1945
Η ΠΤΩΣΗ
Ο Απρίλης είναι ο μήνας που για πάντα, θα γιορτάζει η ανθρωπότητα την πτώση του πλέον καταπιεστικού, ηλίθιου, βασανιστικού, εγκληματικού και απάνθρωπου καθεστώτος, που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Όχι ότι δεν υπήρξαν άλλα τέτοια καθεστώτα κατά καιρούς, σε όλες ανεξάρτητα τις περιοχές του πλανήτη μας, αλλά η Χιτλερική εγκληματική οργάνωση είναι υπεύθυνη για εκατομμύρια νεκρούς, αθώους άμαχους πολίτες σε στρατόπεδα εργασίας ή σε διάφορα φυλετικά γκέτο, για ένα παγκόσμιο πόλεμο με εξ ίσου εκατομμύρια νέους στρατιώτες να σφαγιάζονται στα πεδία της μάχης για την αλαζονεία ενός άντρα με σχιζοφρενικές τάσεις (όχι τρελός!), για το κλέος του «φυλής» και για την φυλετική κάθαρση στα πρότυπα κάποιων εγκληματιών. Είναι όμως άμοιρος ο γερμανικός λαός για όλα αυτά; Είναι άμοιρος ευθυνών για την ηγεσία του, για την φασιστική λογική της κάθαρσης; Με αυτό θα μπορούσε κάποιος να ασχοληθεί επί μακρόν σε κάποια έρευνα – αν θα του έφτανε μια ζωή βέβαια να καταλάβει το αδιανόητο πρώτα.Εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με την καταγραφή των γεγονότων, ας πούμε μια ιστορική ματιά με κάποια σχόλια, με τις τελευταίες μέρες αυτού του κτηνώδους καθεστώτος. (Για να καταλάβει κάποιος την έκταση ή το βάθος αν προτιμάει της κτηνωδίας καταθέτω την απάντηση του Ρούντολφ Ες – του διοικητή του Άουσβιτς, όχι του πολιτικού – όταν κατηγορήθηκε για τον θάνατο (εκτέλεση) τρεισήμισι εκατομμυρίων ανθρώπων στο στρατόπεδο που εκείνος διοικούσε:
«Όχι, ήταν μόνο δυόμισι εκατομμύρια. Οι υπόλοιποι πέθαναν από αρρώστιες και ασιτία…»
Ή εκτιμώντας την διοίκησή του – είχε εκπαιδευτεί στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα – είπε:
«Μία ακόμα βελτίωση που κάναμε σε σχέση με την Τρεμπλίνκα ήταν ότι ενώ στην Τρεμπλίνκα τα θύματα σχεδόν πάντα ήξεραν ότι επρόκειτο να εκτελεστούν, στο Άουσβιτς καταφέρναμε να τους ξεγελάσουμε και νόμιζαν ότι πάνε για καθαρισμό (συνήθως από ψείρες). Βέβαια, συχνά συνειδητοποιούσαν τις πραγματικές μας προθέσεις και υπήρχαν ταραχές και δυσκολίες εξαιτίας αυτού. Πολύ συχνά οι γυναίκες έκρυβαν τα παιδιά τους κάτω από στοίβες με ρούχα, αλλά πάντα τα βρίσκαμε και τα στέλναμε και αυτά για εξολόθρευση»… ή όταν εξηγούσε πως μπορεί κάποιος να εκτελέσει 10.000 ανθρώπους μέσα σε 24 ώρες :
«Από τεχνική άποψη δεν ήταν και τόσο δύσκολο - δεν θα ήταν δύσκολο να εξολοθρεύσουμε ακόμα περισσότερους... Η θανάτωση έπαιρνε τον λιγότερο χρόνο, και μπορούσες να σκοτώσεις 2.000 κεφάλια σε μισή ώρα, αλλά ήταν το κάψιμο που έπαιρνε την περισσότερη ώρα. Η θανάτωση ήταν εύκολη και δεν χρειάζονταν καν φρουροί για να τους πάνε στους θαλάμους αερίων, καθώς νόμιζαν ότι πήγαιναν για ντους, όπου αντί για νερό τους ρίχναμε δηλητηριώδη αέρια. Η όλη ιστορία γινόταν πολύ γρήγορα».
Οι κτηνωδίες του καθεστώτος απέναντι στους Εβραίους, τους Αθίγγανους και – με ιδιαίτερο ζήλο μάλιστα προς τους «Κομμουνιστές Μπολσεβίκους Άγριους και Αμόρφωτους Υπανθρώπους (λόγια του Γκαίμπελς) της Σοβιετικής Ένωσης, έκαναν τον Κόκκινο στρατό να έχει πολλούς λόγους για να εκδικηθεί, όταν έφτασε τελικά τον Ιανουάριο του 1945 στα σύνορα του «Ράιχ». Οι καθοδηγητές είχαν διαδώσει στη Ρωσία, με κάθε λεπτομέρεια, τις βαρβαρότητες της Βέρμαχτ και ειδικά των SS. Το αποτέλεσμα ήταν το πιο τρομακτικό μακελειό της Ιστορίας, με τεθωρακισμένα να συνθλίβουν κάτω από τις ερπύστριες τους φάλαγγες προσφύγων, ομαδικούς βιασμούς, λεηλασίες και καταστροφές. Χιλιάδες γυναικόπαιδα πέθαναν από το κρύο ή σφαγιάστηκαν επειδή οι επικεφαλείς του Ναζιστικού κόμματος, αρνούμενοι να δεχτούν την ήττα, είχαν απαγορεύσει την εκκένωση των αμάχων. Περισσότεροι από επτά εκατομμύρια άνθρωποι δραπέτευσαν προς την Δύση φοβούμενοι τα αντίποινα του Κόκκινου Στρατού.
Δεν είχαν όμως όλοι την ίδια μοίρα. Κάποιοι υπέφεραν αφόρητα, κάποιοι άλλοι σώθηκαν από θαύμα. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες συμπεριφέρθηκαν απέναντι στις Γερμανίδες και τα παιδιά με τη μεγαλύτερη γενναιοφροσύνη, αλλά και τη μεγαλύτερη σκληρότητα. Το ηθικό αυτό χάος ήταν το αποτέλεσμα μιας Τιτανομαχίας μεταξύ δυο τυράννων που αδιαφορούσαν για την ζωή των πιστών τους. Οι Ναζί έστελναν δεκατετράχρονα αγόρια πάνω σε ποδήλατα ενάντια σε Σοβιετικά άρματα σε αποστολές αυτοκτονίας, ενώ, ο Κόκκινος στρατός περικύκλωνε το Βερολίνο, τα αποσπάσματα των SS χτένιζαν την πόλη και εκτελούσαν ή κρέμαγαν επιτόπου κάθε άντρα που δεν βρισκόταν στη θέση του.
Ο Χίτλερ μισότρελος πια στο καταφύγιό του, κυριευμένος από την τερατώδη του ματαιοδοξία, εξέδιδε θηριώδεις διαταγές θέλοντας να καταστρέψει την πρωτεύουσα του «Ράιχ», βιώνοντας το προσωπικό του «Λυκόφως». Ο Στάλιν, απ’ την άλλη, ήταν επίσης προετοιμασμένος να θυσιάσει όσες ζωές ήταν απαραίτητο προκειμένου να καταλάβει πριν τους Αμερικάνους, το Βερολίνο. Καινούργια ντοκουμέντα από τα Ρωσικά αρχεία αποδεικνύουν για πρώτη φορά ότι ο Σοβιετικός ηγέτης είχε ένα εξαιρετικά ισχυρό κίνητρο.
Χρησιμοποιώντας καινούργιο υλικό (θα αναφερθεί η βιβλιογραφία στο τέλος) από τα πρώην Σοβιετικά, Βρετανικά, Αμερικανικά αλλά και Σουηδικά αρχεία, αναπαριστώνται όλες οι εμπειρίες εκείνων που εγκλωβίστηκαν στον εφιάλτη της τελικής πτώσης του «Γ! Ράιχ». Ακολουθεί λοιπόν μια φρικτή ιστορία περηφάνιας, ηλιθιότητας, φανατισμού, εκδίκησης και αγριότητας, αλλά και εκπληκτικής υπομονής, αυτοθυσίας και επιβίωσης κάτω από αντίξοες συνθήκες.
« Η Ιστορία δίνει έμφαση στα τελικά γεγονότα», παρατήρησε με πικρία ο Albert Speer κατά την ανάκρισή του από τους Αμερικάνους μετά το τέλος του πολέμου. Απεχθανόταν την ιδέα ότι τα αρχικά επιτεύγματα του Χιτλερικού καθεστώτος θα επισκιάζονταν από την τελική κατάρρευσή του. Παρ’ όλα αυτά, ο Speer όπως και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες των Ναζί, αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι η ίδια η πτώση των πολιτικών ηγετών αποκαλύπτει περισσότερα στοιχεία από κάθε άλλη πηγή για τις ενέργειες και τα συστήματα που επιβάλλουν. Αυτός είναι και ο λόγος που κάνει το αντικείμενο της τελικής ήττας του εθνικοσοσιαλισμού τόσο ενδιαφέρον και σημαντικό σε μια εποχή που οι έφηβοι, ειδικά στη Γερμανία, θαυμάζουν το «Γ! Ράιχ».
Οι εχθροί των Ναζί είχαν καταφέρει να συλλάβουν νοερά τη στιγμή της εκδίκησής τους δυο χρόνια πριν το οριστικό τέλος του πολέμου. Τη 1η Φεβρουαρίου 1943, ένας εξαγριωμένος Σοβιετικός συνταγματάρχης άρπαξε από το λαιμό μερικούς σκελετωμένους Γερμανούς αιχμάλωτους στα ερείπια του Στάλινγκραντ. «Έτσι θα γίνει το Βερολίνο!», τους φώναξε δείχνοντας τα ερείπια τριγύρω. Ανάμεσα (σήμερα), στα γκράφιτι που διατηρούνται ακόμα στους τοίχους του Κοινοβουλίου στο Βερολίνο, μπορεί κανείς να δει πως η πόλη συνδέεται μέσα από τους πανηγυρισμούς των Ρώσων για την εκδίκηση που είχαν πάρει σπρώχνοντας τους εισβολείς από το πιο απόμακρο σημείο της προς ανατολάς προέλασής τους, πίσω, στην καρδιά του «Ράιχ».
Ούτε ο Χίτλερ κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ αυτή την αποφασιστική ήττα. Το Νοέμβριο του 1944, την ώρα που ο Κόκκινος Στρατός συγκεντρωνόταν πίσω από τα ανατολικά σύνορα του «Ράιχ», εκείνος έδειξε εκ νέου το Στάλινγκραντ. Σε μια από τις σημαίνουσες ομιλίες του είπε ότι η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει για την Γερμανία, «με την διάσπαση των ρωσικών Στρατιών στο Μέτωπο της Ρουμανίας στον ποταμό Ντον, το Νοέμβριο του 1942». Έριξε την ευθύνη στους δύσμοιρους Συμμάχους, παρ’ όλο που ούτε επαρκή εξοπλισμό διέθεταν ούτε έπαιζαν σημαντικό ρόλο γύρω από το Στάλινγκραντ και όχι στη δική του μανιώδη άρνηση να πάρει στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο που ελλόχευε. Ο Χίτλερ δεν είχε μάθει τίποτα και δεν είχε ξεχάσει τίποτα.
Η ίδια ομιλία παρουσίασε με τρομακτική σαφήνεια τη διεστραμμένη λογική στην οποία ο Γερμανικός λαός είχε αφεθεί να παγιδευτεί. Όταν εκδόθηκε, τιτλοφορήθηκε «Συνθηκολόγηση Σημαίνει Εξολόθρευση». Ο Χίτλερ προειδοποιούσε ότι αν κερδίσουν οι Μπολσεβίκοι, η μοίρα του λαού της Γερμανίας θα ήταν η καταστροφή, ο βιασμός, η σκλαβιά, οι «τεράστιες φάλαγγες ανδρών που βηματίζουν προς τη Σιβηρική τούντρα».
Ο Χίτλερ αρνιόταν με πάθος ν’ αναγνωρίσει τις συνέπειες των πράξεών του και ο Γερμανικός λαός συνειδητοποίησε πολύ αργά ότι είχε παγιδευτεί σε μια τρομακτική σύγχυση μεταξύ αιτίου και αιτιατού. Αντί να αφανίσει τον Μπολσεβικισμό όπως είχε υποστηρίξει ότι θα έκανε, ο Χίτλερ τον έφερε στην καρδιά της Ευρώπης. Η αποτρόπαια βίαιη απόβαση που είχε διατάξει στη Ρωσία είχε πραγματοποιηθεί από μια γενιά Γερμανών έφηβων απογαλακτισμένων εξαιτίας ενός δαιμονικά ευφυούς συνδυασμού. Η προπαγάνδα του Γκαίμπελς δεν αποκτήνωσε απλώς τους Εβραίους, τους κομισάριους και όλο το Σλαβικό λαό, αλλά έκανε τους Γερμανούς να τους φοβούνται και να τους μισούν. Ο Χίτλερ είχε καταφέρει, μέσα από τερατώδη εγκλήματα, να περάσει τις δικές του χειροπέδες στο έθνος ενώ η επερχόμενη βία του Κόκκινου Στρατού αποτελούσε την αυτοεκπλήρωση της προφητείας του ηγέτη του.
Ο Στάλιν,
Στο τέλος του πολέμου, το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας ξεπερνούσε τη φαντασία οποιουδήποτε δεν την έζησε από κοντά και κυρίως, εκείνων που μεγάλωσαν στην αποστρατικοποιημένη κοινωνία μετά τη λήξη του Ψυχρού πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, αυτή τη στιγμή η μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων έχει πολλά να μας διδάξει. Ένα σημαντικό μάθημα είναι ότι θα πρέπει κανείς να είναι εξαιρετικά προσεκτικός απέναντι σε πάσης φύσεως γενικεύσεις που αφορούν τη συμπεριφορά του ατόμου. Ο υπερβολικός ανθρώπινος πόνος και υποβιβασμός μπορεί να ξυπνήσει το καλύτερο, αλλά και το χειρότερο στοιχείο στην ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη συμπεριφορά αντικατοπτρίζει σε μεγάλη κλίμακα την απόλυτα απρόβλεπτη φύση της ζωής και του θανάτου. Πολλά Σοβιετικά στρατεύματα, κυρίως σχηματισμών της πρώτης γραμμής, συμπεριφέρονταν συχνά, σε αντίθεση με εκείνους που ακολουθούσαν, με μεγάλη καλοσύνη απέναντι στους Γερμανούς. Σε ένα κόσμο σκληρότητας και τρόμου, όπου κάθε ανθρωπιά είχε ισοπεδωθεί από την ιδεολογία, οι λιγοστές πράξεις αναπάντεχης καλοσύνης και αυτοθυσίας φωτίζουν αυτό που διαφορετικά θα ήταν μια σχεδόν αβάσταχτη ιστορία.
ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Η ατμόσφαιρα στη Γερμανία είχε αλλάξει ακριβώς πριν από δυο χρόνια. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1942 είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες πως η 6η στρατιά του Στρατηγού Paulus είχε περικυκλωθεί από τον Κόκκινο Στρατό στον ποταμό Βόλγα.
Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Ερνστ Πάουλους (Friedrich Wilhelm Ernst Paulus, 23 Σεπτεμβρίου 1890 - 1 Φεβρουαρίου1957) ήταν ανώτατος αξιωματικός του γερμανικού στρατού από το 1910 έως το 1945. Έφτασε έως το βαθμό του στρατάρχη, κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και είναι περισσότερο γνωστός ως ο διοικητής της 6ης γερμανικής στρατιάς, που πήρε μέρος στη Μάχη του Στάλινγκραντ, πολιορκώντας τη σοβιετική πόλη από τον Αύγουστο του 1942 έως και τον Ιανουάριο του 1943. |
Σε δρόμους όπου η πρόσοψη κάποιου κτιρίου είχε καταρρεύσει, μπορούσε κανείς να δει ακόμα φωτογραφίες να κρέμονται στους τοίχους του δωματίου που ήταν πάντοτε το καθιστικό ή η κρεβατοκάμαρα. Η ηθοποιός Hldergat Knef κοίταζε επίμονα στα αριστερά ένα πιάνο που στεκόταν εκτεθειμένο σε ένα μέρος του πατώματος που είχε απομείνει.
Η Χίλντεγκαρντ Κνεφ (Hildegard Frieda Albertine Knef, 28 Δεκεμβρίου 1925 - 1 Φεβρουαρίου 2002) ήταν πολυβραβευμένη Γερμανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου, τραγουδίστρια και συγγραφέας. |
Κανείς δεν μπορούσε να το πλησιάσει κι εκείνη αναρωτιόταν πόσος καιρός θα χρειαζόταν ακόμα, μέχρις ότου να γκρεμιστεί κι αυτό και να γίνει ένα με τα χαλάσματα. Μηνύματα ήταν γραμμένα βιαστικά στους τοίχους των ξεκοιλιασμένων κτιρίων, από οικογένειες που ενημέρωναν το γιό τους, αν και όταν επέστρεφε από το μέτωπο, ότι ήταν καλά και ότι έμεναν κάπου αλλού. Οι ανακοινώσεις του Ναζιστικού Κόμματος προειδοποιούσαν : «Η λεηλασία θα τιμωρείται με θάνατο».
Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί ήταν τόσο συχνοί – οι Βρετανοί είχαν αναλάβει την νύχτα και οι Αμερικανοί την μέρα – που οι Βερολινέζοι ένιωθαν πως περνούσαν περισσότερη ώρα σε υπόγεια και αντιαεροπορικά καταφύγια παρά στα κρεβάτια τους. Η έλλειψη ύπνου συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός περίεργου μείγματος καταπιεσμένης υστερίας και μοιρολατρίας. Πολύ λίγοι ήταν πλέον εκείνοι που ανησυχούσαν αν θα καταγγελθούν στη Γκεστάπο για ηττοπάθεια, όπως αποδείκνυε η διάδοση διαφόρων ανεκδότων. Τα πανταχού παρόντα LSR, αρχικά που σήμαιναν Luftschutzraum (αντιαεροπορικό καταφύγιο) υποτίθεται πως εννοούσαν Lernt Schnell Russisch (Μάθετε Ρώσικα Γρήγορα). Οι περισσότεροι Βερολινέζοι δεν χρησιμοποιούσαν πλέον τον χαιρετισμό «Χάιλ Χίτλερ». Ο Lothar Lowe ήταν μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας κι έλειπε αρκετό καιρό από την πόλη. Όταν, μπαίνοντας σε κάποιο μαγαζί, κραύγασε «Χάιλ Χίτλερ», όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν έκπληκτοι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που εκστόμισε αυτές τις λέξεις εκτός υπηρεσίας. Ο Lowe συνειδητοποίησε ότι πλέον ο πιο συνηθισμένος χαιρετισμός ήταν το Bleib ubrig! (Μείνε ζωντανός).
Στο χιούμορ καθρεφτίζονταν επίσης οι γκροτέσκες, μερικές φορές σουρεαλιστικές, εικόνες της εποχής. Το μεγαλύτερο αντιαεροπορικό καταφύγιο του Βερολίνου ήταν στο Ζωολογικό Κήπο, ένα αχανές φρούριο από μπετόν που είχε χτιστεί από το καθεστώς με συστοιχίες αντιαεροπορικών πυροβόλων στην οροφή και τεράστια καταφύγια από κάτω, μέσα στα οποία στριμώχνονταν τα πλήθη των Βερολινέζων όταν ακούγονταν οι σειρήνες. Στο «Ημερολόγιο» της, η Ursula von Kardorff το περιέγραψε σαν ένα «σκηνικό φυλακής του Fidelio». Κατά τη διάρκεια των συναγερμών, τα ερωτευμένα ζευγάρια αγκαλιάζονταν στις στριφογυριστές σκάλες του από μπετόν, σαν να συμμετείχαν σε κάποια «παρωδία ενός χορού μεταμφιεσμένων».
Η ατμόσφαιρα της επικείμενης κατάρρευσης, τόσο της προσωπικής ζωής όσο και της ύπαρξης του Έθνους, ήταν διάχυτη. Οι άνθρωποι ξόδευαν τα λεφτά τους αλόγιστα, υποθέτοντας πως σύντομα δεν θα έχουν καμία αξία. Παρ’ όλο που ήταν δύσκολο να επιβεβαιωθούν, υπήρχαν ιστορίες για κορίτσια και νεαρές γυναίκες που ζευγάρωναν με αγνώστους στις σκοτεινές γωνιές γύρω από το σταθμό του τρένου και στον κήπο. Αργότερα, όσο ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε το Βερολίνο, η επιθυμία των Βερολινέζων να απαλλαγούν από τα δεσμά της αθωότητας έγινε ακόμη πιο απεγνωσμένη.
Τα ίδια τα αντιαεροπορικά καταφύγια, φωτισμένα με μπλε φώτα, μπορούσαν στ’ αλήθεια να προσφέρουν την πρώτη γεύση μιας κλειστοφοβικής κόλασης, καθώς οι άνθρωποι στριμώχνονταν εκεί μέσα τυλιγμένοι με τα πιο ζεστά τους ρούχα και κουβαλώντας μικρές χαρτονένιες βαλίτσες με σάντουιτς και θερμός. Τα καταφύγια μπορούσαν να ικανοποιήσουν θεωρητικά όλες τις βασικές ανάγκες. Υπήρχε ένας Σταθμός Πρώτων Βοηθειών με μια νοσοκόμα, όπου οι γυναίκες μπορούσαν να γεννήσουν. Οι τοκετοί έμοιαζαν να επιταχύνονται από τις δονήσεις που προκαλούσαν οι εκρήξεις των βομβών και που φαίνονταν να έρχονται τόσο από το κέντρο της γης όσο και από την επιφάνειά της. Οι οροφές ήταν βαμμένες με φωσφορίζουσα μπογιά γιατί συνήθως, κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών, τα φώτα πρώτα χαμήλωναν και στη συνέχεια τρεμόπαιζαν και έσβηναν. Η παροχή νερού σταματούσε όταν βομβαρδίζονταν οι κεντρικοί αγωγοί και τα Aborte (αποχωρητήρια), σύντομα έγιναν αηδιαστικά – πραγματική δυστυχία για ένα έθνος προσηλωμένο στην υγιεινή. Συχνά οι αρχές σφράγιζαν τα αποχωρητήρια γιατί υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που κάποιοι, ολότελα απελπισμένοι, αυτοκτονούσαν έχοντας κλειδώσει την πόρτα.
Το Βερολίνο δεν είχε αρκετά καταφύγια για τα τρία εκατομμύρια του πληθυσμού του, οπότε όσα υπήρχαν ήταν συνήθως ασφυκτικά γεμάτα. Στους κεντρικούς διαδρόμους, στα καθιστικά και στα δωμάτια με τις κουκέτες ο αέρας ήταν μολυσμένος από τον πολύ κόσμο ενώ υδρατμοί έσταζαν από το ταβάνι. Το συγκρότημα των καταφυγίων κάτω από το σταθμό του μετρό στο Gesundbrunnen ήταν σχεδιασμένο για να φιλοξενεί 1,500 άτομα. Παρ’ όλα αυτά, εκεί στοιβαζόταν συχνά ο τριπλάσιος αριθμός.
Για να μετρήσουν το διαρκώς μειούμενο οξυγόνο, οι αρμόδιοι χρησιμοποιούσαν κεριά. Όταν το κερί που ήταν τοποθετημένο στο πάτωμα έσβηνε, σήκωναν τα παιδιά και τα κρατούσαν στο ύψος των ώμων. Όταν έσβηνε το κερί που ήταν τοποθετημένο πάνω σε μια καρέκλα, τότε άρχιζε η εκκένωση του ορόφου. Και αν έσβηνε και το τρίτο κερί που ήταν τοποθετημένο στο ύψος των ώμων, τότε εκκενωνόταν ολόκληρο το καταφύγιο, όσο τρομερός κι αν ήταν ο βομβαρδισμός στην επιφάνεια.
Η είσοδος στα καταφύγια απαγορευόταν στους ξένους εργάτες του Βερολίνου, οι οποίοι έφταναν τις 300,000 και έφεραν ως σημάδι αναγνώρισης το πρώτο ή τα πρώτα δύο γράμματα της χώρας προέλευσής τους στο μανίκι τους. Το γεγονός αυτό αποτελούσε εν μέρει προέκταση της Ναζιστικής πολιτικής που ήθελε να εμποδίσει τη στενή επαφή τους με τη Γερμανική φυλή, όμως η κυρίαρχη φροντίδα των αρχών, ήταν να σώσει πρώτα τις ζωές των Γερμανών. Οι όμηροι που δούλευαν καταναγκαστικά, ειδικά οι Ostarbeiter (οι εργάτες από τα ανατολικά), οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν μεταφερθεί με τη βία από την Ουκρανία και την Ευρωπαϊκή Ρωσία, θεωρούνταν αναλώσιμοι. Όμως υπήρχαν πολλοί ξένοι εργάτες που είχαν έρθει ως εθελοντές και είχαν πολύ μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας σε σύγκριση με τους άτυχους που κλείνονταν στα στρατόπεδα. Εκείνοι που δούλευαν σε εργοστάσια πυρομαχικών έξω από την πρωτεύουσα, για παράδειγμα, είχαν δημιουργήσει τη δική τους ιδιαίτερη κουλτούρα, που συνδύαζε μεταναστευτικά και μποέμ στοιχεία, με εφημερίδες και θεατρικά έργα που παίζονταν στα βάθη του σταθμού της Friedrichstrasse. Κι ενώ το ηθικό τους ανέβαινε εμφανώς καθώς προήλαυνε ο Κόκκινος Στρατός, το ηθικό εκείνων που τους εκμεταλλεύονταν έπεφτε. Οι περισσότεροι Γερμανοί έβλεπαν τους ξένους εργάτες με φόβο. Στα μάτια τους ήταν ένας Δούρειος Ίππος, έτοιμος να επιτεθεί και να εκδικηθεί μόλις οι στρατιές του εχθρού θα πλησίαζαν την πόλη.
Οι Βερολινέζοι υπέφεραν από ένα αταβιστικό και βαθύ φόβο για τον Σλάβο εισβολέα από τα ανατολικά. Ο φόβος αυτός είχε μετατραπεί εύκολα σε μίσος. Καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε, η προπαγάνδα του Γκαίμπελς επανερχόταν διαρκώς στις κτηνωδίες που είχαν συμβεί στο χωριό Νέμερσντορφ, όταν οι Ρώσοι στρατιώτες στη νοτιοανατολική Πρωσία το περασμένο φθινόπωρο, είχαν βιάσει και δολοφονήσει τους κατοίκους.
Κάποιοι είχαν τους δικούς τους λόγους που δεν ήθελαν να καλυφθούν όσο διαρκούσαν οι βομβαρδισμοί. Ένας παντρεμένος, ο οποίος συνήθιζε να επισκέπτεται την ερωμένη του τακτικά στην περιοχή του Prenzlauerberg, δεν μπορούσε να κατέβει στα δημόσια καταφύγια γιατί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε υποψίες. Ένα βράδυ το κτίριο όπου έμενε η φίλη του χτυπήθηκε και ο άτυχος μοιχός, που έτυχε να κάθεται στον καναπέ, θάφτηκε μέχρι το λαιμό στα χαλάσματα. Μετά την επιδρομή, ο Erich Schmidtke, ένα αγόρι κι ένας Τσέχος εργάτης που χρησιμοποιούσε το καταφύγιο παράνομα αλλά με την ανοχή των υπολοίπων, άκουσαν τις φωνές του και ανέβηκαν τρέχοντας τις σκάλες. Αφού τον ξέθαψαν και περιποιήθηκαν τα τραύματα του, ο δεκατετράχρονος Erich έπρεπε να πάει στη γυναίκα του τραυματισμένου και να της πει πως ο σύζυγός της είχε τραυματιστεί άσχημα στο διαμέρισμα μιας άλλης. Εκείνη άρχισε να ουρλιάζει από τον θυμό της. Το γεγονός ότι ήταν μαζί με κάποια άλλη γυναίκα την αναστάτωσε περισσότερο απ’ όσο το πάθημά του. Εκείνη την εποχή τα παιδιά μάθαιναν με σκληρό τρόπο τις πραγματικότητες της ενήλικης ζωής.
Ο στρατηγός Gunther Blumentritt, όπως οι περισσότεροι που βρίσκονταν στην εξουσία, ήταν πεπεισμένος πως οι αεροπορικές επιδρομές δημιουργούσαν ένα πραγματικό αίσθημα «πατριωτικής αλληλεγγύης». Κάτι τέτοιο μπορεί να αλήθευε το 1942 και το 1943, αλλά στα τέλη του 1944 οι συνέπειες των επιδρομών έτεινε να πολώσουν τις απόψεις των σκληροπυρηνικών και αυτών που είχαν κουραστεί από τον πόλεμο. Το Βερολίνο υπήρξε η πόλη με το μεγαλύτερο ποσοστό αντιπάλων του Ναζιστικού Καθεστώτος, όπως αποδεικνύουν τα αποτελέσματα των εκλογών του 1933. Ωστόσο, με εξαίρεση μια πολύ μικρή και θαρραλέα μειονότητα, η αντίδραση απέναντι στους Ναζί είχε περιοριστεί σε χλευασμούς και παράπονα. Η πλειονότητα είχε πραγματικά τρομοκρατηθεί από την απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944. Και καθώς τα σύνορα του «Ράιχ» απειλούνταν τόσο από την Ανατολή όσο και από την Δύση, οι Γερμανοί κατάπιναν τους ποταμούς των ψεμάτων του Γκαίμπελς ότι τάχα ο Φύρερ θα εξαπέλυε καινούργια θαυματουργά όπλα κατά των εχθρών του, σαν άλλος οργισμένος Δίας που εκτοξεύει κεραυνούς, σύμβολο της δύναμής του. ένα γράμμα μιας γυναίκας στον άντρα της, ο οποίος βρισκόταν σε ένα Γαλλικό στρατόπεδο αιχμαλώτων, αποκαλύπτει την ετοιμοπόλεμη διάθεσή της και το πόσο πρόθυμος ήταν ο Γερμανικός λαός να πιστέψει στην προπαγάνδα του καθεστώτος. «Έχω τόση πίστη στη μοίρα μας…», γράφει εκείνη, «… ώστε τίποτα δεν μπορεί να κλονίσει την αυτοπεποίθηση που είχε γεννηθεί μέσα μου από την μακραίωνη Ιστορία μας και από το ένδοξο παρελθόν μας, όπως λέει και ο δρ. Γκαίμπελς. Είναι αδύνατον τα πράγματα να καταλήξουν διαφορετικά. Μπορεί να έχουμε πέσει πολύ χαμηλά αυτή τη στιγμή, αλλά έχουμε αποφασιστικούς άντρες. Όλη η χώρα είναι έτοιμη να βαδίσει με το όπλο στο χέρι. Έχουμε μυστικά όπλα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν την κατάλληλη στιγμή και, πάνω απ’ όλα, έχουμε έναν Φύρερ τον οποίο μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε με κλειστά τα μάτια. Μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να καταρρεύσει, δεν πρέπει για κανένα λόγο.
Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί ήταν τόσο συχνοί – οι Βρετανοί είχαν αναλάβει την νύχτα και οι Αμερικανοί την μέρα – που οι Βερολινέζοι ένιωθαν πως περνούσαν περισσότερη ώρα σε υπόγεια και αντιαεροπορικά καταφύγια παρά στα κρεβάτια τους. Η έλλειψη ύπνου συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός περίεργου μείγματος καταπιεσμένης υστερίας και μοιρολατρίας. Πολύ λίγοι ήταν πλέον εκείνοι που ανησυχούσαν αν θα καταγγελθούν στη Γκεστάπο για ηττοπάθεια, όπως αποδείκνυε η διάδοση διαφόρων ανεκδότων. Τα πανταχού παρόντα LSR, αρχικά που σήμαιναν Luftschutzraum (αντιαεροπορικό καταφύγιο) υποτίθεται πως εννοούσαν Lernt Schnell Russisch (Μάθετε Ρώσικα Γρήγορα). Οι περισσότεροι Βερολινέζοι δεν χρησιμοποιούσαν πλέον τον χαιρετισμό «Χάιλ Χίτλερ». Ο Lothar Lowe ήταν μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας κι έλειπε αρκετό καιρό από την πόλη. Όταν, μπαίνοντας σε κάποιο μαγαζί, κραύγασε «Χάιλ Χίτλερ», όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν έκπληκτοι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που εκστόμισε αυτές τις λέξεις εκτός υπηρεσίας. Ο Lowe συνειδητοποίησε ότι πλέον ο πιο συνηθισμένος χαιρετισμός ήταν το Bleib ubrig! (Μείνε ζωντανός).
Στο χιούμορ καθρεφτίζονταν επίσης οι γκροτέσκες, μερικές φορές σουρεαλιστικές, εικόνες της εποχής. Το μεγαλύτερο αντιαεροπορικό καταφύγιο του Βερολίνου ήταν στο Ζωολογικό Κήπο, ένα αχανές φρούριο από μπετόν που είχε χτιστεί από το καθεστώς με συστοιχίες αντιαεροπορικών πυροβόλων στην οροφή και τεράστια καταφύγια από κάτω, μέσα στα οποία στριμώχνονταν τα πλήθη των Βερολινέζων όταν ακούγονταν οι σειρήνες. Στο «Ημερολόγιο» της, η Ursula von Kardorff το περιέγραψε σαν ένα «σκηνικό φυλακής του Fidelio». Κατά τη διάρκεια των συναγερμών, τα ερωτευμένα ζευγάρια αγκαλιάζονταν στις στριφογυριστές σκάλες του από μπετόν, σαν να συμμετείχαν σε κάποια «παρωδία ενός χορού μεταμφιεσμένων».
Η ατμόσφαιρα της επικείμενης κατάρρευσης, τόσο της προσωπικής ζωής όσο και της ύπαρξης του Έθνους, ήταν διάχυτη. Οι άνθρωποι ξόδευαν τα λεφτά τους αλόγιστα, υποθέτοντας πως σύντομα δεν θα έχουν καμία αξία. Παρ’ όλο που ήταν δύσκολο να επιβεβαιωθούν, υπήρχαν ιστορίες για κορίτσια και νεαρές γυναίκες που ζευγάρωναν με αγνώστους στις σκοτεινές γωνιές γύρω από το σταθμό του τρένου και στον κήπο. Αργότερα, όσο ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε το Βερολίνο, η επιθυμία των Βερολινέζων να απαλλαγούν από τα δεσμά της αθωότητας έγινε ακόμη πιο απεγνωσμένη.
Τα ίδια τα αντιαεροπορικά καταφύγια, φωτισμένα με μπλε φώτα, μπορούσαν στ’ αλήθεια να προσφέρουν την πρώτη γεύση μιας κλειστοφοβικής κόλασης, καθώς οι άνθρωποι στριμώχνονταν εκεί μέσα τυλιγμένοι με τα πιο ζεστά τους ρούχα και κουβαλώντας μικρές χαρτονένιες βαλίτσες με σάντουιτς και θερμός. Τα καταφύγια μπορούσαν να ικανοποιήσουν θεωρητικά όλες τις βασικές ανάγκες. Υπήρχε ένας Σταθμός Πρώτων Βοηθειών με μια νοσοκόμα, όπου οι γυναίκες μπορούσαν να γεννήσουν. Οι τοκετοί έμοιαζαν να επιταχύνονται από τις δονήσεις που προκαλούσαν οι εκρήξεις των βομβών και που φαίνονταν να έρχονται τόσο από το κέντρο της γης όσο και από την επιφάνειά της. Οι οροφές ήταν βαμμένες με φωσφορίζουσα μπογιά γιατί συνήθως, κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών, τα φώτα πρώτα χαμήλωναν και στη συνέχεια τρεμόπαιζαν και έσβηναν. Η παροχή νερού σταματούσε όταν βομβαρδίζονταν οι κεντρικοί αγωγοί και τα Aborte (αποχωρητήρια), σύντομα έγιναν αηδιαστικά – πραγματική δυστυχία για ένα έθνος προσηλωμένο στην υγιεινή. Συχνά οι αρχές σφράγιζαν τα αποχωρητήρια γιατί υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που κάποιοι, ολότελα απελπισμένοι, αυτοκτονούσαν έχοντας κλειδώσει την πόρτα.
Το Βερολίνο δεν είχε αρκετά καταφύγια για τα τρία εκατομμύρια του πληθυσμού του, οπότε όσα υπήρχαν ήταν συνήθως ασφυκτικά γεμάτα. Στους κεντρικούς διαδρόμους, στα καθιστικά και στα δωμάτια με τις κουκέτες ο αέρας ήταν μολυσμένος από τον πολύ κόσμο ενώ υδρατμοί έσταζαν από το ταβάνι. Το συγκρότημα των καταφυγίων κάτω από το σταθμό του μετρό στο Gesundbrunnen ήταν σχεδιασμένο για να φιλοξενεί 1,500 άτομα. Παρ’ όλα αυτά, εκεί στοιβαζόταν συχνά ο τριπλάσιος αριθμός.
Για να μετρήσουν το διαρκώς μειούμενο οξυγόνο, οι αρμόδιοι χρησιμοποιούσαν κεριά. Όταν το κερί που ήταν τοποθετημένο στο πάτωμα έσβηνε, σήκωναν τα παιδιά και τα κρατούσαν στο ύψος των ώμων. Όταν έσβηνε το κερί που ήταν τοποθετημένο πάνω σε μια καρέκλα, τότε άρχιζε η εκκένωση του ορόφου. Και αν έσβηνε και το τρίτο κερί που ήταν τοποθετημένο στο ύψος των ώμων, τότε εκκενωνόταν ολόκληρο το καταφύγιο, όσο τρομερός κι αν ήταν ο βομβαρδισμός στην επιφάνεια.
Η είσοδος στα καταφύγια απαγορευόταν στους ξένους εργάτες του Βερολίνου, οι οποίοι έφταναν τις 300,000 και έφεραν ως σημάδι αναγνώρισης το πρώτο ή τα πρώτα δύο γράμματα της χώρας προέλευσής τους στο μανίκι τους. Το γεγονός αυτό αποτελούσε εν μέρει προέκταση της Ναζιστικής πολιτικής που ήθελε να εμποδίσει τη στενή επαφή τους με τη Γερμανική φυλή, όμως η κυρίαρχη φροντίδα των αρχών, ήταν να σώσει πρώτα τις ζωές των Γερμανών. Οι όμηροι που δούλευαν καταναγκαστικά, ειδικά οι Ostarbeiter (οι εργάτες από τα ανατολικά), οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν μεταφερθεί με τη βία από την Ουκρανία και την Ευρωπαϊκή Ρωσία, θεωρούνταν αναλώσιμοι. Όμως υπήρχαν πολλοί ξένοι εργάτες που είχαν έρθει ως εθελοντές και είχαν πολύ μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας σε σύγκριση με τους άτυχους που κλείνονταν στα στρατόπεδα. Εκείνοι που δούλευαν σε εργοστάσια πυρομαχικών έξω από την πρωτεύουσα, για παράδειγμα, είχαν δημιουργήσει τη δική τους ιδιαίτερη κουλτούρα, που συνδύαζε μεταναστευτικά και μποέμ στοιχεία, με εφημερίδες και θεατρικά έργα που παίζονταν στα βάθη του σταθμού της Friedrichstrasse. Κι ενώ το ηθικό τους ανέβαινε εμφανώς καθώς προήλαυνε ο Κόκκινος Στρατός, το ηθικό εκείνων που τους εκμεταλλεύονταν έπεφτε. Οι περισσότεροι Γερμανοί έβλεπαν τους ξένους εργάτες με φόβο. Στα μάτια τους ήταν ένας Δούρειος Ίππος, έτοιμος να επιτεθεί και να εκδικηθεί μόλις οι στρατιές του εχθρού θα πλησίαζαν την πόλη.
Οι Βερολινέζοι υπέφεραν από ένα αταβιστικό και βαθύ φόβο για τον Σλάβο εισβολέα από τα ανατολικά. Ο φόβος αυτός είχε μετατραπεί εύκολα σε μίσος. Καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε, η προπαγάνδα του Γκαίμπελς επανερχόταν διαρκώς στις κτηνωδίες που είχαν συμβεί στο χωριό Νέμερσντορφ, όταν οι Ρώσοι στρατιώτες στη νοτιοανατολική Πρωσία το περασμένο φθινόπωρο, είχαν βιάσει και δολοφονήσει τους κατοίκους.
Κάποιοι είχαν τους δικούς τους λόγους που δεν ήθελαν να καλυφθούν όσο διαρκούσαν οι βομβαρδισμοί. Ένας παντρεμένος, ο οποίος συνήθιζε να επισκέπτεται την ερωμένη του τακτικά στην περιοχή του Prenzlauerberg, δεν μπορούσε να κατέβει στα δημόσια καταφύγια γιατί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε υποψίες. Ένα βράδυ το κτίριο όπου έμενε η φίλη του χτυπήθηκε και ο άτυχος μοιχός, που έτυχε να κάθεται στον καναπέ, θάφτηκε μέχρι το λαιμό στα χαλάσματα. Μετά την επιδρομή, ο Erich Schmidtke, ένα αγόρι κι ένας Τσέχος εργάτης που χρησιμοποιούσε το καταφύγιο παράνομα αλλά με την ανοχή των υπολοίπων, άκουσαν τις φωνές του και ανέβηκαν τρέχοντας τις σκάλες. Αφού τον ξέθαψαν και περιποιήθηκαν τα τραύματα του, ο δεκατετράχρονος Erich έπρεπε να πάει στη γυναίκα του τραυματισμένου και να της πει πως ο σύζυγός της είχε τραυματιστεί άσχημα στο διαμέρισμα μιας άλλης. Εκείνη άρχισε να ουρλιάζει από τον θυμό της. Το γεγονός ότι ήταν μαζί με κάποια άλλη γυναίκα την αναστάτωσε περισσότερο απ’ όσο το πάθημά του. Εκείνη την εποχή τα παιδιά μάθαιναν με σκληρό τρόπο τις πραγματικότητες της ενήλικης ζωής.
Ο στρατηγός Gunther Blumentritt, όπως οι περισσότεροι που βρίσκονταν στην εξουσία, ήταν πεπεισμένος πως οι αεροπορικές επιδρομές δημιουργούσαν ένα πραγματικό αίσθημα «πατριωτικής αλληλεγγύης». Κάτι τέτοιο μπορεί να αλήθευε το 1942 και το 1943, αλλά στα τέλη του 1944 οι συνέπειες των επιδρομών έτεινε να πολώσουν τις απόψεις των σκληροπυρηνικών και αυτών που είχαν κουραστεί από τον πόλεμο. Το Βερολίνο υπήρξε η πόλη με το μεγαλύτερο ποσοστό αντιπάλων του Ναζιστικού Καθεστώτος, όπως αποδεικνύουν τα αποτελέσματα των εκλογών του 1933. Ωστόσο, με εξαίρεση μια πολύ μικρή και θαρραλέα μειονότητα, η αντίδραση απέναντι στους Ναζί είχε περιοριστεί σε χλευασμούς και παράπονα. Η πλειονότητα είχε πραγματικά τρομοκρατηθεί από την απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944. Και καθώς τα σύνορα του «Ράιχ» απειλούνταν τόσο από την Ανατολή όσο και από την Δύση, οι Γερμανοί κατάπιναν τους ποταμούς των ψεμάτων του Γκαίμπελς ότι τάχα ο Φύρερ θα εξαπέλυε καινούργια θαυματουργά όπλα κατά των εχθρών του, σαν άλλος οργισμένος Δίας που εκτοξεύει κεραυνούς, σύμβολο της δύναμής του. ένα γράμμα μιας γυναίκας στον άντρα της, ο οποίος βρισκόταν σε ένα Γαλλικό στρατόπεδο αιχμαλώτων, αποκαλύπτει την ετοιμοπόλεμη διάθεσή της και το πόσο πρόθυμος ήταν ο Γερμανικός λαός να πιστέψει στην προπαγάνδα του καθεστώτος. «Έχω τόση πίστη στη μοίρα μας…», γράφει εκείνη, «… ώστε τίποτα δεν μπορεί να κλονίσει την αυτοπεποίθηση που είχε γεννηθεί μέσα μου από την μακραίωνη Ιστορία μας και από το ένδοξο παρελθόν μας, όπως λέει και ο δρ. Γκαίμπελς. Είναι αδύνατον τα πράγματα να καταλήξουν διαφορετικά. Μπορεί να έχουμε πέσει πολύ χαμηλά αυτή τη στιγμή, αλλά έχουμε αποφασιστικούς άντρες. Όλη η χώρα είναι έτοιμη να βαδίσει με το όπλο στο χέρι. Έχουμε μυστικά όπλα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν την κατάλληλη στιγμή και, πάνω απ’ όλα, έχουμε έναν Φύρερ τον οποίο μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε με κλειστά τα μάτια. Μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να καταρρεύσει, δεν πρέπει για κανένα λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου