Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η Τόνια τον χάιδεψε με όλη της την παλάμη και ήταν το πιο τρυφερό άγγιγμα που είχε νιώσει ποτέ του. Χαμογέλασε με άπληστη διάθεση και για άλλο ένα χάδι. Κάποιος έσπρωχνε και την μικρή του Μαίρη, την έσπρωχνε να πάει πιο κοντά του, αλλά εκείνη αντιστεκόταν κλαίγοντας. Ακούστηκε μια φωνή, μια άγνωστη φωνή που τον τρόμαξε και στριφογύρισε στον ύπνο του. Το όνειρο κόπηκε και ένιωσε σαν να του κοβόταν η ανάσα. Προσπαθούσε να πάρει αέρα και δεν μπορούσε. Πετάχτηκε όρθιος και κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο που βρισκόταν. Νόμισε ότι εκείνη η άγνωστη φωνή, αντρική πρέπει να ήταν, εξακολουθούσε ν’ ακούγεται από κάπου πιο μακριά τώρα. Δεν την καταλάβαινε, αλλά τον ενοχλούσε που έμπαινε ανάμεσα στις κόρες του κι αυτόν. Ο πίνακας που ήταν απέναντι, στον τοίχο, έδειχνε ένα ψηλό χιονισμένο βουνό και μια λίμνη με πολύ πράσινα δέντρα και γαλάζιο ουρανό. Δεν μπόρεσε να μην θαυμάσει την ανώτερη κλάση της κακογουστιάς που έβλεπε. Τα έντονα χρώματα της ελαιογραφίας, πρέπει να ήταν ελαιογραφία, η χρυσή κορνίζα και η θεόρατη υπογραφή του ζωγράφου στο κάτω μέρος, του δημιουργούσαν την ανάγκη να τον «κατεβάσει», να τον σκίσει ή ακόμα και να τον κάψει. Πήγε στην κουζίνα και από το ψυγείο πήρε μια μπουκάλα με παγωμένο νερό. Πάντα τον ανακούφιζε το παγωμένο νερό αν και μερικές φορές το στομάχι του διαμαρτυρόταν. Πήγε στο μέσα δωμάτιο και έψαξε ανάμεσα σε στοίβες βιβλίων και από CD μουσικής. Βρήκε ένα πακέτο Αμερικάνικων περιοδικών που αναφέρονταν σε ροκ μουσική, με κάποιους διαβολικά βαμμένους μουσικούς σε μέγεθος αφίσας και διαφόρων ειδών τσιγάρα. Πέντε διαφορετικά πακέτα που το καθένα περιείχε πέντε έως έξη τσιγάρα αλλά και μικρά πουράκια. Άναψε ένα και το κοίταξε με θαυμασμό, αναγνωρίζοντας την καλή ποιότητα του καπνού. Το μάτι του έπεσε σε κάποια περιοδικά πορνό, επιμελώς στοιβαγμένα σε μια άκρη, κάτω από το κρεβάτι. Τα πήρε και έριξε μια ματιά ξεφυλλίζοντας με το ένα χέρι, σταματώντας σε κάποιες ερωτικές στάσεις που του φάνηκαν περίεργες ή ακόμα και άγνωστές του. Γέλασε και συνέχισε την περιήγηση στις γυαλιστερές σελίδες των περιοδικών. Μέσα του κάτι ένοιωσε, κάτι σαν αναστάτωση, σαν … αυνανίστηκε εκεί που ήταν. Όλο το βάρος από την ψυχή του, λες και γλίστρησε στο πάτωμα, μαζί με το σπέρμα. Η καρδιά του είχε αρχίσει να χτυπάει βάναυσα, δυνατά και γρήγορα, λες και ήθελε να βγει από το στήθος του. Το σχεδόν καυτό νερό στο μπάνιο, τον τόνωσε και κάθισε σταυροπόδι να το απολαύσει, μέσα στην μικρή μπανιέρα. Είδε από το παράθυρο τον ουρανό που έπαιρνε εκείνο το γκριζογάλανο, χειμωνιάτικο χρώμα του. Σε λίγο θα φαινόταν και ο ήλιος που θα του χάριζε άλλη μια εικόνα του έρημου κόσμου του.
Η πόλη ήταν ακριβώς ίδια με την προηγούμενη μέρα, με την ίδια ακινησία του, με την ίδια… βουβαμάρα του. Προχώρησε με μια λαχτάρα να οδηγήσει, είχε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τώρα, νόμιζε ότι είχε γίνει… τουλάχιστον οδηγός αγώνων. Χαμογέλασε στη σκέψη και άρχισε να διαλέγει το κατάλληλο αυτοκίνητο, που θα ανταποκρινόταν στις οδηγικές του ικανότητες. Μια μεγάλη μαύρη κούρσα που ήταν εγκαταλειμμένη στη μέση του δρόμου, του φάνηκε ελκυστική. Όταν έβαλε μπροστά την μηχανή, νόμισε ότι το πόδι του τον έτρωγε να πατήσει το γκάζι. Και το έκανε. Αυτός ήταν ο λόγος, που άλλαξε αυτοκίνητο σε λίγα δευτερόλεπτα. Το μαύρο… «άτι», είχε τσαλακωθεί άσχημα στον απέναντι τοίχο, οι αερόσακοι είχαν ανοίξει και οι πόρτες διάπλατα ανοικτές, το είχαν βάλει πείσμα να μην ξανακλείσουν. Η λύση βρέθηκε στο κίτρινο ταξί, που λίγο πιο μπροστά περίμενε κάθετα σχεδόν στην άσφαλτο. Αυτή την φορά πάτησε ελαφρά το πεντάλ, αφού το ίδιο προσεκτικά άφησε τον συμπλέκτη. Το όχημα αναστέναξε για κάποια δευτερόλεπτα και άρχισε σιγά – σιγά νε μετρά μέτρα στην λεωφόρο.
Χρειάστηκε πάνω από δυό ώρες και ν’ αλλάξει κάμποσα οχήματα, μέχρι να φτάσει ξανά στα γνώριμα του στέκια στον Χολαργό. Κάτι μέσα του τον έτρωγε ότι δεν είχε ψάξει αρκετά για την οικογένεια του. Αλλά δεν ήξερε και τι να κάνει, που να πάει, τουλάχιστον θα ήταν εκεί, θα έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Προσπάθησε να σκεφτεί από πού να ξαναρχίσει αυτή την δεύτερη έρευνα, να σκεφτεί τα «στέκια» της Χαράς και των παιδιών, το ταχυφαγείο στην άκρη του δρόμου του νηπιαγωγείου, (απόρησε που δεν το είχε σκεφτεί πιο μπροστά), αλλά πρώτα ανέβηκε στο σπίτι. Βρήκε τα πράγματα όπως τα είχε αφήσει ή καλύτερα όπως ατάκτως τα είχε παρατήσει. Προσπάθησε γι άλλη μια φορά να επικοινωνήσει με γνωστούς με το τηλέφωνο, αλλά και πάλι, μόνο ο ήχος της κλήσης ακουγόταν. Τώρα περπατούσε στο δρόμο και έφτασε στο ταχυφαγείο που τα πιτσιρίκια έπρεπε να το είχαν αναστατώσει κανονικά με τις στριγκλιές τους. Η ησυχία όμως που επικρατούσε όμως… ήταν εκκωφαντική. Ρεύμα δεν υπήρχε στο μαγαζί, πιθανόν κάποια φωτιά από τοστ που είχε μείνει στη σχάρα, καταστρέφοντας τα μηχανήματα, είχε κόψει και την παροχή ηλεκτρισμού. Τα ψυγεία άφηναν τα τρόφιμα πια στη μοίρα τους. Βρήκε κάτι να φάει και έφτιαξε καφέ με ένα μικρό καμινέτο, τώρα θα μπορούσε να σκεφτεί πιο σωστά, όσο ακόμα υπήρχε κάποιου είδους λογική σε αυτόν τον κόσμο. Κάθισε σε ένα τραπεζάκι έξω στην μικρή αυλή, δίπλα από μια μεγάλη τσουλήθρα σε σχήμα δράκου και προσπάθησε να ζεσταθεί από τις ακτίνες του χλωμού ήλιου. Η καφεΐνη στο αίμα του, φαίνεται ότι είχε αρχίσει να λειτουργεί γιατί ξαφνικά ένιωσε μια υπερδιέγερση και επιθυμία να κουνηθεί, να κάνει κάτι. «Αλλά τι σημασία έχει το τι να κάνω;», αναρωτήθηκε κοιτώντας τον δρόμο μπροστά του. Θα καταλάβαινε πολύ αργότερα την βαρύτητα της ερώτησης που μόλις είχε κάνει στον εαυτό του. Άναψε την μικρή τηλεόραση που βρήκε στο μικρό αυτόν χώρο και είδε πάλι τα γνωστά τηλεοπτικά «χιόνια». Έσκυψε το κεφάλι και προσπάθησε να κλάψει, αλλά δάκρυ δεν μπορούσε να βγει, λυγμός δεν του ερχόταν. Αντιλήφθηκε ότι το μυαλό του είχε αρχίσει να αποδέχεται την επικρατούσα κατάσταση, να αποδέχεται αυτή την … μοναδικότητα του.
Δυό ώρες πέρασαν χωρίς να έχει αποφασίσει για την επόμενη κίνηση του. Ήθελε να μείνει κι άλλο εκεί, να ψάξει για την οικογένεια, κάτι όμως μέσα του τον παρακινούσε σε φυγή. Και αυτό έκανε για το υπόλοιπο της ημέρας του. Όλο και κάποιο μπακάλικο ή σούπερ μάρκετ θα τον προμήθευε με φαγητό, όλο και κάποιο σπίτι θα ήταν έτοιμο για την βραδινή του διάρρηξη. Περπάτησε τον κατηφορικό δρόμο με τα αυτί του τεντωμένο για κάποιο ανθρώπινο θόρυβο. Με μεγαλύτερη τώρα οδηγική αυτοπεποίθηση, κάθισε στο τιμόνι ενός μικρού φορτηγού, μιας εταιρίας που μετέφερε γάλα και άρχισε να διασχίζει την Μεσογείων οδηγώντας με αργές κινήσεις, σαν μικρό παιδί και μιμούμενος τον θόρυβο της μηχανής με το στόμα. Γέλασε που είχε το κουράγιο να παίζει, αυτός που προ λίγου είχε πέσει σε απελπισία. «Είμαι μόνος σε όλη την πόλη…», φώναξε με λαχτάρα, «… μπορεί και σε όλο τον κόσμο….». Και απάνω στην χαρά του, ακούστηκε πάλι μέσα στο μυαλό του, εκείνη η άγνωστη, ενοχλητική φωνή. Λες και κάποιος πάνω από την οροφή του αυτοκινήτου, του μίλαγε. Κούνησε το κεφάλι και η φωνή σταμάτησε. Ένιωσε πόνο στην μέση και προσπάθησε να ηρεμίσει από την υπερδιέγερση που καταλάβαινε ότι τον είχε κυριεύσει. Σταμάτησε το αυτοκίνητο εκεί που ήταν, στη μέση του δρόμου, ποια η ανάγκη να κάνει στην άκρη και παρατήρησε την βροχή που είχε αρχίσει να πέφτει πάλι. Έβαλε το δάχτυλο στο τζάμι και ακολούθησε την πορεία μιας σταγόνας προς το πλάι. Άρχισε να κρυώνει, το νερό παρατήρησε, δεν ήταν υγρό, είχε μια ελαφρά μορφή πάγου μέσα του, κάτι σαν χιονόνερο. Κοίταξε τον ουρανό σκύβοντας πάνω στο τιμόνι και είδε μεγάλα γκρίζα σύννεφα να πυκνώνουν και το χιονόνερο να πυκνώνει και να γίνεται χιόνι. «Μάλιστα…», μουρμούρισε, «… μάλιστα, τώρα θα δούμε άσπρη μέρα….!». Γέλασε με το αστείο του και κατέβηκε να περπατήσει, χωρίς ομπρέλα αλλά με την κουκούλα του μπουφάν σηκωμένη για προστασία. Ο πόνος στο κεφάλι ήταν έντονος σαν σουβλιά, λες και κάποιος προσπαθούσε με τσεκούρι, να του το ανοίξει στα δύο. Γονάτισε και έσφιξε τα μηλίγγια του, προσπαθώντας να ησυχάσει. Αυτό, ευτυχώς κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Η φωνή από τα πάνω, ξανακούστηκε, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε, αλλά σίγουρα ήταν ανθρώπινη. Κοίταξε ολόγυρα και φυσικά δεν διέκρινε τίποτα απολύτως. «Λες να τρελαίνομαι;», αναρωτήθηκε έντρομος. Διαφώνησε με τον εαυτό του, μπορούσε να το κάνει αυτό, ακόμα τουλάχιστον και ξεκίνησε το βάδισμα. Τα πεζοδρόμια είχαν αρχίσει να πιάνουν εκείνο το λευκό χνούδι του πρώτου χιονιού καθώς τα σύννεφα έστελναν πιο χοντρές και πυκνές νιφάδες. Το μεγάλο κτίριο μπροστά του, ήταν ένα από αυτά που πάντα ήθελε να επισκεφτεί και τώρα αποφάσισε να μπει ανενόχλητος και χωρίς καμιά ερώτηση. Τον σαγήνευε πάντα η Βουλή των Ελλήνων και αν κάποτε ήθελε να της βάλει φωτιά ή όποια άλλη  άνομη ενέργεια να κάνει, δεν έπαυε να τον συγκινεί. Μπήκε από την κύρια είσοδο, από κει που εισερχόταν ο εκάστοτε πρωθυπουργός και με μια κίνηση του χεριού, σαν να χαιρετούσε αόρατα πλήθη που τον επευφημούσαν, περπάτησε στα μάρμαρα των διαδρόμων του πρώην παλατιού. Τα βήματά του, τον έφεραν στο πρώτο μεγάλο αίθριο του κτιρίου, όπου δεν προλάβαινε να συλλαμβάνει τις εκπληκτικού πλούτου λεπτομέρειες της αίθουσας. Αναρωτήθηκε τι την ήθελαν τόση χλιδή οι Έλληνες βουλευτές. Του θύμιζαν τους βασιλιάδες από τον Όθωνα και μετά, την φαυλότητα των βασιλικών αυλικών, παρά την αφιερωμένη στον λαό δημοκρατική κυβέρνηση. Κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι, όχι για την ομορφιά του χώρου, αλλά γιατί τόσα χρόνια ψήφιζε με πίστη τα κόμματα. Μπήκε στην μεγάλη αίθουσα των συνεδριάσεων και κάθισε στην έδρα ή μάλλον στον θρόνο του προέδρου της βουλής. Όλα τα έβλεπε από ψηλά τώρα, όλα τα έβλεπε … μάταια. Σήκωσε το χέρι και έβγαλε ένα μικρό λόγο, δυναμώνοντας το μικρόφωνο στο μέγιστο της ισχύος του. Γέλασε και άρχισε να μιμείται τις κινήσεις αυτοθαυμασμού του Μουσολίνι , αλλά με περισσότερη αυταρέσκεια. Κλώτσησε το έδρανο, με αποτέλεσμα να σπάσει το ξύλο και απαίτησε από τους βουλευτές να χειροκροτήσουν. Και τον χειροκρότησαν όλοι με την καρδιά τους, από κάθε παράταξη. Έτσι πολύ σύντομα έσωσε την πολυπικραμένη Ελλάδα από την καταστροφή που την απειλούσε. Φούσκωσε το στήθος σαν γαλοπούλα και κατέβηκε στο προαύλιο, χωρίς βέβαια να παραλείψει τους πανηγυρικούς χαιρετισμούς του, προς τα αλαλάζοντα πλήθη. «Στις επόμενες εκλογές…», σκέφτηκε, «… εκατόν ένα τοις εκατό θα πάρει το … ΚΟ.ΜΟ.ΕΛ.», το κόμμα που μόλις  είχε δημιουργήσει στο νου του. «Κόμμα μοναχικών Ελλήνων», γέλασε και προχώρησε προς την πλατεία Συντάγματος. Το χιόνι είχε πυκνώσει τώρα και οι μπότες του δεν του πρόσφεραν μεγάλη σταθερότητα στα μάρμαρα της μεγάλης σκάλας. Κοίταξε δεξιά του και βρήκε το καταφύγιο για κείνη την μέρα. Το μεγάλο ξενοδοχείο έστεκε περήφανο και αγέρωχα στην γωνία με την Πανεπιστημίου, τον περίμενε και ήξερε πως όλοι οι υπάλληλοί του ανυπομονούσαν να τον περιποιηθούν. Στάθηκε στη μέση της πλατείας και αφουγκράστηκε. Απογοητεύτηκε από το αναμενόμενο αποτέλεσμα και άφησε το χιόνι να του ασπρίσει τα μαλλιά. Κάπου είχε διαβάσει κάτι τέτοιο, για κάτι που ήταν καλό γιατί άλλαζε χρώμα στα μαλλιά, τα ασήμωνε λέει και δεν φαίνονταν που ήταν άσπρα, του ήρθε το όνομα του Ρίτσου στο μυαλό, δεν ήταν σίγουρος και άφησε την σκέψη κατά μέρους. Τι θα εξυπηρετούσε να θυμόταν τον ποιητή ή τον συγγραφέα; Τι νόημα θα είχαν τώρα πια τέτοια λέξεις, τέτοια λόγια, τέτοια νοήματα; Μπήκε στο ξενοδοχείο, αφού πρώτα χαιρέτισε τον άφαντο «ναύαρχο» και έτριψε τα χέρια να ζεσταθεί, ευλογώντας τα καλοριφέρ που λειτουργούσαν σε όλη τους την ένταση. Πήγε στην ρεσεψιόν και ζήτησε την ακριβότερη και πολυτελέστερη σουίτα. Μπήκε από την μέσα μεριά του μαρμάρινου πάγκου και πήρε ένα ηλεκτρονικό κλειδί.
«Θα θέλατε την βασιλική σουίτα κύριε Χαριτόπουλε; Θα ήταν τιμή μας…», προσποιήθηκε τον μετρ του ξενοδοχείου.
«Βεβαίως…», απάντησε περνώντας από την άλλη πλευρά, «… και βέβαια είναι τιμή σας!»
Έδιωξε τις δεκάδες των φανταστικών γκρουμ που έτρεξαν να πάρουν τις αποσκευές του και ανέβηκε με τις σκάλες μέχρι τον πέμπτο όροφο. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και το μάτι του έπεσε στο μεγάλο πιάνο. Διάβασε «Bosendorfer» και πλησίασε να παίξει με τα πλήκτρα. Η μουσική, δυστυχώς ήξερε μόνο δυό τρία τραγούδια να παίζει, όρμησε στον χώρο και τον έκανε να μοιάζει πιο όμορφος. Όσο πιο όμορφος μπορούσε, αφού η πολυτέλεια του, ίσως να μην έπαιρνε καλυτέρευση. Το μεγάλο σαλόνι της σουίτας, η τραπεζαρία των δέκα ατόμων και το υπέροχο γραφείο από τικ ξύλο, επέβαλλαν ένα σεβασμό και μια ωριμότητα συμπεριφοράς. Η βιβλιοθήκη και αυτή από το ίδιο ξύλο, όπως άλλωστε όλο το δωμάτιο, ήταν γεμάτη από βιβλία, που όμως ο Γιώργος δεν τα ακούμπησε καν. Η κρεβατοκάμαρα με τα τρία μεγάλα παράθυρα που άφηναν όλο το φως, από ανατολικά και νότια, ανενόχλητο να εισβάλλει στον χώρο, ήταν πραγματικά βασιλικών προδιαγραφών. Πέταξε τα λερωμένα του παπούτσια στην άκρη με δύναμη και βούτηξε, σαν να ήταν στη θάλασσα, πάνω στο θεόρατο κρεβάτι. Έπαιξε με το πάπλωμα και τα σεντόνια, πέταξε και τα μαξιλάρια όσο πιο μακριά μπορούσε και μπρούμυτα, άφησε τον εαυτό του να ταξιδέψει στα όνειρα. Η φωνή που τον ενοχλούσε όλη μέρα, παρουσιάστηκε πάλι χωρίς, για άλλη μια φορά, να βγάλει νόημα από τα λεγόμενά της και πίεσε τους κροτάφους να την διώξει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου