Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

«Όψος μιλήσει και λαλήσει α φάει της κάτθας τα βυζά και του ποντικού τ’αφσά», ακούστηκε προς τα μικρά που έτρωγαν στα σκαμνάκια δίπλα από το τραπέζι των μεγάλων. «Ένα γ’καζάνι έμπζο, ένα τσουβάλλι κουρκουτζάλους, ένα γ’κοφίνι σισσυλίτζα και σαμιομύτθους. Και η «μαρίδα», δεν τολμούσε να κάνει τις αταξίες της και μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, δεν τολμούσε να μιλήσει.
Οι οργανοπαίκτες, εδώ και αρκετή ώρα έπαιζαν τους σκοπούς τους, τραγούδια της Καλύμνου, της θάλασσας και του αρραβώνα.
«Δεν είμαι σε διάθεση, δυοσμαράκι μου, δια να τρα(γ)ου(δ)ήσω,
σιγανά – σιγανά – σιγανά και ταπεινά.
Χατίρι της παρέας μου, δυόσμε τρίκλωνε, πάλι θα τ’ αρχινήσω,
σιγανά-σιγανά-σιγανά και ταπεινά.
Άρχισε γλώσσα μ’ άρχισε τραούτζα ν’ αραδιάζεις
και τη γ’καλή μ ’παρέα μμας ά τη διασκεδάζεις.
Σιγανά – σιγανά – σιγανά κι’ αυτή περνά.
Ήντα τραούϊ ά σου πώ πουλλί μμου ά σου’ ρέσει,
πού’σεις ατζελικό κορμί και δαχτυλένια μμέση;
Σιγανά – σιγανά κι’ απ το δρόμο μας περνά.
Έρωτα πρωτομάστορη δασκάλεψε τη γ ΄κόρη,
εγώ περνούσα ά τη δω μμά κείνη έ μμε χώρει.
Σιγανά – σιγανά κι’ η αγάπη μου περνά.
Μάνα καμό ν ΄τό ν’έχουσι τα μέσα μου για σένα
Έλα ά σμίξομε τά τζό ή φεύγω για τα ξένα.
Θα το πώ – θα το πω, μόνο σένα θ’αγαπώ»

Πολλοί είχαν σηκωθεί και μέσα στο μεγάλο σαλόνι, είχαν αρχίσει τον χορό. Αρραβώνας ήταν, η χαρά και υπήρχε και εκδηλωνόταν. Πρώτος ο νέος και η Νικολέτα, από πίσω ο Μέμος και οι γυναίκες που έψαχναν την ευκαιρία να χορέψουν και φυσικά να γελάσουν. Παντού ακούγονταν κακαριστά γέλια και τα μάτια είχαν αρχίσει να λάμπουν και να γυαλίζουν εκστασιασμένα. Τα πιτσιρίκια με τα μάτια διάπλατα κοιτούσαν, οι γέροι, μεταξύ αυτών λογιζόταν και ο κυρ Δημητρός χειροκροτούσαν καθισμένοι και σχολίαζαν τις κινήσεις των χορευτών. Πιο πέρα ένας άλλος χορευτικός γύρος είχε σχηματιστεί και προσπαθούσε να πάρει τον χώρο του. Εκεί κάποια πολύ νέα κορίτσια που προσκαλούσαν και δυο – τρεις νεαρούς από την παρέα του «γαμπρού», οι οποίοι δεν θέλαν και πολλά παρακάλια για να συμμετάσχουν. Ο καπνός των τσιγάρων (κάποιοι κάπνιζαν ναργιλέ), είχε γεμίσει ασφυκτικά τις κάμαρες με αποτέλεσμα η Κυράννα ν’ ανοίξει την πόρτα της βεράντας διάπλατα, αλλά και τα δυό μεγάλα παράθυρα στο πλάι.
Τα «προικιά» είχαν μαζευτεί για να μπορούν να χορέψουν άνετα και είχαν σχεδόν πεταχτεί στην εσωτερική ξύλινη σκάλα που επικοινωνούσε με το πάνω πάτωμα.
Το σπίτι ήταν χτισμένο πάνω στα βράχια – ο Κλεάνθης σαν ήταν παιδί,  βούταγε από την βεράντα κατ’ ευθείαν στη θάλασσα – αλλά από το δρόμο, φαινόταν σαν μονοκατοικία. Τα ολοφώτιστα, τώρα, δωμάτια, ήταν θεόρατα και το ταβάνι τους, ξεπερνούσε τα πέντε μέτρα. Η καλή οικονομική κατάσταση του κυρ Δημητρού, πριν οι Γερμανοί στον πόλεμο τον καταστρέψουν, απεικονιζόταν εκεί, στο σπίτι, αλλά και στα διάφορα ακίνητα που κατείχε στο νησί. Μικρασιάτης στην καταγωγή, για την ακρίβεια είχε γεννηθεί στην Αλικαρνασσό, το 1922, μαζί με τον αδερφό του τον Γιώργη, είχαν κολυμπήσει από τα παράλια της Μικράς Ασίας μέχρι την Κάλυμνο για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Είχαν ο καθένας από δυο χρυσές λίρες στο στόμα.
 Οι Τσέτες58 είχαν σκοτώσει τους γονείς και τα άλλα τέσσερα αδέρφια τους. Μα δεν υπήρχε καιρός για θρήνους. Τα δυό αγόρια, πρόσφυγες πια, βγήκαν στη δούλεψη, κάνοντας όποια δουλειά έβρισκαν. Για ένα ξεροκόμματο, δούλευαν στις αποθήκες με τα σφουγγάρια, κουβάλαγαν πράγματα στον ώμο και ξεφόρτωναν καΐκια με οικοδομικά και άλλα υλικά. Πολλές φορές πούλαγαν «κούνες» (πασατέμπο), σε ένα αυτοσχέδιο καρότσι και φιστίκια στην πλατεία. Το βράδυ κοιμούνταν με ταβάνι τα αστέρια σε κάποια παραλία. Μέχρι που ο κυρ Δημητρός, Δημητράκης τότε, έκανε εμπόριο. Ανήσυχο και αιχμηρό μυαλό, δεν άργησε να ανοίξει ένα μικρό μαγαζάκι. Το ένα φέρνει το άλλο και έτσι με την βοήθεια του αδερφού του, που ήταν οι μύες σε αυτό το επιχειρηματικό σώμα, το μαγαζάκι, έγινε μαγαζί και στο τέλος έφτασε να απασχολεί πάνω από είκοσι πέντε υπαλλήλους.
Και να σου οι εισαγωγές κολόνιας από την Γαλλία, να σου και οι ομπρέλες από την Γερμανία, τα σαπούνια από την Ρόδο και την Μυτιλήνη, οι πορσελάνες και τα σερβίτσια του «Φλώρου» και φυσικά τα ποτά και ειδικά το «Cinzano» από Ιταλία. Μα πάνω απ’ όλα,  το μονοπώλιο της διανομής τους σε όλα τα Δωδεκάνησα. Γρήγορα έγιναν τα δυο αδέρφια μεγάλα και τρανά. Μια φήμη λέει (και μάλλον δεν είναι ψέμα) ότι, το βράδυ που έκλειναν το μαγαζί, τις χρυσές λίρες, δεν τις μέτραγαν αλλά τις ζύγιζαν σε τσουβάλια.
Και όλα πήγαιναν καλά μέχρι που προσπάθησαν να κλέψουν την δουλειά τους οι Ιταλοί. Αλλά ο παμπόνηρος κυρ Δημητρός, πάντα έβρισκε τρόπους να καλύπτεται. Και να προοδεύει. Και να γιγαντώνεται….
Μετά ήρθαν οι Γερμανοί. Από τότε ο κυρ Δημητρός έπαψε να είναι εκείνος ο παλιός άνθρωπος. Έπεσε σε μελαγχολία, σε μαρασμό. Κατάντησε να ζει με τα λίγα που πρόλαβε να κρύψει και με τις αναμνήσεις του ένδοξου επαγγελματικού του παρελθόντος. Οι Γερμανοί έφυγαν, η χώρα λευτερώθηκε, ο κυρ Δημητρός ξανατόλμησε, αλλά όπως είπαμε δεν ήταν ο ίδιος. Κάποια περιουσία ξανάκανε αλλά η μελαγχολία, τον έκανε να πάρει γρήγορα τη σύνταξή του και να ζήσει σαν γέρος από τα πενήντα πέντε του με την οικογένεια. Αλλά όπως έλεγε και ο ίδιος: «Δόξα να ‘χει ο Θεός», ή «ο Θεός είναι μεγάλος…», μοιρολογώντας, «… η κυρά και τα παιδιά να είναι καλά…»
Τα δυό μεγάλα αδέρφια είχαν βγει στη βεράντα και προσπαθούσαν να συνεχίσουν την κουβέντα τους. Η Κυράννα, όλο ανησυχία, έκανε ότι της ήταν δυνατόν για να ‘κλέψει’ κάτι από τα λεγόμενά τους. Τελικά τους είδε ήρεμους, αλλά βαθιά βυθισμένους στις σκέψεις τους, να ακουμπούν στα κάγκελα αγναντεύοντας την θάλασσα. Είχαν πάψει να μιλούν, λες και είχαν παρθεί αποφάσεις. Δυσάρεστες, αν έκρινε σωστά από τη στάση του σώματος, αποφάσεις.
Ο Κλεάνθης είχε ανάψει τσιγάρο και το κάπνιζε με βαθιές ρουφηξιές. Η Καλοτίνα από την άλλη δεν αντιδρούσε σε τίποτα. Ακόμα και όταν κάποια πνοή αγέρα την έκανε να ανατριχιάσει, δεν κουνήθηκε, δεν έτριψε τα μπράτσα στην συνηθισμένη και ανακλαστική κίνηση που κάνουν όλοι. Έστεκε σαν άγαλμα.
Η μάνα ήξερε την αγάπη της Καλοτίνας για τον μεγάλο της αδερφό. Μια αγάπη που μπορούσε να φτάσει στα επίπεδα του έρωτα. Και αυτή η στάση της, την ανησύχησε ακόμα πιο πολύ, γιατί το θέμα τους θα αφορούσε σίγουρα τον μεγάλο της γιό. Μόνο γι αυτόν η Καλοτίνα θα πάγωνε σαν άγαλμα. Έπρεπε να μάθει και μάλιστα γρήγορα.
Το γλέντι μέσα συνεχιζόταν, οι άντρες είδαν τους εαυτούς τους… τραγουδιστές… υψηλού επιπέδου και ξελαρυγγιάζονταν στην προσπάθειά τους να εκτελέσουν θαλασσινά τραγούδια ( πραγματικά τα εκτελούσαν ).
Κάποιοι βέβαια είχαν καλές φωνές, οι περισσότεροι όμως…
Και το παράξενο είναι ότι οι παράφωνοι είναι πάντα αυτοί που ακούγονται πιο δυνατά.
Οι γυναίκες, άλλες χόρευαν, άλλες επιτέλους φρόντιζαν κάποια από τα πιτσιρίκια τους και οι υπόλοιπες χαμογελώντας πάντα, κοίταζαν το ζευγάρι, το ευτυχισμένο ζευγάρι και μίλαγαν ή καλύτερα κουτσομπόλευαν ότι μπορούσαν. Το τι έμαθαν οι Τσουκαλαήνες αλλά και το τι δίδαξαν και διέδωσαν… δεν λέγεται. Όλο το νησί πέρασε από το στόμα τους και τα αυτιά των υπολοίπων γυναικών. Το τι, το πότε, το που, το γιατί του καθένα. Και πάντα με χαμόγελο και … κατανόηση.
Οι μουσικάντηδες συνέχιζαν το έργο τους. Η τσαμπούνα εκστασίαζε:
«Χριστέ  μου  κι  ας  ημπρόβαλε  ένα  βοσκαρουάκι
Με  το  μαντήλι  στο  λαιμό  και  με  τ'  αγκιναράκι    .
Ίντα  τον  κάμω  τον  βοσκό  να  βόσκω  να  σφυρίζω
μ’ εγώ  θα  πάρω  σφουγγαρά  να  τον  καλημερίζω»

το βιολί, μακρόσυρτα και παραπονεμένα έκλαιγε:


Αχ, ο μισεμός είναι καημός
το κατευόδιο ζάλη
και το καλωσορίσατε, Μαρούλι
είναι χαρά μεγάλη.

Η μηχανή είναι η μάνα μου
η ρόδα η αδελφή μου
και στον κολαουζέρη μου, Μαρούλι
κρέμεται η ζωή μου.

Για σένα βάζω φόρεμα
για σε κρατώ μαρκούτσα
για σένα μου φορέσανε, Μαρούλι
τα σιδερέ παπούτσια.

Μαραίνομαι, μαραίνεται
και μένα η καρδιά μου
και δε θα ζήσω να σε δω, αχ, Μαρούλι
ξανά στην αγκαλιά μου.

ενώ το ούτι με το τουμπάκι και την λύρα, ένωναν τους Θεούς με τους ανθρώπους, τους τελευταίους με τις θύμησες και όλους μαζί με τους «σκασμένους» τους νεκρούς. Το γέλιο μπλέχτηκε με το χάος μέσα τους, το δάκρυ κύλαγε με τους ρυθμούς της μουσικής και η χαρά στεκόταν κόμπος στο λαρύγγι πια, ένας κόμπος που ήξερε να πνίγει τις ψυχές του.
Αυτή είναι η αληθινή Κάλυμνος. Αυτό είναι στην πραγματικότητα «το νησί του θρήνου» κι αυτά έπρεπε να έχουν ζήσει οι δημοσιογραφίσκοι της Αθηναϊκής εφημερίδας, πριν γράψουν όσα νόμισαν ότι κατάλαβαν και πουν ότι άνανδρα σκέφτηκαν. Ο Κλεάνθης, το ένοιωθε καλύτερα απ’ όλους αυτό. Τον έτρωγε πια το μαύρο σκουλήκι μέσα στην ψυχή του. Κι αν κάποιοι υπολόγιζαν ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι αυτό, ήταν αποφασισμένος να τους διαψεύσει. Έμενε να βρει τον τρόπο… ή μάλλον, όπως είπε στην Καλοτίνα, τον είχε βρει. Ένας τρόπος έμενε. Ένας και μοναδικός, αυτός που θα έριχνε την Κυράννα στη θλίψη και την δυστυχία της.
Είχε πια ξημερώσει, όταν τέλεια εξουθενωμένοι, ιδρωμένοι και μεθυσμένοι, οι οργανοπαίχτες έδειξαν διάθεση να σταματήσουν. Δεν τους άφησαν όμως. Ο κόσμος ήθελε χορό κι άλλο χορό (πότε θα ξαναγλεντούσαν;) ήθελαν όλοι τραγούδι και χαρά.
Μέσα σε όλα αυτά υπήρχαν και τα ευτράπελα. Κατά τα μεσάνυχτα, την πόρτα του σπιτιού, χτύπησαν οι … «τρελοί Διόσκουροι» της Καλύμνου. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από τα τριανταπέντε, δυο νέοι, ο ένας ψηλός, απειλούσε τα δυο μέτρα και ο άλλος απλά … χοντρός, αυτός δεν απειλούσε τα εκατόν τριάντα κιλά γιατί τα είχε περάσει, που ήταν η διασκέδαση του νησιού. Τον ψηλό τον φωνάζανε Κώστα ή Κωνσταντή και τον φίλο του Θανάση. Και οι δυό ήταν η τέλεια προσωποποίηση της τρέλας. Λένε ότι είναι τόσο πειραχτήρια οι Καλύμνιοι, που λίγο η «βίδα» να έχει λασκάρει, σε αποτρελαίνουν, μάλιστα – ξαναλένε οι κακές γλώσσες – ότι ως επίσημος τροφοδότης του τρελοκομείου της Λέρου, λογίζεται η Κάλυμνος.
Κανείς δεν είχε δει ποτέ την ταυτότητά τους, κανείς δεν ήξερε ποτέ ποια ήταν η οικογένειά τους, λες και είχαν φυτρώσει ξαφνικά στο νησί. Βέβαια όλοι τους αγαπούσαν και τους καλούσαν στις γιορτές σαν τους γελωτοποιούς της ημέρας. Και τι δεν έκαναν αυτοί οι δυο καλοκάγαθοι γίγαντες! Όποια παλαβομάρα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί!
Ο δήμαρχος από λύπη, τους είχε προσλάβει για να μπορούν να έχουν ένα μεροκάματο στην υπηρεσία καθαρισμού. Αν και ζούσαν σε οικοδομές και στα χαλάσματα από τα παλιά βομβαρδισμένα σπίτια, όλοι τους κέρναγαν στο νησί, φαγητό, τσίπουρο, κρασί και όποια ρούχα περίσσευαν.
Δούλευαν λοιπόν οι «Διόσκουροι» με μια σκούπα κι ένα φαράσι, κουβάλαγαν κι ένα βαρέλι με ρόδες για τα σκουπίδια και κατέληγαν το μεσημέρι, τύφλα από τα κεράσματα και τον ήλιο, να κάθονται στο λιμάνι, να κατουράνε και να συναγωνίζονται ποιού το κάτουρο πηγαίνει πιο μακριά, να πετάνε πέτρες σημαδεύοντας κάποιες άτυχες γάτες που είχαν την κακή επιλογή να περάσουν από κοντά τους. Όχι και πολύ άτυχες, αν σκεφτεί κανείς ότι το σημάδι τους ήταν … της απελπισίας. Ένας ελέφαντας στα δύο μέτρα, δεν θα ανησυχούσε για τίποτα.
Δυό φορές την βδομάδα, άφηναν τις σκούπες και πήγαιναν να αδειάσουν τον βόθρο του «Χριστού». Δίπλα, περίπου,  από την εκκλησία, υπήρχε ένα κτίριο του Δήμου όπου είχε μετατραπεί σε σχολή για δύτες. Ενώ όλα τα σπίτια στο νησί πέταγαν τα λύματά τους κατευθείαν στη θάλασσα, αυτό λειτουργούσε με βόθρο. Οι ακαθαρσίες μαζεύονταν λοιπόν σε μια μεγάλη, υπόγεια δεξαμενή, η οποία μια ή δυό (δυο συνήθως) φορές την βδομάδα έπρεπε να αδειάζει. Και την δουλειά αυτή, την είχαν αναλάβει οι δυό φίλοι. Έπαιρναν βέβαια και δέκα δραχμές παραπάνω στο μεροκάματο. Καλά ήταν κατά τους υπολογισμούς τους.
Άνοιγαν την σιδερένια καταπακτή της δεξαμενής, έβαζαν μια σκάλα και αγνοώντας τις «υπέροχες» οσμές του βόθρου, έριχναν κλήρο ποιος θα κατέβει κάτω.
«Κορώνα για γράμματα μαθές;», ρώταγε ο Κωνσταντής, ο μόνος από τους δυό που είχε «λεφτό», κέρμα δηλαδή πάνω του. Και ότι και να διάλεγε ο Θανάσης, πάντα το άλλο τύχαινε. Κανείς δεν ξέρει πως, αλλά ο χοντρός ήταν πάντα ο άτυχος. Ίσως επειδή δεν ήξερε και ποια ήταν τα «γράμματα» και ποια η «κορώνα», ίσως…
Κατέβαινε λοιπόν ο Θανάσης, γέμιζε τίγκα τον τενεκέ χωρίς να ξεπατάει τελείως από την σκάλα και φώναζε: «Άντε ορέ Κωνσταντή το ‘έμισα, τράβα ρεεεεεε». Και ο ψηλός από πάνω τράβαγε να ανεβάσει τις ακαθαρσίες να τις βάλει στο σιδερένιο βαρέλι (άλλο βαρέλι αυτό που έκλεινε καλά), μόνο που το κούναγε, επίτηδες, κάπως περισσότερο και βέβαια έλουζε τον φίλο του από κάτω. Έβαζε τότε τα γέλια και σε πολλές περιπτώσεις του έπεφτε από το ταρακούνημα και ο κουβάς, αποτελειώνοντας μέσα σε βρισιές από τον Θανάση, το «υγιεινό» ντους.
«Πανάτθεμά σε, τύφλα και στραβάγρα. Που να ξεραθεί το σκατό στο γ΄κώλο σσου . Που να σου βαρού ν’τα κουούνια και τους τενετσέες γλήορις και κοντά….», μερικές από τις κατάρες που έβγαιναν από τον βόθρο. «Να βρε βρωμόσκυλο…», τον μούτζωνε και «… τζαολόσπερμα, που να σε φάει η πανούκλα. Έλα τράβα, που να ‘ρτει το χαπάρι σ’ σου», κάνοντας, αυτή η φωνή από τα έγκατα του δρόμου, όλη τη «μαρίδα» να μαζεύεται και να σκάει στα γέλια.
Για όλα αυτά τα γνωρίσματα λοιπόν, οι δυό φίλοι μπήκαν πρώτοι, μπροστάρηδες στον χορό. Και κάθε φορά που ο Κωνσταντής με τα δυό του μέτρα, έφτανε κάτω από χαμηλό κάθετο δοκάρι της οροφής, το μόνο χαμηλό δοκάρι που υπήρχε σε εκείνα τα ψηλοτάβανα δωμάτια, οι μουσικοί, ψιλοτόνιζαν τον ρυθμό, σοπράνιζαν δηλαδή με τις νότες τους, κάτι που επέβαλε άλμα. Μετά τα τρία βέβαια άλματα το κεφάλι του γίγαντα, γέμιζε με επιδέσμους και καρούμπαλα. Και οι καλεσμένοι με δάκρυα από τα γέλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου