Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37
Μια μικρή άσπρη πεταλούδα με κίτρινα και μαύρα σχέδια στα φτερά της, πέταξε σ’ ένα μικρό λουλούδι στα πόδια της Ελπινίκης, προκαλώντας την ματιά της. Έσκυψε και την έπιασε ή μάλλον την άφησε ν’ ανέβει στο χέρι της. Κούνησε τα φτερά της, σαν να προσπαθούσε να τα ξεκολλήσει και πέταξε μ’ εκείνο το «πηδηχτό» της φτερούγισμα προς την μεριά του ήλιου. Η γυναίκα χαμογέλασε με αυτήν την αντίθεση, ανάμεσα στην αγνότητα και την ομορφιά της φύσης, σ’ αυτό το μικρό έντομο και την εικόνα που είχαν δει πριν από λίγο στην παραλία, με την σφοδρότητα της μάχης, το μίσος και τον θάνατο. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα και τα μάτια της κοιτούσαν συνέχεια εκεί, στο μέρος του φονικού, λες και θα μπορούσε να διακρίνει τον αγαπημένο της σύντροφο. Το έκανε ασυναίσθητα, με την προσοχή του φόβου και της αβεβαιότητας. Σε κάθε ήχο, γυρνούσε το κεφάλι ολόγυρα, ανήσυχη και με ελπίδα. Ο Θεμίστιος στεκόταν όρθιος, λίγο πιο πίσω, παρακολουθώντας κι αυτός όλη την μάχη. Κάπου – κάπου μουρμούριζε κάποιες λέξεις, τόσο σιγά, που και ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν τον ήχο τους. Είχε περάσει το κέντρο του ουρανού ο ήλιος, όταν τα Περσικά πλοία άνοιξαν τα πανιά τους και άρχισαν ν’ ανοίγονται στο πέλαγος, επιβεβαιώνοντας έτσι την μεγάλη νίκη των Αθηναίων. Η ψυχή και των δυό τώρα ανακουφίστηκε κάπως, αλλά η αγωνία της γυναίκας άρχιζε μόλις. Αγωνία, που αφορούσε στην ζωή του Τελευτία. Αγωνία που αφορούσε και στο μέλλον το δικό της πια. Ήθελε να γυρίσουν άμεσα στο σπίτι, αλλά λες και είχε μαρμαρώσει, έστεκε ακίνητη με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στο ίδιο σημείο και το πηγούνι ακουμπισμένο στα χέρια, χωμένο στις παλάμες. Ο άντρας πίσω της την πλησίασε και προσπάθησε να της μιλήσει. Τον είδε που ανοιγόκλεινε το στόμα του, οι λέξεις όμως, δεν την έφταναν. Λες και ο ήχος σταματούσε πριν την φτάσει. Την σκούντηξε. Δεν αντέδρασε, μόνο συνέχισε στην ίδια στάση. Κάτι πρέπει να της έλεγε, αλλά κατάλαβε ότι η ίδια δεν ήθελε ν’ ακούσει. Κάποια στιγμή τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του. Πρώτη φορά παρατηρούσε τα μάτια του ξένου. Μεγάλα γαλάζια μάτια με κάποιες μικρές φλεβίτσες, έντονα κόκκινες να ξεχωρίζουν στο άσπρο. Και το χαμόγελό του, τόσο γλυκό, τόσο ειλικρινές και βοηθητικό, τόσο … ανθρώπινο! Ανταπέδωσε με ένα κουρασμένο, … κάτι σαν χαμόγελο και αντιλήφθηκε το χέρι του να προσπαθεί να την σηκώσει απ’ την μασχάλη. Δεν καταλάβαινε τι ήθελε ο ξένος, μέχρι που κατάφερε να την σηκώσει, δείχνοντας προς την μεριά της μικρής καλύβας. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, πιο πολύ για να την αφήσει, παρά γιατί καταλάβαινε. Στάθηκε με δυσκολία στα πόδια της. Τα μερμήγκια και οι βελόνες, της τρυπούσαν όλους τους μυς της και τα γόνατα έτρεμαν. Δάγκωσε τα δόντια και έγνεψε ξανά καταφατικά, πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής. Ο Θεμίστιος την βοήθησε να μην γλιστρήσει στις μικρές πέτρες του μονοπατιού. Η φωνή τώρα είχε αρχίσει να ξεχωρίζει στ’ αυτιά της. Μπορούσε να τον ακούσει:
-«Κυρά, στο σπίτι θα έρθει. Νικητής και μεγαλόπρεπος! Εκεί θα πρέπει να βρίσκεσαι, να τον δεχτείς ξανά πίσω, μ’ ότι χρειάζεται ο βασανισμένος πολεμιστής. Γι αυτό βιάσου…»
-«Αν είναι ζωντανός! Αν έχει επιζήσει…»
-«Κυρά, να έχεις πίστη. Ζωντανός θα είναι αλλά και να μην είναι, θα μάθουμε σύντομα… τα άσχημα νέα… τρέχουν πιότερο απ’ τα καλά. Θα δεις … μια χαρά θα είναι. Οποιοσδήποτε έχε μια… τόσο όμορφη γυναίκα… δεν μπορεί να πεθάνει!»
Την έκανε να χαμογελάσει, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Πίστευε ότι είχε ξεπεράσει τα όρια, αλλά της άρεσε αυτό που είπε και γύρισε την προσοχή της στο σκληροτράχηλο μονοπάτι, να μην δει ο Θράκας το χαμόγελο της. Κατέβηκαν πιο γρήγορα τώρα. Φτάσαν στα έλη και ο άντρας αυτόματα έσφιξε το μακρύ ξύλο που κρατούσε στο χέρι, ψάχνοντας ολόγυρα με τα μάτια. Τα αγκάθια σκληρά και ξερά τους τρύπαγαν τα πόδια, οι πέτρες εμπόδιζαν τον βηματισμό τους και τα κουνούπια είχαν καταντήσει, αληθινή μάστιγα πάνω στο δέρμα τους. Προσπαθούσαν και οι δυό να μην τα αντιλαμβάνονται, αλλά να συγκεντρωθούν στη επιστροφή τους. Το μικρό καλύβι δεν άργησε να φανεί στα μάτια τους. Κάτι ευχάριστο κυριάρχησε στην καρδιά της. Επιτάχυναν το βήμα τους και σε πολύ λίγη ώρα ακουμπούσαν στον ξύλινο φράχτη με τον πλεγμένο κισσό. Πήραν ανάσα κοιτώντας προς κάθε κατεύθυνση, αφουγκραζόμενοι τον παραμικρό ήχο. Επικρατούσε ησυχία, εκτός απ’ το θρόισμα των δέντρων και τον ήχο ενός πανιού που χτύπαγε πάνω στον τοίχο, κρεμασμένο στο ξύλο του παράθυρου. Κάποια βούρλα, χόρευαν στο ρυθμό του αέρα, που τώρα φυσούσε πιο δυνατά, ενώ μια ομάδα μερμηγκιών στο χώμα, είχε περικυκλώσει ένα κομμάτι ψωμί προσπαθώντας να το κόψουν και να το μεταφέρουν, δημιουργώντας με το πλήθος τους, ένα μικρό ψηφιδωτό.
Η Ελπινίκη, έβαλε το μωρό στην αγκαλιά της και κάθισε στο μικρό ξύλινο σκαμνί. Άνοιξε το μπούστο της και το έβαλε να βυζάξει την θηλή της, για να ηρεμίσει. Δεν είχε γάλα, οπότε έπρεπε να του ετοιμάσει κάτι για φαγητό, αλλά αυτό που έκανε, ησύχαζε και τους δυό, και το μικρό «βάσανο», αλλά για έναν παράξενο και ακατανόητο λόγο και την ίδια. Ο Θεμίστιος όταν είδε την κίνηση αυτή, βγήκε όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσε, στην αυλή. Το μάτι του είχε πέσει στο γυμνό της στήθος και τον είχε αναστατώσει πολύ, όμως γύρισε τα μάτια μπροστά πολύ γρήγορα. Τώρα ήξερε ότι αυτό θα τον τυραννούσε για όλη την υπόλοιπη μέρα. Ξαφνικά την είχε επιθυμήσει παράφορα!
Πήγε στην άκρη του χώρου και προσπάθησε να μαζέψει μερικά ξύλα για φωτιά. Τα άναψε και κάθισε σε ένα κούτσουρο παρατηρώντας τα να γίνονται κάρβουνα. Η ζέστη από την φωτιά του τσουρούφλιζε το πρόσωπο, αλλά δεν απομακρυνόταν. Αν κάποιος Αθηναίος, μπορούσε να δει ή να διαβάσει την σκέψη του, σίγουρα η ζωή του θα είχε τελειώσει. Σκέψη για την Ελπινίκη, γι αυτό που είχε δει. Όμως από την μια ο σεβασμός του για την γυναίκα, απ’ την άλλη η έμφυτη ντροπή του, τον έκαναν να νικήσει τις επιθυμίες του σώματος, σφίγγοντας τα δόντια και ματώνοντας τα χείλη του.
Άκουσε την φωνή της να τον φωνάζει. Σηκώθηκε αργά και προσπάθησε να ισορροπήσει με τα σακατεμένα γόνατά του να τρέμουν. «Κοίτα μούτρα που έχουν… κι επιθυμίες…!», μουρμούρισε οικτίροντας τον εαυτό του.
Την βρήκε καθισμένη στο ξύλινο τραπέζι να κόβει κάποια κρεμμύδια και σύκα. Του έδειξε με την παλάμη, να κάτσει σιμά της. Του έδωσε ένα πήλινο πιάτο με χόρτα που είχε εκείνος μαζέψει κι εκείνη βράσει, ένα μεγάλο κρεμμύδι κομμένο στα δυό και μερικά σύκα με αμύγδαλα που είχαν όμως ταγγίσει από την πολυκαιρία. Έβγαλε και αλάτι και λίγο κριθαρένιο ψωμί, άγνωστο πως, είχε βρεθεί. Όπως και δυό κούπες με ευωδιαστό κρασί. Ο Θεμίστιος κάθισε και προσπαθούσε να κρατήσει την μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από εκείνη. Δεν τόλμησε να σηκώσει καν τα μάτια του πάνω της. Σχεδόν ψαχουλεύοντας το τραπέζι, μπόρεσε να φάει και αρκέστηκε στην κούπα του με το κρασί. Φάγανε και οι δυό με όρεξη, αμίλητοι και συγκεντρωμένοι στο πιάτο μπροστά τους.
Η Ελπινίκη επιθύμησε να ξαπλώσει, να ξεκουραστεί λίγο, να αφεθεί στη λευτεριά του Μορφέα, ενώ ο Θράκας προτίμησε να καθίσει όλη αυτήν την ώρα στην αυλή, κοντά στα αποκαΐδια της φωτιάς. Ακούμπησε το κεφάλι του στον κορμό του διπλανού δένδρου κι έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να κοιμηθεί. Και κοιμήθηκε, αν κάποιος μπορούσε να το πει ύπνο, αυτό το πράγμα. Με το ένα μάτι σχεδόν ανοικτό και τα πόδια μαζεμένα κοντά στην κοιλιά, από μακριά, κανείς δεν θα μπορούσε  να τον λογίζει για κοιμισμένο. Ξύπνησε από την ψύχρα του απογεύματος και διαπίστωσε ότι κοιμόταν αρκετή ώρα. Ταρακούνησε το κεφάλι να καθαρίσει την εικόνα στα μάτια του, την ακοή του και την αίσθηση του χώρου. Αφουγκράστηκε για κάποιο ήχο απ’ την μεριά του σπιτιού, δεν άκουσε τίποτα και σηκώθηκε με κόπο να δει. Από το άνοιγμα της πόρτας, αντίκρισε την γυναίκα στον ύπνο της και το μικρό να παίζει ήσυχα, κουνώντας τα χεράκια του. Το πήρε στην αγκαλιά του, βγήκε ξανά στην αυλή και κάθισε χαμογελώντας στο ίδιο κούτσουρο με πριν. Ένοιωθε καλά, ένοιωθε όμορφα. Μια φωτιά, τον ζέσταινε ευχάριστα στην κοιλιά και στην καρδιά του, μια μικρή φωτιά που του πλημμύρισε την ψυχή και τον έκανε να σκουπίσει ένα δάκρυ από τα γένια.
Αρκετή ώρα αργότερα, οι σχεδόν ανεπαίσθητοι ήχοι που ακούστηκαν από το πίσω μέρος του σπιτιού, τον έκαναν να γυρίσει απότομα το κεφάλι προς τα σκοτάδια, αφού η νύχτα είχε ρίξει τα μαύρα πέπλα της πάνω από τον Μαραθώνα. Οι σκιές από το λιγοστό φως της φωτιάς και των άστρων, είχαν μεγαλώσει και οι γίγαντες είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Έστησε αυτί να καταλάβει, τι ήταν αυτό που άκουγε. Του φάνηκαν σαν σιγανές ομιλίες, σαν μουρμουρητό. Κράτησε όσο πιο γερά μπορούσε το μωρό στο αριστερό του χέρι, ενώ στο άλλο έσφιξε το μεγάλο ξύλο, έτοιμος να το χρησιμοποιήσει σαν ρόπαλο. Σηκώθηκε με κόπο, προσπαθώντας να μην του ξεφύγει κανένας ήχος. Απομακρύνθηκε από την φωτιά και πλησιάζοντας τον τοίχο της μικρής καλύβας, σιμά στην πόρτα, θέλησε να γίνει ο υπερασπιστής  της κοιμώμενης γυναίκας αλλά και του μωρού. Ο κόσμος του τώρα ήταν όλα κι όλα αυτά τα λίγα τετραγωνικά μέτρα. Κατάλαβε ότι είχε δίκιο στις υποψίες του. «Άνθρωποι είναι…», σκέφτηκε, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο το μικρό αγόρι στο στήθος του. Ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή. Έκατσε ακίνητος, προσπαθώντας ακόμα και να μην ανασαίνει.
Το άγγιγμα αυτό το ήξερε καλά. Το άγγιγμα του μέταλλου στο λαιμό του, ήταν από τα λίγα πράγματα που δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ στη ζωή του. Αυτή η αίσθηση, είχε δώσει άλλο νόημα και άλλη κατεύθυνση στη ζήση του. Και τώρα το ξίφος αυτό, ήταν έτοιμο να σκίσει το λαιμό του στα δύο. Γύρισε αργά – αργά και αντίκρισε τα πιο άγρια μάτια που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Δυό μάτια σφιχτά από την ένταση, πιο μαύρα και από την νύχτα την ίδια. Είδε το χέρι που κρατούσε αυτή την πολύ κοφτερή σπάθα. Οι μυς, ήταν αφύσικα, σχεδόν, σκληροί, το χάλκινο περικάρπιο με περίτεχνα σχέδια πρόδινε στρατιώτη πεπειραμένο και ο κόκκινος μανδύας, μύριζε αίμα και … μίσος.
Ο Λίχης, κράταγε σφιχτά τον λαιμό του Θράκα με το ξίφος, ενώ ο βραχίονας του άλλου του χεριού έσπρωχνε το σβέρκο προς την λάμα. Τα μεγάλα γένια του είχαν ακουμπήσει πάνω στα μαλλιά του έντρομου Θεμίστιου και η ανάσα του πάγωνε τον ιδρωμένο ώμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου