Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Σήμερα έβλεπε την ημέρα πιο όμορφη και πιο γλυκιά. Έτσι χωρίς λόγο, χωρίς κάποια αιτία. Βέβαια η ζέστη είχε αρχίσει από το πρωί και ο αέρας όσο πέρναγε η ώρα βάραινε σαν γινόταν πιο πυκνός. Μόλις είχε ξημερώσει και το προγραμματισμένο ταξίδι του θα άρχιζε σε λίγο. Η πείρα στην οδήγηση τον ωθούσε σε όλο και πιο μακρινά ταξίδια. Φόρτωσε τον Παρασκευά στο μπροστινό κάθισμα του συνοδηγού, πήρε μπόλικο νερό σε μπουκάλια και κάτι να τρώει στην διαδρομή κι αυτός αλλά και ο διαβολάκος του. Μαρσάρισε λίγο πιο πολύ απ’ ότι περίμενε και έβαλε «πλώρη» για την Πελοπόννησο. Του άρεσε εκεί η περιοχή, του άρεσαν τα βουνά της, το τοπίο της με τα καλαμπόκια, αλλά και οι παραλίες της. Στο μυαλό του ήρθαν οι στιγμές του με την Χαρά και εκείνες οι εκδρομές στην Τρίπολη, στα Καλάβρυτα και στην Μεσσηνία.Οδηγούσε σιγοσφυρίζοντας κάποιο χαζοχαρούμενο τραγουδάκι, χωρίς να καταλάβει και πιο ακριβώς ήταν, φόρεσε το Αμερικάνικο κασκέτο, αυτό που εκνεύριζε πάντα την γυναίκα του, πήρε εκείνη την ηλίθια, ξέγνοιαστη γκριμάτσα του τουρίστα και βγήκε στο δρόμο που οδηγούσε κατά τον ισθμό της Κορίνθου. Ήπιε μια γουλιά καφέ από το πλαστικό κυπελάκι που κρατούσε στο χέρι και μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου, άρχισε να θαυμάζει τον ήλιο που μπροστά του ξαναγεννιόταν για να φωτίσει άλλη μια μέρα. Στο ρολόι κοίταξε την ώρα, είδε τους δείκτες να δείχνουν οκτώ και τράβηξε το πόδι από το γκάζι, προσπαθώντας να απολαύσει όσο πιο πολύ μπορούσε την διαδρομή. Δεν έβρισκε τον λόγο να βιαστεί, να ταχύνει την διαδρομή. Περιέργως ο μικρός σκύλος είχε λουφάξει στο δερμάτινο κάθισμα, είχε βάλλει την μουσούδα στα τεντωμένα μπροστινά του πόδια και δεν έβγαζε άχνα. Ούτε ένα γρυλλισμό. Πέρασαν τα διυλιστήρια και τα φώτα που ακόμα ήταν αναμμένα στις εγκαταστάσεις έδιναν μια εικόνα ζωής. Πάντως ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο υπήρχε ολόγυρα. Στο μυαλό του μπήκε η ιδέα της έρημης επαρχίας, ενός τόπου χωρίς ζωή, χωρίς κάποια αλεπού, σκύλο, μοσχάρι ή πρόβατο. Οι άνθρωποι, ίσως και να μην τον ενδιέφεραν αυτή τη στιγμή. Σίγουρα δεν τον ενδιέφεραν, την επαρχία την είχε συνδέσει με τα ζώα και τα σπαρτά.
Φάνηκε ο ισθμός και δεξιά του η Ακροκόρινθος με τα υπέροχα τείχη της. Σταμάτησε πάνω στην γέφυρα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο, ακούμπησε στην κουπαστή, αλλά η υψοφοβία του τον ζάλισε και δεν έσκυψε παραπάνω. Η θάλασσα αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου τώρα και σαν τεράστιος καθρέφτης φώτιζε τα σκληρά βράχια της διώρυγας. Απομακρύνθηκε από την άκρη και ασυναίσθητα έψαξε και πιο πολύ οσμίστηκε μήπως και εντόπιζε την τσίκνα από τα σουβλάκια που ήταν παράδοση εκεί. Τίποτα όμως, μόνο φρέσκος αέρας. Χαμογέλασε σαν σκέφτηκε ότι απογοητεύτηκε επειδή ανάσανε μόνο τον φρέσκο αέρα. Βρήκε ένα από τα καταστήματα που κάποτε πουλούσαν αυτά τα περιβόητα σουβλάκια και άναψε κάρβουνα να φτιάξει μόνος του. Ο καπνός που υψώθηκε στον ουρανό, βάλσαμο στις αισθήσεις του, ήταν και το ίχνος του, για κάποιον άλλο «επιζώντα». Έψησε και έφαγε μαζί με το σκυλάκι του, πιο πολλά απ’ όσα είχε ανάγκη το στομάχι του. Η σόδα που ήπιε δεν τον ελάφρυνε καθόλου.
«Πόσα χιλιόμετρα λες να κάνουμε ακόμα μικρέ;», ρώτησε τον νεαρό του σύντροφο. Ο Παρασκευάς τον κοίταξε με λοξό το κεφάλι και σίγουρα αναρωτιόταν μέσα του τι του έλεγε. Προχώρησαν μέχρι το αυτοκίνητο, άφησε τον εαυτό του να ρευτεί και νωχελικά ξεκίνησαν και πάλι για την καρδιά της Πελοποννήσου. Πέρασε τα διόδια γελώντας που δεν πλήρωνε για άλλη μια φορά και αποφεύγοντας κάποια σταματημένα αυτοκίνητα στη μέση του δρόμου, προσπερνώντας κάποια άλλα που είχαν καεί, έφτασε στην μεγάλη στοά στο Αρτεμίσιο και σταμάτησε στο κέντρο που συνήθως αναπαύονταν οι οδηγοί. Πήρε άλλη μια σόδα από ένα ψυγείο και απόλαυσε την θέα. Ίσως να έμεναν εκεί για σήμερα, να κοιμόταν μάλιστα στο μεγάλο μπαλκόνι που έβλεπε στα βουνά απέναντι, αλλά μια κρύα πνοή αέρα τον έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Πήρε αγκαλιά τον μικρό του φίλο και έκλεισε τα μάτια πάνω σε μια άνετη πολυθρόνα με κόκκινα και μαύρα μαξιλάρια. Λίγη ξεκούραση ζητούσε και προσπάθησε να βολευτεί όσο πιο καλά μπορούσε. Τα πλευρά του τον πόνεσαν λίγο και στριφογύρισε στη θέση του. Ο Παρασκευάς είχε κουλουριαστεί πάνω του και με τη γλώσσα έξω, παρατηρούσε ήρεμα το γύρω χώρο. Λες και έψαχνε τον επόμενο εχθρό για δαγκώματα και γρατζουνιές.
Ο Μορφέας πήρε γρήγορα τον Γιώργο στην αγκαλιά του και τον πήγε εκεί που ίσως και να μην ήθελε να πάει. Σε αλλοτινές εποχές, στα παιδικάτα του και στην μικρή παρέα του «Βυζαντίου», της μικρής καφετέριας που συγκεντρωνόταν όλη η παλιοπαρέα από το σχολείο. Και τι δεν είχε ζήσει εκείνο το στενό πατάρι. Ο Γιώργος και ο Αλέκος ο Μαγουλάκιας, ο Πάνος ο Άχρηστος, ο Κώστας ο Καλλιτέχνης, ο Αντώνης ο Τσαγρής και άλλοι φίλοι και συνοδοιπόροι στα όνειρά του, ανταγωνιστές στον έρωτα του και σύντροφοι στις πλάκες, αντίπαλοι στην επιλογή του Σάββατου (ποτέ δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν που να πάνε), παραμυθάδες και ονειροπόλοι έφηβοι. Τι αυτοκρατορίες δεν είχαν πλάσει, πόσα από τα μυστήρια του Σύμπαντος δεν είχαν λύσει! Θυμόταν καλά την ημέρα που είχε γνωρίσει την Παναγιώτα, την στρουμπουλή κοκκινομάλλα με τις φακίδες. Εκείνος δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκάξι του χρόνια κι εκείνη στα δεκαεννέα και κάτι. Την φίλαγε και της τσίμπαγε με δύναμη τα μπούτια, χωρίς η κοπέλα να διαμαρτύρεται, χωρίς να τον αποθαρρύνει. Μέχρι που κάποια στιγμή, μπόρεσε να ακουμπήσει με την παλάμη του την … τριχωτή περιοχή ανάμεσα στα πόδια. Ήταν μόνοι τους στο πατάρι, κανείς δεν τους έβλεπε και μπορούσαν να φιλιούνται με όλη τους την άνεση. Και να την χουφτώνει μάλιστα. Βέβαια εκείνος επιθυμούσε να έρθουν και οι άλλοι, τάχα τυχαία και απρόσμενα, να δουν ότι είχε γκόμενα, ιδίως αυτός ο Τάκης που έκανε ότι ήξερε τα πάντα γύρω από τα θηλυκά. Πρώτος έφτασε ο Κώστας ο Καρούσος, ο επονομαζόμενος και Καλλιτέχνης για την μανία που είχε με το σχέδιο, ειδικά με το σχέδιο των πολεμικών αεροπλάνων του Β! παγκοσμίου πολέμου. Στο σχολείο κάθονταν στο ίδιο θρανίο που ο Κώστας το είχε μετατρέψει σε ένα θεόρατο πίνακα ζωγραφικής με αερομαχίες και απεικονίσεις των spitfires της Ραφ. Τους χαιρέτισε και κάθισε στο τραπέζι τους, του ήταν αδιανόητο να σκεφτεί να κάτσει αλλού, να τους αφήσει μόνους τους. Σε λίγο «αρίβαραν» και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας. Η Παναγιώτα όμως καιγόταν από τις προηγούμενες θωπείες του… κατ’ όνομα εραστή της και ήθελε κι άλλα. Μάλλον ήθελε κάτι πιο… αποτελεσματικό. Το ζήτησε από τον Γιώργο ψιθυριστά, σχεδόν ακουμπώντας στο αφτί του και περίμενε την απάντησή του. Ο Γιώργος ξεροκατάπιε, το μόνο που ήξερε από σεξ, ήταν ότι είχε δει κρυφά από τους γονείς του, ότι μπορούσε να μάθει από τις φιλολογικές και υπερβολικές συζητήσεις με την παλιοπαρέα και ότι μπορούσε να αντιγράψει από τα πορνό περιοδικά που κατά καιρούς είχαν πέσει στα χέρια του. Κι αυτές οι εικόνες με την … ηθική του μαρκαδόρου, δεν ήταν καθόλου κατατοπιστικές ή διδακτικές. Βέβαια στην τσέπη του είχε λεφτά, ικανά να πληρώσει μια ημιδιαμονή σε ένα ξενοδοχείο, ακόμα και ένα ποτό, αλλά ντρεπόταν να πάει. Από την άλλη ίσως ήταν και ευκαιρία για φιγούρα στους φίλους του. Τράβηξε τον «Καλλιτέχνη» στην άκρη και τον ρώτησε που μπορούσε να βρει ένα ξενοδοχείο να πάνε. Ήξερε, αλλά ήθελε με αυτόν τον τρόπο να το διαδώσει ότι θα πήγαιναν για…
Η απάντηση που πήρε ήταν αυτή που περίμενε, αφού μόνο ένας «γαμιστρώνας» (όπως έλεγαν τα ξενοδοχεία αυτά), υπήρχε στην περιοχή. Το HOTEL ROMA, κανείς δεν ήξερε γιατί το έλεγαν έτσι μεταξύ τους, αφού η επιγραφή του έγραφε «ΑΘΗΝΑ». Χαιρέτισαν όχι και τόσο διακριτικά τους υπόλοιπους και έφυγαν με τον Γιώργο έντρομο για αυτό που έμελλε να ακολουθήσει.
Το ξενοδοχείο ήταν ένα μικρό, αλλά περιποιημένο κτίριο σε ένα ήσυχο δρόμο με ανεπαρκή φωτισμό, κάτι που τον βόλευε. Μπήκαν μέσα και μπροστά στον υπάλληλο υποδοχής, νόμισε πως η καρδιά του θα έσπαγε, τόσο γρήγορα και δυνατά χτυπούσε. Το πρόσωπό του έκαιγε, θα νόμιζε κάποιος ότι είχε πυρετό και η μέση του άρχισε να έχει σπασμούς, σε σημείο να μην μπορεί να κρατηθεί όρθιος, παρά μόνο στηριζόμενος στον πάγκο. Παρακαλούσε τον Θεό μέσα του να μην καταλάβει τίποτα η συνοδός του, αλλά ο ξενοδόχος, να είναι καλά ο άνθρωπος, φέρθηκε με τόση διακριτικότητα, ούτε το βλέμμα δεν γύρισε απάνω του, με χαμηλή φωνή και ευγενικά του έδωσε το κλειδί, πήρε τα λεφτά και γύρισε από την άλλη πλευρά κάνοντας πως είχε δουλειά. «Λες να κατάλαβε κι εκείνος πως είναι η πρώτη μου φορά;», αναρωτήθηκε με ντροπή μεγάλη μέσα του. Ανέβηκε τις μαρμάρινες σκάλες και έπαιρνε ολοένα και περισσότερο θάρρος και αυτοπεποίθηση. Βρέθηκαν μόνοι και άρχισε να την χαϊδεύει, όπου πιο πονηρά μπορούσε να χωρέσει το χέρι του. Όταν έμεινε γυμνή η Παναγιώτα, νόμισε πως ο παράδεισος είχε κατέβει στη γη, νόμισε πως άγγελοι του τραγουδούσαν πάνω από το κεφάλι και όλο το Σύμπαν τον ήθελε ένα γεμάτο δύναμη και αντοχή επιβήτορα. Κι αν η κοπέλα δεν είχε αντιληφθεί από την αρχή ότι ήταν παρθένος, η πολλαπλή συνουσία το έδειχνε αμέσως. Δεν ήξερε αν αυτό που άκουγε μέσα στο κεφάλι του ήταν ο λόγος της ερωμένης του ή η μελωδία του έρωτα. Πάντως αν αυτή ήταν η φωνή, η μουσική του σεξ, ήταν τόσο όμορφη και θελκτική που έγινε αμέσως δούλος της.
Τα μαξιλάρια της πολυθρόνας έπεσαν κάτω καθώς στριφογύρισε προσπαθώντας να ξεπιαστεί. Άνοιξε για λίγο τα μάτια και άκουσε το γουργουρητό του μικρού ζώου. Θέλησε να ξαναγυρίσει στο όνειρο από κει που το είχε αφήσει, αλλά το όνειρο είχε κάνει πια φτερά και μόνο η τελευταία εικόνα του είχε μείνει, μια εικόνα που δεν θα μπορούσε να ενωθεί πάλι με το συναίσθημα. Προσπάθησε πιο πολύ, έσφιξε τα μάτια, ξανάρχισε να αναμασά τις εικόνες από την στιγμή της εισόδου στο ξενοδοχείο, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να εκνευριστεί και να αντιληφθεί ότι αυτό που έφυγε, έφυγε για πάντα. Ο ύπνος δεν θα ήταν μια εύκολη υπόθεση και σηκώθηκε αργά και προσεκτικά, ζέστανε λίγο νερό και έφτιαξε τσάι, μήπως και ηρεμούσε λίγο. Κοίταξε έξω από τις μεγάλες τζαμαρίες και είδε σκοτεινά, θεόρατα βουνά να ξεπροβάλουν από το βάθος της μικρής κοιλάδας. Σαν δόντια γιγάντιου στόματος λες και απειλούσαν τους ουρανούς. Τα φώτα στους δρόμους είχαν ανάψει, έτσι ήταν προγραμματισμένα και έδιναν τόσο βάθος στο δρόμο που σχημάτιζαν ένα λαμπερό φίδι πολλών χιλιομέτρων ή καλύτερα ένα στόλο γρι – γρι να ψαρεύει. Γέλασε στις σκέψεις του και κάθισε να περιμένει το ξημέρωμα, την χαραυγή. Κοίταξε το ρολόι του, έβγαλε τα παπούτσια να νοιώσει πιο άνετα και άρχισε να διαβάζει το περιοδικό με την ημίγυμνη νεγρούλα στο εξώφυλλο. Τα πρώτα εσώρουχα που είδε στις διαφημίσεις και τα κουτσομπολιά γύρω από γνωστές και άγνωστες στάρλετ, τον έκαναν να αηδιάσει και πέταξε το έντυπο στην άκρη της μεγάλης σάλας. Περπάτησε μέχρι τις τουαλέτες και απάλλαξε τον εαυτό του από τα σουβλάκια που με τόση λαιμαργία είχε καταβροχθίσει. Έπαιξε με το χαρτί υγείας κάνοντας κώνους και τριγωνικά σχήματα, άνοιξε την βρύση να την βλέπει να τρέχει και να ακούει τον ήχο του νερού και βυθίστηκε στην μεγάλη του απογοήτευση. Αυτή που ακολουθεί κάθε… σχιζοφρενή. Φοβήθηκε με αυτή την μετάπτωση των συναισθημάτων του και προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα βγαίνοντας έξω στη βεράντα. Ο αέρας όμως δεν τον βοήθησε, ένας αέρας ζεστός και γεμάτος υγρασία. Ακούμπησε στην κουπαστή και αφέθηκε να χαζέψει στην ομορφιά της φύσης. «Αν υπήρχαν και άνθρωποι…», μονολόγησε, αντικρίζοντας την αδύναμη λευκή γραμμή του ήλιου στον ορίζοντα.
Ο «χασομέρης» Παρασκευάς σηκώθηκε ζαβλακωμένος από τον βαθύ του ύπνο, τέντωσε τα μπροστινά πρώτα και μετά τα πίσω πόδια, άνοιξε το στόμα δείχνοντας τους μικρούς του κυνόδοντες και άρχισε να ουρεί παντού ολόγυρα. Γάβγισε (;) με εκείνη την αδύναμη λεπτή φωνούλα που πιότερο θύμιζε γάτα, άφησε εκτός από τα ούρα και όλη την εκκένωση του εντέρου στο πάτωμα και κοίταξε πεινασμένος τον φίλο του. Τώρα ο «μπαμπάς», έπρεπε να πάρει το όπλο του. Και αποδεικνυόταν συνέχεια ότι ήταν καλός μπαμπάς.
Η Τρίπολη, σαν μεγάλο χωριό, φάνηκε μπροστά τους κατά το μεσημέρι. Η απέραντη ερημιά και η ησυχία του τόπου, ήταν τόσο εκκωφαντικά σκληρή, όπως βέβαια ήταν παντού στην επαρχία, που ο Γιώργος ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Πήγε στην πλατεία Κολοκοτρώνη, ένα μέρος που πάντα του άρεσε, αντίκρισε το άγαλμα του μεγάλου Έλληνα και έψαξε να βρει τα γνωστά του μέρη. Με την Χαρά είχαν καθίσει σε μια υπόγεια ταβέρνα όπου ίσως από την κούραση, ίσως από την τέχνη του μάγειρα, είχαν απολαύσει ένα καταπληκτικό δείπνο πριν από κάποια χρόνια. Θυμόταν που περίπου ήταν, αλλά όσο κι αν έψαξε, δεν μπόρεσε να την βρει. Ίσως και ο χρόνος που είχε περάσει να είχε αλλοιώσει την εικόνα στο μυαλό του, ίσως πάλι να είχε αλλάξει η χρήση του κτιρίου. Απογοητεύτηκε γιατί θα ζούσε κάποιες καλές στιγμές στην ψυχή του από τις αναμνήσεις. Βήμα το βήμα, βρέθηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης, μιας πόλης που μόνο ο καθαρός αέρας και το θρόισμα των φύλλων των δεκάδων δέντρων στα πεζοδρόμια, του θύμιζαν την παλιά του επίσκεψη. Όλα είχαν αλλάξει, όλα ήταν διαφορετικά και απόμακρα από το ύφος της Ελληνικής επαρχίας. Οι καφετέριες πνιγμένες στο κόκκινο, το μαύρο και το νίκελ, έστεκαν παράταιρες απέναντι στα ψηλά βουνά του ορίζοντα και τα πουρνάρια στο κέντρο της πλατείας. Ποτήρια και φλιτζάνια, κανάτες που κάποτε είχαν νερό και εκείνα τα ξενόφερτα φακελάκια με τις διαφόρων χρωμάτων ζάχαρες, ήταν σκορπισμένα στα τραπεζάκια ή πεσμένα στο πλακόστρωτο. Η σκόνη βέβαια είχε συσσωρευτεί πάνω τους, σε πολλές περιπτώσεις πάνω από ένα πόντο και κάθε φορά που το αεράκι τα «χάιδευε», ένα μικρό συννεφάκι σκόνης στροβιλιζόταν από πάνω τους. Με το δάχτυλο έγραψε: «Ήμουν εδώ»
Φάγανε το πρωινό τους, άνθρωπος και σκύλος και αφού το τσιγάρο έκαψε τα δάχτυλά του, ο Γιώργος βάδισε προς το μεγάλο ξενοδοχείο. Εκεί θα έμεναν σήμερα, εκεί θα ξεκουράζονταν, εκεί θα έκαναν τα πλάνα τους για το μετά. Ασυναίσθητα μπήκε σε ένα βιβλιοπωλείο και πήρε ένα βιβλίο με την ιστορία της περιοχής και κάποιους χάρτες όλης της Πελοποννήσου. Απλά ήθελε να ξέρει πως θα πήγαινε εκεί που ήθελε. Και η αλήθεια είναι πως, πολλά μέρη ήθελε να δει και τώρα ήταν ευκαιρία να τα απολαύσει. Η πρώτη εικόνα που είδε ξεφυλλίζοντας, ήταν αυτή με τα πάμπολλα πλατάνια και το κόκκινο χώμα. «Πλανητέρο» μουρμούρισε ορίζοντας έτσι τον επόμενο στόχο τους και προορισμό τους. Αλλά τώρα προέτρεχε η επίσκεψη και η έρευνα του ξενοδοχείου.