Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Δεξιά του είδε κάποια συνεργεία αυτοκινήτων που ειδικεύονταν σε φορτηγά και λεωφορεία. Τα εργαλεία των μαστόρων ήταν πεταμένα στο έδαφος και τα καπό των αυτοκινήτων ανοιχτά σαν στόματα νεκρών. Η βροχή είχε ξεπλύνει τα λάδια και τις βαλβολίνες, κάποιες βίδες και μπουλόνια είχαν παρασυρθεί στον δρόμο και τα στουπιά έπλεαν σαν μικρά καραβάκια προς τις σχάρες απορρόφησης υδάτων. Συνειδητοποίησε πόση ομορφιά είχαν κάποιες εικόνες της καθημερινότητας που πριν δεν έδινε σημασία. Βγήκε από το αυτοκίνητο και πλησίασε χωρίς λόγο. Η μυρουδιά από τις βενζίνες και τα λάδια τον συνεπήρε και τον ζάλισε ευχάριστα. Στην άλλη μεριά του δρόμου, τα ερείπια του καμένου εργοστασίου χάρτου, δέσποζε της περιοχής. Περπάτησε κάμποσα μέτρα μέχρι που έφτασε σε ένα σταθμό του μετρό. Ειρωνικά, οι αυτόματες ηλεκτρικές σκάλες λειτουργούσαν κατεβάζοντας … κάποιους αόρατους ανθρώπους στις γραμμές του τρένου. Χαμογέλασε και κατέβηκε. «Πρέπει να μην έχει κίνηση σήμερα…. Χα χα α χα», σκέφτηκε και γέλασε με την σκέψη του αυτή. Φυσικά ο σταθμός ήταν άδειος και καμιά κίνηση συρμού δεν αναστάτωνε την ησυχία του. Περπάτησε κατά μήκος της αποβάθρας και μια επιθυμία τον κατέλαβε, να κατέβει κάτω, στις γραμμές και να περπατήσει στο τούνελ. Φοβήθηκε λίγο, το πήρε απόφαση και ξεκίνησε. Την ώρα που κατέβαζε το πόδι του στο πρώτο σκαλοπάτι, κυριολεκτικά τρόμαξε… από την ανθρώπινη δραστηριότητα που …«Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να προσέχουν τα προσωπικά τους είδη», ακούστηκε δυνατά μια κοπέλα από τα μεγάφωνα, αρκετά δυνατά αλλά και αρκετά συγκεχυμένα. Στηρίχτηκε με την πλάτη στα τοιχώματα του τούνελ και ένιωσε ένα τρέμουλο στην σπονδυλική του στήλη, μέχρι που κατάλαβε ότι αυτό ήταν ένα ηχογραφημένο μήνυμα που κάποιο μηχάνημα το έπαιζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Παρ’ όλα αυτά, εγκατέλειψε την ιδέα της εξερεύνησης του τούνελ και ξαναβγήκε στην επιφάνεια. Το μάτι του έπεσε στην μεγάλη πινακίδα: «Σταθμός Ελαιώνας». Κούνησε το κεφάλι λες και είχε σημασία η τοποθεσία. Ήξερε ότι αν αυτή η κατάσταση εξακολουθούσε, αν τελικά ήταν ο μόνος άνθρωπος (και δεν είχε λόγους να μην το πιστεύει), οι τοποθεσίες και τα όρια δεν θα είχαν κανένα νόημα, καμιά ουσία. Άρχισε να προχωράει στον δρόμο με την μοναξιά του χειμερινού τοπίου. Η βροχή είχε σταματήσει τώρα, αλλά τα μικρά ποταμάκια στην άκρη του οδοστρώματος κύλαγαν τα νερά τους απτόητα. Τα δέντρα, κούναγαν τα γυμνά τους κλαδιά λες και τον χαιρετούσαν στο βάδισμα του, ενώ οι φυλλωσιές από τις νεραντζιές προσπαθούσαν, λες, να του πιάσουν κουβέντα. Λες και τον φώναζαν συνέχεια με το όνομα του. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί το ταλαιπωρημένο του μυαλό. Στα σύννεφα έβλεπε τα πρόσωπα των κοριτσιών του, στα δέντρα άκουγε τη φωνή της Χαράς και η αναστατωμένη του καρδιά επιθυμούσε το γέλιο τους. Άρχισε να κρυώνει και κούμπωσε μέχρι τον λαιμό το μπουφάν, φόρεσε και την κουκούλα και έβαλε τα χέρια στην τσέπη να τα ζεστάνει, αναθεματίζοντας την αβλεψία του να μην πάρει γάντια. Ακούμπησε το πακέτο με τα τσιγάρα και του ήρθε μια λαχτάρα να καπνίσει. Σταμάτησε κοντά σε μια μάντρα, ακούμπησε την πλάτη του, μιμούμενος την στάση του ήρωα των διαφημίσεων στον κινηματογράφο, με το πόδι λυγισμένο στις πέτρες και έψαξε για τον αναπτήρα του. Κάτι σκληρό βρήκε μες την αριστερή τσέπη και το μικρό μαγνητοφωνάκι που είχε πάρει από το γραφείο, βρέθηκε στα χέρια του. Το τσιγάρο κόλλησε σβηστό στα χείλη του και στην προσπάθεια να το πετάξει, τα μάτωσε. Έβαλε σε λειτουργία την μικρή συσκευή και η φωνή της Αγλαΐας ακούστηκε δυνατή και καθαρή, ν’ απαριθμεί σειρά εργασιών της για την ημέρα. Κάτι σαν προσωπικό φωνητικό ημερολόγιο. Γέλασε και αφού άκουσε όλα όσα είχαν γραφεί εκεί, το ξανάβαλε από την αρχή, έτσι για να έχει την φωνή αυτή στα αυτιά του, λίγη ώρα ακόμα. Το έβαλε κι άλλες φορές, έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτα να κάνει και κάθε φορά γέλαγε και έβρισκε παρηγοριά. Άναψε επιτέλους το τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά, τόσο που, ένιωσε τα πνευμόνια του να τσούζουν. Βήχας τον έπιασε και έφτυσε κάτι πικρό. Το στομάχι του είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται. Κοίταξε το ρολόι και διαπίστωσε ότι είχε περάσει αρκετή ώρα τώρα το μεσημέρι. Πείναγε.
Το Αιγάλεω, αυτός ο δήμος που ποτέ δεν τον είχε συγκινήσει στο παρελθόν, φάνηκε μπροστά στα μάτια του, με τους βρεγμένους του δρόμους και την θεόρατη πλατεία του με την πέτρινη μεγάλη εκκλησία. Κάποια ταξί παρατημένα, άλλα στην πιάτσα τους, άλλα στην μέση του δρόμου, κάποια αυτοκίνητα και φορτηγά, μερικά από αυτά αναποδογυρισμένα, με το εμπόρευμα στη μέση της ασφάλτου, τον εμπόδιζαν να περπατήσει και αναγκαζόταν να πηγαίνει πιο πολύ με το πλάι, παρά ευθεία. Μπροστά του ένα σούπερ μάρκετ, θα ήταν καλή επιλογή για τροφή και για λίγο κρασί , αυτό το τελευταίο του βγήκε αυθορμήτως. Οι αυτόματες πόρτες, ανοιγόκλειναν, πιθανώς κάτι είχε χαλάσει στον μηχανισμό τους, λες και τον χαιρετούσαν με την είσοδο του. Πέρασε από τα ταμεία και όχι από την συνηθισμένη είσοδο, άρπαξε λαίμαργα μια φρατζόλα τυποποιημένου ψωμιού από το πρώτο ράφι δεξιά του και πήγε στο τμήμα των αλλαντικών. Σε λίγο, με την προσθήκη και λίγου κίτρινου τυριού, είχε φτιάξει ένα από τα μεγαλύτερα σάντουιτς που θα μπορούσε κανείς να απολαύσει. Βρήκε και ένα μπουκάλι φτηνού κόκκινου κρασιού και ήπιε το μισό μπουκάλι σχεδόν μονορούφι. Ξεδίψασε, αλλά και μια ζαλάδα άρχισε να τον κυριεύει. Με την κοιλιά πια γεμάτη, καθισμένος στο δάπεδο, άναψε τσιγάρο και διαπίστωσε ότι στεκόταν κάτω από την πινακίδα με το χαρακτηριστικό σήμα που απαγόρευε το κάπνισμα στον χώρο. Γέλασε και έπαιξε με τον καπνό, φτιάχνοντας δαχτυλίδια στον αέρα. Πέταξε την γόπα, αφού την έσβησε πάνω σε ένα κομμάτι βουτύρου. Άρχισε να κάνει κάποιες τρελές σκέψεις, τον έπιασε η επιθυμία να βάλει μια φωτιά, αλλά νικήθηκε από την σιέστα.
Το απόγευμα τον βρήκε σχεδόν παγωμένο πάνω στο πάτωμα του καταστήματος. Σηκώθηκε αργά, στηριζόμενος στα ράφια. Κάποιο υποχώρησε και τον έριξε κάτω, ξανασηκώθηκε και αφουγκράστηκε για κάποιο ανθρώπινο ήχο. Τίποτα. Όλα ήταν όπως και πριν, ήσυχα, άδεια και … μελαγχολικά! Στον δρόμο είδε ξανά την μεγάλη εκκλησία και την γεμάτη νεραντζιές πλατεία της. Ήθελε να πάει εκεί, θαύμασε που τα φώτα των δρόμων είχαν ανάψει και μπορούσε να βλέπει καθαρά το μέρος, όμως κάτι τον έκανε να κοντοσταθεί. Στην μεριά που ήταν ο κάδος απορριμμάτων, ακούστηκε ένας θόρυβος. «Γάτα; Λες;», μονολόγησε και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να αντικρίσει το μόνο άλλο ζωντανό πλάσμα. Δεν τον ένοιαζε τι θα ήταν, έστω κι ένα μικρό ποντίκι. Απογοητεύτηκε σαν δεν είδε τίποτα. Με την συστολή, από την πτώση της θερμοκρασίας κάποιο μεταλλικό κουτί είχε χάσει την σταθερότητα του και κατρακύλησε στο βάθος του κάδου, γεμίζοντας τον απογοήτευση. Αποφάσισε να εξερευνήσει τους δρόμους, έπρεπε και να βρει κάποιο μέρος για την νύχτα. Μάλλον έπρεπε να διαλέξει την διάρρηξη κάποιου από τα χιλιάδες σπίτια μπροστά του.
Περιπλανήθηκε κάμποση ώρα ακόμα, σαν μεσίτης που έλεγχε σπίτια με τις απαιτήσεις του καλοζωισμένου. Πολλά του άρεσαν κι έτσι άρχισε να τα «βαθμολογεί» και να τα βάζει στην σειρά. «Αυτό για σήμερα, αυτό για αύριο, αυτό για μεθαύριο…», μονολόγησε κάπως εύθυμα τώρα, στην προοπτική του να μπορεί να πάει οπουδήποτε χωρίς όρια και εμπόδια. Για την σημερινή νύχτα, είχε βάλει στο μάτι μια μονοκατοικία, αρκετά καλοδιατηρημένη αν και φαινόταν παλιά, με μεγάλο κήπο, φροντισμένο και γεμάτο δέντρα. Βρήκε ένα λοστό και παραβίασε την πόρτα εισόδου πολύ εύκολα. Μπήκε μέσα και άναψε τα φώτα, για να αποκαλυφθεί στα μάτια του, ένα πολύ ζεστό σπίτι με παχιά χαλιά, πίνακες με τοπία στους τοίχους και γενικώς διακόσμηση και καθαριότητα που εκθείαζε τον ιδιοκτήτη του. Άνοιξε την τηλεόραση, μήπως και δει κάτι ζωντανό, από κάπου, έστω και από την άλλη μεριά του κόσμου ακόμα. Στην καλωδιακή, κάποια ντοκιμαντέρ εξηγούσαν πως ζουν και σκοτώνουν τα ζώα στην ζούγκλα, κάποια κανάλια είχαν εκείνο το χαρακτηριστικό τηλεοπτικό «χιόνι» και τα υπόλοιπα, προγράμματα σε «κονσέρβα». Χάζεψε για λίγο βλέποντας τον ένα σταθμό μετά τον άλλο, κουράστηκε και πήγε στην κουζίνα. Κάτι ήθελε να πιεί και οι μπύρες που βρήκε, ήταν βάλσαμο για τα κλονισμένα του νεύρα. Χωρίς να καταλάβει τον λόγο, άρχισε να ψάχνει το σπίτι, άνοιξε τα συρτάρια και τις ντουλάπες σε όλα τα δωμάτια. Μπερδεύτηκε σαν προσπάθησε στο μυαλό του να συνδυάσει την πληθώρα των κεντημάτων με τα πορνό CD, τα ασημένια μαχαιροπίρουνα με τις αφίσες των PINK FLOYD στους τοίχους του πίσω δωματίου. Μια πίπα, αλλά κι ένα πακέτο τσιγάρα, ήταν επάνω στο τραπεζάκι του χολ, δίπλα σε ένα χοντρό κρυστάλλινο τασάκι. Το λογικό συμπέρασμα… μια οικογένεια με ένα γιό πρέπει να ζούσαν εκεί. Του άρεσε αυτό που έκανε, το είδε σαν παιγνίδι του μυαλού και αποφάσισε να το παίζει σε κάθε σπίτι που θα «επισκεπτόταν» στο μέλλον. Ξάπλωσε αφού έβαλε κάτι να δει στο DVD player, μια παλιά ταινία από την δεκαετία του ’60 και επιτέλους… είδε ανθρώπους να μιλούν. Ο Μορφέας τον χάιδεψε απαλά και τον πήρε στην αγκαλιά του! Είχε πολύ χρόνο μπροστά του ακόμα να εξηγήσει, αν θα μπορούσε, να καταλάβει, αν θα μπορούσε ποτέ. Στο όνειρό του, έφερε την Τόνια και την Μαίρη, τους ανακάτεψε τα μαλλάκια, κάτι που έφερε και τις φωνές της μικρής και … τις φίλησε στα δροσερά τους μαγουλάκια. Δεν απόρησε που η Χαρά έλειπε από το όνειρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου