ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η Καλοτίνα κούνησε το χέρι στον αέρα προσπαθώντας κάτι να πει στην αδερφή της , έδειξε προς ένα αόριστο σημείο μέσα στην θεόρατη κουζίνα προς τη μεριά που η φωτιά ζέσταινε ένα μαύρο καζάνι με νερό και ξαναγύρισε προς το παράθυρο που έβλεπε στη μικρή αυλή και τον δρόμο. Σε λίγο ο κυρ Νικόλας με το γιό του τον Νικήτα, θα έβγαιναν για την δουλειά, είχαν αδειάσει από τα ψάρια την βάρκα από το ξημέρωμα και, αν και δεν είχε βγει ο ήλιος καλά – καλά ακόμα, η αγορά δεν περίμενε. Ο κυρ Νικόλας θα πήγαινε να δώσει το εμπόρευμα στους δυό παλιούς του συνεργάτες με τα ψαράδικα μαγαζιά στο κέντρο της Πόθιας . Και ο Νικήτας έπρεπε να καθαρίσει τη βάρκα, να επιδιορθώσει τα δίχτυα – είχαν πέσει δελφίνια και τα έσκισαν σε πολλά σημεία – να καρφώσει τη «κοτσανέλα » μπροστά, που το τράβηγμα την είχε ραγίσει κάθετα. Μετά είχε ο θεός για τους δυό άντρες, λίγο κρασί ή ρακί στο καπηλειό στο λιμάνι, κανένα μεζεδάκι, ρέγκα ή λακέρδα, απλά για το πιοτί και στη συνέχεια σπίτι ν’ απολαύσουν το κοκκινιστό, «πλακί» το λέγανε, ψάρι της κυρά Θεμελίνας. Και τι μαγείρισσα η Θεμελίνα! Με μεράκι κι αγάπη για τον άντρα της και τα δυό της παιδιά, έφτιαχνε μεθυστικούς μεζέδες με όλα τα ζωντανά που έβγαιναν από την θάλασσα. (Κι όλοι περίμεναν το Πάσχα που θα έφτιαχνε, βέβαια, το περίφημο μουούρι της). Και αργά το βράδυ, θα ξανάβγαιναν στη θάλασσα να «τρυγήσουν», μέχρι το ξημέρωμα χωρίς ούτε μια μέρα ξεκούρασης, χωρίς Κυριακές και σχόλες, παρά μόνο τις αργίες της θάλασσας. Τις φουρτούνες του χειμώνα. Και βέβαια την Λαμπρή, την γιορτή όλου του νησιού, την μόνη μέρα που ο κυρ Νικόλας φόραγε παπούτσια.
Στερέωσε το χέρι όσο πιο καλά μπορούσε στο περβάζι, αδιαφορώντας για τις κραυγές απόγνωσης της αδερφή της, κρύφτηκε πιο καλά πίσω από την κεντημένη στο χέρι κουρτίνα και προσπάθησε να καταγράψει τις κινήσεις των «απέναντι».
«Μαρή, τι θα γένει τελικά, θα ‘ρθεις μαθές που σε θέλω. Αμάν πλιό με το χούι σου!»
Και πάλι η Νικολέτα δεν πήρε απάντηση παρά τις αγριοφωνάρες της. Μόνο είδε την Καλοτίνα να διπλώνει τον δείκτη του δεξιού της χεριού και να το δαγκώνει σαν να της έλεγε: «μόλις τελειώσω θα δεις τι θα πάθεις…». Έτσι μπόρεσε να πέσει λίγο η ένταση αν και η μικρή (η Νικολέτα ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα αδέρφια), έβραζε από τα νεύρα της. Αποφάσισε λοιπόν να ψάξει μόνη της, κάνοντας άνω – κάτω όλα μέσα στην κουζίνα. Τελικά τα φύλλα (ζεσταμένα αμπελόφυλλα για ντολμαδάκια), ήταν στο πίσω μέρος μιας στοίβας από κατσαρόλες.
«Μαρή Νικολέτα, άχρηστη είσαι μαθές; Να, επαέ ήντουσαν εν τα έβλεπες; Άντε βάλε νερό και ηκοράκιασα. Λες και στέγνωξε ο στόμας μου»
«Αμί, τόσες ώρες εκεί μαθές, από αξημέρωτα ακόμη, λες και σε έχουμε βάλει σάκα εκεί, ίντα θα έκανες; Δεν θα ηκοράκιαζες; Πάντως νερό αν θες, έλα και πάρε το μαρή μοναχή σου, που θα γίνω εγώ ‘πηρέτρια σου… άντε μη με διαολίζεις πρωινιάτικα…»
«Τι σου ζήτησα ε; Να κει είναι το μποχάλι, δίπλα σου ντες. Αλλά καλή είσαι κι εσύ…»
Η Νικολέτα δεν κουνήθηκε από την θέση της, παρά μόνο άπλωσε τα φύλλα πάνω στο τραπέζι, κάθισε σε μια παλιά ξύλινη καρέκλα και άρχισε να τα γεμίζει και να τα διπλώνει να μπουν στην μεγάλη κατσαρόλα. Ούτε όμως και η Καλοτίνα σάλεψε από το … μετόχι της. Τώρα θα γινόταν αυτό που περίμενε, όλη η λαχτάρα η πρωινιάτικη. Και δεν μπορούσε να το χάσει όσο κι αν διψούσε, ακόμη κι αν κατουριόταν.
Και πράγματι η πόρτα του διπλανού σπιτιού άνοιξε τρίζοντας μια στριγκλιά απόκοσμη, (όλο ήθελε να την λαδώσει ο κυρ Νικόλας και όλο το ξέχναγε), ο Νικήτας βγήκε πρώτος και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ακολούθησε ο πατέρας του και η Θεμελίνα. Η ώρα ήταν ιδανική για την Καλοτίνα, ο ήλιος ακόμα δεν είχε βγει για τα καλά, αλλά το φως του ήταν αρκετό για να δει ότι ήθελε να δει, δημιουργώντας συγχρόνως σκιές που την έκρυβαν.
Αφού απομακρύνθηκε ο γιός τους, η γυναίκα αγκάλιασε τον άντρα της και τον φίλησε στο στόμα με το πάθος του νιόπαντρου ζευγαριού. Κι αυτός άπλωσε την μεγάλη και σκληρή χερούκλα του, της έπιασε τα βυζιά, τόσο μεγάλα δύσκολα θα έβρισκε κάποιος αλλού, της σήκωσε την φούστα και της χάιδεψε την γυμνή σάρκα από την περιφέρεια – την έλεγε τουρλωτή – μέχρι το πίσω μέρος του γόνατου. Και αυτό το έκανε κάθε μέρα, κάθε πρωί σαν έφευγε. Κι αυτή η αφιλότιμη, επειδή ήξερε ότι τουλάχιστον δυό – τρεις γειτόνισσες θα την έβλεπαν έκανε ότι πιο παθιάρικο πέρναγε από το χέρι της με τη ματιά καρφωμένη στα διπλανά παράθυρα. Και μετά φυσικά, ξαφνιαζόταν και διαμαρτυρόταν όταν κάποια της έριχνε «μπηχτή» με σεξουαλικό υπονοούμενο. «Αν ήξερα ότι με βλέπατε, έτσι θα ‘καμα μαθές; Λες και δεν φχαριστιέμαι κάθε βράδυ από τον κύρη μου! Κάθε βράδυ …κουτσομπόλες… καρακαούνες…», υπερασπιζόταν τον εαυτό της. Κι όταν η κουβέντα γινόταν πιο … βαθιά, δεν το είχε σε τίποτα να βγάλει το βυζί έξω, να το σηκώσει με περηφάνια, καμιά φορά και τον … πισινό της χτυπώντας τον : «… αλλά εσείς τι έχετε μαθές να κρατήσετε ένα άντρα σαν τον Νικόλα μου; Ε; Τίποτις μαθές. Γι αυτό ζουλεύετε ούλες σας … σαν γατάκια τον Μάρτη. Άντε (ξανά) καρακαούνες…»
Η Καλοτίνα κοιτούσε την σκηνή αυτή με κομμένη την ανάσα. Κάθε πρωί την έβλεπε και κάθε πρωί ένοιωθε τον αέρα λιγοστό και τον θόρυβο από την μικρή της αδερφή, ανυπόφορο. Σάλιωσε τα στεγνά της χείλη με την κατακόκκινη γλώσσα της κι ένοιωσε μια αναστάτωση στο στήθος και μια θέρμη ανάμεσα στους μηρούς της. Το βλέμμα θολό, δεν παρακολουθούσε πια την εικόνα, μόνο ο εγκέφαλος υπολόγιζε αυτά που ήθελε και έφτιαχνε δικές του, καταδικές του ανείπωτες εικόνες. Αλλά από ένστικτο πάντα πρόσεχε να μην φανερωθεί.
Η Καλοτίνα ήταν εικοσιπέντε χρονών, μεγαλοκοπέλα όπως την έλεγαν όλοι και ακόμη δεν ήξερε τι πάει να πει άντρας. Μόνο στη φαντασία της και στα λόγια των παντρεμένων γυναικών που επίτηδες λες, όλο για τέτοια μιλούσαν μπροστά της, βάζοντας και σάλτσα να την παιδέψουν πιο πολύ, να την κάνουν να νοιώσει άβολα. Στο νησί αυτό, αν είχες βγάλει … όνομα … αλίμονο σου.
Όμορφη κοπέλα και σοβαρή θα μπορούσε να έχει παντρευτεί από την «κανονική» της ηλικία, στα δεκαοχτώ η και στα δεκαέξι της ακόμα δηλαδή κατά την τοπική συνήθεια, αλλά όλα τα προξενιά τα απέρριπτε. Ο ένας της μύριζε, ο άλλος της βρώμαγε και τελικά ήταν στα πρόθυρα, ένα βήμα πριν τον γεροντοκορισμό. Κι αν ήθελε να βρει μόνη της ένα σύντροφο, που να τολμήσει! Στη Κάλυμνο του ’50, χωρίς τα αδέρφια της, δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει στην πλατεία, άντρα χωρίς προξενιό που να είχε πρώτα εγκρίνει η μάνα, δεν μπορούσε να βρει. Ειδικά το καλοκαίρι που τα σφουγγαράδικα έλειπαν, παίρνοντας μαζί τους την αφρόκρεμα της νεολαίας, η κατάσταση γινόταν αφόρητη, σχεδόν αδύνατη για δημιουργία σχέσεων. Έτσι πέρναγαν τα χρόνια και η Καλοτίνα παρέμενε άσπιλη και αγνή, κοιτώντας την ζωή από το παράθυρο να περνάει και να της βγάζει τη γλώσσα κοροϊδεύοντας την.
Κι έλειωνε μόνη της ανάμεσα στα άλλα τρία αδέρφια της, γινόταν βάρος για τον κυρ Δημητρό τον πατέρα και την κυρ Άννα (Κυράννα την φώναζαν όλοι, σαν μια λέξη) την μάνα της, που όλο σταυροκοπιόταν να βρεθεί γαμπρός. Αλλά και τα δυό αγόρια της οικογένειας, ο Κλεάνθης ο μεγάλος και ο Μέμος, δεν μπορούσαν να παντρευτούν αν δεν τακτοποιούσαν πρώτα την μεγάλη αδερφή. Όσο για το μικρό; Την Νικολέτα; Γι αυτήν ήταν ήδη μια γεροντοκόρη που ήθελε συνεχώς να της επιβάλλεται, να την διατάζει και να μην την αφήνει, από το κλάμα, να κοιμηθεί σαν είχε ντέρτια και μελαγχολία.
Δουλευταρού και προκομμένη, καλή μαγείρισσα και άξια ακροάτρια, θα μπορούσε να είναι ιδανική σύντροφος και μάνα. Αλλά τα μάτια της είχαν αρχίσει να γεμίζουν ρυτίδες και σακούλες και η όψη της έδειχνε μια ταλαιπωρία, λες και ήταν μόνιμα κουρασμένη και ανόρεχτη για ζωή πια. Τα απογεύματα καθόταν και μαντάριζε κάποιο φόρεμα, κάποιο παντελόνι των αντρών, έφτιαχνε γλυκά και ψωμί με γλυκάνισο, μέχρι που η θάλασσα την τράβαγε στο μπαλκόνι με το ψηφιδωτό, να της θυμίσει τους πόνους της.
Πέρασε μισή ώρα από τον εναγκαλισμό της Θεμελίνας με τον άντρα της, όταν η Καλοτίνα σηκώθηκε από την θέση της σε εκείνο τα παράθυρο. Σε λίγο έπρεπε να ετοιμάσει το πρωινό των αδερφών της που Σάββατο σήμερα προσπαθούσαν να κλέψουν λίγη ώρα ύπνου παραπάνω από τις υπόλοιπες μέρες. Έτσι κι αλλιώς ο καφενές του Κλεάνθη, μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμα. Και ο Μέμος, οικοδόμος ήταν, αυτές τις μέρες δεν είχε δουλειά και βοηθούσε τον αδερφό του στο μαγαζί σερβίροντας τους μεζέδες και τα ούζα, πιο πολύ για να μη κάθεται στο σπίτι. Και βέβαια το απόγευμα, έμπαινε στην μικρή του παλιά βάρκα, ανοιγόταν στη θάλασσα και όλο κάποιο σαργό ή σκαθάρι ή τσιπούρα έφερνε στην κουζίνα.
«Επιτέλους η κερά Πριγκηπέσα αποφάσισε να ασχοληθεί και μαζί μας; Άντε να δούμε…, οι άντρες νομίζω ξύπνησαν και θα θέλουν τον καφέ τους και το πρωινό τους σε λίγο. Άντε να προλάβουμε να τους ‘φχαριστήσουμε…», ακούστηκε η φωνή της μικρής. Έπιασε τον κοντό μεταλλικό μαστραπά που έβαζαν πάνω στη φωτιά με τις ώρες και έχυσε λίγο νερό σε μια λεκάνη που είχε βάλει τα φλιτζάνια του καφέ. Βλέπεις όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι κι αυτά, τα αδέρφια της, είχαν τις ιδιοτροπίες τους. Τα φλιτζάνια έπρεπε να είναι ζεστά, για να «δέσει», όπως έλεγε ο Κλεάνθης, ο καφές. Και βέβαια πάντα ο Μέμος συμφωνούσε με τον μεγάλο του αδερφό αφού τον είχε για ίνδαλμά του.
Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκαν ξαφνικά τα δυό αρσενικά ντυμένα έτοιμα για την δουλειά τους. Ο Κλεάνθης προχώρησε μπροστά κουτσαίνοντας ελαφρά, άνοιξε το στόμα του σε ένα θεόρατο χασμουρητό και αποταυρίστηκε εξαφανίζοντας σχεδόν, τον μικρό του αδερφό που ακολουθούσε.
«Ίντα έκανες μαρή Νικολέτα; Πρόσεξε κακομοίρα τον καφέ… να είναι με φουσκάλες μη σε πάρει ο Διάλος…», κάθισε και απίθωσε τα πόδια του στο διπλανό κάθισμα.
«Μάζεψε τα κανιά σου από κει βρε που κακόχρονο να μην έχεις! Σουλτάνος είσαι μαθές;» φώναξε από την άλλη μεριά του τραπεζιού η Καλοτίνα που έβγαζε από το συρμάτινο «φανάρι» την μαρμελάδα. Πλησίασε κοντά του και έριξε μια ανάστροφη στις μαύρες μπότες για να τις ρίξει από το κάθισμα.
Αυτές οι μπότες ήταν το μόνο τρόπαιο του μεγάλου της αδερφού από τα σφουγγάρια. «Τι άντρας είσαι…», έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά, «… αν δεν γίνεις μηχανικός μαθές; Που θα βρεις γυναίκα να σε πάρει ε;». Έτσι είχε μεγαλώσει ο Κλεάνθης και στα δεκαπέντε του έγινε μηχανικός. Και βούτηξε στη θάλασσα με το σκάφανδρο, ακουμπώντας τη ζωή του στην αντοχή του κολαούζου και στην καλή λειτουργία της «Βαρβάρας ».
Στα δεκαπέντε λοιπόν παρακάλεσε κάποιους γνωστούς καπεταναίους του πατέρα του και χωρίς να πει τίποτα και φυσικά χωρίς «πλάτικο» , αφού δεν είχε καν εκπαιδευτεί στη βουτιά, έκλεισε κάτι σαν κοντράτο και έτσι ο καπετάνιος τον θεώρησε «τσουρμαρισμένο», κλεισμένο δηλαδή στο τσούρμο του για την επόμενη σεζόν. Πέρασε ο χειμώνας και όσο η άνοιξη πλησίαζε ο Κλεάνθης ένοιωθε μεγάλη έξαψη να αρχίσουν ο «σεφτές» και το «ξεμύξασμα», οι δοκιμαστικές βουτιές δηλαδή κοντά στο νησί. Να μάθουν οι νέοι και να συνηθίσουν μετά το καθισιό του χειμώνα οι παλιοί.
Και μετά το Πάσχα τα βαπόρια του νησιού, (μικρά τρεχαντήρια φορτωμένα με βαρέλια νερού), φόραγαν τις σημαίες τους σε κάθε αντένα τους, έκαναν τον αγιασμό από τον παπά του «Χριστού» και του «Αι Νικόλα», γουργούριζαν τις μηχανές τους, σφύριζαν με όλη τη δύναμη της σφυρίχτρας τους συνοδεύοντας τις καμπάνες όλου του νησιού, που χτυπούσαν δαιμονισμένα και απομακρύνονταν προς τα βάθη του Αιγαίου για τις θάλασσες της Μπαρμπαριάς, το Λιβυκό πέλαγο. Κι εκεί σήκωναν το χρυσάφι της θάλασσας και αποδείκνυαν την αντρειοσύνη των αντρών τους.
Έτσι και ο Κλεάνθης έκανε την πρώτη του βουτιά σε βάθος δεκαπέντε οργυιών , μικρό βάθος δηλαδή, να μην φοβηθεί και να τον δοκιμάσει ο καπετάνιος. Και τα κατάφερε καλά. Για πρώτη φορά σήκωσε δώδεκα «σφαγμένα », μεγάλου μεγέθους, αναγκάζοντας τον καπετάν Μιτσέ, το αγριόσκυλο από τα Βλυχάδια, να χαμογελάσει ευχαριστημένος. Κι έτσι τέλειωσε εκείνη την πρώτη περίοδο. Και πήρε και καλή μονέδα, τα πρώτα δικά του λεφτά, να ξοδέψει όπως ήθελε, με όποια ήθελε. Και ήταν γεροδεμένο παιδί, με μυαλό. Άντρας βιαζόταν να γίνει, να τον δει η γιαγιά, να τον «φτύσει» περήφανη και να τον σταυρώσει, μακαρίζοντας την τύχη της που είδε το εγγόνι «μηχανικό».
Τα πρώτα λεφτά τα ξόδεψε να φτιάξει μπότες μαύρες από δέρμα, όπως όλοι οι σφουγγαράδες, με ξύλινο τακούνι. Κόλλησε και από μια χρυσή λίρα σε κάθε μεριά του τακουνιού, να κουδουνίζει, να ξεχωρίζει. Και όταν τις φόρεσε, περπατούσε κάθε απόγευμα στο νυφοπάζαρο στην πλατεία, κοιτάζοντας υπεροπτικά τα κοπέλες που τον θαύμαζαν με κατακόκκινα τα πρόσωπα και το χέρι μπροστά στο στόμα, μη και ακούσει αυτά που λέγανε για κείνον και ντροπιαστούν. Και όλο χαχάνιζαν σαν κότες που περιμένουν τα αυγό.
Τα ταξίδια του Κλεάνθη συνεχίστηκαν για ακόμα δύο χρόνια, μέχρι που κοντά στα είκοσι του, η θάλασσα του έκανε το χουνέρι. Την ώρα που κατέβαινε στο νερό και του έσφιγγε την περικεφαλαία ο κολαουζιέρης, πριν ο καπετάνιος φωνάξει : « Μπρός η κάσα, κότσα περικεφαλαία», ένα ξαφνικό κύμα τον άρπαξε από την κουπαστή και δεν πρόλαβε να αρπάξει το «σκαντάγιο », χτύπησε το κεφάλι στον μπρούτζο του σκάφανδρου και δεν πρόλαβε να πιέσει την «Βαρβάρα». Ήταν και σε «βαθυτικό », με αποτέλεσμα να τον «πιάσει η μηχανή» και να του κάνει κακό στα πνευμόνια. Κι έτσι είκοσι χρονών παιδί, έσερνε πια το αριστερό πόδι και καιγόταν κάθε που έπαιρνε βαθιά ανάσα. Άφησε λοιπόν την θάλασσα (πόσο την καταράστηκε!) και άνοιξε τον καφενέ, να πηγαίνουν όλοι οι σακατεμένοι να κλαίγονται που δεν τους αγάπησε η δράκαινα. Δεν παραπονιόταν όμως.
«Έτσι είναι η ρημάδα η ζήση, τέτοια κάμει στους ανθρώπους. Να την ποθάνε, να ην ορέγονται και να ξέρουν τι δώρο τους δίνει ο Θεός. Μόνο αν την χάσεις την ‘γειά σου, τότε την εκτιμάς…», συνήθιζε να λέει. Μόνο το βράδυ, μετά το σχόλασμα, πήγαινε στα βράχια, καθόταν κοντά στο κύμα και της μίλαγε: «Πτάνα, άπιστη δες που με κατάντησες. Δυό μέτρα άντρας, να σε μισάω κι εσύ να γελάς μαζί μου όπως οι αανθρώποι…». Καθόταν μετά αμίλητος με το μυαλό καρφωμένο στην ομορφιά του βυθού για κανένα μισάωρο και έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι. Κάθε που έφευγε, φρόντιζε να σκουπίζει το δάκρυ του και σαν συνήθεια της έστελνε ένα φιλί. «Πτάνα…», μονολογούσε.
Η Καλοτίνα έβλεπε τον αδερφό της που επέστρεφε, κάθε βράδυ. Στενοχωριόταν που έσερνε, έστω και ελαφρά το πόδι, ήθελε να τον παρηγορήσει, αλλά το μετάνιωνε και γύρναγε στο πλύσιμο των πιάτων της. Προσπαθούσε να είναι όσο πιο διακριτική και ήσυχη μπορούσε, αλλά χωρίς να το θέλει, έτσι, έδειχνε τον οίκτο της. Κάτι που ο Κλεάνθης σιχαινόταν.
«Πως πήγε σήμερις το μαγαζί; Είχε δουλειά;»
«Τι να πω μαθές. Λίγα πράγματα, βλέπεις οι ανθρώποι δεν έχουσι να φάνε, τον καφέ και την ρακί θα σκέφτονται; Τέλος πάντων, μη κλαιγόμαστε. Μπήκαν μερικοί γέροι, τους έκαμα μικρούς μεζέδες και τους κέρασα και μια ρακί, έτσι… τους λυπήθηκα…» κάθισε στην καρέκλα στην κορυφή του τραπεζιού, «… ανάπηροι άνθρωποι είναι. Τους έφαγε κι αυτούς η «Βαρβάρα» βλέπεις. Ήκουσα και κάποιες παλιές ιστορίες, δύσκολο να τις πιστέψεις. Ούλο ψέματα λέγουσι, αλλά κάνω πως δεν το νογάω, μη και τους μαυρίσω την καρδιά. Και να δεις μαρή Καλοτίνα, τα λένε και γυαλάνε τα μάτια τους. Γελάνε και πίνουν και χαίρουνται. Σήμερα ήρθε και ο Σατσελλάρης ο Χαλκιάς. Το ένα πόδι κομμένο και το άλλο σχεδόν παράλυτο. Τι να πεις πλιό. Ήπιε τις ρακές του, μας είπε ξανά - μανά την ‘στορία με τον «σκύλο » και πώς του λιάνισε το πόδι. Στο τέλος έγινε χάλια, φέσι βρε παιδί μου και τον πήγε στην Καστροβακίνα, ο Μιτσές ο μαύρος με το Αργάλι του Θοδόση. Κι έκανε δυο βολές εμετό στο πάτωμα. Ίντα να πεις μαθές! Βασανισμένοι είναι οι ανθρώποι…»
«Έτσι ε; Και συ; Σφούγγιζες μετά;»
«Εσύ τι λες; Να άφηνα λερό το μαγαζί; Και βέβαια σφούγγιζα…», προσπάθησε να βγάλει τις μπότες του και έκανε μια γκριμάτσα πόνου. Έβαλε τον αντίχειρα στο δεξί μέρος του στήθους του και πίεσε προσπαθώντας να καταπραΰνει τη σουβλιά, παίρνοντας βαθιά ανάσα ταυτόχρονα. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και φάνηκαν υγρά. Κοίταξε προς την μεριά της αδερφής του, μη και τον είδε, αλλά αντίκρισε την πλάτη της πάνω από τον νεροχύτη.
«Πάντως, δεν λέει η στεριανή ζωή Καλοτίνα μου. Δεν λέει. Σε κρατάει καρφωμένο στη γης σαν … σαν παλούκι σαν δεντρί, χωρίς καν μια ελπίδα. Δεν ξέρεις και δεν μαθαίνεις τίποτα, έξω από το να γίνεσαι κακούργος κι απατεώνας. Τίποτα. Απλά ζεις μέχρι ν’ αποθάνεις σε ένα κρεβάτι μέσα στους πόνους και την μιζέρια. Αυτό μαθές είναι η ζήση; Να βλέπεις την αδερφή σου να πλένει πιάτα κι εσύ να μυξοκλαίγεσαι σαν παιδάκι που του πήραν το κουλούρι; Η θάλασσα… αχ η θάλασσα … σε κάνει άλλο πράγμα. Εκεί πετάς, βλέπεις χρώματα παράξενα, πλάσματα παράξενα και περίεργα. Εκεί είναι η λευτεριά βρε Καλοτίνα. Εκεί γίνεσαι άνθρωπος πραγματικός, άντρας γενναίος και λογικός. Αχ… αυτή η ρημάδα τα έχει όλα. Και είναι κακιά και ζηλιάρα και σκληρή. Δεν λογαριάζει αντρειοσύνες, μηδέ νιάτα, μηδέ ομορφιά. Μόνο το κάτω της να δεις λογάς πως ο κόσμος τελειώνει εκεί στα βάθια της. Αλλά είναι πόρνη. Σε μαγεύει σαν σε αγαπήσει και μετά προσπαθεί να σε πάρει απ’ όλες τις γυναίκες που υπάρχουν. Λες και ‘φχαριστιέται να κάμει χήρες και ορφανά…», γέλασε και το γέλιο ήταν πικρό.
Η Καλοτίνα, δεν μιλούσε και κουνώντας το κεφάλι συμφωνούσε μαζί του. Τι ήξερε εκείνη. Γυναίκα ήταν, δεν γνώριζε για βάθια και χρώματα του νερού, δεν γνώριζε την περιπέτεια της βουτιάς, δεν μπορούσε να καταλάβει την αγωνία της πίεσης και της ανάσας. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι νιώθει κάποιος σαν δει ένα μεγάλο σφουγγάρι να τον περιμένει κολλημένο πάνω σε βράχο, στα σκοτεινά. Κι εκείνο το τσεκουράκι που κούρσευε την περιουσία της θάλασσας, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τον ήχο μέσα στο νερό σαν «τσακ», σαν κλαδάκι που έσπαγε. Σκούπισε τα χέρια της και κάθισε σε εκείνο το παράθυρο, το μάτι της στον κόσμο. Δυό παιδιά κάθονταν στην πεζούλα απέναντι και προσπαθούσαν να παίξουν με κάτι χωμάτινους βόλους, κάτω από το λιγοστό φως της λάμπας του δρόμου. «Ευτυχώς που υπήρξαν και οι Ιταλοί κι έχουμε ηλεκτρικό…», σκέφτηκε χαμογελώντας. Η θάλασσα στο βάθος λαμπύριζε το φως του φεγγαριού και κάπου κάπου, άφηνε κανένα κύμα να ασπρίσει το μαύρο της.