ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Το νησί είχε ησυχάσει, στους δρόμους δεν ακουγόταν ούτε ο παραμικρός ήχος, εκτός από τη μεριά του λιμανιού που, αχνά, μερικές φωνές και ήχοι μεταλλικοί σηκώνονταν δειλά στον αέρα. Η Καλοτίνα συνήθιζε να ξενυχτά, ο ύπνος δεν την έπιανε εύκολα και καθισμένη στη θέση της, μπορούσε να δει την αυλή, τον δρόμο και την πλατεία, μέχρι το μικρό λιμάνι του νησιού. Χαμογέλασε ένα μελαγχολικό χαμόγελο και σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα. Άνοιξε το ξύλινο ψυγείο πάγου και έβγαλε μια γαβάθα σκεπασμένη με άσπρο πετσετάκι. Ξεσκέπασε το σκεύος και το άρωμα από τα παγωμένα φραγκόσυκα απλώθηκε στον χώρο. Διάλεξε μερικά, έριξε πάνω τους και λίγη ρακί, προτιμήσεις είναι αυτές, κάθισε πάλι στη θέση της και απόλαυσε το φρούτο κλείνοντας τα μάτια με ηδονή.
«Όλα καλά, μόνο άντρα να είχαμε και τι άλλο πλιο στο κόσμο! Ας είναι όμως… έχω τη ‘γεια μου…»
Οι φωνές τώρα στο λιμάνι είχαν δυναμώσει και άρχισαν να ακούγονται και κάποιες μηχανές από «λάντζες17» να γουργουρίζουν κοντά στα βράχια του λιμενοβραχίονα. Γύρισε το βλέμμα στο πέλαγος κι αντίκρισε φώτα να στρίβουν από τα βράχια, από την μεριά του Σταυρού, από την μεριά των Θέρμων. Πρέπει να ήταν κοντά στα ξημερώματα και το «Μιαούλης», έφτανε από τον Πειραιά. Βουουου, ακούστηκε η σφυρίχτρα του να χαιρετάει το νησί. Μια καμπανούλα πάνω στο πλοίο ήχησε, κάποιες φωνές … «βίρα ρε…», διάφοροι καραβίσιοι ήχοι και πολλοί άνθρωποι μαζεμένοι στο κατάστρωμα να κοιτούν με λαίμαργο και συγκινημένο βλέμμα το νησί τους. Το πλοίο έριξε άγκυρα στα ανοικτά, όσο πιο κοντά μπορούσε στο φάρο του λιμανιού. Σφύριξε άλλη μία φορά.
Οι λάντζες μετά από λίγο άρχισαν την βραδινό τους ταξίδι. Πλησίασαν το καράβι στο πλευρό, εκεί που είχαν κατέβει οι ξύλινες σκάλες του. Η θάλασσα ήταν ήσυχη και δεν δυσκολεύτηκαν οι μούτσοι να τις συγκρατήσουν κοντά. Οι πρώτοι ταξιδιώτες άρχισαν να κατεβαίνουν προσεκτικά, άλλοι με βαλίτσες στο χέρι, άλλοι με τα μωρά τους αγκαλιά και να επιβιβάζονται. Με το που πάταγαν στο ξύλο της λάντζας, άκουγαν το καλωσόρισμα από τους καπεταναίους, αλλά έστω και για μια στιγμή το βλέμμα τους γύριζε στον σκούρο όγκο του νησιού, του νησιού τους, λες και δεν πίστευαν ότι είχαν φτάσει. Όλος ο καημός της επιστροφής έβγαινε από τα μάτια τους, σε πολλούς σαν δάκρυ και σε άλλους σαν αναστεναγμός. Οι ταξιδιώτες και οι ναυτικοί στις λάντζες ήταν σχεδόν όλοι γνωστοί, μικρό νησί η Κάλυμνος κι έτσι πολλοί αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν.
«Γεια σου Νικολή…», « …γεια σου βρε Μιτσέ…», « … Μαριώ καλώς ήρθες …», «… γεια σου Κατίνα…», «… ίντα κάνεις μαθές;», «… μα πλιο … η Κατερίνα είσαι;». Δεν μπορεί κανείς να περιγράψει τη χαρά της επιστροφής των ταξιδιωτών, τη λαχτάρα για τον τόπο τους, ανακατεμένα όλα με την αγρύπνια από το πολύωρο ταξίδι και την κούραση, πασπαλισμένα με αναμνήσεις και … κάτι άλλο, αυτό το κάτι, που μόνο οι Καλύμνιοι μπορούσαν να νοιώσουν!
Η Καλοτίνα ένοιωσε και τη δικιά της καρδιά να σκιρτά από χαρά. Έμπαινε στη θέση του κάθε ταξιδιώτη, αλλά και του καθένα που τον δεχόταν. Δεν άργησαν να ακουστούν τα καρότσια στο δρόμο που κουβαλούσαν πράγματα και ταξιδιώτες, με τους φλύαρους αχθοφόρους να μιλάνε ακατάπαυστα. Ακούστηκαν και πόρτες κοντά στο σπίτι ν’ ανοίγουν:
«Α Παναία μου … ο Στέφος … το παιί μου… α Παναία μου. Καλώς το μου, καλώς το μου… α Παναία μου. Αρη Γιαννούλα ααα … το παιί, αρή… ήρθε ο γιός μου… αρή σήκω. Καλώς τον γιόκα μου … χαρά που μούδωκες παιί μου….», οι φωνές έφταναν, αδιαφορώντας για το προχωρημένο της νύχτας, από το διπλανό σπίτι του κυρ Αντώνη του Γερακιού. Η Καλλιόπη είδε ξαφνικά τον γιό της, είχε πάνω από πέντε χρόνια να τον δει και παραλίγο να πάθει ανακοπή. Ευτυχώς που η ανύπαντρη αδερφή της η Γιαννούλα, που κι αυτή σαν γιό τον είχε, μπόρεσε αν και αγουροξυπνημένη να την συγκρατήσει. Μόνο τα δάκρυα των δυό τους δεν μπορούσε να σταματήσει.
«Μα χαρά παιάτσι μου που θα λάβει ο πατέρας σου! Μα το παιί μου, το αστέρι μου, που ήκανα χρόνους πολλούς να το θωρήσω. Μα γιόκα μου… παιί μου. Αγκάτθι στην καρδιά μου ήταν το φευγιό σου μαθές. Μα το παιί μου… αλλά ήταν κατεβασσά, το είδα ψες … το παιί μου κορίζαε να ιδεί το σπιτικό του, το τόπο του. Έτσι γιέ μου να βυζακώνεις στον τόπο σου. Μα το παιί μου…». Δεν ήξερε τι έλεγε. Μια στην αγκαλιά του Στέφου, μια στα χέρια της Γιαννούλας, έκλαιγε, φώναζε, ήθελε να μιλήσει μα δεν ήξερε τι να πει, σταυροκοπιόταν και φίλαγε τον γιό της, που υπέμενε μα καρτερία την υστερική συμπεριφορά της.
« Να στείλουμε τον Καβουκλή με την μηχανή στο Καντούνι να ‘δοποιήσει τον πατέρα σου… να έρθει. Αχ, γιατί δεν μας ‘δοποίαες τον ερχομό σου;»
Η Καλοτίνα τα άκουγε όλα αυτά και χαμογελούσε συμμετέχοντας στη χαρά των γειτόνων της. Κάτι όμως μέσα της την έτρωγε. Θα ήθελε πολύ και εκείνη να υποδεχτεί κάποιον, αλλά ποιόν; Δεν είχε κανένα ξενιτεμένο, ουσιαστικά δεν είχε κανένα απολύτως. Εκτός από τα αδέρφια της και τους γονείς…
«Δεν κοιμάσαι ή σε ξύπνησαν οι φωνές της Καλλιόπης;», άκουσε την φωνή του Κλεάνθη. «Πω πω… πως φωνάει μαθές. Ούλο τον κόσμο ξυπνάει. Θέλεις να φτιάσεις καφέ; Ξημερώνει σε λίγο και δεν νομίζω να μου κολλήσει άλλο ύπνος»
«Ναι, γιατί όχι. Θέλεις να φας και κάτι;»
Ο Κλεάνθης δεν απάντησε, παρά κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας και προσπάθησε να στρώσει τα μαλλιά του. Κοίταξε προς τη μεριά του σπιτιού του κυρ Γερακιού και χαμογέλασε.
«Καλώς τον δέχτηκε είπε. Άντε και μια χαρά στο μαράσι μας κι ένα χαμόγελο… αν ζήσει δηλαδή μέχρι το ξημέρωμα η Καλλιόπη»
«Ναι, να δούμε και μια χαρά επιτέλους. Όπως το μολόγησες Κλεάνθη μου»
Ο άντρας κάθισε στην καρέκλα κοντά της και ακούμπησε τους αγκώνες στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι. Έτριψε το πρόσωπό του όπως όταν πλένεται κάποιος και την κοίταξε από πίσω σαν ήταν σκυμμένη στο μικρό καμινέτο οινοπνεύματος.
«Τα ‘μαθες ε;»
«Τι να μάθω; Έγινε κάτι;»
«Ναι. Ο Στέφανος ο Πιζάνιας έστειλε προξένι στο σπίτι του Σάββα του Καθοπούλη και ζήτησε τον Μανόλη του Σάββα γαμπρό του, για την θυγατέρα του την Ευτέρπη. Τα μιλήσανε και τα συμφωνήσανε. Να δεις που αύριο – μεθαύριο θα ξεσπάσουν τα προξένεια»
«Τι λες! Πότε κιόλας; Έγινε η μπρόβα;»
«Έγινε την προηγούμενη Κυριακή στην αυλή της εκκλησίας κι έμαθα ότι οΠιζάνιας ήδωσε χωράφσια, περβόλια, σπίτι, στοίβη ίσαμε κειά πάνω … και πάνω από χίλιες χρυσές λίρες στο γαμπρό κι εκείνος ησύντασσε. Θα έχουμε αρραβωνιάσματα»
Η Καλοτίνα άκουγε τώρα χωρίς να μιλάει. Ο νους της πήγαινε σε εικόνες που φοβόταν ότι η ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ να τις ζήσει.
«Μα πως τόλμησε η κακόσοη η Μαριώ να στείλει προξένι για το γιό του καπετάν Σάββα», είπε στο τέλος δείχνοντας ένα πνίξιμο να την κυριεύει.
«Να δεχτεί αμέσως το προξένι, χωρίς μπρόβα και μιλήματα! Ηγάπαντη σου λέω. Την ήθελε τη νύφη το Μανολιό…»
Και ξαφνικά η Καλοτίνα σιώπησε λες και είχε δαγκώσει τη γλώσσα της. Ο αδερφός της δεν σήκωσε το κεφάλι να την κοιτάξει, παρά έμεινε σκυμμένος πάνω από το φλιτζάνι με τον καφέ. Είχε κρυώσει αλλά δεν τον ένοιαζε. Άναψε ένα τσιγάρο από τα στριφτά που έφτιαχνε κάθε απόγευμα, να περνάει η ώρα του και πέταξε το τσακμάκι στο τραπέζι δείχνοντας κάποιον εκνευρισμό. Έριξε τη ματιά του στις μεγάλες μπαούλες που κρύβονταν τα προικιά των αδερφάδων του και φάνηκε σαν να κούνησε το κεφάλι απογοητευμένος. Η αδερφή του σηκώθηκε, μάζεψε το μπρίκι και το έβαλε στο μεγάλο κουβά με το νερό. Θα το έπλενε αργότερα, τώρα δεν είχε όρεξη. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τον ήλιο να προβάλλει πάνω από το Βαθύ18. Μια άχλη κάλυπτε το φαλακρό βουνό απέναντι κι έφτανε μέχρι το μαράσι του Αϊ Στέφανου. Το «Μιαούλης» τώρα φαινόταν σαν μια μικρή άσπρη κουκκίδα μέσα στο πέλαγος, κοντά στην Κω. Δεν ξεχώριζε από τα κύματα που είχε σηκώσει ο πρωινός θαλασσινός αέρας.
Πέρασαν δέκα περίπου λεπτά και ακούστηκε το σούρσιμο από τις χοντρές πατούσες της Κυράννας από το σαλόνι. Ήρθε στην κουζίνα και καλημέρισε τα δυό της παιδιά.
«Ίντα φωνές ήτονε αυτές το βράδυ; Από δίπλα ήτονε; Ήρθε κανείς μαθές;», ρώτησε την ώρα που έβαζε το μεγάλο αυτή τη φορά μπρίκι να κάνει για όλους καφέ.
Τα δυό αδέρφια της εξήγησαν τα γεγονότα στο σπίτι του Γερακιού. «Αρή Καλοτίνα το καπράτσι19 εν τω έπλυνες μαθές; Μόνο κράτσες20 εν έχει μέσα…», ήταν η αδιάφορη απάντηση της μάνας. Βέβαια δεν ήταν έτσι ακριβώς, αλλά ήταν ο τρόπος της Κυράννας ν’ αλλάξει κουβέντα. Συμπλήρωσε όμως: «… θα πάω να την ‘πισκεφτώ την Καλλιόπα να της πω τα μπράβα που γύρισε ο Στέφος της…».
Σέρβιρε τους έτοιμους καφέδες στα ζεσταμένα φλιτζάνια, έβαλε και λίγη μαρμελάδα φραγκόσυκο σε ένα μεγάλο πιάτο να βουτήξουν τις κριθαροκουλούρες τους, καθάρισε τέσσερις ντομάτες, τις έκοψε στα τέσσερα, έβαλε και λίγη θρούμπη που είχε μαζέψει από το βουνό ο μικρός της γιός, ο Μέμος και τους φώναξε όλους στην κουζίνα να πάρουν δύναμη, να ετοιμαστούν για την εκκλησιά. Η Καλοτίνα άναψε το πήλινο θυμιατό και η μυρωδιά από το θυμίαμα μοσχοβόλησε σε όλο το δωμάτιο. Σταύρωσε ένα – ένα τα μέλη της οικογένειας, που σηκώθηκαν όρθια κάνοντας το σταυρό τους και μετά περιπλανήθηκε σε όλο το σπίτι με τον καπνό να ευλογεί για υγεία και ευτυχία.
Ο Κλεάνθης σηκώθηκε πρώτος να ντυθεί. Γι αυτόν η εκκλησία δεν ήταν μέλημα, το μαγαζί του ήταν. Έπρεπε ν’ ανοίξει τον καφενέ να σκουπίσει το ξύλο του πατώματος, να σφουγγαρίσει και να βάλει τα πράγματα που είχε παρατήσει την προηγουμένη στα τραπέζια ανάκατα, στη θέση τους. Οι παλιοί ναυτικοί, τα «ναυάγια» όπως τους αποκαλούσε, συμπεριλαμβανομένου και του σακάτη εαυτού του, θα πήγαιναν πρωί – πρωί για τον καφέ τους και άλλοι, πρωί – πρωί για την ρακή τους. Ο χρόνος που δεν είχες τι να κάνεις ήταν πολύς και αργός.
Οι αναμνήσεις έτρεφαν αυτούς τους ανθρώπους και οι εξιστορήσεις των περιπετειών τους, σχολειό για τον προσεκτικό ακροατή. Μέχρι που για κάποια αδικαιολόγητη αιτία φτάνανε στις φωνές και προκαλούσαν το γέλιο με τις βρισιές τους στον Κλεάνθη. Αλλά δεν τους μίλαγε για ησυχία. Γιατί άλλωστε;
Φόρεσε τα ρούχα του και κάθισε στον μεγάλο καναπέ της κουζίνας για τις μπότες. Χάιδεψε το μαύρο δέρμα με ένα πανί να το γυαλίσει, έφτυσε κιόλας, πρόσεξε να μην έχουν σκόνη ακόμα και στις ραφές, (άλλη μια ιδιοτροπία του), μέχρι που το χέρι γλίστρησε στο τακούνι του αριστερού υποδήματος. Σταμάτησε ξαφνιασμένος λες και ήταν η πρώτη φορά που το έκανε. Ψηλάφισε με τα ακροδάχτυλα τις τρύπες από τα καρφιά, εκεί που κάποτε είχε καρφώσει τις λίρες του και σταμάτησε. Μέσα του πάλευε το θεριό της θάλασσας με την ρουτίνα της καθημερινότητας της στεριάς. Μέσα του πάλευε ο άντρας με τα αποκαΐδια της ψυχής του. Δεν μίλησε. Σηκώθηκε απότομα και βιαστικά, φίλησε σταυρωτά τη Καλοτίνα, παλιά του συνήθεια και σήκωσε το χέρι για ένα «γεια» στους υπόλοιπους σαν ανέβαινε τα δυό μικρά σκαλοπάτια προς την έξοδο. Έκλεισε την πόρτα πίσω του απαλά. Σε λίγο ακούστηκαν τα βήματά του στα πεζοδρόμιο. Τα τακούνια δεν κουδούνιζαν πια, αλλά το τακ – τακ ακουγόταν δυνατά, χωρίς διακοπές από το χωλό πόδι.
Σε λίγο είχε φτάσει στον καφενέ του. σήκωσε το σκουριασμένο και σκονισμένο ρολό που κάλυπτε τα τζάμια και ξεκλείδωσε την πόρτα. Έτριξε και χρειάστηκε λίγο σπρώξιμο με τον ώμο. Η μυρωδιά από το αλκοόλ, τον χτύπησε στη μύτη. Χαμογέλασε, αυτή ήταν πια η ζωή του. Πήγε στον πάγκο του και με την πετσέτα καθάρισε λίγο. Σε ένα μικρό ποτηράκι έχυσε λίγη ρακή από το μπουκάλι με το μακρόστενο μεταλλικό στόμιο. Ήπιε μια γουλιά σαν να το δοκίμαζε και μετά χωρίς καθυστέρηση, σήκωσε το κεφάλι και το κατέβασε στο λαρύγγι μονομιάς. Πρωί ήταν αλλά φάνηκε ότι το χρειαζόταν για να πάρει δυνάμεις. Τακτοποίησε τις καρέκλες και έβγαλε κάποια μεταλλικά στρογγυλά τραπέζια στο πεζοδρόμιο που ήταν αρκετά φαρδύ σαν αυλή. Έβαλε τα χέρια στη μέση και σήκωσε το βλέμμα προς το τελωνείο και τον στενό λιμενοβραχίονα που ήταν γεμάτος με μπάλες από κεραμίδια, τούβλα και άλλα οικοδομικά υλικά που κάποιο καΐκι είχε φέρει από τη Κω. Τα τρεχαντήρια ήταν δεμένα το ένα δίπλα στο άλλο και τα κατάρτια τους έμοιαζαν με δάσος που το κάθε «δέντρο» του κουνιόταν στο δικό του ρυθμό και κατεύθυνση, ανάλογα με τις ορέξεις της θάλασσας.
Του άρεσε το θέαμα και προσπάθησε να το απολαύσει, μέχρι να μπει ο πρώτος πελάτης. Οι πιτσιρικάδες έτρεχαν πάνω στο τσιμέντο γύρω από τα καΐκια και προσπαθούσαν να κλέψουν αν μπορούσαν κάτι που ίσως και να τους ήταν χρήσιμο, καμιά λινάτσα, κανένα χοντρό σκοινί ή καμιά «γάσα21», να παίξουνε τους κλέφτες και τους χωροφύλακες. Πολλές φορές σιγοντάριζαν τα σκάφη που κουβαλούσαν φρούτα και λαχανικά, έκλεβαν κανένα σταφύλι από τα καφάσια και έτρεχαν με φωνές, τρώγοντάς το χωρίς καν να το πλύνουν. Η ξυπολυσιά και το πλύσιμο των φρούτων δεν ταίριαζαν.
Ένας ναύτης προσπαθούσε να καθαρίσει ξύνοντας με μια φαλτσέτα την «κόμουζα22» σε ένα χαμηλό τρεχαντήρι και κάθε τόσο τράβαγε νερό από την θάλασσα με ένα κουβά και το έριχνε πάνω στο «μπουλμέ23». Το μικρό σκάφος είχε γίνει ψαράδικο πια, περνούσε τον καιρό του στα νησάκια της περιοχής πιάνοντας με δίχτυα και καθετές, από χταπόδια και μικρόψαρα, μέχρι σκαθάρια και σκάρους. Το είχαν δυό αδέρφια, ο ναύτης που καθάριζε και ένας άλλος που ερχόταν στο σκάφος με πατερίτσες, σέρνοντας και τα δυό του πόδια, χτυπημένος και αυτός όπως τόσοι άλλοι, από την μηχανή. Πουλούσαν τα ψάρια και έτσι προσπαθούσαν να ζήσουν την οικογένειά τους. Ο Κλεάνθης κούνησε το κεφάλι του. Ήξερε ότι σε λίγο θα έρχονταν κι αυτοί στο μαγαζί του για ένα ποτήρι κρασί, να ξεχάσουν τον πόνο και τη φτώχεια τους.
Μπήκε στον καφενέ και έβαλε καινούργια ταινία στο φως, να κολλάνε οι μύγες. Η πόρτα ήταν ανοικτή και δεν άκουσε τον Σκεύο τον Χατζηγιώργη που μπήκε, μέχρι που η φωνή του γέρο καπετάνιου ( «μηχανικός» ήταν αλλά όλοι τον φώναζαν καπετάνιο», τον καλημέρισε:
«Καλημέρα Κλεάνθη, ίντα κάμεις μαθές;»
«Καλημερίζω τον Σκεύο τον καπετάνιο. Κάθισε μαθές, να εκεί που έχει φως»
Ο «καπετάνιος», άφησε τις πατερίτσες του πλαγιασμένες στη διπλανή καρέκλα, έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα, από τα μικρά, με τα δέκα τσιγάρα μέσα, άναψε ένα και κοίταξε τον καπνό που υψωνόταν γαλάζιος και ανάλαφρος, προς το ταβάνι. Ο Κλεάνθης παρατήρησε πως ο «καπετάνιος» είχε ακόμα καρφωμένες τις λίρες στα τακούνια, αλλά δεν κουδούνιζαν, όπως δεν περπατούσαν και τα πόδια του. Τον είχε κι αυτόν φάει η «Βαρβάρα» η άτιμη.
«Να φέρω το καφεδάκι σου κυρ Σκεύο;»
«Ναι παιζάτσι μου ΄φερτον να ανοίξει το μάτι. Να ξυπνήσουμε Κυριακάτικα…»
Μετά γύρισε το βλέμμα προς το λιμάνι, σαν να περίμενε τους φίλους του, ή κάποιον καπετάνιο να τον πάρει σε ταξίδι. Τι κι αν τα χρόνια του βάραιναν τους ώμους, η ψυχή του λαχταρούσε τα πελάγη και τον «βούτθο23». Ακούμπησε τον αγκώνα στην διπλανή καρέκλα και βολεύτηκε όσο πιο καλά μπορούσε
«Σήκω και δεν σου πρέπουσι του τάφου τα λιβάνια,
Μονάχα σου ταιριάζουσι του γάμου τα στεφάνια.
Πάγαινε Μιχάλη κι ας γενεί το χώμα σου λιβάνι.
Να ‘νοίξει ο Παράδεισος και μέσα να σε βάλει.
Δεν κλαίμε Θέμελη που πόθανες
Γιατί ποθαίνουν κι άλλοι
Μον’ κλαίμε κι οδυρόμαστε
Που σε σαούρωσαν μέσα εις το τσουβάλι.
Χωρίς παπά, χωρίς σταυρό και μνήμα
Κι είν’ μεγάλη η πίκρα μας κι είναι βαρύ το κρίμα
Ας σ’ έφερναν και σένανε, Θέμελη στα Λινάρια
Ως φέρασι τον κύρη σου και κλαίγαν τα πουντάρια
Ο «καπετάνιος» σιγοτραγούδαγε και το μυαλό του ταξίδευε στους παλιούς του φίλους, εκείνους τους συντρόφους του στην Μπαρμπαριά. Και ήταν μελωδική η φωνή του, αγγελική κι ας έσπαγε κάθε λίγο από τα κλάμα. Και το κλάμα αυτό δεν φαινόταν με δάκρυα, ήταν μέσα του, χρόνια τώρα, από τότε που η θάλασσα του πήρε την υγειά του. «Φίδι» που σέρνεται στην άμμο, έλεγε τον εαυτό του και σαύρα άχρηστη που βασάνιζε την οικογένειά του.
Ο Κλεάνθης έφτασε με τον καφέ και τον άφησε στο τραπεζάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου