Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

«Ακούτε τον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων δυνάμεων. Και τώρα ένα μουσικό πρόγραμμα…»
Το μικρό ραδιόφωνο με τα άσπρα κουμπιά, πάνω στο πράσινο ράφι με το διχτάκι και τους αστερίες σαν διακόσμηση, προσπαθούσε να διασκεδάσει τους θαμώνες του καφενέ, μέσα από μακρόσυρτα παράσιτα και εκνευριστικούς ραδιοφωνικούς θορύβους. Κάποια στιγμή ο Κλεάνθης προσπάθησε να «καθαρίσει» τον ήχο του γυρνώντας ότι κουμπί έβλεπε, αλλά αποδείχτηκε μάταιος κόπος. Στα τραπέζια είχαν μαζευτεί οι γνωστοί του θαμώνες, κάτι γέροι ναυτικοί που ίσως και να μην καταλάβαιναν την ηλικία τους, όλοι σχεδόν παλιοί σφουγγαράδες και κολαούζοι και οι περισσότεροι απ’ αυτούς κρατούσαν μπαστούνια ή πατερίτσες.
Έκαναν αρκετή φασαρίες και προσπαθούσαν όλοι να ακουστούν πάνω από τους άλλους, με αποτέλεσμα να ανεβάζουν συνεχώς όλο και πιο πολύ την ένταση της φωνής. Ο Κλεάνθης, χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη, πήγαινε καφέδες και τσίπουρα, από το ένα τραπέζι στο άλλο, έφτιαχνε μεζέδες και έκοβε ψωμί, με την βοήθεια του Τόλη του Φιάκα, ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού, που, δεν χρειαζόταν κάποιος να έχει δίπλωμα γιατρού, για να καταλάβει ότι το μυαλό του δεν λειτουργούσε στα σωστά του. Κάθε τόσο, σκόνταφτε και στα πόδια κάποιας καρέκλας, δίνοντας το έναυσμα για γέλιο στους παλιούς ναυτικούς και να του φωνάζουν περιπαιχτικά: «Σκαλούνι βρε Φιάκα. Εν τω γλέπεις μαθές;»
Σήμερα πάντως, υπήρχαν και δυό νέα πρόσωπα στο μαγαζί. Κάθονταν σε μια άκρη, κοντά στα τζάμια που έβλεπαν στο λιμάνι, δυό νεαροί, λεπτοί και καλοντυμένοι, μάλιστα ο ένας φόραγε και γραβάτα, μια  στενή μονόχρωμη γραβάτα πάνω σε ένα ταλαιπωρημένο λευκό ( ο Θεός να το κάνει λευκό ), πουκάμισο με μαλακό γιακά. Το κουστούμι του ήταν στενό και στους αγκώνες φθαρμένο, αλλά σε καλή, γενικώς, κατάσταση. Έπαιζε με ένα μολύβι, κάτι έγραφε στο επίσης ταλαιπωρημένο μπλε τετράδιο με τα γυριστά από την χρήση άκρα των φύλλων του και συνομιλούσε με τον φίλο του. Είχαν παραγγείλει καφέ «Τούρκικο» γλυκό, αλλά από το βλέμμα τους, καταλάβαινε κάποιος, ότι δεν τον απολάμβαναν. Τα μάτια τους έψαχναν κάτι άλλο. Όλο κοίταζαν τον Κλεάνθη, κάτι έλεγαν μεταξύ τους και ξαναγύρναγαν τα μάτια στον κάπελα.
Ο άντρας δεν άργησε να καταλάβει την πρόθεσή τους να του μιλήσουν και έτσι τους πλησίασε με ερωτηματικό ύφος. Όλοι μέσα στο μαγαζί, τους είχαν προσέξει και φυσικά όλοι καίγονταν από την επιθυμία να μάθουν «από πού κράταγε η σκούφια τους». Ο Κλεάνθης τους πλησίασε και τους ρώτησε αν ήθελαν κάτι άλλο. Προσκαλέστηκε στο τραπέζι τους, εκείνος κοίταξε τον Φιάκα και δέχτηκε. Μάλιστα έφερε και τον καφέ του, να τον αποτελειώσει εκεί. Του πρόσφεραν τσιγάρο, το άναψε και τους ρώτησε:
«Ξένοι; Πρώτη βολά στο νησί μας μαθές;»
Οι υπόλοιποι θαμώνες συνέχιζαν την συζήτησή τους, λίγο πιο χαμηλόφωνα τώρα, με τα μάτια στραμμένα με περιέργεια στο τραπέζι των «ξένων». Σε λίγο θα ήξεραν και μάλλον θα αδιαφορούσαν, συνεχίζοντας τα δικά τους.
Ο Κλεάνθης, με την απλοϊκότητα του νησιώτη, έμαθε ότι ήταν δημοσιογράφοι… ή κάτι τέτοιο τουλάχιστον και πως έγραφαν ένα κείμενο για μια Αθηναϊκή εφημερίδα. Είχαν έρθει με το «Μιαούλης» εψές και έψαχναν να μείνουν κάπου, αλλά και να γράψουν διάφορες θαλασσινές ιστορίες, αφού το θέμα τους ήταν: «Το κυνήγι του βυθού». Και που αλλού θα μπορούσαν να καταλάβουν το επάγγελμα αυτό, έξω από την Κάλυμνο, το νησί των σφουγγαράδων. Και που αλλού θα μπορούσαν να βρουν καλύτερη ευκαιρία για να ακούσουν ιστορίες, από τον «Βυθό», τον καφενέ του Κλεάνθη.
Τα νέα μεταδόθηκαν αστραπιαία σε όλο το μαγαζί, στα αυτιά όλων και στις καρδιές τους που αναπήδησαν αφού κατάλαβαν να πουν τις ιστορίες τους, να τις μάθει όλος ο κόσμος και πέρα στην άκρη της Ελλάδας, μακριά από το νησί τους. Να πουν τον πόνο τους, το παράπονό τους και τις αλήθειες του μόχθου.
Χωρίς να το καταλάβουν και οι ίδιοι πως, μαζεύτηκαν σχεδόν γύρω από το τραπέζι των ξένων. Ο Σκεύος ο Χατχηγιώργης, ο Γιαννιός ο Τριαντάφυλλος ο Ψαροφαομένος (γιατί τον παππού του, τον είχε φάει σκυλόψαρο στη βουτιά), ο Πέτρος ο Κουμάντας (τον έλεγαν Κουμάντα γιατί ήταν κολαουζέρης), ο Γιάννης ο Στεφανιδάκης ο Μάγκας, ο Λευτέρης ο Γκιννής ο Τσίφτης και  όλοι οι άλλοι, παλιοί και αλατοταϊσμένοι άνθρωποι της θάλασσας. Και φυσικά ο καθένας θέλησε να μιλήσει στους ξένους για τα δικά του. Να πει την ιστορία του. Οι δυό Αθηναίοι, κέρασαν τσίπουρο όλο το μαγαζί, κάτι που έγινε δεκτό με χαρά.
«Εσύ παππού…», ρώτησε αυτός με την γραβάτα, «… βουτηχτής ήσουν;», τον πιο κοντινό του γέρο.
Ο γέρο Γκιννής χαμογέλασε και ακούμπησε το πηγούνι του στην μπαστούνα που κρατούσε.
«Ναι γιέ μου. Και μηχανικός και καπετάνιος μετά. Απ’ όλα ήμουν…»
«Δηλαδή; Ξεκίνησε από βουτηχτής και μετά πήρες δικό σου σκάφος…», ρώτησε ο ίδιος νεαρός σημειώνοντας στο τετράδιό του
«Οχτώ χρόνων, ο πατέρας μου έσκασε με το σκάφανδρο…», άρχισε ο θαλασσόλυκος να λέει, «… και τον έχωσαν στην άμμο της Αφρικής. Κι εκεί μείνασι τα κόκκαλα του για πάντα. Σε ηλικία δώδεκα ετών, βλέποντας τις ανάγκες της οικογένειάς μου, που δεν είχαμε πατέρα να μας προστατέψει, μπήκα στα σφουγγαράδικα ως ναυτάκι. Έμαθα καλά τη δουλειά, μεγάλωσα κι έγινα δυνατός και όταν πήγα στο στρατό μετά πάλευα σαν παλαιστής, παίρνοντας κύπελλα. Σχεδόν όλα μου τα χρόνια δούλευα με τον θείο μου, της μάνας μου τον αδερφό, τον Παντελή τον Γκιννή. Ανέλαβα τη θέση του κουμάντου – κολαουζέρη και καπετάνιος στο ένα μηχανοκάικο του συγκροτήματος και εξελίχτηκα σαν ένας από τους καλύτερους στη δουλειά αυτή. Ήξερα τη θάλασσα, τα σημάδια του καιρού, με χάρτη και μπούσουλα, δεν έχανα ποτέ τον προορισμό μου, έπαιρνα μακρινές πορείες και πήγαινα πάντα ακριβώς, χωρίς να χάνω τη ρότα μου και τα έβγαζα πέρα, πρώτος καπετάνιος. Ιδίως γνώριζα άριστα τα σημάδια του βυθού, πως ν’ ανακαλύβω μέρη με πολλά σφουγγάρια. Από πάνω από το καΐκι να ανιχνεύω έως τριάντα οργιές, βλέποντας το χρώμα της θάλασσας, τους βράχους, τα φύκια. Με αυτό το σύστημα έστελνα τους δύτες μου στον βυθό με σιγουριά, ότι θα βγάλουν πολλά σφουγγάρια.
Ο καπετάνιος – ιδιοκτήτης, βρισκόταν στην μπρατσέρα με το πλήρωμα, επιβλέποντας την δουλειά, την επεξεργασία σφουγγαριών και κάθε βράδυ πηγαίνοντας εκεί του έδινα αναφορά τι σφουγγάρια βγάλαμε. Είχαμε και χρονιά που το συγκρότημα ήταν και εβδομήντα άτομα. Τα καΐκια ήταν μαγγιόρα και κάθε δεκαπέντε μέρες μονοιάζανε πολλά σφουγγάρια κι έκαναν πάνω στη μπρατσέρα λιάστρια24, οι άνθρωποι της κουβέρτας.
Για να βγάζουν οι δύτες πολλά σφουγγάρια αναγκαζόμουν να τους πιέζω κι αυτό για να ευχαριστήσω τον καπετάνιο, που εκείνος με τη σειρά του, αν οι άνθρωποι στο μηχανοκάικο δε βγάζανε σφουγγάρια, ξεσπούσε πάνω μου, θεωρώντας με υπεύθυνο. Έτσι, πολλές βολές τα πληρώματα τα έβαζαν με τα κουμάντα. Οι καπεταναίοι ήταν αυστηροί και σκληροί. Ο ένας πίεζε τον άλλο. Το μαγγιόρο μηχανοκάικο είχε δεκατέσσερις μηχανικούς, το μεζάρικο οκτώ. Κάθε χρόνο, τις περισσότερες βολές, φεύγαμε Μεγαλοβδόμαδο ή και Μεγάλο Σάββατο. Έσφαζα το αρνί, σταύρωνα με το σφουγγάρι, με το αίμα του την πόρτα του σπιτιού μου και φεύγαμε, αφήνοντας τέτοια Άγια Μέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά μας να κάνουσι Πάσχα μοναχοί τους κι εμείς πηγαίναμε στην Νερά και τη Τέλεντο, μονάχοι σαν εξόριστοι. Εκεί κάναμε Πάσχα. Οι καπεταναίοι όμως έκαναν Πάσχα στα σπίτια τους, μας εδίνασι βασιλική διαταγή να φύγουμε κι αυτό για να μη ζητούν λεφτά οι δύτες και τα πίνουν κρασί στις ταβέρνες. Τους δύτες, τους καθοδηγούσα στο βυθό, ανάλογα τις δυνάμεις και τις δυνατότητες του καθενός…»
Ακούστηκαν μερικές επιδοκιμασίες που βεβαίωναν την αλήθεια των λόγων του Κυρ Λευτέρη του Γκιννή και μερικές μουρμούρες από τους ανθρώπους που ήξεραν πολύ καλά το θέμα αυτό. Ο «Τσίφτης», έβηξε λίγο, καθάρισε το λαιμό του και συνέχισε:
«… κάθε βράδυ στη μπρατσέρα, όταν καθίζαμε να φάμε το μοναδικό γεύμα της ημέρας, ο καπετάν Γκιννής, ο θείος μου, ήταν μερακλής κι άρχιζε το τραγούδι. Τον Ντιρλαντά, το Γιαλέσα, εκείνος τραγουδούσαμε, εμείς χτυπούσαμε παλαμάκια στο ρυθμό και τραγουδούσαμε όλο το τσούρμο μαζί, με κέφι. Αυτό είχε επίδραση στη ψυχολογία όλων και απέδιδαν πολύ στη δουλειά τους, βγάνοντας πολλά σφουγγάρια. Ήταν δύσκολη, κουραστική δουλειά, αλλά μάθαμε αυτό τον τρόπο ζωής και μέχρι τώρα μαθές, φτιάχνω καβουρμά και τον τηγανίζω με τα αυγά και τον τρώω κι ενώ είμαι τόσο χρονών, δεν έχω ξεχάσει το συνήθειο ότι τρώγαμε το βράδυ και σήμερα μόλις βραδιάσει, όλη τη νύχτα μπαινοβγαίνω στη κουζίνα και τρώω. Μου έμεινε συνήθειο από την σφουγγαροδουλειά», και λέγοντας αυτό το τελευταίο γέλασε με την καρδιά τους μέχρι που τα μάτια του κοκκίνισαν και δάκρυσαν, όπως δάκρυσαν και των άλλων δίπλα του.
Σήκωσε το χέρι και με το ποτήρι γεμάτο ρακή, χαιρέτισε όλους. Και ήταν χαιρετισμός από καρδιάς.
«Άντε και πολύ νωρίς αρχίσαμε το πιοτί. Να δούμε που θα μας βγάλει σήμερα αυτό, να δούμε τι θα ακούσουμε από την Μαριώ το μεσημέρι…», συμπλήρωσε και το ήπιε μονορούφι με ένα τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω.
Ο νεαρός δημοσιογράφος, δεν σήκωσε το κεφάλι από το τετράδιό του. Σημείωνε με μανία με το μολύβι του το οποίο κάπου – κάπου το σάλιωνε και προσπαθούσε να θυμηθεί όλα τα ειπωμένα από το γέρο ναυτικό. Μόλις αντιλήφθηκε την φασαρία που ακουγόταν τώρα γύρω του, σήκωσε το κεφάλι έκπληκτος. Οι ναυτικοί είχαν γελαστά πρόσωπα, τα ποτήρια στο χέρι, μόνο ο Αθηναίος έπινε ακόμα καφέ και …
Βρέ ντιρλαντά, ντιρλανταντά, βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι
και πώς θα πάρουμε την Πόλη, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Από την πόλη την καλή ήρθε μια σκούνα με πανί.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά και δεν τελειώνει
βρε ντιρλαντά με ζαχαρώνει,
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, να το χαρώ που με κοιτά
Ω ντιρλαντά βρε λεβεντόνια, βρε και της Μπαρμπαριάς γλαρόνια.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά βρε και βραδιάζει
βρε κι η κουβέρτα αναστενάζει
Βρε και ο μάγερας φωνάζει, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι και πώς θα πάρουμε την Πόλη.

Από την πόλη την καλή, ήρθε μια σκούνα με πανί
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, αχ η Μαρία του Μηνά
Επάνω στ’ άσπρο της ποδάρι θα πάω να δέσω παλαμάρι.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά θα δέσω κόμπο
βρε στον λαιμό τους των αρχόντων
Να πέφτει ο κόμπος στο κοπάλι, στην Κατερίνα του τσαγκάρη
Βρε θα τη βάλω μες στην πλώρη και θα της κάμω γιο και κόρη.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά και σεις λεβέντες
βρε θα σας δώσω εγώ βιολέτες
Θα δώσω σ’ όλους από δύο βρε και του Γιώργη δε του δίνω
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντα ντα ντα, ντιρλανταντά
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά...
… ακούστηκε το τραγούδι από όλες τις γεροντικές και βραχνές φωνές του καφενέ. Ακόμα και ο Κλεάνθης, συγκινημένος είχε αρχίσει να τραγουδά, να σκουπίζει τα μάτια, κόκκινος από πιοτί και συγκίνηση, μπρος στα έκπληκτα μάτια και τα ανοιχτά (ηλιθίως ανοιχτά) στόματα των δυο Αθηναίων. Σηκώθηκε και πήρε το μπουκάλι με το τσίπουρο, πέρασε από κάθε τραπέζι και ξαναγέμισε τα ποτήρια. «Κερνάω παιδιά…», είπε με κομμένη την ανάσα. Φώναξε τον Φιάκα να μαζέψει τα φλιτζάνια του καφέ των δυό δημοσιογράφων και τους έβαλε, με το ζόρι σχεδόν, να πιούν το τσίπουρο του νησιού του. Ήθελαν δεν ήθελαν τα ανθρωπάκια, το κατέβασαν μονορούφι, βήχοντας στο τέλος από την κάψα του πιοτού.
Προσπάθησαν να μπουν στο κλίμα της παρέας, προσπάθησαν να τραγουδήσουν το επόμενο τραγούδι, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να επαναλαμβάνουν τις καταλήξεις και το ρεφρέν. Πάντως έδειχναν (το τσίπουρο;) να έχουν κι αυτοί το ίδιο κέφι με τους ναυτικούς:
E, γιάλεσα γιαλέσα,
αγάντα γιαλέσα
γιαλέσα ε, γιαλέσα,
αγάντα γιαλέσα
γιαλέσα βρε λεβέντες, σας κόψω γω βιολέντες
βρε όλων όπο ένα δύο
βρε της Μαρίκας δε της δίνω
γιαλέσα λεβεντόνια,
της Mπαρμπαριάς γλαρόνια
γιαλέσα ε, γιαλέσα,
Kόρη και νιός ’ρωτεύουνταν από το παραθύρι
ο νιός τση ζήτα το φιλί κι η κόρη δαχτυλίδι
γιαλέσα ε, γιαλέσα,
- Mήπως νομίζεις το φιλί πως καταγής κυλιέται;
Ασήμι ν-εζυγίζετο και μάλαμα πουλιέται.
Kι ο νιός από τη λύπη του στο σπίτι του πηγαίνει
γιαλέσα ε, γιαλέσα,
- Στρώσε μάνα την κλίνη μου κι ο γιούκας σου ποθαίνει.
- Tι μού ’χεις γιούκα μου και κλαις και βαριονεστενάζεις;
Γιατροί μπαίνουν, γιατροί βγαίνουν δε βρίσκουν την αιτία
κι ένα μικρό γιατρόπουλο από την Ελβετία
όσ' έπιασε το χέρι του...
γιαλέσα ε, γιαλέσα,
Έτσι έφτασε το μεσημέρι και ακόμα δεν είχαν μιλήσει οι άλλοι θαλασσόλυκοι καπεταναίοι και μηχανικοί. Και πόσο πολύ το ήθελαν! Ο Ψαροφαομένος ο Γιαννιός, σηκώθηκε όπως μπορούσε και άνοιξε τα χέρια σε σταυρό, προσπαθώντας να κάνει τους άλλους να σταματήσουν τα τραγούδια και τις χαρές. Σαν Ψαροφαομένος, ενέπνεε τον σεβασμό στους άλλους κι έτσι τα πνεύματα ησύχασαν και έγινε πάλι σιωπή στο μαγαζί. Πήρε το λόγο κοιτώντας τον δημοσιογράφο:
«Γράφεις το λοιπό γιέ μου για ιστορίες από τον βυθό; Λέγεις για τους μηχανικούς και το ψάρεμα του σφουγγαριού; Να σου πω το λοιπό κι εγώ μια ιστορία, όχι μόνο να την γράφεις στη ‘φημερίδα σου, αλλά να την λες στα εγγόνια σου, όταν κάμεις. Με λένε Γιάννη μα το παράνομά μου είναι Ψαροφαομένος. Τον παππού μου, τον έφαε το ψάρι όπως κατέβαινε στο βυθό. Πέρασε από το στόμα του καρχαρία και βρέθηκε στην κοιλιά του νοιώθοντας μεγάλη βράση, αλλά ευτυχώς τον ξέρασε και πέρασε με τα ποδάρια του πάλι από το στόμα του ψαριού. Αλλά τα σκουρόφερε, γιατί τα κοφτερά του δόντια και τα σπάραχνα καταξέσκισαν τις σάρκες του. όμως, ευτυχώς που η γάσα στο χέρι δεν κόπηκε, να φύγει η σκανταλόπετρα και μπόρεσαν να τον τραβήξουν γρήγορα απάνω, πριν τον φάει κανονικά το σκυλόψαρο. Στο νοσοκομείο της Αθήνας τον φώναξε ο βασιλιάς Γεώργιος στα ανάκτορα, του έδωσε χαρτί ότι είναι ο νέος Ιωνάς και του είπε να γυρίζει μ’ αυτό να τον βλέπουν με εισιτήριο. Θα ήμασταν πλούσιοι τώρα, αλλά οι παλαιοί είχαν φιλότιμο. «Περίγελο θα γίνω;» του είπε και δεν δέχτηκε. Ο παππούς μου είχε τρεις αδερφές λεύτερες, αταχτοποίητες. Αυτός ήθελε να παντρευτεί την παλιά25 μου. Του λέει η μάνα του: «Περίμενε να σάξουμε τις αερφές σου και μετά παντρέψου», όμως εκείνος απάντησε: «Άμα περιμένω τόσο καιρό, θα μου την πάρει άλλος» και την παντρεύτηκε παρά την θέληση των γονιών του και ειδικά της μάνας του. Εκείνη τον καταράστηκε: «Το ψάρι να σε φάει και να σε ξεράσει». Γι αυτό ευχή του γονιού αγόρασε και σε βουνό ανέβα. Η παλιά μου μετά έβαζε νερό και αλάτι και τα σκόρπιζε να διαλυθεί η κατάρα. Τον είδα όταν ήμουνα δεκατριών χρονών. Το σώμα του ήταν καταφαομένο». Σταμάτησε την αφήγησή του και σήκωσε το ποτήρι του προκαλώντας και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Κάτι σαν μνημόσυνο λάμβανε μέρος, αλλά αυτό συνέβαινε σχεδόν κάθε μέρα, μόνο που τώρα δεν αναμασούσαν τις ιστορίες τους μεταξύ τους. Κάποιος άγνωστος τις άκουγε, τις μάθαινε και μάλιστα θα τις διέδιδε σ’ όλο τον κόσμο. Και αυτό τους άρεσε. Ένοιωθαν ότι έφευγαν από τα στενά όρια του νησιού τους, από την θάλασσα που τους έπνιγε μέρα με την μέρα, ότι αν και η πολιτεία δεν τους θυμόταν, κάποιοι θα έβλεπαν τον πόνο τους και οι ψυχές των πεθαμένων αλλά και τα βάσανα των ζωντανών, θα έβρισκαν διέξοδο και αναγνώριση. Και πάνω απ’ όλα… έπρεπε να τα πουν, να τους θαυμάσουν οι άλλοι, να θαυμάσουν και οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Ο Γιάννης ο Μαγκλής ήταν παλιός σφουγγαράς και τα μάτια του είχαν δει τόσα πολλά, που αν τα έλεγε θα μπορούσε να μιλά για αιώνες. Τράβηξε την καρέκλα του, κάποιοι από σεβασμό έκαναν χώρο δίπλα στο τραπέζι των … δημοσιογράφων ή ότι άλλο ήταν αυτοί οι τύποι και σήκωσε το ποτήρι του με την ρακή, στο πρόσωπο σχεδόν του νεαρού με την γραβάτα. «Να είστε καλά παιάτσια μου που φροντίζετε να μάθει ο ντουνιάς τα καμώματά μας. Να είστε καλά και η πένα σας να βγάλει φωτιά και κύμα, να κάψει και να πνίξει όλους αυτούς τους … πως τους λέτε… καλαμαράδες στα υπουργεία στην Αθήνα, που έχουν ξεχάσει το νησί μας και τον μόχθο μας…». Ήπιε το πιοτί του χωρίς ανάσα και σκούπισε το στόμα και τα γένια με το χέρι.
«Να υποθέσω καπετάνιο, ότι κι εσύ σφουγγαράς ήσουνα ε;»
«Ναι, να το ‘ποθέσεις. Αλλά όχι καπετάνιος, μόνο μηχανικός. Αυτό που είπες … σφουγγαράς ή δύτης. Ξεκίνησα από δεκαοχτώ χρονώ σ’ αυτό το επάγγελμα με το σύστημα σκαντάλι, με καπετάνιο τον Μανώλη τη Ρούμα. Πήγα και με τον Μικέ, τον αδερφό του, τα Τοπάκια και τον Παρθένη από το χωριό και με τα αδέρφια τα Πετρουμιανά26, από δω από τον Αι Νικόλα. Εκείνα τα χρόνια ήταν τίμια, όλα καθαρά…», χτύπησε το ποτήρι στο τραπέζι και ο Κλεάνθης βιάστηκε να φωνάξει τον Φιάκα να φέρει καινούργιο μπουκάλι, «… ότι βγάζαμε τα μοιράζαμε ούλα, με μερδικό ήμασταν. Μετά πήγα με σκάφανδρο και μουτσούνα φερνέζ27. Κι έπαψε η ομόνοια σε αυτό το επάγγελμα. Μεταξύ όλων μας μπήκε η ζήλια, το κοντρέστο28, ποιος θα βγάλει περισσότερα να γενεί ο πιο μαγγιόρος. Έτσι άρχισαν οι θανάτοι και οι αναπηρίες.
Με περικεφαλαία πήγα με τον Σιδέρη τον Σκεύο. Πήγα και αυτόνομο με τις μποτίλιες με τον Γόνατο. Οι μποτίλιες είχαν διακόσιες ατμόσφαιρες αγέρα. Έπρεπε να έχεις τα μάτια δεκατέσσερα. Να ρουφάς πολύ το οξυγόνο μέσα. Εγώ κρατούσα την ανάσα μου και στα είκοσι μέτρα, έκαμα στο βυθό δυό και βάλε ώρες. Ότι και να σου τύχαινε έλεγχες μόνος σου τον εαυτό σου. Μια βολά στη βούτθα μου βλέπω στα σαράντα μέτρα άνθρωπο να μου γνέφει με τα χέρια με αγωνία. Φορούσε μουτσούνα φερνές και δεν του ερχόταν αγέρας από πάνω από το σωλήνα. Είχε πάθει ζημιά η μπόμπα που έστελνε τον αγέρα κάτω. Μέχρι να ανέβει στην επιφάνεια θα έσκαζε. Πάω κοντά του και του δίνω να αναπνεύσει οξυγόνο και αρχινώ ανεβαίνοντας και οι δυό, μια εγώ μια εκείνος και καταφέραμε να βγούμε στην επιφάνεια.
Η μηχανή με χτύπησε δυό βολές δυνατά. Τη μια με τον Γόνατο και τον αδερφό του στη Μπεγγάζη. Κατέβηκα και άργησα να βγω πάνω. Όταν ανέβηκα με είχε μαγκώσει η μηχανή. Ζαλίστηκα κι έπεσα χάμω. Με έβαλαν κάτω και έκαμα οξυγόνο και κάθε μέρα συνέχιζα ρηχά – ρηχά και συνήλθα. Άλλη μια βολά, παραμονή της Παναγιάς ξαναχτυπήθηκα αλλά σοβαρά, βαριά. Ήμουνα με τον Κουκουβά. Πήγαινα μαζί του τέσσερα χρόνια συνέχεια. Μου έκαναν οξυγόνο, αλλά το πρόβλημα συνέχιζε. Με βγάλανε με ένα ναύτη στην αμμουδιά, μου έκανε λάκκους στην άμμο και με έχωνε μέσα. Έτσι ανοίγανε τα αγγεία μου και κυκλοφόραε το αίμα. Μόνο το κεφάλι μου φαινότανε. Μου έκαμε και γυμναστική και τριψίματα με λάδι. Εκάτσαμε εκεί μόνοι μας δέκα μέρες και γίνηκα καλά και ξαναμπήκα στο καΐκι. Ο καπετάνιος είχε φοβηθεί και μου λέει, δίνοντάς μου το κλειδί του μπαούλου του: «Άνοιξε το μπαούλο μου, πιάσε το ναυτολόγιο σου και τριακόσιες λίρες, θα σε στείλω στη Κάλυμνο. Αφού τη γλίτωσες, φύγε, πάενε στα παιδιά σου». Εγώ διαμαρτυρήθηκα, ότι θέλω να μείνω μέχρι το τέλος του Σεπτάμβρη για να βγώ στη Ντέρνα, να ψωνίσω στα παιδιά και τη γυναίκα μου, αλλά ο καπετάνιος μου λέει: «Φύγε. Δώσε μου το κλειδί του μπαούλου σου κι εγώ θα στο γεμίσω και θα στο φέρω στη Κάλυμνο». Κι έτσι κι έγινε. Με πήγε στο προξενείο και με απόλυσε και πήγα αεροπορικώς Αθήνα και με καράβι Κάλυμνο. Κι όταν ήρθαν, μου έφερε στο σπίτι γεμάτο το μπαούλο μου και χάρεψα τα παιϊά μου και τη γυναίκα μου. Κάθε βράδυ μαζί με τη γυναίκα μου, περπατούσαμε από το χωριό, πηγαίναμε «μπροστά29» κι έγινα εντελώς καλά. Τώρα βέβαια με την αλλαγή του καιρού το πόδι μου νετινάζεται μόνο του. Άλλοι βέβαια σ’ αυτή τη δουλειά χάσανε τη ζωή τους…» έκανε τα σταυρό του και μετά δείχνοντας με το χέρι κάπου αόριστα προς το μέσα μέρος του καφενέ, «… ή μέινανε ανάπηροι.


Όταν βουτούσα κάτω στο βυθό, πολλές βολές έβλεπα νεκροκεφαλές. Οι Αιγινιώτες τους έβαζαν σε τσουβάλια με πέτρες και τους σαούρωναν στο βυθό τους νεκρούς τους. Εμείς τους θάβαμε στην άμμο. Μια βολά του Αι Γιαννιού, είκοσι εννέα Αυγούστου, ο καπετάνιος, επειδή ήταν η γιορτή μου, μου είπε να μη δουλέψω εκείνη την ημέρα και βγήκα στο Ασπρονήσι με τη βάρκα να ψαρέψω σκάρους. Και όπως βγήκα στο νησί για την ανάγκη μου, πήγα να πιάσω πέτρα να σκουπιστώ και ήταν κουφά. Όλο το μέρος ήταν τάφοι σφουγγαράδων. Τους χώνανε και φεύγανε πολλούς έφαγε αυτή η δουλειά. Φταίγανε και τα μυαλά μας που κάναμε του κεφαλιού μας και όλο φόρα, φόρα κολαούζο ζητούσαμε, όταν ο κολαουζέρης μας χτυπούσε να ανέβουμε απάνω. Εμείς για να πιάσουμε σφουγγάρια δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Εγώ σήκωνα μαζαρόλια30, ήμουν βαθύτης και μαγγιόρος, άλλοι όμως δεν αντέχανε και ο κολαουζέρης πρέπει να ξέρει τη δύναμη του καθενός και να μην παραβιάζει τις δυνατότητές τους. Γιατί ενώ κάποιοι δεν αντέχανε, τους έστελνε βαθύτερα κι έτσι την πάθαιναν.
Τώρα για την τροφοδοσία εμείς οι δύτες μια βολά το βράδυ τρώγαμε και πολλές βολές βρίσκαμε και ψωμούχες στην σκουτέλα31. Πεινούσαμε. Το λάδι που μας βάζανε στο φαί, λιγοστό. Οι καπεταναίοι ψωνίζανε ότι έλεγε το κοντράτο, αλλά αφήνανε τα περισσότερα στα σπίτια τους, να φάνε τα παιδιά τους και τα κόβανε από το μερδικό μας. Εγώ, βέβαια, κρατούσα μαζί μου δολάρια και τις σχόλες, όταν έβγαινα στη στεριά, ψούνιζα φαγιά, αλλά έβλεπα και τους άλλους που δεν είχαν και τους έδινα. Το νερό με τα αρμυρά και τον καβουρμά που τρώγαμε ‘νάβαμε. Μια βολά σηκώνομαι τη νύχτα να πιώ νερό από την βαρέλα. Μου λέει του καπετάνιου ο αδερφός: «Γιάννη διψώ, βάλε μου ένα κατσαρόλι νερό». Πιάνω το κατσαρόλι, κλέφτη το λέγανε, γιατί παίρνει νερό από την βαρέλα. Το γεμίζω και του το δίνω. Κι όπως το έπινε φωνάζει: «Τι είναι αυτό στο στόμα μου;».  Νάβει το τσακουμάκι και τι να δούμε; Ήταν τραμπουλιασμένος ποντικός.
Άλλη μια φορά βγήκαμε στον όρμο της Καρκούρας να πάρουμε νερό από ένα πηγάδι. Μόλις φτάνουμε βλέπουμε έναν Αράπη να ξεπλύνεται με τον κουβά πάνω από το πηγάδι και τις λέρες και τις βρωμιές του να ξαναμπαίνουν μέσα στο πηγάδι. Τι θέλαμε να κάνουμε; Περιμέναμε να φύγει και κάτσαμε μια μισή ώρα, να κατακάτσει η βρώμα, νεσύραμε νερό, γεμίσαμε τις βαρέλες και το πήραμε. Βρωμιά, ξεβρωμιά, τι να κάνουμε; Να κοριζάσουμε; Το ήπιαμε.
Πάνω στα καΐκια, άμα δουλεύαμε, όλα καλά. Άμα δεν βρίσκαμε σφουγγάρια, γκρινιάζαμε όλοι μας. Με τους καπεταναίους καλά τα πηγαίναμε. Τα κουμάντα ήταν παράξενοι, ήταν ρουφιάνοι του καπετάνιου.
Πάντως δουλεύαμε τόσους μήνες, αλλά λίγες φορές πήραμε ρέστα. Οι καπεταναίοι πουλούσαν δέκα τα σφουγγάρια λέγανε σε συνεννόηση με τους εμπόρους τα μισά και όπως δουλεύαμε με το σύστημα λίγες φορές παίρναμε ρέστα. Βέβαια κι εμείς ήμασταν ανοικοκύρευτοι. Με το να φοβούμαστε ότι μπορεί να σκάσουμε ή να πομείνουμε ανάπηροι, τους τελευταίους μήνες όλο χορούς, γλέντια και φιάκες ήμασταν. Και τα λεφτά που παίρναμε - γιατί–εγώ ήμουν μαγγιόρος και έπαιρνα καλά λεφτά – φεύγανε από δω κι από κει. Και τόσα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά δεν έκαμα ούτε ένα σπίτι. Όταν πήρα σύνταξη κι έφτιαξα στο Βαθύ ένα καφενείο και δούλευα τότε σαν καφετζής, να όπως ο Κλεάνθης καλή ώρα, τότε έφτιαξα σπίτι. Αυτή ήταν η ζωή μας σαν σφουγγαράδες».
Σταμάτησε τόσο απότομα να μιλάει λες και ήθελε να σταματήσει τις ανάμνησες που τώρα είχαν αρχίσει να τον βασανίζουν. Κάθισε αμίλητος παραπέρα από τους άλλους και φάνηκε να κλείνει τα μάτια για λίγο. Ίσως είχε κουραστεί. Ίσως να μελετούσε τους παλιούς του φίλους. Οι δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να τελειώσουν το γραπτό τους και δεν τον κοίταζαν. Μόνο ο Κλεάνθης τον πλησίασε και ο Γιάννης ο Μάγκας. Θέλησαν να τον κανακέψουν, καταλάβαιναν τι τράβαγε μέσα του ο άνθρωπος. Πριν τον ακουμπήσουν όμως τον άκουσαν να ψιθυρίζει:
«Σχώρα με βρε Σκεύο… καλή αντάμωση να ‘χουμε…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου