ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
1
Η πορνεία ζει και βασιλεύει εδώ και χιλιάδες χρόνια και οι ίδιες οι πόρνες έχουν περάσει από πολλά στάδια εκτίμησης ανά τους αιώνες. Άλλοτε εντελώς περιθωριοποιημένες, άλλοτε χαίρουν μεγάλης εκτίμησης και, φυσικά, ο καλύτερος τρόπος για να τα πληροφορηθούμε όλα αυτά είναι μέσα από την λογοτεχνία.
Ποιες ή τι, ήταν λοιπόν οι πόρνες; Τι ρόλο έπαιξαν στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, στην ανάπτυξη, στην δικαιοσύνη (κι ας μη γελάνε κάποιοι με αυτό), στην παγίωση των ανθρώπινων σχέσεων;
«Διαθέτουμε πόρνες για την απόλαυσή μας, παλλακίδες για να μας παρέχουν καθημερινή φροντίδα και συζύγους για να μας παρέχουν νόμιμα τέκνα και για να αποτελούν τους πιστούς φύλακες του οίκου μας», αναφέρει ο Ψευδοδημοσθένης τον 4ο ΠΧ αιώνα. Και ο Πλάτων αναφέρει τις «εταιρίστριες» στο «συμπόσιο» του.
Πόρνες λοιπόν, {πόρνη (από το πέρνημι = πωλώ, εκποιώ)}, από τις φτωχές δούλες στην αρχαία εποχή που η αμοιβή τους ήταν η επιβίωση και τίποτα άλλο, ρακένδυτες σκλάβες ή φτωχές γυναίκες που μετάδιδαν αρρώστιες, τις πλούσιες εταίρες (Λαΐς) και άλλες μορφωμένες συνοδούς, μέχρι κατασκόπους (Μάτα Χάρι) και κινηματογραφικές ηρωίδες («νύχτες της Καμπίρια»), από γυναίκες μεγάλων ανδρών (Ασπασία), μέχρι ερωμένες (;) ιερέων αλλά και σύντροφοι Ιερών προσώπων (Μαγδαληνή) .
Jean Béraud (1849-1935) La Madeleine chez le Pharisien, 1891 Huile sur toile, 95,5 x 127 cm Paris, musée d’Orsay © RMN-Grand Palais (musée d'Orsay) / Hervé Lewandowski
[1]
Η Μαρία Μαγδαληνή, που υποτίθεται ότι μετανόησε και έπλυνε τα πόδια του Χριστού
με μύρο, δεν υπήρξε ποτέ πόρνη, αλλά ήταν μια ευσεβής γυναίκα. Τη χαρακτήρισε
ιερόδουλη μισή χιλιετία μετά, ο Πάπας Γρηγόριος Α΄...
Διαβάστε όλο το άρθρο:
http://www.mixanitouxronou.gr/i-maria-magdalini-pou-ipotithete-oti-metanoise-ke-epline-ta-podia-tou-christou-me-miro-den-ipirxe-pote-pornialla-itan-mia-efsevis-gineka-tin-charaktirise-ierodouli-misi-chilietia-meta-o-papas-gr/
Βέβαια ο Χριστιανισμός προσπαθεί να συνδέσει την «αμαρτία» με την αγιότητα για να καταδείξει την προς όλους αγάπη του Θεού, βάζοντας όμως αυτόματα την πορνεία στα «καταραμένα επαγγέλματα», οι άνθρωποι (κατά βάση οι γυναίκες) που συνδέονταν με αυτήν … δακτυλοδεικτούμενοι και ρυπαροί.
Η πρώτη καταγραφή πόρνης, η πρώτη λογοτεχνική πόρνη δηλαδή, βρίσκεται στο τεσσάρων χιλιάδων Βαβυλωνιακό έπος Γκιλγκαμές.
Πρόκειται για μια κασιντού ή χαριμτού, ιερή πόρνη δηλαδή, η οποία στέλνεται σε έναν αγριάνθρωπο, τον Ενκίντου, για να τον σαγηνεύσει, πράγμα το οποίο και πετυχαίνει.
(Μαρία Μαγδαληνή : Τιτσιάνο 1531)
Μεγάλες εταίρες, κατέγραψε η ιστορία, επαγγελματίες που δημιούργησαν τα δικά τους κινήματα ή ακόμα κυβέρνησαν ολόκληρες χώρες. Και βέβαια η πρώτη που έρχεται στο μυαλό δεν είναι άλλη από την Ασπασία, την σύντροφο και στήριγμα του Περικλή.
Ίσως ακόμα και η «περίφημη» Θεοδώρα το πρόσωπο πίσω από το έργο του Ιουστινιανού. Η όμορφη Κύπρια εταίρα πολυτελείας, με τον αρκουδιάρη πατέρα που κατάφερε να γίνει αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Γυναίκα που ανέβηκε εκεί, στηριζόμενη στην ομορφιά της αλλά και την ευχάριστη και ανάλαφρη συντροφιά της.
Βέβαια στην αρχαία εποχή και δεν μιλάμε μόνο για τις «πολιτισμένες» χώρες, (Ελλάδα – Ρώμη κλπ), ο ρόλος της πόρνης ήταν απλά και μόνο η σωματική ικανοποίηση των αναγκών των ανδρών, γυναίκες σκλάβες συνήθως που εξαναγκάζονταν σε αυτό, χωρίς πληρωμή με μοναδικό κέρδος ότι θα μπορούσαν να ζήσουν για άλλη μια μέρα. Δυσνόητοι οι ρόλοι τους, (πόρνη δολοφόνησε τον Αττίλα!), αδιευκρίνιστες και οι συνθήκες διαβίωσής τους. Πάντως πολλές φορές κατηγορήθηκαν για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» - βαρύγδουπο αυτό – με την μετάδοση ασθενειών ή και με τη συμμετοχή τους στην αποκάλυψη διαφόρων κρατικών μυστικών εκμεταλλευόμενες τις υψηλές τους γνωριμίες.
Στην αρχαιοελληνική γραμματεία έχουμε πολλές αναφορές στις λεγόμενες εταίρες, οι οποίες μάλλον είχαν την εκτίμηση της κοινωνίας. Την καλύτερη πηγή πληροφόρησης για την εκπαίδευση των αρχαιοελληνίδων εταίρων, τη βρίσκουμε στους Εταιρικούς Διαλόγους του Λουκιανού. Είναι ένα κείμενο πολύ ενδιαφέρον και κατατοπιστικό. Από την εισαγωγή της συγκεκριμένης έκδοσης ας δούμε το παρακάτω διαφωτιστικό γλωσσάρι:
Εταίρα: κυριολεκτικά η σύντροφος. Θηλυκό του «εταίρος» (το οποίο προέρχεται από το έτης =οικείος)
Χαμαίτυπη: η εργαζόμενη σε χαμαιτυπείο, ασήμαντη γυναίκα – πόρνη.
Πανδοσία: η εις πάντας διδόμενη
Χαλίμα: η χαλιμάς, γυνή μεθύουσα. Από το ρήμα χαλάω = χαλαρώνω, λύω (πρβλ. χαλαρά ήθη)
Στεγίτης: η κοινή πόρνη (πρβλ. το σημερινό σπιτωμένη)
Περίπολις: η περί τας οδούς πλανώμενη, κοινή πόρνη του δρόμου.
Ιερόδουλος: κυριολεκτικώς σημαίνει δούλος ιερού, ναού. Ο όρος καθιερώθηκε επί των δημοσίων εταίρων στον ναό της Αφροδίτης στην Κόρινθο.
Προφανώς για να υπάρχουν τόσες λέξεις για το συγκεκριμένο επάγγελμα, ήταν αρκετά διαδεδομένο…
Στη σύγχρονη λογοτεχνία έχουμε φυσικά μια πληθώρα ηρωίδων αυτού του επαγγέλματος, άλλοτε σαν κεντρικές ηρωίδες του βιβλίου, άλλοτε σαν δευτερεύουσες φιγούρες.
Διασημότερη νομίζω είναι η Νανά του Ζολά.
Τροτέζες, «κορίτσια της χαράς» ή «πεταλούδες της νύχτας», όπως και αν τις αποκαλέσει κανείς, οι γαλλίδες πόρνες συντηρούν εδώ και αιώνες μια μυθολογία που ενέπνευσε λογοτέχνες σαν τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ και ζωγράφους σαν τον Του λούζ – Λοτρέκ. Όμως δεν παύει η πραγματικότητα να είναι πολύ σκληρή και να απέχει πολύ απ’ αυτήν την ειδυλλιακή εικόνα.
Henri de Toulouse Lautrec (1864-1901) Femme tirant son bas, 1894 Huile sur toile, 58 x 46 cm Paris, musée d’Orsay © RMN-Grand Palais (musée d'Orsay) / Hervé Lewandowski
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Προς αυτό το κόκκινο φανάρι κι αυτόν τον αδιάκριτο αριθμόΜέσα στην νύχτα των κάτω συνοικιών
Όπου οι νεαροί σοσιαλιστές μιλούν με ευχέρεια για ένα ζαλισμένο τύπο
Σ’ ένα βρωμερό ρινγκ, ανάμεσα σε τερπνά σκουπίδια
Είναι απαραίτητο, αν η μοίρα μας πρέπει να πραγματοποιηθεί
Σύμφωνα με τον έξυπνο ρυθμό που τα βιβλία μας της επιβάλλουν
Να αναζητήσουμε άλλα φώτα από εκείνα του Ηλίου και της Σελήνης
Βόρεια φώτα για διαμέρισμα καλά περιορισμένο.
Εκεί ανάμεσα στα κορίτσια ενός ευχάριστου διανοητικού εμπορίου
Με το παντελόνι γυρισμένο πάνω στις μεταξωτές κάλτσες
Θ’ ακούσουμε, με ευχαρίστηση που ανανεώνεται,
το μπάντζο που περνάει
και το βιολί του συντρόφου του να γεμίζουν την κόκκινη αίθουσα.
Ενός «οίκου» που δεν υπάρχει:
Ένας οίκος ευχαρίστησης τελείως φανταστικός
Αυτός που καθένας από μας έχει στο εύθραυστο κεφάλι του.
Και που μια ημέρα θα διαπιστώσουμε πλήρως τα τρομακτικά του αποτελέσματα.
«Pierre Mac Orlan, L’ Inflation sentimentale»
Ας ρίξουμε μια ματιά και στο βιβλίο της Laure Adler που έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως διεξοδικά με το θέμα:
«Χάβρη, 6 Ιουνίου 1874»
«Κυρία, έχω ακούσει να μιλούν για τον οίκο σας και, θέλοντας να έρθω σ’ εσάς, προσφέρομαι. Είμαι δεκαπεντέμισι ετών. Είμαι χαριτωμένη, με ωραία μαλλιά, όμορφα δόντια, καλοσχηματισμένη, με ολόλευκο δέρμα και χωρίς να έχω ούτε μια κηλίδα στο σώμα και αν θέλετε να στείλετε κάποιον από το ταχυδρομικό ατμόπλοιο του Μπορντώ για να πληροφορηθεί αν οι πληροφορίες που σας δίνω για μένα είναι ακριβείς. Δεν έχω ασπρόρουχα και χρειάζομαι 300 φράγκα προτού φύγω. Αν σας κάνω, αφού πάρετε τις πληροφορίες σας, στείλτε κάποιον για να με πάρει από το σπίτι μου και να με οδηγήσει στο δικό σας»
Επιδεικνύουν τη δύναμη του φύλου τους και ζουν αυτή την εξουσία σαν μια απόλαυση, μια διεύρυνση του εαυτού τους. Κάνουν να μοιάζει σαν να αποπλανούν ενώ πουλιούνται, αλλά και η πιο κολοσσιαία περιουσία δεν θα μπορέσει ποτέ να τις χορτάσει. Το χρήμα κυλάει στα χέρια τους – αδύνατον να τις ορίσει ή να τις ικανοποιήσει και ποτέ δεν θα έχουν αρκετά. Διαθέτουν το σώμα τους, την ομορφιά τους, τα νιάτα τους, την εμπειρία τους σαν κεφάλαιο – και η κρυμμένη αλλά βαθιά περιφρόνηση για τους εραστές πελάτες τους είναι το πιο αποτελεσματικό τους όπλο: Δεν αρκεί να πληρώσει κανείς για να μπορέσει να κατέχει. Αλλά πρέπει κατ’ αρχάς να πληρώσει. Να πληρώσει το ιδιαίτερο ξενοδοχείο, τις άμαξες, τα ρούχα, τις εσπερίδες. Ξοδεύουν, καταβροχθίζουν, καταστρέφουν – οι εταίρες αυτής της κλάσεως παραχωρούνται για λίγο ως βραβεία, μετακινούνται σαν μοιρασμένα έπαθλα ή σαν τρόπαια δανεικά προορισμένα να κοσμήσουν μια πατρογονική εταζέρα όσο διαρκεί η περίσταση, χωρίς ποτέ να τις παραλαμβάνει ένα τελικός νικητής. Επιδίδονται. Μόνο. Σε καμώματα, κυκλοθυμικές κρίσεις, καπρίτσια. Ποτέ δεν παραδίδονται, δεν αποδίδονται, δεν υποκύπτουν. Ανυπότακτες στον άνδρα τον οποίο έχουν ανάγκη ως οικονομική πηγή, παραμένουν ασύλληπτες. Προσφέρουν στους εραστές τους, το απρόσμενο, την ανισορροπία, την ανατροπή – καθοδηγούμενες από τα ένστικτά τους, προσφέρονται σε όποιον θέλουν, όταν το θέλουν.
Henri Gervex (1852-1929) Madame Valtesse de la Bigne, 1879 Huile sur toile, 205 x 120,2 cm Paris, musée d’Orsay © RMN-Grand Palais (musée d'Orsay) / Hervé Lewandowski
CAUSERIE
Vous etes un beau ciel d'automne, clair et rose!
Mais la tristesse en moi monte comme la mer,
Et laisse, en refluant, sur ma levre morose
Le souvenir cuisant de son limon amer.
- Ta main se glisse en vain sur mon sein qui se pame
Ce qu'elle cherche, amie, est un lieu saccage
Par la griffe et la dent feroce de la femme.
Ne cherchez plus mon coaur; les betes l'ont mange?
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
Είσαι όμορφη σα ρόδινο του φθινοπώρου δείλι!
μα η λύπη ως κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι αφήνει σαν πισωδρομά στ' αράθυμά μου χείλη,
της θύμησης της πιο πικρής τον κατασταλαγμό.
- Μάταια γλυστρά το χέρι σου στου στήθους μου τα ψύχη·
καλή μου, εκείνο που ζητάει ρημάδι εγίνη πια,
απ' της γυναίκας τ' άγριο το δόντι και το νύχι.
Μη την καρδιά μου ψάχνεις πια, τη φάγαν τα θεριά...
Laure Adler, «Η καθημερινή ζωή στους οίκους ανοχής της Γαλλίας (1830 – 1930)»
Constantin Guys (1802-1892) Hommes attablés en compagnie de femmes légèrement vêtues Recto, encre brune, lavis gris, plume, 19 x 26,5 cm Paris, Musée d’Orsay © RMN-Grand Palais (Musée d’Orsay) / Christian Jean
Ζαν Πωλ Σαρτρ – «Η αξιοσέβαστη πόρνη»
Η Αξιοσέβαστη Πόρνη είναι ένα σύντομο θεατρικό έργο του Jean-Paul Sartre γραμμένο το 1946. Παρουσιάζει την ιστορία μιας πόρνης, σε μια ανήσυχη περίοδο της αμερικανικής ιστορίας, μια εποχή έντονων φυλετικών διακρίσεων. Το μονόπρακτο πραγματεύεται την απώλεια της ελευθερίας μέσα σε έναν σκληρό κόσμο, ένα θέμα που κυριαρχεί στη λογοτεχνική σταδιοδρομία του Sartre.
Tolstoj Lev Nikolaevic
"Η Ανάσταση"
Ρωσία, τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Μια πόρνη, η Κατερίνα Μάσλοβα, κατηγορείται για φόνο. Στη δίκη της παρίσταται ως ένορκος ο πρίγκιπας Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Νεχλιούντοφ. Ήταν αυτός που, νεαρή ακόμη, την είχε αποπλανήσει και την είχε εγκαταλείψει έγκυο στο παιδί τους, τον μικρό Μίτιενκα. Η κατηγορούμενη καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Ο Νεχλιούντοφ, κατατρεγμένος από τις Ερινύες, ακολουθεί την Κατερίνα στην εξορία και στο μαρτύριό της.
Η τραγική ιστορία της Κατερίνας Μάσλοβα δίνει την ευκαιρία στον Τολστόι να εξαπολύσει τα φαρμακερά βέλη του με στόχο τους θλιβερά παρηκμασμένους θεσμούς – από την οικογένεια έως τη δικαιοσύνη – μιας Ρωσίας που καταρρέει στο λυκόφως του 19ου αιώνα.
Στην Ανάσταση κορυφώνονται και εκφράζονται οι ηθικοί στοχασμοί, οι πνευματικές ανησυχίες και οι πολιτικές ιδέες που καλλιέργησε ο Τολστόι προς το τέλος της ζωής του, όταν άρχισε να αναθεωρεί τη σχέση του με το κράτος, καταδίκασε το δεσποτισμό, την εξαθλίωση των φτωχών αγροτών και το φεουδαλισμό ως πυρήνα του τσαρικού καθεστώτος. Και παρότι εξακολουθούσε να θεωρεί τον εαυτό του χριστιανό, δε φοβήθηκε να στηλιτεύσει την υποκρισία της επίσημης Εκκλησίας.
Η Ανάσταση είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ένα αριστουργηματικό βιβλίο που στην εποχή του (1899) ξεπέρασε σε πωλήσεις το Πόλεμος και ειρήνη και την Άννα Καρένινα. Το τελευταίο σπουδαίο έργο του Λέοντα Τολστόι.
Ναστάσια Φιλίπποβνα (ΗΛΙΘΙΟΣ – ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ)
«Ένα περήφανο πρόσωπο, τρομερά περήφανο – να 'ναι άραγε καλή; Αχ αν είχε καλή καρδιά! Όλα θα ‘χαν σωθεί!».
Στον «Ηλίθιο» ο Ντοστογιέφσκι απεικονίζει στο πρόσωπο του πρίγκιπα Μίσκιν τον εξωκοσμικό, τον πραγματικά υπέροχο, τον απόλυτα καλό, σαν Χριστό, άνθρωπο. «Βεβαιώθηκα απόλυτα», του λέει ο γιατρός του, «πως είστε ένα παιδί, δηλαδή ολότελα παιδί». Που «πάει στους ανθρώπους κι ίσως – ίσως να μην ξέρει τίποτα, μα θα ‘ναι με όλους ευγενικός κι ειλικρινής, κι ας τον θεωρήσουν μικρό παιδί, ας τον θεωρήσουν ηλίθιο», έναν ηλίθιο που πιστεύει πως «η συμπόνια είναι ο κυριότερος και ίσως ο μοναδικός νόμος της ζωής της ανθρωπότητας» και πως «τον κόσμο θα τον σώσει η ομορφιά». Πλάι του, η αντιθετική μορφή του Ραγκόζιν – άξεστος, σκοτεινός, με χαμόγελο βάναυσο και βλέμμα σκληρό, παραδομένος στα δυνατά άρρωστα πάθη του. Δεν θα μιλήσω γι αυτούς. Ούτε για την απέχθεια του συγγραφέα για τη θανατική ποινή, για την πίστη του στην Ορθοδοξία και στη ρωσική ψυχή, για την παρουσίαση της διαφθοράς και της υποκρισίας της «υψηλής κοινωνίας», για την εντύπωση που του έκανε η «Αποκαθήλωση» του Χανς Χολμπάιν που «μπορεί να κάνει ένα άνθρωπο να χάσει την πίστη του», για τις φοβερές κρίσεις της επιληψίας του και για το κρίσιμο λεπτό πριν απ’ αυτές, όπου «ουκ έσται χρόνος».
Θα μιλήσω για τη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Το κορίτσι που στα δώδεκα του χρόνια χάνει την οικογένειά του, μεγαλώνει απομονωμένο διαβάζοντας σ’ ένα χωριάτικο σπίτι με μουσικά όργανα και πινέλα και μεταμορφώνεται σε μια πανέμορφη γυναίκα, με μόρφωση, ευφυΐα κι αγάπη για τη μουσική και το μπαλέτο, που της αρέσει η πολυτέλεια χωρίς να υποτάσσεται σ’ αυτήν, που θα ζωγράφιζε το Χριστό μονάχο του με πρόσωπο μελαγχολικό και την οποία ο άνθρωπος που είχε αναλάβει την ανατροφή της μεταχειρίζεται σαν παλλακίδα του. Μια γυναίκα «ασυνήθιστης ομορφιάς» – μια ομορφιά «εκτυφλωτική, ανυπόφορη, μια ομορφιά χλωμού προσώπου, με σχεδόν βουλιαγμένα μάγουλα και φλογισμένα μάτια, παράξενη ομορφιά!» Μια γυναίκα συνάμα υπεροπτική, «προσβλημένη κι ιδιόρρυθμη, που η περηφάνια της φτάνει σε τέτοιο βαθμό μανίας, που προτιμάει να δείξει μια φορά την περιφρόνησή της με την άρνηση, παρά να κατακτήσει άφταστα μεγαλεία». Μια βαθιά διχασμένη γυναίκα. «Λες κι υπήρχαν σ’ αυτό το πρόσωπο μια απέραντη περηφάνια και περιφρόνηση, σχεδόν μίσος, και ταυτόχρονα κάτι το εύπιστο, κάτι το καταπληκτικά απλόκαρδο».
Σ’ αυτό το πρόσωπο συναντιούνται κι ενώνονται παντοτινά οι μοίρες του Ραγκόζιν και του πρίγκηπα Μίσκιν.
Ο πρώτος την ποθεί, την διεκδικεί και την ακολουθεί σαν καταραμένος. Μπροστά της στέκεται «δειλά και σαστισμένα, χλωμιάζει κι η καρδιά του χτυπά δαιμονισμένα, λες κι έχει χάσει ολότελα τα λογικά του». Είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να είναι μαζί της, για να φωνάξει μια στιγμή: «Είναι δικιά μου! Όλα δικά μου! Ρήγισσα! Πάει, τέλειωσε!», την ικετεύει να τον παντρευτεί, της τάζει πως θα τ’ αλλάξει όλα, υπομένει κάθε ταπείνωση με μια αγάπη παθιασμένη κι απύθμενη που «δεν ξεχωρίζει απ’ το μίσος».
Για τον πρίγκηπα Μίσκιν, το πρόσωπο της Ναστάσιας Φιλίπποβνα αποκάλυπτε πόσο αυτή είχε υποφέρει, «είχε κάτι το βασανιστικό». Δεν του γεννούσε πόθο. «Αυτό το πρόσωπο γεννάει πόνο, σου αρπάζει και σου σφίγγει όλη την ψυχή σου». Γι αυτό και «δεν την αγαπούσε με έρωτα αλλά με οίκτο». Ήθελε να την προσέχει, να τη σώσει, να την αναστήσει. Στα όνειρά του την έβλεπε να τον κοιτάζει «με δάκρυα που λάμπανε στα μεγάλα ματόκλαδα» κι οι μέρες που πέρασε μαζί της προσπαθώντας «να διαλύσει το σκοτάδι της» ήταν «φριχτές». Γιατί εκτός από οίκτο, αναγνωρίζοντας τα συμπτώματα της τρέλας της, ο πρίγκιπας Μίσκιν ένιωθε γι αυτήν φρίκη. «Αν αγαπούσε μια γυναίκα περισσότερο από καθετί στον κόσμο και την έβλεπε ξαφνικά αυτή τη γυναίκα αλυσοδεμένη, πίσω απ’ σιδερένια κάγκελα, κάτω απ’ το μαστίγιο του φύλακα – τότε, μια τέτοια εντύπωση θα έμοιαζε αρκετά με κείνο που ένιωθε».
Η ίδια μοιρασμένη ανάμεσα στους δύο, ανάμεσα στα δύο εγώ της. Παραδίδεται σαν από πυρετό στο Ραγκόζιν, στα πιο ακατέργαστα ένστικτά της και στον εαυτό της που πιο πολύ σιχαίνεται. Κι αποζητεί τον πρίγκηπα Μίσκιν για να νιώσει και να γαληνέψει τους κραδασμούς και τα θραύσματα της ψυχής της, σαν κάποιον που ονειρευόταν μικρή, «καλόν, τίμιο, πονετικό και το ίδιο χαζούλη που θα ‘ρχόταν ξάφνου να της πει: Δεν φταίτε σεις, Ναστάσια Φιλίπποβνα, και γω σας αγαπώ». Εγκαταλείπει διαρκώς τον ένα για τον άλλο και ξαναγυρίζει κοντά τους. Στο Ραγκόζιν την έλκει η ταπείνωση, η τιμωρία, ο θάνατος. «Γι αυτό ακριβώς με παντρεύεται», θα πει ο ίδιος, «Με παντρεύεται επειδή περιμένει να την σφάξω». Από τον πρίγκηπα Μίσκιν φεύγει για να μην τον καταστρέψει. Την παραμονή του γάμου τους, την βρίσκει κλειδωμένη στην κρεβατοκάμαρα να κλαίει απελπισμένα και υστερικά. «Τι κάνω! Τι κάνω! Τι πάω να σου κάνω!», ξεφώνισε αγκαλιάζοντας του σπασμωδικά τα πόδια.
Κι οι τρεις, απόλυτα συνεπείς στις αντιφάσεις τους, πορεύονται συνειδητά, σαν να μην έχουν άλλη επιλογή, στο πιο σκληρό, στο πιο αληθινό, στο πιο δικό τους πεπρωμένο. Ο πρίγκηπας Μίσκιν αφήνει την Αγλαΐα Ιβάνοβνα, με την οποία είναι ερωτευμένος, όταν αντικρίζει «εκείνο το πρόσωπο που το σφράγιζε η απόγνωση και η τρέλα και το οποίο είχε διαπεράσει για πάντα την καρδιά του». «Είναι ποτέ δυνατό! Μα αυτή... είναι τόσο δυστυχισμένη!» θα ψιθυρίσει και θα μείνει «να χαϊδεύει το μικρό της κεφαλάκι και να σέρνει απαλά τα χέρια στα μάγουλά της, παρηγορώντας την και λέγοντας της να ησυχάσει σαν να ‘ταν μωρό». Κι αυτή, που πέρασε νύχτες παραφροσύνης τρέμοντας πως ο Ραγκόζιν θα τη σκοτώσει, «χλωμή σαν πεθαμένη» του Ραγκόζιν το βλέμμα θα ξεχωρίσει μες στο πλήθος και θα τρέξει σαν τρελή κοντά του φωνάζοντας του «Σώσε με!». Κι αυτός θα βυθίσει ένα μικρό μαχαίρι ίσα κάτω απ’ τ’ αριστερό της στήθος, ίσα στην καρδιά.
«- Ραγκόζιν! Πού είναι η Ναστάσια Φιλίπποβνα;» ψιθύρισε ξάφνου ο πρίγκηπας. «- Να μην τους αφήσουμε να μας την πάρουν.» «-Όχι, όχι, για τίποτα στον κόσμο! Όχι, όχι, όχι!». Τους βρήκαν μαζί, το Ραγκόζιν «πού και πού να μουρμουρίζει δυνατά, απότομα, ασυνάρτητα, να ξεφωνίζει και να γελάει», και τον πρίγκιπα Μίσκιν «να απλώνει το χέρι του τρεμάμενο και να αγγίζει και να χαϊδεύει απαλά το κεφάλι του», ο ένας να τραβά για τα κάτεργα της Σιβηρίας κι ο άλλος να χάνεται οριστικά στην απέραντη θλίψη.
Εκείνη κείτεται «πίσω απ’ την κουρτίνα που δεν ακούγεται το παραμικρό θρόισμα, η παραμικρή ανάσα, κάτω από το άσπρο σεντόνι». Πανέμορφη και περήφανη, ζητιάνα της αγάπης κι ακατάδεκτη, δειλή κι ανήμπορη να αγαπήσει, πεισματικά αναποφάσιστη κι αμετάκλητα διχασμένη, ολότελα μόνη, έχοντας προδώσει μια για πάντα την ψυχή της.
Ίσως, λέω, αν συναντούσε στο ίδιο πρόσωπο το φως και το σκοτάδι, αν μπορούσε να το αναγνωρίσει, αν το άντεχε... Ίσως όλα να ‘χαν σωθεί. Ίσως κι όχι.
(Τα αποσπάσματα στο κείμενο είναι σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου από τις εκδόσεις Γκοβόστη )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου