Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41
Έγειρε πάνω στο μπράτσο του συντρόφου του να στηριχτεί και άθελά του άρχισε να βήχει. Ένας βήχας έντονος και βαθύς, που νόμισε ότι σκίζονταν τα πνευμόνια του. Ο Ευρυάναξ έβαλε την παλάμη στο μέτωπό του. Έκαιγε, πρέπει ο πυρετός να είχε ανέβει πολύ τις τελευταίες δύο ώρες. Τον βοήθησε να κάτσει στην άκρη ενός μικρού ρυακιού, έβρεξε ένα κομμάτι πανιού που κρατούσε την ασπίδα στην πλάτη και προσπάθησε να δροσίσει τον φίλο του.-«Καλά είμαι, μόνο … λίγο εξαντλημένος…» του είπε ο Λίχης, «… τίποτα σπουδαίο, … τίποτα σοβαρό….». δεν μιλούσε ο ίδιος, αλλά ο εγωισμός και η ψωροπερηφάνια του. Αυτή που τόσα χρόνια διδασκόταν στις σχολές της Σπάρτης. Ο Ευρυάναξ δεν του έδωσε μεγάλη σημασία, ήξερε ότι έπρεπε να γυρίσουν πίσω στην καλύβα όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Έπρεπε ο Θράκας να περιποιηθεί την πληγή στο πόδι του, η οποία μάλλον του φάνηκε ότι είχε αρχίσει να μυρίζει άσχημα.
-«Άσε τις αηδίες και προσπάθησε να βρεις τα κουράγια σου να γυρίσουμε πίσω γρήγορα…», του απάντησε με έναν σχεδόν επιτακτικό τόνο. «…Ακούς; Δεν μου αρέσει που δεν είπαμε τίποτα στον Θεμίστιο, θεραπευτής είναι κάτι θα μπορέσει να κάνει…»
-«Δεν έχω τίποτα σου λέω…. Να μόνο λίγο τσούζει και ίσως να… ενοχλεί αυτή η βρωμοπληγή… τίποτα… να…», έκανε να πιάσει το πόδι του, να δείξει ότι δεν ήταν τίποτα το σοβαρό. Λιποθύμησε πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του…
Ο Λακεδαιμόνιος μάθαινε να κρατάει τον πόνο μέσα του, τις πληγές να τις πνίγει μέσα στον εγωισμό του και την αρρώστια μέσα στο υπέρτατο Είναι του. Προτιμούσε να πεθάνει παρά να παραδεχτεί ότι ο πόνος και η μόλυνση, η κακιά αρρώστια όπως την αποκαλούσαν, τον είχαν νικήσει. Όμως ο Ευρυάναξ, δεν τον συμμεριζόταν σε αυτά τα πιστεύω. Ανησυχούσε για τον φίλο και συμπολεμιστή του. Έσκυψε, φορτώθηκε τον εξοπλισμό του και μετά το λιπόθυμο σώμα, στους τεράστιους ώμους του. Αργά, αλλά σταθερά, πήρε τον δρόμο για την καλύβα. Εκεί ήλπιζε στην βοήθεια του Θράκα. Οι πέτρες κυλούσαν κάτω από τα σανδάλια του, τα χόρτα με την υγρασία της νύχτας γλιστρούσαν και η σελήνη δεν τον βοηθούσε να δει το μονοπάτι, κάνοντάς τον να λοξοδρομήσει αρκετές φορές.
Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε όταν μπόρεσε να δει την φωτιά στην αυλή της μικρής καλύβας. Και ήταν κατόρθωμα που μπόρεσαν τα μάτια του να την δουν, αφού ο ιδρώτας ήταν τόσο αλμυρός που σχεδόν τα έκαιγε. Το σώμα του συντρόφου του, είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορα βαρύ, σαν μεγάλος βράχος βάζοντας τον ίδιο στην θέση του νικητή του Άδη, του βασιλιά της Εφύρας (Αίγινας), του μυθικού Σίσυφου. Χαμογέλασε παρ’ όλη την κούραση του από αυτή την σκέψη. Άντλησε δυνάμεις από την θέα της φωτιάς και το άκουσμα των ομιλιών μπροστά του και ανέβηκε την τελευταία ανηφόρα βαριανασαίνοντας και σχεδόν μπουσουλώντας. Ο Παίωνας ήταν ο πρώτος που τον υποδέχτηκε για να ακολουθήσει ο μικρός Αμεινίας που έβαλε τις φωνές ειδοποιώντας τους υπόλοιπους, σαν είδε τους δύο άντρες πεσμένους στο χώμα, τον ένα πάνω στον άλλο. Συγχρόνως, μιμούμενος την αντίδραση του παιδιού, ο μεγάλος σκύλος άρχισε να γαυγίζει δυνατά και να κλαίει.
Το δυνατό φως τον έκανε ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του, αφού η δάδα, ήταν αναμμένη σχεδόν πάνω στο στήθος. Ο Λίχης ένοιωσε χέρια να του πασπατεύουν τον μηρό και συγχρόνως ένας οξύς πόνος, σαν μαχαιριά να τον διαπερνά. Έβηξε δυνατά και κατάλαβε κάτι ζεστό και υγρό να κυλά στο πόδι του. Δεν ήξερε πως βρέθηκε εκεί και δεν μπορούσε να καταλάβει, αφού το μυαλό όπως και το κορμί του, καιγόταν από τον πυρετό και δεν μπορούσε να περιεργαστεί τα γεγονότα. Είδε ένα γνώριμο κεφάλι, ή μάλλον το πάνω μέρος από ένα γνώριμο κεφάλι, αφού ο Θεμίστιος είχε σκύψει και προσπαθούσε να βρει άκρη με το τραύμα του. Το είχε ανοίξει πιο πολύ απ’ όσο ήταν και είχε αφαιρέσει ένα μεγάλο κομμάτι ξύλο, πέντε περίπου εκατοστών, από το στέλεχος της σαΐτας που τον είχε πληγώσει. Ο Θράκας ήταν ανήσυχος, όχι από την πληγή, αλλά από την μυρωδιά, την μπόχα θα μπορούσε να την πει κανείς. Ήξερε από τέτοια τραύματα και καταλάβαινε τις συνέπειές τους. Ευχήθηκε στους Θεούς, να μην φτάσουν σε τέτοιο σημείο. Έκοψε με το πιο κοφτερό του μαχαίρι, αφού πρώτα το κοκκίνισε στην φωτιά χωρίς και αυτός να ξέρει γιατί το έκαψε, ένα μεγάλο κομμάτι από το κρέας του Σπαρτιάτη, πλημμυρίζοντας το έδαφος της καλύβας με σκούρο καφέ αίμα, προσπαθώντας να περιορίσει την μυρουδιά και ότι σήμαινε αυτή για τον λαβωμένο άντρα. Σήκωσε το κεφάλι στο πρόσωπο του Λίχη και αντίκρισε το πιο θολό βλέμμα που θα μπορούσε ποτέ να δει. Τον είδε να λιποθυμά ξανά και μέσα του ευχαριστήθηκε που θα συνέχιζε ανενόχλητος την δουλειά του. Γύρισε στα δεξιά του, προς την νεαρή κοπέλα που είχε προσφερθεί να τον βοηθήσει και της ζήτησε να φέρει κι άλλο νερό βρασμένο, να καθαρίσει την πληγή, πριν βάλλει τα βότανά του και την δέσει. Το πόδι είχε πάρει ένα σκούρο χρώμα, σαν το αίμα που είχε κυλίσει στο δάπεδο, ενώ το πρόσωπο του άντρα, ήταν κίτρινο σαν το λεμόνι, όσο μπορούσε να διακρίνει από το φως του δαυλού. Η Νούσα γύρισε φέρνοντας το ζεστό νερό. Μέσα σε αυτό, ο Θεμίστιος έριξε μερικά φύλλα τσουκνίδας και κάποια χόρτα και ρίζες, μέχρι που το χρώμα του νερού έγινε πράσινο. Καθάρισε την πληγή, έβαλε ένα κατάπλασμα που είχε εν τω μεταξύ ετοιμάσει και έδεσε γερά τον μηρό. «Τώρα μόνο η Ήρα και ο Δίας μπορούν να βοηθήσουν…», είπε χαμηλόφωνα, μιλώντας στον εαυτό του.
Βγήκε στην αυλή που περίμεναν οι υπόλοιποι και από το πρόσωπό του κατάλαβαν την κατάσταση του φίλου τους. Κάθισε κοντά τους και μαντεύοντας την ατολμία τους να ρωτήσουν, άρχισε να εξηγεί αυτός. Ο Ευρυάναξ, που εν τω μεταξύ είχε μάθει για την ιστορία του Ασιάτη και της κόρης του, ένοιωθε κάπως αμήχανα μπροστά τους, αλλά η αγωνία του για τον σύντροφό του, δεν τον άφηνε να ασχοληθεί με τίποτα άλλο. Έβλεπε τα χείλη του Θεμίστιου, προσπαθώντας να μην του ξεφύγει τίποτα απ’ ότι θα έλεγε:
-«Τα πράγματα είναι δύσκολα…», είπε εκείνος προσπαθώντας να κοιτάζει μόνο τον Τελευτία και τον Λάφιλο. «Το τραύμα έχει μολυνθεί και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, το μαρτυράει η βρώμα που αποπνέει … που… που…» κόμπιασε να συνεχίσει τις λέξεις.
-«Πρέπει να κοπεί…», ακούστηκε η φωνή του Χιράμ, απόκοσμη και σιγανή, αναγκάζοντας τον Ευρυάνακτα να στρέψει πάνω του το βλέμμα. Ο γέρος δεν σήκωσε τα μάτια, κοιτούσε το χώμα, λες και κατάλαβε ότι ήταν λάθος που μίλησε.
-«Μπορεί… στην χειρότερη περίπτωση… που δυστυχώς δεν είναι μακριά…. να πρέπει να του κόψουμε το πόδι. Αλλά ας ελπίσουμε ν’ αντιδράσει…. στο φάρμακο!»
Το πρόσωπο του Ευρυάνακτα είχε χλομιάσει κάτω από τα γένια του και τα μάτια είχαν γίνει δυό μαύρες χάντρες. Για πρώτη φορά στην ζωή του, ένοιωσε τρόμο και απελπισία. Είχαν μεγαλώσει μαζί με τον Λίχη, είχαν γίνει φίλοι σε δύσκολες στιγμές και τώρα ήταν μπροστά σε μια φριχτή πιθανότητα, μια πραγματικότητα που έπρεπε να βρει τρόπο να την διαχειριστεί και γι αυτόν αλλά και για τον συμπολεμιστή του. Δεν θα τον πείραζε ο θάνατος σε μάχη, αυτό θα ήταν τιμή για οποιονδήποτε Λακεδαιμόνιο, αλλά η αναπηρία σε τέτοιο βαθμό…
Ο Τελευτίας απ’ την μεριά του, έπρεπε να αναθεωρήσει τις απόψεις του για την αναχώρησή τους. Δεν έβλεπε σωστό να εγκαταλείψει έτσι τους συντρόφους του, να τους στερήσει μάλιστα και τον μόνο άνθρωπο που θα μπορούσε να γιατρέψει μια τέτοια πληγή ή ακόμα να κάνει αυτό το … δυσάρεστο καθήκον του ακρωτηριασμού. Κοίταξε την Ελπινίκη και του φάνηκε πως είχε πάρει την σιωπηλή της συγκατάθεση γι αναβολή. Ήθελε να της χαμογελάσει αλλά δεν μπόρεσε να βγάλει τέτοια διάθεση. Ξαφνικά μια βαριά σιωπή είχε πέσει σαν μανδύας πάνω τους. Η κατάσταση του Λίχη θα ξεκαθάριζε πιθανώς την επόμενη μέρα κι αυτό θα έπρεπε να γίνει γιατί μετά δεν θα κινδύνευε μόνο το πόδι, αλλά και η ίδια του η ζωή. Η Ελπινίκη πήγε στο εσωτερικό της καλύβας και έριξε μια ματιά στον παραμιλούντα, από τον πυρετό, ασθενή. Στάθηκε όρθια για λίγο και τον κοίταξε. Το βλέμμα της είχε σκοτεινιάσει και τα μάτια της ολάνοιχτα προσπαθούσαν να σκίσουν το σκοτάδι, να δει καλύτερα, αφού ο δαυλός φώτιζε ένα περιορισμένο μόνο σημείο. Περπάτησε λίγα βήματα και πήρε το μωρό από το μικρό του κρεβατάκι, το σήκωσε και το έβαλε στην αγκαλιά της. Της φάνηκε ότι διέκρινε ένα χαμόγελο στο προσωπάκι του και τα γαλάζια ματάκια του λίγο πιο λαμπερά από το συνηθισμένο. Βγήκε στον εξωτερικό χώρο και ετοίμασε λίγο χυλό. Το τάισε ενώ οι άντρες δεν είχαν βρει ακόμα τη λαλιά τους. Μόνο η Νούσα φαινόταν να σιγομουρμουρίζει κάτι, στη γλώσσα της, κάτι, που δεν θα μπορούσε κανείς να καταλάβει. Την είδε να σηκώνεται και να χάνεται στην πόρτα της μικρής καλύβας. Έστρεψε την προσοχή της στο τάϊσμα του μικρού. Ο Αμεινίας πλησίασε και κάθισε κοντά της, τσιμπώντας το μικρό ελαφρά στα μάγουλα. Παιδί ήταν ο Αμεινίας, δεν θα μπορούσε να καταλάβει ακριβώς την κατάσταση και την ένταση που επικρατούσε. Όλοι φαίνονταν βυθισμένοι στις δικές τους σκέψεις.
Το ξημέρωμα άρχισε να δίνει χρώμα στα βουνά του ορίζοντα. Είχαν αρχίσει να παίρνουν εκείνο το ακόμα κρύο γκρι των πρώτων αχτίδων του ήλιου. Σε λίγο θα γίνονταν πράσινοι όγκοι που θα σκόρπιζαν την ελπίδα του ταξιδιού στους ήρωες της καλύβας. Ενός ταξιδιού, που ακόμα δεν μπορούσε να γίνει. Ο Ευρυάναξ κατέβηκε στο μικρό μονοπάτι και σταμάτησε πίσω από την πρώτη στροφή, κρυμμένος από τα μάτια των άλλων γονάτισε μπροστά σε μια μικρή μυρτιά. Έριξε το βλέμμα ολόγυρα, προσπαθώντας να διακρίνει μέσα από το μισοσκόταδο του πρωινού. Το δεξί του χέρι, έβγαλε ένα μικρό ξύλινο αγαλματίδιο της Ήρας από το ιμάτιο και το εναπόθεσε στο υγρό έδαφος. Έκοψε μερικά κλαδιά από την μυρτιά, έφτιαξε ένα μικρό στεφάνι και το τοποθέτησε δίπλα στο αγαλματίδιο. Πέταξε μια χούφτα χώμα με λίγο ψωμί στον αέρα, έσταξε και λίγο κρασί χάμω και άρχισε να μουρμουρίζει μια προσευχή. Έλπιζε η μεγάλη Θεά να τον άκουγε, να τον βοηθούσε. Ποτέ ξανά δεν είχε παρακαλέσει για κάτι, μα τώρα, πίστευε ότι ο Λίχης είχε ανάγκη κάθε βοήθεια. Ανακάλυψε ότι είχαν δακρύσει τα μάτια του και τα σκούπισε βιαστικά, ψάχνοντας με το βλέμμα ένοχα ολόγυρα. Σπαρτιάτης ήταν, δεν μπορούσε να κλαίει. Ησύχασε αφού κανείς δεν φαινόταν ολόγυρα. Γονατιστός αυτός ο φοβερός πολεμιστής, συνέχισε την προσευχή του. Σήκωσε τα χέρια στον ουρανό σαν ικέτης.
-«Για να δούμε τι συμβαίνει τώρα…», ακούστηκε η φωνή του Θεμίστιου, πίσω στην καλύβα. Μπήκε μέσα παραμερίζοντας το δερμάτινο σκέπασμα της πόρτας. Περίμενε να τον πιάσει η μπόχα του σάπιου, όμως του φάνηκε ότι η μυρουδιά ήταν της ίδιας έντασης με πριν. Έσκυψε πάνω απ’ τον φλεγόμενο από πυρετό Σπαρτιάτη και προσπάθησε να ξετυλίξει τους επιδέσμους από το πόδι. Τίναξε το κεφάλι προς τα πίσω, αλλά δεν του ήρθε καμιά δυσοσμία. Κοίταξε επίμονα, ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα. Η Νούσα πίσω του, τεντώθηκε να δει κι αυτή πάνω από τους τεράστιους ώμους του Θράκα. Κρατούσε ένα μεγάλο κύλικα με ζεστό νερό ανακατεμένο με λίγο κρασί και μερικά πανιά κομμένα σε λωρίδες. Δεν συμμεριζόταν το χαμόγελο που αμυδρά έκανε την εμφάνιση του στο πρόσωπο του Θράκα.
Το χαμόγελο, έγινε γέλιο και θα έφτανε σε σημείο κραυγής ενθουσιασμού, αν δεν υπήρχε κι εκείνος ο πυρετός που κατάτρωγε αυτό το γεμάτο μυς και επουλωμένες πληγές σώμα. Ο Θεμίστιος έδειξε στην κοπέλα δίπλα του, αίμα να τρέχει γύρω από την πληγή και από κάτω και από την επάνω μεριά. Και το χρώμα… είχε το χρώμα του τραύματος, όπως της είπε.
-«Ε και; Αυτό είναι καλό τώρα;», τον ρώτησε με αφέλεια.
-«Ναι, κορίτσι μου, είναι καλό, πολύ καλό. Θα πονάει σε λίγο, δόξα στους Θεούς, … θα πονάει μόλις βγει από τον ύπνο του πυρετού! Δόξα στους μεγάλους Θεούς!!!»
Η Νούσα τον κοίταγε σαν χαζή. Καταλάβαινε ότι τα πράγματα δεν θα γίνονταν πιο άσχημα, αλλά να πανηγυρίζει επειδή θα … πονάει; Ήθελε να τον ρωτήσει, αλλά εκείνος την πρόλαβε:
-«Καταλαβαίνεις ότι το αίμα κυκλοφορεί και το πόδι δεν πεθαίνει. Αυτό μας το δείχνει το αίμα και το άσπρο υγρό που κυλάει αφρίζοντας λόγω των βοτάνων από την πληγή. Και ο … πόνος, ο… υπέροχος αυτός πόνος… το δώρο των Θεών… αυτός που δείχνει ότι κάτι συμβαίνει… αυτός που μας λέει ότι το πόδι είναι ζωντανό και προειδοποιεί …. Ναι, όπως το λέω, προειδοποιεί… μας λέει… μη με κόψετε θα γίνω καλά. Χα χα χα όλα θα πάνε καλά τώρα να δεις…»
Η Ελπινίκη που είχε μπει χωρίς να την καταλάβει κανείς τους, χαμογέλασε συγκρατημένα και βγήκε πάλι στην αυλή, αόρατη και βουβά. Με τα μάτια, φανέρωσε τα νέα στον «άντρα» της. Ο Χιράμ που στεκόταν δίπλα χαμογέλασε κι αυτός και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, μουρμουρίζοντας κάποιες λέξεις που μόνο το Αχούρα μπορούσε ν’ αναγνωρίσει κάποιος. Ο Τελευτίας σηκώθηκε να πάει προς το σπίτι και η κίνησή του αυτή έκανε τον Παίωνα να γκρινιάξει και να κουνήσει την ουρά του θυμωμένα. Ο Θράκας έκανε την εμφάνισή του και τους εξήγησε. Όλα θα μπορούσαν να πάνε καλά, αν έριχνε τον πυρετό κι αν ο Λίχης ξεκουραζόταν. Έψαξε με τα μάτια τον Ευρυάνακτα, δεν τον βρήκε, επιζητούσε την ευγνωμοσύνη του, αφού λόγω… ήταν ο μόνος που φοβόταν. Τότε ξύπνησε και ο Λάφιλος με τον μικρό του σύντροφο. Έτριψε τα μάτια και έμαθε … ότι δεν υπήρχε τίποτα να φάει. Γέλασαν όλοι που το μυαλό του νεαρού ήταν στο φαί, μέχρι να καταλάβει τι του είπαν για τον Λίχη.
Η Νούσα έκανε μια μικρή στρογγυλή σφαίρα με τα πανιά που είχαν απομείνει από την επίδεση του τραύματος και άρχισε να καθαρίζει το ζεστό σώμα. Θα τον δρόσιζε, θα τον ευχαριστούσε με το χλιαρό πλέον νερό. Το χέρι της ανεβοκατέβηκε στα πόδια του Σπαρτιάτη, έφτασε στην κοιλιά και σκαμπανέβασε στους μυς του στήθους του. Ποτέ της δεν είχε δει τόσο γυμνασμένο σώμα, ποτέ της δεν είχε αντικρύσει τόσο όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου σε άντρα. Καθάρισε τα γένια του από τους εμετούς της αρρώστιας και από τα μισάνοιχτα χείλη του, φάνηκαν δυό σειρές κατάλευκων δοντιών. Ίσια και όμορφα δόντια,… και αυτή η χαρακιά στο αριστερό του μάγουλο… πόση γοητεία και αντρειοσύνη του χάριζε! Καθάρισε τον μυώδη λαιμό, χάιδεψε τις επουλωμένες πληγές του από παλαιότερες μάχες και τον φίλησε απαλά τους φουσκωμένους μυς του. Γεύτηκε τον αλμυρό ιδρώτα του και … έκλαψε για τον πυρετό του. Τον ήθελε, τον ποθούσε και γνώριζε ότι μόλις τώρα… η ζωή της θα στιγματιζόταν για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου