Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Μετά από τόσες μέρες που το νησί είχε μουλιάσει από το πολύ νερό, μέχρι και οι πέτρες είχαν αρχίσει να πρασινίζουν σαν να είχαν πιάσει «μαλούπα»47 , η πολυπόθητη Παρασκευή, η Παρασκευή των αρραβώνων, είχε ξημερώσει με ένα ήλιο ζωηρό και μια παράξενα ήρεμη θάλασσα. Το νερό έμοιαζε πιο πολύ με χυμένο λάδι και το κύμα που έσκαγε στα βράχια, δεν ξεπερνούσε τους μερικούς πόντους.
Μέχρι την Κω, δεν έβλεπε κανείς στο πέλαγο «αρνάκια» και κάποιες βάρκες που ταξίδευαν ακολουθούσαν την πορεία τους σε απόλυτη ευθεία.
Η Κυράννα είχε σηκωθεί από τα χαράματα. Είχε τόσες πολλές δουλειές να κάνει, που δεν της κόλλαγε ύπνος και ηρεμία. Τώρα που είχαν περάσει αρκετές μέρες, έβλεπε το δίκιο του κυρ Δημητρού και τα αρραβωνιάσματα της κόρης της με άλλο μάτι. Είχε, επιτέλους, χαρά μέσα της και μάλιστα μια ανυπομονησία που έκανε την καρδιά της να χτυπάει πολύ γρήγορα από το προηγούμενο απόγευμα.
Οι Τσουκαλαήνες είχαν κι αυτές έρθει στο σπίτι της να βοηθήσουν, (σαν γειτόνισσες ήταν άριστες) και με τα δυό κορίτσια, την Καλοτίνα και την Νικολέτα, προσπαθούσαν να φέρουν βόλτα τα φαγητά, τα καθαρίσματα και όποια λεπτομέρεια μπορεί να είχαν αμελήσει.
Η Νικολέτα, χωρίς να το θέλει, είχε αρχίσει και το τραγούδι και η φωνή της ακουγόταν σιγά μεν, αλλά πολύ ευχάριστα. Έπρεπε να σεβαστεί και τον ύπνο των αντρών. Οι άντρες που ακόμα δεν είχαν μπει, ίσως και να μην έμπαιναν ποτέ, σε αυτή τη παραζάλη της προετοιμασίας.
Ο Κλεάνθης σηκώθηκε πρώτος. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα και οι μυρωδιές από τα φαγητά και τα σαπούνια, συνέθεταν μια οσμή που του προκαλούσε αναγούλα. Σήκωσε τα χέρια ψηλά, φίλησε την Καλοτίνα του και άρχισε την γκρίνια:
«Μωρέ μάνα, εν μπορεί κανείς να ‘συχάσει πλιό; Ίντα πρωί – πρωί; Από τώρα ήρχισες τα φαγιά και τις λόντρες; Αμάν πλιο!»
«Βγάλε τη σιωπή πλιό…», η απάντηση της Κυράννας δεν σήκωνε αντιρρήσεις, «… κάτσε χάμου να σου κάμει η αδερφή σου τον καφέ. Να τον πιείς και να φύγεις… δεν είναι δουλειά για άντρες εδώ…»
Ο Κλεάνθης χαμογέλασε και έκλεισε το μάτι στη Νικολέτα, καλημερίζοντας συγχρόνως και τις δυό αδερφές, την Ποθητή και την Μαρία που είχαν σηκώσει τα μανίκια και λερώσει τα χέρια η μια με αλεύρι και η άλλη με λάδι ( ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων).
Στη πρώτη γουλιά, άναψε τσιγάρο και προσπάθησε να βάλει τις μπότες του, όπως συνήθιζε.
«Εν μπορείς να πας στο μπαλκόνι (μπαλκόνι έλεγε την βεράντα), να μην είσαι μέσα στα πόδια μας σαν γάτα;», ακούστηκε η μάνα του.
Τι να κάνει κι εκείνος, πήρε το φλιτζάνι, τις μπότες στο άλλο χέρι, το τσιγάρο στο στόμα και περπατώντας κοροϊδευτικά στις άκρες των δαχτύλων του, έπιασε μια καρέκλα απέναντι από την ανατολή του ζεστού εκείνου ήλιου, που ξεπρόβαλε πίσω από την Κω. Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε μια βαθιά αναπνοή. Το αλάτι και το ιώδιο της θάλασσας μπήκαν μέσα του και τον έκαναν να αναστενάξει
«Αχ, μωρή πτάνα, … τι μου καμες!»
Άκουσε την πόρτα να χτυπά και μετά φωνές και γέλια. Η Σεβαστή είχε έρθει να βοηθήσει κι εκείνη στα αρραβωνιάσματα της φίλης της. Ένοιωθε κατά κάποιο τρόπο κι εκείνη υπεύθυνη για αυτό.
Μετά από λίγο, ακούστηκαν κι άλλα χτυπήματα. Κι άλλες φίλες και γειτόνισσες είχαν καταφθάσει στο σπίτι. Ανάμεσά τους και ο Νικόλας ο Κουκουβάς που με το καρότσι είχε φέρει τις παραγγελίες της Κυράννας από την προηγούμενη. Τώρα ξεφόρτωνε γελαστός και όλο ευχόταν… «τα καλύτερα κόρη μου, τα καλύτερα. Και με πολλούς γιούς γρήγορις…». Αυτή βέβαια η φασαρία δεν μπορούσε να μην ξυπνήσει και τον κυρ Δημητρό αλλά και τον «μικρό». Σηκώθηκαν και βάλθηκαν να γελάνε σαν μικρά παιδιά, μέχρι που κατάλαβαν ότι ήταν περιττοί και ίσως κιόλας βάρος εκείνη τη στιγμή μες το σπίτι.
Βρήκαν τον Κλεάνθη στη βεράντα και αποφάσισαν ότι έπρεπε όλοι μαζί να κάνουν μια γύρα από την αγορά, (μέχρι ο μεγάλος γιός ν’ ανοίξει το καφενείο) και μετά να περάσουν για ένα καφέ. Έτσι κι έγινε. Πατέρας και δυό γιοί, βγήκαν στον δρόμο σε παράταξη και άρχισαν να κατηφορίζουν προς την αγορά και την μεγάλη πλατεία.
«Μωρέ πατέρα… αυτός δεν είναι ο Φιάκας; Δεν τον βλέπω καλά, αλλά νομίζω ότι πάει σε μας…»
«Ναι γιέ μου. Αυτός είναι και … μάλλον… πάει «χαλουβά» (χαλβά) και καρύδια. Ε, ρε χαρά που θα κάνει η Κυράννα. Θα νοιώσει πασάς, σαν θα μοιράσει τον «χαλουβά», σε όποιον θέλει48. Και μην το ξεχάσω… πρέπει να περάσω και από τον Αι Νικόλα, να δω τον παπά Λουκά. Και μετά από την Δημαρχεία, να βρω τον γραμματικό. Δεν κάναμε ακόμη την «αγγλαβή»49. Τελικά έχω κι εγώ πολλές δουλειές για σήμερις».
«Καλά, μη θες και τον Μέμο μαζί;», ρώτησε ο Κλεάνθης, για να εισπράξει την άρνηση του πατέρα του. «Μόλις τελειώσεις, έλα … κερνάω καφέ…» και τον χαιρέτισε για ν’ ανοίξει το μαγαζί, ενώ ο κυρ Δημητρός ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας. Μπορεί και να έβρισκε τον παπά εκεί.
Ο Κλεάνθης σταμάτησε ξαφνικά μπροστά στην είσοδο του καφενέ του, κάνοντας έτσι τον μισοκοιμισμένο Μέμο, να πέσει πάνω του.
«Ίντα κάμει μωρέ; Τοίχο βρήκες; Άντε άνοιξε να πιούμε , ν’ ανοίξει το μάτι μας...»
«Σιγά ρε θεριακλή, που θέλεις και καφέ ν’ ανοίξει το μάτι σου. Άντε πάρε το κλειδί αφού βιάζεσαι τόσο…»
Ο Μέμος πήγε προς την πόρτα, ενώ ο Κλεάνθης γύρισε τα μάτια στο λιμάνι. Σε λίγο θα έρχονταν οι πρωινοί για το πίτσι – πίτσι και τον καφέ τους. «Όλοι οι σακατεμένοι…», σκέφτηκε, «… θα μαζευτούμε να κλάψουμε την μοίρα μας! Α, ρε ζωή…».  Χτύπησε το χέρι στον αέρα, λες και προσπαθούσε να σημαδέψει την κακή του τύχη. Η θάλασσα ήταν τόσο ήρεμη που σε καλούσε μέσα της. «Τέτοια κάνεις μωρή και ξεμυαλίζεις τους άντρες…», σκέφτηκε και έφτυσε κατάχαμα. Η αλήθεια όμως ήταν, ότι αυτή η μάγισσα τον είχε ξελογιάσει από τα μικράτα του και δεν μπορούσε να την βγάλει από την καρδιά του. Δεν μπορούσε να… περάσει μέρα χωρίς να την δει στα πόδια του. Αυτός ήταν και ο λόγος που έμεινε στο νησί και δεν πήγε για ένα καλύτερο μέλλον στην Αυστραλία, που τον είχε καλέσει ο θείος του ο Παντελής.
Ο Παντελής…
Ο αγαπημένος του θείος. Αδερφός της μάνας του, ένας άνθρωπος που ήταν πάντα έτοιμος για όλα. Έξυπνος και ικανός, πήγε πριν από πολλά χρόνια, μετά τον πόλεμο, στην Αυστραλία και πρόκοψε. Δεν είχαν πολλά νέα του, αλλά είχαν μάθει ότι είχε γίνει μεγάλος και τρανός. Ένας μικρός Αυστραλός Κροίσος.
Στο τελευταίο γράμμα που είχε στείλει στην Κυράννα, έγραφε ότι ήθελε να πάνε τα παιδιά (τα ανίψια του) εκεί. Δουλειά και μάλιστα καλή δουλειά, υπήρχε. Και εκείνος βοήθεια ήθελε στις δουλειές του. Έταζε λαγούς με πετραχήλια. Και δεν ήταν άνθρωπος που απλά έλεγε. Πάντα είχε δίκιο, δεν έταζε για να τάξει. Αλλά ο Κλεάνθης, δεν μπορούσε να φύγει από το νησί του. Δεν μπορούσε να αφήσει αυτά τα νερά, αυτή τη ζωή που είχε. Και ο Μέμος, ήταν ακόμη μικρός και η Κυράννα, δεν ήθελε να τον στείλει. Ούτε τις κόρες της. Ήθελε να παντρευτούν Καλύμνιους και όχι ξενόσπορους όπως έλεγε όλους τους άλλους. Το θεωρούσε ζήτημα τιμής να πάρουν ντόπιους και μάλιστα, αν γινόταν, «μηχανικούς».
Χαμογέλασε με τις σκέψεις αυτές και κούνησε το κεφάλι σαν να προσπαθούσε να τις αποδιώξει. «Σήμερα έχουμε χαρές…», σκέφτηκε τώρα, «… αδερφή δίνουμε και μάλιστα με έρωτα…»
Γύρισε στην φωνή του Μέμου.
«Σε πησπέρισμα50 με τον εαυτό σου το ‘ριξες μαθές;»
«Άντε βρε σπόρε, άντε που θα μιλήσεις κιόλας. Άντε γιατί νομίζω ότι θέλει σφαλιάρες η κεφάλα σου…»
Και η μέρα του καφενείου άρχισε. Με τους πελάτες που παράγγελναν τον καφέ τους, με τα ανάλογα πειράγματα για την ημέρα, με τις διάφορες σκόρπιες ειδήσεις και παραμύθια. Οι ίδιοι και οι ίδιοι, οι ίδιες ιστορίες και τα ίδια αστεία.
Ο κυρ Στέργιος ή πιο σωστά ο καπετάν Στέργιος, για να του αποδοθεί ο σωστός τίτλος… τιμής, μπήκε στο μαγαζί χωρίς, πράγμα περίεργο γι αυτόν, χαμόγελο. Μάλλον με γκριμάτσα στενοχώριας. Δεν πέρασε απαρατήρητο αυτό από τον Κλεάνθη.
«Ίντα έχεις καπετάνιε; Πολύ μαύρο σε βλέπω. Μπας και βουλιάξαν τα καράβια σου; Ή … η Θεμελίνα ήρχισε τη γκρίνια από το πρωί;», του είπε με γέλιο.
«Τίποτις μαθές, τίποτις. Άντε γιέ μου κάνε το καφεδάκι μου, να έχεις την ευκή μου»
«Μπα… κάτι έχεις εσύ, δεν με ξεγελάς καπετάνιε…»
Χωρίς να πάρει απάντηση από τον καπετάνιο, γύρισε στην μικρή κουζίνα για την παραγγελία. Το μάτι του πήρε την διπλωμένη εφημερίδα στην τσέπη του γεροναυτικού.
Σαν του έφερε τον καφέ:
«Ίντα γράφει η εφημερίδα καπετάνιε; Έχει τίποτις το σημαντικό;»
«Μπα γιέ μου, τίποτις. Τι να γράψουν κι αυτοί. Τι νομίζεις ότι ξέρουν παραπάνω; Και γι αυτό γράφουσι ότι τους κατεβάσει η γκλάβα τους. Ψόματα και φαντασίες…»
Κάθισε δίπλα στον καπετάνιο και άναψε τσιγάρο. Σε λίγο είχαν έρθει κοντά τους και κάποιοι άλλοι. Μια εφημερίδα που έφερε κάποιος, δεν μπορούσε να πάει χαμένη. Ο καπεταν Στέργιος δεν θέλησε να την δώσει, με όσο πιο ευγενικό τρόπο μπορούσε. Έπιασε συζήτηση για άλλα θέματα ή για την ακρίβεια προσπάθησε να πιάσει κουβέντα για άλλα πράγματα, αλλά μετά την επιμονή των υπόλοιπων, αναγκάστηκε να την δώσει.
Ο πρώτος τίτλος, ολόκληρη σχεδόν η πρώτη σελίδα της εφημερίδας, ήταν αφιερωμένη στις εξελίξεις στην Τουρκία. Έγραφε για την κυβέρνηση του Μεντερές, την προσπάθειά του, μετά τα Σεπτεμβριανά, να εγκαθιδρύσει ξανά τον απόλυτο Μουσουλμανισμό και τις κινήσεις που έκαναν εναντίον του, πραγματικές ή φανταστικές, οι Κεμαλικοί αξιωματικοί του στρατού.
Έκρουε το κώδωνα του κινδύνου για τον εναπομείναντα Ελληνισμό και ακολουθούσαν διάφορες αναλύσεις δημοσιογράφων γύρω από τα γεγονότα. Όλοι στο καφενείο, παράτησαν ότι έκαναν και άρχισαν, άλλος λίγο, άλλος πολύ, να λεν την γνώμη τους. Κάποιοι είπαν μάλιστα ότι στα νερά δεν έβγαιναν πια Τουρκικά αλιευτικά, άλλοι είπαν ότι στο ψάρεμα στα ανατολικά του νησιού είχαν δει πολεμικά πλοία του Μεμέτη και άλλοι ήταν έτοιμοι να πάρουν τους δυναμίτες να χτυπήσουν τα Αγαρηνά σκυλιά. Αυτή την τελευταία άποψη την συμμερίζονταν οι περισσότεροι μάλιστα. Η εφημερίδα είχε παραπέσει σε μια άκρη του τραπεζιού και τώρα κανείς δεν ενδιαφερόταν να την διαβάσει παραπάνω. Η συζήτηση είχε ανάψει για τα καλά και οι φωνές ακούγονταν μέχρι έξω. Προφανώς το θέμα της κατάστασης με την Τουρκία, το είχαν σχεδόν λύσει.
«Βρε παιδιά, ίντα λέει εδώ; Για μας δε λέει;», ακούστηκε η φωνή του Φιάκα. Σκούντησε με τον αγκώνα τον διπλανό του, τον κυρ Μανώλη τον Νυστάζο, τον συνταξιούχο δάσκαλο και με το πηγούνι του έδειχνε κάτι στην μέσα σελίδα της εφημερίδας. Ένα άρθρο. Ένα σημαντικό άρθρο. Ο τίτλος δέσποζε με μεγάλα κατάμαυρα γράμματα «Κάλυμνος, το νησί του θρήνου».
«Για να δω βρε, για να δω. Μα, ναι, αλήθεια λέγεις. Για μας ομιλεί… κοίτα να δεις!»
«Πρέπει να είναι αυτά που γράψανε κείνα τα μαϊμούδια, τα σαμιαμίδια που ‘χαν έρτει από την πρωτεύουσα. Να δεις που λένε τις ιστορίες που τους είπαμε… για να διούμι. Άντε βρε Μανώλη, διάβασε …»
Ξαφνικά είχαν ξεχάσει και την Τουρκία και τον απόηχο των Σεπτεμβριανών και τα Αγαρηνά σκυλιά στη θάλασσα. Τώρα η έννοια ήταν μόνο το άρθρο της εφημερίδας. Ο κυρ Μανώλης ο Νυστάζος, δίπλωσε το χαρτί να μπορέσει να το σταθεροποιήσει πάνω στα πόδια του. Άναψε ένα τσιγάρο και καθήμενος σταυροπόδι, άρχισε την ανάγνωση. Σε κάθε πρόταση τον διέκοπταν φωνές και γέλια. Καθένας θυμόταν την ιστορία που είχε πει, έτσι κι αλλιώς το άρθρο απλά παρουσίαζε αυτές τις ιστορίες και κάποια λίγα σχόλια. Γίνονταν κριτικές για την γλώσσα και την παρουσίαση, δίνονταν (σε ποιόν;), συμπληρωματικές λεπτομέρειες και υψώνονταν ποτήρια στην υγειά των δυό δημοσιογράφων για τις περιγραφές τους με τόσο έντονο ύφος. Το άρθρο έφτανε στο τέλος του.
«… και βέβαια, αυτοί οι γενναίοι άντρες, οι ακρογωνιαίοι λίθοι του Ελληνικού αδάμαστου πνεύματος…», έγραφε, «… προτιμούν την θάλασσα και τον θάνατο σε αυτήν από το να κλαψουρίζουν στη στεριά. Εκεί είναι ο χώρος τους, ο δικός τους κόσμος, το μεροκάματο και η περηφάνια τους. Βέβαια, όπως γίνεται παντού, σ’ όλα τα μέρη του κόσμου, έτσι κι εδώ υπάρχουν …»
Ο κυρ Μανώλης σταμάτησε απότομα να διαβάζει, λες και δεν υπήρχε κάτι άλλο γραμμένο εκεί. Συνοφρυώθηκε και κοίταξε τους υπόλοιπους, λες και κάτι έψαχνε.
«Αυτά λοιπόν είναι όλα…», τους είπε. «Δεν έχει κάτι άλλο ενδιαφέρον εδώ…»
«Έλα τώρα, γιατί σταμάτησες; Τι άλλο γράφει μαθές;», ακούστηκε από διάφορα στόματα. «Πες και τα άλλα, τι τα κρατάς μυστικά;»
Ο κυρ Μανώλης κοίταξε τον καπετάν Στέργιο, μετά τον Κλεάνθη που καθόταν σιμά του και γέλαγε με αυτά που άκουγε και μετά πάλι τον καπετάνιο, με σημασία αυτή τη φορά. Εκείνος του απάντησε με το σήκωμα των φρυδιών του. «Όχι», του έλεγε με τα νοήματα. Ο κυρ Μανώλης είχε πάρει την συγκατάθεση που περίμενε. Την βοήθεια που ήθελε.
«Φτάνει, δεν έχει τίποτα άλλο», επανέλαβε.
«Έτσι κι εδώ υπάρχουν τι; Αυτό έλεγε το άρθρο, τι λοιπόν υπάρχουν εδώ κυρ Μανώλη…», ρώτησε ο Φιάκας και άρπαξε την εφημερίδα απότομα από τα χέρια του.
Και ο Κλεάνθης παρότρυνε τον δάσκαλο να συνεχίσει. Μάλιστα με το τίναγμα του χεριού του, γράπωσε την εφημερίδα και του την ξανάδωσε, αφήνοντας τον Φιάκα στη μέση του συλλαβίσματος.
«Άντε το λοιπό, πε μας ίντα άλλο γράφει…»
Ο καπετάν Στέργιος είχε σκύψει το κεφάλι πάνω από το ποτήρι του και μάλιστα είχε μισογυρίσει την πλάτη στον δάσκαλο. Ήπιε μια γουλιά και έκανε νόημα στον κυρ Μανώλη να συνεχίσει.
«… έτσι κι εδώ υπάρχουν κάποιοι που δεν συμμερίζονται τον ηρωισμό των συμπατριωτών τους. Κάποιοι που στη πρώτη δυσκολία, δειλιάζουν και εγκαταλείπουν την θάλασσα κι ας λένε πως την αγαπάνε. Κάποιοι που καταντούν να κάνουν δουλειές της στεριάς, να ακούν τον πόνο των πραγματικών ηρώων των βυθών. Να ανοίγουν π.χ. καφενέδες και μαγαζιά με …λουκούμια και κριθαροκουλούρες. Υπάρχουν κι αυτοί για να ντροπιάζουν το επάγγελμα…»
Εκεί ξανασταμάτησε το διάβασμα ο δάσκαλος. Δίπλωσε την εφημερίδα και έσκυψε το κεφάλι. Δεν κοίταξε τον Κλεάνθη. Όπως δεν τόλμησε και κανείς άλλος να τον κοιτάξει. Είχε πάει μεσημέρι. Κάποιοι σηκώθηκαν και χαιρέτισαν… τους περίμεναν οι γυναίκες τους, όπως είπαν για φαγητό. «Να αφήσουμε και τον Κλεάνθη νωρίτερα σήμερις που έχει τα αρραβωνιάσματά του…»
Ο καπετάν Στέργιος έπιασε το χέρι του αμίλητου άντρα. Το χτύπησε ελαφρά σαν παρηγοριά: «Το τι λέει ο καθένας δεν έχει σημασία, το τι είσαι μέσα στην καρδιά σου … Και αυτοί καλαμαράδες είναι , δεν ξέρουν την θάλασσα…».
Ο Κλεάνθης έγνεψε καταφατικά, αλλά λέξη δεν έδωσε πίσω. Σε λίγο είχε μείνει μόνος με τον Μέμο.
Εκσφενδόνισε το ποτήρι που κρατούσε πάνω στον τοίχο και το είδε να γίνεται χίλια κομμάτια. Ο Μέμος πήγε στην κουζίνα και έβγαλε το μπροστομούνι.
«Η αδερφή μας, δεν φταίει σε τίποτα …», είπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου