα, μόνο από μία ομορφιά και μόνο μία αντρειοσύνη… ε; Και αυτόν τον «κάποιο μόνο Έλληνα» τυχαίνει να τον ξέρω, έτσι; Ας πούμε ότι αυτός ο κάποιος λοιπόν, είναι και φίλος μου, ας πούμε λέω… θα ήταν αρκετός ο λόγος να απαρνηθείς τον πατέρα σου και την πατρίδα σου, αν έχεις πατρίδα με την έννοια που της δίνουμε εμείς»
Η σιωπή της κοπέλας τον έκανε να γελάσει αλλά και εξοργίσει τον Λίχη που δεν του άρεσε να την «στριμώχνει» με πράγματα που δεν θελαν εξηγήσεις. Ανακάτεψε τα κούτσουρα κοιτώντας την έντονη φωτιά, καταπατώντας τον άγραφο νόμο των πολεμιστών, (ποτέ ένας πολεμιστής δεν κοιτάζει την φωτιά, αφού μπορεί να του περιορίσει την όραση) και πρόσθεσε μερικά μικρά κομμάτια ξύλου, που τσίριξαν πετώντας μικρές σπίθες ολόγυρα. Σκέπασε με τον μανδύα του την πλάτη της Νούσας και σταύρωσε τα χέρια αγκαλιάζοντας τα γόνατα του. ο στόχος του ταξιδιού τους, δεν ήταν η Σπάρτη, δεν ήταν η Λακωνία. Δεν θα μπορούσαν να κινηθούν εκεί, να μείνουν εκεί, να ζήσουν μια ζωή εκεί. Στόχος τους ήταν η Κόρινθος και ιδιαίτερα για τον Ευρυάνακτα, στόχος του ή καλύτερα μόνιμη σκέψη του… η Αγαθόκλεια. Τυλίχτηκε με τον πολεμικό κόκκινο μανδύα του και προσπάθησε να κοιμηθεί, αφήνοντας τους δυό άλλους να συνεχίσουν την αναγνώριση των αισθημάτων τους. Ο γκιώνης που καλούσε το ταίρι του και το μικρό τριζόνι τον νανούριζαν με την αναπόληση των παιδικών του χρόνων.
Η φύση είχε ησυχάσει τυλιγμένη με το σκούρο μαύρο – μπλε μανδύα της αφήνοντας τις μικρές αλεπούδες ανενόχλητες στις περιπλανήσεις τους. Η φωτιά κρατούσε συντροφιά και παρηγοριά στους ταξιδιώτες. Όλοι ισχυρίζονταν ότι την άναβαν για προστασία από τα ζώα, προσπαθώντας να κρύψουν την ανάγκη της παρηγοριάς της και την σιωπηλή μα εκτυφλωτικά λαμπερή παρέα της. Ο Ευρυάναξ ανακινήθηκε στον ύπνο του και έξυσε το μηρό του με δύναμη, τα μαλλιά του και χτύπησε τα μπράτσα σαν να προσπαθούσε να διώξει τα ενοχλητικά κουνούπια. Άνοιξε τα μάτια και έριξε το βλέμμα προς την μεριά της φωτιάς. Οι άλλοι δύο δεν ήταν εκεί που τους είχε αφήσει, αλλά σίγουρα πρέπει να ήταν σε καλή κατάσταση, αν έκρινε σωστά απ’ τα κοφτά και μακρόσυρτα γυναικεία αγκομαχητά, αλλά και την λαχανιασμένη ανάσα του άντρα. Χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια του, επιστρέφοντας στο όνειρό του, με τα δόντια να αντανακλούν την φλόγα της φωτιάς.
Ο ήλιος δεν είχε ακόμα κάνει την εμφάνισή του, κρυμμένος καλά πίσω από τα βουνά του ορίζοντα, όταν ο Ευρυάναξ σηκώθηκε και έτριψε τα μάτια του. Πήρε το μικρό φλασκί από την ρίζα του δέντρου που το είχε ακουμπήσει και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά κρασί. Έριξε και λίγο στο χώμα σαν σπονδή στην έγερση του ήλιου και ανακάθισε με λυγισμένα τα πόδια, περιμένοντας το Θείο φως. Το ελαφρύ αεράκι που κινούσε από τα ύψη των βουνών, του χάιδεψε τα γένια και του δρόσισε το πρόσωπο. Σήκωσε το χέρι και ένιψε το πρόσωπο, με αργές κινήσεις απολαμβάνοντας το νερό που έσταζε στο στήθος. Γύρισε τα μάτια σε όλη την έκταση γύρω του, προσπαθώντας να βρει τον σύντροφο του. Χαμογέλασε και έκανε να σηκωθεί. Το σώμα ανταποκρίθηκε αμέσως με ενθουσιασμό και δύναμη. Πήγε περίπου πενήντα μέτρα πιο βαθιά στο μικρό δάσος, προσπαθώντας να μην σκοντάψει, να μην θορυβήσει. Είδε τα δυό σώματα, του Λίχη και της μικρής Ανατολίτισσας, ενωμένα σε ένα. Ο Σπαρτιάτης ξαπλωμένος ανάσκελα, με μια περίεργη κάμψη στο κορμί, από την ρίζα του πλάτανου και η Νούσα καθισμένη απάνω του, σαν σε άλογο, να ανασαίνει με ήσυχη ανάσα και το πρόσωπο ακουμπισμένο στο τετράγωνο στήθος του εραστή της. Στάθηκε με τα πόδια ανοικτά δίπλα τους. Σκούντηξε με το πόδι τον Λακεδαίμονα και είδε ένα απότομο τίναγμα από μέρους του, με το χέρι να ψάχνει το σπαθί, που με το θηκάρι του, ήταν παρατημένο λίγο πιο δίπλα. Γέλασε δυνατά, ειδικά όταν είδε το κοριτσόπουλο που πετάχτηκε έντρομο, προσπαθώντας να κλείσει το άνοιγμα στο ιμάτιο της. Σκούπισε τα σάλια της που είχαν τρέξει στο μάγουλο με την ανάστροφη της παλάμης της, και σύρθηκε πέρα απ’ τους δυό άντρες καθισμένη στους αστραγάλους της. Σε λίγο βρέθηκαν ξανά κοντά στη φωτιά όλοι, να τρώνε λίγο κριθαρένιο ξερό ψωμί με αμύγδαλα και κρασί. Αμίλητοι, φορτώθηκαν τα υπάρχοντά τους, έσβησαν την φωτιά με χώμα και άρχισαν το μακρύ τους ταξίδι προς την Κόρινθο. Με την άκρη του ματιού του, ο Ευρυάναξ, είδε τον Λίχη να βοηθάει την κοπέλα… χαμογέλασε και κοίταξε τον ουρανό που είχε αρχίσει να γκριζάρει. Χρειάστηκε να κάνει πάνω από δέκα βήματα στο μικρό μονοπάτι, μέχρι να ξεκινήσουν και οι δυό εραστές πίσω του. Εκείνη, τελευταία, δεν έβλεπε που πατούσε. Δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια από κείνες τις τετράγωνες πλάτες, αλλά και το νου της, από το βράδυ που πέρασε. Μπορεί να πόνεσε, μπορεί να αιμορράγησε, αλλά η ηδονή όταν ήρθε….!!!