ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ο Σάββας ο Καθοπούλης δεν είχε κόρη παρά μόνο τρεις γιούς. Δυό απ’ αυτούς ήταν μεγάλοι και ο Μανολιός του ήταν το μικρό του, έτσι «μικρό» τον αποκαλούσε, γιατί του τον χάρισε ο Θεός αργά. Και ο Μανόλης ήταν έξη ή επτά χρονών όταν τον Σάββα τον χτύπησε η μηχανή. Ακόμα θυμόταν ο «μικρός», όταν φέρανε τον πατέρα του χτυπημένο. Πήγε να πεθάνει από το κλάμα. Κι εκείνος και η μάνα του και από τότε πόνεσε τον πατέρα, κόλλησε πάνω του και προσπαθούσε πάντα να τον ικανοποιεί σε κάθε του «θέλω».
Ο αρραβώνας έγινε θέμα στο νησί. Κι αυτό γιατί το δαχτυλίδι δεν το έβαλαν στο σπίτι της νύφης, όπως ήταν το έθιμο, αλλά στο σπίτι του γαμπρού. Ο Μανόλης που λάτρευε τον πατέρα του και τον ήθελε μαζί του σε αυτή του την μεγάλη χαρά, αλλά δεν ήθελε να τον ταλαιπωρήσει στην κατάστασή του, ούτε να τον κάνει να νοιώσει άσχημα σέρνοντάς τον ανήμπορο στους δρόμους, άλλαξε το έθιμο! Έτσι ξεκίνησε με το φουσάτο του και τα πλούσια δώρα, αλλά χωρίς την μάνα και τον πατέρα του, πήγε στο σπίτι της νύφης, έγιναν εκεί οι χαιρετισμοί και τα καλορίζικα και, αμέσως μετά, πήγαν όλοι μαζί στο σπίτι του γαμπρού, όπου εκεί ο καπετάν Σάββας και η καπετάνισσα τους περίμεναν με τα καλά τους, στη μεγάλη σάλα του σπιτιού κι εκεί έβαλαν τις χρυσές τους βέρες και αντάλλαξαν τα δώρα.
Όταν τελείωσαν τα δώρα, τα κεράσματα και τα τραπεζώματα, ο καπετάν Σάββας αγκάλιασε την Ευτέρπη, την «κορούλα» του, όπως την έλεγε τώρα και ζήτησε από τον γιό του να την συνοδέψει στο σπίτι της και να συνεχιστεί εκεί το γλέντι. « Εγώ είμαι λίγο κουρασμένος και θα σας αφήσω», είπε. Και ξερόβηξε δυνατά, για να μη πάρουν είδηση το κόμπιασμά του.
Βέβαια το γεγονός διαδόθηκε την άλλη μέρα παντού στο νησί. Οι κουτσομπόλες, τα τοπικά πρακτορεία ειδήσεων δηλαδή, είχαν φροντίσει γι αυτό. Βούιζε ο τόπος, όλοι κάτι έλεγαν, οι επόμενοι πρόσθεταν και πρόσθεταν κι έτσι έφτασε το γεγονός να μεγαλώσει τόσο που γινόταν, αντί για χαρά, κατακριτέο γεγονός.
«Τα ‘μαθες αρή; Ο αρραβώνας στο σπίτι του Μανόλη. Άκου πράγματα, φωτιά θα ρίξει να μας κάψει…», φώναζαν οι Τσουκαλαήνες34, που είχαν φτάσει τα πενήντα και δεν είχαν ακόμα γνωρίσει χάδι άντρα στη ζωή τους.
«Αμ, έτσι είναι! Έτσι χαλνά ο κόσμος μαθές! Και τι παίρνει δηλαδή; Μια ποντικομαμμή που κυλιόταν με τον ένα και τον άλλο στις κουμούλες, πέρα στο λιμάνι», συμπλήρωναν οι κόρες του Βεργή του γυμνασιάρχη που ακόμα και ο ήλιος πρόσεχε να μην πέσει πάνω τους.
«Κι είδες τα βζα της; Τα ένα πιο μεγάλο απ’ το άλλο. Σαν … σαν άρρωστη ‘γελάδα…» και ξεσπούσαν σε γέλια, ικανοποιημένες με την χολή που ξέρναγαν.
Η Καλοτίνα, μέσα της χαιρόταν για τους δυό νέους που άρχισαν, κατά πως όλα έδειχναν, την νέα τους ζωή. Και την Ευτέρπη αγαπούσε, αλλά και τον Μανολιό τον συμπαθούσε, γιατί ήταν ένα νέο, ωραίο, σοβαρό παιδί που δεν φοβόταν την δουλειά. Μέσα της, τους ευχήθηκε τα καλύτερα. Ένοιωσε ένα πήδημα στην καρδιά και κάθισε στον μεγάλο καναπέ να πάρει μια ανάσα. Ήταν μόνη της και ανησύχησε σαν ένοιωσε μια αστάθεια, τα πόδια της αλλού τα ήθελε και αλλού πήγαιναν, ζαλάδα και μια θολούρα στα μάτια. Πήρε την στάμνα και έβαλε λίγο νερό να πιεί. Έπλυνε και το πρόσωπο, αλλά η ζάλη δεν έλεγε να την αφήσει. Με προσπάθεια στηρίχτηκε στο περβάζι του παράθυρου και κοίταξε λίγο θολά, τον δρόμο, τον δικό της δρόμο. Έσφιξε τα δόντια και τότε άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει και στο κατώφλι της αντίκρισε την μάνα της φορτωμένη με ψωμί από τον ξυλόφουρνο. Η μυρωδιά του ψωμιού την έκανε να συνέλθει προς στιγμή και ανακάλυψε ότι το στομάχι της γουργούριζε. Και οι άλλοι δεν είχαν έρθει ακόμα για φαγητό. Ούτε καν η Νικολέτα η ο Μέμος.
Προσπάθησε να βοηθήσει τη μάνα της με τα βάρη και ανακάλυψε ότι μπορούσε να περπατήσει καλά. Σταυροκοπήθηκε: «Πάει, πέρασε… από την πείνα θα ήταν μάλλον…», σκέφτηκε. Έβαλε τα πράγματα στη θέση τους και έκοψε μια γωνιά από το καρβέλι. Μοσχομύριζε τόσο που έκανε την Κυράννα να χαμογελάσει με την όρεξη της κόρης της. Ακούστηκαν τα βήματα που στάθηκαν στην πόρτα και ο πατέρας της έκανε την εμφάνισή του, με το καπελάκι του στο χέρι, το μπαστούνι στο άλλο και τα αιώνια γυαλιά του στα μάτια λες και ήταν καρφωμένα στο πρόσωπο. Η Καλοτίνα πολλές φορές είχε αναρωτηθεί, πώς μπορούσε να δει, τόσο μαύρα που ήταν.
Έστρωσε το τραπέζι σαν μαζεύτηκαν όλοι. Η Νικολέτα τους μίλαγε συνέχεια για το ραφτάδικο που δούλευε, για την μοδίστρα που έκανε τόσο ωραία φορέματα και τα Ιταλικά μεταξωτά για το χατίρι της Θάλειας της Λησγάρενας, που το έφερε ο άντρας της από την Βεγγάζη πέρυσι και σκεφτόταν όλο τον χρόνο τι να το κάνει. Κι όσο μίλαγε η Νικολέτα, τόσο γέλαγε η μάνα της, για το προκομμένο κορίτσι που έκανε.
«Με τέτοια χέρια πλιό, να δεις άντρα που θα σου λάχει μαθές…», της είπε βάζοντας με το χέρι δυό ντολμαδάκια μαζεμένα στο στόμα.
«Σφουγγαράς να μην είναι μάνα… σφουγγαράς να μην είναι…», της απάντησε εκείνη.
«Πως τα μιλάς έτσι μαθές; Τι πάει να πει, να μην είναι μηχανικός; Αυτοί είναι άνθρωποι που βγάζουσι λεφτά… κι αν είναι τέτοιος … βασίλισσα θα σ’ έχει. Ζωή και κότα θα περάσεις μαζί του…», σταμάτησε ξαφνικά να τρώει, γύρισε το βλέμμα σε όλους γύρω της και μετά ξανακοίταξε την μικρή της κόρη, «… έξω και δεν μου λες κάτι. Έξω κι έχεις κανένα στο υπόψι. Είναι έτσι; Κάποιος σε κορτάρει;»
Η Νικολέτα δεν απάντησε αμέσως, παρά σκυμμένη στο πιάτο της με το ψάρι, δεν μπόρεσε να κρύψει το κοκκίνισμα στο πρόσωπο και τα δάχτυλα που χτυπούσαν ρυθμικά το τραπέζι. Η Κυράννα τώρα την κοίταγε χωρίς να μασάει κάτι (παράξενο αυτό για την «γεμάτη» μάνα) και περίμενε την απάντηση της κόρης της. Τα μάτια της πέταγαν φλόγες και η ανάσα της είχε γίνει βαθιά και απότομη.
«Όχι βρε μάνα, μη πάει το μυαλό σου εκεί. Απλά φοβούμι τους μηχανικούς. Αυτοί αγαπάνε πιότερο την θάλασσα και τον κίντυνο, παρά τη γυναίκα τους...»
Η Κυράννα ησύχασε, ή τουλάχιστον έδειξε ότι ησύχασε, άφησε τις μασέλες της να δουλέψουν κανονικά με τα φαγητά και έριξε μια τελευταία κλεφτή ματιά προς την κόρη της, σαν να ήθελε με το τελευταίο κοίταγμα, να βεβαιωθεί.
«Και πότε λέτε να γίνει η στέψη; Σύντομα;», έσπασε τη σιωπή η Καλοτίνα ρωτώντας όλους στο τραπέζι, χωρίς να κοιτάζει κανένα ιδιαίτερα. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακούστηκε κανενός η φωνή. Λες και όλοι σκέφτονταν την ερώτησή της. Η μάνα της ανέλαβε να εξηγήσει και να αναφέρει όλα όσα είχε ακούσει αυτές τις μέρες:
«Σύντομα μαθές. Σύντομα… ξέρω ότι ο Μανολιός ‘τοιμάζεται να στείλει τα ρούχα του και τα προικιά του στο σπίτι της νύφης μάλλο αυτή τη βδομάδα. Και αν δείτε το φουσάτο των στενών συγγενών του να καταφτάνουν, να ξέρετε ότι «το χαιρετός», θα είναι σύντομα. Κι αμέσως κατόπι… η στέψη. Μάλιστα εδώ στον Αι Νικόλα (έκανε τον σταυρό της…), μεγάλη η χάρη του, θα γενεί…»
Κανείς δεν βρήκε τίποτε να προσθέσει ή να διορθώσει την Κυράννα στα λόγια της. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν από τις γυναίκες που σήκωναν και πολλές αντιρρήσεις στα λεγόμενά τους. Μόνο τον Κλεάνθη λογάριαζε, επειδή εκείνος δεν λογάριαζε τίποτα, ακόμα και τον φοβόταν κι ας είχε αποδείξει τόσα χρόνια τι καλός γιός ήταν. Μα τώρα ο «μεγάλος» της δεν ήταν εδώ κι έτσι το πεδίο ήταν ελεύθερο. Μπορούσε να φέρεται όπως ήθελε και όσο σκληρά ήθελε σε όλους, συμπεριλαμβανομένου και του άντρα της, εκείνου του λεπτού και ευγενικού, χαμηλών τόνων κυρ Δημητρού, ο οποίος προτιμούσε να πάει για μεσημεριανό ύπνο, την «σιέστα» του, όπως την έλεγε, για να αποφύγει την γυναίκα του και την γλώσσα της.
Ο χτύπος στη πόρτα, τον έκανε να σταματήσει την στροφή που είχε αρχίσει να παίρνει προς το κρεβάτι του. Δυνατός, σαν κάποιος να χτύπαγε με τη μπουνιά το πορτόφυλλο, τόσο που νόμιζε κάποιος ότι θα άνοιγε από στιγμή σε στιγμή, χωρίς καμιά βοήθεια. Η Νικολέτα έτρεξε και τράβηξε τον σύρτη μη πέσει το ξύλο. Ο καπετάν Μικές μπήκε παραπατώντας.
«Ορέ Μιτσέ, ίντα κάνεις εκεί; Θα γκρεμίσεις μαθές τη θύρα; Τι τρέχει; Ίντα έγινε μαθές;»
Ο καπετάνιος κατέβηκε φουριόζος τα τρία μικρά σκαλιά της εισόδου και κυριολεκτικά «χύθηκε» πάνω στην πιο κοντινή καρέκλα μπροστά του. Όλοι τον κοιτούσαν με αγωνία και απορία. Ήξεραν ότι κάτι καλό δεν μπορούσε να βγει από κείνο το στόμα, όταν το σώμα έκανε έτσι…
«Ο Μιχάλης βρε… ο Χαλίκος … κακό μαντάτο…»
«Τι έγινε μωρέ…», ρώτησε ο κυρ Δημητρός με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια του. «… τι έπαθε μωρέ ο Μιχάλης; Λέγε βρε μπεκρούλιακα…»
«Απόθανε, ετούτο έπαθε. Τον έσκασε η Βαρβάρα κι αυτόν, έτσι λένε …»
«Ποιος το λέει μωρέ αυτούνο; Ποιανού κερατά λόγια είναι; Λέγε μωρέ και μη μας σκας…»
«Ήρθε το ποστάλι του Κουρούνη και είπε ο καπετάνιος ότι αυτά είναι λόγια του Υπουργείου. Πήραν, λέει ενημέρωση από το προξενείο κάτω… στη Μπεγγάζη και έχουμι δυό σκασμένους. Ο ένας είναι δικός μας, ο Μιχάλης ο Χαλίκος και ο άλλος ένα κοπέλι από την Σύμη. Πρώτη του βολά λέει κατέβαινε οργιές και έμεινε εκεί…»
«Χτυπημένοι μωρέ ή σκασμένοι;»
«Σκασμένοι κυρ Δημητρό, σκασμένοι. Πάλι θα κλάψει το νησί … και ο Μιχάλης ήταν και παλιός και μαγγιόρος , δεν το καταλαβαίνω. Λέγουσι πως θα τον φέρουνε μαθές, δεν θα τον παραχώσουσι στην Μπαρμπαριά. Εδώ στο νησί, να τον ψάλλει παπάς δικός μας…»
Η Καλοτίνα άκουγε τους άντρες που μιλούσαν και ασυναίσθητα, κοίταξε έξω από το παράθυρό της. Έβλεπε την ίδια καθημερινή κίνηση, τα ίδια άτομα να κάνουν τις ίδιες δουλειές.
«Το έμαθε κανείς άλλος αυτό καπετάνιε; Μα τι λέγω! Ο καπετάν Κουρούνης τώρα θα το έχει διαλαλήσει παντού. Απορώ που είναι ακόμη ψύχραιμοι όλοι τους!», είπε διακόπτοντας την συζήτηση του πατέρα της με τον καπετάν Μικέ.
«Όχι, δεν το διάδωσε ακόμη πολύ. Ήθελε να πάει να το πει ο ίδιος στην κυρά του πρώτα, να την συλλυπηθεί και μετά θα πήγαινε από του Κλεάνθη, να το βγάλει βούκινο. Εγώ το ήκουσα τυχαία και έτρεξα να σας το πω…»
Ο καπετάνιος και ο κυρ Δημητρός ήτανε παλιοί φίλοι. Περίπου της ίδιας ηλικίας, πέρασαν τα παιδικάτα τους μαζί στην Μικρά Ασία. Πετρουμιανός ήταν κι αυτός, ήρθαν στην Ελλάδα μαζί, στη Κάλυμνο, κατοίκησαν κοντά. Ο ένας στράφηκε στο εμπόριο, ο άλλος στη θάλασσα, αλλά πάντα αχώριστοι στη ζωή και στη διασκέδαση. Και τον καπετάνιο, τον είχε στεφανώσει με την Υπαπαντή ο κυρ Δημητρός. Ένωσαν και αίματά τους με συγγένεια, κάτι που πάντα επιθυμούσαν και οι δυό.
«Για πε μου τώρα τι έγινε, που έγινε και πάνω απ’ όλα… πως έγινε;». Η φωνή του κυρ Δημητρού ήταν τώρα τόσο σοβαρή που νόμιζες ότι ακουγόταν να έβγαινε από εξομολογητήριο. Η Καλοτίνα ξανακοίταξε έξω από το παράθυρο, πρόσεξε την Θεμελίνα που κουβαλούσε προζύμι και δάφνη, είδε τον Μιχάλη τον Μαρούκο με τον Νικήτα τον Κουκουβά, να είναι φορτωμένοι με μεγάλες καλαθούνες για καθετή και τον «φίλο» της τον γερό Νιανιό, ξυπόλυτο με τα «χτυπημένα» χταπόδια στο χέρι. Δεν θέλησε να γυρίσει το βλέμμα στον καπετάν Μικέ, όσο εκείνος θα έλεγε τα καθέκαστα για τον Μιχάλη τον Χαλίκο. Χωρίς να το καταλάβει, αντίκρισε τα μάτια της μάνας της και παρατήρησε ότι η σκληρή και αγέρωχη Κυράννα, είχε δάκρυα που προσπαθούσε όσο μπορούσε να τα κρύψει.
«Όταν έφυγε το Πάσχα ο Μιχαλιός, λέει ο καπετάν Κουρούνης, άφησε όλα του τα λεφτά στην κυρά να τα τιμονεύσει. Λέει ότι μόνο δυό – τρεις χρυσές είχε μαζί του και ζήταγε όλο και πιο πολλούς βούτθους από τον κολαουζέρη. Κι εκείνος ήταν μετά τον καπετάνιο ο υπεύθυνος για κουππάες35 και μηχανικούς… για όλους. Όμως πρώτα έπρεπε να προσέχει τους μηχανικούς, πρώτα δηλαδής αυτούς που κατεβαίνουν στο βυθό και μετά τους άλλους. Έπρεπε να βλέπει τις μπουρμπουλήθρες τους, να μετρά τα γράδα τους, πόσα νερά είναι κάτω, πόσα λεφτά πρέπει να τους κάνεις. Και ο Μιχάλης, λέει ο καπετάν Κουρούνης, ζητούσε όλο μόλα, γιατί είχε βρει σφουγγάρι καλό και είχε ανάγκη την μονέδα. Κι ο κολαουζέρης τον άφησε πάνω από μια. Όμως ήταν βαθιά και δεύτερη και τρίτη δεν του έπρεπε. Ο καπετάνιος δεν ήταν παρών, έτσι ειπώθηκε σαν το λιμεναρχείο έστειλε για ανάκριση γιατί ο Μιχάλης χτυπήθηκε και έσκασε. Λένε ότι ο κολαουζέρης δεν ήταν τόσο άξιος στη δουλειά του…»
«Ποιος ήταν ο κολαουζέρης; Καλύμνιος μαθές; Δικός μας;»
Ο καπετάν Μικές, ανασήκωσε τους ώμους και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο.
«Εν ξέρω μαθές. Λέγουσι πως είναι Πατηνιός, τον έχουνε από πέρυσι βοηθό και φέτο σαν πρώτο κολαούζο. Τι να είπω πλιο… όλα πήγασι στραβά, συμφωνημένα να το φάει η θάλασσα το παλικάρι. Για το άλλο το παιί το Συμιακό, εν έμαθα πολλά. Αλλά δυό βολές σε δυό μέρες… ε πάει πολύ. Κι ας είχαν αλλάξει κολαουζέρη. Αλλά νομίζω ότι ο μικρός έπαθε ‘νακοπή στο νερό μέσα. Δεν τον κράταγε η καρδιά ως φαίνεται…»
Η Νικολέτα είχε χλομιάσει και τα χέρια της τρέμανε σαν σταμάτησε την εξιστόρηση ο καπετάν Μικές. Γύρισε το βλέμμα στη μάνα της:
«Φέρνουσι μονέδες το λοιπό οι μηχανικοί ε; Άντες τώρα στη γυναίκα του να τα πεις μάνα. Να κρατήσει τις μονέδες να τον θυμάται τον Μιχάλη. Τι μου λες…»