ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΓΚΑΝΑΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ
Αγαπημένη μου αξαέρφηΝομική.
Α παραξενευτείς θέλεις που θα λάβεις γράμμα μου ύστερις ‘πο τόσα χρόνια που βρίσκομαι τα πέρα στην Αμερική. Εν ηξέρω ίντα που ‘παθα ούλον τούτο τον καιρό και βλέπω σε κάθε βράδυ στον ύπνο και τθυμούμαι ούλα τα παλιά μας, τότες που ‘μαστε μικρές κοπελούες κι ηπαίζαμεν τις αμάες και τους βόλους μαζί με τα κοπέλλια της γειτονιάς μας και κείνα πάλι ηπαίζασι τις αλιντές και ηέμιζε η αυλή της Παναγιάς μας που το κοπελλομάντρι κι ηκυνήα μας ο παπάς ο κακόμοιρος κι ήλεέ μας και πειρασμούς … Τθυμάσαι τα μαθέ κι εσύ;
Εγώ, Νομική μου, εν ημπορώ α μερέψω τα πέρα τόσα χρόνια. Ούλα στραβά μου φαίνονται. Τα σπίτζια τους; Ουρανοξύστες ίσαμε τον ουρανό, α ξεστρουμπουλίζεται ο λαιμός σου α μετράς πατώματα. Που ‘ναι μόνο της Κουντούρας το σπιτάκι με τα ξεροτρύχαλα γύρω – γύρω και τις φραγκοσυκιές;
Μα χαρά πλιο τα φραγκόσυκα!
Όταν ηκοτσινίαζασι κι ηπααίναμε με τον γαζουνά και ηρίχναμέν τα κάτω κι ηγεμίζαμε τζελιά κι απίκιο ητριβγούμαστο με τον άμμο α ξεκολλήσουσι. Νάτσα πλιο, καλή μου αξαέρφη, ερκουνταί μου στο μυαλό και φουντώνω που τον καμό μου κατιλέω ‘πο μέσα μου:
Μπάρε μου α με αξιώσει θέλει ο Θεός α γυρίσω πίσω στο νησάκι μας, α μη ‘πομείνω τα πέρα και (γ)ενώ Κολόμπος και τα καχκαρώσω;
Νομική μου, α σου πω την αμαρτία μου; Ημετάνοιωσα που εν επήρα τον Παντελή τότες που με ΄θελε κι ηπροτίμησα τον Αμεριγκάνο, α ‘ρτω τα πέρα που θα ‘τον η ζωή μου πσο όμορφη. Ηθάμπωσε με πλιο το χρουσό ρολόι και τα χρουσά γόντζια κι επήραν τα μυαλά μου αέρα και νάμμαι τώρα κυρία Αμεριγκάνα.
Α σε ρωτήσω μαθέ θέλω και μην το πεις πίετις. Είναι ακόμα νάτσα όμορφος ο Παντελής; Με την κατσαρή μπόρκα; Ρωτά σε μπάρε μου καμμιά βολά για μένα; Εν θα ξεχάσω πλιο το μπόιν του και τον χορόν του. όταν ήσερνε τον ίσσο κι ηλάαζέ με λοξά και ‘γω ηκοτσίνιζα που την ντροπή μου κι ηκατέβαζα τα μάτζια μου α μη με καταλάβουσι και μου βζει το όνομα. Νάτσα κόμα στην ηλικία που ‘μια, βλέπω τον στον ύπνον μου και λιλλιρίζει το συκώτι μου, που τη λαχτάρα και λέω :
«Μπάρε μου α τον είχα ‘γω άντρα μου, ικόμου άντρα; Πσο καλά που τον ήρπαξε η Σεβαστή η Πίκαινα, μακάρι ήτον και μορφονιά. Σκέτθο πετσοκόλλι με τα στραβά παάρζα, που όταν ηπορπάταε ηχάρεις κι ήτον μαούνα που κουνιούντο που την μιαν μπάντα και που την άλλη. Έι καμάρι που θα ‘σει ο Παντελής! Μακάρι εν του ρέχασιν οι όμορφες κοπελλούες». Ας είναι.
Και ‘γω το καλό μου εν τω ‘χω. Πάω κάθε Κυριακή στην εκκλησσά α λειουτουρζηθώ, μα ο Θεός ας μ συγχωρέσει, εν ημπορώ α βλέπω φτους τους παπάες τους με τα ξουρισμένα σβέργα και ούλο υποκρισία. Συσσαίνιμαί τους. Είναι μηέ οι δικοί μας παπάες που εν έχουσι ποφανερωμό! Ομορφσά! Ο παπα Ηλίας ο Καθοπούλης, ο παπα Ποσειδός, ο παπα Κακιάς, ο παπα Τρικοίλης. Τθυμούμαι τους πλιο και κλαίω. Ζούσι μαθέ ακόμα; Αν ζούσι, ο Θεός α τους έσει καλά. Αν πάλι ηπεθάνασι, α μυρίσει το κοκχαλάκιν τους και που ‘ναι θαμμένοι, γιατί ήτον καλοί ανθρώποι, όσι σαν και φτους που ‘ναι σαν καρακόζιες της Αποκριάς.
Φήνω σε πλιο Νομική μου και φίλησέ μου τους ούλους στο χωρζό. Α, πε της Βακίνας ότι εν τη ξέχασα, με εν ηβρέθηκεν ‘κόμα καένας καλός γαμπρός α της τον προξενέψω. Τα πέρα οι Αμεριγκάνοι είναι σαν τα ραμολιμέντα. Ίντα πα τους κάνει. Εγώ πλιο που τον εϊκόν μου καμό που άντρα έχω κι άντρα εν έχω μπριν τόσα χρόνια, εν τθέλω α πάρω κι άλλη στον λαιμό μου. αλιμαίνει μόνο λιάκι ‘κόμα κι έσει ο Θεός.
Και πάλι τα σαιρετίσματά μου σε όλους.
Σε φιλώ η αξαέρφη σου
Σεβαστή.
ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΗΣ ΚΑΛΥΜΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου