Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Σκέφτηκε να κάνει αυτό το ξενοδοχείο το στρατηγείο, σπίτι του και καταφύγιό του. Ήξερε όμως ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, γνώριζε ότι έπρεπε να γυρίσει όσο πιο πολύ μπορούσε την Αθήνα, μετά ποιος ξέρει, ίσως και όλη την Ελλάδα, ίσως ακόμα και τον υπόλοιπο κόσμο. Στις σκέψεις του πια, επικρατούσε η άποψη, ότι τελικά ήταν μόνος, ότι δεν υπήρχε κάποιο άλλο έμβιο ον, εκτός από τα φυτά και τα δέντρα. Δεν θα τα παράταγε όμως έτσι… αμαχητί. Θα έψαχνε, θα έψαχνε παντού, όπου ήταν απαραίτητο για να βρει συνάνθρωπο. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει και εξαφανίστηκαν όλοι, αλλά όπως αυτός υπήρχε, έτσι θα έβρισκε κι άλλους. Κάπου θα ήταν κρυμμένοι, φοβισμένοι ίσως, στην αρχή της παραφροσύνης. Συλλογιζόταν κάθε πιθανό τρόπο, κάθε λόγο που συνέβη… αυτό που τελικά συνέβη και ζούσε. Απέκλεισε την έκρηξη πυρηνικής ή κάποιας άλλης βόμβας, απέκλεισε λοιμούς και αρρώστιες. Το μόνο που θα μπορούσε να σκεφτεί ήταν… «μπα, αποκλείεται…», συλλογίστηκε χαμογελώντας. Μικρότερος είχε διαβάσει για την στρέβλωση του χώρου ή και του χρόνου, για την δημιουργία σκουληκότρυπας και για παράλληλα σύμπαντα, αλλά τα έβρισκε τόσο φανταστικά που δεν τολμούσε να τα πιστέψει. «Μήπως;», αναρωτήθηκε, «… μήπως είμαι σε άλλο σύμπαν; Βρε μπας και αυτοί οι τρελοφυσικοί είχαν δίκιο; Μπα, δεν μπορεί… αλλά πάλι…». Η σκέψη έμεινε στη μέση, οι απαντήσεις ήταν αδύνατες. Μπορεί να ήταν μηχανικός, μηχανολόγος μηχανικός, αλλά πίστευε στα υλικά και στα πράγματα που αντιλαμβανόταν με τις αισθήσεις, αυτά που ήξερε να τα αντιμετωπίζει στην καθημερινότητα του. Τα θεωρητικά, του φαίνονταν … παραμύθια.Κατέβηκε στο δρόμο και πήγε προς την πλατεία Ομονοίας με τα πόδια, χαζεύοντας τις επιγραφές των καταστημάτων και τις προθήκες των κινηματογράφων. Το χιόνι δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή, οι δρόμοι, αφού δεν τους πατούσαν αυτοκίνητα, είχαν ασπρίσει και άρχιζαν να σχηματίζουν τον επικίνδυνο πάγο τους. Φοβήθηκε να μην γλιστρήσει και περπατούσε αργά και στηριζόμενος στα κάγκελα των πεζοδρομίων. Ένας τραυματισμός τώρα, δεν θα ήταν ότι πιο καλό θα μπορούσε να του συμβεί. Γιατροί πια δεν υπήρχαν, ούτε … όμορφες νοσοκόμες!
Μπήκε σε ένα εστιατόριο, το πρώτο που βρήκε μπροστά του και προσπάθησε να φάει κάτι. Φοβόταν ότι μετά από λίγο καιρό, τα τρόφιμα θα χαλούσαν και η επιβίωση θα γινόταν δύσκολη. Όσο κι αν τα ψυγεία παντού λειτουργούσαν, τα τρόφιμα κάποια στιγμή…
Ήπιε ένα μπουκάλι κρασί, άναψε το τσιγάρο που κρατούσε αρκετή ώρα στα δάχτυλα και κοίταξε τα μαύρα σκοτάδια έξω από το μαγαζί. Η νύχτα είχε πέσει απότομα και ολόμαυρη. Τα φώτα των δρόμων, είχαν ανάψει στην ώρα τους και έδειχναν τώρα τον χορό των νιφάδων. Η ορατότητα είχε πέσει στα πέντε μέτρα, κάτι τέτοιο δεν είχε ξαναδεί, τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον και το κρύο πιρούνιαζε το σώμα του, όσο κι αν η θέρμανση στο μαγαζί λειτουργούσε κανονικά. Μετά από ώρα, αποφάσισε να γυρίσει στο ξενοδοχείο με την πιθανότητα ότι θα μπορούσε να μείνει μέσα για αρκετές μέρες. Θα άφηνε την εξερεύνηση για αργότερα. Από την βιτρίνα ενός μαγαζιού που την έσπασε με μια μεγάλη πέτρα, πήρε ένα χοντρό πλεκτό και ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια. Μπήκε στο ξενοδοχείο και η ζέστη τον χτύπησε στο πρόσωπο, ζεστάθηκε και έβγαλε το μπουφάν. Δεν είχε όρεξη να παίξει με τον … υπάλληλο της ρεσεψιόν, ούτε με τα γκρουμ και ανέβηκε στο δωμάτιό του. Έπεσε στην μεγάλη πολυθρόνα και άναψε την τηλεόραση. Τα αιώνια τηλεοπτικά χιόνια, έκαναν την εμφάνισή τους και προτίμησε ένα καλωδιακό σταθμό που έδειχνε κάποιο ντοκιμαντέρ. Μετά από λίγο βαρέθηκε και διάλεξε μια ταινία από το απόθεμα που βρήκε στο ντουλαπάκι της κρεβατοκάμαρας. Άκουγε επιτέλους ανθρώπινη φωνή και μάλιστα αγαπημένη καθώς είχε διαλέξει Ελληνική ταινία και ο κύριος Πετρόχειλος προσπαθούσε να γίνει από στρίγκλος, αρνάκι, ενώ η Μάρω Κοντού, έδινε ρεσιτάλ ομορφιάς, αφού με το ηθοποιίας … είχε κάποιο πρόβλημα. Λίγο το κρασί, λίγο η ταινία, έκαναν τα βλέφαρα να γέρνουν και μια γλυκιά ζαλάδα είχε αρχίσει να χαϊδεύει τον νου του. Η Τόνια του τον καληνύχτισε για να ακολουθήσει η μουτρωμένη Μαίρη του. Πρόλαβε και είδε την άκρη του χεριού της Χαράς, το πρόσωπό της ήταν θαμπό, αλλά καταλάβαινε ότι ήταν η γυναίκα του. Χαμογέλασε σαν έκλεινε τα μάτια όπως ήταν στην άνετη πολυθρόνα. Άκουσε πάλι εκείνη την φωνή μέσα στο κρανίο, αλλά ένιωθε εξουθενωμένος για να κάνει κάτι. Ο ύπνος τον πήρε απαλά ενώ στην ταινία ο Κωνσταντάρας φώναζε στα «ρεμάλια» του. Το ροχαλητό του ήταν δυνατό και διαπεραστικό.
Ο Τάκης φάνηκε ξαφνικά από κάποια γωνιά του ονείρου του. Έτσι με την αιώνια μπλε βερμούδα του, την μόνιμα λερωμένη μπλούζα με τα ακαταλαβίστικα λόγια μπροστά και τις άσπρες κάλτσες, να περπατά στους δρόμους της Κυψέλης. Στο βάθος η πλατεία του Αγίου Γεωργίου, φαινόταν θολά με τις μεγάλες ακακίες φουντωμένες.
-«Πάμε για ένα Αμερικανάκι;», άκουσε τη φωνή του. Ο Τάκης ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος, αλλά τα δυό παιδιά είχαν ταιριάξει απόλυτα μεταξύ τους και σκέφτονταν τις ίδιες σχεδόν σκανταλιές. Δεκατεσσάρων ο Τάκης λοιπόν, δεκατρία ο Γιώργος, το μυαλό τους ήταν συνεχώς στο «Αμερικανάκι» και στα πόδια της Νάντιας, της δεκαοκτάχρονης κόρης του περιπτερά, που τα παχουλά της μπούτια, είχαν γίνει εμμονή των δυό νεαρών.
-«Ναι, ρε, πάμε, λες να είναι και η Νάντια εκεί; Θα φοράει λες κι εκείνη την κοντή φούστα με τις πιέτες;’
-«Ορέ, τι θα δούμε πάλι!!! Ξέρεις πόσο θέλεις να την τσιμπήσω; Σαν… σαν … «
-«Ξέρω, ξέρω, σαν κολασμένος. Έτσι;», γέλασε με πονηρή ματιά.
-«Αχ, Παναγιά μου, τι θα μπορούσα να της κάνω! Και μόνο που το σκέφτομαι… να κοίτα…» και του έδειξε το μπροστινό μέρος της βερμούδας του.
Ο Γιώργος γέλασε σαν είδε το φούσκωμα και σαν πιο ντροπαλός, προσπάθησε να κρύψει με τα χέρια του το δικό του. Έσκυψε το κεφάλι και προχώρησε μπροστά προς την πλατεία, δίνοντας υπόσχεση στον εαυτό του, να μην ρίξει ούτε μια ματιά προς το περίπτερο. Σαν έφτασαν, κάθισαν στο παγκάκι να αποφασίσουν ποιο «τέρμα» θα έπαιρνε ο καθένας και ποιος θα έκανε το πρώτο σουτ. Το βογγητό του Τάκη, τον έκανε να γυρίσει και να μείνει ακίνητος σαν μαρμαρωμένος. Η Νάντια είχε σκύψει να πάρει κάτι εφημερίδες από το πεζοδρόμιο, ήξερε βέβαια ότι οι δυό πιτσιρίκοι την «έπαιρναν μάτι» και βέβαια η κοντή, φαρδιά της φούστα, έκανε τα μεγάλα αποκαλυπτήρια. Κάθε φορά που έσκυβε, έριχνε και ένα βλέμμα όλο νόημα, συνοδευόμενο με κοφτό γελάκι προς το μέρος τους, σαν να υποσχόταν κάτι αόριστο αλλά σκανδαλιστικό. Όχι βέβαια ότι είχε στο νου της τα δυό πιτσιρίκια, αλλά το ύφος τους και το ανοικτό τους στόμα στην θωριά της, την διασκέδαζε αφάνταστα. Καλοκαίρι ήταν, πήρε κι ένα παγωτό με ξυλάκι από το ψυγείο της «ΕΒΓΑ» και άρχισε να το γλύφει αργά και βασανιστικά.
-«Αυτή είναι γυναίκα ε; Πω πω αδερφέ μου, κοίτα τα μπούτια της…», ακούστηκε η φωνή του ξαναμμένου Γιώργου.
-«Ναι μωρέ αδερφέ μου! Δες και τον κώλο της…! Ξέρεις τι μου είπε ο Αντώνης; Ένας φίλος του αδερφού του την πηδάει κάθε μέρα σχεδόν. Και όλοι εδώ οι «μεγάλοι», (όπου μεγάλος ήταν πάνω από είκοσι), την έχουν ξεσκίσει ρε. Άκου με που σου λέω, μεγάλη πουτάνα … άκου με…». Έβαλε το δάχτυλο στη μύτη και την έξυσε, έβγαλε μια μύξα και την πέταξε με τα δάχτυλα μακριά του. Έδεσε τα κορδόνια του, σήκωσε τις κάλτσες ψηλά:
-«Άντε μωρέ θα παίξουμε καμιά ώρα;», ρώτησε όλο βιάση.
Το πρώτο γκολ, το έβαλε ο Τάκης, αφού το μυαλό αλλά και τα μάτια του συμπαίχτη του ήταν ακόμα εκεί… στην κοπέλα που έσκυβε για τις εφημερίδες. Ο ήλιος τους έκαιγε, ο ιδρώτας έτρεχε σαν ποτάμι και οι πατούσες είχαν πάρει φωτιά. Κι εκτός αυτού, ο Γιώργος έχανε με βαρύ σκορ. Όταν πια ανακάλυψαν ότι οι δυνάμεις τους άρχισαν να τους εγκαταλείπουν, κάθισαν στο ένα παγκάκι, άπλωσαν τα χέρια πίσω και προσπάθησαν να πάρουν βαθιές ανάσες. Ο Τάκης πατούσε την μπάλα κι έπαιζε μαζί της κυλώντας την μπρος – πίσω.
-«Ρε συ, ξέρεις τι είναι το γαμήσι; Ξέρεις πως γαμάνε;»
Ο Γιώργος δεν την περίμενε αυτή την ερώτηση, όχι τώρα τουλάχιστον. Τον έτρωγε το ζήτημα, αλλά δεν είχε ποτέ του τολμήσει να ρωτήσει. Ο κυρ Αρίστος, ο χοντρός του πατέρας δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με τα προβλήματα του γιού του, ενώ η αδύνατη και καχεκτική μάνα του, η κυρία του άντρα της, νόμιζε ότι τα προβλήματα φώλιαζαν, μόνο, στη ψυχή της μεγάλη της κόρη. Το πρόσωπο της μάνας τον έκανε να στριφογυρίσει πάνω στην πολυθρόνα, ν’ αλλάξει στάση και να μισανοίξει τα μάτια. Όμως το όνειρο δεν διακόπηκε. Η μάνα… μια ευγενική αδύνατη μορφή, υποταγμένη κυριολεκτικά στον άντρα της, αδύνατη στο σώμα, αδύνατη και στον χαρακτήρα, δεν σήκωνε ποτέ φωνή, ούτε σε μας τα παιδιά της, έτρεμε την ζωηράδα μας, την αυθάδεια, την παιδική μας επιθετικότητα. Πάντα με σκυμμένο κεφάλι μπροστά στις αποφάσεις του πατέρα που τον έτρεμε ολόκληρο, ποτέ δεν του πήγαινε κόντρα και γνώμη της ήταν πάντα η δικιά του γνώμη και με λίγες μόνο απολαύσεις από την ζωή.
-«Ναι…», είπε ψέματα, «… ξέρω». Δεν ήξερε, όμως ο εγωισμός του δεν τον άφηνε να πει κάτι άλλο. «Και βέβαια ξέρω, να… όταν ο άντρας βάζει το… πουλί του κάτω στην γυναίκα… άκου εκεί… και βέβαια ξέρω…». Η αμηχανία του όμως φανέρωνε την άγνοιά του και την ασχετοσύνη του, λέξη που χρησιμοποιούσε ο φίλος του, με το θέμα.
-«Ρε συ, έχεις δει ποτέ τους γονείς σου να … το κάνουν; Να κάνουν σεξ βρε, τους έχεις δει; Εγώ ένα βράδυ που νόμιζαν ότι κοιμόμουν, έβαλα το μάτι στην κλειδαρότρυπα, πω πω πω τι είδα!!! Θαύματα! Ποια Νάντια και κουραφέξαλα …!»
Ο Γιώργος παραδέχτηκε ότι κάτι τέτοιο δεν το είχε δει ποτέ του. Όμως από κείνη την μέρα αυτή η σκέψη, του τριβέλιζε το μυαλό. Το βράδυ έβλεπε παράξενα όνειρα και την ημέρα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε άλλα πράγματα έξω απ’ αυτό. Δεν άργησε λοιπόν να το πάρει απόφαση και … συγχρόνως να «πάρει» μάτι αυτό που είχε δει και ο φίλος του. Σάββατο βράδυ ήταν, είχαν γυρίσει από το σινεμά, κάθε Σάββατο ο μπαμπάς τους πήγαινε κινηματογράφο, έκανε τον νυσταγμένο και ξάπλωσε γρήγορα – γρήγορα για ύπνο. Όμως … μόνο τον ύπνο δεν σκεφτόταν. Έπρεπε να δει επιτέλους κι αυτός. Όσο πέρναγε η ώρα, ένιωθε τα μάγουλά του να καίνε και όσο οι διάφοροι ήχοι στο σπίτι ησύχαζαν, σημάδι ότι οι γονείς του είχαν ξαπλώσει και η αδερφή του είχε κοιμηθεί, τόσο η αναπνοή γινόταν πιο κοφτή και πιο γρήγορη. Επιτέλους … απόλυτη σιωπή. Μόνο κάποια γελάκια και αναστεναγμοί ακούγονταν από το δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά. Σηκώθηκε και αφουγκράστηκε, όλα καλά και όπως τα είχε φανταστεί. Στις άκρες των δαχτύλων του πλησίασε την κλειστή πόρτα και έβαλε το μάτι στην κλειδαρότρυπα. Ευτυχώς το φως του ηλεκτρικού καντηλιού, όπως πάντα, ήταν αναμμένο και μπορούσε να δει έστω και αχνά, αλλά κάθετα έβλεπε μόνο την πλάτη του μπαμπά και ότι άλλο μπορούσε να δει κάποιος από το πίσω ενός γυμνού άντρα. Έβαλε το δεξί χέρι στο στόμα μη και του ξεφύγει κανένας ήχος, το άλλο χέρι ήταν γαντζωμένο στο πόμολο και τον έκαιγε στην προσπάθεια να μην σπρώξει την ξύλινη πόρτα και βολεύτηκε όσο πιο καλά μπορούσε. Τα μάτια στεγνά μέσα στις κόγχες κοίταζαν αχόρταγα και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από κει, όσο κι αν το ήθελε. Είδε τα χέρια της μαμάς να ξεπροβάλουν πάνω από τους χοντρούς ώμους του κυρ Αρίστου, άκουσε τις κραυγές της, όσο κι αν προσπαθούσε να είναι «πνιχτές», ήταν αρκετά έντονες για να τον αναστατώσουν. Ξαφνικά είδε αίμα να κυλά στην πλάτη του μπαμπά και τα γυναικεία νύχια να έχουν ξεσκίσει την σάρκα του. Κι εκείνος να μην αντιδρά, να μην την βρίζει, να μην την χτυπά. Ότι του έλεγε, η… «αφέντρα» το έκανε και φαινόταν μάλιστα να το απολαμβάνει. Αλλά το πρόσωπό του δεν έδειχνε ικανοποίηση, μόνο κάτι σαν αγωνία και … σαν να έκλαιγε. Και τότε γέλαγε η μαμά! Τώρα αυτή φαινόταν ότι έκανε ότι ήθελε κι εκείνος … υπάκουε πειθήνια. Μέχρι που αυτή η χοντρή πλάτη ακούμπησε στο σεντόνι και το ολόγυμνο σώμα της μαμάς κάθισε πάνω στον άντρα. Τα μελίγγια του Γιώργου τώρα χτυπούσαν σαν τρελά, το αίμα λες και προσπαθούσε να σπάσει τις φλέβες του, ενώ η όραση του είχε θολώσει. Το σώμα της μητέρας του ολόγυμνο μπροστά του, με το δασύ δασάκι ανάμεσα από τα πόδια υγρό από τον ιδρώτα και ανυπόμονο για τον άντρα της , τα στήθια της μεγάλα και λίγο πεσμένα να έχουν γίνει παιχνίδια στα χέρια του πατέρα του και το πεταχτό της προκοιλάκι ανεβοκατέβαινε τώρα πάνω στον ξαπλωμένο άντρα. Ήχοι ηδονής και μεγάλης έντασης έβγαιναν από τον αδύνατο λαιμό της, συνοδεύοντας τα μουγκρητά του πατέρα του. Η μικρή αντιλόπη ανταγωνιζόταν το λιοντάρι και έδειχνε να κερδίζει. Το σώμα της μαμάς τώρα είχε κολλήσει στους λαγόνες του χοντρού άντρα, του «θηρίου» όπως τον λέγαμε. Τον χτύπαγε, τον έγδερνε με τα νύχια της, τον δάγκωνε κι αυτός όχι μόνο τα ανεχόταν όλα αυτά, αλλά σαν να του άρεσαν κιόλας. Ανασήκωνε το στήθος του και την φιλούσε με λαχτάρα ενώ κάτι της ψιθύριζε που δεν άκουγε. Αυτή έδινε ακαταλαβίστικες προσταγές, ο άντρας όμως καταλάβαινε και όλο την έσφιγγε, πάλι και πάλι, σαν να προσπαθούσε να την σκάσει με την θέλησή της. Ο Γιώργος προσπάθησε να φύγει, να εγκαταλείψει την πάλη που έβλεπε, αυτό το περίεργο παιχνίδι των μεγάλων, αλλά τα πόδια είχαν παραλύσει. Η μάχη κάτω από το πράσινο φως του καντηλιού, συνεχιζόταν όλο και πιο βίαιη, όλο πιο αβέβαιη. Μέσα στο μισοσκόταδο, το σώμα της μάνας του, του φάνταζε αλλιώτικο. Το πρόσωπό της σαν να είχε ασχημύνει, γκριμάτσες το χαράκωναν, το παραμόρφωναν. Δεν ήταν το γλυκό μητρικό πρόσωπο που έφτανε μια ματιά για να ξεχάσει κάθε παιδική του στενοχώρια, ήταν μια άλλη την ώρα εκείνη, είχε μεταμορφωθεί. Πρώτη φορά μάλιστα, πρόσεξε τα δόντια της. Μόλις την νύχτα εκείνη τα πρωτοπρόσεξε. Άσπρα, μεγάλα και γυαλιστερά σαν να μην τα είχε δει ποτέ μέχρι τότε, ίσως γιατί δεν γελούσε συχνά για να φανούν, ούτε και θύμωνε για να τα τρίζει. Δάγκωνε το αυτί του πατέρα του, κάτι του έλεγε κι εκείνος κολλούσε τα χείλη του στον λαιμό της κι αγκομαχούσε σαν τρένο. Ανάμεσα στο χοροπηδητό της μάνας του και τις γρήγορες, όλο και πιο γρήγορες κινήσεις του κυρ Αρίστου, είδε το όργανό του. Όρθιο, χοντρό σαν μικρό ρόπαλο, να μπαινοβγαίνει στα σκέλια της, έτσι όπως ακριβώς μπαινόβγαινε ο αριστερός δείκτης του Τάκη στην τρύπα που σχημάτιζαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, κάθε φορά που ήθελε να του πει πόσο «πουτάνα» ήταν η περιπτερού.
Είχε ξεραθεί το στόμα του και ο ουρανίσκος του πονούσε. Δεν μπορούσε να καταπιεί το σάλιο του, χωρίς να νιώσει σουβλιές στον λαιμό. Ξάφνου οι γονείς του, λες και τους πυροβόλησαν, έκαναν δυό τρία τινάγματα κι έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο, μένοντας ακίνητοι σαν πεθαμένοι. Και μονάχα η βαριά τους ανάσα μαρτυρούσε πως ζούσαν ακόμη. «Πόλεμος», σκέφτηκε και επιτέλους βρήκε το κουράγιο να πάρει τα πόδια του και να φύγει από κει, να αποκοπεί από εκείνη την μικρή κλειδαρότρυπα που θα του άλλαζε για πάντα την ζωή. Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι του, ανακάλυψε ότι κάτι τον εμπόδιζε να κοιμηθεί. Ο Μπάτμαν στον απέναντι τοίχο του φαινόταν πάντα τρομακτικός, αλλά σήμερα ωχριούσε μπροστά στην εικόνα του «θηρίου». Πήγε στην τουαλέτα και ξαλάφρωσε. Όμως ο Μορφέας αργούσε στην συνάντησή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου