Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10


«Α, πα, πα, ίντα καιρός κι αυτός μωρέ Κλεανθιό. Α, πα, πα,… γη και ουρανός, ένα γίνασι μαθές», επανέλαβε για δεύτερη φορά ο καπετάν Λούτσος … κατά κόσμο Λευτέρης Μπούμας.
Τίναξε σαν γάτα τις πλάτες του, έκλεισε την ομπρέλα και γέμισε το πάτωμα με νερό. Ευτυχώς που το πριονίδι που είχε ρίξει πρωτύτερα ο Κλεάνθης, το απορρόφησε γρήγορα και δεν γλίστρησε κανείς.
Η βροχή χτυπούσε στο τζάμι και η ορατότητα ήταν σχεδόν μηδενική, σε συνδυασμό και με το σκοτείνιασμα από νωρίς, της μέρας. Όχι δηλαδή ότι θα έβλεπε πολλά περισσότερα κάποιος αν ήταν έξω, αφού η θάλασσα θα έλεγες είχε ενωθεί πραγματικά με το νερό της βροχής. Κάποια καΐκια που ήταν δεμένα στην άκρη του λιμανιού, χόρευαν τον χορό των … δερβίσηδων, προσκυνούσαν με τα κατάρτια τους το κτίριο του Τελωνείου και πρόσθεταν κάθε τόσο στις χορευτικές τους φιγούρες και το σάλτο … όχι της απελπισίας αλλά σίγουρα το σάλτο της απόγνωσης.
Μετά τον Ναυτικό όμιλο, κοντά στου Ιορδάνη44, το κύμα θυμωμένο, έφτανε ως τα παράθυρα των σπιτιών, τα περισσότερα των οποίων ήταν χτισμένα περασιά στα βράχια. Μέχρι τα σφαγεία, μπορούσε κανείς να δει την άσπρη φάλαγγα των κυμάτων, που είχαν αφηνιάσει στο φύσημα του Μέση όπως τον αποκαλούσαν οι νησιώτες ή του Γρέγου45 όπως τον φοβόντουσαν οι ναυτικοί. Και η φωνή – κραυγή τους, έκανε και τον πιο ψύχραιμο άντρα να ανατριχιάζει στο άκουσμά της. Οι δρόμοι του νησιού, έρημοι εκτός λίγων εξαιρέσεων, κατέβαζαν νερό, πέτρες και χώματα που με μορφή ποταμιού, κατέληγαν στην θάλασσα από τα σπασίματα του προστατευτικού τείχους του λιμανιού.
Τα φώτα του δημόσιου δρόμου, όσα δηλαδή λειτουργούσαν, γύρναγαν σχεδόν γύρω από τις πισσαρισμένες ξύλινες κολώνες, με τη χαρακτηριστική μυρουδιά τους, που η βροχή την είχε κάνει εντονότερη. Το φως που δημιουργούσε κινούμενα φαντάσματα στο χώμα, περισσότερο δυσχέραινε την όραση παρά την βοηθούσε. Ευτυχώς που μέσα σε αυτόν τον χαλασμό, μόνο δυό τρεις άνθρωποι προσπαθούσαν να περπατήσουν. Μάλιστα κάποιος, απέναντι από τον καφενέ του Κλεάνθη, προσπαθούσε να σταθεί όρθιος κόντρα στον άνεμο, γλιστρούσε κάθε τόσο από το νερό της βροχής και των κυμάτων παρουσιάζοντας  μια κωμική εικόνα· άσε που κινδύνευε να παρασυρθεί και από την θάλασσα και να πνιγεί στα καλά καθούμενα.
«Κάμει και κρύο, ανάθεμά το. Δεν είναι μόνο το νερό και ο Γρέγος, αλλά και το κρύο. Παράξενο ε; Γρέγος και κρύο!», είπε ένας από τους ναυτικούς που είχαν μαζευτεί γύρω από την ξυλόσομπα του καφενείου. «Λέτε φέτο να χιονίσει;»
Όλοι γέλασαν με αυτά τα λόγια. Το νησί είχε χρόνια να δει την άσπρη νιφάδα του χιονιού. Πολλά από τα πιτσιρίκια δεν το ήξεραν καν το χιόνι, ακουστά μόνο το είχαν από τα παραμύθια που τους έλεγαν οι παππούδες τους.
«Σιγά μην έρθει και το τέλος του κόσμου…», ακούστηκε μια άλλη φωνή, που πρέπει να ανήκε στον Κυρ Σταύρο τον Κούμαντα, τον παράλυτο παλιό σφουγγαρά, τον άντρα της Μαρίας της Ψηλής. Όχι, ψηλή δεν ήταν, μεγαλοπιανότανε όμως και «είχε την μύτη ψηλά», όπως έλεγε ο Καθοπούλης ο γιατρός κι από τότε της έμεινε το παρατσούκλι αυτό.
«Το τέλος για μας είναι κάτω… εκεί στο βυθό…», απάντησε ο κυρ Σταύρος, «… χαζομάρες έλεγα πριν. Καλύτερα να πάω από «σκάσιμο», παρά εδώ μαζί σας», αποτέλειωσε το λόγο του. Βέβαια, όπως κατάλαβαν όλοι, μίλαγε το τσίπουρο και η στενοχώρια του από τα παράλυτα πόδια του. «Άντε βρε Κλεάνθη, βάλε άλλο ένα, … άντε βρε … που να ψοφήσουν όλοι οι «σκύλοι»46 της θάλασσας…».
Ο Κλεάνθης χαμογελώντας, με το μπουκάλι στο χέρι, εκείνο με το φελλό και το μεταλλικό στόμιο σαν μικρό σωληνάκι που το μετέτρεπε σε ρόι, πέρασε ανάμεσα από τα στριμωγμένα τραπέζια κι έφτασε κοντά του. Του έβαλε μια γενναία ποσότητα και του χαμογέλασε. «Ο μεζές σε λίγο. Βλέπεις ο μικρός…», έδειξε στη κουζίνα τον βοηθό του, που δεν ήταν άλλος από τον Μέμο, «… είναι λίγο … αργοκάϊκο. Εγώ είμαι σακάτης, αυτός αργεί» και χτύπησε με δύναμη το γερό του πόδι στο πάτωμα.
Ο κυρ Σταύρος, αν και ζαλισμένος κατάλαβε τι ήθελε να του πει ο νέος μπροστά του. Μα, ο πόνος του ήταν μεγάλος κι έτσι έδειξε κι εκείνος τις πατερίτσες του, με αποτέλεσμα να γελάσουν και οι δυό. Σήκωσαν από ένα ποτήρι στον αέρα, ήπιαν «άσπρο πάτο» το διάφανο υγρό και γέλασαν με την καρδιά τους.
«Έμαθα ότι τώρα θα γίνουσι και τα αρραβωνιάσματα Κλεάνθη. Πότε με το καλό βρε; Σύντομα ε;»
«Σύντομα κυρ Σταύρο, σύντομα. Την άλλη ‘βδομάδα, την άλλη Παρασκευή…»
«Ε, τότε … δεν φταίω εγώ… κέρνα ένα ακόμα. Έτσι για τα συχαρίκια…» και έτεινε το χέρι με το άδειο ποτήρι προς το μέρος του.
Το χτύπημα στο παράθυρο τους έκανε όλους να κοιτάξουν, είχε ακουστεί σαν κανονιά. Κάποιο μάνταλο είχε ξηλωθεί ή ξεμαγκώσει και τώρα προσπαθούσε να σπάσει το παράθυρο. Ο Κλεάνθης στραβομουτσούνιασε που έπρεπε να βγει έξω για την επιδιόρθωση. Τι να κάνει όμως; Έπρεπε.
Φόρεσε το μεγάλο ναυτικό αδιάβροχο, σήκωσε και την κουκούλα και προσπάθησε να βγει. Με το άνοιγμα της πόρτας ο αέρας βρήκε την ευκαιρία να αναστατώσει ότι μπορούσε να αναστατωθεί μέσα στο καφενείο. Μέχρι ποτήρια και καράφες πέταξε στο πάτωμα βρέχοντας τα πόδια των θαμώνων. Μια ομπρέλα που ήταν ακουμπισμένη στη γωνία δίπλα στην πόρτα, αποφάσισε έτσι, ξαφνικά, ν’ ανοίξει τα… φτερά της και να πετάξει στην αίθουσα, προσπαθώντας να βγάλει τα μάτια δυο – τριών παλιών ναυτικών που έπιναν το τσίπουρό τους γελώντας.
Βέβαια, άδραξε την ευκαιρία ο «Φιάκας» και φώναξε στον καπετάνιο Γιώργη τον Δοντά: «Βρε Αργάλι, φίλη της γυναίκας σου είναι η ομπρέλα…» κι έσκασε στα γέλια. «Τότε γιατί θέλει να σου βγάλει τα μάτια;» κι έσκασαν και οι υπόλοιποι στα γέλια. Το γεγονός πάντως ήταν ότι μπόλικος καπνός βγήκε και ελάφρυνε την ατμόσφαιρα και κάτι, έστω και παράλογα, κουνήθηκε γύρω από κείνη την μεθυσμένη παρέα των παλιών ναυτικών.
Ο Κλεάνθης, μπήκε για μερικά δευτερόλεπτα στον πειρασμό ν’ αφήσει ανοικτή την πόρτα, αλλά χαμογελώντας, την έκλεισε πίσω του. Ο Μέμος μέσα στην κουζίνα σκυμμένος πάνω από κάποιους χταποδοκεφτέδες, δεν είχε καταλάβει τίποτα από την στιγμιαία αναστάτωση στο μαγαζί. Έψαξε με τα μάτια τον αδερφό του, δεν τον είδε και βάζοντας την μικρή, περίπου λευκή πετσέτα στον ώμο, προσπάθησε να σερβίρει τους μεζέδες πριν κρυώσουν. «Που πήγε μαθές πάλι …», σκεφτόταν, μέχρι που τον είδε από το παράθυρο, έξω, μέσα στην βροχή και βέβαια έμεινε ακίνητος με τον δίσκο στο χέρι να κοιτά χαζογελώντας.
Το παράθυρο στερεώθηκε πολύ γρήγορα, μα ο Κλεάνθης αργούσε ακόμα να μπει. Στεκόταν έξω στο ουράνιο νερό να κοιτάζει το λιμάνι, την θάλασσα, τα χορευτικά των καϊκιών, τα κύματα που ακουμπούσαν στα σύννεφα, τα φώτα του Τελωνείου και του Λιμεναρχείου που έφτιαχναν μικρά ακτινωτά αστέρια στην απέναντι πλευρά της πλατείας. Του άρεσε η βροχή αν και τον ενοχλούσε ο δυνατός αέρας.
«Καταραμένε Γρέγο…», μουρμούρισε την ώρα που έψαχνε στις τσέπες του για τσιγάρα. Βρήκε το πακέτο και άναψε ένα, με πολύ μεγάλη προσπάθεια. Τράβηξε μια τζούρα, τόσο βαθιά που ζαλίστηκε. Σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό. Του φάνηκε, αν και λόγω ώρας δεν έβλεπε καθαρά, ότι τα σύννεφα είχαν πυκνώσει και η βροχή θα γινόταν ακόμα πιο ισχυρή και συνάμα απειλητική. Μια χαρά ανάμεικτη με αναστάτωση τον πλημμύρισε.
Κάποια σταγόνα του έσβησε την καύτρα του τσιγάρου και χάλασε τρία σπίρτα για να το ξανανάψει. Τράβηξε το γείσο της κουκούλας του λίγο πιο μπροστά, όσο δηλαδή έπαιρνε και σκούπισε το νερό από το πρόσωπό του. Ακούμπησε με την πλάτη στο δοκάρι που στήριζε τον τσίγκο πάνω από την πόρτα του μαγαζιού. Κάπως αυτός ο τσίγκος τον προστάτευε από την βροχή, όχι όμως και από τον αέρα. Είδε μοναχικές καρέκλες να ταξιδεύουν με το νερό προς το λιμάνι. «Παλιές και σπασμένες είναι…», σκέφτηκε, «… ας πάνε καγιά τους».
Ένας αχός τον έκανε να κοιτάξει προς τη μεριά της εκκλησίας του Αι Νικόλα. Από το καμπαναριό ακουγόταν ο ήχος από τις καμπάνες που ο αέρας τις έκανε να χτυπούν ελαφρά. Αλλά ο αχός που άκουσε δεν ήταν αυτός. Δεν ήταν οι καμπάνες. Πρόσεξε καλύτερα με όλες τις αισθήσεις του σε επιφυλακή. Τελευταία στιγμή το είδε. Ένα μεγάλο κλαδί, χοντρό κλαδί που είχε σπάσει από κάποιο δέντρο, παρασυρμένο από το νερό, κατέβαινε με ταχύτητα τις σκάλες τις εκκλησίας και τις γειτονιάς, χτυπώντας δυνατά πάνω στους τοίχους των σπιτιών. Πέτρες που ακολουθούσαν, μάζευαν «στράτευμα» στη διαδρομή τους, από τις ξεκολλημένες από τα σπίτια και συγκεντρώνονταν στην αρχή, στα πλατύσκαλα μέχρι να καταλήξουν στην θάλασσα. Τέτοια ήταν η ορμή του βρόχινου ποταμιού.
Ανησύχησε λίγο, κοίταξε προς τη μεριά του σπιτιού, σκεφτόταν τους δικούς του, αλλά βέβαια δεν μπορούσε να δει τίποτα. Πέταξε την γόπα του τσιγάρου του και από συνήθεια πήγε να την πατήσει με το τακούνι της μπότας του. Μόλις όμως είδε τα νερά να τρέχουν δίπλα στα πόδια του, χαμογέλασε και άνοιξε την πόρτα. Μια μπόχα από τσιγάρο, τηγανητό κρέας και ψάρια, αλκοόλ και ιδρώτα, τον χτύπησε στη μύτη. Αηδίασε προς στιγμήν, αλλά ήξερε ότι θα συνήθιζε. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, κοίταξε προς το παράθυρο, μη τυχόν και το μάνταλο είχε πάλι αρχίσει τα κόλπα του και προχώρησε με το γνωστό χαμόγελο του προς την κουζίνα. Έβγαλε το αδιάβροχο, σήκωσε τα μανίκια και άρπαξε το μπουκάλι του τσίπουρου να γεμίσει τα ποτήρια των … σηκωμένων χεριών.
«Εντάξει έγινε;», τον ρώτησε ο Μέμος, για να εισπράξει την καταφατική γκριμάτσα του αδερφού του. Κάποια στιγμή, κόπηκε το ηλεκτρικό και το σκοτάδι έπεσε στο μαγαζί. Δεν ανησύχησε κανένα και γιατί είχαν συνηθίσει σ’ αυτό, χρόνια τώρα, αλλά και γιατί οι λάμπες πετρελαίου δεν είχαν σβήσει ούτε στιγμή από το μεσημέρι.
«Να δούμε πως θα έρθει το βαπόρι …», είπε κάποιος, μάλλον ο καπετάν Λούτσος κοιτώντας από το παράθυρο το λιμάνι.
«Ποιο είναι σήμερα; Το Καραϊσκάκης;», ακούστηκε μια άλλη φωνή.
«Όχι μπρε…», απάντησε ο καπετάνιος, «… το Κολοκοτρώνης είναι, με τον καπετάν Ντρίλλη. Μπορεί να δέσει στην Λέρο. Αμ, με τέτοιο καιρό που να έρθει…»
«Μπα», απάντησε η προηγούμενη φωνή, «… πλοίο του Ντρίλλη πάντα φτάνει. Καπετάναρος είναι αυτός, όχι αστεία…» και γελώντας ο καπετάνιος άδειασε στο λαρύγγι του το … ποιο να ήταν αλήθεια… ας πούμε … το δέκατο ποτήρι τσίπουρου. «Δικός μας είναι, δεν μασάει από θάλασσες και Γρέγους… ούτε ύφαλους και… χικ … χικ … αυτά!». Το ποτό τον είχε κάνει να χάσει τα λόγια του πια.
«Περιμένω και την νέα μηχανή για το τρεχαντήρι μου σήμερις. Ελπίζω να την φέρει… και να μην έχει σπάσει …», είπε ο Μηνάς ο Τσουλούφας.
Η μηχανή του κυρ Μηνά, ήταν το μεγάλο γεγονός εκείνο το απόγευμα στο καφενείο. Τα καΐκια πια στο νησί είχαν αφήσει πίσω τους τον Αίολο και την ενέργειά του και όλο και πιο πολύ, στηρίζονταν στο πετρέλαιο και τις μηχανές. Λίγα είχαν απομείνει να κάνουν μεταφορές με ανοιχτά πανιά. Κάποιοι από τους καπεταναίους μάλιστα, είχαν αλλάξει ακόμα και για τρίτη φορά μηχανές, κάνοντας τον ταρσανά να έχει συνέχεια δουλειά.
Αλλά το καράβι που ερχόταν από τον Πειραιά, δεν έφερνε μόνο τη μηχανή του κυρ Μηνά, αλλά και ένα σωρό άλλα πράγματα που ήταν απαραίτητα για τους νησιώτες. Λαχανικά και διάφορα εμπορεύματα, αλληλογραφία, εφημερίδες και περιοδικά, ανθρώπους γνωστούς και άγνωστους και … πάνω απ’ όλα, την αύρα της πατρίδας, που τόσο τους έλειπε με την Ιταλοκρατία.
Πάντως ο αέρας και η βροχή καλά κράταγαν, οι καταστροφές στο νησί θα καταγράφονταν την επόμενη. Αυτή τη στιγμή στο καφενείο, κυριαρχούσε το τσίπουρο, το τσιγάρο και οι μεζέδες. Οι διάφορες αμπελοφιλοσοφίες και τα παραμύθια των ναυτικών, έδιναν απλώς λίγο ενδιαφέρον και φως σε μια «αντρική βραδιά».
Έτσι θα περνούσαν από δω και πέρα όλες οι μέρες στο νησί. Την ημέρα, κάποια λίγα μαστορέματα στο σπίτι, μέρες που η θάλασσα θα ήταν κάπως πιο ήρεμη, ψάρεμα και επιδιόρθωση των διχτυών. Μέχρι τα Χριστούγεννα που για λίγες μέρες θα άλλαζαν οι συνήθειες και η θρησκευτική κατάνυξη θα έβαζε κάποιους όρους στη ζωή τους. Και βέβαια οι ατέλειωτες συζητήσεις για τα μπάρκα και τα σφουγγαρομέρια, τους σφουγγαρότοπους δηλαδή, κάτω στη Μπαρμπαριά και την Κρήτη. Μέχρι που θα έφτανε η άνοιξη και τα σφουγγαράδικα θα ξεκινούσαν για το οχτάμηνο ταξίδι τους.
Τελικά το «Κολοκοτρώνης», αν και με μεγάλη καθυστέρηση, έφτασε κάποια στιγμή που ο άνεμος είχε «πέσει» και έτσι μπόρεσαν οι λάζες να πλησιάσουν. Πρέπει να ήταν ξημερώματα και στο καφενείο είχαν μείνει δυό – τρεις παρέες και αυτές ετοιμαζόντουσαν να φύγουν.
Ο Κλεάνθης, ήθελε να τους κάνει να «ξεκουμπιστούν», να κλείσει κι εκείνος, να πάει σπίτι του. Καθόταν σε μια καρέκλα και προσπαθούσε να μην χασμουρηθεί. Άκουσε ένα θόρυβο λίγο πίσω του και γυρίζοντας είδε τον Μέμο, να προσπαθεί να σηκωθεί όρθιος. Τον είχε πάρει ο ύπνος στην καρέκλα του και φυσικά, γνώρισε, με απότομο τρόπο,  το σκληρό πάτωμα.
Ο Κλεάνθης του έκανε νόημα να φύγει, τώρα η βροχή είχε σταματήσει σχεδόν και ήταν εύκολο το περπάτημα, αν φυσικά κάποιος πρόσεχε τα ποτάμια στους δρόμους και τις πέτρες ή τα κλαδιά που ακόμα εξακολουθούσαν να κατεβαίνουν προς τη θάλασσα. Ο «μικρός», αρνήθηκε και ξανακάθισε όσο πιο άνετα μπορούσε. Χασμουρήθηκε αλλά είχε αποφασίσει να μην αφήσει τον αδερφό του μόνο.
Η «φωνή» του «Κολοκοτρώνης», ακούστηκε βραχνή αλλά δυνατά, την ώρα που το καράβι, βιαστικά, αναχωρούσε για την Κω και την Ρόδο. Προσπαθούσε να προλάβει τον καιρό…
«Άντε βρε Κλεανθιό να σε πλερώσουμε… άντε να πάμε και στην γκρίνια της κυρά Μαριώς», ακούστηκε ο καπετάν Μικές την ώρα που προσπαθούσε να σηκωθεί, υποβασταζόμενος από τον Μιχάλη τον φίλο του και παλιό κολαουζέρη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου