Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42
Οι μέρες που κυλούσαν εφιαλτικά για τον Λίχη, φαίνεται ότι έφταναν στο τέλος τους. Ο πυρετός που τον έτρωγε κυριολεκτικά, άρχισε επιτέλους να πέφτει μετά από τέσσερα μερόνυχτα. Τα μάτια του είχαν πάρει ένα κίτρινο χρώμα και το σώμα του, έξω από την ανάσα, δεν έκανε καμιά άλλη κίνηση, αν αφαιρέσει κάποιος, την ώρα που, οι σπασμοί το έκαναν να χορεύει. Ο Θεμίστιος προσπαθούσε σκληρά να φτιάχνει κάθε λίγο φάρμακα για τον πυρετό, αλλά και κατάπλασμα για την πληγή, έχοντας συνέχεια την Νούσα στο πλευρό του, με το καθαρό νερό και τους επιδέσμους. Ο Θράκας παρατήρησε αυτό το κάπως ιδιαίτερο ενδιαφέρον της νεαρής Ανατολίτισσας μα το απέδωσε σε απλή περιέργεια για τους τρόπους ίασης που αυτός εφάρμοζε. Η διαφορά ήταν ότι και τις ώρες που εκείνος δεν ασχολείτο, η κοπέλα πάντα καθόταν δίπλα στον Σπαρτιάτη και πότε του έπιανε το χέρι και πότε του δρόσιζε το μέτωπο με καθαρό νερό. Πολλές φορές μάλιστα την είδε να του περιποιείται και το σώμα όλο, ειδικά όταν ο Λίχης, μη μπορώντας να ελέγξει τον εαυτό του, αφόδευε πάνω του, χωρίς η απαίσια μυρωδιά της αμμωνίας και των κοπράνων να την πτοήσει. Για φαγητό δεν γινόταν λόγος… εκείνη με ένα κουτάλι προσπαθούσε να τον ταΐσει πότε με σούπα που η ίδια ετοίμαζε με χόρτα , πότε λειώνοντας διάφορες τροφές, πολλές φορές, μασώντας τα η ίδια για να τα πολτοποιήσει. Ο Θράκας χαμογέλασε.Η φωτιά που έκαιγε στην αυλή, έδινε φως στο χώρο, αλλά και λίγη ζεστασιά, αφού αυτό το απόγευμα είχε βρέξει και ο καιρός έδειχνε να χαλάει, με πτώση θερμοκρασίας και πολλά σύννεφα μαζεμένα πάνω από τα βουνά στο βάθος. Ο Τελευτίας έτριψε τα χέρια του και έβαλε κρασί σε όλους, με την Ελπινίκη να σερβίρει κρέας από τον λαγό που είχε πιάσει ο Ευρυάναξ και ψάρια που είχε φέρει ο Λάφιλος. Τουλάχιστον με τις ικανότητές τους, δεν ξέμεναν καθόλου από φαγητό. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, η Αθηναία τους παρουσίασε και κάποιες μελόπιτες που είχε φτιάξει από ένα άγριο μελίσσι που είχε ανακαλύψει ο «άντρας» της και κριθάλευρο που είχε αγοράσει με τα τελευταία του νομίσματα, από κάποιο απομακρυσμένο σπίτι, προς την μεριά της Πεντέλης. Το γέλιο άνθισε επιτέλους για πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες στα χείλη των ανδρών. Και θα γινόταν ακόμα μεγαλύτερο την ώρα που κουνήθηκε το δέρμα που κάλυπτε την πόρτα της μικρής καλύβας και στο άνοιγμά της, έκανε την εμφάνισή του, ένας ωχρός, αλλά ζωντανός Λίχης, υποβασταζόμενος από την Νούσα, να προσπαθεί να χαμογελάσει και να προχωρήσει κουτσαίνοντας προς το μέρος τους. Ο Αμεινίας με τον παιδικό του ενθουσιασμό, άρχισε να χτυπάει τα χέρια από την χαρά του και τρέχοντας πήρε το δόρυ του Λακεδαίμονα και του το πρόσφερε για στήριγμα. Ο Παίωνας δίπλα στον Αθηναίο έμπορο, σήκωσε το κεφάλι, κούνησε λίγο την ουρά του δείχνοντας την χαρά του και ξαναβούτηξε στις, ποιος ξέρει τι, αναπολήσεις του. Ο Ευρυάναξ, σηκώθηκε σοβαρός και πλησίασε τον σύντροφό του. Έτεινε τα χέρια σε χαιρετισμό, πιάνοντας ο ένας τον βραχίονα του άλλου. Κάποια στιγμή τον άρπαξε άγαρμπα και τον αγκάλιασε με δύναμη, κάνοντας τον άλλο να βογκήσει. Δεν είπαν άλλη κουβέντα, για Σπαρτιάτες αυτή η κίνηση ήταν άκρως υπερβολική εκδήλωση χαράς.
Οι μέρες πέρασαν και ο καιρός είχε ήδη κρυώσει αρκετά, τα πρωτοβρόχια ευχαριστούσαν καθημερινά τους αγρότες και λάσπωναν τα πάντα με την δύναμή τους. Παράξενο πως, κανείς δεν είχε αναρωτηθεί για τους κατοίκους της μικρής καλύβας, κανείς δεν έδειξε να είναι ιδιοκτήτης, κανείς δεν έφερε κάποια ζώα για βοσκή εκεί κοντά. Μα το πιο παράξενο ήταν ότι ο Αγήνορας δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερα ενδιαφερθεί για την Ελπινίκη. Αυτό το τελευταίο, έκανε τον Τελευτία κάπως να ηρεμίσει, όχι ότι δεν το είχε έννοια του, αλλά κάπου είχε χαλαρώσει την προσοχή του. Ο Λίχης πήγαινε αρκετά καλά και αναγνωρίζοντας την μεγάλη προσπάθεια του Θεμίστιου, σαν πληρωμή, ούτε αυτός, ούτε ο Ευρυάναξ τον είχαν ρωτήσει για την καταγωγή του και την παρουσία του κοντά τους. Ο Λάφιλος είχε αρχίσει ν’ αναπολεί το νησί του και την «άγνωστη – διάσημη» Πασιφάη του, ενώ οι δυό Ασιάτες είχαν σχεδόν γίνει μέλη της ομάδας με τον Χιράμ κάθε βράδυ να εξιστορεί ιστορίες από την πατρίδα του, κρατώντας το ενδιαφέρον των υπόλοιπων στα ύψη με την μαγεία της Ανατολής και τις παράξενες συνήθειες των ανθρώπων της. Και όποτε κοίταγε κάποιος τον Λίχη, πάντα έβλεπε και την Νούσα δίπλα του, έτοιμη να τον βοηθήσει σε ότι είχε ανάγκη. Βέβαια πάντα δίπλα και στην Ελπινίκη, ο Θεμίστιος που κάρφωνε το βλέμμα του πάνω της όποτε ο Τελευτίας ήταν απασχολημένος. Μόνο ο Αμεινίας δεν φαινόταν να συμμετέχει σε αυτήν την παρέα, εκτός βέβαια από την ώρα των ιστοριών του Χιράμ, αφού το μυαλό του ήταν να «παίζει» με το μικρό στο κρεβατάκι του. Όλη την υπόλοιπη μέρα, τριγύρναγε στα χωράφια, προσπαθώντας να εξερευνήσει το μέρος ή πήγαινε με τον Λάφιλο για ψάρεμα. Μια τέτοια μέρα ήταν που τον έκανε περήφανο, αφού μπόρεσε και έπιασε τρία μεγάλα ψάρια, περισσότερα από τον Λάφιλο.
Όλο χαρά λοιπόν, προπορευόταν του φίλου του, κατά την επιστροφή στην καλύβα. Προχωρούσε με χοροπηδητά και γέλαγε, κρατώντας την ψαριά του κρεμασμένη στις πλάτες με ένα μεγάλο ίσιο κλαδί. Ήθελε τόσο πολύ να την δείξει στους άλλους και έκανε μάλιστα σκέψεις πώς να δείξει μετριόφρων και συγκρατημένος, μεταδίδοντας το νόημα… «ε, καλά, δεν ήταν και τίποτα!». Έφτασαν μετά από μισή περίπου ώρα, βρήκαν την αυλή άδεια και το σπίτι εξαιρετικά σιωπηλό. Μόνο ο γέρο Χιράμ καθόταν σε μια μεγάλη πέτρα και η Νούσα που πρέπει μάλλον να φρόντιζε τον Σπαρτιάτη της, μέσα στην καλύβα. Ο Λάφιλος έσμιξε τα φρύδια, σε μια γκριμάτσα ανησυχίας και πλησίασε τον Φοίνικα. Θέλησε να τον ρωτήσει, αλλά κάτι στο βλέμμα του άλλου, τον έπεισε ότι θα του μίλαγε χωρίς εκείνος να κάνει την ερώτηση. Κάθισε δίπλα του ανυπόμονος, ενώ μια περίεργη μυρωδιά, μάλλον γιασεμιού, είχε γεμίσει τον αέρα ολόγυρά τους. Τον ευχαρίστησε η οσμή αυτή και προσπάθησε να θυμηθεί που την είχε ξαναμυρίσει. Ο γέρος τον κοίταξε καλά, πήρε μια βαθιά ανάσα:
-«Χάθηκε το μωρό…» του είπε με σιγανή φωνή
-«Τι; Ποιο μωρό; Του Τελευτία; Το… μωρό;», ρώτησε ο νησιώτης ξαφνιασμένος, έκπληκτος.
-«Ναι, το μωρό, αυτό το μωρό. Και κανείς δεν ξέρει πως.. περίεργο ε; Και ο Λίχης και η κόρη μου ήταν μέσα, δίπλα στην κούνια του… και η Ελπινίκη που προσπαθούσε να φτιάξει κάτι, νομίζω φαγώσιμο ή κάτι τέτοιο. Όλα ήταν καλά μέχρι που μια μεγάλη λάμψη, έλουσε όλο τον χώρο. Να φανταστείς ότι κι αυτός ακόμα ο Σπαρτιάτης … τρόμαξε και αν το γεγονός δεν ήταν τόσο σοβαρό, θα γέλαγα με την ανήσυχη και … τρομαγμένη όψη του. Μόλις έσβησε αυτή η λάμψη που κράτησε πολύ λίγο όπως σου είπα, το μωρό είχε γίνει άφαντο. Ούτε ίχνος του. Μόνο τα ρούχα που φόραγε υπήρχαν στο κρεβατάκι του, μόνο. Παράξενο ε;»
Το βλέμμα του νεαρού νησιώτη, δεν έδειχνε τόσο πολύ έκπληξη όπως θα περίμενε κάποιος, παρά σαν να γινόταν μάρτυρας, έστω και εκ του μακρόθεν, ενός σημαντικού γεγονότος που όμως κατά κάποιο τρόπο … περίμενε. Αρκέστηκε μόνο να ρωτήσει:
-«Και ο Τελευτίας τι έκανε; Τι είπε; Έδειξε ανήσυχος;»
-«Όχι ιδιαίτερα και αυτό είναι το περίεργο, το … πώς να το πω… λες και ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Και δεν είναι από τους ανθρώπους που χάνουν την ψυχραιμία τους μπροστά σε δύσκολες και αναπάντεχες καταστάσεις. Τουλάχιστον έτσι νομίζω, από το λίγο που τον ξέρω»
-«Καλά κάνεις κι έτσι νομίζεις, γιατί έτσι είναι…», απάντησε ο Λάφιλος και χαμογέλασε, για να βάλλει σε σκέψεις τον Χιράμ.
Ο Αθηναίος έμπορος με τον Ευρυάνακτα είχαν πάρει να ψάχνουν τα λιβάδια και τους λόφους γύρω από την μικρή καλύβα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν διέθεταν την ιδιαίτερη δραστηριότητα που απαιτούσε το συμβάν, λες και οι δυό περίμεναν την απάντηση και την λύση από κάπου αλλού, από κάπου πιο … μυστηριακά. Ο ήλιος είχε αρχίσει το κόκκινο ταξίδι του προς το βασίλειό του και οι δυό άντρες, αναπαύτηκαν κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι. Αυτό που έγινε από κει και πέρα, μόνο οι δυό τους θα το έβλεπαν και θα το κρατούσαν μέσα τους. Τα πάντα γύρω τους ακινητοποιήθηκαν όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, στο όνειρο του Τελευτία, οι ήχοι λες και πάγωσαν κι αυτοί και η ίδια παλιά, γνώριμη σιλουέτα από φως στάθηκε μπροστά τους, με την ονειρική άχλη γύρω της. Ο Δίας, παρουσιάστηκε με όλο το μεγαλείο της Θεότητάς του και η στεντόρεια φωνή του, ακινητοποίησε τους δυό συντρόφους. Δίπλα του, το μωρό να περπατάει, να μεγαλώνει λες σε κάθε δευτερόλεπτο, μέχρι που ο Απόλλωνας φάνηκε χαμογελαστός μπροστά τους.
-«Άξιοι άντρες, άξιοι … άνθρωποι. Τιμήσατε την πατρίδα σας, τους δικούς σας ανθρώπους, τους Θεούς σας! Άξιοι άντρες που κλάψατε για τον σύντροφό σας, που δώσατε κάθε ικμάδα της δύναμής σας για την πατρίδα σας και όχι μόνο για την πόλη σας, για την μεγάλη σας Ελλάδα… που καταλάβατε το … ένα έθνος σας! Την προστασία μου θα έχετε, όπως την προστασία δώσατε ο καθένας σας με τον τρόπο του, στον γιό μου…», έδειξε με το λαμπερό του χέρι τον Απόλλωνα, « … αυτόν που δοκιμάζει τους ανθρώπους. Πορευθείτε στον δρόμο που θα διαλέξετε και να έχετε τον νου στην ευτυχία…»
Η φωτεινές σιλουέτες εξαφανίστηκαν αστραπιαία, όπως ακριβώς είχαν εμφανιστεί. Ο ήχος από το κελάηδημα των πουλιών, επανήλθε στα αυτιά των δυό αντρών και ο αέρας άρχισε να φυσάει και πάλι ανάμεσα στα μαλλιά και τα γένια τους. Τώρα το μόνο παγωμένο και ακίνητο, ήταν το μυαλό τους και το βλέμμα τους. Αργά αργά, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με άδεια μάτια αμίλητοι. Πήραν τον δρόμο της επιστροφής, αντικρίζοντας το ολοστρόγγυλο φεγγάρι που ανέβαινε από την πλάτη της Πεντέλης.
Η μικρή κοινωνία της «αυλής», προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τα συμβάντα των τελευταίων ημερών, τα οποία και λίγα δεν ήταν, αλλά ούτε και απλά. Ο καθένας αξιολογούσε κατά τον δικό του τρόπο, την ιστορία, ή καλύτερα το «όραμα», των δύο αντρών, ο Λάφιλος το πίστευε από την πρώτη στιγμή, μετά την εξομολόγηση πριν την μάχη του Τελευτία στο στρατόπεδο, ο Λίχης και η Ελπινίκη με κάποια καχυποψία και τέλος ο Χιράμ με την Νούσα, με την έμφυτη μοιρολατρία της Ανατολής και την ευπιστία των υποτελών του μεγάλου Βασιλιά. Το τελικό γεγονός όμως, την εξαφάνιση του «μωρού», πάντως το δέχτηκαν όλοι με λίγη περισσότερη αντίδραση από την Ελπινίκη και γιατί το είχε σαν δικό της παιδί – το μητρικό φίλτρο δεν μπορούσε αμαχητί να δεχτεί κάτι τέτοιο – αλλά και γιατί η μόρφωσή της, δεν άφηνε χώρο για εμφανίσεις Θεών και τεράτων. Κι αν δεν μπορούσε να καταλάβει την ίαση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα του Λίχη ή την αιφνίδια εμφάνιση των δυό Ασιατών, της ήταν σχεδόν αδύνατο να πιστέψει ότι τόσο καιρό, τόσες μέρες, μεγάλωνε και περιποιόταν έναν Θεό. Αλλά όπως ήταν ο χαρακτήρας της, το αντιμετώπισε εσωτερικά της, αγέρωχη και φαινομενικά ήρεμη. Ούτε έκλαψε, ούτε έδειξε ανησυχία ή δυσφορία. Έπρεπε, ήταν υποχρεωμένη να πιστέψει τα λόγια του «άντρα» της. Και πάνω απ’ όλα, έπρεπε να εξηγήσει στον εαυτό της, αυτή την εκτυφλωτική λάμψη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου