ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟΥ
Στις 16 Απριλίου 1945 ο Σοβιετικός στρατός εξαπέλυε την τελική του έφοδο για την κατάληψη της «καρδιάς» του Γ΄ Ράιχ, του Βερολίνου. Τις τελευταίες εβδομάδες η ατμόσφαιρα στην Γερμανική πρωτεύουσα είχε εξελιχθεί σε ένα μείγμα κόπωσης, φρικτής προαίσθησης και απόγνωσης. Περισσότεροι από 3.000.000 Βερολινέζοι ανέμεναν την τρομερή τους μοίρα, ωστόσο ανάμεσά τους υπήρχαν κι εκείνοι που θα έδιναν την τελευταία τους μάχη με φανατισμό και πίστη στην «τελική νίκη».
Λίγο πριν την Σοβιετική επίθεση, ο Σουηδός Στρατιωτικός ακόλουθος ανέφερε στον προϊστάμενο του στη Στοκχόλμη ότι ο « καλοπροαίρετος von Tippelskirch μας προσκάλεσε για μία ακόμη φορά στο Mellensee. Πήγα περισσότερο από περιέργεια, παρά για κάποιον άλλο λόγο. Δεν περίμενα ν’ ακούσω τίποτε το ενδιαφέρον μιας και όλα αλλάζουν τώρα, από την μια στιγμή στην άλλη. Το βράδυ ήταν τραγικό. Η ατμόσφαιρα ήταν απελπιστική. Οι περισσότεροι Γερμανοί δεν επεχείρησαν καν να υποκριθούν και να κρατήσουν τα προσχήματα, αλλά εξέθεταν την κατάσταση όπως είχε ακριβώς. Κάποιοι μέθυσαν αναζητώντας παρηγοριά στο αλκοόλ».
Ένας άλλος μάρτυρας εκείνων των ημερών, ο Λεόν Ντεγκρέλ, αρχηγός των Βαλλώνων SS, θυμάται: «Το ξενοδοχείο Άντλον λειτουργούσε ακόμα παρά τις βόμβες και τις οβίδες που έπεφταν καταμεσίς των δρόμων. Στο λαμπρά φωτισμένο εστιατόριο, σερβιτόροι με σμόκιν και maître d’ hotel με φράκο συνέχιζαν με επισημότητα και απάθεια να σερβίρουν βασιλικά πορφυρές φέτες από kohlrabi μέσα στα τεράστια πιάτα για τις κρατικές περιστάσεις. Όλα βρίσκονται σε τάξη, διακριτικώς, δίχως μια διαπεραστική λέξη ή ένα σημάδι βιασύνης. Αύριο ή μεθαύριο το κτίριο ήταν πιθανόν να γινόταν παρανάλωμα του πυρός. Ή αλλιώς κάποιος πλατυπόδαρος βάρβαρος θα έμπαινε ορμητικά μέσα στη χρυσοποίκιλτη αίθουσα. Αλλά η bon ton ήταν ακόμα bon ton.
Ήταν εντυπωσιακό. Η συμπεριφορά του Γερμανικού λαού, η αυτοκυριαρχία τους και η αυτοπειθαρχία τους, μέχρι και στις πιο ήσσονος σημασίας μικρές λεπτομέρειες και ως την τελευταία στιγμή, θα είναι μια ευγενής ανάμνηση του ανθρώπινου είδους για όλους εκείνους που έζησαν το τέλος του Γ’ Ράιχ. Ούτε το ελάχιστο σημάδι πανικού φάνηκε στο Βερολίνο κατά την κατάρρευση. Παρ’ όλα αυτά ποιός θα μπορούσε ακόμα να έχει αμφιβολίες για το αποτέλεσμα της μάχης; Οι αμυντικές οχυρώσεις στα προάστια ήταν αστείες. Οι δυνάμεις πεζικού ήταν μηδαμινές. Ο αριθμός των αρμάτων μάχης ήταν ασήμαντος. Γύρισα οδηγώντας από την βομβαρδισμένη πόλη τη νύχτα εκείνη. Πήγα μάλιστα τόσο μακριά ως το Πότσνταμ. Ούτε ένα ίχνος λεηλασίας. Ούτε μια φωνή πανικού. Οι ηλικιωμένοι άντρες του Volkssturm και τα αγόρια της Χιτλερικής νεολαίας περίμεναν για τον εχθρό, με τα πάντσερφάουστ στα χέρια τους, τόσο σοβαροί όσο οι σπουδαίοι Τεύτονες Ιππότες.
Εκπαίδευση τωνVolkssturm σε Panzerfaust
Στη μία η ώρα το απόγευμα άφησα το Άντλον. Ένας από τους Γερμανούς φίλους μου, ένας σοβαρά ανάπηρος άντρας (ο οποίος είχε δεχτεί είκοσι μια σφαίρες στο σώμα, στη Μόσχα το 1941), είχε έλθει να με αποχαιρετήσει κάτω από το πυρ των πολυβόλων. Συνοδευόταν από κάποιες γοητευτικές κοπέλες από το Βερολίνο, κατάφορτες με τις ποιητικές εσοδείες της Άνοιξης. Διακόσμησαν όλη την πρόσοψη του μικρού μου Φολκσβάγκεν με κόκκινες τουλίπες και εκατοντάδες πορφυρών πανσέδων με χρυσαφένιο κέντρο. Χαμογελούσαν, απλές και θαρραλέες. Το Ράιχ εξανεμιζόταν, το Βερολίνο έπεφτε, οι χειρότεροι εξευτελισμοί περίμεναν την κάθε μια από κείνες, αλλά με ζήλο, λεπτεπίλεπτες και όμορφες, εξακολουθούσαν να φέρνουν άνθη».
Λίγο πριν τα τελευταία γενέθλια του Χίτλερ, η Γερμανία ήταν πια κομμένη στα δύο. Μόνο μια στενή λωρίδα γης χώριζε πλέον τους Αμερικάνους που είχαν φτάσει στον Έλβα, από τους Σοβιετικούς που ήταν ήδη στον Νάϊσε και απειλούσαν τη Δρέσδη και το Βερολίνο. Ύστερα από ένα καταστροφικό βομβαρδισμό, που έκαψε στις αρχές Μαρτίου του 1945 το μεγαλύτερο τμήμα της Καγκελαρίας του Ράιχ, ο Χίτλερ αποφάσισε να διευθύνει την άμυνα του Βερολίνου από το τεράστιο καταφύγιο που είχε χτιστεί κάτω από την Καγκελαρία.
Το καταφύγιο ήταν οπλισμένο με σκυρόδεμα και αποτελείτο από δυο ορόφους χτισμένους δεκαπέντε μέτρα κάτω από τη γη, προστατευμένο από ένα παχύ στρώμα χάλυβα. Στα κάτω καταφύγιο ο Χίτλερ χρησιμοποιούσε οκτώ δωμάτια σε διαστάσεις σιδηροδρομικού βαγονιού, από τα δεκαοχτώ που είχε συνολικά το καταφύγιο. Μια πόρτα στην αριστερή μεριά οδηγούσε στο δωμάτιο του Χίτλερ και της Εύας Μπράουν. Η σύντροφος του Φύρερ είχε την κρεβατοκάμαρά της, μια τουαλέτα κι ένα καμαρίνι. Ο Χίτλερ διέθετε ένα δωμάτιο ύπνου κι ένα γραφείο. Υπήρχε ακόμα μια αίθουσα αναμονής κι ένα μικρότερο δωμάτιο με χάρτες που χρησίμευε για μικρές συσκέψεις. Το καταφύγιο διέθετε τεχνητό φωτισμό, θέρμανση από αέριο γκαζιού και κλιματισμό.
Εκτός από το καταφύγιο του Φύρερ, είχαν κατασκευαστεί κι άλλα υπόγεια καταφύγια μέσα στο συγκρότημα των κυβερνητικών κτιρίων. Υπήρχε το καταφύγιο της Καγκελαρίας του Κόμματος όπου διέμενε ο Μάρτιν Μπόρμαν και το επιτελείο του μαζί με τους υπόλοιπους αξιωματικούς υπηρεσίας και τους φρουρούς των SS, καθώς και ένα τρίτο κατφύγιο όπου ζούσε το προσωπικό της Καγκελαρίας.
Στο Fuhrerbunker (καταφύγιο του Φύρερ), θα παιζόταν εκείνες τις βροχερές μέρες του Απριλίου του 1945, η τελευταία σκηνή του Ναζιστικού μελοδράματος. Στριμωγμένος ο Χίτλερ μέσα στα στενά όρια της υπόγειας κάμαρας του, αναρωτιόταν για τα λάθη και τις επιλογές του στις αρχές του πολέμου. Ο Χίτλερ είχε πραγματικά, το 1940 τις μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβάλλει στην Ευρώπη τους δικούς του νόμους. Ωστόσο κι αυτός με τη σειρά του, όπως παλαιότερα και ο Ναπολέων, συσσώρευσε τόσα πολλά λάθη, ώστε ευτυχώς για τους αντιπάλους του η ζυγαριά έκλινε. Ρίχνοντας τις λεγεώνες του πολύ αργά εναντίον των ορδών του Στάλιν, έσφαλε από υπερβολική αισιοδοξία και δεν φρόντισε να προετοιμάσει καν μια χειμερινή εκστρατεία. Ο «στρατηγός χειμώνας» του σκότωσε περισσότερους στρατιώτες από τον Ζούκωφ και τον Κόνιεφ.
Την ατμόσφαιρα του καταφυγίου εκείνες τις τελευταίες μέρες την περιγράφει στις αναμνήσεις του ένας νεαρός υπαξιωματικός της Βέρμαχτ που ήταν αποσπασμένος στο υπόγειο αρχηγείο του Φύρερ για να ετοιμάζει επιτελικούς χάρτες.
Georgy Constantinovich Joucov 1896-1974 - Στρατάρχης τού Σοβιετικού Στρατού
Ivan Stepanovich Konev (Russian: Ива́н Степа́нович Ко́нев)Στρατηγός του Σοβιετικού Στρατού
(Wilhelm Bodewin Johann Gustav Keitel, 22 Σεπτεμβρίου 1882 - 16 Οκτωβρίου 1946) ήταν Στρατάρχης του Γ' Ράιχ και αρχηγός της OKW (OberKommando Wehrmacht = Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση)
Alfred Jodl
τον ναύαρχο της μεγάλης αρμάδας Ντένιτς και τον Μπόρμαν.
Ο Μάρτιν Μπόρμαν (Martin Bormann, 17 Ιουνίου 1900 – 2 Μαΐου 1945) ήταν Γερμανός ηγέτης, επιφανές μέλος των Ναζί. Επικεφαλής της Καγγελαρίας ως εκπρόσωπος του κόμματος και ιδιαίτερος γραμματέας του Αδόλφου Χίτλερ, ο Μπόρμαν κατά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε καταφέρει να αναρριχηθεί στη θέση του δεύτερου τη τάξει στο Ράιχ, αμέσως ύστερα από τον ίδιο τον Χίτλερ.
Hans Georg Otto Hermann Fegelein (30 October 1906 – 28 April 1945)
Ernst Kaltenbrunner
O Dr. Jur. Ερνστ Κάλτενμπρουνερ (Ernst Kaltenbrunner, 4 Οκτωβρίου 1903 - 16 Οκτωβρίου 1946)[1] ήταν Αυστριακός νομικός και πολιτικός, αρχηγός των SS στη χώρα του. Έφτασε έως το βαθμό του αντιστρατήγου των SS (Obergruppenführer). Διετέλεσε επικεφαλής του πανίσχυρου Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ (Reichssicherheitshauptamt - RSHA) από το 1943 κι είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Χίτλερ. Μετά την κατάρρευση του ναζιστικού καθεστώτος δικάστηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό.
Hermann Wilhelm Göring
Heinz Wilhelm Guderian
Ο Μέγας Ναύαρχος (Grossadmiral) Καρλ Ντένιτς (Karl Dönitz, 16 Σεπτεμβρίου 1891 - 24 Δεκεμβρίου 1980) ήταν ο ηγέτης του στόλου υποβρυχίων (Befehlshaber der Unterseeboote) της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Η ατμόσφαιρα στην Γερμανική πρωτεύουσα ήταν πηχτή από την σκόνη και τον καπνό εκατοντάδων πυρκαγιών. Μια μικρή παράταξη νεαρών ανδρών των SS και ροδαλών αγοριών της Χιτλερικής Νεολαίας περίμεναν την παρασημοφόρησή τους για την γενναιότητα που επέδειξαν στο πεδίο της μάχης. Ένας φωτογράφος της Wochenschau (Εβδομαδιαία Επικαιρότητα), αποθανάτισε τη σκηνή, καθώς ο Χίτλερ βάδιζε κατά μήκος της παράταξης κι ενώ ο αρχηγός της Hitlerjungend, Άξμαν επαινούσε τους νεαρούς μαχητές.
ARTHUR AXMANN |
Η σύσκεψη άρχισε αμέσως. Τα νέα ήταν ανησυχητικά. Από την προηγούμενη μέρα, η 9η Γερμανική στρατιά είχε αρχίσει να διασπάται, όπως ακριβώς είχε φοβηθεί ο Στρατηγός Μπούσε (Gen. Teodor Busan). Η υποχώρηση κατά μήκος και των πλευρών της Εθνικής οδού, κατέρρευσε σύντομα μέσα στον τρόμο και το χάος. Αν δεν πετύχαινε η αντεπίθεση του Σέρνερ, η τελευταία κύρια οδός προς τον νότο θα αποκοπτόταν μέσα σε λίγες ώρες.
«Φύρερ μου
Η 20η Απριλίου έρχεται αυτή τη φορά σε μια περίοδο που η δοκιμασμένη και αποδεδειγμένη δύναμη της θέλησης σας για την συνέχεια του Αγώνα απαιτεί την ίδια δύναμη από όλους εμάς τους συντρόφους. Είμαστε όλοι μας πεπεισμένοι ότι με την πεφωτισμένη ηγεσία σας ο εχθρός στην κρίσιμη και αποφασιστική αυτή στιγμή θα εκδιωχθεί από την γερμανική πατρίδα μας. Εύχομαι ο Θεός να σας διατηρεί υγιή για την επίτευξη των ευγενών σκοπών σας! Ζήτω η Νίκη! (Sieg Heil).
Ο πιστός σας Β. φον Τσέτσβιτς.
Τέτοιου είδους όμως επιστολές έμπρακτης και απόλυτης αφοσίωσης εκείνες τις ημέρες ήταν πολύ σπάνιες. Στο βιβλίο των επισκεπτών της Καγκελαρίας κατά την ημέρα των τελευταίων γενεθλίων του Φύρερ μόνο τρεις ξένοι διπλωμάτες υπέγραψαν. Ο εκπρόσωπος της Αφγανικής κυβέρνησης, ο πρόεδρος της Ταϋλάνδης, κι ένας Ιάπωνας αξιωματικός του Ναυτικού, ακόλουθος στην Ιαπωνική πρεσβεία.
Την επόμενη μέρα, Σάββατο 21 Απριλίου, ο Χίτλερ διέταξε να πραγματοποιηθεί αντεπίθεση από τις μονάδες του στρατηγού Στάϊνερ στα νότια της πόλης. «Κάθε αξιωματικός, ο οποίος κρατά πίσω του τους άντρες του, θα το πληρώσει με τη ζωή του», είπε στους αξιωματικούς που έλαβαν μέρος στη σύσκεψη. Η πίστη του Χίτλερ σε μια δυνατότητα τροπής των πραγμάτων, υπήρξε αμετάβλητη. Η πίστη αυτή στον εαυτό του, είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο υπερβολής που όταν κάποτε, ενώ σφύριζε ένα κλασσικό σκοπό, η γραμματέας του, του επεσήμανε κάποιο λάθος στη μελωδία, ο Χίτλερ της απάντησε: «Το λάθος δεν είναι δικό μου, είναι του συνθέτη».
Αυτή η παρανοϊκή, υπερφυσική και απόκοσμη πίστη στο πεπρωμένο του, τον οδήγησε σε πολλές μοιραίες αποφάσεις κατά το παρελθόν. Για τον Στρατάρχη Κάιτελ ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ανώτερος ίσως από τον Βίσμαρκ και τον Φρειδερίκο τον Μεγάλο. Πολύ αργότερα στην Νυρεμβέργη κι ενώ ανέμενε την εκτέλεσή του, απεκάλυψε στον Αμερικανό ψυχίατρο Λίον Γκόλντεσον, (Leon Goldensohn),
Leon Goldensohn
Η πρώτη σοβιετική οβίδα «προσγειώθηκε» στο Βερολίνο στις 11.30 της 20ης Απριλίου, στην πλατεία Χέρμαν, αποτελώντας το δώρο των γενεθλίων των Σοβιετικών προς τον «Φύρερ». Στο μεταξύ οι Σοβιετικοί, οι οποίοι δεν είχαν έτσι και αλλιώς τέτοιου τύπου φιλοσοφικές ανησυχίες, συνέχιζαν ακάθεκτοι να προελαύνουν, λες και δεν ένιωθαν τίποτα από την τραγικότητα και την ιερότητα της στιγμής των τελευταίων γενεθλίων του «Φύρερ».
Το αρχηγείο της Ανωτάτης Διοίκησης στο Τσόζεν θα καταλαμβάνονταν από λεπτό σε λεπτό από τις σοβιετικές δυνάμεις. Ο επικεφαλής του λόχου στρατηγείου επικοινώνησε με τον Κρεμπς και του ζήτησε την άδεια να εγκαταλείψει το αρχηγείο, αφού πρώτα καταστρέψει τα αρχεία και το υλικό.
Ο Κρεμπς όμως του αρνήθηκε την άδεια.
Έπρεπε να ενημερώσει πρώτα τον «Φύρερ» και να δώσει εκείνος την διαταγή υποχώρησης ενός λόχου. Τελικά η διαταγή υποχώρησης δόθηκε στις 13.00, 8 ολόκληρες ώρες μετά το πρώτο τηλεφώνημα. Ως τότε βέβαια είχαν χαθεί τα 4/5 των ανδρών του λόχου. Το γεγονός εντασσόταν στα πλαίσια της φανατικής αντίστασης που έπρεπε να προβληθεί, έστω και χωρίς ουσιαστικό, πρακτικό αντίκρισμα.
Σοβιετικό πυροβολικό εν δράσει
Η 9η Γερμανική Στρατιά, ηττημένη και καταπονημένη, η οποία τηρούσε το ενώπιον του Βερολίνου μέτωπο, στις 16 Απριλίου, δεν ήταν σε θέση να κρατήσει πλέον τις θέσεις της.
Ο διοικητής της ομάδα στρατιών του Βιστούλα, στην οποία εντασσόταν η στρατιά, στρατηγός Χαϊνρίτσι, επικοινώνησε επίσης με τον Κρεμπς ζητώντας του να πείσει τον Χίτλερ να εγκρίνει την υποχώρηση της στρατιάς σε νέες θέσεις εγγύτερα του Βερολίνου.
Στο διάστημα μεταξύ 20 και 23 Απριλίου πραγματοποιήθηκαν 20 πτήσεις από το πολιορκημένο Βερολίνο προς την ελεύθερη Γερμανία. Με ένα από τα αεροσκάφη μεταφέρονταν η γκαρνταρόμπα της Εύα Μπράουν, της υπέροχα έξυπνης άριας , μετέπειτα συζύγου του Χίτλερ.
Δυστυχώς για αυτήν, το αεροσκάφος κατέπεσε. Αγωνιώντας για την τύχη της γκαρνταρόμπας της η Εύα , έγραψε στην αδερφή της Γκρετλ, την εξής απίστευτη επιστολή : « Έφτασε ο Άρντ (υπηρέτης του Χίτλερ που ταξίδευε με το μοιραίο αεροσκάφος) με την επιστολή μου και τις βαλίτσες μου ; Εδώ ακούσαμε ότι το αεροσκάφος καθυστέρησε.
Ελπίζω ο Δρ. Μορέλλ (γιατρός του Χίτλερ, ο οποίος ταξίδευε με άλλο αεροσκάφος) να φτάσει σε εσάς ασφαλής με τα κοσμήματα μου. Θα ήταν πραγματικά τρομερό αν χανόταν»!
Ο ΧΙΤΛΕΡ ΧΑΝΕΙ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ
Στη μεσημεριανή σύσκεψη της 22ας Απριλίου, ο Χίτλερ έχασε κάθε έλεγχο της κατάστασης. Για μερικά λεπτά παράμεινε σιωπηλός, μετά σύρθηκε αργά και σωριάστηκε με θόρυβο στην καρέκλα του. Μόλις είχε ενημερωθεί ότι ο Στάινερ δεν είχε ακόμα κινηθεί και οι Σοβιετικοί είχαν διασπάσει στον Βορρά τον περιμετρικό αμυντικό δακτύλιο. Για πρώτη φορά δήλωσε ανοικτά ότι ο πόλεμος είχε χαθεί. Ο Κάιτελ, ο Γιόντλ, ο Κρεμπς και ο Μπούργκντορφ συγκλονίστηκαν. Το πρόσωπό του Χίτλερ ήταν κάτασπρο σαν κιμωλία, ωστόσο συνέχισε τον μονόλογο του. θα προτιμούσε, είπε, αντί να πέσει στα χέρια των Ρώσων, να αυτοκτονούσε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Οι στρατηγοί του δοκίμασαν να τον πείσουν πάλι να φύγει για το Μπέρχτεσγκάντεν, αλλά εκείνος είχε πάρει ήδη την απόφασή του: θα παρέμενε για να διευθύνει την άμυνα της κυκλωμένης πρωτεύουσας. Διέταξε τον Κάιτελ τον Γιοντλ και τον Μπόρμαν να φύγουν προς τον Νότο, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν. Όποιος ήθελε όμως μπορούσε να εγκαταλείψει το καταφύγιο, ανάμεσά τους και οι γυναίκες. Τέλος ζήτησε από όλους να εγκαταλείψουν το δωμάτιο και να τον αφήσουν μόνο.
Για τον Ρόχους Μις η 22α Απριλίου ήταν σημαδιακή. Όταν οι στρατηγοί βγήκαν έξω εξαντλημένοι, οι υπασπιστές έτρεξαν να μάθουν νέα. Εκείνη τη στιγμή τηλεφώνησε ο Διοικητής της Προσωπικής Φρουράς του Χίτλερ, Φραντς Σέντλε στον Μις: «Σε λίγες ώρες θα πετάξει ένα αεροπλάνο για τον Νότο. Αν ενδιαφέρεστε μπορώ να κρατήσω μια θέση για την γυναίκα σας». Ο τηλεφωνητής του Χίτλερ δεν περίμενε περισσότερο. Άφησε ένα συνάδελφο στο τηλεφωνικό κέντρο και με ένα αυτοκίνητο πήγε στο Ρούντοβ. Οι δρόμοι της πρωτεύουσας ήταν άδειοι και στο Ρούντοβ δεν βρήκε κανένα. Ο Μις υπέθεσε πως η γυναίκα του Γκέρντα και η μόλις ενός έτους κόρη του Μπριγκίτα, θα βρίσκονταν στο καταφύγιο της συνοικίας. Όταν τις βρήκε στοιβαγμένες με τους άλλους πολίτες, ανακουφίστηκε. Λίγα λεπτά αργότερα απογοητεύθηκε. Η Γκέρντα αρνήθηκε να τον ακολουθήσει, η μικρή Μπριγκίτε είχε υψηλό πυρετό και έπρεπε να την φροντίσει. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να αφήσει τους γονείς της στο Βερολίνο μόνους. Παρόλες τις απεγνωσμένες εκκλήσεις του Μις στη γυναίκα του, η Γκέρντα παρέμεινε αμετάπειστη. Απογοητευμένος ο Μις θα επέστρεφε μόνος στο κατφύγιο και θα ενημέρωνε τον διοικητή του : «Η οικογένειά μου θα μείνει στο Βερολίνο». Ο Σέντλε δεν ρώτησε περισσότερα, ήταν απασχολημένος με την προετοιμασία της λίστας των επιβατών του αεροπλάνου. Στη θέση της Γκέρντας Μις, θα ταξίδευε ένας από τους αγαπημένους υπηρέτες του Χίτλερ, ο Βίλυ Άρντ.
Στο μεταξύ ο Χίτλερ είχε βγει από το δωμάτιό του και ζήτησε από τον ταγματάρχη Όττο Γκούνσε να φέρει τον ανώτερο υπασπιστή του, συνταγματάρχη Γιούλιους Σάουμπ. Ο Σάουμπ είχε αντικλείδι για το χρηματοφυλάκιο του γραφείου του και μαζί καταπιάστηκαν να ξεδιαλέξουν τα ιδιωτικά έγγραφα που είχε μέσα. Μερικά απ’ αυτά ο Χίτλερ τα κράτησε και τα εμπιστεύθηκε στον Σάουμπ. Τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν στον κήπο της Καγκελαρίας από τον Σάουμπ και δυό υπηρέτες και κάηκαν σε κλίβανο αποτέφρωσης. Όταν ο Σάουμπ επέστρεψε βρήκε τον Χίτλερ να χαϊδεύει το Walther πιστόλι που είχε πάρει από το χρηματοφυλάκιο μαζί με τα χαρτιά. Ο Σάουμπ αποχώρησε νοιώθοντας ασυναίσθητα πως ίσως είχε φτάσει η στιγμή της αυτοκτονίας του Χίτλερ.
Την 22α Απριλίου θυμάται και η Traudl Junge πολύ έντονα: «Οι πόρτες στον χώρο συνεδριάσεων του Χίτλερ είναι κλειστές. Μέσα γίνεται μια έντονη συζήτηση. Η συνάδελφός μου κυρία Κρίστιαν, η γραμματέας του Μάρτιν Μπόρμαν δεσποινίς Κρούγκερ κι εγώ καθόμαστε στην κουζίνα του διαιτολόγου του Χίτλερ και πίνουμε δυνατό καφέ. Μιλάμε περί ανέμων και υδάτων για να ξεπεράσουμε τον φόβο που μας έχει κυριεύσει. Η καθεμιά προσπαθεί ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση με τον δικό της τρόπο. Καμιά δεν σκέφτεται το μεσημεριανό φαγητό, παρόλο που θα έπρεπε να έχουμε φάει εδώ και μια ώρα. Η αγωνία οδηγεί ξανά τα βήματα μας μέχρι την αίθουσα συνεδριάσεων. Ακούμε φωνές. Ο Χίτλερ φωνάζει, αλλά δεν καταλαβαίνουμε τι λέει. Ο Μάρτιν Μπόρμαν βγαίνει έξω αναστατωμένος και δίνει στην δεσποινίδα Κρούγκερ κάποιες σελίδες, με την εντολή να τις δακτυλογραφήσει αμέσως. Για ένα λεπτό, τώρα που ανοίγει η πόρτα, βλέπουμε τις στολές των αξιωματικών που είναι σκυμμένοι πάνω από τον χάρτη του Βερολίνου. Η σύσκεψη μοιάζει να είναι σε αδιέξοδο.
Ο Χίτλερ ήταν τώρα πεπεισμένος για την ήττα του. Λίγες μέρες νωρίτερα (2 Απριλίου), είχε προβλέψει: «Εάν τελικά είμαστε καταδικασμένοι να νικηθούμε σε αυτόν τον πόλεμο, η ήττα μας θα αποβεί ολοσχερής. Οι εχθροί μας έχουν διακηρύξει τους στόχους τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην επιτρέπεται να διατηρούμε ψευδαισθήσεις σχετικά με τους σκοπούς τους. Εβραίοι, μπολσεβίκοι, καθώς και η αγέλη από τα τσακάλια που τους ακολουθούν, γαβγίζοντας στα ίχνη τους, γνωρίζουμε ότι κανένας δεν θα καταθέσει τα όπλα προτού καταστρέψουν και εξοντώσουν ολοσχερώς την Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, πριν την καταντήσουν ένα αξιοθρήνητο σωρό ερειπίων. Σε μια ανελέητη σύγκρουση σαν αυτή που τώρα διανύουμε, σε ένα πόλεμο κατά τον οποίο δυο διαμετρικά αντίθετες κοσμοθεωρίες συγκρούονται μεταξύ τους, η λύση είναι δυνατό να δοθεί μόνο με την πλήρη καταστροφή είτε της μιας είτε της άλλης πλευράς. Πρόκειται για ένα αγώνα ο οποίος πρέπει να ενταθεί, εξ αμφοτέρων των πλευρών, έως ότου εξαντληθούν ολοκληρωτικά. Από την πλευρά μας γνωρίζουμε ότι θα αγωνιστούμε μέχρι να πετύχουμε την τελική νίκη ή μέχρι να απολεσθεί και η τελευταία ρανίδα του αίματός μας».
Ακόμα κι εκείνες τις μέρες της θλίψης όμως, ένα από τα αρχικά χαρακτηριστικά του Χίτλερ έμεινε, ωστόσο, αμετάβλητο: η περιβόητη επίδραση του βλέμματος του. κάποιος υπασπιστής του, που τον είδε λίγες μόνο μέρες πριν αυτοκτονήσει, περιέγραψε στους ανακριτές του μετά τον πόλεμο ότι παρόλο που έμοιαζε «άρρωστος, καταπονημένος, γερασμένος… μόνο στα μάτια του υπήρχε μια απερίγραπτη λάμψη… και το βλέμμα του ήταν αλλόκοτα διαπεραστικό».
Εκείνη την Κυριακή, 22 Απριλίου, λίγο πριν από την μεσημεριανή σύσκεψη, ο Χίτλερ όρισε επίσημα την κυβερνητική περιοχή, που περιελάμβανε την Καγκελαρία του Ράιχ και το καταφύγιο, υπό την ηγεσία του υποστράτηγου Βίλχεμ Μόνκε. Ο τριαντάχρονος Μόνκε ήταν ο τελευταίος διοικητής της επίλεκτης φρουράς του Χίτλερ. Γνωρίζονταν από το 1933 και ο Χίτλερ του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Τα λόγια του Χίτλερ αποτυπώθηκαν στο μυαλό του σκληροτράχηλου υποστράτηγου: «Στρατηγέ Μόνκε, είσαι ένας επαγγελματίας στρατιώτης και ήδη φέρεις την μεγαλύτερη διάκριση που μπορεί να κερδίσει ένας Γερμανός στρατιώτης στο πεδίο της μάχης (το Σταυρό του Ιππότη). Η ζωή μου τώρα είναι στα χέρια σου. Γνωριζόμαστε από το 1933. Ως στρατιώτης προς στρατιώτη, έχω να σου ζητήσω ένα τελευταίο πράγμα καθώς σου δίνω την διοίκηση του Τσιταντέλε…». Ο Χίτλερ συνέχισε με σταθερή φωνή: «Ειλικρινά ήλπιζα να καταφέρω να παραμείνω ζωντανός και μέσα στο Βερολίνο τουλάχιστον μέχρι τις 5 Μαΐου. Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι. Παρόλα αυτά, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να διακινδυνέψω να με συλλάβουν ζωντανό. Μόλις καταλάβεις ότι η στρατιωτική κατάσταση είναι τέτοια που δεν θα μπορέσεις ν’ αντέξεις πάνω από εικοσιτέσσερις ώρες, πρέπει να μου το αναφέρεις αμέσως, αυτοπροσώπως. Θα υποστώ τις συνέπειες. Είναι μια προσωπική παράκληση. Ταυτόχρονα, είναι μια διαταγή».
Ο Μόνκε που πάντα ήταν ολιγόλογος, χαιρέτησε στρατιωτικά και στάθηκε προσοχή. Ο Χίτλερ του έδωσε το χέρι και ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Ο Μόνκε θα έδινε με αξιοπρέπεια την τελευταία μάχη για την υπεράσπιση της γερμανικής πρωτεύουσας. Με τους εναπομείναντες 2000 βετεράνους άντρες του, οχυρώθηκε στην πλατεία Πότσνταμ. Στο μεταξύ ο Γιόντλ είπε στον Χίτλερ ότι η 12η στρατιά του στρατηγού Βενκ θα μπορούσε να σταματήσει να μάχεται τους Αμερικάνους και να κατευθυνθεί σε βοήθεια του Βερολίνου. Ο Χίτλερ αναθάρρησε. Αμέσως διέταξε τον στρατάρχη να συντονίσει τις κινήσεις τις 12ης με την 9η Στρατιά, η οποία προσπαθούσε να διασπάσει την περικύκλωσή της. Ο Κάιτελ εγκατέλειψε το κρησφύγετο του Χίτλερ έχοντας μαζί του σάντουιτς, σοκολάτες και μισό μπουκάλι κονιάκ. Κατευθύνθηκε νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας αποφεύγοντας με πολύ τύχη τα Σοβιετικά άρματα. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 23ης Απριλίου έφτασε στο στρατηγείο του Βενκ. Ο τελευταίος άκουσε θλιμμένα τις εκκλήσεις του Κάιτελ για την ανάγκη να σωθεί ο Χίτλερ, ωστόσο περισσότερο τον ενδιέφερε ν’ ανοίξει ένα διάδρομο από τον ποταμό Έλβα μέχρι το Βερολίνο για να επιτρέψει στους άμαχους και τους στρατιώτες να διαφύγουν.
Στις 23 Απριλίου ο ραδιοφωνικός σταθμός της Πράγας, που ήταν ακόμη σε Γερμανικά χέρια, υποστήριζε ότι η απόφαση του Χίτλερ να παραμείνει στην πρωτεύουσα του Ράιχ, έδωσε μια «Ευρωπαϊκή σημασία στη μάχη». Το τελευταίο λίγη σημασία είχε για τους έγκλειστους στο «fuhrerbunker». Οι Σοβιετικοί είχαν ήδη απλωθεί στις παρυφές του Βερολίνου και το πρωί εκείνης της Δευτέρας, τηλεφώνησε στο καταφύγιο ο στρατηγός Χέλμουτ Βάϊντλινγκ, διοικητής του LVI Σώματος Τεθωρακισμένων. Ο στρατηγός Κρέμπς στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής του απάντησε ότι είχε καταδικαστεί σε θάνατο από τον Χίτλερ για «δειλία και ανικανότητα». Θορυβημένος ο Βάϊντλινγκ και επιδεικνύοντας εκπληκτικό θάρρος, παρουσιάστηκε το ίδιο απόγευμα στον Χίτλερ. Αυτός εντυπωσιάστηκε τόσο από κείνον ώστε αποφάσισε να του αναθέσει τη διοίκηση της άμυνας του Βερολίνου. Το απόγευμα εκείνης της Δευτέρας έφτασε και ο Σπέερ στο Βερολίνο. Το σημαντικότερο κίνητρο για να επιστρέψει ήταν ο αποχαιρετισμός του με τον Αδόλφο Χίτλερ. Όπως παραδέχτηκε αργότερα ο ίδιος: «Είχα φύγει από το πάρτι των γενεθλίων του μόλις τρεις μέρες πριν, όπως και οι περισσότεροι υπουργοί, χωρίς ούτε μία χειραψία, ούτε ένα τυπικό αντίο. Όλοι μας απλώς εξαφανιστήκαμε. Ήταν βάρος στη συνείδηση μου και ήθελα να επανορθώσω».
Ο Σπέερ πέταξε με ένα αεροπλάνο μέχρι το Γκάτοβ κι από κει με ένα μικρότερο Fieseler Storch προσγειώθηκε στην Πύλη του Βρανδεμβούργου. Καθώς έμπαινε λίγη ώρα αργότερα στην Καγκελαρία του Ράιχ, ο Σπέερ παρατήρησε τις ζημιές που είχαν προκληθεί από τους Σοβιετικούς βομβαρδισμούς. Λίγο αργότερα συνάντησε τον Γκαίμπελς. Ο τελευταίος με λόγια που δεν σήκωναν αντίρρηση, του είπε ότι τόσο η Μάγδα όσο κι ο ίδιος ήταν αποφασισμένοι να δώσουν ένα τέλος στη ζωή τους σε εκείνη την ιστορική πόλη. Ο Σπέερ εντυπωσιάστηκε από την ψυχραιμία του μικρόσωμου Ρηνανού, αφού δεν φαινόταν τίποτα που να έδειχνε ότι ο άνθρωπος εκείνος σε λίγα εικοσιτετράωρα θα αυτοκτονούσε. Όταν ο Σπέερ θέλησε να δει την Μάγδα, ένας γιατρός των SS του είπε ότι η κυρία Γκαίμπελς ήταν στο κρεβάτι αδύναμη, καθώς υπέφερε από την καρδιά της. Ο Σπέερ επέμενε να την δει για λίγο επειδή θα αναχωρούσε από το Βερολίνο. Ήταν η τελευταία τους φορά. «Θα επιθυμούσα να της μιλήσω προσωπικά, αλλά ο Γκαίμπελς περίμενε ανυπόμονα στον προθάλαμο. Η Μάγδα ήταν ξαπλωμένη σε ένα απλό κρεβάτι, χλωμή κι απρόσωπη, φαινόταν ότι υπέφερε από την σκέψη ότι πλησίαζε η ώρα του βίαιου θανάτου των παιδιών της. Μιλούσε σιγά, σχεδόν ξεψυχισμένα. Ο Γκαίμπελς ήταν δίπλα μου, έτσι αναγκαστικά το αντικείμενο της συνομιλίας περιορίστηκε γύρω από την κατάσταση της υγείας της. Μόνο στο τέλος της κουβέντας μας αποτυπώθηκε αυτό που πραγματικά ένοιωθε: «Πόσο ευτυχισμένη είμαι…», είπε, «… που τουλάχιστον ο Χάραλντ θα μείνει στη ζωή». Ήμουν κι εγώ αμήχανος και δεν βρήκα καθόλου λέξεις να εκφραστώ, αλλά τι μπορούσε κάποιος να πει σε μια τέτοια περίσταση; Αποχαιρετιστήκαμε σιωπηλοί».
Αργά το βράδυ η Εύα Μπράουν παρακάλεσε τον Μις να ενημερώσει τον Σπέερ που βρισκόταν στο Ανώτερο Καταφύγιο, πως ήθελε να τον δει. Οι δυό τους διατηρούσαν πάντοτε μια ζεστή φιλική σχέση και γνώριζαν πως ήταν η τελευταία τους φορά. Εκείνη την νύχτα σκοτώθηκε ο πεθερός του λοχία Ρόχους Μις. Ένα Σοβιετικό βλήμα τον σκότωσε ακαριαία λίγο πιο έξω από την πόρτα του σπιτιού του.
ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
Ένας Βερολινέζος, ο Κλάους Φούρμαν, περιέγραψε στο ημερολόγιό του την ατμόσφαιρα τρόμου που είχε απλωθεί στην Γερμανική πρωτεύουσα: «Ο πανικός είχε κορυφωθεί στην πόλη. Ορδές στρατιωτών που βρίσκονταν στο Βερολίνο λιποτακτούσαν και πυροβολούνταν επί τόπου ή απαγχονίζονταν στο πιο κοντινό δέντρο. Λίγοι απ’ αυτούς κρέμονταν από ένα δέντρο αρκετά κοντά στο σπίτι μας, φορώντας μόνο τα εσώρουχά τους. Στο στήθος τους υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε : «Προδώσαμε τον Φύρερ». Οι Λυκάνθρωποι κόλλαγαν στα σπίτια χαρτιά με την ανακοίνωση : «Παλιοδειλοί και ηττοπαθείς, τους έχουμε όλους στις λίστες μας!». Οι Ες Ες πήγαιναν σε υπόγειους σταθμούς, διάλεγαν ανάμεσα στα πλήθη που είχαν καταφύγει εκεί, λίγους άντρες που δεν τους άρεσαν οι φάτσες τους και τους εκτελούσαν επί τόπου. Το μέτωπο ήταν λίγους δρόμους πιο πέρα. Στην απέναντι γωνιά του δρόμου, διαγώνια από το σπίτι μας είχε πάρει θέση η Waffen-SS Βαλωνίας. Αχαλίνωτοι, απελπισμένοι άνδρες που δεν είχαν τίποτα να χάσουν και που μάχονταν μέχρι και την τελευταία τους σφαίρα. Ένοπλοι νεαροί της Χιτλερικής Νεολαίας ήταν ξαπλωμένοι πλάι σε άνδρες του Λευκού Ρωσικού Στρατού του στρατηγού Βλασώφ.
Σοβιετικοί στρατιώτες παίρνουν θέση μπροστά από ένα φλεγόμενο κτίριο στην Frankfurter Allee σε φωτογραφία που τραβήχτηκε τον Μάιο του 1945 στο Βερολίνο |
Οι συνεχείς αεροπορικές επιθέσεις των τελευταίων μηνών είχαν καταρρακώσει το ηθικό μας, τώρα όμως που σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια μας οι πρώτες βόμβες, άρχισε να υποχωρεί η τρομερή αυτή πίεση. Η κατάσταση δεν μπορούσε να τραβήξει για πολύ ακόμα, ότι κι αν έκαναν η Waffen-SS της Βαλωνίας και της Γαλλίας ή η φανατική Χιτλερική Νεολαία με τα αντιαεροπορικά πυροβόλα τους των 2 εκ. Το τέλος πλησίαζε και το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να προσπαθήσουμε να επιβιώσουμε σε αυτή την τελική φάση.
Αυτό όμως δεν ήταν καθόλου απλό. Όλα είχαν εξαντληθεί. Το μοναδικό νερό που είχαμε στη διάθεσή μας, βρισκόταν στο κελάρι ενός σπιτιού μερικά τετράγωνα μακριά. Για να βρεις ψωμί έπρεπε να σταθείς σε μια ουρά πίσω από εκατοντάδες ανθρώπους, που παρουσίαζαν ένα αλλόκοτο θέαμα με τα ατσάλινα κράνη τους, έξω από τον φούρνο στις 3 π. μ.
Την τελευταία στιγμή οι μαγαζάτορες που είχαν συσσωρεύσει με ζήλο τα αποθέματά τους, μην ξέροντας για πόσο ακόμα θα τους επιτρεπόταν να τα διαθέτουν, άρχισαν τώρα να τα πουλούν. Πολύ αργά! Για ένα πακετάκι καφέ ή για ένα τέταρτο του κιλού λουκάνικα, χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Μια ομοβροντία από βόμβες μεγάλου διαμετρήματος έκαναν κομμάτια εκατοντάδες γυναίκες που περίμεναν στον χώρο της αγοράς. Νεκρές και τραυματισμένες μαζί φορτώθηκαν σε κάρα και μεταφέρθηκαν κάπου μακριά, οι γυναίκες που επέζησαν συνέχισαν να περιμένουν, υπομονετικές, παραιτημένες, σκυθρωπές μέχρι να τελειώσουν τα άθλια ψώνια τους. Κανένας δεν έπαιρνε πλέον στα σοβαρά τις επίσημες ανακοινώσεις της Βέρμαχτ, αν και ο Ραδιοφωνικός σταθμός Βερολίνου συνέχιζε να τις μεταδίδει μέχρι και τις 24 Απριλίου. Ένα μικρό φύλλο χαρτιού, η τελευταία εφημερίδα του Γκαιμπελικού τύπου, η Der Panzerbar, ανακοίνωσε το «ξήλωμα» του Γκαίρινγκ και η μεταφορά της έδρας της κυβέρνησης στο Φλάνσμπουργκ.
Σοβιετικά άρματα μάχης στα ερείπια του πάλαι ποτέ όμορφου Βερολίνου, τον Μάιο του 1945 |
Βγαίναμε από το υπόγειο για ολοένα μεγαλύτερα διαστήματα και συχνά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε αν ήταν μέρα ή νύχτα. Οι Ρώσοι πλησίαζαν, προχωρούσαν μέσα από τα υπόγεια τούνελ του σιδηροδρόμου, οπλισμένοι με φλογοβόλα, οι προκεχωρημένοι ακροβολιστές τους είχαν πάρει θέσεις αρκετά κοντά μας και τα βλήματά τους εξοστρακίζονταν απ’ τα απέναντι σπίτια. Εξαντλημένοι Γερμανοί στρατιώτες έμπαιναν μέσα και εκλιπαρούσαν για νερό. Ήταν ακόμα παιδιά στην ηλικία. Θυμάμαι κάποιον με χλωμό τρεμάμενο πρόσωπο που είπε: «θα τα καταφέρουμε, θα πάμε βορειοδυτικά». Οι πρώτες γυναίκες εγκατέλειπαν τα βόρεια τμήματα της πόλης και μερικές ζητούσαν κλαίγοντας καταφύγιο στο υπόγειό μας, λέγοντάς μας ότι οι Ρώσοι λεηλατούσαν όλα τα σπίτια απάγοντας τους άντρες και βιάζοντας όλες τις γυναίκες και τα κορίτσια».
Λίγο μετά την άφιξη της οικογένειας Γκαίμπελς αναχώρησαν για το Μπερχεσγκάντεν σαράντα περίπου έγκλειστοι του Καταφυγίου. Ανάμεσά τους ήταν και οι δυό γραμματείς του Χίτλερ, Γιοχάνα Βόλφ και Κρίστα Σρλεντερ, ο υπασπιστής του Ναυτικού στον Χίτλερ, ναύαρχος Καρλ Γιέσκο φον Πουτκάμερ, ο αδελφός του Μάρτιν Μπόρμαν, Άλμπερτ και άλλοι..
Οι αναχωρήσεις ξεκίνησαν με τη δύση του ήλιου και ολοκληρώθηκαν τα μεσάνυχτα. Ο προσωπικός πιλότος του Χίτλερ, Χανς Μπάουρ, διεύθυνε προσωπικά την όλη επιχείρηση έχοντας διαθέσιμα δέκα μεταγωγικά αεροπλάνα στο αεροδρόμιο Γκάτοβ. Τα περισσότερα ήταν φορτωμένα με προσωπικά είδη, φακέλους και αρχεία. Μέχρι τα μεσάνυχτα της Κυριακής 22ας Απριλίου εννιά από τα δέκα αεροπλάνα είχαν αναχωρήσει με επιτυχία για το Μόναχο.
Το τελευταίο όμως αεροπλάνο, ένα Ju – 352 που πιλοτάριζε ο βετεράνος επισμηναγός Φρίντριχ Γκούντφλινγκερ δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Συντρίφτηκε στο Μπόρνερσντορφ, ένα μικρό χωριό κοντά στη Δρέσδη και όλοι οι επιβάτες του εκτός από έναν, σκοτώθηκαν ακαριαία. Ο Χίτλερ ξέσπασε σε κλάματα όταν έμαθε πως σε εκείνο το αεροπλάνο είχε επιβιβαστεί ο λοχίας Βίλυ Άρντ, ένα εικοσάχρονο μέλος του προσωπικού και συχνά συνάδελφος του Μις στο τηλεφωνικό κέντρο του Καταφυγίου.
Ο θάνατος του Άρντ δεν ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο ο Χίτλερ αντέδρασε στα νέα με τόση αναστάτωση. Πάνω στο αεροσκάφος, υπήρχαν δέκα κιβώτια με όλα τα στενογραφημένα πρωτότυπα από τις Επιτραπέζιες Ομιλίες για τα έτη 1943 – 45. Σύμφωνα με τον Μις, ζύγιζαν τουλάχιστον μισό τόνο και προφανώς όλα αυτά τα έγγραφα κάηκαν ολοσχερώς. Πολύ αργότερα ανακαλύφθηκαν ορισμένα αποσπάσματα, λιγότερα από το 1/10 του αρχικού όγκου των Επιτραπέζιων Ομιλιών του Χίτλερ και των στρατηγών του και εκδόθηκαν μετά τον πόλεμο.
Μετά την αναχώρηση των σαράντα προσώπων του περιβάλλοντος του Χίτλερ, η τελευταία πράξη του δράματος στο Καταφύγιο, ήταν έτοιμη να ξεκινήσει. Καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, μια απόκοσμη σιωπή κάλυψε την τραγική πόλη που την διασπούσαν μόνο σποραδικές βολές των Σοβιετικών. Ένα πυκνό σάβανο καπνού έστεκε μετέωρο πάνω από το Βερολίνο και οι ψηλότερες άκρες του είχαν μια χρυσοκίτρινη απόχρωση από το φως που αντανακλούσαν οι φωτιές που έκαιγαν στα χαλάσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου