Η ΠΤΩΣΗ
1945
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΤΕΛΟΣ – ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Η 29η Απριλίου ξημέρωσε, μουντή, συννεφιασμένη και κρύα. Όπως κρύες και μαύρες ήταν οι καρδιές των Βερολινέζων.
Στις 9 το πρωί, στο καταφύγιο, ζήτησε ο Μόνκε τον Γκούνσε στα τηλέφωνο. Φαινόταν αναστατωμένος και είχε τους λόγους του. Οι Σοβιετικοί ήταν στο Halleschen και στις αρχές της Wilhelmstrasse διεξάγονταν σκληρές μάχες. Ο Γκούνσε με τη σειρά του ενημέρωσε για τις εξελίξεις τον Χίτλερ και ο τελευταίος έριξε μια γρήγορη ματιά στον χάρτη. Η Καγκελαρία δεν απείχε πλέον παρά 1200 – 1300 μέτρα. Το μεγαλύτερο τμήμα του απέραντου και δασωμένου Tiergarden βρίσκονταν τώρα σε Σοβιετικά χέρια.
Κατά το μεσημέρι εμφανίστηκε στο καταφύγιο ο καθηγητής Βέρνερ Χάαζε από ένα πρόχειρο νοσοκομείο. Ο Χίτλερ διέταξε τον Χάαζε να δοκιμάσει μια κάψουλα με δηλητήριο στην αγαπημένη του σκυλίτσα Μπλόντυ. Άνοιξαν με το ζόρι τα σαγόνια του σκύλου κι έσπασαν μέσα τους μια αμπούλα με λαβίδα. Το σκυλί γρύλισε για λίγο και ύστερα σωριάστηκε άψυχο στο διάδρομο. Ο Χίτλερ έκανε ένα μορφασμό επιδοκιμασίας και μοίρασε αμπούλες στους ανθρώπους του Επιτελείου του, ζητώντας συγγνώμη που δεν μπορούσε να τους προσφέρει καλύτερο αποχαιρετιστήριο δώρο.
Λίγο μετά, αφού βεβαιώθηκε για τον θάνατο της Μπλόντυ, ο Χίτλερ, κλείστηκε στο θάλαμο εργασίας του. Στο τηλεφωνικό κέντρο εκείνη την ώρα βρισκόταν ο Μόνκε και ο Ταγματάρχης Γκούνσε. Κάθονταν αμίλητοι, έπιναν καφέ και κονιάκ έχοντας μπροστά τους την τελευταία στρατιωτική αναφορά. Οι Σοβιετικοί είχαν φτάσει στο Tiergarden και δεν απείχαν παρά 800 τώρα μέτρα από την Καγκελαρία. Παντού αναγγέλονταν μάχες σώμα με σώμα. Κάποια στιγμή στην πόρτα του τηλεφωνικού κέντρου εμφανίστηκε μια λεπτή φιγούρα. Ήταν ο δρ. Γκαίμπελς. Πλησίασε κουτσαίνοντας τους δυό άντρες και πρόσφερε τσιγάρα. Ύστερα τους κοίταξε στα μάτια και τους ρώτησε με σιγανή, σχεδόν σβηστή φωνή: «Λοιπόν, τι νομίζετε αγαπητοί μου; θα μπορούσα να κοιμηθώ για λίγο αυτή την νύχτα; Ή θα φτάσουν κιόλας οι Ρώσοι;».
Κανένας δεν είχε όρεξη να πει τίποτα. Λίγα μέτρα παραπέρα ο Χίτλερ απόλαυσε την τελευταία αγαπημένη του συνήθεια, το βραδινό τσάι. Μαζί του βρισκόταν η Εύα Μπράουν, η Κρίστιαν Σρέντερ, ο Τράουντλ Γιούγκε και η δεσποινίς Μαντσιάλι. Κατά τις 5 το πρωί ο Χίτλερ έμεινε μόνος του. Ήταν οι τελευταίες στιγμές του και στο μυαλό του είχε τις προετοιμασίες για την επικείμενη τελετή. Ο Γκούνσε αφηγήθηκε αργότερα τα γεγονότα εκείνης της ημέρας:
«Όταν μπήκα (σ. σ. στο κατώτερο καταφύγιο) και κατευθύνθηκα προς τη γνωστή τουαλέτα, τη βρήκα κατειλημμένη από τον καθηγητή Χάαζε και τον λοχία Τόρνοβ, τον κτηνίατρο και εκπαιδευτή των σκύλων του Χίτλερ. Ο Χάαζε κρατούσε στα χέρια του μια αμπούλα ή ένα φιαλίδιο κι ένα ζευγάρι λαβίδες. Είχα ακούσει νωρίτερα εκείνο το βράδυ τον Χίτλερ να λέει πως ήθελε να δοκιμάσει το δηλητήριο, επειδή του το είχε δώσει ο Χίμλερ «και κανείς δεν μπορούσε πι να είναι σίγουρος για τον Χίμλερ». Η Μπλόντυ το σκυλί του Χίτλερ, δηλητηριάστηκε στην τουαλέτα. Το είδα να συμβαίνει. Ο Τόρνοβ την ανάγκασε να ανοίξει το στόμα της και ο Χάαζε έχωσε το χέρι του μέσα, σπάζοντας την αμπούλα με τις λαβίδες. Το δηλητήριο κυανιδίου έδρασε σχεδόν ακαριαία. Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε ο Χίτλερ και πήγε στην τουαλέτα για να βεβαιωθεί πως η Μπλόντυ ήταν νεκρή. Δεν είπε λέξη και δεν εκδήλωσε κανένα συναίσθημα. Αμέσως μετά εξαφανίστηκε στα γραφείο του…»
Ο λοχίας Τόρνοβ είχε πιεί αρκετά πριν σκοτώσει την Μπλόντυ και τα υπόλοιπα σκυλιά που ζούσαν στα καταφύγιο. Με το πιστόλι του πυροβόλησε τα τέσσερα κουταβάκια της Μπλόντυ που είχαν γεννηθεί λίγες εβδομάδες πριν και επιπλέον τα σκυλιά της Γκέρντας Κρίστιαν, της Εύας και το δικό του.
Η νύχτα, αν αφαιρέσει κάποιος τους κρότους από τους πυροβολισμούς τους δρόμους και τις οβίδες που έπεφταν κοντά στο καταφύγιο, πέρασε πολύ πιο ήρεμοι για τους κατοίκους του καταφυγίου. Οι πολλές διαταγές είχαν σχεδόν πάψει, η κίνηση είχε περιοριστεί στη μικρή τραπεζαρία (όπου όλοι οι υπαξιωματικοί και στρατιώτες είχαν σχεδόν αδειάσει τα αποθέματα κρασιού) και το τηλέφωνο χτυπούσε σποραδικά.
Καθώς ξημέρωνε η 30η Απριλίου, οι φρουροί του Φύρερμπούνκερ διατάχθηκαν να πάρουν συσσίτιο για όλη μέρα, αφού δεν θα τους επιτρεπόταν ξανά να περάσουν τον διάδρομο του καταφυγίου. Πριν από το μεσημεριανό γεύμα, ο Χίτλερ κάλεσε τον Γκούνσε και του εξήγησε προσεκτικά τι ακριβώς έπρεπε να κάνει με το πτώμα της Εύας Μπράουν και το δικό του. Ο Κέμπκα, ο οδηγός του Χίτλερ, είχε ήδη ειδοποιηθεί από την προηγούμενη μέρα να στείλει μερικά μεταλλικά δοχεία με βενζίνη από το γκαράζ της νέας Καγκελαρίας. Στη συνέχεια ο Χίτλερ γευμάτισε με τις δυο γραμματείς του, καθώς και με την διαιτολόγο του, Κονστάντς Μαντσιάλι. Παρόλο που ο Χίτλερ φαινόταν απόλυτα ήρεμος, οι κουβέντες στο τραπέζι ήταν λιγοστές.
Ύστερα η Εύα παρακάλεσε τον Χίτλερ να αποχαιρετίσουν για τελευταία φορά όλες τις γυναίκες που βρίσκονταν στα Καταφύγια της Καγκελαρίας. Απρόθυμα και με μάτια θαμπά ο Χίτλερ τις συγκέντρωσε σε έναν από τους διαδρόμους και τις χαιρέτισε λέγοντας χαμηλόφωνα λίγες λέξεις και ευχές στην καθεμία. Μια από τις νοσοκόμες άρχισε να κλαίει υστερικά και είπε στον Χίτλερ ότι θα τους οδηγούσε στο τέλος στη Νίκη, αλλά αυτός την διέκοψε απότομα λέγοντας: «Πρέπει αγαπητή μου ο καθένας να αποδέχεται τη μοίρα του σαν άντρας». Το πρωί της 20ης Απριλίου είχε αποφασίσει να πεθάνει λίγο μετά τις τρείς το μεσημέρι. Αφού πλήθυκε για τελευταία φορά, φόρεσε το πουκάμισό του σε πράσινο της ελιάς, το παντελόνι και τα μαύρα του παπούτσια. Όταν τελείωσε ο αποχαιρετισμός, ο Χίτλερ και η Εύα αποσύρθηκαν στα ιδιαίτερά τους.
Ο Γκούνσε παρέμεινε φρουρός μπροστά στον θάλαμο του Χίτλερ. Όπως είπε αργότερα, ήταν τα δέκα πιο βασανιστικά λεπτά της ζωής του, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε σαν μαινόμενη Βαλκυρία η Μάγδα Γκαίμπελς. Με υψωμένες τις γροθιές και δάκρυα στα μάτια χτύπησε με δύναμη την πόρτα του θαλάμου. Αμήχανος ο Γκούνσε κατέβασε τα χέρια της και είπε στον Χίτλερ ότι η κυρία Γκαίμπελς επιθυμούσε να τον δει. Όταν λίγο μετά ο Χίτλερ άνοιξε την πόρτα, η Μάγδα έπεσε κλαίγοντας στα πόδια του. Για μερικά δευτερόλεπτα ο Χίτλερ την κοίταξε θλιμμένα, χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά και ύστερα σύρθηκε στον καναπέ του θαλάμου του. Η Μάγδα έμεινε πάλι μόνη, κλαίγοντας υστερικά και σφίγγοντας τα ιδρωμένα της χέρια.
Οι πρωταγωνιστές του τελευταίου δράματος έμειναν πάλι μόνοι. Ο Χίτλερ διέθετε δυο περίστροφα. Το μεγαλύτερο και το πιο ισχυρό ήταν ένα Walther διαμετρήματος 7,65, που είχε στο αμπέχονο του. Ένα μικρότερο πιστόλι, το Walther 6,35 ήταν κρυμμένο σε μια δερμάτινη θήκη που ήταν ραμμένη στο εσωτερικό των παντελονιών του, κοντά στη δεξιά τσέπη. Πιθανόν να ήταν μια απλή προφύλαξη σε περίπτωση που μπλόκαρε το βαρύτερο όπλο με το οποίο ήταν λιγότερο εξοικειωμένος. Κατόπιν κάθισε στην άκρη του στενού καναπέ, έβγαλε από το αμπέχονο του δυό φιαλίδια με δηλητήριο, ακούμπησε το ένα στο τραπέζι ανάμεσα στο πιστόλι και το βάζο και κατάπιε το άλλο.
Η Εύα Μπράουν κάθισε στην άλλη άκρη του καναπέ. Η απόσταση που χώριζε το ζευγάρι ήταν μόλις μισό μέτρο. Η Εύα είχε αφήσει στο πάτωμα τα καστόρινα σκαρπίνια της και είχε μαζέψει τα πόδια της κάτω από το νεανικό της κορμί. Είχε δυό παρόμοιες κάψουλες. Ακούμπησε την μια στο ίδιο μικρό στρογγυλό τραπεζάκι ενώ δίπλα της τοποθέτησε το δικό της όπλο. Με αργές κινήσεις άφησε δίπλα του το μεταξωτό φουλάρι και έβαλε την δεύτερη κάψουλα στο στόμα της. Η Εύα θυμόταν τα τελευταία λόγια του καθηγητά Χάαζε: «Δάγκωσε απλά βιαστικά την κάψουλά σου, τη στιγμή που θα ακούσεις τον πυροβολισμό». Πιθανόν η Εύα να μην ακολούθησε τις οδηγίες του γιατρού για να μην κλονιστεί η αποφασιστικότητά της όταν θα έβλεπε τον σύντροφο της νεκρό.
Γύρω στις 3,30 μ.μ. άρχισε η μακάβρια τελετή. Παίρνοντας το μαύρο του όπλο ο Χίτλερ, το ακούμπησε στον δεξί του κρόταφο που είχε πια γκριζάρει. Κατόπιν, ψύχραιμα, πίεσε την σκανδάλη και ταυτόχρονα δάγκωσε την κάψουλα του. Καθώς ο Χίτλερ βρισκόταν σε κακή φυσική κατάσταση, η πράξη αυτή απαιτούσε ξεκάθαρα μια ύστατη και απόλυτη συγκέντρωση δύναμης και θέλησης. Ο Χίτλερ το έπραξε. Άλλωστε ποτέ δεν υπήρξε δειλός.
Το πιστόλι που κάπνιζε ακόμα, γλίστρησε από το δεξί του χέρι και έπεσε στο χαλί, δίπλα στα πόδια του. Μια απόκοσμη μυρωδιά από πικραμύγδαλο απλώθηκε στο μικρό δωμάτιο και τύλιξε τον πιο διάσημο άντρα του Β! Π.Π. Ο Χίτλερ ήταν πια νεκρός. Αφού πέρασαν μερικά λεπτά, ο Λίνγκε άνοιξε την πόρτα. Οι δυνατές αναθυμιάσεις έκαναν τα μάτια του να τσούξουν. Ο Λίνγκε δεν είχε την δύναμη να συνεχίσει μόνος του. Στράφηκε στον Μπόρμαν και η μικρή ομάδα των τελευταίων πιστών εισέβαλλαν στο θάλαμο του Χίτλερ. Η εικόνα που αντίκρισαν ήταν φρικτή. Η Εύα Μπράουν βρισκόταν στην άκρη του γαλανόλευκου καναπέ και φαινόταν να κοιμάται. Το σώμα του Χίτλερ είχε γείρει αν κι εξακολουθούσε να βρίσκεται πάνω στον καναπέ. Από τον δεξί του κρόταφο κυλούσε ένα ρυάκι πηχτού αίματος που έπεφτε στο χαλί. Ένα μικρό λευκό βάζο Δρέσδης, στο οποίο μόλις εκείνο το πρωινό είχαν τοποθετήσει τουλίπες θερμοκηπίου και λευκούς νάρκισσους, είχε αναποδογυρίσει σκορπώντας το νερό του βρέχοντας το γαλάζιο φόρεμα της Εύας. Για ένα – δυό λεπτά κανένας τους δεν είχε το κουράγιο να πράξει οτιδήποτε, μέχρι τη στιγμή που ο γιγαντόσωμος Γκούνσε συνήλθε και είπε στον Λίνγκε να μεταφέρει στην άκρη τις δυό καρέκλες και το τραπέζι, με σκοπό να απλώσουν δυο μάλλινες στρατιωτικές κουβέρτες στο πάτωμα. Πίσω του ο Άξμαν και ο Γκαίμπελς παρακολουθούσαν αμίλητοι. Κατόπιν ο Λίνγκε έφυγε από το δωμάτιο για να καλέσει δυό άντρες των SS που περίμεναν στο δωμάτιο των φυλάκων. Ήταν οι υπαξιωματικοί Λίντολφ και Ράισερ.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο γιατρός, συνταγματάρχης Στούμπφεγκερ. Ψύχραιμα εξέτασε τα δυό πτώματα και αποφάνθηκε πως ο Αδόλφος Χίτλερ και η Εύα Χίτλερ - Μπράουν ήταν νεκροί. Ύστερα οι δυό άντρες των SS σκέπασαν τη σωρό του Χίτλερ με μια κουβέρτα για να προφυλάξουν το αιματοβαμμένο κρανίο του από τα βλέμματα των θεατών. Η σωρός του ζύγιζε γύρα στα 80 κιλά και το μόνο που φαινόταν ήταν το μαύρο σιδερωμένο παντελόνι της απλής στολής του. Στη συνέχεια τον μετέφεραν μαζί με τον Λίνγκε από τα στενά σκαλιά της εξόδου κινδύνου προς τον κήπο της Καγκελαρίας.
Τη μεταφορά του μικρότερου και αρκετά ελαφρύτερου σώματος της Εύας Μπράουν ανέλαβε ο Μάρτιν Μπόρμαν. «Έμοιαζε γαλήνια στον θάνατο», είπε ο Λίνγκε. Καθώς άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά, έφτασε ξαφνικά ο Κέμπκα για να ενημερώσει τον Γκούνσε ότι τα μπιτόνια με την βενζίνη είχαν βρεθεί. Οι δυό τους στη συνέχεια πήραν τη σωρό της Εύας και τον Μπόρμαν και την παρέδωσαν στους άντρες των SS. Ήταν λίγο πριν τις 4μ.μ. και η μικρή ομάδα ετοιμάστηκε για την τελευταία τελετή. Το πτώμα της Εύας τοποθετήθηκε πλάι στον Χίτλερ, όχι πολύ μακριά από την έξοδο του Καταφυγίου.
Τα χείλη της είχαν σουρώσει από το δηλητήριο. Τα δυό σώματα περιλούσθηκαν με βενζίνη από τα μεταλλικά δοχεία. Ο Γκαίμπελς, ο Μπόρμαν και οι παρόντες στρατηγοί κοίταξαν περίλυποι την ώρα που ένας αναμμένος δαυλός από στουπί μετάδωσε τη φωτιά. Ένας στιγμιαίος Σοβιετικός βομβαρδισμός ανάγκασε τους παρευρισκόμενους να αναζητήσουν προστασία κάτω από το τσιμεντένιο υπόστεγο της εξόδου του «Μπούνκερ». Σύντομα όμως ξαναγύρισαν και χαιρέτισαν Χιτλερικά τον νεκρό αρχηγό τους. Ο Γκούνσε πέταξε ακόμα ένα στουπί πάνω στα πτώματα και στάθηκε προσοχή. Ο Χιτλερικός χαιρετισμός ανταποδόθηκε από την άλλη πλευρά του ταφικού ορύγματος από τον Συνταγματάρχη των SS Σέντλε, τον διοικητή της προσωπικής φρουράς του «Φύρερ» και δυό αξιωματικούς των SS. Η τελετή διεκπεραιώθηκε με αυστηρό και τυπικό τρόπο χωρίς επικήδειους και Ναζιστικά λάβαρα. Παρόλο που τα ένστολα μέλη του προσωπικού στο Καταφύγιο είχαν λάβει οδηγία να παραμείνουν στις θέσεις τους ή στα καταλύματα τους, υπήρξαν τρεις παρείσακτοι που κατάφεραν συμπτωματικά να παρακολουθήσουν το μεγαλύτερο μέρος του μακάβριου θεάματος στον κήπο της Καγκελαρίας.
Ο πρώτος ήταν ο λοχίας της RSD του Ρατενχούμπερ, Έριχ Μάνσφελντ. Ο Μάνσφελντ βρισκόταν σ’ ένα τσιμεντένιο παρατηρητήριο στην άκρη του κήπου. Βλέποντας μέσα από μια πολεμίστρα μια μεγάλη στήλη μαύρου καπνού και την κουστωδία των Ναζί αξιωματούχων, παράκουσε τις διαταγές κι έτρεξε προς τα κει. Την ώρα που ο Μάνσφελντ πλησίασε την πομπή, ο Γκούνσε με το όπλο στο χέρι, του είπε να επιστρέψει τρέχοντας στο πόστο του. ωστόσο, μια περίπου ώρα αργότερα, ο Μάνσφελντ επισκέφθηκε ξανά τα πτώματα. Καίγονταν ακόμη, αλλά η φλόγα είχε μειωθεί.
Ένας δεύτερος μάρτυρας της μακάβριας τελετής ήταν ο λοχίας Χίλκο Πόπεν που έκανε περιπολία κοντά στην παλιά Αίθουσα Μωσαικών της Νέας Καγκελαρίας του Ράιχ, γύρω στα 100 – 150 μέτρα μακριά από το Καταφύγιο. Παρακολούθησε την πομπή με τα κιάλια του και μπόρεσε να διακρίνει το πρόσωπο της Εύας Μπράουν. Είδε επίσης τρεις άντρες των SS να αφήνουν προσεκτικά τις σωρούς σε ένα ρηχό όρυγμα κοντά στην έξοδο του Καταφυγίου.
Ο λοχίας Χέρμαν Καρνάου ήταν ο τρίτος άντρας που παρακολούθησε την κηδεία. Ο Καρνάου, όπως και οι υπόλοιποι φύλακες που δεν είχαν υπηρεσία, είχε λάβει διαταγές από έναν αξιωματικό των SS ν’ απομακρυνθεί από το Καταφύγιο. Παράκουσε όμως τις διαταγές και πλησίασε στον κήπο διασχίζοντας την σήραγγα από την Καγκελαρία. Την ώρα που πλησίαζε τον τσιμεντένιο πύργο που ήταν το πόστο του Μάνσφελντ, είδε έκπληκτος ένα ξαφνικό ξέσπασμα φωτιάς και μαύρου καπνού. Τότε παρατήρησε κρυμμένος πίσω από τον πύργο, τα φλεγόμενα πτώματα. Το θέαμα ήταν «άκρως αποκρουστικό» καθώς το κεφάλι του Χίτλερ ήταν γεμάτο αίματα. Όταν οι υπόλοιποι μάρτυρες επέστρεψαν κάτω στο Καταφύγιο, ακολούθησε και ο Καρνάου από την έξοδο κινδύνου.
Η 30η Απριλίου σημάδεψε την ζωή της Τράουντλ Γιούνγκε για πάντα. Γράφει στις αναμνήσεις της: «Κάθομαι σε ένα μικρό πάγκο μπροστά στο στρογγυλό τραπέζι στο κεφαλόσκαλο. Βλέπω ένα μπουκάλι Σταινχέγκερ και δίπλα του υπάρχει ένα άδειο ποτήρι. Βάζω λίγο και πίνω από αυτό το δυνατό αλκοόλ. Το ρολόι μου δείχνει ότι είναι λίγο μετά τις τρεις το μεσημέρι. Τώρα έγινε λοιπόν!
Δεν ξέρω πόση ώρα κάθομαι εδώ. Οι άντρες τρέχουν δίπλα μου και δεν το παρατήρησα. Τότε εμφανίζεται η μεγαλόσωμη φιγούρα του Γκούνσε να ανεβαίνει τη σκάλα. Μυρίζει βενζίνη. Το πρόσωπο του έχει ένα χρώμα σταχτί, τα χαρακτηριστικά του έχουν χάσει κάθε ίχνος νεανικότητας. Κάθεται δίπλα μου με όλο το βάρος του, αρπάζει το μπουκάλι με το μεγάλο του βαρύ χέρι που τρέμει. «Εκτελέστηκε και η τελευταία διαταγή του Φύρερ … το πτώμα του κάηκε¨, λέει σιγανά. Δεν απαντώ, δεν λέω τίποτα. Κάτω στην άκρη του διαδρόμου, η πόρτα του Χίτλερ είναι ανοιχτή. Αυτοί που μετέφεραν τα πτώματα δεν μπόρεσαν να την κλείσουν. Πάνω στο τραπέζι υπάρχει το μικρό ρεβόλβερ της Εύας, δίπλα ένα ροζ μαντίλι από τούλι και πάνω στο πάτωμα, δίπλα στην καρέκλα της κ. Χίτλερ, βλέπω να γυαλίζει το χάλκινο περίβλημα της αμπούλας με το δηλητήριο. Μοιάζει με άδειο κραγιόν. Πάνω στην επένδυση του καναπέ, που είναι άσπρος και γαλανός, βλέπω το αίμα : το αίμα του Χίτλερ».
Ο θαλαμηπόλος του Χίτλερ, Χάιντς Λίνγκε αφηγείται τα σχετικά: «Ήξερα τι έπρεπε να γίνει. Είχα τις διαταγές του Φύρερ που έπρεπε να εκτελεστούν, είτε ήταν ζωντανός, είτε νεκρός. Μου είχε εμπιστοσύνη. Κι εδώ, στο Βερολίνο, ο χρόνος κυλούσε πολύ γρήγορα για όλους μας. Έτσι πίεσα τον εαυτό μου να μπω ήρεμος στο δωμάτιο. Εκεί, σχεδόν όρθιο, σε καθιστή θέση πάνω σε ένα καναπέ, ήταν το πτώμα του Αδόλφου Χίτλερ. Μια μικρή τρύπα, στο μέγεθος ενός Γερμανικού ασημένιου μάρκου, φαινόταν στο δεξιό κρόταφο του και στο μάγουλό του έσταζε αίμα. Φορούσε μια στολή που την είχα ετοιμάσει προσεκτικά πριν από λίγες ώρες. Δεν ήταν καθόλου τσαλακωμένη.
Ένα περίστροφο, ένα Βάλτερ 7,65, ήταν στο πάτωμα όπου είχε πέσει από το δεξί χέρι του Χίτλερ. Ένα μέτρο πιο πέρα ήταν ένα άλλο όπλο διαμετρήματος 6,35. Ο Φύρερ εννοούσε να μην κάνει λάθος. Ο θάνατος έπρεπε να είναι ακαριαίος.
Το πτώμα της Εύας Μπράουν, της μόνης γυναίκας που έπαιξε ρόλο στη ζωή του Χίτλερ κατά τα χρόνια που τον ήξερα, ήταν δίπλα του. Πιστεύω ότι η Εύα Μπράουν είχε πεθάνει λίγα λεπτά πριν από τον Φύρερ. Κανένα σημάδι δεν φαινόταν στο πρόσωπό της. Ήταν σαν να είχε αποκοιμηθεί. Είχε καταπιεί ένα χάπι με δηλητήριο, ένα από τα δώδεκα που είχε προμηθευτεί ο Χίτλερ από ένα στρατιωτικό γιατρό για τέτοια ακριβώς περίσταση. Προοριζόταν για τις γυναίκες του προσωπικού του περιβάλλοντος και για την γυναίκα του Γκαίμπελς, κυρίως όμως για την Εύα Μπράουν.
Νωρίτερα εκείνη την ημέρα ο κύριος μου είχε διατάξει να σκοτώσουν τον Αλσατό σκύλο του. Το όνομά του ήταν Μπλόντυ και ο καθηγητής Χάαζε, πρώην προσωπικός γιατρός του Χίτλερ, είχε κληθεί στο Καταφύγιο για να δώσει το δηλητήριο στο ζώο. (Σ.Σ. Εδώ ο Λίνγκε κάνει λάθος· η Μπλόντυ δηλητηριάστηκε το προηγούμενο βράδυ)
Ο λοχίας Ρόχους Μις θυμάται την 30ην Απριλίου: «Η ματιά μου έπεσε πρώτα πάνω στην Εύα. Καθόταν με διπλωμένα τα πόδια στον καναπέ. Το κεφάλι της ήταν γερμένο στον ώμο του Χίτλερ. Κάτω από τον καναπέ βρίσκονταν τα παπούτσια της. Δίπλα της ήταν ο νεκρός Χίτλερ. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά με το βλέμμα στο κενό».
Ο Χάιντς Λίνγκε αμέσως μετά την επιστροφή του (1955) από την αιχμαλωσία εξομολογήθηκε: «Τον Απρίλιο του 1946 με πήγαν σιδηροδρομικώς στο Βερολίνο και με έκλεισαν στις Ρωσικές φυλακές της Μαγκνταλένενστράσε. Εκεί είδα τον Γκούνσε, τον υπασπιστή του Χίτλερ και τον Μπάουρ, τον πιλότο του. Έπειτα από εξονυχιστική ανάκριση με οδήγησαν μόνο μου στο υπόγειο καταφύγιο όπου πέθανε ο Χίτλερ.
Μπροστά σε καμιά δωδεκαριά ανώτερους Ρώσους αξιωματικούς είπα και έδειξα ότι ήξερα για τα τελευταία λεπτά της ζωής του Χίτλερ. Νομίζω ότι ένας από τους Ρώσους αξιωματικούς ήταν ο Στρατάρχης Σοκολόφσκυ. Ισχυροί προβολείς είχαν τοποθετηθεί στα διαμερίσματα του Χίτλερ, ώστε όλα να μπορούν να διακρίνονται καθαρά.
Το χαλί δεν υπήρχε και τα περισσότερα έπιπλα ήταν σπασμένα. Ο καναπές, όμως, που είχε καθίσει ο Χίτλερ για να αυτοκτονήσει, ήταν ακόμα εκεί. Ήταν κατεστραμμένος και σχισμένος, έμεινε όμως αρκετό από το σκέπασμα του ώστε να μπορέσω να δείξω τα ίχνη αίματος. Έδειξα επίσης ίχνη αίματος στο πάτωμα.
Αναγκάστηκα να καθίσω για να δείξω πως βρήκα τον Χίτλερ μετά την αυτοκτονία του και πως καθόταν η Εύα Μπράουν αφού δηλητηριάστηκε. Μου έκαναν αλλεπάλληλες ερωτήσεις που όλες αποσκοπούσαν φανερά να ανακαλυφθεί αν έλεγα ψέματα. Μα δεν μπόρεσαν να με μπερδέψουν ούτε μια φορά, γιατί τους έλεγα μόνο την αλήθεια και νομίζω ότι με πίστεψαν. Κατόπιν με έβγαλαν έξω από το υπόγειο καταφύγιο για να τους δείξω που ήταν ακριβώς το σημείο όπου είχα χύσει βενζίνη στα πτώματα του Χίτλερ και της Εύας Μπράουν και τα έκαψα. Μόνο κατά προσέγγιση μπόρεσα να τους πω ποια ήταν η περιοχή όπου νόμιζα ότι είχε σκαφτεί τάφος για τα δυό πτώματα».
Σχετικά με την αποτέφρωση της σορού του Χίτλερ και της συντρόφου του, ο Λίνγκε συνεχίζει:
«Τύλιξα τα δυό πτώματα στις χοντρές κουβέρτες, πολύ προσεκτικά, ώστε κανένας να μη μπορεί να δει το πρόσωπο του Χίτλερ. Δυο Ες Ες με βοήθησαν να μεταφέρω το πτώμα του Χίτλερ σ’ ένα ανοικτό χώρο. Την Εύα Μπράουν τη μετάφερε έξω ο ταγματάρχης Γκούνσε, προσκολλημένος στο προσωπικό επιτελείο του Χίτλερ. Θυμάμαι ακόμη καλά ότι η Εύα Μπράουν φορούσε ένα σκούρο μπλε φόρεμα με κουκκίδες, ανοιχτά καφέ Ιταλικά παπούτσια και νάιλον κάλτσες. Στο χέρι της ήταν το μόνο κόσμημα που φορούσε τακτικά, ένα πλατινένιο ρολόι στολισμένο με διαμάντια. Ήταν δώρο του Χίτλερ πριν από πολλά χρόνια και το αγαπούσε.
Έφεραν ύστερα την βενζίνη. Έχυσα αρκετά δοχεία πάνω στα πτώματα με την βοήθεια του Γκούνσε και άλλων αξιωματικών. Σε λίγο, στο βουητό των κανονιών προστέθηκε ο ξηρός κρότος των πολυβόλων. Ήξερα ότι δεν είχα καιρό για χάσιμο. Δυσκολεύτηκα να ανάψω σπίρτα γιατί φυσούσαν ρεύματα από τα καιγόμενα γύρω κτίρια και τα σπίρτα έσβηναν. Γύρισα στην είσοδο του Καταφυγίου και έκανα ένα δαυλό με εφημερίδες. Μόλις τον πλησίασα στις βρεγμένες με βενζίνη κουβέρτες, άναψε μια τεράστια φλόγα. Έκαιγε με πυρακτωμένη λάμψη, ήταν μια εκτυφλωτική επικήδεια πυρά. Αλλά, έσβησε τόσο γρήγορα, όσο άναψε. Θυμήθηκα την επιθυμία του Χίτλερ να μείνει τίποτε άλλο παρά μόνο στάχτη. Ακόμη και την φοβερή εκείνη στιγμή αναρωτιόμουν, καθώς πάλευα με το δύσκολο πρόβλημα μου, γιατί δεν είχε σκεφτεί να χρησιμοποιήσει βραδυφλεγή παραφίνη, που θα ήταν το καλύτερο μέσο καταστροφής. Μαζί με τα άλλα μέλη του μικρού ομίλου που παρακολουθούσε, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να μεταβάλουμε σε στάχτη τα πτώματα. Η στολή του Χίτλερ είχε καταστραφεί όπως και το απλό φόρεμα της Εύας Μπράουν. Ο Φύρερ, όπως και η γυναίκα του, ήταν ακόμη δυνατόν να αναγνωριστούν».
Ότι απέμεινε από τις δυο σορούς βρέθηκε και μεταφέρθηκε αρχικά από τους Σοβιετικούς στην έδρα της Γερμανικής Αντικατασκοπίας στο Βερολίνο – Μπουχ. Στη συνέχεια, μέσα σε ξύλινα κιβώτια μεταφέρθηκαν στο Φίνοβ και τελικά στο Μαγδεμβούργο. Πολύ αργότερα, τον Μάρτιο του 1970, το Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, απεφάσισε να «εξαφανίσει» τα ανεπιθύμητα υπολείμματα. Τη νύχτα της 5ης Απριλίου 1970 τα οστά του Χίτλερ και της συντρόφου του αποτεφρώθηκαν ολοκληρωτικά εκτός από ένα μέρος του κρανίου του Χίτλερ. Οι στάχτες τους ρίχθηκαν με άκρα μυστικότητα στον ποταμό που διασχίζει την πόλη του Μαγδεμβούργου.
1945
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΤΕΛΟΣ – ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Η 29η Απριλίου ξημέρωσε, μουντή, συννεφιασμένη και κρύα. Όπως κρύες και μαύρες ήταν οι καρδιές των Βερολινέζων.
Στις 9 το πρωί, στο καταφύγιο, ζήτησε ο Μόνκε τον Γκούνσε στα τηλέφωνο. Φαινόταν αναστατωμένος και είχε τους λόγους του. Οι Σοβιετικοί ήταν στο Halleschen και στις αρχές της Wilhelmstrasse διεξάγονταν σκληρές μάχες. Ο Γκούνσε με τη σειρά του ενημέρωσε για τις εξελίξεις τον Χίτλερ και ο τελευταίος έριξε μια γρήγορη ματιά στον χάρτη. Η Καγκελαρία δεν απείχε πλέον παρά 1200 – 1300 μέτρα. Το μεγαλύτερο τμήμα του απέραντου και δασωμένου Tiergarden βρίσκονταν τώρα σε Σοβιετικά χέρια.
Κατά το μεσημέρι εμφανίστηκε στο καταφύγιο ο καθηγητής Βέρνερ Χάαζε από ένα πρόχειρο νοσοκομείο. Ο Χίτλερ διέταξε τον Χάαζε να δοκιμάσει μια κάψουλα με δηλητήριο στην αγαπημένη του σκυλίτσα Μπλόντυ. Άνοιξαν με το ζόρι τα σαγόνια του σκύλου κι έσπασαν μέσα τους μια αμπούλα με λαβίδα. Το σκυλί γρύλισε για λίγο και ύστερα σωριάστηκε άψυχο στο διάδρομο. Ο Χίτλερ έκανε ένα μορφασμό επιδοκιμασίας και μοίρασε αμπούλες στους ανθρώπους του Επιτελείου του, ζητώντας συγγνώμη που δεν μπορούσε να τους προσφέρει καλύτερο αποχαιρετιστήριο δώρο.
Λίγο μετά, αφού βεβαιώθηκε για τον θάνατο της Μπλόντυ, ο Χίτλερ, κλείστηκε στο θάλαμο εργασίας του. Στο τηλεφωνικό κέντρο εκείνη την ώρα βρισκόταν ο Μόνκε και ο Ταγματάρχης Γκούνσε. Κάθονταν αμίλητοι, έπιναν καφέ και κονιάκ έχοντας μπροστά τους την τελευταία στρατιωτική αναφορά. Οι Σοβιετικοί είχαν φτάσει στο Tiergarden και δεν απείχαν παρά 800 τώρα μέτρα από την Καγκελαρία. Παντού αναγγέλονταν μάχες σώμα με σώμα. Κάποια στιγμή στην πόρτα του τηλεφωνικού κέντρου εμφανίστηκε μια λεπτή φιγούρα. Ήταν ο δρ. Γκαίμπελς. Πλησίασε κουτσαίνοντας τους δυό άντρες και πρόσφερε τσιγάρα. Ύστερα τους κοίταξε στα μάτια και τους ρώτησε με σιγανή, σχεδόν σβηστή φωνή: «Λοιπόν, τι νομίζετε αγαπητοί μου; θα μπορούσα να κοιμηθώ για λίγο αυτή την νύχτα; Ή θα φτάσουν κιόλας οι Ρώσοι;».
Κανένας δεν είχε όρεξη να πει τίποτα. Λίγα μέτρα παραπέρα ο Χίτλερ απόλαυσε την τελευταία αγαπημένη του συνήθεια, το βραδινό τσάι. Μαζί του βρισκόταν η Εύα Μπράουν, η Κρίστιαν Σρέντερ, ο Τράουντλ Γιούγκε και η δεσποινίς Μαντσιάλι. Κατά τις 5 το πρωί ο Χίτλερ έμεινε μόνος του. Ήταν οι τελευταίες στιγμές του και στο μυαλό του είχε τις προετοιμασίες για την επικείμενη τελετή. Ο Γκούνσε αφηγήθηκε αργότερα τα γεγονότα εκείνης της ημέρας:
«Όταν μπήκα (σ. σ. στο κατώτερο καταφύγιο) και κατευθύνθηκα προς τη γνωστή τουαλέτα, τη βρήκα κατειλημμένη από τον καθηγητή Χάαζε και τον λοχία Τόρνοβ, τον κτηνίατρο και εκπαιδευτή των σκύλων του Χίτλερ. Ο Χάαζε κρατούσε στα χέρια του μια αμπούλα ή ένα φιαλίδιο κι ένα ζευγάρι λαβίδες. Είχα ακούσει νωρίτερα εκείνο το βράδυ τον Χίτλερ να λέει πως ήθελε να δοκιμάσει το δηλητήριο, επειδή του το είχε δώσει ο Χίμλερ «και κανείς δεν μπορούσε πι να είναι σίγουρος για τον Χίμλερ». Η Μπλόντυ το σκυλί του Χίτλερ, δηλητηριάστηκε στην τουαλέτα. Το είδα να συμβαίνει. Ο Τόρνοβ την ανάγκασε να ανοίξει το στόμα της και ο Χάαζε έχωσε το χέρι του μέσα, σπάζοντας την αμπούλα με τις λαβίδες. Το δηλητήριο κυανιδίου έδρασε σχεδόν ακαριαία. Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε ο Χίτλερ και πήγε στην τουαλέτα για να βεβαιωθεί πως η Μπλόντυ ήταν νεκρή. Δεν είπε λέξη και δεν εκδήλωσε κανένα συναίσθημα. Αμέσως μετά εξαφανίστηκε στα γραφείο του…»
Παλιές ευτυχισμένες μέρες του ζεύγους Χίτλερ |
Ο λοχίας Τόρνοβ είχε πιεί αρκετά πριν σκοτώσει την Μπλόντυ και τα υπόλοιπα σκυλιά που ζούσαν στα καταφύγιο. Με το πιστόλι του πυροβόλησε τα τέσσερα κουταβάκια της Μπλόντυ που είχαν γεννηθεί λίγες εβδομάδες πριν και επιπλέον τα σκυλιά της Γκέρντας Κρίστιαν, της Εύας και το δικό του.
Η νύχτα, αν αφαιρέσει κάποιος τους κρότους από τους πυροβολισμούς τους δρόμους και τις οβίδες που έπεφταν κοντά στο καταφύγιο, πέρασε πολύ πιο ήρεμοι για τους κατοίκους του καταφυγίου. Οι πολλές διαταγές είχαν σχεδόν πάψει, η κίνηση είχε περιοριστεί στη μικρή τραπεζαρία (όπου όλοι οι υπαξιωματικοί και στρατιώτες είχαν σχεδόν αδειάσει τα αποθέματα κρασιού) και το τηλέφωνο χτυπούσε σποραδικά.
Καθώς ξημέρωνε η 30η Απριλίου, οι φρουροί του Φύρερμπούνκερ διατάχθηκαν να πάρουν συσσίτιο για όλη μέρα, αφού δεν θα τους επιτρεπόταν ξανά να περάσουν τον διάδρομο του καταφυγίου. Πριν από το μεσημεριανό γεύμα, ο Χίτλερ κάλεσε τον Γκούνσε και του εξήγησε προσεκτικά τι ακριβώς έπρεπε να κάνει με το πτώμα της Εύας Μπράουν και το δικό του. Ο Κέμπκα, ο οδηγός του Χίτλερ, είχε ήδη ειδοποιηθεί από την προηγούμενη μέρα να στείλει μερικά μεταλλικά δοχεία με βενζίνη από το γκαράζ της νέας Καγκελαρίας. Στη συνέχεια ο Χίτλερ γευμάτισε με τις δυο γραμματείς του, καθώς και με την διαιτολόγο του, Κονστάντς Μαντσιάλι. Παρόλο που ο Χίτλερ φαινόταν απόλυτα ήρεμος, οι κουβέντες στο τραπέζι ήταν λιγοστές.
Ύστερα η Εύα παρακάλεσε τον Χίτλερ να αποχαιρετίσουν για τελευταία φορά όλες τις γυναίκες που βρίσκονταν στα Καταφύγια της Καγκελαρίας. Απρόθυμα και με μάτια θαμπά ο Χίτλερ τις συγκέντρωσε σε έναν από τους διαδρόμους και τις χαιρέτισε λέγοντας χαμηλόφωνα λίγες λέξεις και ευχές στην καθεμία. Μια από τις νοσοκόμες άρχισε να κλαίει υστερικά και είπε στον Χίτλερ ότι θα τους οδηγούσε στο τέλος στη Νίκη, αλλά αυτός την διέκοψε απότομα λέγοντας: «Πρέπει αγαπητή μου ο καθένας να αποδέχεται τη μοίρα του σαν άντρας». Το πρωί της 20ης Απριλίου είχε αποφασίσει να πεθάνει λίγο μετά τις τρείς το μεσημέρι. Αφού πλήθυκε για τελευταία φορά, φόρεσε το πουκάμισό του σε πράσινο της ελιάς, το παντελόνι και τα μαύρα του παπούτσια. Όταν τελείωσε ο αποχαιρετισμός, ο Χίτλερ και η Εύα αποσύρθηκαν στα ιδιαίτερά τους.
Ο Γκούνσε παρέμεινε φρουρός μπροστά στον θάλαμο του Χίτλερ. Όπως είπε αργότερα, ήταν τα δέκα πιο βασανιστικά λεπτά της ζωής του, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε σαν μαινόμενη Βαλκυρία η Μάγδα Γκαίμπελς. Με υψωμένες τις γροθιές και δάκρυα στα μάτια χτύπησε με δύναμη την πόρτα του θαλάμου. Αμήχανος ο Γκούνσε κατέβασε τα χέρια της και είπε στον Χίτλερ ότι η κυρία Γκαίμπελς επιθυμούσε να τον δει. Όταν λίγο μετά ο Χίτλερ άνοιξε την πόρτα, η Μάγδα έπεσε κλαίγοντας στα πόδια του. Για μερικά δευτερόλεπτα ο Χίτλερ την κοίταξε θλιμμένα, χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά και ύστερα σύρθηκε στον καναπέ του θαλάμου του. Η Μάγδα έμεινε πάλι μόνη, κλαίγοντας υστερικά και σφίγγοντας τα ιδρωμένα της χέρια.
Εύα Μπράουν |
Οι πρωταγωνιστές του τελευταίου δράματος έμειναν πάλι μόνοι. Ο Χίτλερ διέθετε δυο περίστροφα. Το μεγαλύτερο και το πιο ισχυρό ήταν ένα Walther διαμετρήματος 7,65, που είχε στο αμπέχονο του. Ένα μικρότερο πιστόλι, το Walther 6,35 ήταν κρυμμένο σε μια δερμάτινη θήκη που ήταν ραμμένη στο εσωτερικό των παντελονιών του, κοντά στη δεξιά τσέπη. Πιθανόν να ήταν μια απλή προφύλαξη σε περίπτωση που μπλόκαρε το βαρύτερο όπλο με το οποίο ήταν λιγότερο εξοικειωμένος. Κατόπιν κάθισε στην άκρη του στενού καναπέ, έβγαλε από το αμπέχονο του δυό φιαλίδια με δηλητήριο, ακούμπησε το ένα στο τραπέζι ανάμεσα στο πιστόλι και το βάζο και κατάπιε το άλλο.
Η Εύα Μπράουν κάθισε στην άλλη άκρη του καναπέ. Η απόσταση που χώριζε το ζευγάρι ήταν μόλις μισό μέτρο. Η Εύα είχε αφήσει στο πάτωμα τα καστόρινα σκαρπίνια της και είχε μαζέψει τα πόδια της κάτω από το νεανικό της κορμί. Είχε δυό παρόμοιες κάψουλες. Ακούμπησε την μια στο ίδιο μικρό στρογγυλό τραπεζάκι ενώ δίπλα της τοποθέτησε το δικό της όπλο. Με αργές κινήσεις άφησε δίπλα του το μεταξωτό φουλάρι και έβαλε την δεύτερη κάψουλα στο στόμα της. Η Εύα θυμόταν τα τελευταία λόγια του καθηγητά Χάαζε: «Δάγκωσε απλά βιαστικά την κάψουλά σου, τη στιγμή που θα ακούσεις τον πυροβολισμό». Πιθανόν η Εύα να μην ακολούθησε τις οδηγίες του γιατρού για να μην κλονιστεί η αποφασιστικότητά της όταν θα έβλεπε τον σύντροφο της νεκρό.
Γύρω στις 3,30 μ.μ. άρχισε η μακάβρια τελετή. Παίρνοντας το μαύρο του όπλο ο Χίτλερ, το ακούμπησε στον δεξί του κρόταφο που είχε πια γκριζάρει. Κατόπιν, ψύχραιμα, πίεσε την σκανδάλη και ταυτόχρονα δάγκωσε την κάψουλα του. Καθώς ο Χίτλερ βρισκόταν σε κακή φυσική κατάσταση, η πράξη αυτή απαιτούσε ξεκάθαρα μια ύστατη και απόλυτη συγκέντρωση δύναμης και θέλησης. Ο Χίτλερ το έπραξε. Άλλωστε ποτέ δεν υπήρξε δειλός.
Σοβιετικοί αξιωματικοί πάνω από τα πτώματα της οικογένειας Γκαίμπελς |
Το πιστόλι που κάπνιζε ακόμα, γλίστρησε από το δεξί του χέρι και έπεσε στο χαλί, δίπλα στα πόδια του. Μια απόκοσμη μυρωδιά από πικραμύγδαλο απλώθηκε στο μικρό δωμάτιο και τύλιξε τον πιο διάσημο άντρα του Β! Π.Π. Ο Χίτλερ ήταν πια νεκρός. Αφού πέρασαν μερικά λεπτά, ο Λίνγκε άνοιξε την πόρτα. Οι δυνατές αναθυμιάσεις έκαναν τα μάτια του να τσούξουν. Ο Λίνγκε δεν είχε την δύναμη να συνεχίσει μόνος του. Στράφηκε στον Μπόρμαν και η μικρή ομάδα των τελευταίων πιστών εισέβαλλαν στο θάλαμο του Χίτλερ. Η εικόνα που αντίκρισαν ήταν φρικτή. Η Εύα Μπράουν βρισκόταν στην άκρη του γαλανόλευκου καναπέ και φαινόταν να κοιμάται. Το σώμα του Χίτλερ είχε γείρει αν κι εξακολουθούσε να βρίσκεται πάνω στον καναπέ. Από τον δεξί του κρόταφο κυλούσε ένα ρυάκι πηχτού αίματος που έπεφτε στο χαλί. Ένα μικρό λευκό βάζο Δρέσδης, στο οποίο μόλις εκείνο το πρωινό είχαν τοποθετήσει τουλίπες θερμοκηπίου και λευκούς νάρκισσους, είχε αναποδογυρίσει σκορπώντας το νερό του βρέχοντας το γαλάζιο φόρεμα της Εύας. Για ένα – δυό λεπτά κανένας τους δεν είχε το κουράγιο να πράξει οτιδήποτε, μέχρι τη στιγμή που ο γιγαντόσωμος Γκούνσε συνήλθε και είπε στον Λίνγκε να μεταφέρει στην άκρη τις δυό καρέκλες και το τραπέζι, με σκοπό να απλώσουν δυο μάλλινες στρατιωτικές κουβέρτες στο πάτωμα. Πίσω του ο Άξμαν και ο Γκαίμπελς παρακολουθούσαν αμίλητοι. Κατόπιν ο Λίνγκε έφυγε από το δωμάτιο για να καλέσει δυό άντρες των SS που περίμεναν στο δωμάτιο των φυλάκων. Ήταν οι υπαξιωματικοί Λίντολφ και Ράισερ.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο γιατρός, συνταγματάρχης Στούμπφεγκερ. Ψύχραιμα εξέτασε τα δυό πτώματα και αποφάνθηκε πως ο Αδόλφος Χίτλερ και η Εύα Χίτλερ - Μπράουν ήταν νεκροί. Ύστερα οι δυό άντρες των SS σκέπασαν τη σωρό του Χίτλερ με μια κουβέρτα για να προφυλάξουν το αιματοβαμμένο κρανίο του από τα βλέμματα των θεατών. Η σωρός του ζύγιζε γύρα στα 80 κιλά και το μόνο που φαινόταν ήταν το μαύρο σιδερωμένο παντελόνι της απλής στολής του. Στη συνέχεια τον μετέφεραν μαζί με τον Λίνγκε από τα στενά σκαλιά της εξόδου κινδύνου προς τον κήπο της Καγκελαρίας.
Τη μεταφορά του μικρότερου και αρκετά ελαφρύτερου σώματος της Εύας Μπράουν ανέλαβε ο Μάρτιν Μπόρμαν. «Έμοιαζε γαλήνια στον θάνατο», είπε ο Λίνγκε. Καθώς άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά, έφτασε ξαφνικά ο Κέμπκα για να ενημερώσει τον Γκούνσε ότι τα μπιτόνια με την βενζίνη είχαν βρεθεί. Οι δυό τους στη συνέχεια πήραν τη σωρό της Εύας και τον Μπόρμαν και την παρέδωσαν στους άντρες των SS. Ήταν λίγο πριν τις 4μ.μ. και η μικρή ομάδα ετοιμάστηκε για την τελευταία τελετή. Το πτώμα της Εύας τοποθετήθηκε πλάι στον Χίτλερ, όχι πολύ μακριά από την έξοδο του Καταφυγίου.
Ο περιβόητος γαλανόλευκος καναπές |
Τα χείλη της είχαν σουρώσει από το δηλητήριο. Τα δυό σώματα περιλούσθηκαν με βενζίνη από τα μεταλλικά δοχεία. Ο Γκαίμπελς, ο Μπόρμαν και οι παρόντες στρατηγοί κοίταξαν περίλυποι την ώρα που ένας αναμμένος δαυλός από στουπί μετάδωσε τη φωτιά. Ένας στιγμιαίος Σοβιετικός βομβαρδισμός ανάγκασε τους παρευρισκόμενους να αναζητήσουν προστασία κάτω από το τσιμεντένιο υπόστεγο της εξόδου του «Μπούνκερ». Σύντομα όμως ξαναγύρισαν και χαιρέτισαν Χιτλερικά τον νεκρό αρχηγό τους. Ο Γκούνσε πέταξε ακόμα ένα στουπί πάνω στα πτώματα και στάθηκε προσοχή. Ο Χιτλερικός χαιρετισμός ανταποδόθηκε από την άλλη πλευρά του ταφικού ορύγματος από τον Συνταγματάρχη των SS Σέντλε, τον διοικητή της προσωπικής φρουράς του «Φύρερ» και δυό αξιωματικούς των SS. Η τελετή διεκπεραιώθηκε με αυστηρό και τυπικό τρόπο χωρίς επικήδειους και Ναζιστικά λάβαρα. Παρόλο που τα ένστολα μέλη του προσωπικού στο Καταφύγιο είχαν λάβει οδηγία να παραμείνουν στις θέσεις τους ή στα καταλύματα τους, υπήρξαν τρεις παρείσακτοι που κατάφεραν συμπτωματικά να παρακολουθήσουν το μεγαλύτερο μέρος του μακάβριου θεάματος στον κήπο της Καγκελαρίας.
Ο πρώτος ήταν ο λοχίας της RSD του Ρατενχούμπερ, Έριχ Μάνσφελντ. Ο Μάνσφελντ βρισκόταν σ’ ένα τσιμεντένιο παρατηρητήριο στην άκρη του κήπου. Βλέποντας μέσα από μια πολεμίστρα μια μεγάλη στήλη μαύρου καπνού και την κουστωδία των Ναζί αξιωματούχων, παράκουσε τις διαταγές κι έτρεξε προς τα κει. Την ώρα που ο Μάνσφελντ πλησίασε την πομπή, ο Γκούνσε με το όπλο στο χέρι, του είπε να επιστρέψει τρέχοντας στο πόστο του. ωστόσο, μια περίπου ώρα αργότερα, ο Μάνσφελντ επισκέφθηκε ξανά τα πτώματα. Καίγονταν ακόμη, αλλά η φλόγα είχε μειωθεί.
Ένας δεύτερος μάρτυρας της μακάβριας τελετής ήταν ο λοχίας Χίλκο Πόπεν που έκανε περιπολία κοντά στην παλιά Αίθουσα Μωσαικών της Νέας Καγκελαρίας του Ράιχ, γύρω στα 100 – 150 μέτρα μακριά από το Καταφύγιο. Παρακολούθησε την πομπή με τα κιάλια του και μπόρεσε να διακρίνει το πρόσωπο της Εύας Μπράουν. Είδε επίσης τρεις άντρες των SS να αφήνουν προσεκτικά τις σωρούς σε ένα ρηχό όρυγμα κοντά στην έξοδο του Καταφυγίου.
Ο λοχίας Χέρμαν Καρνάου ήταν ο τρίτος άντρας που παρακολούθησε την κηδεία. Ο Καρνάου, όπως και οι υπόλοιποι φύλακες που δεν είχαν υπηρεσία, είχε λάβει διαταγές από έναν αξιωματικό των SS ν’ απομακρυνθεί από το Καταφύγιο. Παράκουσε όμως τις διαταγές και πλησίασε στον κήπο διασχίζοντας την σήραγγα από την Καγκελαρία. Την ώρα που πλησίαζε τον τσιμεντένιο πύργο που ήταν το πόστο του Μάνσφελντ, είδε έκπληκτος ένα ξαφνικό ξέσπασμα φωτιάς και μαύρου καπνού. Τότε παρατήρησε κρυμμένος πίσω από τον πύργο, τα φλεγόμενα πτώματα. Το θέαμα ήταν «άκρως αποκρουστικό» καθώς το κεφάλι του Χίτλερ ήταν γεμάτο αίματα. Όταν οι υπόλοιποι μάρτυρες επέστρεψαν κάτω στο Καταφύγιο, ακολούθησε και ο Καρνάου από την έξοδο κινδύνου.
Η 30η Απριλίου σημάδεψε την ζωή της Τράουντλ Γιούνγκε για πάντα. Γράφει στις αναμνήσεις της: «Κάθομαι σε ένα μικρό πάγκο μπροστά στο στρογγυλό τραπέζι στο κεφαλόσκαλο. Βλέπω ένα μπουκάλι Σταινχέγκερ και δίπλα του υπάρχει ένα άδειο ποτήρι. Βάζω λίγο και πίνω από αυτό το δυνατό αλκοόλ. Το ρολόι μου δείχνει ότι είναι λίγο μετά τις τρεις το μεσημέρι. Τώρα έγινε λοιπόν!
Δεν ξέρω πόση ώρα κάθομαι εδώ. Οι άντρες τρέχουν δίπλα μου και δεν το παρατήρησα. Τότε εμφανίζεται η μεγαλόσωμη φιγούρα του Γκούνσε να ανεβαίνει τη σκάλα. Μυρίζει βενζίνη. Το πρόσωπο του έχει ένα χρώμα σταχτί, τα χαρακτηριστικά του έχουν χάσει κάθε ίχνος νεανικότητας. Κάθεται δίπλα μου με όλο το βάρος του, αρπάζει το μπουκάλι με το μεγάλο του βαρύ χέρι που τρέμει. «Εκτελέστηκε και η τελευταία διαταγή του Φύρερ … το πτώμα του κάηκε¨, λέει σιγανά. Δεν απαντώ, δεν λέω τίποτα. Κάτω στην άκρη του διαδρόμου, η πόρτα του Χίτλερ είναι ανοιχτή. Αυτοί που μετέφεραν τα πτώματα δεν μπόρεσαν να την κλείσουν. Πάνω στο τραπέζι υπάρχει το μικρό ρεβόλβερ της Εύας, δίπλα ένα ροζ μαντίλι από τούλι και πάνω στο πάτωμα, δίπλα στην καρέκλα της κ. Χίτλερ, βλέπω να γυαλίζει το χάλκινο περίβλημα της αμπούλας με το δηλητήριο. Μοιάζει με άδειο κραγιόν. Πάνω στην επένδυση του καναπέ, που είναι άσπρος και γαλανός, βλέπω το αίμα : το αίμα του Χίτλερ».
Σοβιετικός στρατιώτης στο ιδιαίτερο γραφείο του Χίτλερ στο "κάτω" καταφύγιο |
Ένα περίστροφο, ένα Βάλτερ 7,65, ήταν στο πάτωμα όπου είχε πέσει από το δεξί χέρι του Χίτλερ. Ένα μέτρο πιο πέρα ήταν ένα άλλο όπλο διαμετρήματος 6,35. Ο Φύρερ εννοούσε να μην κάνει λάθος. Ο θάνατος έπρεπε να είναι ακαριαίος.
Το πτώμα της Εύας Μπράουν, της μόνης γυναίκας που έπαιξε ρόλο στη ζωή του Χίτλερ κατά τα χρόνια που τον ήξερα, ήταν δίπλα του. Πιστεύω ότι η Εύα Μπράουν είχε πεθάνει λίγα λεπτά πριν από τον Φύρερ. Κανένα σημάδι δεν φαινόταν στο πρόσωπό της. Ήταν σαν να είχε αποκοιμηθεί. Είχε καταπιεί ένα χάπι με δηλητήριο, ένα από τα δώδεκα που είχε προμηθευτεί ο Χίτλερ από ένα στρατιωτικό γιατρό για τέτοια ακριβώς περίσταση. Προοριζόταν για τις γυναίκες του προσωπικού του περιβάλλοντος και για την γυναίκα του Γκαίμπελς, κυρίως όμως για την Εύα Μπράουν.
Νωρίτερα εκείνη την ημέρα ο κύριος μου είχε διατάξει να σκοτώσουν τον Αλσατό σκύλο του. Το όνομά του ήταν Μπλόντυ και ο καθηγητής Χάαζε, πρώην προσωπικός γιατρός του Χίτλερ, είχε κληθεί στο Καταφύγιο για να δώσει το δηλητήριο στο ζώο. (Σ.Σ. Εδώ ο Λίνγκε κάνει λάθος· η Μπλόντυ δηλητηριάστηκε το προηγούμενο βράδυ)
Ο λοχίας Ρόχους Μις θυμάται την 30ην Απριλίου: «Η ματιά μου έπεσε πρώτα πάνω στην Εύα. Καθόταν με διπλωμένα τα πόδια στον καναπέ. Το κεφάλι της ήταν γερμένο στον ώμο του Χίτλερ. Κάτω από τον καναπέ βρίσκονταν τα παπούτσια της. Δίπλα της ήταν ο νεκρός Χίτλερ. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά με το βλέμμα στο κενό».
Ο Χάιντς Λίνγκε αμέσως μετά την επιστροφή του (1955) από την αιχμαλωσία εξομολογήθηκε: «Τον Απρίλιο του 1946 με πήγαν σιδηροδρομικώς στο Βερολίνο και με έκλεισαν στις Ρωσικές φυλακές της Μαγκνταλένενστράσε. Εκεί είδα τον Γκούνσε, τον υπασπιστή του Χίτλερ και τον Μπάουρ, τον πιλότο του. Έπειτα από εξονυχιστική ανάκριση με οδήγησαν μόνο μου στο υπόγειο καταφύγιο όπου πέθανε ο Χίτλερ.
Μπροστά σε καμιά δωδεκαριά ανώτερους Ρώσους αξιωματικούς είπα και έδειξα ότι ήξερα για τα τελευταία λεπτά της ζωής του Χίτλερ. Νομίζω ότι ένας από τους Ρώσους αξιωματικούς ήταν ο Στρατάρχης Σοκολόφσκυ. Ισχυροί προβολείς είχαν τοποθετηθεί στα διαμερίσματα του Χίτλερ, ώστε όλα να μπορούν να διακρίνονται καθαρά.
Το χαλί δεν υπήρχε και τα περισσότερα έπιπλα ήταν σπασμένα. Ο καναπές, όμως, που είχε καθίσει ο Χίτλερ για να αυτοκτονήσει, ήταν ακόμα εκεί. Ήταν κατεστραμμένος και σχισμένος, έμεινε όμως αρκετό από το σκέπασμα του ώστε να μπορέσω να δείξω τα ίχνη αίματος. Έδειξα επίσης ίχνη αίματος στο πάτωμα.
Αναγκάστηκα να καθίσω για να δείξω πως βρήκα τον Χίτλερ μετά την αυτοκτονία του και πως καθόταν η Εύα Μπράουν αφού δηλητηριάστηκε. Μου έκαναν αλλεπάλληλες ερωτήσεις που όλες αποσκοπούσαν φανερά να ανακαλυφθεί αν έλεγα ψέματα. Μα δεν μπόρεσαν να με μπερδέψουν ούτε μια φορά, γιατί τους έλεγα μόνο την αλήθεια και νομίζω ότι με πίστεψαν. Κατόπιν με έβγαλαν έξω από το υπόγειο καταφύγιο για να τους δείξω που ήταν ακριβώς το σημείο όπου είχα χύσει βενζίνη στα πτώματα του Χίτλερ και της Εύας Μπράουν και τα έκαψα. Μόνο κατά προσέγγιση μπόρεσα να τους πω ποια ήταν η περιοχή όπου νόμιζα ότι είχε σκαφτεί τάφος για τα δυό πτώματα».
Σχετικά με την αποτέφρωση της σορού του Χίτλερ και της συντρόφου του, ο Λίνγκε συνεχίζει:
«Τύλιξα τα δυό πτώματα στις χοντρές κουβέρτες, πολύ προσεκτικά, ώστε κανένας να μη μπορεί να δει το πρόσωπο του Χίτλερ. Δυο Ες Ες με βοήθησαν να μεταφέρω το πτώμα του Χίτλερ σ’ ένα ανοικτό χώρο. Την Εύα Μπράουν τη μετάφερε έξω ο ταγματάρχης Γκούνσε, προσκολλημένος στο προσωπικό επιτελείο του Χίτλερ. Θυμάμαι ακόμη καλά ότι η Εύα Μπράουν φορούσε ένα σκούρο μπλε φόρεμα με κουκκίδες, ανοιχτά καφέ Ιταλικά παπούτσια και νάιλον κάλτσες. Στο χέρι της ήταν το μόνο κόσμημα που φορούσε τακτικά, ένα πλατινένιο ρολόι στολισμένο με διαμάντια. Ήταν δώρο του Χίτλερ πριν από πολλά χρόνια και το αγαπούσε.
Έφεραν ύστερα την βενζίνη. Έχυσα αρκετά δοχεία πάνω στα πτώματα με την βοήθεια του Γκούνσε και άλλων αξιωματικών. Σε λίγο, στο βουητό των κανονιών προστέθηκε ο ξηρός κρότος των πολυβόλων. Ήξερα ότι δεν είχα καιρό για χάσιμο. Δυσκολεύτηκα να ανάψω σπίρτα γιατί φυσούσαν ρεύματα από τα καιγόμενα γύρω κτίρια και τα σπίρτα έσβηναν. Γύρισα στην είσοδο του Καταφυγίου και έκανα ένα δαυλό με εφημερίδες. Μόλις τον πλησίασα στις βρεγμένες με βενζίνη κουβέρτες, άναψε μια τεράστια φλόγα. Έκαιγε με πυρακτωμένη λάμψη, ήταν μια εκτυφλωτική επικήδεια πυρά. Αλλά, έσβησε τόσο γρήγορα, όσο άναψε. Θυμήθηκα την επιθυμία του Χίτλερ να μείνει τίποτε άλλο παρά μόνο στάχτη. Ακόμη και την φοβερή εκείνη στιγμή αναρωτιόμουν, καθώς πάλευα με το δύσκολο πρόβλημα μου, γιατί δεν είχε σκεφτεί να χρησιμοποιήσει βραδυφλεγή παραφίνη, που θα ήταν το καλύτερο μέσο καταστροφής. Μαζί με τα άλλα μέλη του μικρού ομίλου που παρακολουθούσε, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να μεταβάλουμε σε στάχτη τα πτώματα. Η στολή του Χίτλερ είχε καταστραφεί όπως και το απλό φόρεμα της Εύας Μπράουν. Ο Φύρερ, όπως και η γυναίκα του, ήταν ακόμη δυνατόν να αναγνωριστούν».
Ότι απέμεινε από τις δυο σορούς βρέθηκε και μεταφέρθηκε αρχικά από τους Σοβιετικούς στην έδρα της Γερμανικής Αντικατασκοπίας στο Βερολίνο – Μπουχ. Στη συνέχεια, μέσα σε ξύλινα κιβώτια μεταφέρθηκαν στο Φίνοβ και τελικά στο Μαγδεμβούργο. Πολύ αργότερα, τον Μάρτιο του 1970, το Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, απεφάσισε να «εξαφανίσει» τα ανεπιθύμητα υπολείμματα. Τη νύχτα της 5ης Απριλίου 1970 τα οστά του Χίτλερ και της συντρόφου του αποτεφρώθηκαν ολοκληρωτικά εκτός από ένα μέρος του κρανίου του Χίτλερ. Οι στάχτες τους ρίχθηκαν με άκρα μυστικότητα στον ποταμό που διασχίζει την πόλη του Μαγδεμβούργου.