ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
ΤΑ ΠΡΟΞΕΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΛΟΤΑΣ
Έκανε κρύο, αλλά όχι κρύο Δεκεμβρίου και τα μωρά δεν χρειάστηκε να ντυθούν βαριά, σαν κρεμμυδάκια που τα έντυνε άλλες φορές. Κράταγε από ένα στην αγκαλιά του ο καθένας και έκαναν βήματα όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Πέρασαν από την εκκλησία του Χριστού στο κέντρο της πλατείας, η Νικολέτα έκανε ασυναίσθητα το σταυρό της και πήραν από τη μεριά της θάλασσας το δρόμο για το σπίτι του κυρ Δημητρού. Η πλατεία ήταν άδεια από κόσμο και οι φιγούρες τους από μακριά έμοιαζαν με σκουρόχρωμες καρικατούρες κινηματογραφικής ταινίας. Τα μωρά είχαν σηκώσει τα φουσκωμένα ροζ μαγουλάκια τους πάνω από τον ώμο των γονιών τους και κοίταγαν περίεργα ολόγυρα και με το λαιμουδάκι τεντωμένο, τον ένα ανέκφραστο και το άλλο γελώντας, δείχνοντας τα πρώτα δυο (άντε ενάμιση) δοντάκια στο κάτω ούλος.
«Θα είναι όλοι εκεί;», ρώτησε ο Σέμος.
«Ναι, νομίζω θα κρατήσει το καφενείο ο Μέμος μέχρι κάποια ώρα, αλλά θα κλείσει πιο γρήγορα από το συνηθισμένο, να έρθει κι αυτός. Όλη η οικογένεια θα είμαστε… βλέπεις είναι επιθυμία του μπαμπά…»
«Μάλιστα…», της είπε χαμογελώντας, «… ήταν λοιπόν τόσο καλός φίλος του; Πρέπει να τον αγαπάει πολύ»
«Και τον αγαπάει απ’ ότι κατάλαβα, αλλά και μαζί ζήσανε εκείνη την τρυφερή ηλικία της τρέλας, της καλής ανωριμότητας, του δεσίματος. Κι όλα αυτά δεν είναι αγάπη;»
Ο Σέμος σταμάτησε και τίναξε το μωρό ελαφρά να το βολέψει καλύτερα στην αγκαλιά του: «Ναι, όλα αυτά είναι αγάπη. Και είναι ένα δέσιμο που γίνεται σιγά – σιγά με το πέρασμα του χρόνου, των γεγονότων, των αγωνιών, της συμπαράστασης. Ίσως να είναι και κάτι πάνω από αγάπη. Δεν ξέρω, δεν είχα ποτέ φίλους… έτσι εννοώ… να είναι τόσο κοντά μου. Το ήθελα … αλλά δεν είχα. Δεν ξέρω γιατί… αλλά δεν είχα…». Αυτό το τελευταίο το επανέλαβε για δεύτερη φορά, πιο πολύ μιλώντας στον εαυτό του, παρά στη γυναίκα του. «Πάντως … μπορεί να απέτυχα στους φίλους, αλλά πέτυχα σε γυναίκα … κουκλάρα … όνειρο …» και την έπιασε αγκαλιά από τους ώμους, «… και φίλη μου», συμπλήρωσε.
Στην πλατεία ο Σέμος χαιρέτισε κάποιους ναυτικούς που περπατούσαν προς τα γύρω καφενεία, κάποιοι χάιδεψαν τα μικρά παιδιά, (δεν ήταν και πολλοί!) και έκαναν την Νικολέτα λιγότερο ευτυχισμένη εκείνη τη στιγμή, την στιγμή δηλαδή που συνειδητοποιούσε ότι ο άντρας της είχε αρχίσει να γίνεται ένα με το σινάφι αυτό των θαλασσινών.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο ήδη με το μεγάλο άσπρο τραπεζομάντιλο, αυτό που είχε ολόγυρα κέντημα που με διάφορες παραστάσεις, έμοιαζε σαν να ήταν το αέτωμα του Παρθενώνα. Άλογα και ελάφια κεντητά, φυτά και παραδείσια πουλιά που πετούσαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Και οι πετσέτες, ολόλευκες κι αυτές, τυλιγμένες σε τριγωνικό σχήμα δίπλα από το κάθε πιάτο. Ποτήρια ολόγυρα και σαλατιέρες γεμάτες με κομμένο λάχανο (το σκορδάκι μύριζε κιόλας μεθυστικά) και καρότο, ντομάτες «χειμωνικές», όπως τις έλεγε κυρ Δημητρός με κριθαροκουλούρες και αυγά στα τέσσερα. Κουλούρια και παξιμάδια ολούθε στα έπιπλα λες και ήταν εκεί σαν διακοσμητικά. Και φυσικά μια μεγάλη πιατέλα με «φύλλα», στο κέντρο του τραπεζιού, περίμεναν τους καλεσμένους να καθίσουν, πριν το κυρίως φαγητό.
Τα κιλά της Κυράννας φανέρωναν την ικανότητά της στην μαγειρική. Κάτι που θα μπορούσε καθένας να διαπιστώσει σύντομα. Ετοίμαζε κι άλλη μια σαλατιέρα με βραστές βρούες και καμπούνια και σφαράγκια και ραδίκια όλα μαζί ανακατεμένα με λεμόνι και αλάτι της θάλασσας χοντρό, όταν χτύπησε η πόρτα. Την έπιασε προσωρινός πανικός και κοίταξε ολόγυρα σα να ζητούσε βοήθεια από κάπου. Με μιας εμφανίστηκε ο κυρ Δημητρός από το σαλόνι που προσπαθούσε εκείνη την ώρα να φορέσει το σακάκι του και η Καλοτίνα που πήγε κατευθείαν στην πόρτα ν’ ανοίξει. Κοντοστάθηκε και έκανε νόημα στην μάνα της να βγάλει την ποδιά που φορούσε ακόμα, ξεχασμένη από την ένταση της στιγμής, επιθεώρησε όλο τον χώρο, έφτιαξε τα μαλλιά της, σε μια τελευταία προσπάθεια καλλωπισμού και γύρισε το χερούλι.
Το πρώτο που είδε ήταν ένα μεγάλο κουτί και την άκρη από τα δάχτυλα που το κρατούσαν. Ο κύριος Παρασκευάς, στεκόταν στην μέση ολόκληρης της οικογένειάς του. Δίπλα του, η κυρία, αδύνατη αλλά περιποιημένη χωρίς ακρότητες, η κόρη με ένα καφετί μακρύ φόρεμα που έκλεινε με κουμπιά στο στήθος και λίγο πιο πίσω, ένας νεαρός, αδύνατος κι αυτός (μπαμ έκανε ότι ήταν παιδί της μάνας του), φορώντας μαύρο ή γκρι κουστούμι με ίδια γραβάτα και λευκό πουκάμισο. Η Καλοτίνα χαμογέλασε και έδειξε με το χέρι να περάσουν.
«Καλησπέρα…» είπε, «… τι κάνετε; Α… μα δεν ήταν ανάγκη …», συμπλήρωσε το τυπικό της απάντησης καθώς έπαιρνε το τεράστιο κουτί με τα γλυκά.
Ακολούθησε μια εξίσου τεράστια ανθοδέσμη, από τα χέρια αυτή τη φορά της κυρίας Αμαλίας. Η Καλοτίνα προσπάθησε να την πάρει κι αυτήν, για να διαπιστώσει πόσο δύσκολο είναι να κρατά κανείς και τα δυο αυτά. Ευτυχώς ο πατέρας της είχε πλησιάσει και την βοήθησε.
«Περάστε – περάστε… ελάτε στο σπιτικό μας», είπε στον φίλο του κοιτώντας όμως όλη την οικογένεια.
Μπήκαν όλοι και την ώρα που ετοιμαζόταν η Καλοτίνα να κλείσει, ακούστηκε η φασαρία από τον δρόμο και κάποια κλάματα μωρών. Κοίταξε. Ο Σέμος και η αδερφή της είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν τα πρώτα σκαλοπάτια της μικρής σκάλας.
«Ήρθασι και οι άλλοι…», είπε, για να την ακούσει μόνο ο γιός της οικογένειας Παρασκευά, σαν τελευταίος από τους επισκέπτες που μπήκε στο σπίτι.
«Συγγενείς σου είναι;», ρώτησε την Καλοτίνα με μια περίεργη προφορά ειδικά όταν έλεγε το «συγγενείς».
Η κοπέλα του εξήγησε και εκείνος, αντί να ακολουθήσει τους υπόλοιπους μέσα στο σπίτι, στάθηκε και χαμογέλασε στα μωρά του Σέμου. Χαιρετήθηκαν και γίνανε οι σχετικές συστάσεις. Η Νικολέτα κρυφά από τους άλλους, γύρισε λίγο το πρόσωπο και έκλεισε με μάτι το νόημα στην αδερφή της, κουνώντας συγχρόνως το κεφάλι ανεπαίσθητα προς την μεριά του Νίκου του Παρασκευά. Δεν έδειξε κανείς άλλος να αντιλήφθηκε την κίνηση αυτή. Τα μωρά τους είχαν απορροφήσει και τους δυό. Ξαφνικά το ένα παιδί γέλασε με την καρδιά του συμπαρασέρνοντας και το αδερφάκι του, αλλά και τους δυό άντρες στο γέλιο του.
«Ένας γοητευτικός άντρας…», σκέφτηκε η Καλοτίνα και κοκκίνισε σε αυτή τη σκέψη, «… και με ωραίο χαμόγελο!»
Το μεγάλο σαλόνι έδειχνε κεφάτο και το γέλιο, μετά από πολύ καιρό, γέμισε όλο τον χώρο. Η Νικολέτα κάποια στιγμή ζήτησε συγγνώμη και αποσύρθηκε να θηλάσει τα παιδιά στο μέσα δωμάτιο, αφήνοντας την περιποίηση των επισκεπτών στη μάνα της και βασικά στην αδερφή της. Στην παρέα είχαν προστεθεί τώρα και ο Κλεάνθης με το Μέμο, που βρήκαν την ευκαιρία να ρωτήσουν τα μύρια όσα για την «Αμέρικα» τον Νίκο και την αδερφή του την Αφροδίτη. Μέσα στο μυαλό τους, προσπαθούσαν να μεγαλοποιήσουν όσα άκουγαν… έκαναν μια προσπάθεια να εντυπωσιαστούν και να εκστασιαστούν από μόνοι τους. Και πραγματικά κάποια στιγμή τα… κατάφεραν!
Τα δυο «Αμερικανάκια», αντίθεα με τι πίστευαν όλοι, αποδείχτηκαν πολύ καλοί συζητητές και σοβαροί με τις αφηγήσεις τους, χωρίς τις τυμπανοκρουσίες που πιθανόν θα περίμεναν όλοι οι Καλύμνιοι από μέρους τους, χωρίς έπαρση για την οικονομική τους κατάσταση, χωρίς υπεροψία για το κύρος του ονόματός τους. «Παιδιά της μάνας τους…», σκέφτηκε η Καλοτίνα σαν τους άκουγε. Γιατί η κυρία Αμαλία, ήταν έτσι ακριβώς. Χωρίς επίδειξη, χαμηλών τόνων γυναίκα, αλλά με φοβερή δύναμη και έκδηλη θέληση στην ματιά της.
«Πολλές δουλειές στην Αμερική ε;», ρώτησε αφελέστατα ο Μέμος.
Στα λόγια του ο Nick χαμογέλασε και χωρίς να κοιτάξει τον ερωτώντα, κούνησε το κεφάλι καταφατικά: «Αν θέλεις να δουλέψεις κι αν σου πάνε και λίγο… favorably… πως το λένε…»
«Ευνοϊκά», μπήκε στη συζήτηση η κυρία Αμαλία, μεταφράζοντας.
«… ναι, αυτό ευνοϊκά, αν σου πάνε λοιπόν έτσι, μπορείς να κάνεις μεγάλη … estate…»
«Ακίνητη περιουσία…»
«…ναι, ακίνητη περιουσία. Έχει πολλά λεφτά η Αμερική. Μόνο που καμιά φορά, πώς να το πω… δεν φτάνουν οι ώρες της ημέρας. Όλο λες και κάτι δεν έχεις κάνει σωστά γιατί ο χρόνος είναι μόνο εικοσιτέσσερις ώρες την μέρα…»
«Και ο my brother…»
«Ο αδερφός μου…», διόρθωσε η κυρία Αμαλία εκ νέου, η οποία αν και μιλούσε με την Κυράννα και τον κυρ Δημητρό, τα μάτια της και τα αυτιά της, παρακολουθούσαν τα πάντα.
«… ο αδερφός μου έχει πάθος με την δουλειά μας. Τρέχει όλη μέρα παντού. Κι αν δεν τρέχει, όλο σε ένα τηλέφωνο θα τον βρεις να μιλάει… να μιλάει… talking and talking and talking all day… όλη μέρα… Και πριν έρθουμε εδώ, στο σπίτι σας I mean…» δεν μπορούσαν να μην ξεφύγουν και λίγες Αγγλικές λέξεις, παρ’ όλη την προσπάθεια που έκαναν τα δυό αδέρφια, «… είχε πάει στη χωροφυλακή και περίμενε two hours … δυό ώρες να μιλήσει με Νέα Υόρκη. Εκεί ήταν δώδεκα το μεσημέρι…»
«Δυστυχώς εδώ οι τηλεφωνικές γραμμές… δεν μπορώ να πω ότι είναι … so good… τόσο καλές. Ονειρεύομαι την εποχή που όλοι θα έχουν ένα τηλέφωνο στο χέρι, να μην περιμένουν συνδέσεις με … τηλεφωνήτριες και you know… καθυστερήσεις, διακοπές και λάθος συνεννοήσεις…»
Όλα αυτά φαίνονταν παράξενα, μαγικά στα αυτιά του Κλεάνθη και των άλλων. «Άκου τηλέφωνα… κινητά και … χωρίς τηλεφωνήτριες… ε, ρε μυαλό που έχουν… με ονείρατα ζουν…», σκέφτηκε ο Σέμος που χωρίς να μιλά, άκουγε την συζήτηση. Όλα λοιπόν ακούγονταν όπως είπαμε, μαγικά, όχι όμως πιο μαγικά από αυτά που τους περίμεναν στο τραπέζι, μέσα στα πιάτα και τα ποτήρια.
Κάθισαν λοιπόν για φαγητό και ο κυρ Γιώργος, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καρφώσει με το πιρούνι του μια ολόμαυρη, γυαλιστερή ελιά που τον προκαλούσε μέσα από το πιάτο της σαλάτας. Έκλεισε τα μάτια και φάνηκε ότι θα έκλαιγε… «Α, ρε Κάλυμνος…», είπε, «Α, ρε Ελλαδάρα…» και την μάσησε αργά – αργά. Σήκωσε το ποτήρι με το τσίπουρο, ήπιε μια μικρή γουλιά, χωρίς να ευχηθεί, δεν μπορούσε να περιμένει και μετά άδειασε το ποτήρι του μονορούφι. Κοίταξε τον φίλο του και τον φίλησε στο μάγουλο. Άφησε το δάκρυ του να τρέξει. Κανείς δεν γέλασε, κανείς δεν είπε τίποτα. Ο καημός είναι… καημός. Τα μάτια της κυρίας Αμαλίας, είχαν κοκκινίσει, αλλά κράταγε την ψυχραιμία της. Και τότε… ήρθαν τα αμπελόφυλλα… και η ψυχραιμία πήγε περίπατο
.
Η Μαρία, σηκώθηκε και φόρεσε την ρόμπα της πάνω από την νυχτικιά της και γρήγορα – γρήγορα, βγήκε έξω στην αυλή, με κατεύθυνση την μικρή παράγκα στην άκρη. Εκεί ένας μεγάλος κουβάς, χρησίμευε για την «ανάγκη» τους. Το πρωί τον άδειαζαν… που αλλού; Στην θάλασσα! Υπόνομους δεν είχε το νησί και όλα τα … «καλούδια», κατέληγαν στο ίδιο μέρος. Είτε ήταν ακαθαρσίες από τα σπίτια, είτε ήταν αίματα από τα σφαγεία στο δρόμο προς τα «Θέρμα», είτε ήταν βρωμιές των δρόμων… όλα στο ίδιο μέρος! Μπορούσε δηλαδή το καλοκαίρι κάποιος που έκανε μπάνιο στη θάλασσα να κάνει παρέα … με μια μεγάλη ακαθαρσία… («κουράδα» την έλεγαν τα πιτσιρίκια) και φυσικά, το στόμα έπρεπε να μένει πάντα κλειστό.
Πήγε λοιπόν η Μαρία προς «νερού» της και άκουσε τις φωνές και τα τραγούδια από το σπίτι του κυρ Δημητρού. Κοίταξε καλύτερα και μέσα από τα φωτισμένα παράθυρα διέκρινε όλη την παρέα που είχε μαζευτεί εκεί. Τραγούδια ακούγονταν και γέλια και μεγάλη, χαρούμενη, φασαρία. Ξέχασε την «ανάγκη» της και έσκυψε όσο πιο πολύ μπορούσε να δει πιο καθαρά. Κάτι που είδε της κίνησε το ενδιαφέρον. Η Καλοτίνα γέλαγε με την καρδιά της, ακούγοντας με όλο της το ενδιαφέρον τον νεαρό συνομιλητή της. Η Καλοτίνα γέλαγε! Πόσο καιρό είχε να το δει αυτό. «Πόσο καιρό έχει να γελάσει με την καρδιά της αυτή η κοπέλα!», σκέφτηκε.
Σηκώθηκε και πήγε τρέχοντας στο «μέρος». Βιαζόταν τώρα. Σαν γύρισε στο δωμάτιο, πήγε κατευθείαν στο μέρος της «κρεβάτας» που κοιμόταν η Ποθητή. Ένα δωμάτιο ουσιαστικά ήταν όλο το σπίτι, χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, αριστερά η κουζίνα, δίπλα ο χώρος με δυο μεγάλες ντουλάπες και ένα τραπέζι φαγητού, στολισμένο από ( ένας Θεός ξέρει τι έδειχναν) φωτογραφίες ασπρόμαυρες σε ποικίλες κορνίζες, πιο δίπλα πάνω σα μια κουρελού δυό πολυθρόνες που δεν πολύ ταίριαζαν με τα υπόλοιπα έπιπλα, μια ντιβανοκασέλα και ένα κομό και δεξιά – δεξιά η μεγάλη «κρεβάτα» με τις πολύχρωμες κουβέρτες της.
Στο πρώτο σκούντημα δεν κατάφερε να ξυπνήσει την αδερφή της. Ούτε και στο δεύτερο. Ο ύπνος που έκανε ήταν βαρύς και το ροχαλητό της ακουγόταν σαν γατάκι που νιαούριζε. Όταν τελικά τα κατάφερε, η Ποθητή ανακάθισε και έτριψε τα μάτια, προσπαθώντας μέσα στο σκοτάδι να καταλάβει τι ήθελε η άλλη.
«Έλα να δεις …», της είπε, «… μπορεί να έχουμε παντρολογήματα μαθές» και την τράβηξε από το χέρι να βγουν στην μικρή τους αυλή. Ίσα – ίσα που πρόλαβε να βάλει μια ζακέτα στους ώμους της. Ο αέρας που είχε αρχίσει να φυσά από την μεριά της θάλασσας τους πάγωσε το πρόσωπο και τα φώτα του δρόμου μπροστά τους έπαιζαν με τις σκιές τους.
«Ίντα θες να μου δείξεις; Ίντα έγινε;»
«Σσσσσς… μόνο τήρα… να εκεί στο σπίτι της Κυράννας. Δες, σήμερα έχουσι τραπέζι τους «Αμερικάνους». Κι έχουν κι ένα γιόοοο … λουκούμι, μπουκιά και σχώριο είναι. Να δεις που τον προορίζουν για την Καρλότα τους…»
«Ίντα μου λες; Αλήθεια; Για να δω, κάμε λίγο πέρα πλιο…», είπε και σκύβοντας πιο πολύ, έσπρωξε την αδελφή της λίγο άκομψα. Κι εκείνη χωρίς δεύτερη κουβέντα παραμέρισε με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο στόμα. Ήξερε ότι κάτι έτρεχε εκεί απέναντι, επιτέλους ένα καινούργιο θέμα δημιουργείτο αυτή τη στιγμή.
Η Ποθητή έσκυψε ακόμα λίγο, τόσο που το μισό της σώμα, σχεδόν, κρεμόταν κάτω από το πεζούλι της αυλής. Το μυαλό της κατέγραφε γέλια, κινήσεις και, διαβάζοντας χείλια, όσο μπορούσε μέσα από τα παράθυρα, κουβέντες. Έκανε νόημα στην αδερφή της χωρίς να της μιλήσει, να της φέρει το πανωφόρι το χοντρό, η νύχτα έμοιαζε μεγάλη πια.
Οι καλεσμένοι «Αμερικάνοι», κάποια στιγμή βρέθηκαν στην εξώπορτα του κυρ Δημητρού. Η ώρα είχε περάσει, κόντευαν μεσάνυχτα και έπρεπε να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο τους. Τώρα η Ποθητή και η Μαρία, άκουγαν καθαρά τις λέξεις και τα λόγια που χαιρετούσαν φίλους. Η σιγαλιά της νύχτας βοηθούσε στην καλή ακρόαση. Μέχρι και η θάλασσα έκανε ησυχία συνωμοτώντας με τις δυό αδερφές.
«Δημήτρη μου, σε ευχαριστώ για όλα…», ακούστηκε η φωνή του κυρ Γιώργου. Και μετά η απάντηση και μετά τα λόγια των γυναικών μεταξύ τους με τα ψεύτικα φιλιά να σχίζουν τον αέρα, το κλάμα ενός μωρού, κάποιο γέλιο από την μεριά του Κλεάνθη, αλλά και της νεαρής Παρασκευά. Όλα τυπικά ενός αποχαιρετισμού. Εκείνο που έκανε όμως μεγαλύτερη εντύπωση στη Ποθητή, ήταν ο γιός των Παρασκευάδων, ο Nick, (άκουσε το όνομά του όταν τον φώναξε η αδερφή του). Εκτός του ότι ήταν ένα όμορφο και καλοντυμένο παλικάρι, είχε και τρόπους ευγενούς, αφού έσκυψε και φίλησε το χέρι της Καλοτίνας. Κι εκείνη; Εκείνη κοίταξε ολόγυρα τους άλλους, που δεν έδειξαν ότι κατάλαβαν κάτι, γέλασε αμήχανα και έφτιαξε με το άλλο της χέρι, εκείνη την ατίθαση τούφα που έπεφτε στα μάτια της.
«Δεσποινίς μου … fascinated…ε ε ε ε… γοητευμένος…», της είπε και της γέλασε. Η γυναίκα δεν απάντησε τίποτα, παρά μόνο χαζογέλασε αμήχανα για άλλη μια φορά εκείνη την νύχτα. Το ίδιο χαζογέλασε και η Ποθητή από απέναντι, προσπαθώντας να κάνει όσο πιο λίγο θόρυβο μπορούσε, να μην αποκαλυφθεί.
Κόντευαν πια οι γιορτές και η μέρα που ξημέρωσε είχε μια ασυνήθιστη ζέστη να επιδείξει για χειμώνα. Ο ήλιος είχε ανέβει ζεστός και πρόσχαρος κάνοντας τους πρώτους πελάτες του καφενέ του Κλεάνθη, να καθίσουν στην αυλή. Οι περισσότεροι είχαν μισόκλειστα τα μάτια, το τσιγάρο στο χέρι και τον καφέ μισοπιωμένο στο τραπεζάκι, προσπαθώντας να απολαύσουν την θαλπωρή του ζωογόνου αστεριού.
Από την μεριά του λιμανιού ακούγονταν οι συνηθισμένοι, καθημερινοί ήχοι, από τα καΐκια, τους λιμενεργάτες, τους φορτοεκφορτωτές. Ο ναύτης φρουρός του Λιμεναρχείου, είχε εγκαταλείψει το μικρό του κιόσκι – σκοπιά μπροστά από την μεγάλη ξύλινη πόρτα του κτιρίου, που βρισκόταν στη σκιά και είχε καθίσει στον μόλο κάνοντας τσιγάρο για να ζεσταθεί από τις ακτίνες του ήλιου. Κάθε τόσο έτριβε και τα μπράτσα και βέβαια χαιρετούσε όποιον πέρναγε από μπροστά του. Τους ήξερε όλους, τους έβλεπε κάθε μέρα και είχε γίνει σχεδόν φίλος τους. Αυτός ο άντρας όμως που ερχόταν από το βάθος του μόλου, από εκεί που ήταν ο φάρος του λιμανιού, του ήταν άγνωστος. Και δεν ήταν μόνος, είχε για παρέα του … τον πατέρα του καφετζή από απέναντι; Κοίταξε καλύτερα και παρατήρησε ότι ο άντρας ήταν καλοντυμένος και δεν έμοιαζε με όλους αυτούς τους άλλους που είχαν λόγο να βρίσκονται εκεί τέτοια ώρα. «Όχι – όχι, αυτός δεν είναι λιμενεργάτης…», σκέφτηκε και ασυναίσθητα σηκώθηκε όρθιος.
Οι δυό άντρες πλησίασαν κοντά του και τους άκουσε να μιλούν, πριν τον προσπεράσουν. Ο πατέρας του καφετζή… «να δεις πως τον λένε…», σκέφτηκε ο ναύτης, «… αααα… Δημήτρης!», τον χαιρέτισε και εκείνος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.
«Λοιπόν Γιώργη… κερνάς για κερνάω εγώ;», είπε ο κυρ Δημητρός γελώντας.
Ο κύριος Παρασκευάς, έδειξε θιγμένος από την ερώτηση: «Τι λες μωρέ Δημήτρη; Εσύ να κεράσεις; Όχι βέβαια… εγώ κερνάω… για τον γιό μου…»
«Και για την κόρη μου…» του απάντησε.
Γέλασαν και οι δυό και σαν καλοί φίλοι που ήταν συνέχισαν με κέφι το περπάτημά τους προς το καφενείο. Ήταν σαν δυό μικρά παιδιά που τα είχαν βρει στο μοίρασμα των… παιγνιδιών τους.
Στο καφενείο τους καλωσόρισε ο Κλεάνθης και ο Μέμος με χαμόγελο. Σήμερα δεν είχε έρθει η Καλοτίνα για βοήθεια και τα δυό αδέρφια προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα με την … λιακάδα που έφερνε τόσο κόσμο στις καρέκλες τους.
«Καλώς τους – καλώς τους…», είπε ο Κλεάνθης και τους έδειξε ένα τραπέζι στην άκρη με τον ήλιο να το λούζει. «Καθίστε να κεράσω καφέ…»
Οι δυό φίλοι κάθισαν και ο κυρ Δημητρός με σοβαρό ύφος, έγνεψε στον μεγάλο του γιό να καθίσει κι εκείνος.
«Ίντα συμβαίνει πατέρα; Ίντα θες κι έχεις τέτοιο βλέμμα;»
Όταν οι δυό άντρες του είπαν, γιατί συχνά – πυκνά επενέβαινε και ο κυρ Γιώργος στην κουβέντα, ο Κλεάνθης ένοιωθε τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Ποτέ δεν είχαν χωρίσει με την αδερφή του, της είχε και του είχε μεγάλη αδυναμία και τώρα… ερχόταν αυτός ο ξένος … αυτός ο παλιός φίλος του πατέρα του… ο τύπος με τα πολλά λεφτά… ο «Αμερικάνος»… να του πει τι; Να του πει… ότι τα συμφώνησε με τον κυρ Δημητρό να του πάρει την αδερφή; Να την πάρει μαζί του στην … Αμερική; Για να γίνει γυναίκα του γιού του. «Άκου εκεί ξετρελάθηκε ο γιός του μαζί της! Και ο κύριος αυτός… ήθελε λέει σώνει και καλά να πάρει Ελληνίδα για νύφη του! Και βρήκε την Καλοτίνα μου!», σκέφτηκε ο Κλεάνθης. Δεν είπε τίποτα, αλλά το ύφος του και το ξαφνικό σκοτείνιασμα των ματιών του μαρτυρούσαν την διάθεσή του αλλά και την γνώμη του. Κοίταξε τον ξένο, τον κύριο Παρασκευά κατάματα και στάθηκε στα μάτια του για λίγα δευτερόλεπτα. Τον ανησύχησε σαν δεν βρήκε λόγο να αρνηθεί, σαν είδε την λαχτάρα του και την αγνότητα της επιθυμίας του.
Έπρεπε να θυμώσει και να διαμαρτυρηθεί με τη μια, αλλά κάτι δεν τον άφηνε να το κάνει. Φαινόταν πόσο λαχταρούσε την θετική απάντηση του μεγάλου αδερφού ο κύριος Γιώργος, σαν να τον εκλιπαρούσε για ένα «ναι»! Αποφάσισε να βάλει τα πράγματα κάτω, νικημένος κατά βάθος ήδη. Το μέλλον της αδερφής του, έδειχνε πιο καλό, αίσιο και χαρούμενο. Νέος κόσμος, νέες συνήθειες, καλή ζωή! Εξακολουθούσε να μένει σιωπηλός, να μην βγάζει κουβέντα το στόμα του. Μόνο άναψε τσιγάρο και άφησε να του κάψει ο καπνός τα σωθικά. Ήξερε πια ότι η αδερφή του θα ακολουθούσε τον δρόμο τόσων και τόσων άλλων νέων του νησιού του. Τα κιτρινισμένα του από την νικοτίνη, δάχτυλα, άρχισαν να τρέμουν.
«Λοιπόν, φαίνεται να συμφωνήσατε εσείς οι δυό ε;», είπε στο τέλος, περιμένοντας – άδικα – την άρνηση από τον πατέρα του. «Κι εμένα … τι με ρωτάτε; Την Καλοτίνα έπρεπε να ρωτήσετε πρώτα – πρώτα… και φυσικά κάποιος να βρει… κουράγιο να το πει στην Κυράννα…»
«Η μάνα σου το ξέρει γιέ μου», της απάντησε ο «Αμερικάνος». Συνέχισε, «της το είπα το βράδυ του τραπεζιού». Τώρα τον κοίταγε κατάματα, «… και θέλησε να γίνει αυτό το προξενιό!»
«Η Κυράννα δέχτηκε; Μάλιστα… να χάσει δηλαδή την κόρη της στη ξενιτειά! Μάλιστα…» επανέλαβε ο Κλεάνθης. «Ενώ ξέρει ότι δεν θα την ξαναδεί σαν φύγει από το νησί…»
«Γιατί να μην την ξαναδεί; Θα έρχεται κάθε…»
«Κακά τα ψέματα κύριε Γιώργο. Κακά είναι. Σαν φύγει… μαύρη πέτρα πίσω θα ρίξει. Έτσι γίνεται με όλους τους ανθρώπους! Τους συνεπαίρνουν οι νέοι τόποι, οι νέοι φίλοι, τα καινούργια σπιτικά… δεν λέω ότι είναι κατ’ ανάγκη κακό αυτό. Αλλά έτσι είναι. Και ξέρεις τι λένε: μάτια που δεν βλέπονται …»
Ο «Αμερικάνος», πήγε να διαμαρτυρηθεί αν και ήξερε πόσο άσκοπο θα ήταν. Η πραγματικότητα είχε μόλις περιγραφεί από τον άντρα απέναντί του, αλλά…
«Βέβαια…», συνέχισε ο Κλεάνθης, «… αυτό είναι ένα σώσιμο…»
«Τι εννοείς;»
«Αυτό θα την σώσει από την μιζέρια της νησιώτικης ζωής, από την μιζέρια της Ελλάδας και της ζωής της. Και ο γιός σου είναι καλό και συνετό παιδί κυρ Γιώργο. Θα της δώσει αυτό που θέλει, το πιστεύω αυτό και με τον καιρό μπορεί και ν’ αγαπηθούνε… ποιος ξέρει. Κι αν είναι ευτυχισμένη μαζί του… τότε κι εμείς πίσω θα χαιρόμαστε και θα προσπαθούμε να μετριάσουμε τον πόνο της απουσία της»
Σταμάτησε απότομα και σηκώθηκε να πάει μέσα στο μαγαζί. Άντρας ήτανε, δεν έπρεπε να φανεί το δάκρυ του. Και στο κάτω – κάτω για καλό γινόντουσαν όλα αυτά που συζητήθηκαν.