ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Και δυστυχώς, σε αυτή την θλίψη, είχε παρασύρει τους ανθρώπους π’ αγαπούσε. Όσους τουλάχιστον είχαν την ατυχία να το καταλάβουν αυτή τη στιγμή.
Η Κυράννα, είχε μοιράσει την ψυχή της, ανάμεσα στη χαρά της Νικολέτας της και την θλίψη του, την καρδιά της το μυαλό της αλλά και τη λειτουργία της. Πόσο θα ήθελε να ζήσει τη βραδιά της κι αυτή, χωρίς να σκέφτεται το κακό. «Πόσο…», σκέφτηκε, «… μικραίνουν οι στιγμές σαν ξυπνήσει το τέρας του πόνου». Γίνεται βραχνάς, γίνεται σφιχτό ζωνάρι που δεν σ’ αφήνει να πάρεις ανάσα, όταν ο αρραβώνας της «μικρής» γέμιζε με καθαρό οξυγόνο τις ψυχές.
Άρχισε να παρατηρεί και την Καλοτίνα, που αμίλητη πια καθόταν δίπλα στον αδερφό της με τα χέρια αφημένα σχεδόν παράλυτα, στο πλάι, σε μια εικόνα εγκατάλειψης. Την έπιασε ζαλάδα, κάτι θόλωσε στη ματιά της.
Η τσαμπούνα φώναζε το τσιριχτό της ήχο, το τουμπάκι συμφωνούσε μαζί της και το βιολί έκλαιγε στα χέρια του επιδέξιου του Μήτσου του Βεργή, αλλά το μυαλό της είχε απομονωθεί. Λες και τίποτε δεν μπορούσε να περάσει από τα αυτιά της. Γύρισε το κεφάλι δεξιά – αριστερά, είδε κάποιους ανθρώπους όρθιους, μάλλον χόρευαν, μάλλον γέλαγαν, μάλλον τραγουδούσαν. Δεν ήξερε πια. Σα να κοίταγε μέσα από το σκάφανδρο των «αγαπημένων της μηχανικών». Μέσα από κείνο το φινιστρίνι με τα κάθετα σίδερα. Το τοπίο του βυθού της, ήταν εκείνο το σαλόνι, εκείνο το θολό τώρα πια σαλόνι, που φαινόταν απελπιστικά σκοτεινό.
Οι «σκύλοι», παραμόνευαν πίσω απ’ τα βράχια. «Φως…», ψιθύρισε, «… λίγο φως ακόμα». Σκοτείνιαζε. Ο βυθός της έπαιρνε το μαύρο της νύχτας.
Γύρισε τα μάτια στην Νικολέτα και τον Σέμο. Έψαχνε ελπίδα, έψαχνε κουράγιο. Το μυαλό της όμως αρνιόταν να τα δεχτεί. «Αδικώ τα παιδιά μου», σκέφτηκε. Μα δεν μπορούσε να ξεχάσει το βλέμμα του Κλεάνθη της. Λιγόστεψε ο αέρας! Ο κολαουζέρης της, είχε ξεχαστεί, η Βαρβάρα την πρόδιδε, οι βυθοί την τράβαγαν και σφουγγάρια δεν υπήρχαν.
Σηκώθηκε ξανά. Με αργά βήματα ακούμπησε στο μάρμαρο του νεροχύτη. Σε μια πράξη αυτοάμυνας, να κρυφτεί, χαμογέλασε προς τους καλεσμένους και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της. Κάπως συνήλθε, όμως είχε παρασύρει και τον κυρ Δημητρό σ’ αυτήν την έκστασή της. Ο άντρας της είχε σηκωθεί βλέποντάς την να μη νοιώθει καλά και πήγε κοντά της.
«Φρεγάτα μου…», είπε ανήσυχος, «… ίντα έχεις; Ε σε γλέπω καλά. Θες μαθές να ξαπλώσεις λιγάκι; Ίντα σε πείραξε; Η χαρά, για το κρασί;», στα μάτια του φαίνονταν τα μαύρα σύννεφα της ανησυχίας.
Του έκανε νόημα με το χέρι ότι όλα ήταν καλά. Βρήκε και το κουράγιο να χαμογελάσει.
«Η χαρά της κόρης μου…», είπε. «Το παιί μας δίνουμε … και είναι το πρώτο που θα κάμει δικό του σπιτικό. Η χαρά το λοιπό…»
Δεν ήταν πολύ πειστική, αλλά ο κυρ Δημητρός βολεύτηκε σ’ αυτό και γύρισε στον συμπέθερο, τον καπετάν Αριστείδη και στο ποτήρι του τσίπουρου.
«Όλα καλά…», είπε, «… μάνα είναι, συγκινιέται μαθές…» και κατέβασε μονορούφι το πιοτί. Ο άλλος τον μιμήθηκε και σε λίγο τραγουδούσαν το «Μελαχρινάκι», ευχόμενοι για πολλοστή φορά.
Και η μέρα δεν έλεγε να ‘ρθει. Ο αρραβώνας λες και δεν είχε τέλος. Και η Κυράννα, δεν ήξερε. Πόσο την σκότωνε αυτό! Μια που ρώτησε την Καλοτίνα, δεν πήρε απάντηση, μόνο θλιμμένα μάτια την κοιτούσαν
«Αχ, ο μισεμός είναι καημός…»
τραγουδούσε για άλλη μια φορά το μαζεμένο ανθρώπινο κοπάδι, σαν κάτι να ήθελε να πει. Κάτι να προσδιορίσει στην στεναχώρια της Κυράννας.
«Όχι Θεέ μου …», μονολόγησε εκείνη και κοίταξε τον Κλεάνθη.
Με όσες δυνάμεις του απέμεναν από το γλέντι του αρραβώνα, ίσως και με τη βοήθεια της υπερδιέγερσης που πάντα κάποιος νοιώθει μετά από τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, ο Κλεάνθης άνοιξε το καφενείο, με το πρώτο, σχεδόν, φως της ημέρας. Ίσως κανείς να μην περίμενε ότι μια τέτοια μέρα θα άνοιγε, αλλά ο άντρας ένοιωθε πιο καλά μόνος του εκεί, στον δικό του χώρο. Ανάμεσα στα τραπέζια και τα ποτά, έβαζε τον εαυτό του να σκεφτεί καλύτερα και να πάρει μη βεβιασμένες αποφάσεις.
Κοίταξε τις καρέκλες που έπρεπε να βγουν στην αυλή. Η μια πάνω στην άλλη στοιβαγμένες σαν ξύλινα σκιάχτρα, έκοβαν το μαγαζί στα δύο. Χαμογέλασε και χάιδεψε την ξύλινη πλάτη τους. Του μύρισε το ψαθί τους, μια μυρωδιά γνώριμη και φιλική. Σήκωσε τις πρώτες και τις μετέφερε στην αυλή.
«Μαγαζάκι μου…», είπε με κάποια μελαγχολία, «… τόσα χρόνια … τι έχεις ακούσει από χαρές και πόνους…»
Σε λίγο το είχε τακτοποιήσει όπως έπρεπε για την καθημερινή ρουτίνα. Κανείς δεν είχε έρθει ακόμα και βρήκε την ευκαιρία να κάνει τον δικό του καφέ. Κάθισε στην αυλή. Τον χαιρέτισαν κάποιες γυναίκες που πήγαιναν στον Αι Νικόλα και είδε τα πιτσιρίκια που έτρεχαν στα καΐκια με τα τσιμέντα. Όλο φωνές και φασαρία, αναστάτωναν αυτούς που ήθελαν να κοιμηθούν λίγο παραπάνω. Ένας χωροφύλακας, φρουρός στο τελωνείο, προσπάθησε να τα διώξει με κλωτσιά, αλλά χτύπησε τον αέρα και πήρε μια αστεία στροφή γύρω από τον εαυτό του, κάνοντας την «μαρίδα» να σκάσει στα γέλια και να τον πειράζουν τρέχοντας.
«Άμε τε στο ανάτθεμα…», ακούστηκε η φωνή του
«Άμε στο τρισανάτθεμα…», απαντούσαν τα διαβολάκια.
«Να, βρε κόρνια, μπασταρδομούλαρα…. Να» και τα μούτζωνε
«Να και σε σένα, ε μπα να κουρέβζεσαι με το μαντροψάλιο… που να φας τη μ’ μούκχαλη…»
Και οι βρισιές καλά κρατούσαν, μέχρι που τα παιδιά απομακρύνθηκαν. Ο Κλεάνθης επιτέλους χαμογέλασε σαν από απέναντι ο χωροφύλακας του έδειξε με το χέρι, λες και του έλεγε: «τα βλέπεις τα σκασμένα … θράσος!»
Άναψε το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι αρκετή ώρα και τράβηξε μακρόσυρτα μια γουλιά καφέ. Έκλεισε τα μάτια να απολαύσει το ζεστό υγρό στο στόμα, στον ουρανίσκο του. Η φωνή του καπετάν Ατσά που τον καλημέριζε ζητώντας του συγχρόνως και τον καφέ του, τον επανέφερε στον αληθινό κόσμο.
Ο καπετάν Ατσάς ήταν από το «Χωριό». Θαλασσόλυκος σωστός με δέρμα σκασμένο από το αλάτι και τον ήλιο του πελάγους. Πέντε καράβια, σφουγγαράδικα, είχε στη δούλεψή του. Και τα πέντε έφερναν «ματζιά» πολλά και φήμη πιότερη. Από τα παιδικάτα του στα καΐκια και στις βάρκες, ήξερε το αρμυρό νερό καλύτερα από τον καθένα. Είχε δουλέψει και σαν «μηχανικός» και σαν κολαουζέρης και σιγά – σιγά έβγαλε τα δικά του πλοία, δυό «μεζάρικα» και τρία «βαθυτικά» κι έγινε κι αυτός καπετάνιος. Είχε το χάρισμα να διαβάζει καλά τον βυθό, να μαντεύει σωστά για μεγάλα σφουγγάρια και τον ακολουθούσε η φήμη ότι φέρνει γερούς τους «μηχανικούς» του. Τσουρμάριζε νωρίς και έδινε καλά «πλάτικα» από Νοέμβρη καμιά φορά και από Οκτώβρη, με το που γύριζε από το προηγούμενο ταξίδι του.
«Τι χαμπάρια καπετάνιε;», τον ρώτησε σαν έψηνε τον καφέ του. «Όλα καλά;»
Ο καπετάνιος ίσιωσε την τραγιάσκα του λες και την ξανάβαζε από την αρχή, κούνησε το χέρι με το κομπολόι στον αέρα και προσπάθησε να βολευτεί καλά στην καρέκλα του.
«Όλα καλά Κλεανθιό, όλα … δόξα τω Θεώ. Μόνο η «Αργυρούλα» μου ήθελε λίγο περιποίηση, την χτύπησε βράχι και λίγο την «σάλεψε» στα πλευρά. Καλαφάτισμα έτσι κι αλλιώς το ήθελε. Άντε και λίγα ξύλα. Για αυτό κατέβηκα. Θα πάω στον ταρσανά να δω ίντα γίνεται»
«Έπαθε ζημιά δηλαδή;»
«Μπα, μη σκεφτείς τίποτις το φοβερό. Λίγα χτυπήματα… και την κουμάνταρε και ο Σακελλάρης να φανταστείς. Αλλά δεν τα ήξερε καλά τα νερά στο Μαρόκο και χτύπησε σε ξέρα κρυφή. Δεν την είχε το «χαρτί»59 και μουζούρεψε λιγάκι»
«Και θα μείνει καιρό μέσα;»
«Κοίτα να δεις. Τσίτθες60θέλει αλλά τρούλλα61, όσο νάναι θα πάρει μερικούς μήνους. Και τα άλλα όμως θέλουσι την μαγκιά τους. Κάτι εδώ, κάτι εκει, ξύλο έχουσι κι αυτό θέλει το χάδι του. Το καλαφάτισμά του, την ομορφιά του», χαμογέλασε σαν να μίλαγε για τα παιδιά του.
Καλός άνθρωπος ο καπετάνιος, δεν αδικούσε τους ναυτικούς του, δεν τους κούραζε παράλογα, δεν ήταν σκύλος με τους κολαουζέρηδές του. Το μόνο του παράπονο ήταν από την ζωή που δεν του χάρισε παιδιά. Μόνος με την κυρά, «… δυό ξερόκλαδα στη ζήση είμαστε …», έλεγε κάθε φορά με παράπονο. Στέρφα η κυρά Νομική δεν του είχε χαρίσει τον πολυπόθητο γιό, ούτε … άντε… και μια κόρη.
Μα την αγαπούσε και κάθε φορά προσπαθούσε να της κρύψει τον πόνο του. Ποτέ δεν της είχε κάνει ούτε ένα παράπονο. Κι όταν εκείνη τον έβλεπε τα βράδια να κοιτάζει την θάλασσα, τον χάιδευε σαν να του ζητούσε συγγνώμη.
Τώρα που τα χρόνια είχαν περάσει, αντί να του περνάει ο καημός, φούντωνε σαν πυρκαγιά μέσα στα στήθια του. Και έλειπε μήνες στη θάλασσα, βλέποντας για δικά του παιδιά όλα αυτά τα παλικάρια που βουτούσαν. Και χαιρόταν σαν του γελούσαν, σαν έφερναν μεγάλο «σφαγμένο» πάνω στη γέφυρα.
Και τον Κλεάνθη, τον είχε πάρει από καλό μάτι. Τον συμπαθούσε και το έδειχνε με το να πίνει εκεί τον καφέ του, αρκετά μακριά από τον ταρσανά, κάθε φορά που κατέβαινε στην Πόθια.
Ο Κλεάνθης κάθισε δίπλα του και άναψε τσιγάρο, προσφέροντας κι ένα στον γεροκαπετάνιο. Ο ναυτικός το αρνήθηκε και έστριψε ένα δικό του. Δικαιολογήθηκε ότι δεν άλλαζε καπνό, μην αρχίσει να βήχει.
«Καπετάνιε σε ήθελα… ήθελα δηλαδή κάτι από σένα»
«Ίντα θες γιέ μου; Τι μπορεί ένας γέρος να κάμει που δεν μπορείς εσύ;» και γέλασε.
«Καπετάνιε, σε θέλω σοβαρά. Σε θέλω για τσούρμο. Για μπάρκο»
Ο καπετάν Ατσάς, έκανε ότι δεν κατάλαβε. Ίσιωσε μηχανικά το γείσο της τραγιάσκας του και φάνηκε ένα τρέμουλο στο χέρι. Πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το άφιλτρο τσιγάρο του και κοίταξε κατάματα τον Κλεάνθη.
«Ίντα θες να πεις μαθές; Τι μπάρκο; Τι τσουρμάρισμα; Ξέρεις ότι έχω τελειώσει με το τσούρμο, έχεις κανένα δικό σου που θέλει να τσουρμάρει; Τα «πλάτικα» δοθήκανε πλιο…»
«Ναι, κάποιον έχω που θέλει να ορτσάρει μαζί σου. Κι αν σου πω, πως δεν θέλει πλάτικο; Θα το σκεφτόσουν να τον πάρεις μαζί σου; Ότι βγάλει, τόσα του δίνεις. Ένα προς ένα. Θα τον έπαιρνες;»
«Και ποιός είναι τούτος που δεν θέλει κοντράτο και «πλάτικο»;»
«Θα τον πάρεις καπετάνιε; Αυτό μόνο πε μου…»
«Που να ξέρω παιί μου. Πρέπει να τον δω. Είναι καλός; Έχει κάνει καθόλου «ξεμύξασμα»; Για «μηχανικός» λες έτσι; Ξέρει από «καγγαβί»; Και γιατί δε θέλει «πλάτικο», συμβαίνει τίποτις;»
«Τίποτα δεν συμβαίνει καπετάνιε. Τίποτα. Και από σφουγγάρι ξέρει καλά. Έχει βούτθους πολλούς και καλούς. Θα τον έπαιρνες;»
Ο παμπόνηρος γεροκαπετάνιος σταμάτησε απότομα να μιλάει. Τον κοίταξε ίσα μέσα στα μάτια με ένα βλέμμα σκεφτικό και σκοτεινό σαν χειμωνιάτικο σύννεφο. Είχε καταλάβει τι ήθελε να του πει ο Κλεάνθης.
«Το λοιπό καπετάνιε, θα μου πεις;»
Την συζήτηση διέκοψαν εκείνη τη στιγμή δυό ναύτες που είχαν έρθει γελώντας στο μαγαζί και με δυνατές φωνές χαιρέτισαν τους δυο συζητητές. Ζήτησαν καφέ και καμιά κριθαροκουλούρα, γιατί μόλις είχαν έρθει από ταξίδι με το ψαράδικο του καπετάν Γιάννη του Καρπάθιου και πείναγαν.
«Πήγε καλά το δίχτυ παιδιά;», ρώτησε ο γεροκαπετάνιος, για να πάρει καταφατική απάντηση.
«Πολύ ψάρι καπετάνιε, πολύ ψάρι. Και καλό, σκαθάρια και φαγκριά και χάνοι και λουφάρτζα και σουλούτθες και κοβζοί…. να μην … έχουν τελειωμό. Καλά πήγε»
Ο Κλεάνθης, αν και ήθελε πολύ να συνεχίσει την προηγούμενη κουβέντα με τον καπετάνιο, σηκώθηκε, ασυναίσθητα σκούπισε τα χέρια στην ποδιά του και πήγε αμίλητος στο μαγαζί να ετοιμάσει. Έφτιαξε με τη χόβολη τους καφέδες, πρόσεξε τα κάρβουνα να μην «πέσουν» και ξαναβγήκε στην παρέα. Οι τρεις τελικά κάθονταν μαζί σα μια παρέα. Λες και ο καπετάν Άτσας δεν ήθελε να συνεχίσει την κουβέντα τους. Δεν είπε τίποτα, μόνο άφησε τα πράγματα και ξαναγύρισε προς το εσωτερικό του καφενείου.
«Δεν θέλει…», σκέφτηκε με μια μελαγχολία. «Ας είναι έτσι…»
Κόσμος ήρθε. Όσοι ήξεραν του ευχήθηκαν για την αδερφή του τα καλύτερα και όσοι δεν ήξεραν έμαθαν και βέβαια όλοι μαζί ζήτησαν κέρασμα. Και ο Κλεάνθης για λίγο ξεχάστηκε και έφτιαξε το χαμόγελο του, παρασύρθηκε από τα συχαρίκια των πελατών του και αφοσιώθηκε στο καθημερινό του καθήκον.
Από μακριά φάνηκε και ο Μέμος με την Νικολέτα και τον μέλλοντα (;) γαμπρό του. Το αρραβωνιασμένο ζεύγος θα πήγαινε στην αγορά, ήταν υποχρέωση του γαμπρού, ακριβώς την επόμενη του αρραβώνα, να πάρει φόρεμα στην κοπέλα του κι ένα ψιλό ζακετάκι. Κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Ήταν το έθιμο.
Ο Μέμος ερχόταν να βοηθήσει όπως συνήθιζε τον αδερφό του, μόνο που πρώτα θα περνούσε από τον φίλο του τον Νικήτα, να πάρει τα χτεσινά χταπόδια. Για τον μεσημεριανό μεζέ του ούζου. Οι δυό τους είχαν «ανεβάσει» καμιά εικοσαριά μεγάλα χταπόδια και λόγω του αρραβώνα, θα τα χτύπαγε και θα τα έτριβε ο Νικήτας.
Πέρασαν πρώτα από το καφενείο, ήπιαν μια – δυό γουλιές – για το καλό – τσίπουρο και συνέχισαν το δρόμο τους, άυπνοι μα γελαστοί και χαρούμενοι. Οι συγγενείς είχαν μείνει πίσω στο σπίτι και θα συνέχιζαν για άλλη μια μέρα το γλέντι.
Οι πελάτες του μαγαζιού τώρα είχαν αυξηθεί και ο Κλεάνθης φώναξε τον Μέμο, να τον βοηθήσει. Μα εκείνος έγνεψε με το κεφάλι πως δεν μπορούσε για την ώρα: «Τα χταπόια….», φώναξε.
Ο καπετάν Άτσας κοίταξε λοξά τον Κλεάνθη, αλλά προσπαθούσε να αποφύγει το βλέμμα του κάθε φορά που γύριζε το κεφάλι προς το μέρος του. Κάποια στιγμή αφοσιώθηκε στην κουβέντα των άλλων. Όλοι είχαν γίνει μια παρέα, σαν ο Βαλσαμίδης ο σπανός, (το παρατσούκλι του το είχαν κολλήσει για ευνόητους λόγους), είχε αρχίσει τα γουλιασμένα62.
«Θα’ μουν δώδεκα χρονώ…», έλεγε ο σπανός, «… και μέναμε στη Πόθια. Όποτε έβρισκα την ευκαιρία, έπαιρνα τον δρόμο για τον αγαπημένο μου Βαθύ και έμενα με την μεγάλη μου αερφή την Ελένη, που τότες έμενε στον καφενέ του Ζαΐρη, του πεθερού της.
Μια βραδιά μας ξύπνησε ο δάσκαλος ο Φελλάς μαζί με την πεθερά του, γιατί φοβόταν να ‘ρτει μοναχός του και μάλιστα λέγανε πως ήθελε συντροφιά ακόμη και σαν έβγαινε την νύχτα για ανάγκη του. Με ξύπνησαν λοιπόν για να πάω στη Νομικούαινα, να ξυπνήσω τον καφετζή, τον πάρβα Γιάννη το Γατάνι και να μου δώσει οινόπνευμα για να πάρουν βεντούζες και να τρίψουν την άρρωστη πρωτοκόρη τους.
Από ντροπή να ομολογήσω τον φόβο μου και από σεβασμό γιατί υπήρξε δάσκαλός μου, δέχτηκα να πάω.
Για να πας όμως στον Πλάτανο ο δρόμος περνούσε από τον Μαύρο Κήπο και το Στένωμα, δηλαδή από τα πιο στοιχειωμένα μέρη του Βαθύ. Πάμπολλες ιστορίες είχαμε ακούσει στα πησπερίσματα και προ παντός τις νύχτες στο λετρί, όταν νυχτοξημερώνονταν για να ‘λέσουν ελιές …».
Μαύρες σκρόφες, μαυροφόρες, ασπροφόρες, καβαλάρηδες κ.α. έπαιρναν μέρος στις ιστορήσεις.
«Όσο πλησίαζα προς το Μαύρο Κήπο τόσο και μεγάλωνε ο φόβος. Με σταυρούς, άγιος ο Θεός, δόξα πατρί, πατερημούς και πιστεύους, έκαμα κουράγιο και ξεπέρασα το κακό πέρασμα, χωρίς να γυρίσω αριστερά μου και χωρίς να βγάλω μιλιά. Η δοξασία ήτο ότι μπορούσε να στραβώσει ο λαιμός σου, να ξεραθείς σα τη γυναίκα του Λωτ και να σου πάρουν τη φωνή σου τα στοιχειά. Έφτασα στον προορισμό μου, ξύπνησα τον Πάρβα Γιάννη, αγόρασα το σπίρτο και γύρσα πίσω. Όταν πλησίασα προς το στένωμα μ’ ήπιασε ένας φόβος και μια τρομάρα, που στάθηκε αδύνατο να προχωρήσω. Μπήκα αριστερά στ’ αμπέλια, έκαμα ένα μεγάλο γύρο και βγήκα πάλι στον δρόμο, αφού ξεπέρασα τις κακοτοπιές και πήγα στου Φελλά και αμέσως τράβηξα για το σπίτι. Φαίνεται πως δεν φαινόμουν καθόλου καλά και η Ελένη μου ‘καμε βραστικό, μου ‘βαλε μέσα και λίγο κονιάκ, για να συνέλθω και να πάω για ύπνο»
Οι δυό ναύτες δίπλα του σταυροκοπήθηκαν και μέσα τους πρέπει να είπαν κάποια προσευχή. Ο γεροκαπετάνιος, απλώς μειδίασε και στραβοκοίταξε τον σπανό, αλλά στα κρυφά, δεν παρέλειψε να κάνει κι εκείνος τον σταυρό του.
Τον λόγο είχε πάρει τώρα ένας γέρος ναυτικός κι αυτός από το χωριό που κάπνιζε τον ναργιλέ του καθισμένος σταυροπόδι:
«Εγώ…» άρχισε τονίζοντας το «εγώ», «… όταν ήμουν οκτώ – εννιά χρονώ, μέναμε στης Καλίτσαινας, κοντά στην Παναγιά τη Θωμάαινα63και σε καμιά πετριά διάστημα στης Μελάϊνας, έμενε ο φίλος και συνομήλικός μου Πέτρος Κυπραίος. Ένα απόγευμα ακούσαμε φωνές κι έτρεξα να δω τι γίνεται. Όταν μπήκα στο κατώφλι βλέπω τον Πέτρο ξαπλωμένο ανάσκελα καταμεσής του σπιτιού, αναίσθητο και αφροί να τρέχουν από το στόμα του. Τρέξαμε στο Μετόχι, νομίζω με τον αδερφό του τον Στέφανο και φωνάξαμε τον παπά.
Ύστερις από τον αγιασμό και τα ξόρκια, όταν ο Πέτρος συνήλθε μας διηγήθηκε ότι, όπως ερχόταν από το Μετόχι, σε ένα σημείο του Κλαστανιού, άκουσε θόρυβο πίσω του και όταν γύρισε το κεφάλι του είδε να τον ακολουθεί ένας καβαλάρης. Κοντοστάθηκε ο Πέτρος για να προσπεράσει ο καβαλάρης, κοντοστάθηκε κι εκείνος, ξεκίνησε ο Πέτρος, ξεκινά κι εκείνος, επιταχύνει το βήμα του ο Πέτρος, το ίδιο κι εκείνος, το βάζει στην τρεχάλα ο Πέτρος, τρεχάλα κι ο καβαλάρης και όταν έφτασε στο σπίτι τους, μόλις πέρασε το κατώφλι έπεσε κάτω χωρίς να προλάβει να πει λέξη.
Στο σημείο που λέει ότι είδε τον καβαλάρη, σε μια σχισμάδα του βουνού, δεξιά, δίπλα σε μια βελανιδιά, είχαν κάψει τα ρούχα του γερο Χαράλαμπου του Κοπανέζου, που τον είχαν βρει αποθαμένο στο σπήλιο του αμπελιού του και γι αυτό θεωρούσαμε το μέρος στοιχειωμένο…»
Στα γέλια των υπόλοιπων ο γερο ναυτικός με τον ναργιλέ έδειξε να μένει ατάραχος. Πήρε μια δυνατή ρουφηξιά από τον καφέ του και συνέχισε:
«Στην οικογένεια αυτή και άλλα μέλη της έλεγαν πως είδαν στοιχειά. Ένας από τους αδερφούς του Πέτρου, ο Στέφανος ή ο Νικόλας, στο πηγάδι του Βουτσανιού, ηγγίστηκε από το ζώπιο του πηγαδιού.
Η αδερφή της μάνας τους η Ευφημία η Υψελλιά, η μαμμή, πήγαινε από το Βαθύ στη Πόθια και σε ένα μέρος, μετά την Πάνω Πηγή, βρήκε ένα μωρό παιί. Το σήκωσε στα χέρια της, έβαλε μερικές φωνές για τη μάνα του μωρού, μήπως είχε πάει για ανάγκη της και, όταν δεν πήρε απάντηση, συνέχισε το δρόμο της με το παιί στην αγκαλιά.
Όσο προχωρούσε η Υψελλιά, τόσο και ένοιωθε το παιί να βαραίνει, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην αντέχει το βάρος του. Αναγκάστηκε να το ακουμπήσει χάμω για να ξεκουραστεί και μόλις το ακούμπησε κάτω το παιί, μεταμορφώνεται σε πειρασμό, αφήνει μια πορδή και τραβά ίσα κάτω τη λαγκαδιά, που από τότε πήρε το όνομα της «Υψελλιάς το λαγκάϊ»…»
Ο Κλεάνθης δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά τα πράγματα, αυτές τις ιστορίες. Κάτι όμως μέσα του αναστατωνόταν, θέλοντας και μη και γι αυτό προτιμούσε να μην τις ακούει. Όμως αν, έστω και μια λέξη ακούσει κάποιος από αυτές τις διηγήσεις, «κολλάει» και δεν φεύγει μέχρι το τέλος. Είδε με την άκρη του ματιού του τον Μέμο να επιστρέφει και κατάλαβε ότι με την δουλειά και τα «γουλιασμένα», η ώρα είχε περάσει. Ήθελε να ξεκολλήσει αλλά τώρα τον λόγο τον είχε πάρει ο μπαρμπα Γιάννης ο Θεολόγος από τις Μυρτιές, που ήταν γνωστός για την ευφράδειά του και την πειστικότητά του. Όλοι γύρισαν το βλέμμα τους στα χείλη του.
«Προ κάμποσα χρόνια, εν εθυμούμαι πλιο πόσα, κάποιος χωριανός μηχανικός, όταν έφτασαν στη Κάλυμνο από το ταξίδι, θα ‘ταν κοντά μεσάνυχτα… δεν είχε την υπομονή να περιμένει το ξημέρωμα και ξεκίνησε μοναχός του για το Χωριό.
Σ’ όλο το δρόμο μέχρι το γιοφύρι στη Πλατζόστρατα δεν αντάμωσε ψυχή. Από μακριά βλέπει τον Ηλία τον Ξεπαραλυμένο και του φώναξε να τον περιμένει. Ο Ηλίας κοντοστάθηκε και παντούριζε, σαν να τα είχε κοπανήσει για καλά. Πήγαιναν δίπλα – δίπλα και του μιλούσε ο μηχανικός, αλλά δεν έπαιρνε μιλιά. Όταν έφτασαν στον μύλο του Φραγκούλια, ο Ηλίας σαρτάρησε τον τοίχο και ο μηχανικός, νομίζοντας πως πήγε για ανάγκη του, τον περίμενε. Όταν είδε πως αργούσε του φώναξε και όταν δεν πήρε απάντηση έφυγε και πήγε στο σπίτι του. Χτύπησε την πόρτα, ξύπνησε και του άνοιξε η γυναίκα του και μετά τα καλωσορίσματα, τον ρώτησε γιατί δεν περίμενε να ξημερώσει, μόνο πήρε το δρόμο μοναχός του τέτοια ώρα. Εκείνος της λέει ότι κοντά τον μισό δρόμο είχε παρέα τον Ηλία.
Η γυναίκα σαν τ’ άκουσε, άρχισε να σταυροκοπιέται και να τρέμει. Ο άντρας τα ‘χασε για το ξαφνικό πάθημα της γυναίκας του και προσπάθησε να τη συνεφέρει. Όταν καμιά φορά γαλήνεψε η γυναίκα κοιμήθηκαν και το πρωί του φανέρωσε ότι πριν κάμποσο καιρό, ένα πρωί, βρήκαν σκοτωμένο τον Ηλία στο γεφύρι της Πλατζόστρατας»
Νέα σταυροκοπήματα απ’ όλους και ειδικά από τους δυό ναύτες του ψαράδικου. Όλοι άναψαν νέο τσιγάρο και άρχισαν να γελούν από αμηχανία ίσως και φόβο.
Ο καπετάν Ατσάς σηκώθηκε και πήγε στην άκρη της αυλής. Πλησίασε τον Κλεάνθη και τον κοίταξε για άλλη μια φορά βαθιά στα μάτια.
«Αν αυτός ο φίλος σου είναι πραγματικά καλός, θα συμβούλευα να μην βιάζεται. Ας κάνει μερικούς βούτθους και για την άλλη χρονιά … γλέπουμι. Ως τότε όμως ας … προσέχει τον καφενέ του. Παλικάρι είναι, ας περιμένει μέχρι τον άλλο χρόνο…» και κλείνοντας το μάτι του με νόημα, γύρισε την πλάτη και πήρε τον δρόμο για τον ταρσανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου