ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
«Να μας ζήσουν βρε Δημητρέ μου… λυπάμαι αλλά μου είναι δύσκολο να σε πω … συμπέθερο. Ψωμί κι αλάτι φάγαμε κάποτε μαζί, δεν είναι κρύο το «συμπέθερε»; Δημήτρη μου λοιπόν… τι έλεγα; Α, ναι, να μας ζήσουν τα παιδιά…» και προσπαθώντας να τεντωθεί να τσουγκρίσει τα ποτήρια τους, παραπάτησε και έπεσε στην γυναίκα του.
Προσπαθώντας να στηριχτεί δε από το τραπέζι, τράβηξε το τραπεζομάντηλο ρίχνοντας κάτω μια καράφα με κρασί, δυό ποτήρια και μερικά πιάτα. Όλα έσπασαν με πάταγο σε χίλια κομμάτια, κάνοντας την κυρία Αμαλία αλλά και τον Κλεάνθη που καθόταν δίπλα της, να πεταχτούν όρθιοι σαν ελατήρια. Ο Σέμος, πιο δίπλα ακόμα, δίπλα στον κουνιάδο του, δεν πρόλαβε, με αποτέλεσμα το κόκκινο κρασί να πέσει στο παντελόνι του λερώνοντας και το άσπρο του πουκάμισο από το στομάχι και κάτω.
«Γούρι – γούρι…», ακούστηκε η φωνή της Νικολέτας. «Είδατε; Διάφανο γυαλί σαν σπάσει όλα καλά στη ζωή τους θα πάνε…», συμπλήρωσε με τα μάτια καρφωμένα στον γιό του κυρ Γιώργου και την αδερφή της.
«Ναι, … γούρι…», φώναξαν σχεδόν όλοι μαζί. Μόνο η Κυράννα έδειξε λίγο προβληματισμένη. Το κόκκινο κρασί, έμοιαζε σαν αίμα που κυλούσε από το παντελόνι του γαμπρού της. Προσπάθησε εκείνος με τα χέρια να το καθαρίσει, με αποτέλεσμα να γεμίσουν με το κόκκινο υγρό και οι παλάμες του. Τα μάτια της Κυράννας έδειξαν μια στιγμιαία έκφραση φρίκης και ένοιωσε κάτι σαν πόνο στην ψυχή της. «Οι φόβοι μου είναι…», μονολόγησε, γνωρίζοντας ότι όλα αυτά που πέρασαν από το μυαλό της δεν ήταν τίποτα άλλο από δεισιδαιμονίες και κατάλοιπα των παιδικών της φόβων.
Ο αρραβώνας έγινε όπως ακριβώς είχε μελετηθεί από τις δυο μανάδες, με το γλέντι του, τα τραγούδια με τους οργανοπαίχτες – ήταν οι ίδιοι που έπαιξαν και στους αρραβώνες της Νικολέτας – με τα φαγητά και τους συγγενείς να χαίρονται και να διασκεδάζουν, με το ζευγάρι να δείχνει ευτυχισμένο. Οι Τσουκαλαήνες, που λογίζονταν κάτι σαν συγγενείς κι αυτές, είχαν στρογγυλοκάτσει στο μεγάλο τραπέζι και η Ποθητή κοιτούσε καλά τον γαμπρό αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα, θυμούμενη την απειλή της Κυράννας. Ήταν όμως η μόνη που κατάλαβε τα συναισθήματα και τους φόβους της γειτόνισσας της σαν έπεσε το κρασί. Σοβάρεψε κι εκείνη απότομα και σε μια κίνηση αμηχανίας έστρωσε με το χέρι το κίτρινο τσεμπέρι στα μαλλιά της.
Η ώρα πέρναγε και οι άντρες εκτός από τον Nick και τον Κλεάνθη, βρίσκονταν ένα βήμα παραπέρα από την ευθυμία, μετά από την κατανάλωση τόσου οινοπνεύματος. Οι προπόσεις έδιναν και έπαιρναν, το ίδιο και οι ευχές. Τα γέλια αντηχούσαν μέχρι το δρόμο, συνοδεύοντας τα τραγούδια που ξεχύνονταν σαν χείμαρρος από το στόμα των συγγενών, με το πάθος τους, τα φάλτσα τους, τις κορώνες τους. Η ζωή έδειχνε ωραία εκείνες τις στιγμές, τις στιγμές που όλες οι πίκρες, όλες οι έννοιες, όλες οι στενοχώριες πήγαιναν στην άκρη ή τουλάχιστον που έπρεπε να πάνε στην άκρη.
Η Κυράννα όμως δεν μπορούσε να νικήσει τον ίδιο της τον εαυτό. Κοίταξε την Ποθητή και είδε ότι κι εκείνη την παρατηρούσε με έντονο, διεισδυτικό βλέμμα. Την είδε που της έκανε ένα ανεπαίσθητο νόημα, ρωτώντας την τι τρέχει. Στην αρχή το πήρε σαν ερώτηση … κουτσομπολιού, αλλά μετά βεβαιώθηκε ότι η Τσουκαλαήνα είχε πραγματικά ανησυχήσει, αποκρυπτογραφώντας τις δικές της εκφράσεις. «Τίποτα», έγνεψε σμίγοντας τα φρύδια και σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι, αλλά ήξερε ότι αυτή δεν ήταν απάντηση που μπορούσε να ξεγελάσει την Ποθητή. Εκείνη πάλι δεν επέμεινε, αλλά το βλέμμα της έμενε συνεχώς επάνω της, όσες φορές και αν την πρόσεξε.
Κάπως έτσι πέρασε η ώρα και δόθηκε ο λόγος για την μελλοντική ζωή της Καλοτίνας και του Nick, δόθηκαν μερικές εξηγήσεις περισσότερο στους περίεργους συγγενείς παρά στους γονείς της «νύφης», καταναλώθηκαν πολλά κιλά οινοπνεύματος και τραγουδήθηκαν μυριάδες τραγούδια κεφιού και «καλής ώρας». Έφτασε λοιπόν η ώρα που άρχισαν σιγά – σιγά οι καλεσμένοι να φεύγουν, άλλοι χαρούμενοι και γελαστοί και άλλοι που να μην ξέρουν που πατούν και βρίσκονταν.
«Καιρό βρε Δημητρό είχα να νοιώσω ένα τέτοιο γλέντι. Αχ… πόσο μου έλειψε η Ελλάδα. Άντε γειά μας ένα… τελευταίο…» και σήκωσε το χέρι με το ποτήρι για το πολλοστό «τελευταίο» τσίπουρο. Ο κυρ Στεφανιδάκης δεν απάντησε, μόνο γέλαγε και σηκώνοντας κι αυτός με τη σειρά του το ποτήρι, το άδειασε μονομιάς. Ήξερε πως την άλλη μέρα το κεφάλι του θα πήγαινε να σπάσει… «Αλλά τι σημασία είχε αυτό;», αναλογίστηκε.
Η Κυράννα με τη βοήθεια της Μαρίας και της Ποθητής μάζευε όλα τα σπασμένα πιάτα και ποτήρια από το ξύλινο πάτωμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει έστω κι ένα μικρό κομματάκι γυαλιού κάτω. Η Καλοτίνα, συνόδευσε μαζί με τον Κλεάνθη και τον Μέμο τους «Αμερικάνους», αλλά και την οικογένεια της αδερφής της, μέχρι το Τελωνείο και κάποια στιγμή, ένοιωσε το χέρι του Nick να της σφίγγει το δικό της. Κοκκίνησε, αλλά της άρεσε. Μια ζέστη ξεκινούσε από τα δάχτυλα και ανέβαινε στο μπράτσο για να της κάψει κάτι στα σωθικά και την ψυχή της. Τα χείλη της έκαιγαν και ένα τρέμουλο την είχε κυριεύσει στην σπονδυλική στήλη. Έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να το κρύψει, να μην το δουν οι άλλοι. Κάποιο σκυλί ακούστηκε από την άκρη του δρόμου και σε λίγο ένα άλλο του απάντησε δίνοντας ζωή στο ήσυχο νησί.
«Λοιπόν…», της είπε εκείνος, «… νομίζω ότι θα ήθελες να …», σταμάτησε κοιτώντας ολόγυρα λες και προσπαθούσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις.
«Να ζήσω μαζί σου;», τον έβγαλε εκείνη από την δύσκολη θέση
Ο Nick την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Όλοι οι άλλοι, είχαν προχωρήσει – όχι τυχαία – αρκετά βήματα μπροστά τους και όταν ο Μέμος με την αφέλεια της νιότης του γύρισε να πει κάτι στην αδερφή του, ένοιωσε το απότομο τράβηγμα του Κλεάνθη. Τότε κατάλαβε και γελώντας γύρισε ξανά στον δρόμο του.
«Ναι… να έρθεις μαζί μου… να ζήσεις μαζί μου… να χτίσεις νέα ζωή μαζί μου. Θα το ήθελες; You would wish… πως το λένε… θα το επιθυμούσες; Είσαι πολύ ωραία κοπέλα και …»
«Ναι, θα το ήθελα. Δεν σε ξέρω καλά αλλά … κάτι μέσα μου … φωνάζει ΝΑΙ. Εκείνο ξέρει…»
Γέλασαν και οι δυό. Ο νεαρός Παρασκευάς δεν είχε τραβήξει τα μάτια του από πάνω της και όσο κι αν το φως του δρόμου ήταν χαμηλό, διέκρινε τη λάμψη στα δικά της μάτια. Έσκυψε και η ανάσα του συνάντησε την δική της. Μια μυρωδιά μέντας και αλκοόλ πλανήθηκε στο μικρό κενό ανάμεσα στα χείλη τους. Και το μικρό αυτό κενό εκμηδενίστηκε σε μερικά δευτερόλεπτα, όταν την φίλησε. Η Καλοτίνα ένοιωσε να σηκώνεται στον αέρα, η καρδιά της χτυπούσε τώρα δυνατά, ένα μικρό ταμπούρλο που έπαιζε με το αίμα της και την ανάσα της, η οσμή από το δέρμα του την αναστάτωσε ανάμεσα στα πόδια και ψηλά στη λεκάνη το κάψιμο ήταν ανυπόφορο. Φοβήθηκε ότι θα κατέρρεε. Στηρίχτηκε πάνω του και αυτό έκανε την επιθυμία και των δυό τους ακόμα πιο μεγάλη, λες και συνωμοτούσαν όλες οι στιγμές για αυτό.
«Μην ξεχνάς … ότι τώρα είμαστε … engaged .. ραβωνιασμένοι… αρραβωνιασμένοι πια. Καλά το είπα;», την ρώτησε με τόσο χαμηλή και ψιθυριστή φωνή που η Καλοτίνα έκανε προσπάθεια να τον ακούσει. «Πιστεύω ότι αξίζεις να σ’ αγαπήσω, όπως αξίζω, πιστεύω κι εγώ να μ’ αγαπήσεις εσύ…»
Ποιος μπορούσε να απαντήσει μετά από τέτοια συγκίνηση με την αυτή την επιπόλαια σωματική επαφή; Σίγουρα όχι η Καλοτίνα. Αυτή που πάντα ήταν σκληρή σαν βράχος σε όλες τις αναποδιές που μπορούσε κάποιος να συναντήσει στη ζωή του, τώρα… με αυτό τον νεαρό μπροστά της… με εκείνο το φιλί… (αλήθεια πόσο καιρό είχε να γευτεί τέτοιο φιλί;), είχε γίνει ένα μικρό, απροστάτευτο κοριτσάκι που σε λίγο θα εκλιπαρούσε και για άλλο. Και πόσο της άρεσε αυτό!!!
Στο βάθος του δρόμου πίσω τους ακούστηκαν κάποια στιγμή φωνές και μουσικοί σκοποί, φασαρία που έκανε κάποια ομάδα ξενύχτηδων. Οι μουσικάντες είχαν βγει στο δρόμο από το σπίτι του κυρ Δημητρού και υπό την επήρεια του αλκοόλ, έκαναν όση φασαρία μπορούσαν. Σε λίγο θα τους έφταναν κι αυτό είχε χαλάσει αυτή τη μυσταγωγία της στιγμής. Όλοι κοίταξαν προς το μέρος τους και αν και χαμογελούσαν, τους είχε ενοχλήσει. Ο Κλεάνθης πρόσεξε μέσα στο μισοσκόταδο τη στάση του ζευγαριού πίσω του και κάτι μέσα του χάρηκε, το ίδιο όμως και μελαγχόλησε. Το πρόσωπο της μεγάλης του αδερφής ήταν χαρούμενο και αν έβλεπε καλύτερα, θα μπορούσε να πει … ευτυχισμένο.
Προσπέρασαν το Τελωνείο και χωρίς να το καταλάβουν τα βήματά τους δεν σταμάτησαν εκεί. Πέρασαν το κλειστό καφενείο του Κλεάνθη και βρέθηκαν μπροστά στο άγαλμα του Ποσειδώνα, στη στροφή πριν το ξενοδοχείο. Εκεί σταμάτησαν απότομα λες και είχαν συνεννοηθεί. Χαιρετήθηκαν όλοι μεταξύ τους και η βραδιά τέλειωσε εκεί.
«Λοιπόν Δημήτρη… αύριο … τι αύριο δηλαδή… σήμερα το μεσημέρι θα τα πούμε…οκ; Αν έχει φύγει αυτή η ρημάδα η ζαλάδα από το κεφάλι… έτσι;»
«Έτσι μωρέ Γιώργη… έτσι», απάντησε ο φίλος του, επιβεβαιώνοντας το ραντεβού τους.
Η Καλοτίνα εξακολουθούσε να βρίσκεται μερικά βήματα πιο πίσω, έχοντας τώρα φανερά ενωμένα τα χέρια της με αυτά του Nick. Κι αυτό προκάλεσε το πείραγμα της Αφροδίτης, της αδερφής του: «lets go bro… lets sleep… μια ζωή … θα την έχεις … close to you… κοντά σου, θα έχεις όλο τον χρόνο να την χαρείς. Πάμε τώρα για ύπνο» και γυρνώντας προς την Καλοτίνα, «… γλυκιά μου … thank you for everything… ευχαριστώ για όλα… και είσαι πραγματικά πανέμορφη… very… very beautiful…»
Αυτή η εναλλαγή μεταξύ Ελληνικών και Αμερικάνικων έδινε μια γλύκα στην ομιλία των δυό αδελφών. Και μάλιστα η Καλοτίνα σκέφτηκε πόσο καλά μιλούσαν την μητρική τους γλώσσα, αν και ήταν πρώτη φορά που έρχονταν στην Ελλάδα. Αυτό έδειχνε την πειθαρχία του … μέλλοντα πεθερού της αλλά και την ανάγκη που έχουν όλοι οι ξενιτεμένοι για τον τόπο τους.
«Ξενιτεμένοι;», σκέφτηκε και γύρισε το βλέμμα προς την θάλασσα. «Κι εγώ έτσι θα λέγομαι σε λίγο καιρό…»
Τα Χριστούγεννα ήρθαν με όλες τις συνήθειες και τα έθιμα του νησιού. Παντού μύριζαν γλυκά, φρεσκοψημένο κρέας, οι φούρνοι δεν προλάβαιναν να ψήνουν τα μουούρια και το κρασί έρεε άφθονο σε κάθε σπίτι, σε κάθε καφενείο και σε όλες τις ταβέρνες. Ήταν οι γιορτές, ήταν και το ταξίδι που ετοιμαζόταν να κάνει ο Σέμος, το «χειμωνικό» προς την Άνδρο και την Πάρο, που έκαναν τον άντρα λίγο πιο σφιγμένο και να αναζητά όλο και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά παρηγοριά στο πιοτό. Η Νικολέτα, είτε από χαρακτήρα, είτε από «φόβο», έδειχνε πια μια τελείως παθητική στάση απέναντι στον άντρα της, σαν τον έβλεπε να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ και να λείπει περισσότερες ώρες από το σπίτι.
«Λοιπόν… έχουμε και λέμε, τριακόσια την παραμονή και διακόσια πενήντα τώρα σύνολο πεντακόσια πενήντα, έτσι;», ακούστηκε η φωνή του Χαλκίτη, σαν υπολόγιζε τα χρήματα που έδινε στο χέρι του Σέμου. Πήγε στο γραφείο του και άνοιξε το κεντρικό συρτάρι, βγάζοντας ένα μεγάλο μαύρο τετράδιο με τα βερεσέδια. Με ένα μισοφαγωμένο μολύβι που πρώτα το σάλιωσε, σημείωσε κάτι και γύρισε προς το μέρος του πρώην υπαλλήλου του που έστεκε σχεδόν σε στάση προσοχής μπροστά του.
«Και πότε φεύγεις Σέμο; Θα αργήσεις καιρό; Θα φτάσουν αυτά τα λεφτά για την οικογένεια; Βέβαια έχεις πει στην Νικολέτα να … όποτε θέλει δηλαδή… να έρθει σε μένα έτσι;»
Ο Σέμος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έβαλε τα λεφτά στην τσέπη. «Τουλάχιστον δεν θα λείψει τίποτα από την οικογένεια…», σκέφτηκε, χωρίς να λογιστεί ότι θα έλειπε εκείνος ο ίδιος. Χαιρέτισε τον κύριο Γιώργο και βγήκε στο δρόμο να πάει να πιεί πάλι. Θα πέρναγε από τα μαγαζιά να στείλει τρόφιμα στο σπίτι και μετά θα έβρισκε τους μελλοντικούς συναδέλφους του στη ταβέρνα του Μιτσέ του «Καμαρότου». Πέρασε έξω από το ζαχαροπλαστείο του Μήλα και στο μυαλό του ήρθε η Νικολέτα και την αγωνία που είχε κάποτε να της πάρει γλυκά, να την ευχαριστήσει. Χαμογέλασε στη σκέψη και γύρισε την πλάτη στη βιτρίνα με τα γαλακτομπούρεκα. «Κι εκείνη… όλο αντιρρήσεις έχει για το σφουγγάρι…», σκέφτηκε. Τα βήματά του τον έφεραν μπροστά στο μανάβικο του κυρ Λευτέρη του Σγούρδα. Διάλεξε στα γρήγορα λαχανικά όπως και κρέας από το διπλανό χασάπικο, μια – δυό οκάδες ψάρια, κόκκινα για σούπα και λαχταρώντας, πήρε το δρόμο για την ταβέρνα. Παραμονές του ταξιδιού, δεν ήθελε ούτε τον κουνιάδο του να συναντήσει ούτε κανένα άλλο από το σόι της γυναίκας του. Κι ας τον βοηθούσε σε όλα ο Κλεάνθης.
Όλοι ήταν εκεί και έπιναν τα κρασιά τους και τα τσίπουρά τους. Και ο καπετάν Αρμόδιος ο Κιντύνης και όλο το πλήρωμα της «Μαργαρίτας» και όλοι οι μηχανικοί που είχαν συμφωνήσει για το «χειμωνικό» στο Αιγαίο. Τον καλημέρισαν και του έδωσαν καρέκλα να καθίσει κοντά τους. Ένοιωθαν όλοι να ανεβαίνει το ηθικό τους στηριζόμενοι ο ένας στον άλλο. Έπαιρναν κουράγιο μεταξύ τους και με την βοήθεια του αλκοόλ, έλεγαν τις τελευταίες λεπτομέρειες του ταξιδιού, πρότειναν ψαρότοπους για σίγουρο σφουγγάρι και έκαναν όνειρα για τα λεφτά που θα έβγαζαν. Και βέβαια όλα αυτά τα έλεγαν για να τα ακούει ο καπετάνιος και ο κολαουζέρης, οι οποίοι έκαναν ότι πρόσεχαν, αλλά από το ένα αυτί έμπαιναν και από το άλλο έβγαιναν. Το σχέδιο του ταξιδιού το είχε μέσα στο μυαλό του ο καπετάν Κιντύνης, το είχε συζητήσει με τον κολαουζέρη του, αλλά άφηνε τους άλλους να μιλάνε, μόνο και μόνο για να νοιώθουν ότι συμμετείχαν και εκείνοι στον σχεδιασμό.
«Το λοιπό παιδιά, νομίζω ότι θα πάμε καλά. Δεν βγαίνουν πολλοί για χειμωνικά πλιο. Θα είμαστε μόνοι μας… ούτε και οι Συμιακοί άκουσα ότι θα βγουν. Λένε ότι θα έχουμε φουρτούνες φέτο και οι κότες φοβούνται… χα χα χα», είπε γελώντας ο «Κουτσός» ο Ηλίας και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι.
«Σιγά τους μηχανικούς… χα χα χα», συμπλήρωσε κάποιος άλλος. «Συμιακοί και πράσινα άλογα»
«Εσένα Σέμο; Ο κουνιάδος σου δεν θα βγει τώρα στις θάλασσες; Ή θα περιμένει το καλοκαίρι;»
«Το καλοκαίρι λέει…», απάντησε εκείνος αδιάφορα. «Ε… δεν έχει κι ανάγκες μεγάλες. Τις αδερφές του τις βόλεψε, τον καφενέ του τον έχει… σπίτι να μείνει χωρίς έξοδα… ε, τι να κάνει τον χειμώνα μες τις φουρτούνες και τις βροχές…»
«Δεν είναι μόνο τα λεφτά βρε Σέμο… είναι το σφουγγάρι το ίδιο. Αυτό καλεί για θέρισμα, αυτό το ίδιο θέλει το ταξίδι…»
«Ναι, ναι αυτό το ίδιο …» ακούστηκε από γύρω, λες και έλεγαν όλοι μαζί ένα σύνθημα.
Σκοτείνιαζε έξω, όταν ο Σέμος διέκρινε από το παράθυρο την Καλοτίνα να περπατάει στον δρόμο, στηριγμένη στο μπράτσο του «Αμερικάνου» γιού. Από την ώρα που είχαν δώσει λόγο, τα αρραβωνιάσματα που έλεγε ο Nick, περπατούσε μαζί του ελεύθερα και γέλαγε με τα αστεία του, έτρωγε τα γλυκά της και έκαναν εκδρομές μόνοι τους, προσπαθώντας να του δείξει όλες τις ομορφιές του νησιού. Πατρίδα του ήταν, έπρεπε να την ξέρει. Οι υπόλοιποι «Αμερικάνοι», όλως τυχαίως, επισκέπτονταν άλλα μέρη, στην αντίθετη μεριά από κείνη που πήγαινε το ζευγάρι. Στο νησί διαδόθηκε το λογοδόσιμο σαν αστραπή και απ’ όποιον συναντούσαν, άκουγαν μόνο ευχές και από τα καφενεία, προπόσεις.
Ο Σέμος θυμήθηκε τα δικά του με την Νικολέτα, τότε που όλη του η ζωή ήταν αυτή και ο έρωτάς τους. Τότε που προσπαθούσε να κλέψει λεπτά ή ακόμη και δευτερόλεπτα να την δει, να την αγγίξει, να την φιλήσει, εκεί στην άκρη της Πόθιας, μετά το γυμνάσιο, στους αγρούς και τις ερημιές. Θυμήθηκε τα αγκάθια που του έμπαιναν στα πόδια, τις μυτερές πέτρες που του έσκιζαν τις σόλες των παπουτσιών, τις πεζούλες που ήταν το κάθισμά τους. Θυμήθηκε τα καυτά χείλη της, το στήθος της που ανεβοκατέβαινε από το λαχάνιασμα και την αγωνία της, την περιφέρειά της που τριβόταν σεμνά ή και πρόστυχα πάνω στη λεκάνη του. Γέλασε και μελαγχόλησε στις θύμησες αυτές. «Και τώρα;», αναρωτήθηκε.
Άναψε τσιγάρο με την γόπα του προηγούμενου και σήκωσε το ποτήρι του. «Τώρα…», σκέφτηκε «… φεύγω από το σπίτι να βρω την μοναξιά μου. Να προσπαθήσω να ζήσω κάποιες στιγμές της περιπέτειάς μου! Αλλά ποιος μου φταίει;». Έκλεισε τα μάτια με την ελαφρότητα και την αλαζονεία του σε παράπονο. Οι άλλοι αυτή τη στιγμή δεν είχαν σημασία, δεν υπήρχαν στη ζωή του… κι όμως τους αγαπούσε.
Τρεις μέρες πριν την Πρωτοχρονιά οι Παρασκευάδες πήραν το πλοίο της επιστροφής για τον Πειραιά. Στην αποβάθρα δόθηκαν οι τελευταίες υποσχέσεις και δέθηκαν τα στερνά όνειρα. Ο χρόνος τώρα θα ήταν ο εχθρός της Καλοτίνας και του Nick, αλλά όπως είναι γνωστό είναι τόσο σύντομος που στο τέλος δε αρκεί.
Ο αέρας που σηκώθηκε απότομα σε εκείνη την ήμερη κατά τα άλλα μέρα, ήταν σαν να αποχαιρετούσε κι αυτός τους ταξιδιώτες. Το πλοίο άρχισε να απομακρύνεται και οι «Αμερικάνοι», δεν το είχαν κουνήσει από την κουπαστή της πλώρης. Αν κάποιος μπορούσε να δει μέχρι εκεί, θα διέκρινε το δάκρυ στα μάτια του κυρ Γιώργου. «Ποιος ξέρει… θα την ξαναδώ ποτέ πριν φύγω για το στερνό ταξίδι;», μονολόγησε για να δεχτεί το χάδι της κυρίας Αμαλίας στην πλάτη. «Τουλάχιστον η νύφη μας θα μου τη θυμίζει…», συνέχισε. Και το παράξενο ήταν ότι το ίδιο δάκρυ φάνηκε και στο μάτι του γιού του, που φρόντισε πάντως να το κρύψει με μεγάλη δεξιοτεχνία.
«Αυτό ήταν…», είπε η Κυράννα, σαν το πλοίο έγινε μια μικρή κουκίδα, στην στροφή του Σταυρού, πριν ανοιχτεί για τα καλά στο πέλαγος. «Θα φάνε πολύ κούνημα στο Ικάριο…», συνέχισε, «… κατά τα λεγόμενα του Κουκουβά. Ας είναι καλό το ταξίδι τους. Ας φτάσουσι καλά μαθές…».
Πήραν το δρόμο για το σπίτι. Είχε πάει οκτώ κιόλας η ώρα και το σκοτάδι ήταν αρκετά πυκνό. Μερικοί διαβάτες είχαν μείνει στο λιμάνι, κάποιοι απ’ αυτούς είχαν χαιρετίσει δικούς τους ταξιδιώτες, κάποιοι ήταν εργάτες εκεί και κάποιοι που έψαχναν τα κρασί τους στις διπλανές ταβέρνες και τα καφενεία.
Η Κυράννα είχε μείνει μερικά λεπτά παραπάνω στην άκρη της προβλήτας και τα μάτια της κοιτούσαν στο κενό, στο μαύρο χρώμα του νερού, ενώ το μυαλό της σκεφτόταν καταστάσεις, μέλλοντα και εικόνες. Ο Κλεάνθης την πλησίασε από πίσω και την αγκάλιασε από τους ώμους. Τη φίλησε στο λαιμό και της έτριψε τα μπράτσα.
«Πάει έφυγε…», της είπε. «Έχουμε μερικούς μήνες ακόμη για… να χαιρετίσουμε κι εσένα κυρά»
«Εμένα; Ναι… σωστά κι εμένα. Μόνο που εσύ δεν θα είσαι εδώ αδερφέ. Θα έχεις φύγει πιο μπροστά για τα σφουγγάρια, σωστά;»
Ο Κλεάνθης συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι θα έλειπε σαν η αδερφή του θα αναχωρούσε για την Αμερική. Δεν απάντησε, τι είχε δηλαδή να πει! Την τράβηξε απαλά να φύγουν, οι άλλοι είχαν ήδη απομακρυνθεί αρκετά και ένοιωσε το τρέμουλό της. Και πάλι προτίμησε να καταπιεί την γλώσσα του, μόνο που την οδήγησε αντίθετα από το σπίτι, εκεί που το καφενείο έστεκε με ολόλαμπρα τα φώτα του. Κάποιοι με τραγιάσκες και ανασηκωμένο τον γιακά των σακακιών ή των παλτών τους άνοιγαν την πόρτα και κάθε τόσο η λάμψη από το άνοιγμα αναβόσβηνε σαν φάρος μες τη νύχτα.
«Τι λες, είσαι για ένα πιοτί με τον αδερφό σου; Να μιλήσουμε και λίγο, έχουμε καιρό να τα πούμε…»
Κάθισαν σε ένα τραπέζι μακριά από τους άλλους και ο Κλεάνθης άναψε τσιγάρο. Η Καλοτίνα έστεκε στητή και το πρόσωπό της έδειχνε σκληρό και λίγο απόμακρο. Ακόμα και απέναντι στον Μέμο, που τελικά είχε αποδειχτεί άξιος αντικαταστάτης του αδερφού του στο καφενείο.
«Λοιπόν; Ίντα έχουμε να πούμε αδερφέ που δεν μπορούμε να το πούμε στο σπίτι ή με τους άλλους μαζί; Υποθέτω ότι θέλεις να μιλήσουμε για την Αμερική, έτσι δεν είναι;» και πήρε στο χέρι το μαντήλι της να παίζει. Ένα μικρό άσπρο μαντήλι με κέντημα στην άκρη, που της το είχε φέρει ο Κλεάνθης δώρο από την Αίγυπτο, την πρώτη φορά που είχε πάει, πριν τον «χτυπήσει» η μηχανή. Αυτό το μαντήλι, πολεμούσε την νευρικότητά της και την αμηχανία της. Το έκανε κόμπο, το δίπλωνε, το ξεδίπλωνε… το τυραννούσε.
«Ναι, γι αυτό αλλά και για άλλα…»
«Μάλιστα! Να αρχίσουμε απ’ αυτά τα ‘για άλλα’ και μετά βλέπουμε; Έτσι κι αλλιώς η απόφαση να φύγω είναι παρμένη, δεν είναι; Ο μπαμπάς είδε στους «Αμερικάνους», την καλύτερη λύση… και δεν λέω, μπορεί τελικά να είναι, να έχει δίκιο. Το ίδιο και η μητέρα. Δεν είδα κανένα να φέρνει αντίρρηση γι αυτό το «ξεπούλημα»…»
«Βαριές λέξεις λες…»
«Βαριές; Γιατί τι είναι; Δεν είναι ξεπούλημα; Δεν λέω ότι είναι λάθος… μια γυναίκα μόνη στα είκοσι πέντε της όπως και να το κάνουμε είναι βάρος. Ένα στόμα παραπάνω που δεν έχει να προσφέρει τίποτα πιο πολύ από το να … υπάρχει. Μέρες και νύχτες πέρασα και το σκεφτόμουνα αυτό. Μέρες και νύχτες που ένοιωθα άχρηστη. Να μαγειρεύω, να συγυρίζω το σπίτι και να είμαι μια κολώνα που δεν στήριζε ποτέ τίποτα…»
«Στήριζες εμένα, τα αδέρφια σου τα άλλα, ζέσταινες τις καρδιές των γονιών…»
Τον κοίταξε απότομα σαν να του έλεγε «άστα αυτά, τίποτα δεν είναι…»
«Κακά τα ψέματα αδερφέ. Μια περιττή ύπαρξη ήμουνα, ένα βάρος όπως είπα, για όλους. Κι αν δεν φαίνεται τόσο αυτό τώρα, σκέφτεσαι πως θα γινόμουν σε λίγα χρόνια; Και μάλιστα ανύπαντρη;», γέλασε με ένα γέλιο που βγήκε βαθιά από μέσα της. Κι όμως το πρόσωπό της έδειχνε μια έκφραση, σαν να είχε ζήσει ένα κακό όνειρο, σαν να είχε δει έναν εφιάλτη. Ένα όνειρο που το έβλεπε ξύπνια με την ομιλία της, ένα κακό όνειρο που ήρθε να προστεθεί σε μια αλυσίδα από παρόμοια όνειρα τα οποία την βασάνιζαν τον τελευταίο καιρό. Από την ημέρα που ο πατέρας της και πιο πολύ ο μεγάλος της αδερφός είχαν δεχτεί τον ξενιτεμό της.
Κοίταξε γύρω της σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τον χώρο που αν και τόσο γνωστός, της είχε ξεφύγει για λίγο. Της πήρε λίγα λεπτά για να συνειδητοποιήσει πως πίσω από το πυκνό σκοτάδι που τύλιγε την καρδιά της υπεύθυνος ήταν ένας και μόνο ένας: ο μεγάλος της αδερφός, ο ένας και μοναδικός της «έρωτας», ο Κλεάνθης. Έσφιξε τα χέρια του στα δικά της και είδε τις αρθρώσεις της να ασπρίζουν. Απεγνωσμένα προσπαθούσε να τον χαρεί όσο πιο πολύ μπορούσε, πριν εκείνος φύγει… πριν εκείνη φύγει για πάντα. Γιατί το ήξερε, η αναχώρησή της … θα ήταν για πάντα.
«Μου ματώνεις την καρδιά Καλοτίνα με τούτα που λέγεις. Και τα ενογάς σα βλέπω… δεν είναι έτσι όμως. Ξέρεις πόσο σ’ αγαπάω, πόσο σε νοιάζομαι…»
«Α, ναι; Και που είναι οι αντιρρήσεις λοιπόν; Πότε είπε στον πατέρα ότι δεν ήθελες αυτό το … προξενιό; Τη δική σου ζωή την κοίταξες, δεν λέω ότι έκαμες άσχημα, αλλά … νοιώθω μια πίκρα μέσα μου. Θα μπορούσα να δεχτώ να πάω πιο εύκολα στην Αμερική και θα ήμουν και πιο περήφανη και … πιο ευτυχισμένη αν ήξερα ότι ο αδερφός μου δεν ήθελε να φύγω, δεν ήθελε να με χάσει. Αν ο αδερφός μου έφερνε αντίρρηση. Όμως τίποτα. Το κρέας πουλήθηκε σε μια καλή οικογένεια. Τώρα μπορείς να πας για τα σφουγγάρια χωρίς την γκρίνια τη δικιά μου, μπορείς να φτιάξεις τη ζωή σου, η Υπαπαντή περιμένει, χωρίς να σε κατηγορήσουν ότι δεν «τακτοποίησες» την μεγάλη… τη γεροντοκόρη αδερφή σου…»
Ο Κλεάνθης σηκώθηκε όρθιος και έκανε χωρίς νόημα μια αργή περιστροφή γύρω από τον εαυτό του. Το τσιγάρο που κρατούσε είχε κιτρινίσει τα δάχτυλά του και άρχισε να τον καίει. Το έριξε στο πάτωμα και το πάτησε με την άκρη της μπότας του. πράγματα που δεν είχε υπολογίσει ποτέ του, τώρα ξεπετάγονταν ωμά και κυνικά μπροστά του, εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα. Κι όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, όλα είχαν πάρει πια τον δρόμο τους!
Ο Μέμος που πλησίασε χωρίς να ξέρει τίποτα, οσμίστηκε την ένταση στον αέρα, σαν το σκυλί που μυρίζει το θήραμά του. Κοίταξε τα αδέρφια του, μια τον ένα και μια την άλλη:
«Τι γένηκε βρε παιδιά; Τσακωθήκατε μέρες που είναι μαθές;»
Κανείς δεν του απάντησε, τον αγριοκοίταξαν και θεώρησε λογικό να φύγει μην τον πάρει κι αυτόν η μπάλα:
«Ε φταίει κανείς πλιο. Εγώ φταίω που ανακατεύομαι… άει στα κομμάτζα και οι δυό σας!»
Τατ – τατ – τατ, ακούστηκε η μηχανή τη «Μαργαρίτας» σαν απομακρυνόταν από την προκυμαία της πλατείας κοντά στην εκκλησία του «Χριστού». Ο Σέμος όρθιος κοντά στην κεντρική αντένα του τρεχαντηριού χαιρετούσε την Νικολέτα, την μόνη που πήγε να τον αποχαιρετίσει στην αναχώρησή του για το «χειμωνικό» αυτό ταξίδι του. Ο καπετάν Κιντύνης έστεκε παραδίπλα και όλο φώναζε, γελούσε σε αυτούς που έστεκαν στην άκρη της προβλήτας να δουν το σφουγγαράδικο και ο καπνός της μηχανής, γαλάζιος και γκρίζος, έπνιγε τους κουπάδες, κάνοντάς τους να βήχουν.
«Καλό ταξίδι άντρα μου, γερός να μου γυρίσεις…», είπε με σιγανή φωνή η Νικολέτα γνωρίζοντας ότι εκείνος δεν θα το άκουγε. Το σκάφος απομακρύνθηκε και τότε εκείνη άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να ξεσπάσει. Τραβήχτηκε σε μια άκρη πίσω από το ιερό της εκκλησίας και ελευθέρωσε το δάκρυ από τα μάτια της. Ξανακοίταξε προς τη μεριά της «Μαργαρίτας» και το μόνο που αντίκρισε ήταν ένα άσπρο σημαδάκι και το ελαφρύ κύμα που σήκωνε. Έκανε τον σταυρό της και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Ευτυχώς που η Σεβαστή είχε προσφερθεί να κρατήσει για λίγο τα μωρά. Μια αστραπή, απροειδοποίητα, φώτισε τον γκρίζο ουρανό και μετά από λίγο η βροντή της ακούστηκε να της ταράξει τα σωθικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου