Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
Είχε προχωρήσει αρκετά στον γαλανό ουρανό ο ήλιος, όταν η Ελπινίκη μπόρεσε ν’ ανοίξει τα μάτια, μετά από έναν ανήσυχο γεμάτο εφιάλτες ύπνο. Προσπάθησε να δει αλλά η ματιά της θολή, δεν της έδινε πληροφορίες για το περιβάλλον. Και η μνήμη της φαινόταν ότι δεν λειτουργούσε ακόμα καλά. Ένοιωσε έναν οξύτατο πόνο στο στήθος και ανάμεσα στα πόδια της, ενώ ο πονοκέφαλος νόμιζε ότι θα έκοβε το κρανίο της στα δύο. Προσπάθησε να κουνήσει τα χέρια, να στηρίξει το κορμί της, να σηκωθεί. Σαν σε όνειρο, πέρασαν οι εικόνες της μικρής καλύβας μπροστά απ’ τα μάτια της. Εγκατέλειψε την ιδέα να ορθώσει το κορμί της. Πόναγε σχεδόν παντού, λες και κάθε κύτταρό της είχε δεχτεί επίθεση. Γύρισε δεξιά, αριστερά το κεφάλι. Γνώριζε αυτά που έβλεπε, αλλά … και δεν τα γνώριζε! Κάτι στο μυαλό, εμπόδιζε την αντίληψη της. Ακούμπησε το κεφάλι πάνω στο ύφασμα που βρισκόταν εκεί σαν προσκεφάλι. Έκλεισε τα μάτια, μήπως και ησυχάσει αυτός ο δαίμονας που κυριαρχούσε στο μυαλό. Το φως του ήλιου που έμπαινε από την πόρτα, την αναστάτωνε και της δημιουργούσε την ανάγκη για εμετό. Ανάσανε βαθιά. Ο πόνος στο στήθος την έκανε να βήξει και αυτό με τη σειρά του, της έφερε άλλους πόνους στην κοιλιά αλλά και στην μήτρα. Δεν θυμόταν τι έγινε, καταλάβαινε όμως ότι κάτι είχε γίνει, κάτι κακό. Ο βήχας εντάθηκε και οι πόνοι, έγιναν ανυπόφοροι. Έκανε εμετό, βγάζοντας κάτι πικρό και γλοιώδες, λερώνοντας το κομμάτι της γούνας που είχε σαν στρώμα. Πνίγηκε προς στιγμή, αλλά μπόρεσε κάπως να ηρεμίσει… Μια φωνή ακούστηκε κοντά της. Μια φωνή που δεν γνώριζε, που δεν μπορούσε να καταλάβει, αν της άρεσε ή όχι, αν ήταν φιλική ή επικίνδυνη. Της άρεσε όμως το γεγονός, ότι άκουγε φωνή σιμά της:
-«Ήσυχα…», της ψιθύρισε ο Θεμίστιος κοντά στο αυτί της. «Ήσυχα και όλα θα πάνε καλά, μην αναστατώνεσαι, φίλος είμαι…»
Η γυναίκα ήθελε πολύ να ανοίξει τα μάτια, να δει τον άνθρωπο που της μιλούσε, αλλά ο πόνος δεν την άφησε. Ένοιωσε όμως το χέρι του να της δροσίζει το μέτωπο με ένα βρεγμένο πανί. Ανακουφίστηκε προς το παρόν! Έσφιξε τα δάχτυλά της, να δοκιμάσει την δύναμη της. Αμέσως το μπράτσο της, σχεδόν παράλυσε, ενώ μικρές καρφίτσες την τρύπαγαν, χιλιάδες καρφίτσες και χιλιάδες μερμήγκια περπατούσαν πάνω του. Εγκατέλειψε και αυτή την προσπάθεια.
-«Διψάς;», την ρώτησε πάλι η φωνή. «Θα σου δώσω κάτι να πιείς. Και θα ξεδιψάσεις και θα σε ανακουφίσει από τον πονοκέφαλο που μάλλον σε τυραννάει. Εντάξει; Πρέπει να το πιείς όμως όλο. Α… και να μην το κάνεις εμετό…»
Έκρινε την φωνή ευγενική, γιατί ήταν ελαφριά και της θύμιζε μαλακό βαμβάκι. Ο άγνωστος δεν χρησιμοποιούσε λαϊκές λέξεις, οι κουβέντες του ήταν σωστά τοποθετημένες η μια πίσω απ’ την άλλη και μπορούσες εύκολα να βγάλεις νόημα απ’ τα λεγόμενά του. Αυτά και μόνο μπορούσαν να μεταδώσουν εμπιστοσύνη. Ο ξένος είχε απομακρυνθεί τώρα και η Ελπινίκη προσπάθησε να καταλάβει τα γεγονότα που μπορεί να της είχαν συμβεί. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά ένας αναστεναγμός μόνο και κάτι σαν μούγκρισμα βγήκε από το στόμα της.
-«Μην βιάζεσαι, όχι ακόμα…», ακούστηκε η φωνή από το βάθος του δωματίου. «Έχουμε πολλή ώρα μπροστά μας, να γίνεις καλά πρώτα και θα σου εξηγήσω τα πάντα. Ηρέμισε λοιπόν και μη βιάζεσαι».
Η γυναίκα χαμογέλασε, για να αντιληφθεί ότι και τα χείλη της πονούσαν και τα ένοιωσε να σκίζονται. Ήπιε αυτό που της έδωσε ο ξένος, κάτι πικρό και ξινό και έπεσε σε λήθαργο πάλι. Σ’ ένα ύπνο βαθύ χωρίς όνειρα και εφιάλτες αυτή τη φορά.
Ο Θεμίστιος κάθισε κοντά στη φωτιά και βάλθηκε να καθαρίζει τον μικρό λαγό που είχε πιάσει την προηγούμενη, σε μια απ’ τις παγίδες του. Κοίταξε το μωρό και το είδε να κοιμάται ήρεμο μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα, ικανοποιημένο αφού είχε φάει καλά τον λιωμένο πολτό που ο άντρας του είχε δώσει. Γύρισε το βλέμμα στην Ελπινίκη και για πρώτη φορά είδε το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει με απαλό ρυθμό. Σκέψεις πέρναγαν τώρα από το μυαλό του, σκέψεις που η «ανάσταση» της γυναίκας τον βασάνιζαν. Έψαχνε μέσα του να πει την ιστορία του. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χρησιμοποιήσει ψέμα, να φτιάξει μια ιστορία, ένα μύθο ή να πει την αλήθεια. Και στην μια και στην άλλη περίπτωση δεν θα ήταν ήσυχος με τον εαυτό του. Θα μπορούσε να την είχε εγκαταλείψει στην μοίρα της και να ήταν τώρα μακριά, πολύ μακριά από την Αττική. Κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα, αλλά αυτός δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί από τις ερινύες που θα τον κυνηγούσαν. Δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει τον θάνατο μιας αθώας γυναίκας και κατά συνέπεια κι ενός μωρού παιδιού. Στο μυαλό του όλα έπαιζαν, μετρούσε πόσο «άντρας» ήταν, να παραδεχτεί την αλήθεια με τις συνέπειές της ή πόσο δειλός, να φτιάξει μια ιστορία, που και θα τον αθώωνε αλλά και θα τον έκανε, πιθανώς, ήρωα στα μάτια του θύματος. «Εγώ ο σακάτης… ήρωας…», σκέφτηκε με κάποιο εγωισμό! Τα χέρια του έκαναν μηχανικά τη δουλειά τους, αφού το μυαλό ήταν απορροφημένο στις σκέψεις. Ο θόρυβος όμως που ακούστηκε από κάπου μακριά, ένας θόρυβος που θύμιζε κέφι και γλέντι, τον απέσπασε απ’ τις δυσάρεστες υποθέσεις. Προσπάθησε να τον αγνοήσει, αλλά όλο και δυνάμωνε, όλο και πιο μαζικός γινόταν. Ήταν όμως μακριά. Σηκώθηκε να βγει έξω στην αυλή. Τα πόδι του δεν υπάκουσε αμέσως και παραλίγο να βρεθεί ξαπλωμένος φαρδιά πλατιά στο χώμα της μικρής καλύβας. Στηρίχτηκε στο τραπέζι και ορθώθηκε, βρίζοντας την κακιά του μοίρα. Έπρεπε να το συνηθίσει πια αυτό, για όλη του την ζωή. Κι όμως δεν ένοιωθε κανένα μίσος για την αναπηρία του, ανεξήγητο μεν, αλλά έτσι ήταν. Βρήκε το ραβδί του και στηρίχτηκε πάνω του. Βγήκε στο φως του ήλιου και σκίασε τα μάτια, να δει πέρα στον ορίζοντα. Δεν διέκρινε τίποτα, αλλά ο αχός ακουγόταν τώρα όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο κοντά του. Συνοφρυώθηκε προσπαθώντας να διακρίνει καλύτερα και να καταλάβει. Στην προσπάθεια αυτή, είχε αρχίσει να απομακρύνεται από την μικρή στάνη, χωρίς να το καταλάβει, μέχρι που βρέθηκε ανάμεσα στα χωράφια από την μια και στους βάλτους απ’ την άλλη. Πίσω του το μικρό σπίτι δεν φαινόταν πια. Αποφάσισε να προχωρήσει μακρύτερα. Μετά από λίγο είχε φτάσει στον λόφο των νυμφών, έναν μικρό λόφο, φτιαγμένο από άσπρη πέτρα, με λίγα χορτάρια που και που και ένα σπήλαιο να δεσπόζει στην μια του πλαγιά. Εκεί λέγαν οι παλιοί, είχαν το καταφύγιό τους οι νύμφες των ελών, που κάθε βράδυ τραγουδούσαν στο φεγγάρι και λίκνιζαν το κορμί στο ρυθμό Θεϊκού αυλού. Και όποιος άντρας θνητός έβλεπε τον χορό τους, ξεμυαλιζότανε και εξαφανιζόταν από προσώπου γης. Ανέβηκε τα απότομα βράχια με όση δύναμη είχαν τα χέρια και τα σακάτικα πόδια του. Έφτασε στην κορυφή λαχανιασμένος και εξουθενωμένος, προσπαθώντας να πάρει ανάσες. Από το ύψος αυτό, όλη η πεδιάδα του Μαραθώνα φαινόταν με κάθε λεπτομέρεια, μέχρι την θάλασσα. Και αυτό που είδε, τον φόβισε. Τον τρομοκράτησε. Όλη η παραλία αλλά και τα γαλάζια νερά του Αιγαίου είχαν μαυρίσει από ανθρώπους με όπλα, πλοία, άλογα και σκηνές πολέμου. Παρατήρησε τα μεγάλα λάβαρα που κυμάτιζαν στο κέντρο αυτής της σύναξης. «Πέρσες…», μονολόγησε. «Ήρθαν το λοιπόν οι βάρβαροι, ήρθαν οι κερατάδες … μυριάδες είναι … φτου! Οι πηθικαλώπηκες ( σ.σ. άνθρωποι πονηροί και μοχθηροί) από κασσωρίδες (σ.σ. πόρνες) μάνες! Φτου…», συνέχισε φτύνοντας με αποστροφή στο χώμα. Γύρισε το κεφάλι απ’ την αντίθετη μεριά. Άλλοι στρατιώτες εκεί, άλλες σκηνές άλλα λάβαρα … Παρατήρησε καλύτερα και είδε τα εξίσου μισητά σύμβολα της Αθήνας. Μόνο που κάπου μέσα του, η Ελληνική του ρίζα, έδειξε συμπάθεια προς τους καληκνίμηδες Αθηναίους. «Η γυναίκα … το παιδί, είμαστε κοντά σε χώρο μάχης. Πρέπει να τους απομακρύνω, κινδυνεύουν, πρέπει…», σκέφτηκε όλος φρίκη αλλά και απόγνωση. Σηκώθηκε και με χίλια μύρια βάσανα κατέβηκε τον λόφο, έφτασε στο ίσιωμα και προσπάθησε να τρέξει. «Καλή προσπάθεια…», σκέφτηκε βλέποντας τα ανυπάκουα πόδια του, «… μα τους Θεούς, καλή η προσπάθεια. Μα αν και ο νους το θέλει… το σώμα…», δεν απόσωσε την σκέψη του καθώς μια πέτρα τον έκανε να παραπατήσει και να κυλιστεί καμιά δεκαριά μέτρα στο μικρό κατηφορικό μονοπάτι. Σηκώθηκε, τέντωσε τα πόδια και άρχισε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν υπολόγιζε τα κλαδιά από τα δέντρα που τον χτυπούσαν στο πρόσωπο, τ’ αγκάθια που του τρυπούσαν τους μηρούς και τις μυτερές πέτρες που ξέσκιζαν τα σανδάλια του. Έπρεπε να φτάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Οι φήμες που ακούγονταν για τους βαρβάρους, όλα αυτά που έλεγαν για την καταστροφή της Ίμβρου και της Λήμνου, θα μπορούσαν να τρομοκρατήσουν και τον πιο γενναίο άντρα. Και ο Θεμίστιος παρά την ανημποριά του, δειλός δεν ήταν, όμως θεωρούσε εαυτόν, προστάτη της γυναίκας, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν σωτήρας μιας γυναίκας που δεν ήξερε καν το όνομά της, αλλά και του μικρού μωρού. Πέρασε η σκέψη από το μυαλό του, για τον άντρα της γυναίκας αυτής. Πως μπορούσε να τους έχει εγκαταλείψει σε τέτοιες στιγμές! Λογικά σκέφτηκε ότι μπορεί να βρισκόταν εκεί, στο στρατόπεδο των Αθηναίων , πιθανότατα στο χρέος του στην πόλη. Έφτασε στη λιτή καλύβα και ακούμπησε στον ξύλινο φράχτη να πάρει τις ανάσες που τόσο χρειαζόταν. Σκούπισε τον ιδρώτα και έκανε να μπει από την μικρή πόρτα, όταν αντιλήφθηκε κάποια κίνηση και φωνή να ακούγεται από το σχεδόν σκοτεινό δωμάτιο. Αφουγκράστηκε και άκουσε την διακεκομμένη φράση της Ελπινίκης:
-«Μικρό μου… κοιμήσου … ήσυχα άφησε τα μάτια σου να τα … αιχμαλωτίσει ο Μορφέας…»
Χαμογέλασε και η καρδιά του που τόση ώρα χτυπούσε δυνατά, ηρέμισε και γύρισε στους φυσιολογικούς της χτύπους. Μπήκε όσο πιο ήρεμα μπορούσε μέσα, γνωρίζοντας ότι το «λικνιστό» του περπάτημα, πιο πολύ γέλιο θα προκαλούσε παρά φόβο. Είδε την γυναίκα δίπλα στο κρεβατάκι του μωρού, καθισμένη στο χαμηλό ξύλινο κάθισμα, να το κουνάει στην αγκαλιά της. Το μάτια της ήταν κλειστά, πρησμένα μα γεμάτα δάκρυα. Η αγκαλιά της έδειχνε το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη μια μητρική αγκαλιά. Το μωρό, ήρεμο, απομυζώντας την αγάπη της μάνας, (μάνα την λόγιζε ο Θεμίστιος ), είχε παραδοθεί στα όνειρά του. Πλησίασε και από απόσταση ενός μέτρου της μίλησε χαμηλόφωνα να μην την τρομάξει:
-«Καλή σου εσπέρα γυναίκα… είμαι…»
-«Αυτός που μου στάθηκε; Αυτός είσαι; Καλή σου εσπέρα κι εσένα. Και να σε έχουν οι Θεοί καλά ξένε…»
Του μίλησε χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια της. Δεν είχε ταραχτεί, δεν έδειξε κανένα σημάδι ανησυχίας λες και τον περίμενε να έρθει. Μα, δεν τον περίμενε; Τα μελανιασμένα χέρια της, κράταγαν γερά το μωρό, αν και φαινόταν ότι οξείς πόνοι διέτρεχαν το κορμί της σε κάθε κίνηση.
-«Είμαι αυτός που προσπάθησα να σε περιποιηθώ. Εσένα κι το παιδί σου. Το όνομά μου είναι Θεμίστιος και τυχαία βρέθηκα εδώ…»
-«Θεμίστιος; Δεν είσαι από τα μέρη μας. Δεν είσαι Αθηναίος! Έτσι δεν είναι; Από πού κρατάει η γέννα σου, η καταγωγή σου; Και πως βρέθηκες εδώ; Έμπορος είσαι;»
Ο άντρας σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να της πει την αλήθεια. Αποφάσισε να πει ψέματα, προς το παρόν τουλάχιστον, μέχρι εκείνη ν’ αναρρώσει πλήρως. Και τότε θα έβλεπε τι μπορούσε να πει. Ίσως και να τον συμπαθούσε μέχρι τότε και η αλήθεια να ήταν πιο υποφερτή.
-«Ναι, δεν είμαι απ’ εδώ…»
-«Έμπορος;», επανέλαβε εκείνη
-«Περίπου, έμπορος κατά μια έννοια… ναι θα μπορούσες να το πεις έτσι…»
-«Και τι εμπορεύεσαι λοιπόν;»
-«Θράκας είμαι…», είπε προσπαθώντας να αποφύγει την τελευταία της ερώτηση. Σκέφτηκε για λίγο και αποφάσισε να προωθήσει τον εαυτό του σαν θεραπευτή. Του άρεσε η ιδέα και θα μπορούσε εύκολα να γίνει πιστευτό μετά τα τόσα γιατροσόφια που της είχε χορηγήσει. «Θεραπευτής είμαι…», ανέφερε όλο περηφάνια, « θεραπευτής που ήρθα στην πόλη σας … για γνώσεις!»
-«Θεραπευτής λοιπόν ε; Γι αυτό και ξέρεις τι να κάνεις! Μήπως γνωρίζεις και τι μου συνέβη;», τώρα είχε ανοίξει τα μάτια και προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπο του. Έβαλε το κοιμισμένο πια μωρό, στο κρεβατάκι του και γύρισε, πάντα καθισμένη, προς την μεριά του. Τα μαύρα της μάτια δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα χαρακτηριστικά του, μια μικρή μόνο υποψία της όψης του μπορούσε να υποθέσει. «Λοιπόν; Ξέρεις;», επανέλαβε την ερώτησή της.
Εκείνος άρχισε να πλέκει ένα ολόκληρο παραμύθι γύρω από τα περιστατικά του βιασμού της. Της είπε ότι περνούσε από τα μέρη τους, ψάχνοντας να βρει κάπου να μείνει, να περάσει την βραδιά του, στο δρόμο του για την μεγάλη πόλη. Εκεί την βρήκε ξαπλωμένη στην αυλή, μέσα στα αίματα…
-«Με έχουν βιάσει;», τον ρώτησε τόσο απότομα, που τον ξάφνιασε και σταμάτησε την ιστορία που είχε αρχίσει. «Λοιπόν; Με έχουν βιάσει; Γιατί έτσι νοιώθω. Έχω μεγάλο πόνο ανάμεσα στα πόδια. Πες μου, με έχουν βιάσει;», επανέλαβε και τα μάτια της έδειχναν να λάμπουν στο λιγοστό φως.
-«Ε… ε… ε… νομίζω πως ναι. Δεν ξέρω…»
-«Δεν ξέρεις; Θεραπευτής είσαι και λες ότι δεν ξέρεις; Κατάλαβα… τουλάχιστον δεν μου λες ψέματα…»
Ο Θεμίστιος νόμιζε πως η γυναίκα θα άρχιζε το κλάμα και τον θρήνο. Ετοιμάστηκε ν’ αντιμετωπίσει μια κατάσταση πανικού και υστερίας. Αντίθετα όμως εκείνη, τέντωσε την μέση της, μόνο οι Θεοί γνωρίζουν πως άντεξε τους πόνους της, σήκωσε το πηγούνι ψηλά αναδεικνύοντας τον υπέροχο, αν και μελανιασμένο, λαιμό της και στύλωσε το βλέμμα στο άνοιγμα της πόρτας. Δεν είπε λέξη άλλη, μόνο βούλιαξε στις δικές της υποθέσεις. Ο άντρας δεν την ενόχλησε όση ώρα αυτή, είχε τις θύμησες ή τις σκέψεις της. Μόνο προσπάθησε να κάνει κάποιες επείγουσες δουλειές και να βρει τα σωστά επιχειρήματα, να φύγουν όσο το δυνατό πιο σύντομα απ’ εκεί. Έκανε τα πρώτα βήματα στο καλύβι, παρακαλώντας να μην ακούσει γέλια πίσω απ’ τη πλάτη του, λόγω του βαδίσματός του. Έπιασε τα πράγματα της γυναίκας κι έφτιαξε ένα μεγάλο μπόγο. Αποφάσισε μέσα του, να ξεκινήσουν το πρωί και πιο εύκολο θα ήταν αφού το φως της μέρας θα τους βοηθούσε να βλέπουν, αλλά και γιατί η Ελπινίκη θα είχε άλλη μια νύχτα να ξεκουραστεί. Έστυψε το μυαλό του να βρει πειστικές δικαιολογίες, να την αναγκάσει να φύγει μαζί του, όταν ακούστηκε η φωνή της:
-«Γιατί μαζεύεις τα πράγματα μου; Θα πάμε πουθενά, ή, απλώς με κλέβεις;»
Ο Θεμίστιος σταμάτησε απότομα, ξαφνιασμένος και απόλυτα τρωτός, απέναντι σ’ αυτή την σκληρή φωνή που βγήκε απ’ το στόμα της. Κατάλαβε αμέσως ότι είχε να κάνει με δυνατό άνθρωπο, με κάποια που δεν ήταν συνηθισμένη στις αρνήσεις, μάλλον αριστοκρατικής καταγωγής. Κι αυτό τον έκανε ν’ απορήσει…. με το τι γύρευε μια τέτοια γυναίκα και μάλιστα τόσο… όμορφη, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, σ’ ένα τέτοιο αχυρώνα, στη μέση του πουθενά, στη μέση των βάλτων. Γύρισε το κεφάλι του αργά προς το μέρος της. Δεν της έκρυψε τίποτα απ’ αυτά που είδε πάνω στον λόφο των νυμφών. Προσπάθησε να δώσει μια πιο μελανή και δραματική εικόνα, για να την ωθήσει στην απόφαση του. Της είπε για το πλήθος του βαρβαρικού στρατού, για τα όπλα του, τα άλογά του και τα μεγάλα λάβαρα. Την είδε να τον ακούει ατάραχη. Έδωσε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στα λεγόμενά του και η αλήθεια είναι πως ο λόγος του ήταν αρκετά πειστικός. Μετά θυμήθηκε ότι ακόμα δεν ήξερε το όνομά της. Την ρώτησε.
-«Και νομίζεις ότι πρέπει να σε ακολουθήσω, για το καλό μας όπως λες. Ο άντρας μου αυτή τη στιγμή είναι στο στρατόπεδο των Ελλήνων που είδες. Εκεί περιμένει, την όπως λες, από ώρα σε ώρα μάχη. Κι εγώ… να φύγω; Άκου Θράκα, δεν ξέρω για τα μέρη σας και για τις συνήθειές σας, αλλά εδώ είναι Αθήνα, η πόλη του Αιγαία και του Θησέα. Κι εδώ πολεμάμε όλοι με κάθε μέσο. Ο καθείς με τον τρόπο του, ο καθείς με τις δυνάμεις του. Μπορεί να μην είμαι στο πεδίο της επικείμενης μάχης, αλλά και μόνο που είμαι εδώ, ή αν θέλεις όλες οι γυναίκες της πόλης μας, που δεν φεύγουν, δίνουν ώθηση, δίνουν κίνητρο και δύναμη στα χέρια των πολεμιστών. Και αυτοί οι πολεμιστές … θα δεις…. Είναι αήττητοι…!»
Σταμάτησε το μικρό της λόγο, αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλίσει απ’ τα μάτια. Θυμήθηκε τα πάντα εκτός από την νύχτα που της συνέβη το περιστατικό με τον βιασμό της. Μέσα της παρακάλεσε την Ήρα και τον Άρη, να προφυλάξουν τον Τελευτία, ξαφνικά τον είχε πεθυμήσει βασανιστικά πολύ, αλλά πάνω απ’ όλα να φυλάξουν την πόλη της. Είδε τον ξένο με γυρισμένη την πλάτη, να πηγαίνει στην άκρη του δωματίου, με εκείνο το αστείο του βάδισμα, που της θύμισε όρνιθα να τρέχει. Δεν γέλασε. Τον παρατήρησε και είδε επιδεξιότητα και σταθερότητα στα χέρια του. Είχε πάρει κι αυτός την απόφασή του. Θα έμενε μαζί της! Δεν είχε αλλού να πάει, φυγάς ήταν. Είχε συμπαθήσει και το μικρό… σκατούλι!
-«Ελπινίκη…», του φώναξε. Έκλεισε τα μάτια και λιποθύμησε κοντά στη φωτιά.-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
Είχε προχωρήσει αρκετά στον γαλανό ουρανό ο ήλιος, όταν η Ελπινίκη μπόρεσε ν’ ανοίξει τα μάτια, μετά από έναν ανήσυχο γεμάτο εφιάλτες ύπνο. Προσπάθησε να δει αλλά η ματιά της θολή, δεν της έδινε πληροφορίες για το περιβάλλον. Και η μνήμη της φαινόταν ότι δεν λειτουργούσε ακόμα καλά. Ένοιωσε έναν οξύτατο πόνο στο στήθος και ανάμεσα στα πόδια της, ενώ ο πονοκέφαλος νόμιζε ότι θα έκοβε το κρανίο της στα δύο. Προσπάθησε να κουνήσει τα χέρια, να στηρίξει το κορμί της, να σηκωθεί. Σαν σε όνειρο, πέρασαν οι εικόνες της μικρής καλύβας μπροστά απ’ τα μάτια της. Εγκατέλειψε την ιδέα να ορθώσει το κορμί της. Πόναγε σχεδόν παντού, λες και κάθε κύτταρό της είχε δεχτεί επίθεση. Γύρισε δεξιά, αριστερά το κεφάλι. Γνώριζε αυτά που έβλεπε, αλλά … και δεν τα γνώριζε! Κάτι στο μυαλό, εμπόδιζε την αντίληψη της. Ακούμπησε το κεφάλι πάνω στο ύφασμα που βρισκόταν εκεί σαν προσκεφάλι. Έκλεισε τα μάτια, μήπως και ησυχάσει αυτός ο δαίμονας που κυριαρχούσε στο μυαλό. Το φως του ήλιου που έμπαινε από την πόρτα, την αναστάτωνε και της δημιουργούσε την ανάγκη για εμετό. Ανάσανε βαθιά. Ο πόνος στο στήθος την έκανε να βήξει και αυτό με τη σειρά του, της έφερε άλλους πόνους στην κοιλιά αλλά και στην μήτρα. Δεν θυμόταν τι έγινε, καταλάβαινε όμως ότι κάτι είχε γίνει, κάτι κακό. Ο βήχας εντάθηκε και οι πόνοι, έγιναν ανυπόφοροι. Έκανε εμετό, βγάζοντας κάτι πικρό και γλοιώδες, λερώνοντας το κομμάτι της γούνας που είχε σαν στρώμα. Πνίγηκε προς στιγμή, αλλά μπόρεσε κάπως να ηρεμίσει… Μια φωνή ακούστηκε κοντά της. Μια φωνή που δεν γνώριζε, που δεν μπορούσε να καταλάβει, αν της άρεσε ή όχι, αν ήταν φιλική ή επικίνδυνη. Της άρεσε όμως το γεγονός, ότι άκουγε φωνή σιμά της:
-«Ήσυχα…», της ψιθύρισε ο Θεμίστιος κοντά στο αυτί της. «Ήσυχα και όλα θα πάνε καλά, μην αναστατώνεσαι, φίλος είμαι…»
Η γυναίκα ήθελε πολύ να ανοίξει τα μάτια, να δει τον άνθρωπο που της μιλούσε, αλλά ο πόνος δεν την άφησε. Ένοιωσε όμως το χέρι του να της δροσίζει το μέτωπο με ένα βρεγμένο πανί. Ανακουφίστηκε προς το παρόν! Έσφιξε τα δάχτυλά της, να δοκιμάσει την δύναμη της. Αμέσως το μπράτσο της, σχεδόν παράλυσε, ενώ μικρές καρφίτσες την τρύπαγαν, χιλιάδες καρφίτσες και χιλιάδες μερμήγκια περπατούσαν πάνω του. Εγκατέλειψε και αυτή την προσπάθεια.
-«Διψάς;», την ρώτησε πάλι η φωνή. «Θα σου δώσω κάτι να πιείς. Και θα ξεδιψάσεις και θα σε ανακουφίσει από τον πονοκέφαλο που μάλλον σε τυραννάει. Εντάξει; Πρέπει να το πιείς όμως όλο. Α… και να μην το κάνεις εμετό…»
Έκρινε την φωνή ευγενική, γιατί ήταν ελαφριά και της θύμιζε μαλακό βαμβάκι. Ο άγνωστος δεν χρησιμοποιούσε λαϊκές λέξεις, οι κουβέντες του ήταν σωστά τοποθετημένες η μια πίσω απ’ την άλλη και μπορούσες εύκολα να βγάλεις νόημα απ’ τα λεγόμενά του. Αυτά και μόνο μπορούσαν να μεταδώσουν εμπιστοσύνη. Ο ξένος είχε απομακρυνθεί τώρα και η Ελπινίκη προσπάθησε να καταλάβει τα γεγονότα που μπορεί να της είχαν συμβεί. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά ένας αναστεναγμός μόνο και κάτι σαν μούγκρισμα βγήκε από το στόμα της.
-«Μην βιάζεσαι, όχι ακόμα…», ακούστηκε η φωνή από το βάθος του δωματίου. «Έχουμε πολλή ώρα μπροστά μας, να γίνεις καλά πρώτα και θα σου εξηγήσω τα πάντα. Ηρέμισε λοιπόν και μη βιάζεσαι».
Η γυναίκα χαμογέλασε, για να αντιληφθεί ότι και τα χείλη της πονούσαν και τα ένοιωσε να σκίζονται. Ήπιε αυτό που της έδωσε ο ξένος, κάτι πικρό και ξινό και έπεσε σε λήθαργο πάλι. Σ’ ένα ύπνο βαθύ χωρίς όνειρα και εφιάλτες αυτή τη φορά.
Ο Θεμίστιος κάθισε κοντά στη φωτιά και βάλθηκε να καθαρίζει τον μικρό λαγό που είχε πιάσει την προηγούμενη, σε μια απ’ τις παγίδες του. Κοίταξε το μωρό και το είδε να κοιμάται ήρεμο μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα, ικανοποιημένο αφού είχε φάει καλά τον λιωμένο πολτό που ο άντρας του είχε δώσει. Γύρισε το βλέμμα στην Ελπινίκη και για πρώτη φορά είδε το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει με απαλό ρυθμό. Σκέψεις πέρναγαν τώρα από το μυαλό του, σκέψεις που η «ανάσταση» της γυναίκας τον βασάνιζαν. Έψαχνε μέσα του να πει την ιστορία του. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χρησιμοποιήσει ψέμα, να φτιάξει μια ιστορία, ένα μύθο ή να πει την αλήθεια. Και στην μια και στην άλλη περίπτωση δεν θα ήταν ήσυχος με τον εαυτό του. Θα μπορούσε να την είχε εγκαταλείψει στην μοίρα της και να ήταν τώρα μακριά, πολύ μακριά από την Αττική. Κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα, αλλά αυτός δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί από τις ερινύες που θα τον κυνηγούσαν. Δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει τον θάνατο μιας αθώας γυναίκας και κατά συνέπεια κι ενός μωρού παιδιού. Στο μυαλό του όλα έπαιζαν, μετρούσε πόσο «άντρας» ήταν, να παραδεχτεί την αλήθεια με τις συνέπειές της ή πόσο δειλός, να φτιάξει μια ιστορία, που και θα τον αθώωνε αλλά και θα τον έκανε, πιθανώς, ήρωα στα μάτια του θύματος. «Εγώ ο σακάτης… ήρωας…», σκέφτηκε με κάποιο εγωισμό! Τα χέρια του έκαναν μηχανικά τη δουλειά τους, αφού το μυαλό ήταν απορροφημένο στις σκέψεις. Ο θόρυβος όμως που ακούστηκε από κάπου μακριά, ένας θόρυβος που θύμιζε κέφι και γλέντι, τον απέσπασε απ’ τις δυσάρεστες υποθέσεις. Προσπάθησε να τον αγνοήσει, αλλά όλο και δυνάμωνε, όλο και πιο μαζικός γινόταν. Ήταν όμως μακριά. Σηκώθηκε να βγει έξω στην αυλή. Τα πόδι του δεν υπάκουσε αμέσως και παραλίγο να βρεθεί ξαπλωμένος φαρδιά πλατιά στο χώμα της μικρής καλύβας. Στηρίχτηκε στο τραπέζι και ορθώθηκε, βρίζοντας την κακιά του μοίρα. Έπρεπε να το συνηθίσει πια αυτό, για όλη του την ζωή. Κι όμως δεν ένοιωθε κανένα μίσος για την αναπηρία του, ανεξήγητο μεν, αλλά έτσι ήταν. Βρήκε το ραβδί του και στηρίχτηκε πάνω του. Βγήκε στο φως του ήλιου και σκίασε τα μάτια, να δει πέρα στον ορίζοντα. Δεν διέκρινε τίποτα, αλλά ο αχός ακουγόταν τώρα όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο κοντά του. Συνοφρυώθηκε προσπαθώντας να διακρίνει καλύτερα και να καταλάβει. Στην προσπάθεια αυτή, είχε αρχίσει να απομακρύνεται από την μικρή στάνη, χωρίς να το καταλάβει, μέχρι που βρέθηκε ανάμεσα στα χωράφια από την μια και στους βάλτους απ’ την άλλη. Πίσω του το μικρό σπίτι δεν φαινόταν πια. Αποφάσισε να προχωρήσει μακρύτερα. Μετά από λίγο είχε φτάσει στον λόφο των νυμφών, έναν μικρό λόφο, φτιαγμένο από άσπρη πέτρα, με λίγα χορτάρια που και που και ένα σπήλαιο να δεσπόζει στην μια του πλαγιά. Εκεί λέγαν οι παλιοί, είχαν το καταφύγιό τους οι νύμφες των ελών, που κάθε βράδυ τραγουδούσαν στο φεγγάρι και λίκνιζαν το κορμί στο ρυθμό Θεϊκού αυλού. Και όποιος άντρας θνητός έβλεπε τον χορό τους, ξεμυαλιζότανε και εξαφανιζόταν από προσώπου γης. Ανέβηκε τα απότομα βράχια με όση δύναμη είχαν τα χέρια και τα σακάτικα πόδια του. Έφτασε στην κορυφή λαχανιασμένος και εξουθενωμένος, προσπαθώντας να πάρει ανάσες. Από το ύψος αυτό, όλη η πεδιάδα του Μαραθώνα φαινόταν με κάθε λεπτομέρεια, μέχρι την θάλασσα. Και αυτό που είδε, τον φόβισε. Τον τρομοκράτησε. Όλη η παραλία αλλά και τα γαλάζια νερά του Αιγαίου είχαν μαυρίσει από ανθρώπους με όπλα, πλοία, άλογα και σκηνές πολέμου. Παρατήρησε τα μεγάλα λάβαρα που κυμάτιζαν στο κέντρο αυτής της σύναξης. «Πέρσες…», μονολόγησε. «Ήρθαν το λοιπόν οι βάρβαροι, ήρθαν οι κερατάδες … μυριάδες είναι … φτου! Οι πηθικαλώπηκες ( σ.σ. άνθρωποι πονηροί και μοχθηροί) από κασσωρίδες (σ.σ. πόρνες) μάνες! Φτου…», συνέχισε φτύνοντας με αποστροφή στο χώμα. Γύρισε το κεφάλι απ’ την αντίθετη μεριά. Άλλοι στρατιώτες εκεί, άλλες σκηνές άλλα λάβαρα … Παρατήρησε καλύτερα και είδε τα εξίσου μισητά σύμβολα της Αθήνας. Μόνο που κάπου μέσα του, η Ελληνική του ρίζα, έδειξε συμπάθεια προς τους καληκνίμηδες Αθηναίους. «Η γυναίκα … το παιδί, είμαστε κοντά σε χώρο μάχης. Πρέπει να τους απομακρύνω, κινδυνεύουν, πρέπει…», σκέφτηκε όλος φρίκη αλλά και απόγνωση. Σηκώθηκε και με χίλια μύρια βάσανα κατέβηκε τον λόφο, έφτασε στο ίσιωμα και προσπάθησε να τρέξει. «Καλή προσπάθεια…», σκέφτηκε βλέποντας τα ανυπάκουα πόδια του, «… μα τους Θεούς, καλή η προσπάθεια. Μα αν και ο νους το θέλει… το σώμα…», δεν απόσωσε την σκέψη του καθώς μια πέτρα τον έκανε να παραπατήσει και να κυλιστεί καμιά δεκαριά μέτρα στο μικρό κατηφορικό μονοπάτι. Σηκώθηκε, τέντωσε τα πόδια και άρχισε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν υπολόγιζε τα κλαδιά από τα δέντρα που τον χτυπούσαν στο πρόσωπο, τ’ αγκάθια που του τρυπούσαν τους μηρούς και τις μυτερές πέτρες που ξέσκιζαν τα σανδάλια του. Έπρεπε να φτάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Οι φήμες που ακούγονταν για τους βαρβάρους, όλα αυτά που έλεγαν για την καταστροφή της Ίμβρου και της Λήμνου, θα μπορούσαν να τρομοκρατήσουν και τον πιο γενναίο άντρα. Και ο Θεμίστιος παρά την ανημποριά του, δειλός δεν ήταν, όμως θεωρούσε εαυτόν, προστάτη της γυναίκας, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν σωτήρας μιας γυναίκας που δεν ήξερε καν το όνομά της, αλλά και του μικρού μωρού. Πέρασε η σκέψη από το μυαλό του, για τον άντρα της γυναίκας αυτής. Πως μπορούσε να τους έχει εγκαταλείψει σε τέτοιες στιγμές! Λογικά σκέφτηκε ότι μπορεί να βρισκόταν εκεί, στο στρατόπεδο των Αθηναίων , πιθανότατα στο χρέος του στην πόλη. Έφτασε στη λιτή καλύβα και ακούμπησε στον ξύλινο φράχτη να πάρει τις ανάσες που τόσο χρειαζόταν. Σκούπισε τον ιδρώτα και έκανε να μπει από την μικρή πόρτα, όταν αντιλήφθηκε κάποια κίνηση και φωνή να ακούγεται από το σχεδόν σκοτεινό δωμάτιο. Αφουγκράστηκε και άκουσε την διακεκομμένη φράση της Ελπινίκης:
-«Μικρό μου… κοιμήσου … ήσυχα άφησε τα μάτια σου να τα … αιχμαλωτίσει ο Μορφέας…»
Χαμογέλασε και η καρδιά του που τόση ώρα χτυπούσε δυνατά, ηρέμισε και γύρισε στους φυσιολογικούς της χτύπους. Μπήκε όσο πιο ήρεμα μπορούσε μέσα, γνωρίζοντας ότι το «λικνιστό» του περπάτημα, πιο πολύ γέλιο θα προκαλούσε παρά φόβο. Είδε την γυναίκα δίπλα στο κρεβατάκι του μωρού, καθισμένη στο χαμηλό ξύλινο κάθισμα, να το κουνάει στην αγκαλιά της. Το μάτια της ήταν κλειστά, πρησμένα μα γεμάτα δάκρυα. Η αγκαλιά της έδειχνε το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη μια μητρική αγκαλιά. Το μωρό, ήρεμο, απομυζώντας την αγάπη της μάνας, (μάνα την λόγιζε ο Θεμίστιος ), είχε παραδοθεί στα όνειρά του. Πλησίασε και από απόσταση ενός μέτρου της μίλησε χαμηλόφωνα να μην την τρομάξει:
-«Καλή σου εσπέρα γυναίκα… είμαι…»
-«Αυτός που μου στάθηκε; Αυτός είσαι; Καλή σου εσπέρα κι εσένα. Και να σε έχουν οι Θεοί καλά ξένε…»
Του μίλησε χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια της. Δεν είχε ταραχτεί, δεν έδειξε κανένα σημάδι ανησυχίας λες και τον περίμενε να έρθει. Μα, δεν τον περίμενε; Τα μελανιασμένα χέρια της, κράταγαν γερά το μωρό, αν και φαινόταν ότι οξείς πόνοι διέτρεχαν το κορμί της σε κάθε κίνηση.
-«Είμαι αυτός που προσπάθησα να σε περιποιηθώ. Εσένα κι το παιδί σου. Το όνομά μου είναι Θεμίστιος και τυχαία βρέθηκα εδώ…»
-«Θεμίστιος; Δεν είσαι από τα μέρη μας. Δεν είσαι Αθηναίος! Έτσι δεν είναι; Από πού κρατάει η γέννα σου, η καταγωγή σου; Και πως βρέθηκες εδώ; Έμπορος είσαι;»
Ο άντρας σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να της πει την αλήθεια. Αποφάσισε να πει ψέματα, προς το παρόν τουλάχιστον, μέχρι εκείνη ν’ αναρρώσει πλήρως. Και τότε θα έβλεπε τι μπορούσε να πει. Ίσως και να τον συμπαθούσε μέχρι τότε και η αλήθεια να ήταν πιο υποφερτή.
-«Ναι, δεν είμαι απ’ εδώ…»
-«Έμπορος;», επανέλαβε εκείνη
-«Περίπου, έμπορος κατά μια έννοια… ναι θα μπορούσες να το πεις έτσι…»
-«Και τι εμπορεύεσαι λοιπόν;»
-«Θράκας είμαι…», είπε προσπαθώντας να αποφύγει την τελευταία της ερώτηση. Σκέφτηκε για λίγο και αποφάσισε να προωθήσει τον εαυτό του σαν θεραπευτή. Του άρεσε η ιδέα και θα μπορούσε εύκολα να γίνει πιστευτό μετά τα τόσα γιατροσόφια που της είχε χορηγήσει. «Θεραπευτής είμαι…», ανέφερε όλο περηφάνια, « θεραπευτής που ήρθα στην πόλη σας … για γνώσεις!»
-«Θεραπευτής λοιπόν ε; Γι αυτό και ξέρεις τι να κάνεις! Μήπως γνωρίζεις και τι μου συνέβη;», τώρα είχε ανοίξει τα μάτια και προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπο του. Έβαλε το κοιμισμένο πια μωρό, στο κρεβατάκι του και γύρισε, πάντα καθισμένη, προς την μεριά του. Τα μαύρα της μάτια δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα χαρακτηριστικά του, μια μικρή μόνο υποψία της όψης του μπορούσε να υποθέσει. «Λοιπόν; Ξέρεις;», επανέλαβε την ερώτησή της.
Εκείνος άρχισε να πλέκει ένα ολόκληρο παραμύθι γύρω από τα περιστατικά του βιασμού της. Της είπε ότι περνούσε από τα μέρη τους, ψάχνοντας να βρει κάπου να μείνει, να περάσει την βραδιά του, στο δρόμο του για την μεγάλη πόλη. Εκεί την βρήκε ξαπλωμένη στην αυλή, μέσα στα αίματα…
-«Με έχουν βιάσει;», τον ρώτησε τόσο απότομα, που τον ξάφνιασε και σταμάτησε την ιστορία που είχε αρχίσει. «Λοιπόν; Με έχουν βιάσει; Γιατί έτσι νοιώθω. Έχω μεγάλο πόνο ανάμεσα στα πόδια. Πες μου, με έχουν βιάσει;», επανέλαβε και τα μάτια της έδειχναν να λάμπουν στο λιγοστό φως.
-«Ε… ε… ε… νομίζω πως ναι. Δεν ξέρω…»
-«Δεν ξέρεις; Θεραπευτής είσαι και λες ότι δεν ξέρεις; Κατάλαβα… τουλάχιστον δεν μου λες ψέματα…»
Ο Θεμίστιος νόμιζε πως η γυναίκα θα άρχιζε το κλάμα και τον θρήνο. Ετοιμάστηκε ν’ αντιμετωπίσει μια κατάσταση πανικού και υστερίας. Αντίθετα όμως εκείνη, τέντωσε την μέση της, μόνο οι Θεοί γνωρίζουν πως άντεξε τους πόνους της, σήκωσε το πηγούνι ψηλά αναδεικνύοντας τον υπέροχο, αν και μελανιασμένο, λαιμό της και στύλωσε το βλέμμα στο άνοιγμα της πόρτας. Δεν είπε λέξη άλλη, μόνο βούλιαξε στις δικές της υποθέσεις. Ο άντρας δεν την ενόχλησε όση ώρα αυτή, είχε τις θύμησες ή τις σκέψεις της. Μόνο προσπάθησε να κάνει κάποιες επείγουσες δουλειές και να βρει τα σωστά επιχειρήματα, να φύγουν όσο το δυνατό πιο σύντομα απ’ εκεί. Έκανε τα πρώτα βήματα στο καλύβι, παρακαλώντας να μην ακούσει γέλια πίσω απ’ τη πλάτη του, λόγω του βαδίσματός του. Έπιασε τα πράγματα της γυναίκας κι έφτιαξε ένα μεγάλο μπόγο. Αποφάσισε μέσα του, να ξεκινήσουν το πρωί και πιο εύκολο θα ήταν αφού το φως της μέρας θα τους βοηθούσε να βλέπουν, αλλά και γιατί η Ελπινίκη θα είχε άλλη μια νύχτα να ξεκουραστεί. Έστυψε το μυαλό του να βρει πειστικές δικαιολογίες, να την αναγκάσει να φύγει μαζί του, όταν ακούστηκε η φωνή της:
-«Γιατί μαζεύεις τα πράγματα μου; Θα πάμε πουθενά, ή, απλώς με κλέβεις;»
Ο Θεμίστιος σταμάτησε απότομα, ξαφνιασμένος και απόλυτα τρωτός, απέναντι σ’ αυτή την σκληρή φωνή που βγήκε απ’ το στόμα της. Κατάλαβε αμέσως ότι είχε να κάνει με δυνατό άνθρωπο, με κάποια που δεν ήταν συνηθισμένη στις αρνήσεις, μάλλον αριστοκρατικής καταγωγής. Κι αυτό τον έκανε ν’ απορήσει…. με το τι γύρευε μια τέτοια γυναίκα και μάλιστα τόσο… όμορφη, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, σ’ ένα τέτοιο αχυρώνα, στη μέση του πουθενά, στη μέση των βάλτων. Γύρισε το κεφάλι του αργά προς το μέρος της. Δεν της έκρυψε τίποτα απ’ αυτά που είδε πάνω στον λόφο των νυμφών. Προσπάθησε να δώσει μια πιο μελανή και δραματική εικόνα, για να την ωθήσει στην απόφαση του. Της είπε για το πλήθος του βαρβαρικού στρατού, για τα όπλα του, τα άλογά του και τα μεγάλα λάβαρα. Την είδε να τον ακούει ατάραχη. Έδωσε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στα λεγόμενά του και η αλήθεια είναι πως ο λόγος του ήταν αρκετά πειστικός. Μετά θυμήθηκε ότι ακόμα δεν ήξερε το όνομά της. Την ρώτησε.
-«Και νομίζεις ότι πρέπει να σε ακολουθήσω, για το καλό μας όπως λες. Ο άντρας μου αυτή τη στιγμή είναι στο στρατόπεδο των Ελλήνων που είδες. Εκεί περιμένει, την όπως λες, από ώρα σε ώρα μάχη. Κι εγώ… να φύγω; Άκου Θράκα, δεν ξέρω για τα μέρη σας και για τις συνήθειές σας, αλλά εδώ είναι Αθήνα, η πόλη του Αιγαία και του Θησέα. Κι εδώ πολεμάμε όλοι με κάθε μέσο. Ο καθείς με τον τρόπο του, ο καθείς με τις δυνάμεις του. Μπορεί να μην είμαι στο πεδίο της επικείμενης μάχης, αλλά και μόνο που είμαι εδώ, ή αν θέλεις όλες οι γυναίκες της πόλης μας, που δεν φεύγουν, δίνουν ώθηση, δίνουν κίνητρο και δύναμη στα χέρια των πολεμιστών. Και αυτοί οι πολεμιστές … θα δεις…. Είναι αήττητοι…!»
Σταμάτησε το μικρό της λόγο, αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλίσει απ’ τα μάτια. Θυμήθηκε τα πάντα εκτός από την νύχτα που της συνέβη το περιστατικό με τον βιασμό της. Μέσα της παρακάλεσε την Ήρα και τον Άρη, να προφυλάξουν τον Τελευτία, ξαφνικά τον είχε πεθυμήσει βασανιστικά πολύ, αλλά πάνω απ’ όλα να φυλάξουν την πόλη της. Είδε τον ξένο με γυρισμένη την πλάτη, να πηγαίνει στην άκρη του δωματίου, με εκείνο το αστείο του βάδισμα, που της θύμισε όρνιθα να τρέχει. Δεν γέλασε. Τον παρατήρησε και είδε επιδεξιότητα και σταθερότητα στα χέρια του. Είχε πάρει κι αυτός την απόφασή του. Θα έμενε μαζί της! Δεν είχε αλλού να πάει, φυγάς ήταν. Είχε συμπαθήσει και το μικρό… σκατούλι!
-«Ελπινίκη…», του φώναξε. Έκλεισε τα μάτια και λιποθύμησε κοντά στη φωτιά.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου