ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Λάβαρο Καλύμνου |
«Αρή Νικολέτα, ίντα αρή θα κάμεις με τις νταντέλες; Τζάμπα μαθές καθόμουν και τις ξήλωνα; Ή μήπως είμαι ξίστα64 για τα φτιασίματα; Αμ, θέλουσι να κάμουν πιτιλλιές65δώθε και κείθε και όλο με τη βελόνα στο χέρι, όλο με (γ)καρφίτσες και κλωστές και την ομορφάδα δεν μ’ αφήνεις μαθές να την τελειώνω», ακούστηκε η φωνή της Μαρίας της Τσουκαλαήνας.
Η Νικολέτα στεκόταν όρθια, φορούσε το λευκό της νυφικό και δυό μοδίστρες ήταν, σκυμμένη η μια, γονατιστή η άλλη, μπροστά της, προσπαθούσαν να διορθώσουν τυχόν ατέλειες. Σε μια βδομάδα, το άλλο Σάββατο, ήταν ο γάμος και είχε τόσα πράγματα να τελειώσει. Η Τσουκαλαήνα διαμαρτυρόταν που δεν την άφηνε να βάλει τις δαντέλες στο κάτω και στο πίσω μέρος του νυφικού. Δαντέλες που είχε ξηλώσει από ένα παλιό της φόρεμα για να τις προσθέσει, να «γεμίσει το νυφικό», να το κάνει πιο όμορφο. Και τι δαντέλες ήταν αυτές! Ιταλικές, από την Νάπολη, χειροποίητες και πανάκριβες, που τις είχε φέρει ο καπετάν Νικόλας ο Βαλεντίνος, λαθραία μέσα στη βαλίτσα του Ιταλού επίτροπου (άγνωστο πως τα είχε καταφέρει), πριν πολλά χρόνια. Όμως είχαν πλυθεί καλά – καλά με λουλάκι και έτσι τώρα το λευκό τους, έλαμπε σαν διαμάντι στον ήλιο.
Αυτές, ήταν και το δώρο των Τσουκαλαήνων για το γάμο.
Κάποια στιγμή, μια κουρασμένη και με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, Κυράννα, πλησίασε την κόρη της. Έκανε μια δυό παρατηρήσεις στις μοδίστρες, θαύμασε τις δαντέλες, ευχαρίστησε την Μαρία και κάθισε σαν εξουθενωμένη στον μικρό ξύλινο καναπέ που ήταν στην άκρη του τοίχου.
Από την ημέρα που ο μεγάλος της γιός, ανακοίνωσε την απόφασή του να ξαναπάει στα σφουγγάρια, η Κυράννα είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Έκλαψε πικρά και η ζωντάνια που την χαρακτήριζε την είχε σχεδόν εγκαταλείψει. «Ο χτυπημένος δεν ξαναπάει στη θάλασσα…», έλεγε. «Μόνο σκάσιμο θα βρει στα βάθια της…».
Η Καλοτίνα σερβίριζε τους τελευταίους χαλβάδες και τους καφέδες στις γυναίκες που είχαν μαζευτεί από το ξημέρωμα και πήγε στο παράθυρό της, να δει τον κόσμο που περπατούσε για τις πρωινές δουλειές του. Είδε πρόσωπα που τα έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα, τίποτα το περίεργο σε αυτό, έτσι κι αλλιώς τι το παράξενο θα μπορούσε να συμβεί σε αυτό το μικρό νησί; Κάποιος πιτσιρικάς είχε αγκαλιά ένα μικρό κουταβάκι και το χάιδευε σαν περπατούσε προς την πλατεία, η κυρα Λαούαινα ακουμπούσε στο μπαστούνι της και στεκόταν κάθε λίγο να πάρει ανάσες και να τυλίξει το «ατίθασο» τσεμπέρι της, γύρω από το κεφάλι. Τα αδύνατα σαν καλαμάκια πόδια της, έτρεμαν σε κάθε βήμα της και έδειχναν τόσο στραβά με τις μαύρες κάλτσες, που έμοιαζαν με παρενθέσεις. «Πάλι στην εκκλησιά πααίνει…», σκέφτηκε η Καλοτίνα.
Και η αλήθεια ήταν ότι η κυρα Λαούαινα κάθε μέρα, τέτοια ώρα, ανηφόριζε τα σκαλιά του Αι Νικόλα. Κάθε μέρα, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, άναβε ένα καντηλάκι στην άκρη του τέμπλου, στη μνήμη του Νικόλα, του άντρα της που είχε «φύγει» στο σφουγγάρι. Τον έφεραν σκασμένο από την Λιβύη. Τον είχε θρηνήσει όλο το «μαράσι» γιατί ήταν καλός και συμπονετικός άνθρωπος. Για όλους είχε μια καλή κουβέντα και για όλους, ένα χαμόγελο. Η κυρα Λαούαινα είχε δυό γιούς. Και οι δυό λείπανε στην Αμερική, κάπου στην Καλιφόρνια της είχαν πει σε ένα γράμμα τους και ασχολούνταν με εστιατόρια ή κάτι τέτοιο. Σε κάθε γράμμα τους, έστελναν και μερικά δολάρια, λίγα, έτσι για να λένε ότι θυμούνται την μάνα. Κατά τ’ άλλα, ζούσε με την μικρή σύνταξη του άντρα της, που έφτανε ίσα – ίσα για φαγητό και το ηλεκτρικό.
Το σπίτι της όμως ήταν πάντα καθαρό και περιποιημένο, παστρικιά γυναίκα, άσπριζε με ασβέστη, κάθε άνοιξη, μόνη της, με μια μεγάλη βούρτσα τους τοίχους και την αυλή. Κάποια στιγμή έμαθε, της το είπε ο ταχυδρόμος που της διάβαζε τα γράμματα – η ίδια ήταν αγράμματη – ότι είχε και τρία εγγόνια. Δυό αγόρια και ένα κορίτσι. Δεν θα τα έβλεπε ποτέ – πίστευε – αφού η «… Αμέρικα δεν είναι και κοντά…», όπως έλεγε. Είχε και ραδιόφωνο, ένα μικρό που της είχε χαρίσει κάποτε η Κυράννα, να ακούει τις ειδήσεις, να μαθαίνει τι γίνεται στον κόσμο. Βέβαια αυτό πιο πολύ έπαιζε παράσιτα, παρά εκπομπές, αλλά δεν την πολυένοιαζε, ήταν η παρέα της, ο μικρός της φίλος.
Λίγο πιο κάτω, είδε τη μπροστινή ρόδα της μηχανής του Μιχάλης του Μπόϊ. Το παρατσούκλι αυτό του το είχε κολλήσει η Ποθητή για να τονίσει το ύψος του. Στην Κάλυμνο, που ο μέσος όρος ύψους των ανδρών ήταν αρκετά χαμηλός, όποιος πέρναγε τους εκατόν ογδόντα πόντους, ήταν δακτυλοδεικτούμενος.
«Να ‘σου και ο Μπόϊς…», είπε χαμηλόφωνα στον εαυτό της η Καλοτίνα. «Πάλι θα την ξεσκονίζει, πάλι θα την λάμπει…». Γέλασε και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της, ή μάλλον προσπάθησε να πιεί, για να διαπιστώσει ότι μόνο το κατακάθι της ερχόταν στα χείλη. Σηκώθηκε και έβαλε φωτιά στην γκαζιέρα, να κάνει δεύτερο καφέ. Το μάτι της όμως πήρε την κίνηση που μπορεί να της άλλαζε την διάθεση.
Λίγο πιο κάτω, εκεί που ο δρόμος έκανε στροφή προς το Τελωνείο, φάνηκαν οι δυό τρελοί. Μπροστά ο Κωνσταντής, πίσω ο Θανάσης, έσερναν το βαρέλι με τις ρόδες και κλώτσαγαν όποια πέτρα έβλεπαν στο διάβα τους. Κάθε τόσο ο ψηλός Κωνσταντής φώναζε: «Γκολ, ίντα να πιάσεις μωρέ…», για να πάρει την ίδια ακριβώς απάντηση από πίσω, κάθε φορά: «Σιγά μη μπήκε μαθές. Εν το γλέπεις που πήγε στο δοκάρι; Ίντα, τυφλός είσαι; Που μου ΄μαθες και φουτμπόλι κι εσύ!» και λέγοντας αυτά, ρίχνει μια κλωτσιά σε ένα μεγαλούτσικο λιθάρι, με όλη τη δύναμη των εκατόν τριάντα και βάλε κιλών. Το άτιμο αυτό, σηκώθηκε στον αέρα, έκανε μια καμπύλη διαδρομή και πήγε κατευθείαν στο παράθυρο του Βούρου του ζαχαροπλάστη. Σπάει το τζάμι, μπαίνει μέσα στο σπίτι με ταχύτητα, ακούγεται κι ένα «ωχ, μάνα μου», από μέσα και οι δυό τρελοί το βάζουν στα πόδια, σέρνοντας πάντα το βαρέλι πίσω τους. Με την πλατυποδία του ο Κωνσταντής έτρεχε σαν αλαφιασμένη πάπια, ενώ ο χοντρός ο Θανάσης, φούσκωνε και ξεφούσκωνε τα μάγουλα, κατακόκκινος και ιδρωμένος προσπαθώντας να απομακρυνθεί από το παράθυρο που άνοιγε.
«Να, βρε κερατά, να…» δυό χέρια που φασκέλωναν κι ένα κεφάλι με κίτρινο τσεμπέρι φάνηκαν στο άνοιγμα του σπασμένου παράθυρου. Μια γυναίκα σε έξαλλη κατάσταση τους φώναζε και τους καταριόταν με όλη τη δύναμη της φωνής της. «Να, βρε μπάσταρδε…. Ντι που να όψεσαι… που να μην έεις χαΐρι και προκοπή…. Που να σε ώ με το φ’ φούστουλλα…»και οι κατάρες δεν είχαν τελειωμό.
Τώρα οι δυό νεαροί είχαν φτάσει κοντά στο σπίτι του Κουκουβά και σταμάτησαν να πάρουν αέρα. Ακούμπησαν στον φρεσκοβαμμένο τοίχο και γέμισαν τα ρούχα τους με αυτή την ψιλή σκόνη του ασβέστη. Δεν τους ένοιαξε, το μόνο που ήθελαν ήταν να πάρουν ανάσα.
Οι μύξες από τα ρουθούνια του Θανάση, άρχισαν να κυλούν στα κόκκινα μάγουλά του και με την ανάποδη του χεριού του, τις σκούπισε.
«Θα μας σκάσεις με τις ‘αομάρες σου ρε…», είπε ο Κωνσταντής στον σκυφτό από την κόπωση Θανάση.
«Ναι, αλλά το δικό μου ήταν γκολ, το δικό σου … πήε στον αύριστο…»
«Τι λέγεις μωρέ που να λωλατθείς και να πάρεις τα όρη. Το δικό μου ήταν πέρα για πέρα γκολάρα…. Σαν αυτά που βάνει ο Πετσάνας66…» κι έκανε την κίνηση στον αέρα να δείξει πως….
«Μωρέ που να βγάλου ν’ οι σιλιαέρφοι τα μμάτζια σου μπας και δεις καλύτερα… να έτσι τα βάνει ο Πετσάνας…» κι έκανε αυτός τη δική του κίνηση.
Λόγο στον λόγο οι δυό φίλοι πιάστηκαν στα χέρια, ο ένας τον λαιμό του άλλου, όπως τα μικρά παιδιά στις αλάνες, κυλίστηκαν στις πέτρες και τα χώματα, σκίσαν τα ρούχα, ενώ το βαρέλι κύλησε στην κατηφόρα και σταμάτησε πάνω σε ένα τοίχο, ρίχνοντας ένα μεγάλο κομμάτι σοβά χάμω.
Κάποια στιγμή έφτασε το τέλος του καβγά, από το φτέρνισμα του Θανάση, που γέμισε σάλια το πρόσωπο του … άλλου μπαλαδόρου.
«Με τις γειές σου τζαολόσπερμα…», του ευχήθηκε ο Κωνσταντής.
«Ναι, πε μου ένα νούμερο, … ένα ριτθμό μαθές…»
Ο φίλος του ήξερε τον έρωτα του Θανάση για κάποια κοπέλα από την ενορία της Υπαπαντής, με το όνομα Μαρία και προσπάθησε να πει ένα νούμερο που δεν θα «έβγαινε» το Μ.
«Καλά το λοιπό…. Θα πω το … τρία…’
«Το τρία; Καλά…» και άρχιζε να μετράει και με τη βοήθεια των δαχτύλων του, «… α… βου… γου… α, η Μαρία μ’ αγαπάει»
Οι δυο φίλοι γέλαγαν έτσι, έπαιρναν τις σκούπες στο χέρι και τράβαγαν αγκαλιασμένοι τον δρόμο τους. Είχαν καιρό και πολλές ευκαιρίες να τσακωθούν. Τώρα πείναγαν και ας ήταν πρωί, κάποιος θα τους έδινε ένα καφέ και μια κριθαροκουλούρα να φάνε.
Η Καλοτίνα που τα έβλεπε όλα αυτά, είχε ξεχάσει τον καφέ στη φωτιά και χύθηκε, λερώνοντας το στεφάνι της γκαζιέρας. Έτρεξε, αλλά το μισό υγρό είχε χυθεί στα πλακάκια της κουζίνας. Σκούπισε και αποφάσισε να φτιάξει καινούργιο. Η Κυράννα, απλά σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε, δεν είπε τίποτα και ξαναγύρισε τα μάτια στην ετοιμασία του νυφικού και στην Νικολέτα που έστεκε όρθια μπροστά στον καθρέφτη. Άλλες φορές, κανείς δεν θα γλίτωνε την Καλοτίνα από τις βρισιές και την μουρμούρα της μάνας της, για την ζημιά. Τώρα όμως…
Ο Κλεάνθης άφησε τον μικρό του αδερφό στο μαγαζί και πήγε στο λιμάνι. Κοίταξε τα σφουγγαράδικα που ήταν δεμένα και κουνιόντουσαν στους ρυθμούς της θάλασσας. Ο καιρός ήταν καλός και ο ήλιος ζέσταινε και τα μάτια αλλά και τις καρδιές των νησιωτών. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, αλλά ο καιρός εξακολουθούσε να είναι γλυκός. Πέρασαν βέβαια κάποιες δύσκολες μέρες με πολλή βροχή και αρκετό κρύο, αλλά μια εβδομάδα περίπου τώρα, μπορούσε κανείς να κυκλοφορήσει με μια ζακέτα και όχι βαριά ρούχα. Η θάλασσα ήρεμη ευνοούσε και το ψάρεμα και τα ταξίδια κι οι ονειροπόλοι, μπορούσαν να κάνουν ανενόχλητοι τα όνειρά τους κοντά στο αλμυρό νερό και τα βότσαλα των παραλιών.
Διάβασε μια πρόχειρα γραμμένη με το χέρι αφίσα στην πόρτα του Δημαρχείου, που μίλαγε για τις Χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις στον Ναυτικό Όμιλο αλλά και «Μπροστά» και περίμενε στηρίζοντας το ένα πόδι, σε μια τσιμεντένια δέστρα του λιμανιού, τον φίλο του, τον Μίττακα τον Χλέπο. Είχαν δώσει τα χέρια για μια βάρκα, ο Κλεάνθης ήθελε να την αγοράσει για λογαριασμό του Μέμου, να πηγαίνει για την τρέλα του, το ψάρεμα. Η βάρκα ήταν μια παλιά, σε καλή κατάσταση και ο Μίττακας την έδινε σε καλή τιμή, για να την ξεφορτωθεί, αφού ο ταρσανάς του είχε «βγάλει» καινούργια.
Δεν κατάλαβε τον καπετάνιο που πλησίασε αθόρυβα από πίσω του. Ένοιωσε το άγγιγμά του στον ώμο και γύρισε απότομα. Το γνωστό πρόσωπο του καπετάν Άτσα του χαμογελούσε.
«Λοιπόν Κλεανθιό; Ρεμβάζεις;», του είπε με πρόσχαρη φωνή.
Ο άντρας του εξήγησε τι ήταν αυτό που έκανε εκεί και μάλιστα, επειδή ο Μίττακας είχε αργήσει, τον προσκάλεσε για ένα τσίπουρο στην ταβέρνα απέναντί τους. Άλλο που δεν ήθελε ο γεροκαπετάνιος, βρέθηκαν να πίνουν το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Και όταν έφτασε ο Μίττακας – γερό ποτήρι κι αυτός – οι πότες έγιναν ασυγκράτητοι. Τα ποτηράκια έγιναν καραφάκια, που με τη σειρά τους μεταμορφώθηκαν με μαγικό τρόπο σε μπουκάλια. Οι μεζέδες άφηναν μια στοίβα από λερωμένα πιάτα πάνω στο τραπέζι και το κέφι των τριών είχε ανέβει κατακόρυφα.
Κάποια στιγμή ο Κλεάνθης έδωσε στον Μίττακα ένα πακέτο από κίτρινο χαρτί με τα λεφτά που είχαν συμφωνήσει με τον φίλο του και έδωσαν τα χέρια. Η «Τσαχπίνα», είχε αλλάξει ιδιοκτήτη και βέβαια αυτό σήκωνε κέρασμα, δηλαδή άλλο ένα μπουκάλι τσίπουρο.
Ο κόσμος είχε αρχίσει να γυρίζει, το ταβάνι… δεν το έβλεπαν, ήταν πολύ θολά εκεί που ήταν το άτιμο και ο κόσμος είχε γίνει λίγο πιο όμορφος. Δεν συζητούσαν, όσο δηλαδή μπορούσαν να αρθρώσουν τις λέξεις, τίποτα σοβαρό ή τουλάχιστον τίποτα το επείγον. Για τη θάλασσα, για τα ψάρια, για τα σφουγγάρια και τα ταξίδια. Έλεγε ο ένας, συμπλήρωνε ο δεύτερος, συμφωνούσε ο τρίτος.
Η ώρα πέρασε και οι τρεις άντρες δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι έξω είχε σκοτεινιάσει. Ο Κλεάνθης είχε αφήσει την τύχη του δικού του μαγαζιού, στα χέρια του Μέμου και σαν το θυμήθηκε, γέλασε με κακία για την απελπιστική κατάσταση στην οποία θα είχε πέσει ο αδερφός του, από την δουλειά. Το είπε και στους άλλους και γέλασαν λες και έβλεπαν την εικόνα μπροστά τους, με τον Μέμο ιδρωμένο, να τρέχει από τραπέζι σε τραπέζι και να βρίζει τον απόντα αδερφό του.
Ο καπετάν Άτσας κάποια στιγμή, σαν είδε ότι δεν μπορούσε άλλο, σηκώθηκε και προσπάθησε να σταθεί όρθιος.
«Επ, γεροκαπετάνιε…», είπε στον εαυτό του, «… ίσα το κορμί, έρχονται θύελλες και καταιγίδες…» και γέλασε.
Έκανε μερικά βήματα προς την πόρτα, θυμήθηκε ότι δεν είχε πληρώσει το μερτικό του και ξαναγύρισε στο τραπέζι. Άφησε κάποια νομίσματα, όσα νόμιζε ότι άξιζε το τσίπουρο που είχε κατεβάσει και γύρισε στον Κλεάνθη.
«Σήμερις είναι Σάββατο… χικ… έτσι;», του είπε. «Τη Δευτέρα το… λοιπό… χικ… θα πας με τον Μιτσέ τον Καρβουνιάρη… θα σε περιμένει… χικ… στα Θέρμα…», άπλωσε το χέρι να κρατηθεί από την καρέκλα και το μόνο που κατάφερε ήταν να την ρίξει κάτω, «… θα πάτε για βούτθους. Έτσι;… χικ… χικ… θα πάτε για «σεφτέ» και ξεμύξασμα…. Χικ. Θα κάνετε … συνέχεια μέχρι… Μόλις γυρίσω … θα είσαι … χικ ο πρώτος που θα … θα…. Χικ… α, ναι τσουρμάρει… θα… χικ… πάρει κοντράτο για φέτο χικ… χικ… μισό χρόνο. Έτσι;… χικ …»
Ο Κλεάνθης δεν κατάλαβε καλά και με την πρώτη. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα και τότε άρχισε να συνειδητοποιεί τι του είπε ο καπετάνιος. Κούνησε το κεφάλι δεξιά – αριστερά, το τίναξε λες και μπορούσε να διώξει έτσι την ζάλη και τον ρώτησε:
«Δηλαδή… ίντα μου λες καπετάνιο; Έρχομαι… χικ… μαζί σου; Με … χικ … θες;»
«Θα έρθεις με μεσιανό καΐκι… αυτό που θα … φέρει τα πρώτα. Να… είσαι έτοιμος … τότες», του είπε μιλώντας αργά για να είναι σίγουρος γι αυτά που έλεγε. « Αύγουστο θα γυρίσει … να φέρει σφουγγάρι και να πάρει νερό…. Θα είσαι ο πρώτος… στο κοντράτο…. Και θα μας βρεις στη… στη…» έξυσε το κεφάλι του μήπως και θυμηθεί «… όπου είμαστε …. Τέλος πάντων. Έτσι;»
Το καλύτερο δώρο που μπορούσε κανείς να κάνει στον Κλεάνθη ήταν αυτό. Η διάθεση του μονομιάς έφτιαξε και ένοιωσε κάτι μέσα του να του τρώει τα σωθικά. Τον καπετάνιο, δεν τον πείραζε το χωλό του πόδι, δεν τον πείραζε τίποτα και τον έπαιρνε μαζί του. Τώρα θα μπορούσε να αποδείξει τι και ποιος ήταν. Ο «Μηχανικός»!
Ξέχασε και την βάρκα και τον Μίττακα, είπε ένα βιαστικό «γειά» και έφυγε προς την μεριά του δικού του μαγαζιού. Ήθελε να τρέξει, (μετά από πολύ καιρό), αλλά τότε το πόδι του αλλά και το τσίπουρο τον ειδοποίησαν ότι δεν μπορούσε. Αρκέστηκε να περπατήσει γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε και με το χέρι του έκανε σα να χτύπαγε τον αέρα (την κακή του μοίρα άραγε;), μέχρι που σταμάτησε στο άγαλμα του Ποσειδώνα, στην γωνιά του δρόμου, εκεί που η πλατεία συναντούσε την μικρή πλατεία του λιμανιού.
Στηρίχτηκε και με τα δυό του χέρια στον τοίχο ενός σπιτιού και άδειασε τα σωθικά του στο χώμα. Κάπως συνήλθε, όμως ήθελε να βγάλει και άλλο από μέσα του. Έβηξε και σκύβοντας ανάγκασε το στομάχι του σε εμετό. Καλύτερα τώρα! Προσπάθησε να πάρει ξανά τον δρόμο του, είδε τα φώτα του καφενέ του από μακριά α γυαλίζουν και έψαξε κάπου να κάτσει. Ένας κορμός δέντρου από αρμυρίκι, το μισό σχεδόν μέσα στο νερό, έκανε μια καμπύλη στον κορμό του και του πρόσφερε κάθισμα. Στήριξε τις παλάμες στα γόνατα και γύρισε το βλέμμα στη θάλασσα.
«Σου έρχομαι πτάνα…», είπε και έπιασε τον εαυτό του να έχει δακρύσει. Σκούπισε τα δάκρυα, δυό μέτρα άντρας ήτανε και ίσιωσε την πλάτη του. Με το γερό του πόδι σχημάτισε στην άμμο ένα σταυρό.
«Παναία μου…» είπε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου