ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Τεντζερέδες και ταψιά, σιφουνιέρες52 και φουρκάλια53, καζάνια και κουβερτόνια ήταν απλωμένα ολούθε, σε τέτοιο σημείο που εμποδιζόταν η διέλευση των καλεσμένων.
«Και δεν είναι μόνο αυτά…», έλεγε και ξανάλεγε η Κυράννα. «Υπάρχουν μύρια όσα ακόμα, κάτω στις αποθήκες…», μη τυχόν και τους πουν φτωχούς.
Ο κυρ Δημητρός με τον καπετάν Αριστείδη (ο οποίος είχε φορέσει το καλό του παντελόνι και πουκάμισο, αλλά δεν έλεγε να απαρνηθεί την ναυτική τραγιάσκα του), είχαν κλειστεί στο μέσα δωμάτιο με τον παπά και τον γραμματικό του Δημαρχείου. Ο καπνός από τα τσιγάρα, έβγαινε από τις σχισμές της πόρτας και την κλειδαρότρυπα. Η Κυράννα τους είχε τρατάρει καφέ και κουλούρια με γλυκάνισο. Το προικοσύμφωνο, θα τους έπαιρνε ώρα.
Την προηγούμενη νύχτα είχε γίνει μια μεγάλη συζήτηση όλης της οικογένειας. Όλων; Όχι βέβαια. Ο Μέμος απουσίαζε, δεν είχε μυαλό για τέτοια, οι φίλοι του περίμεναν στο λιμάνι, εκεί που «έδενε» ο Κουρούνης. Θα πήγαιναν για «Peroni54» και βόλτα κοντά στο σπίτι κάποιων κοριτσιών. Αρκεί να τις έβλεπαν για λίγο, έτσι μόνο μια ματιά, να δουν ενδιαφέρον. Και μετά κουβέντα και βόλτες στα στενά της Πόθιας.
«Τι να με κάνουσι εμένα στα «ζητάω» και τα προικιά της αδερφής μου…», έλεγε στους φίλους του. «Αύριο που είναι τα αρραβωνιάσματα… ε, … θα είμαι κει»
Κάποια στιγμή ακούστηκε η πόρτα του μέσα δωματίου, σαν κάποιος να προσπαθούσε ν’ ανοίξει. Η Νικολέτα πετάχτηκε όρθια και έκανε νόημα στην Καλοτίνα να πάει κοντά της. Τα χέρια της ήταν παγωμένα αν και λίγος ιδρώτας, έτρεχε από το μέτωπό της. Οι δυό αδερφές αγκαλιάστηκαν για να προκαλέσουν τα γέλια της μάνας τους.
Ο κυρ Δημητρός, χαμογελαστός, βγήκε από το δωμάτιο. Από πίσω ακολουθούσε ο καπετάνιος, ο πατέρας του Σέμου. Κι αυτός ήταν χαμογελαστός, δίνοντας να καταλάβουν όλοι, ότι τα πράγματα είχαν πάει καλά. Τα είχαν βρει οι δυο συμπέθεροι.
«Λοιπόν…», είπε ο κυρ Δημητρός, «… φίλα την νύφη σου Αριστείδη. Και να μας ζήσουν τα παιδιά!»
Η Νικολέτα έπεσε πάνω στον καπετάνιο και του φίλησε πρώτα το χέρι και μετά τον αγκάλιασε σφιχτά. Εκείνος άνοιξε την πελώρια αγκαλιά του και κυριολεκτικά «κατάπιε» το λεπτεπίλεπτο κορίτσι. Δέχτηκε τα συχαρίκια απ’ όλους τους παρευρισκόμενους στο σπίτι. Και η Κυράννα άφησε τον εαυτό της επιτέλους λεύτερο, με αποτέλεσμα να τρέξει κι απ’ αυτήν το δάκρυ. Κόρη έδινε, κόρη αρραβώνιαζε…
«Κάποιος να ‘δοποιήσει τον Σέμο να ‘ρτεί», είπε ο καπετάνιος. «Και να του ‘ξηγήσει πως όλα πήγαν κατά την ευκή του Θεού. Άντε ντες… τι αργάτε μπρε… άντε κάποιος να τρέξει και θα έχει λιώσει το κωλοκομένο…».
Κάποιος έφυγε τρέχοντας να ειδοποιήσει τον γαμπρό που περίμενε στο σπίτι του. Ο Κλεάνθης, συνεχάρη την αδερφή του και την φίλησε σταυρωτά. Ακόμα κανείς δεν θα περνούσε τα δώρα, έπρεπε να είναι και ο Σέμος μπροστά, αλλά όλοι, την ασπάζονταν και της εύχονταν… τα καλύτερα.
Αποφασίστηκε ο κυρ Δημητρός να δώσει και το σπίτι της πλατείας, ένα μικρό σπίτι, ένα δρόμο πίσω από τον «Χριστό», που θα έφτιαχνε σιγά – σιγά μέχρι τον γάμο, να μείνει το νέο ζευγάρι εκεί. Και κάποια χτήματα που είχε «μπροστά», στο «Καντούνι» και τις «Μυρτιές» της τα έγραψε κι αυτά να μπορούν να έχουν μια ακίνητη περιουσία και κάπου να στηρίζονται όπως είπε. Και χρυσά φλουριά της έδωκε και κάποιες μετοχές από την Ιταλική Ηλεκτρική εταιρία, που ακόμα κρατούσαν υψηλή τιμή. Τα αποδέλοιπα θα τα λέγαν με τον ερχομό του γαμπρού.
Ο Κλεάνθης δεν μπορούσε να γελάσει, δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί η ψυχή του. Αυτό που είχε γίνει στο καφενείο, τον είχε συνταράξει συθέμελα. Τον είχαν παρουσιάσει οι δημοσιογράφοι, (κι ας μην έγραφαν το όνομά του), σαν ένα δειλό και κιοτή. Σαν άντρας το λοιπό είχε τελειώσει. Προσπάθησε να μην πει τίποτα στους δικούς του και μάλιστα όρκισε και τον αδερφό του, αλλά ήξερε πως το νέο θα διαδιδόταν σύντομα. Και θα το στόλιζαν οι κουτσομπόλες με κόκκινη σάλτσα και μπόλικο τυρί.
Κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στον στολισμένο με χαλβά και ξερά σύκα σοφρά. Άναψε τσιγάρο και ρούφηξε με μανία και απόλαυση τον καπνό. Η Κυράννα γέλαγε και μιλούσε με όλους, φίλαγε τις κόρες της, αλλά το μάτι της έπεσε πάνω στον μεγάλο της γιό και αυτό που είδε, δεν την ευχαρίστησε καθόλου. Κρατούσε το τσιγάρο με σφιγμένα τα δάχτυλα, σημάδι πως κάτι δεν του πήγαινε καλά. Και ο Κλεάνθης της, δεν στενοχωριόταν με μικρά και ασήμαντα πράγματα. Και μάλιστα ανήμερα των αρραβώνων της αδερφής του. Μα, φάνηκε, ότι η κατάσταση αυτή του Κλεάνθη, δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από την Καλοτίνα. Μάνα και κόρη, κοιτάχτηκαν στα μάτια. Συμφώνησαν. Η αγάπη τους για τον Κλεάνθη ήταν τόσο μεγάλη που έφτανε στα επίπεδα της λατρείας. Δεν μπορούσαν λοιπόν να αφήσουν τον δεύτερο τη σειρά άντρα και προστάτη τους να έχει το μυαλό του μαύρο και στενάχωρο.
Οι οργανοπαίκτες είχαν πάρει τη θέση τους δίπλα από το τραπέζι και ήδη είχαν πιεί τα πρώτα τσίπουρά τους. Δοκίμαζαν τα όργανά τους και περίμεναν να ολοκληρωθεί το αρραβώνιασμα.
Δεν είχε περάσει ούτε ένα τέταρτο της ώρας και δυνατά χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα. Έτρεξε, αφού ήταν πιο κοντά, η Ποθητή κι άνοιξε. Πέντε – έξη νέοι μπήκαν μέσα φορώντας τα καλά τους ρούχα. Στη μέση είχαν τον γαμπρό που γελούσε σαν μικρό παιδί. Κατέβηκαν τα τρία σκαλάκια της εισόδου και το κεφάλι του Σέμου, γύρναγε δεξιά – αριστερά ψάχνοντας για το πρόσωπο της Νικολέτας. Την είδε και οι δυό νέοι έτρεξαν ο ένας στον άλλο. Αγκαλιάστηκαν αλλά απέφυγαν να φιληθούν μπροστά στους γονείς τους - η μάνα του Σέμου, η κυρά Ελπινίκη τον αγριοκοίταξε με νόημα - όμως εκείνος κατάφερε να δώσει ένα πεταχτό φιλί σε αυτό το δροσερό μαγουλάκι μπροστά του.
Όλοι άρχισαν να μαζεύονται στο σαλόνι που περίμεναν οι συμπέθεροι. Έστησαν το ζευγάρι στη μέση, ο παπα Λουκάς το ευλόγησε, είπε μερικά λόγια της εκκλησίας που κανείς δεν κατάλαβε έξω από το «…σώσον Κύριε τον λαό σου…» και το «… δι ευχών των αγίων πατέρων ημών», έκαναν ένα μικρό κύκλο ολόγυρά τους και ένας – ένας με την σειρά, ευχήθηκε και έδωσε τα δώρα του στους δυο γελαστούς νέους. Πρώτη η κυρα Ελπινίκη που κρέμασε στον λαιμό της Νικολέτας, χρυσή αλυσίδα με σταυρό, τούμπλες και μαχμουτιέδες55 , ένα μενταγιόν και αφού την φίλησε βουρκωμένη σταυρωτά, άφησε την θέση της στους υπόλοιπους που είχαν δημιουργήσει μια ουρά από πίσω, κρατώντας τα δικά τους δώρα στο χέρι. Και να σου κόσμημα στη κοπέλα και να σου στον νεαρό. Αλυσίδες και μενταγιόν, ρολόι τσέπης και μανικετόκουμπα χρυσά, καρφίτσες για το πέτο και λίρες για την τσέπη….
Στο τέλος το ζευγάρι έμοιαζε πιο πολύ με κινητή έκθεση χρυσών κοσμημάτων. Τελευταίος έδωσε την ευχή του ο Κλεάνθης. Πλησίασε σιωπηλός και έκανε μεγάλη προσπάθεια να χαμογελάσει. Άνοιξε την πελώρια παλάμη του και χάρισε κάμποσες Αγγλικές χρυσές λίρες στο ζευγάρι, τους αγκάλιασε και τους δυό μαζί με δύναμη (η αγκαλιά του, τους χωρούσε άνετα και τους δυο) και εν συνεχεία, έβαλε τις παλάμες του στα νεανικά τους μάγουλα:
«Να είστε καλά κι ευτυχισμένοι παιδιά. Αυτά είναι για τα πρώτα έξοδα. Όταν θα παντρευτείτε, θα χρειαστείτε μπόλικα από δαύτα. Να είστε καλά το λοιπό…» και τους φίλησε και τους δυό.
Η Κυράννα που παρακολουθούσε όλους τους καλεσμένους με γερακίσιο μάτι, ανησύχησε για, δεύτερη εκείνη την βραδιά, φορά. Το ύφος του μεγάλου της γιού, δεν της άρεσε καθόλου. Και ήξερε πως η αιτία δεν ήταν κάτι που είχε σχέση με τον αρραβώνα. Ξανακοίταξε τον Κλεάνθη και είδε πως, αφού έκανε την υποχρέωση του σαν αδερφός, πήγε στην άκρη της κουζίνας, κάθισε σε μια γωνιά, απόμερα όσο μπορούσε και χάθηκε στις σκέψεις του.
Αν και η Καλοτίνα τον πλησίασε, απορημένη κι αυτή, την έδιωξε με την αδιαφορία του. Έμεινε μόνος του εκ νέου, γύρισε τα μάτια προς τον βαμμένο με ώχρα τοίχο κι έμεινε εκεί να επεξεργάζεται τα οράματά του.
Η Κυράννα τράταρε τους καλεσμένους λίγα κουλούρια με γλυκάνισο και βασιλικό κατά το έθιμο και τους προσκάλεσε όλους στο τραπέζι. Ένα τραπέζι γεμάτο με όλων των ειδών τις ομορφιές. Από φύλλα και σαλάτες, από χταποδοκεφτέδες και ψάρια στο φούρνο πλακί, μέχρι μουούρι και κοκκινιστό κρέας με πατάτες. Από χαλβάδες και αρμυροτρίγωνα, μέχρι μουστοκούλουρα και ζαχαρωτά. Από σπινιάλο και φούσκες, από αχινοσαλάτα και καβούρια μέχρι μερμιζέλι56 και λιαστή αστακοουρά. Από γεμιστή σουπιά με σταμναγκάθι και καρκάνι57, μέχρι τυλιχτά καλαμαράκια με τυρί και χταπόδι στιφάδο με μακαρούνες και μπόλικη μυζήθρα.
Οι δυό γυναίκες, μάνα και Καλοτίνα, δεν κάθισαν καθόλου. Αν και φορούσαν τα καλά τους ρούχα, είχαν γίνει υπηρέτριες για τους καλεσμένους τους. Κι αν δεν βοηθούσαν με τόσο φιλότιμο οι Τσουκαλαήνες, το τραπέζι θα είχε εξελιχθεί σε αποτυχία. Όλα όμως πήγαν καλά. Ο επιφορτισμένος με το… αλκοόλ Μέμος, αποδείχτηκε αξιότατος, πέραν κάθε προσδοκίας. Έτρεχε στο κελάρι να φέρει κρασί και τσίπουρο, γέμιζε ποτήρια άδεια, γέλαγε και αστειευόταν, φιλούσε τις αδερφές του από την έξαψη κι έκανε τον κυρ Δημητρό να του απονείμει, τελικά, τα εύσημα. Μόνο ο Κλεάνθης έδειχνε απόμερος και ανησυχητικά αμίλητος.
Τα συμπεθέρια (εκτός της Κυράννας), έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας και φυσικά τα μάτια τους ήταν σχεδόν συνέχεια πάνω στο αρραβωνιασμένο ζευγάρι. Λες και δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι στο σπίτι.
Η Καλοτίνα πλησίασε τον Κλεάνθη. Πήρε το δεξί του χέρι στο δικό της και βάλθηκε να το χαϊδεύει. Του έφτιαξε και τα μαλλιά που είχαν μακρύνει και έπεφταν στα μάτια του.
«Ίντα έχεις αδέρφι; Δεν είσαι καλά. Το βλέπω, κάτι σε απασχολεί. Και … είναι και οι χαρές της μικρής… ίντα; Θα μου πεις μαθές;»
Ο αδερφός της κούνησε το κεφάλι σαν να έλεγε «άσε με ήσυχο…». Πήγε να σηκωθεί, όμως η Καλοτίνα του έσφιξε το χέρι, αναγκάζοντάς τον να κάτσει ξανά.
«Ξέρεις…», είπε γελώντας, «… είμαι πιο δυνατή από σένα. Όπως γνωρίζεις επίσης, ότι δεν θα σταματήσω την … άντε πες την γκρίνια… μέχρι να μου πεις τι συμβαίνει…»
«Γαδάρα δηλαδή είσαι, έτσι; Ή μάλλον σκας γαδάρα με την επιμονή σου…»
«Α, ναι, το ξέρεις. Γι αυτό το καλό που σου θέλω, πε μου τι συμβαίνει, να ξεμπερδεύουμε. Και όσο πιο γρήγορα μου πεις την αλήθεια, τόσο πιο γρήγορα θα ησυχάσεις από μένα…»
Τώρα του ανακάτεψε τα μαλλιά με μια απότομη και γρήγορη κίνηση, όπως συνήθιζε να κάνει σαν ήταν παιδιά κι οι δυό. Εκείνος χαμογέλασε, η αδερφή του, παραδέχτηκε, ήξερε να τον κάνει να της μαρτυράει όλα του τα μυστικά.
Πιάσαν κουβέντα, κάπου – κάπου την διέκοπταν όταν κάποιος καλεσμένος σήκωνε το ποτήρι και ευχόταν – είχαν αρχίσει να βαριούνται αυτό το «… άντε και στα δικά σας οι ανύπαντροι…» - προσπαθούσαν ο ένας να πει και η άλλη να καταλάβει.
Κάποια στιγμή, παρασυρμένοι από τη συζήτηση, σήκωσαν τον τόνο της φωνής τους. Λες και δεν υπήρχε κανείς εκεί. Η Νικολέτα τους κοίταξε από μακριά, από την άλλη μεριά του τραπεζιού και απόρησε. Το ίδιο και οι υπόλοιποι καλεσμένοι. Μόνο ο Μέμος έτρεχε με τις καράφες στα χέρια και δεν πολυκατάλαβε. Τουλάχιστον αυτός είχε απορροφηθεί από την δουλειά του και την χαρά.
Η Κυράννα πλησίασε τα παιδιά της.
«Δε θα ‘το καλύτερο μαθές να πάτε μέσα. Ντροπή πλιο να τσακώνεστε μπροστά στον κόσμο…», έκλεισε το μάτι στην Καλοτίνα, «… αδέρφια είσαστε, σήμερις θα λύσετε τα προβλήματά σας;», συνέχισε, προσπαθώντας να οδηγήσει τη σκέψη των καλεσμένων σε προσωπικές διαφορές των παιδιών και όχι αλλού. Έτσι κι αλλιώς κι εκείνη δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε… και καιγόταν να μάθει. Γύρισε στο τραπέζι, προσπαθώντας να υποβαθμίσει το θέμα και σε λίγο, οι συζητήσεις των καλεσμένων, έπνιξαν πάλι τον χώρο.
Η μάνα, σέρβιρε κοπανιστή, «… για την χώνεψη…», έλεγε γελώντας και το «καλαθάκι», που είναι ημίσκληρο τυρί με μέλι και καρύδια. Όλα έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από τους συνδαιτυμόνες. Σήκωσε και το ποτήρι με το κόκκινο κρασί, «… άντε να ζήσουν τα παιδιά…», φώναξε.
Εκεί επενέβη ο Νικόλας ο Κουκουβάς (σήμερα φόραγε παπούτσια που φαινόταν να τον ενοχλούν) και με την δυνατή και μελωδική του φωνή:
«Έλα Χριστέ κι ευλόγησε τούτο τον αρραβώνα
Που ‘ναι ο γαμπρός σαν αητός κι η νύφη σαν τρυγόνα»
……………….. κι έβαλε στο στόμα του ένα τεράστιο κομμάτι χαλβά.
Η ώρα πέρναγε και οι καλεσμένοι είχαν ξεχάσει το επεισόδιο μεταξύ του Κλεάνθη και της Καλοτίνας. Όλοι τώρα «πησπέριζαν» και ασχολούνταν με διάφορα θέματα, χωρίς να ξεχνούν βέβαια, ν’ αδειάζουν και το ποτήρι τους. Παλιοί καπεταναίοι και καπετάνισσες οι πιο πολλοί, γρήγορα η θάλασσα μονοπώλησε την κουβέντα τους.
Η μάνα σηκώθηκε και τράβηξε κατά τον νεροχύτη. Έπιασε μια πλάκα σαπούνι να πλύνει τα χέρια της, σε μια στιγμή αμηχανίας και προσπάθειας να δει με τρόπο μέσα στο σαλόνι, εκεί που τα δυό μεγάλα της παιδιά, συνέχιζαν την κουβέντα τους. Ξετύλιξε μια καινούργια πλάκα σαπουνιού, «Σαπωνοποιία Γιακάτσικα – ΡΟΔΟΣ», διάβασε μηχανικά, έκανε μπόλικο αφρό και βάλθηκε να τρίβει με μανία τις παλάμες, λες και ήθελε να βγάλει μια επίμονη βρωμιά ή οσμή. Μπόρεσε να δει καθαρά το πρόσωπο της Καλοτίνας της. Ανησύχησε πιότερο σαν νόμισε ότι διέκρινε τα μάτια της να γυαλίζουν. Και τα μάτια γυαλίζουν μόνο από δάκρυα. Και δεν τα «έκοψε» για δάκρυα χαράς.