ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28
ΒΙΡΑ ΚΑΙ ΦΥΓΑΜΕ… ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ !
Η Νικολέτα μπήκε στο δωμάτιο και αμέσως ο Σέμος της έκανε νόημα να αρχίσει από την κόρη του το τάϊσμα. «Άντε να ηρεμίσουμε, γιατί αν αρχίσει …», της είπε. Κράτησε ακόμα λίγο εκείνος τον γιό του και ανακάλυψε ότι εκείνη η μυρωδιά… ήταν αυτό που φοβόταν.
«Αγάπη, μάλλο πρέπει πρώτα να φροντίσεις τελικά τον κανακάρη σου… είναι επείγουσα ανάγκη!»
Η γυναίκα γέλασε και φάνηκε κούραση στα μάτια και στο πρόσωπό της. Μαύροι κύκλοι είχαν κάνει την εμφάνισή τους και ρυτίδες έσκιζαν αμυδρά τον λαιμό της. Κοίταξε τον άντρα της και έκανε νόημα με το κεφάλι. Ναι, πρώτα θα καθάριζε τον μικρό και μετά θα ασχολιόταν με την κόρη της. Κάτι που έγινε αντιληπτό από την μικρή Ελπινίκη και τα όργανα… άρχισαν.
Το χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε παράταιρα εκείνη τη στιγμή.
«Μπορείς ν’ ανοίξεις; Πρέπει να είναι η Καλοτίνα…», του είπε. Ο Σέμος, άφησε τον μικρό στην περιποίηση της μάνας του και έτρεξε προς την κουζίνα, προς την εξώπορτα. Η κυρά Χρυσούλα η «Κουλίαινα» μπήκε χαμογελαστή και χαρούμενη. Στο χέρι κράταγε ένα μικρό μπουκάλι με ροδόνερο και ένα σακουλάκι με αλεύρι.
«Καλημέρα…» είπε. «Πως είναι σήμερα τα αγγελούδια σου και η κερά σου; Έφερα τα που μου ζήτηξε η Νικολέτα» και έδειξε τα πράγματα στα χέρια της. «Είπαμε σήμερις να φτιάξουμε λίγα γλυκά… μέρες που ‘ναι… λίγα φοινίκια… να μυρίσει το σπίτι … χαρές!»
«Εμ βέβαια … σε τρεις μέρες έχουμε Χριστούγεννα, έτσι είναι το σωστό. Να μυρίσει γλυκά το σπίτι, μπας και χαρεί κι αυτή η γυναίκα. Μου φαίνεται ότι αρκετή λύπη της έχω δώκει…»
«Αυτό είναι αλήθεια Σέμο. Της έδωκες λύπη με το φευγιό σου. Λύπη που ήτο μαθές αχρείαστη… και συγνώμη που μιλάω, αλλά φίλη είμαι. Την πονάω την Νικολέτα, σκέφτομαι και τα παιτζά σου μαθές. Αν εσύ πάθεις κάτι; Τι θα γίνουσι αυτά ε; δεν θα μπορ…»
«Ίντα είναι αυτά που λέγεις; Γιατί να πάθω; Οι απρόσεκτοι και οι «φιάκες» παθαίνουσι βρε Χρουσώ. Κι εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Εμένα μηχανή δε θα με «πιάσει». Άκου το που σου το λέγω…»
«Τ’ ακούω κι εύχομαι να είναι έτσι. Κι αν μιλάς έτσι, δεν νομίζω πως πολλά έχουμε να πούμε. Ας σε βοηθήσει ο Θεός κι ας σε φωτίσει η Παναγιά. Ας πάω τώρα μέσα να δω τα μικράκια σου. Τα κουκλιά σου!»
Ο Σέμος κάθισε και άναψε τσιγάρο στο τραπέζι της κουζίνας. Από το μαγαζί είχε φύγει πριν από κάποιες μέρες, ο Χαλκίτης είχε δείξει μεγάλη κατανόηση και τώρα ετοιμαζόταν για ένα «χειμωνικό» ταξίδι, μάλλον μετά την Πρωτοχρονιά. Κάθε μέρα πήγαινε στην ταβέρνα και στο καφενείο του Κλεάνθη και έπιανε κουβέντα με τους παλιούς σφουγγαράδες που μόνο συμβουλές είχαν να του δώσουν και λόγια ενθάρρυνσης. Και το τωρινό ταξίδι το έκαμε για εκπαίδευση πιο πολύ, αλλά και για τα λεφτά. Βέβαια, είχε πληρωθεί κάποια χρωστούμενα από τον κυρ Γιώργο και είχε κάνει μια συμφωνία μαζί του, να βοηθήσει την οικογένεια με ένα ποσό κάθε μήνα και θα του τα ξεπλήρωνε σαν επέστρεφε από το καλοκαιρινό ταξίδι. Έτσι και θα γινόταν αυτό τον χειμώνα αλλά και ολόκληρο το καλοκαίρι. Έτσι γινόταν με όλους τους «μηχανικούς», ουσιαστικά χρωστούσαν συνέχεια τα χρήματα που έβγαζαν με ενέχυρο την ίδια τους τη ζωή.
Ο Σέμος ξαφνικά ανακάλυψε ότι το σπίτι δεν τον χώραγε. Πνιγόταν από τις σκέψεις του, πνιγόταν από τα ίδια του τα όνειρα αλλά και τις επιθυμίες του. Τον έπιασε ένας ξαφνικός φόβος, είδε τον εαυτό του σφιγμένο να πνίγεται μέσα σε κάποιο σκάφανδρο και στέρεψε η ανάσα του. Σηκώθηκε από την καρέκλα και έκανε μερικά βήματα. Άκουσε τις γυναίκες να μιλάνε και να γελούν, πιθανώς χάζευαν με τα παιδιά και πλησίασε προς τα εκεί. Στάθηκε λίγο πιο έξω από την πόρτα και τίναξε το χέρι του, σαν το τσιγάρο του έκαψε τα δάχτυλα. Θέλησε να ακούσει την φωνή της Νικολέτας, τη φωνή των μικρών του, ας ήταν και κλάμα, να ακούσει τον ήχο της ζωής. Της δικής του ζωής. Έκλεισε τα μάτια.
Με βιαστικά βήματα πήρε το σακάκι του και πετώντας ένα ξερό «γεια» στον αέρα, λες και του έφταιγαν οι δυο γυναίκες, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην άσφαλτο. Το αεράκι που φύσαγε από την μεριά της θάλασσας ήταν αρκετά ψυχρό για να τον αναγκάσει να σηκώσει τον γιακά από το σακάκι. Κοίταξε τον ουρανό και είδε τα κουρελιασμένα σύννεφα που είχαν αρχίσει να σκουραίνουν, κρύβοντας τον χλωμό, αδύναμο ήλιο. Ο αέρας μύριζε ιώδιο και αλάτι, αυτή τη όμορφη ευωδία της περιπέτειας.
Άνοιξε το βήμα και έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Το μυαλό του ταξίδευε σε εκατό διαφορετικές κατευθύνσεις. Εικόνες πέρναγαν και τον αναστάτωναν, άλλες τον ηρεμούσαν και άλλες τον έκαναν να νοσταλγήσει παλιά όνειρα, παλιές επιθυμίες. Ένοιωσε μεγάλη ανάγκη για τσίπουρο, αν και ήταν νωρίς ακόμα, μεγάλη ανάγκη για αντρική συντροφιά, για… αδερφική παρέα. Του φάνηκε μακρύς ο δρόμος μέχρι το καφενείο του Κλεάνθη. Κάποιες καλημέρες που άκουσε στο δρόμο, ούτε πρόσεξε από πού ή από ποιόν προήλθαν. Ξαφνικά ένοιωσε μια σταγόνα νερού στο χέρι του και κοίταξε προς την θάλασσα. Όχι, δεν ήταν το σκάσιμο του κύματος, βροχή ερχόταν κι αυτές ήταν οι πρώτες ψιχάλες της. Χωρίς να ξέρει γιατί, χαμογέλασε και σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό. Τον είδε σκοτεινό και απειλητικό.
«Βρέξε Θεέ μου, ρίξε το νερό σου… μπας και ξεπλυθούμε από τις σκέψεις μας…», είπε «και τις φοβίες μας…», έπρεπε να συμπληρώσει αλλά δεν τόλμησε.
Τα μάτια του γέμισαν με τις σταγόνες της βροχής, τα μαλλιά του άρχισαν να γυαλίζουν και να παίρνουν πάλι τα κατσαρό τους σχήμα που η μπριγιαντίνη είχε εξαφανίσει. Γέλασε λίγο πιο δυνατά, κοιτώντας όμως γύρω του μη τον δουν. «Ώρα να με πάρουν για τρελό…», σκέφτηκε. Άνοιξε τα χέρια σαν διαπίστωσε ότι το νερό κατέβαινε από τα ουράνια τώρα πιο δυνατό και οι σταγόνες ήταν χοντρές σαν… μαργαριτάρια.
Το μυαλό του γύρισε ξανά στη γυναίκα του. «Νικολέτα, καλή μου Νικολέτα…», σκέφτηκε, «… λύπη σου έδωκα μαθές!». Ένα κύμα συμπάθειας, τύψεων, οίκτου και στοργής φούσκωσε μέσα του. Ο Σέμος την αγαπούσε την γυναίκα του, την νοιαζότανε και κατά βάθος την πονούσε. Μέχρι τώρα, είχε φροντίσει να μη της λείπει τίποτα, κάτι όμως, που και με την έλευση των δυο μωρών, δεν μπορούσε να εγγυηθεί πλέον. Ήθελε η οικογένειά του να τα έχει όλα. Ήθελε πάντα να είναι εκεί … συζυγική παρουσία και αφοσίωση. Και ήταν αυτό ακριβώς (μαζί με τον φόβο του για την θάλασσα που τώρα στοιχημάτιζε με τον εαυτό του να ξεπεράσει), που έκαναν τον Σέμο, αυτό που θα έλεγε κάποιος… «καλός νοικοκύρης».
Ήταν καλός άνθρωπος, πονόψυχος και ευαίσθητος από την φύση του. Και ήταν ερωτευμένος! Όμως έβλεπε και ο ίδιος ότι, η προσωπικότητά του είχε αρχίσει να αλλοιώνεται από τις φοβίες του και την έλλειψη τόλμης. Ήδη στο νησί ακουγόταν ότι ήταν ο «… κύριος της γυναίκας του». Βαθμιαία, οι εγωιστικές ιδιότητες, έρχονταν η μια μετά την άλλη να συσσωρευτούν στον χαρακτήρα του. Ο χρόνος που πέρναγε αφαιρούσε πια αθωότητα και καλοσύνη και πρόσθετε πονηρές σκέψεις και ανάγκη για αναγνώριση. Μείωνε τη λογική και τη μετριοπάθεια και πρόσθετε ανάγκη για τρέλα, ίσως και για ακρότητες.
Ωστόσο, όπως στο απόλυτο παρεμβαίνει το σχετικό και το μετριάζει, όπως στο σκοτάδι διεισδύουν ακτίνες φωτός και το αραιώνουν έτσι και στον χαρακτήρα του, ξυπνούσαν συχνά – πυκνά οι φοβίες του που παραμέριζαν την αποφασιστικότητά του. Τότε και ο ίδιος απορούσε ποια ήταν η πραγματική του φύση.
Το μάλλινο σακάκι μούλιαζε σιγά – σιγά και άρχισε να αναδίδει εκείνη την πνιχτή μυρουδιά, κάποιοι θα την αποκαλούσαν και βρώμα ακόμα, που σε συνδυασμό με την οσμή της μπριγιαντίνης, δημιουργούσαν ένα στρώμα προστασίας (σικ) γύρω από τον Σέμο. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και έπιασε τον εαυτό του ευτυχισμένο και χαρούμενο. Η θέλησή του δυνάμωσε και όλοι οι εφιάλτες της θάλασσας έφυγαν μονομιάς στα σκοτάδια του μυαλού. «Ένα τσίπουρο μωρέ… ένα τσίπουρο!», φώναξε για να μην τον ακούσει όμως κανείς.
«Καλώς τον γαμπρό μου…», είπε ο Κλεάνθης σαν τον είδε να μπαίνει από την πόρτα του καφενείου. Του έδειξε το καλύτερό του χαμόγελο και μια άδεια καρέκλα στο τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο.
«Μούσκεμα είσαι μαθές… βγάλε το σακάκι, άντε μη κρυώσεις…»
Ο Σέμος υπάκουσε και ακούμπησε το βρεγμένο ρούχο στην πλάτη της καρέκλας που ήταν κοντά στην αναμμένη ξυλόσομπα. Έτριψε το πρόσωπό του και ένοιωσε το αίμα να κυλά γρήγορα στις φλέβες του λαιμού του. Μπορούσε να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του καθαρά και δυνατά.
«Ένα τσιπουράκι τώρα είναι ότι πρέπει έτσι;», τον ρώτησε ο κουνιάδος του. Έγνεψε καταφατικά και ίσιωσε όσο πιο καλά μπορούσε τα βρεγμένα του μαλλιά. Εδώ και κάμποσο καιρό βρισκότανε σε μια κατάσταση, πώς να το πει κανείς, σε μια νευρική υπερένταση που έφτανε τα όρια της υποχονδρίας. Ζούσε τόσο πολύ κλεισμένος στον εαυτό του και σε μια τόσο ολοκληρωτική απομόνωση, ώστε φοβότανε να συναντήσει οποιοδήποτε γνωστό του, συγγενή ή παλιό του φίλο, εκτός από τον Κλεάνθη και ένα - δυό συντρόφους του στους δοκιμαστικούς βούτθους. Η σιωπηλή στάση της Νικολέτας, η αντίθετη γνώμη όλων για την απόφαση να πάει στο σφουγγάρι (ακόμα και των δικών του συγγενών), του είχαν δημιουργήσει τέτοιες ενοχές που είχαν καταλήξει σε αυτή την συναισθηματική κατάσταση. Μόνο ο Κλεάνθης το είχε δεχτεί με επιδοκιμασία (πως θα μπορούσε αλλιώς, αφού κι αυτός ξαναγύρισε στο σφουγγάρι από ένα εγωιστικό στοίχημα με τον εαυτό του) και γι αυτό ήταν ο μόνος που ήθελε να κάνει παρέα. Και μίλαγε όλα του τα προβλήματα, τις φοβίες του, τα «θέλω» του. Με την πάροδο του χρόνου είχαν υπερβεί την σχέση κουνιάδου – γαμπρού και είχαν γίνει πραγματικοί φίλοι.
«Λοιπόν γαμπρέ μου, πως είσαι σήμερις;», ρώτησε ο Κλεάνθης βλέποντας τα «μαραμένα» μάτια του φίλου του. «Είναι και αυτός ο παλιόκαιρος πλιο… υγρασία και νερό. Να δες…», έδειξε με το χέρι προς το ανοικτό πέλαγος μέσα από το παράθυρο, «… από το νερό δεν φαίνεται η Κως…»
Ο Σέμος κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας, έριξε μια ματιά προς τα πού του έδειχνε ο Κλεάνθης, χωρίς ουσιαστικά να δει κάτι και σήκωσε το ποτήρι του, να κατεβάσει το βλογημένο πιοτί στο λαρύγγι του, να ζεστάνει τα μέσα του.
«Τελικά… τι έγινε με την Καλοτίνα;», ρώτησε προσπαθώντας να εστιάσει στα προβλήματα του κουνιάδου του, ξεγλιστρώντας από τα δικά του. Ο Κλεάνθης, έδειξε να μην άκουσε την ερώτηση όπως κοιτούσε έξω προς το λιμάνι και το πέλαγος και έκανε τον συνομιλητή του να σκεφτεί αν θα έπρεπε να την επαναλάβει. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα πριν απαντήσει και η φωνή του ήταν τώρα λιγότερο εύθυμη. Όχι αυστηρή αλλά σίγουρα πολύ πιο σοβαρή.
«Νομίζω πως όλα μπήκαν στη θέση τους. Οι Αμερικάνοι φαίνονται αποφασισμένοι να την πάρουν μαζί τους, ο κυρ Γιώργος δηλαδή και ο πιτσιρικάς ο Nick, τώρα μάθαμε να τον λέμε κι έτσι Εγγλέζικα βλέπεις, είναι ενθουσιασμένος μαζί της…»
«Είσαστε ομορφόσογο, πώς να το κάνουμε και η Καλοτίνα εκτός από όμορφη, είναι και καλό και υπάκουο κορίτσι μαθές…»
«Ναι… είμαστε …», απάντησε με χαμόγελο ο Κλεάνθης. «Πάντως η αλήθεια να λέγεται… τέτοια γυναίκα δεν την βρίσκεις εύκολα. Αχ… καλή ζωή θα περάσει ο Αμερικάνος, ελπίζω και αισιοδοξώ και η αδερφή μου…»
«Και πότε με το καλό θα γίνουν όλα αυτά που λες ότι δρομολογήθηκαν κιόλας;»
«Να σου πω. Οι Παρασκευάδες θα κάνουν τα Χριστούγεννά τους εδώ και θα φύγουν αμέσως … πριν την Πρωτοχρονιά. Βλέπεις… πολυάσχολοι άνθρωποι, πολλές μπίζνες εκεί στο Αμέρικα και που θα κάτσουν για τις γιορτές πολύ τους πάει. Μετά λέγουσι θα στείλουν το εισιτήριο για την Καλοτίνα και θα την παραλάβουν εκεί… στα ξένα. Βάλε μερικούς μήνους … πέντε, έξη πάνω – κάτω, καλό Φθινόπωρο και βάλε. Έχει και η δικιά μας να τακτοποιήσει κάποια πράγματα, να ετοιμάσει και τα προικιά της, αν και αυτοί είπαν να μη πάρει τίποτα μαζί της παρά μόνο τα ρούχα που θα φοράει στο ταξίδι, να το χωνέψει κιόλα που θα φύγει από το νησί… ε… δεν θέλει χρόνο;»
«Ναι, σωστά. Πάντως μεγάλη απόφαση βρε παιδί μου να φύγει… μεγάλη απόφαση!»
«Ναι, είναι. Αλλά άμα είναι για καλό, τι να πεις! Μεγάλη είναι και η δικιά σου να πας βέβαια στο σφουγγάρι. Κι αυτό είναι μεγάλη απόφαση. Δεν είναι;»
Ο Σέμος γέλασε. Ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα συζητούσαν γι αυτό, όπως όλες τις τελευταίες μέρες. Δεν τον ενοχλούσε όμως από τον Κλεάνθη.
«Χα, χα… κοίτα ποιος μιλάει! Εσύ κουνιάδε μου πήγες για το χατίρι μιας παλιοεφημερίδας και λες για μένα που θέλω να θρέψω σωστά τα παιδιά μου;»
«Αν πίστευα ότι το κάνεις για αυτό θα ήταν όλα καλά, μπορεί και να σε ανάγκαζα εγώ να πας. Ήθελες δεν ήθελες. Είδες ότι συμφώνησα μαζί σου από την πρώτη στιγμή. Αλλά για να λέμε την αλήθεια… είναι αυτός ο λόγος βρε Σέμο; Ή μήπως θέλεις να νικήσεις τους φόβους σου; Σε τελική ανάλυση μπορεί αυτή η αιτία να είναι και πιο μεγάλη και σίγουρα πιο σεβαστή για ένα άντρα…»
«Χμ… αλήθεια, η τύχη του ανθρώπου βρίσκεται στα χέρια του και την αφήνει να του ξεγλιστρήσει, μόνο και μόνο από την δειλία του. Αυτό πρέπει να το πάρουμε σαν δεδομένο. Να αρχίσουμε από κει ε; Και να σου πω κάτι; Θα ήθελα να ήξερα, τι είναι αυτό που φοβούνται πιο πολύ οι άνθρωποι. Το να κάνουν ένα βήμα προς τα μπρος, να πούνε δυο λόγια για το πιστεύω τους – αυτό σίγουρα θα τα φοβούνται πάνω απ’ όλα. Πολυλογώ ε; Μου φαίνεται πως φλυαρώ πολύ. Και, ακριβώς, επειδή φλυαρώ, δεν κάνω τίποτε ή καλύτερα, επειδή δεν έχω κάνει τίποτα, φλυαρώ. Τον τελευταίο καιρό, τον τελευταίο μήνα, συνήθισα να φλυαρώ, γιατί ήμουνα αναγκασμένος να μένω ολόκληρες μέρες κλεισμένος στο καβούκι μου και να σκέφτομαι… να σκέφτομαι για όλα και για τίποτα. Για να ιδούμε μαθές… γιατί να πάω εκεί πέρα; Είμαι στ’ αλήθεια ικανός να κάνω αυτή τη δουλειά; Είναι δυνατό να το έχω βάλει σα σκοπό μου σοβαρά;»
«Όχι δεν είναι σοβαρό…», απάντησε ο Κλεάνθης. « Μου φαίνεται ότι μαγεύεσαι με τις φήμες περί άντρα, με τους θρύλους και τα παραμύθια των «ηρωικών» ναυτικών, με μια … φαντασίωση. Κι αυτό σε διασκεδάζει! Ένα παιγνίδι… ναι! Ένα παιγνίδι! Μάλλον για παιγνίδι πρόκειται!»
Στον χώρο έκανε μια ζέστη πια, τρομερή και η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική σε αντίθεση με την εικόνα έξω από το παράθυρο, όπου η βροχή τώρα είχε γίνει κατακλυσμιαία. Ο σαματάς από τον συνωστισμό των ανθρώπων μέσα στον χώρο – τους έβλεπες – οι πεσμένοι καφέδες, τα άδεια ποτήρια του τσίπουρου, μια καρέκλα αναποδογυρισμένη, τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα και καπνοί… πολλοί καπνοί, καθώς και εκείνη η χαρακτηριστική μπόχα της κλειστής αίθουσας, που την ξέρουν καλά οι θαμώνες των καφενείων, όσοι δεν ήθελαν να καθίσουν στο σπίτι τους για τον καφέ του ή το πιοτί – όλες αυτές οι δυνατές εντυπώσεις, κλόνισαν άσχημα τα νεύρα του Σέμου, που και δίχως αυτές, ήταν κιόλας αρκετά κλονισμένα. Οι ανυπόφορες μυρουδιές των τηγανισμένων από τον Μέμο «συνοδευτικών» που ανακατεύονταν με τον καπνό από τους ναργιλέδες και τα τσιγάρα - κάποιοι κάπνιζαν και τσιμπούκι – οι μεθυσμένοι από νωρίς γεροναυτικοί που έβλεπε κάθε, σχεδόν, μέρα εκεί, συμπλήρωναν αυτόν τον αποκρουστικό και θλιβερό πίνακα. Μια έκφραση από αίσθηση αηδίας πέρασε σαν αστραπή στα χαρακτηριστικά του Σέμου. Γρήγορα όμως φάνηκε σα να βυθίζεται σε μια ονειροπόληση ή για την ακρίβεια να πέφτει σ’ ένα είδος χαύνωσης κι εξακολουθούσε να πίνει το ανανεωμένο του τσίπουρο, χωρίς να βλέπει τίποτα τριγύρω και χωρίς, εξ άλλου, να έχει και καμία όρεξη να δει τίποτα.
Που και που μονάχα μίλαγε μόνος του, (ο Κλεάνθης τον είχε αφήσει για λίγο να περιποιηθεί και τους άλλους πελάτες), κατά την συνήθεια που, καθώς το παραδεχόταν και ο ίδιος, είχε αποκτήσει. Καταλάβαινε τώρα πως σκοτείνιαζε κάπου – κάπου το μυαλό του και πως ένοιωθε μεγάλη αδυναμία. Γύρισε το βλέμμα πάλι προς το παράθυρο και άφησε τα μάτια του να χαρούν τη βροχή.
Και ξαφνικά ανατρίχιασε – σε τέτοια υπερένταση βρίσκονταν τα νεύρα του αυτή τη φορά! Μια μορφή πέρασε απότομα έξω από το τζάμι, μια σκοτεινή και σκυφτή μορφή που φαινόταν σχεδόν κολλημένη στον τοίχο, σε μια προσπάθεια να προστατευτεί από το νερό.
Γύρισε τα μάτια στην πόρτα και είδε την πετούγια να γυρνάει. Απομόνωσε όλους τους ήχους της στιγμής από το μυαλό του και αφοσιώθηκε στη μορφή που μπήκε από το άνοιγμα, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς να υπάρχει καμιά αιτία γι αυτό. «Τι μου συμβαίνει …», αναρωτήθηκε.
Μια γριά γυναίκα ήταν αυτή που μπήκε και στην προσπάθειά της να περάσει προς την μικρή κουζίνα, εκεί που ήταν ο Κλεάνθης, στάθηκε για λίγο μπροστά του, λες και έψαχνε γι αυτόν. Ήταν μια γριούλα κοντή και ξερακιανή, καμιά εβδομηνταριά χρονών, με μάτια διαπεραστικά, αγριωπά στην έκφραση και με μια μύτη κοντή και σουβλερή. Το κεφάλι της ήταν ξεσκέπαστο, παράξενο που δεν είχε τσεμπέρι, και τα μαλλιά της γκριζωπά μέχρι άσπρα σε πολλά σημεία, γυάλιζαν από τη βροχή, λες και είχαν αλειφτεί με λάδι. Ένα φανελένιο ύφασμα – πιο πολύ με κουρέλι έμοιαζε – περιτριγύριζε τον αδύνατο, μακρουλό λαιμό της, που έμοιαζε με λαιμό κότας! Κάθε τόσο έβηχε και βόγγαγε. Φαίνεται πως ο Σέμος την κοίταζε αρκετά έως πολύ παράξενα, γιατί στα μάτια της παρουσιάστηκε ξαφνικά μια έκφραση δυσπιστίας. Στα γεμάτα πεταχτές φλέβες χέρια της κρατούσε μια μεγάλη διάφανη μπουκάλα που σε λίγο θα γέμιζε με τσίπουρο ή κρασί. Ο Σέμος τράβηξε το βλέμμα του και χαμογέλασε. Την κυρά Μέλπω (αυτό ήταν το όνομά της), την αλκοολική χήρα του Γιάννη του Καλαμούη που είχε «σκάσει» στο σφουγγάρι, την ήξερε πολύ καιρό και του φάνηκε περίεργο που δεν την γνώρισε αμέσως. «Δεν μπορεί … κάτι μου συμβαίνει πλιο…», μονολόγησε.
Η γριά γυναίκα απομακρύνθηκε και ούτε γύρισε ξανά το κεφάλι της προς το μέρος του. Ούτε όμως και ο Σέμος την ξανακοίταξε. Έβλεπε όμως, μέσα στο μυαλό του το βλέμμα που του είχε ρίξει νωρίτερα και ένοιωσε τις τρίχες στο μπράτσο του να ανασηκώνονται. Τόσο άγριο και γυαλιστερό μάτι, τέτοιο βλέμμα όλο … προειδοποίηση; Κοίταξε το άδειο του ποτήρι και έψαξε τον Μέμο να του ζητήσει άλλο ένα. Άκουσε τους κεραυνούς που έπεφταν τώρα προς την μεριά του Βαθύ και είδε τις λάμψεις από τις αστραπές που πρόσθεταν ένα απόκοσμο φως στην σκοτεινιασμένη θάλασσα.
«Πολύ ‘φχαριστήθηκα κόρη μου… πολύ! Θα ιδείς… θα κάμεις καλή ζωή εκεί… καλό παιδί φαίνεται αυτός ο Αμερικάνος… κι όμορφος μαθές», ακούστηκε η φωνή της Κυράννας λιγότερο χαρούμενη πάντως απ’ ότι την ξέραν από άλλες «χαρούμενες» στιγμές.
«Ναι βρε μάνα. Καλό παιδί είναι και φαίνεται οι γονείς του να είναι καλοί άνθρωποι κι αυτοί!», απάντησε η Καλοτίνα δείχνοντας κι αυτή, με τη χροιά της φωνής, τους προβληματισμούς της γύρω από το θέμα. «Ίντα να πω άλλο…»
«Τίποτα να μη ειπείς. Όλα ήρθαν με τη βοήθεια του Θεού… δεξιά και καλοβόλετα μαθές. Στο χέρι σου είναι τώρα να περάσεις καλά… κι εσύ και ο άντρας σου. Ο γάμος θα γενεί στην Αμέρικα ε; Χωρίς τους γονιούς σου; Χωρίς τα αδέρφια σου; Αυτό είναι το μόνο που δεν μ’ αρέσει Καλοτίνα μου…». Για να μάθει, είχε πάει πιο πολύ η Ποθητή και βοηθούσε σε κάποιες δουλειές. Γι αυτό οι ερωτήσεις της ήταν τόσο … διεισδυτικές και απρόσμενες.
«Είπε ο κύριος Γιώργος να κάνουμε τους αρραβώνες εδώ πριν φύγουν, την επόμενη εβδομάδα δηλαδή και μετά τον γάμο στην Αμέρικα. Είπε επίσης ότι θα έστελνε και τα εισιτήρια για όλους, τον μπαμπά, την μαμά και τους άλλους… για όλους. Αλλά απ’ ότι κατάλαβα ο μπαμπάς δεν θέλει να ταξιδέψει μέχρι εκεί. Βλέπεις…» , γέλασε με ευθυμία, «… με εμπιστεύεται στα χέρια του παλιού του φίλου…»
«Να ρωτήσω κάτι βρε Κυράννα μου; Κάτι που το βλέπω τόσο παράξενο;», είπε η Τσουκαλαήνα, χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το τραπεζομάντιλο που δίπλωνε βοηθώντας την Καλοτίνα.
«Ίντα είναι αυτό που θες;»
«Βρε Κυράννα και με τη συγχώρεση ρωτάω, απ’ όλο το νησί, από τόσες κοπέλες που υπάρχουσι, μέσα σε δυό μόνο μέρες … να… πως διάλεξε αμέσως την κόρη σου; Εννοώ… αυτός ο Nick … όπως τον λένε, δεν είχε εμπειρίες άλλες; Δεν υπάρχουσι κορίτσια εκεί στην Αμέρικα; Ήρθε, είδε την Καλοτίνα και βουρ… αμέσως είπε το ναι … «πατέρα την παίρνω», χωρίς να την μάθει, να τη ζήσει κάποιες μέρες τουλάχιστο; Δε λέω … κούκλα η Καλοτίνα… και Δεσπότη κολάζει… αλλά δεν σου φαίνεται περίεργο; Έτσι ρωτάω, από περιέργεια. Μη το πάρεις και σοβαρά μαθές…»
«Ίντα λες Ποθητή μαθές; Ότι μπορεί να είναι ελαττωματικός; Αυτό λέγεις; Θεέ μου, τι κακόπιστη που είσαι! Εν το περίμενα αυτό από σένα μαθές… Να λέγεις τέτοια λόγια τώρα που έχουμε τις χαρές μας! Δεν τις έχουμε μαρή Καλοτίνα;»
«Ναι, μάνα, τις … έχουμε»
«Βρε Κυράννα, με παρεξήγησες… δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο. Αλλά πώς να το κάνουμε, ε σου φαίνεται λίγο… βιαστικό;»
Η Κυράννα την κοίταξε με βλέμμα κουρασμένο και συνάμα τόσο θυμωμένο που αν είχε την ικανότητα θα την έκαιγε με τα μάτια. Τίναξε τα χέρια και τα σκούπισε από τα νερά καθώς έπλενε κάποια ποτήρια. Ήξερε το χούι της «φίλης» της, αλλά κάποια θέματα, έκρινε πως ξεπερνούσαν τα όρια. Οι γραμμές της αμύνης της απειλήθηκαν και έτσι πέρασε στην αντεπίθεση:
«Άκου να δεις Ποθητή, αν ακούσω έστω και το παραμικρό γι αυτό το θέμα, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, να ξέρεις ότι θα καταλάβω από πού ξεκίνησε και τότες… κακομοίρα μου… θα έχεις να κάμεις μαζί μου. Έτσι; Θα ξεχάσω όλα τα χρόνια που είμαστε γειτόνοι, όλα όσα χρωστάει η μια στην άλλη και θα δεις το πραγματικό πρόσωπο της Κυράννας. Το κακό της πρόσωπο. Και απλώς για να ξέρεις, ο άντρας μου και ο Γιώργος, ο πατέρας του Nick, ήταν φίλοι γκαρδιακοί πολλά χρόνια πίσω. Έτσι; Βάλε το μυαλό σου να σκεφτεί λίγο, αν μπορεί από τα κουτσομπολιά να σκεφτεί σωστά και κάμε το λογαριασμό σου, να καταλάβεις μαθές τι γίνεται γύρω σου. Δεν είναι όλα τα πράγματα όπως θέλεις και φαντάζεσαι ότι είναι… έτσι;»
Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι σε πραγματικά έξαλλη κατάσταση που έκανε την μεν Τσουκαλαήνα να σκεβρώσει στη θέση της, την δε Καλοτίνα να κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια και το στόμα ανοικτό. Πολλές φορές είχε δει την μάνα της να νευριάζει, να βρίζει ή να φωνάζει, αλλά τούτο εδώ τώρα μπροστά της … ήταν πρωτόγνωρο!
Η Ποθητή είχε κιτρινίσει και βέβαια έφυγε κάθε σκέψη από το μυαλό της για διασπορά τέτοιου είδους είδησης. Ξεροκατάπιε χωρίς να βρει κάτι λογικό και «γενναίο» να πει και έσκυψε το κεφάλι προσπαθώντας να ηρεμίσει την ανάσα της. Μέσα στη σαστιμάρα της από την ξαφνική και σφοδρή επίθεση της Κυράννας, είχε την φρόνηση, την εξυπνάδα θα μπορούσε κάποιος να πει, να μη φύγει από το σπίτι, τάχα προσβεβλημένη, τάχα θιγμένη ή να δείξει εκνευρισμό. Μάζεψε το κουράγιο της και χαμογέλασε προς τη μεριά της Καλοτίνας.
«Θες να ανοίξουμε φύλο για πίτα…», είπε αλλάζοντας ριζικά θέμα συζήτησης. «Είχες πει ότι θα έκανες μηλόπιτα και να σου πω την αλήθεια … την λαχταράω κι εγώ…»
Η πρώτη αντίδραση της Κυράννας, η αντίδραση των νεύρων της, ήταν να αρνηθεί. Κάτι που έκανε κιόλας. Αλλά η άρνησή της δεν ήταν κατηγορηματική. Πιο πολύ με νάζι έμοιαζε παρά με άρνηση. Η φίλη της διέκρινε την διαφορά αυτή – έτσι κι αλλιώς ήταν αρκετά εμφανής – και επέμεινε στην ερώτησή της για δεύτερη φορά. Μάλιστα μόνη της πήγε και έβγαλε τα μήλα από το μεγάλο καφάσι τους, τα έβαλε στο τραπέζι και πήρε δυό μαχαίρια για το καθάρισμα, δίνοντας το ένα στην φίλη της.
«Για τα μήλα το έφερα ε; Μη σκεφτείς τίποτα άλλο…» και κλείνοντας το μάτι στην Καλοτίνα, γέλασε με νόημα, αφήνοντας τον αέρα να βγει απότομα από το στήθος της.
Το μικρό πράσινο καντηλάκι πάνω στον τοίχο, δίπλα στο κούφωμα της πόρτας του μεγάλου δωματίου, αυτό που ικέτευε την Παναγία με την φωτογραφία του Κλεάνθη, άναβε με την αδύναμη φλόγα του, να μαυρίζει το ταβάνι. Η Κυράννα γύρισε και έκανε το σταυρό της πριν καθίσει και αρχίσει να καθαρίζει τα μήλα. Το μικρό καντήλι τώρα πια ικέτευε για τόσα και τόσα πράγματα!
Η βροχή τώρα είχε γίνει ένας καταρράκτης που ένωνε τη γη με τον ουρανό. Η ορατότητα είχε περιοριστεί σε μερικά μέτρα, ενώ τα σύννεφα είχαν σκοτεινιάσει εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου. Το λεκιασμένο ημερολόγιο πάνω στον φθαρμένο από την υγρασία τοίχο, έγραφε είκοσι τρεις Δεκεμβρίου και από πάνω με καλλιτεχνικούς αριθμούς 1950.
«Σε λίγο πάει κι αυτή η χρονιά…», είπε ο δάσκαλος καταπίνοντας την τελευταία σταγόνα από το κρασί του. «Μπαίνουμε στο δεύτερο μισό του αιώνα. Άντε βρε Μέμο, βάλε άλλο ένα να έχεις την ευκή μου. Άντε … πιάσε και καμιά ντοματούλα να πάει κάτω πιο εύκολα…»
«Γιατί δυσκολεύεσαι να το κατεβάσεις σκέτο κυρ Μανώλη;», ακούστηκε περιπαιχτικά η φωνή του «Φιάκα» προς τον Μανώλη τον Νυστάζο, εκείνο τον συμπαθητικό συνταξιούχο δάσκαλο. «Και βέβαια Μέμο, όταν λέει να του βάλεις άλλο ένα, δεν νογάει ποτήρι, αλλά κατρούτσο…»
Ο κυρ Μανώλης σήκωσε την μαγκούρα που είχε στηριγμένη στη διπλανή καρέκλα και γελώντας προσποιήθηκε ότι θα τον χτυπούσε. Όλοι ευθύμησαν μέσα στο καφενείο, που τώρα είχε ξαναγίνει το ανέμελο μέρος της παρέας. Η κυρά Μέλπω που είχε έρθει να γεμίσει με τσίπουρο την μεγάλη μπουκάλα της, πρόσφερε θέμα για συζήτηση, (ποιος είπε ότι οι άντρες δεν είναι κουτσομπόληδες;), τα πολιτικά τους απασχόλησαν για κάποιες ώρες, μέχρι που ξαναγύρισαν να μιλούν για την θάλασσα και τα ταξίδια τους, παραθέτοντας εκ νέου ο καθένας την δική του άποψη, το δικό του ψέμα, το δικό του ανδραγάθημα, τον δικό του θρύλο. Κι αυτά ήταν που άρεσαν στον Σέμο, αυτά τον επηρέαζαν – λες και δεν είχε μεγαλώσει ποτέ – αυτά ήθελε να οραματίζεται.
Σήκωσε το ποτήρι με το τσίπουρο και ανακάλυψε ότι κάπως είχε ζαλιστεί. Το βλέμμα του ήταν θολό και τα μάτια του γυρνούσαν με μικρότερη ταχύτητα από το ένα σημείο στο άλλο και βέβαια έπρεπε να κάνει μεγαλύτερη προσπάθεια για να συγκεντρωθεί σε αυτά που άκουγε. Άρχισε χωρίς λόγο να γελάει. Στα αυτιά του ηχούσαν τα λόγια των ναυτικών και των παλιών σφουγγαράδων σαν Μεγαλοβδομαδιάτικοι ύμνοι, σαν το παραμύθι που κάποτε του έλεγε η γιαγιά του η Καβουκαήνα, σαν την αύρα του πελάγους που δροσίζει μια καλοκαιρινή μέρα.
«Κι εγώ; Εγώ;», αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα, «Εγώ τι έχω να πω; Μόνο για τα κλάματα των μωρών…» και κατέβασε μονομιάς το οινόπνευμα από το ποτήρι του. Είδε τον Κλεάνθη που πλησίαζε κοντά του και χάρηκε η ψυχή του. «Να… ένα τέτοιο αδερφό … χικ… ήθελα … χικ… να έχω! Μα … τι λέω… δεν τον… χικ… τον έχω;»
Αισθάνθηκε ένα τράβηγμα στις μασχάλες και ανακάλυψε ότι τα χέρια του «αδερφού» του, τον τραβούσαν προς τα πάνω. Και του φάνηκε ξαφνικά, μεγάλη η απόσταση από την καρέκλα μέχρι την όρθια στάση. Άκουσε τη βροχή να πέφτει πάνω στη λαμαρίνα του σκέπαστρου από το παράθυρο και δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν. Κάτι βέβαια του θύμιζε αυτός ο μονότονος θόρυβος, αλλά στάθηκε αδύνατο να τον ανιχνεύσει σωστά. Και όλες αυτές οι οσμές εκεί… «… πω – πω τσιγάρα…» είπε, πριν σωριαστεί και πάλι στην καρέκλα του, παρά την δύναμη του Κλεάνθη.
«Βρε Σέμο… ίντα έπαθες μωρέ; Αφού δεν το σηκώνεις το ρημάδι ίντα το πίνεις μαθές; Έλα κάμε μια προσπάθεια να σε πάω μέχρι το σπίτι. Η Νικολέτα να δεις χαρά που θα κάμει σα σε δει έτσι, σε αυτά τα χάλια! Άντε αγόρι μου, κάμε κουράγιο βρε. Και βρέχει πανάθεμά το…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου