ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Σήκωσε τα μανίκια της ρόμπας της γιατί είχαν πέσει από το δίπλωμα και κόλλαγε η ζύμη πάνω τους. Είχε ζέστη και οι γυναίκες απολάμβαναν την συντροφιά η μια της άλλης, κάνοντας συλλογικά τις δουλειές τους. Τα εφτάζυμα είχαν αναλάβει η Ποθητή με την αδερφή της και τα γλυκά, ειδικά τα «φοινίκια», η Κυράννα με την κόρη της την Καλοτίνα. Όταν θα ετοιμαζόντουσαν όλα, θα τα μοίραζαν.
«Έτσι είναι όπως τα λέγω», απάντησε η Κυράννα. «Θα σου τα πω άλλη μια να ξεστρίψει το μυαλό σου να τα καταλάβεις…»
Η Καλοτίνα χαμογέλασε, θα άκουγε την ίδια ιστορία για πολλοστή φορά. Κάθε Χριστούγεννα, η μάνα της την έλεγε και κάθε φορά η Ποθητή, ίσως για να της πάει κόντρα και μόνο, έκανε ότι δεν την πίστευε.
«Που λες, όταν η Μεγαλόχαρη είχε τους πόνους της γέννας, είχε πεθυμιά και ζήτησε ένα χουρμά. Φοίνικα όπως τον λέγανε. Έτρεξε ο Ιωσήφ και της έφερε. Η Παναγιά τον έφαγε με μεγάλη χαρά, τον λαχταρούσε τόσο, πριν όμως προφτάσει να βγάλει το κουκούτσι από το στόμα ένας πολύ δυνατός πόνος, την έκανε να φωνάξει Ω! οπότε κι αυτή η κραυγή έμεινε χαραγμένη σε κάθε κουκούτσι του φοίνικα – χουρμά. Σε ανάμνηση λοιπόν αυτού, γίνονται τα φοινίκια κάθε Χριστούγεννα…», γέλασε σαν είδε την έκφραση των άλλων γυναικών και άρχισε να τις ευλογεί κοροϊδευτικά, σαν παπάς, κάνοντας το σχήμα του σταυρού στον αέρα.
Η μεγάλη μέρα της Γέννησης του Κυρίου έφτανε και οι γυναίκες του νησιού είχαν τις φούριες τους. Γλυκά, εφτάζυμα, λάτρα και ασπρίσματα, έπρεπε να γίνουν, να φανούν οι αρετές τους και να υποδεχτούν με τιμές το «θείο βρέφος». Οι άντρες ετοίμαζαν τις φωτιές για τα γλέντια, τα κρέατα και τα ψάρια, τα κρασιά, τα τσίπουρα και τα ούζα. Κάπου – κάπου φρόντιζαν και κάποιες επιδιορθώσεις σε μερεμέτια του σπιτιού. Ο κυρ Δημητρός είχε βάλει τον Μέμο να καθαρίσει με ένα σκληρό πινέλο, τα ψηφιδωτά στις βεράντες, προκαλώντας βέβαια την γκρίνια του και μια στραβομουτσουνιά. Και όταν έβλεπε τους φίλους του από κάτω να περνάνε με την βάρκα, τώρα που ο καιρός είχε πάλι ηρεμίσει από τους δυνατούς αέρηδες τόσων ημερών, η καρδιά του καιγόταν να πάει για ψάρεμα.
«Όλα εγώ τα κάμω, όλο μένα βάζεις …», είπε για να εισπράξει μια σβερκιά από τον πατέρα του.
«Άντε βρε Κώτικο μποχάλι, δούλευε και μη γκρινιάζεις μέρες που ‘ναι»
Ο Κλεάνθης είχε βαλθεί να καθαρίσει τον καφενέ του, μην έρθουν τα Χριστούγεννα, μην έρθει ο νέος χρόνος και μείνουνε λερά, «… και οι καλικάντζαροι ετούτα λαχταρούνε…», όπως του είχε πει και ο Σκαρένιος, σε μια στιγμή δεισιδαιμονικής κατάληψής του. Γέλασε σαν σκέφτηκε το Γιαννιό και βέβαια μαζί με αυτόν και τον «Κουρέλι». Κοίταξε προς την εκκλησία και έκανε τον σταυρό του στο άκουσμα της καμπάνας που καλούσε τους πιστούς για την μετάληψη.
Είχε ζητήσει από δυο γυναίκες να τον βοηθήσουν (επ’ αμοιβή) και τώρα τις έβλεπε που είχαν, με ανασηκωμένα τα μανίκια τους, βγάλει όλες τις καρέκλες και τα τραπέζια του μαγαζιού στην αυλή, έριχναν νερά, έτριβαν σαπούνι και διάφορα άλλα υλικά στο πάτωμα που μόνο οι νοικοκυρές ξέρουν, καθάριζαν τοίχους και παραθυρόφυλλα, πάγκους και νεροχύτες. Ευχαριστιόταν ο Κλεάνθης σαν μύριζε την καθαριότητα των γυναικών. Κάποιοι πελάτες που είχαν έρθει για το πρωινό τους καφεδάκι, να φύγουν από τα πόδια των γυναικών τους σήμερα παραμονή των Χριστουγέννων, στάθηκαν άτυχοι.
«Μωρέ Κλεανθιό, να φύγω από την κερά ήθελα, αλλά κι εδώ τα ίδια μαθές; Λες και η γυναίκα με ακολουθεί με την λάτρα της» και γέλασαν καλοκάγαθα.
Ο Κλεάνθης στήριξε την πλάτη στη κολώνα της μικρής κληματαριάς, καθισμένος σε ένα ξύλινο σκαμνάκι, Τούρκικο με χειροποίητα σκαλίσματα. Άναψε τσιγάρο και προσπάθησε να χαρεί την πρώτη ρουφηξιά. Τον έπιασε βήχας και τα μάτια του δάκρυσαν.
«Ε, βρε Κλεάνθη …», άκουσε πίσω του μια φωνή. Μια γνώριμη φωνή, που για άγνωστο λόγο του δημιουργούσε μια επιθυμία, μια ζέστη.
«Ίντα έγινε μαθές; Λάτρες έχεις σήμερις;»
Γύρισε το κεφάλι χαμογελώντας. Ο κυρ Βασίλης το «Μαραγκούλι», ερχόταν από την πλατεία, συνοδεύοντας την κόρη του. Την Υπαπαντή. Κι εκείνη του χαμογελούσε. «Γλυκό πρόσωπο, γλυκό χαμόγελο, γλυκιά εμφάνιση…», σκέφτηκε ο άντρας. Χαιρέτισε κι εκείνος με τη σειρά του.
«Καλημέρα κυρ Βασίλη, καλημέρα ‘Παπαντή, ίντα κάμετε πρωινιάτικα από τα μέρη μας; Να σας κεράσω κάτι;», είπε με τα μάτια όμως κολλημένα στην όμορφη κόρη. «Ελάτε περάστε… κάτι θα πάρετε, δεν ημπορεί…»
Ο κυρ Βασίλης, πρόσεξε το βλέμμα του Κλεάνθη και χαμογέλασε. Χαζός δεν ήταν, απλά τώρα μπορούσε να εξηγήσει την επιμονή της κόρης του να τον συνοδεύσει στην πλατεία, που είχε να συζητήσει για κάποια θέματα με ένα πελάτη του, προφασιζόμενη ότι ήθελε να αγοράσει κάτι που δεν κατάλαβε από το εμπορικό του Γιάννη του «Μάγκα». Επιπλοποιός ο κυρ Βασίλης, τεχνίτης άξιος και μερακλής, είχε φτιάξει τα καλύτερα έπιπλα για όλων των ειδών τα βαλάντια, για όλα σχεδόν τα σπίτια στο νησί. Είχε βάλει και τον γιό του στη δουλειά, ενώ η κόρη του η Υπαπαντή, ήταν ακόμη μαθήτρια στο Σχολαρχείο.
«Μπα… καλύτερα γιέ μου να συνεχίσουμε, να κάμεις κι εσύ τη δουλειά σου, άνω κάτω είσαι μαθές, να τελειώνω κι εγώ και η κόρη μου τα ψώνια της, να πάμε σπίτι να στολιστούμε για την εκκλησιά. Περνάνε γρήγορις οι ώρες και … Παραμονή είναι, υπάρχουν πολλά που πρέπει να τελειώσουν»
«Α, όχι ‘πιμένω κυρ Βασίλη. Μισή ώρα μονάχα, έτσι για καλημέρισμα…» και σηκώθηκε να πάει προς την κουζίνα, αφού πρώτα λευτέρωσε ένα τραπέζι και τρεις καρέκλες, να κάτσουν.
Σκέφτηκε ότι επέμεινε πολύ και με ένταση. Το μετάνιωσε που φέρθηκε έτσι, σαν να έδειχνε τι ήταν αυτό που ήθελε. Από την άλλη, δεν ήταν και τόσο κακό που έδειξε αυτό που ήθελε, αρκεί να το καταλάβαινε το σωστό άτομο. Απλά το είχαν καταλάβει και οι δυό.
Μόλις έφερε τους καφέδες στον στρογγυλό δίσκο με την ξεβαμμένη διαφήμιση, ακούστηκαν κάποια χτυπήματα σε τενεκέδες. Παιδικές φωνές ακούστηκαν που πλησίαζαν και στη στροφή της εκκλησίας φάνηκε μια ομάδα από πιτσιρίκια, το μεγαλύτερο επτά ή οκτώ χρονών και το μικρότερο τριών, να κατεβαίνει το δρόμο. Δυο – τρία ήταν ξυπόλυτα, με τα παπούτσια τους περασμένα στον λαιμό, δεν άντεχαν την υπόδηση, φορώντας όμως καθαρά ρούχα.
«Αύτη είναι η ημέρα όπου ήρθ’ ο Λυτρωτής από Μαριάμ μητέρα εκ Παρθένου γεννηθείς. Άναρχος αρχήν λαμβάνει και σαρκούται ο Θεός ο αγέννητος γεννάται εις την φάτνην τάπεινός Άγγελοι το νέον λέγουν εις ποιμένας και βοσκούς ο αστήρ, το θαύμα δείχνει εις τους μάγους και σοφούς».
Όλοι άφησαν τις δουλειές που έκαναν για να απολαύσουν αυτή τη παιδική χορωδία που φάλτσα προσπαθούσε να πει τα κάλαντα. Όχι μόνο για τα λεφτά ή τα φοινίκια και κουρκουμπίνια ή κουραμπιέδες, αλλά και για το μεγαλείο του Χριστού. Κάποια από τα παιδιά, τα πιο μικρά, δεν ήξεραν τα λόγια και απλά ανοιγόκλειναν το στόμα ή φώναζαν μόνο τις καταλήξεις, προκαλώντας το γέλιο.
Η θάλασσα ήταν ήρεμη και ο ήλιος αρκετά ζεστός, σα να ήταν άνοιξη. Τα μανίκια είχαν σηκωθεί και τα πουκάμισα των νέων αντρών είχαν ξεκουμπωθεί στο στήθος. Ο Κλεάνθης γύρισε το βλέμμα του στην Υπαπαντή και πρόσεξε την κίνηση των ματιών της, στην απελπισμένη προσπάθειά της, να μη φανεί ότι τον κοίταγε αρκετή ώρα. Χαμογελούσε σκύβοντας το κεφάλι της, στέλνοντας όμως ένα ενθαρρυντικό μήνυμα στον νέο που την ενδιέφερε. Και τον μήνυμα αυτό ήταν εκκωφαντικά ξεκάθαρο. Χαμογέλασε και ο Κλεάνθης, πήρε κουράγιο και είδε την μέρα, την όμορφη αυτή μέρα, ακόμα πιο όμορφη και αισιόδοξη.
Της πρόσφερε το ποτήρι με το «υποβρύχιο», αυτό από το Μπουντρούμ που ζητούσε ο Γιάννης ο «Σκάρτος», το καϊμάκι, που το λόγιζε γλυκό σαν τη ματιά της. Εκείνη το πήρε και κατά λάθος (;), άγγιξε το χέρι του. Κάτι σαν ηλεκτρισμός τον διαπέρασε και το τράβηξε γρήγορα και απότομα. Ευτυχώς ο κυρ Βασίλης δεν είχε καταλάβει τίποτα, ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε.
Τόσα χρόνια πια, από το ατύχημά του μέχρι σήμερα, δεν είχε βλέψεις σε καμιά κοπέλα. Σε όλες άρεσε, ωραίος άντρας ήταν, αλλά αυτό το χωλό πόδι ήταν το εμπόδιο για μια σχέση, πόσο μάλλον για ένα γάμο. Ο αθέλητος ρατσισμός εκδηλωνόταν χωρίς μάσκα, χωρίς ντροπές, χωρίς προσχήματα. Ούτε να το ονειρευτεί δεν μπορούσε. Πολλές φορές, όπως όλοι οι άνθρωποι, όποτε έκλεινε τα μάτια, φανταζόταν τον εαυτό του υγιή, να περπατάει στα μαράσια και τα κορίτσια να κρυφοκοιτούν πίσω από τα μισόκλειστα παντζούρια. Να τον ορέγονται, να τον θέλουν, να λειώνουν γι αυτόν κι εκείνος αγέρωχος να συνεχίζει το περπάτημά του, χαμογελώντας με τα «θέλω» τους.
Σκεφτόταν να έχει όποια θέλει, να φιλά νεανικά χείλη, να χαϊδεύει κοριτσίστικα κορμιά, ν’ ανακατώνει κατάμαυρα στιλπνά μαλλιά. Τα χρόνια όμως πέρασαν και τα όνειρα έμειναν όνειρα κι εκείνος με πόδι που σερνόταν και τον καθυστερούσε, δίνοντας μια κωμική χροιά στο περπάτημα ενός, κατά τα άλλα, ωραίου άντρα.
Μέχρι που και τα όνειρα στέρεψαν, τον κούρασαν, δεν είχαν πια νόημα. Οι κόσμοι της ομορφιάς μέσα του γκρεμίστηκαν, οι τύψεις τον κυρίευσαν σαν ήθελε πάλι τις εικόνες, έγινε ράκος αχάιδευτο και μόνο, να αφυπνίζεται από την αναπηρία, κάθε που είχε ελπίδα. Οι ουτοπίες του έφυγαν, πήγαν μακριά, ψηλά και πέρα από τον δικό του ήλιο.
Ο κόσμος του όλος είχε περιοριστεί σε μια στέρφα οικογένεια, ευτυχώς που η Νικολέτα έσπασε αυτό το ομιχλώδες τοπίο με την μικρή της επανάσταση, σε μια αναπηρία του ίδιου του του αντρισμού ακόμα, κατά τους Αθηναίους δημοσιογράφους και την μικρή μίζερη και γεροντική κοινωνία του καφενέ του. Όταν ακούς τις παλιές ιστορίες των γερο ναυτικών, τις περασμένες δόξες των ανάπηρων «μηχανικών» και τους ξεπερασμένους πια, ηρωισμούς των γερο ψαράδων, ο χρόνος σε παίρνει πίσω, σε παίρνει σε εκείνα τα παλιά τα χρόνια, γίνεσαι γέρος από την νεότητά σου ακόμα, γίνεσαι ένας νεκρός που ακόμα δεν το ξέρεις, περιμένοντας στωικά την τελευταία ανάσα.
Μέχρι που έρχεται αυτή, η Υπαπαντή, νέα και όμορφη και φρέσκια σαν πρωινή ηλιαχτίδα και σου θυμίζει ότι ζεις, ότι είσαι νέος και όμορφος, ότι ενδιαφέρεις και μπορείς να δημιουργήσεις. Σου παίρνει την μιζέρια και την θλίψη από το μυαλό, σε κάνει ικανό για τρέλες και καμώματα που δεν θα είχες διανοηθεί, σου δίνει ελπίδες και σε ξαναγεννά. Δεύτερη φορά σαν μάνα, σαν Πλάστης. Με τι δικαίωμα; Ποιος της είπε να το κάνει αυτό; Γιατί πρέπει να τον τυραννήσει τώρα που είχε πάρει την μεγάλη του απόφαση να μπαρκάρει;
Η ελπίδα είναι βάρος στη ψυχή όποιου αποφασίσει την απώλεια, την απομόνωση, το τέλος. Είχε τη ζωή του στα χέρια του και μόνο, κι αν κάτι του συνέβαινε, λίγοι συγγενείς θα μπορούσαν να τον κλάψουν. Τώρα όμως ήταν υπόλογος και στην καρδιά του την ίδια. Ήταν υπόλογος στην αγάπη, στην ομορφιά, στη ζήση. Δεν μπορούσε να βλάψει μόνο τον ίδιο τον Κλεάνθη, αλλά και κάτι που, έξω από αυτόν, θα μπορούσε να ήταν κομμάτι του - ήταν κομμάτι του - θέλοντας και μη.
Κοίταξε ξανά την κοπέλα, τώρα κι αυτή είχε σηκώσει τα μάτια της στο πρόσωπό του και ήταν σοβαρή. Και αμίλητη. Θεέ μου, πόσα πολλά έλεγε αυτή σιωπή, αυτή η παρατεταμένη ματιά, εκείνα τα χείλη που δεν σάλευαν και απλά άχνιζαν τις επιθυμίες τους. Να μπορούσε να την πάρει στα χέρια του, να την αγκαλιάσει, να την σφίξει στο στήθος του, να νοιώσει την αναπνοή της πάνω του, στο δέρμα του. Και με τη στάση του, της έδινε να καταλάβει τα εσώψυχά του.
«Να πααίνουμε κι εμείς Κλεάνθη μου…», ακούστηκε σαν κεραυνός η φωνή του κυρ Βασίλη και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. «Πέρασε η ώρα και ακόμη εδώ είμαστε και οι δουλειές έχουσι το κακό συνήθειο να θέλουν χέρια. Άντε το λοιπό, θα τα πούμε το βράδυ στην ‘κκλησιά»
Τους είδε να απομακρύνονται πατέρας και κόρη, δίπλα – δίπλα, προς την μεριά της μεγάλης πλατείας. Την είδε που προσποιούμενη ότι μιλάει στον κυρ Βασίλη, τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της και σήκωσε ελαφρά το χέρι σε χαιρετισμό. Χαμογέλασε και την χαιρέτισε κι εκείνος όσο πιο διακριτικά και συνωμοτικά μπορούσε. Αυτή η κρυφή επικοινωνία τους, έδινε χαρά και φτερά και στους δυο τους. Το μέλλον γραφόταν τώρα μπροστά τους, είχε επιτέλους ο Κλεάνθης κάτι, που μπορούσε να διαχειριστεί μόνος του, κάτι που – όπως έβλεπε να εξελίσσονται τα πράγματα – περνούσε από τα χέρια του και, ίσως, μόνο απ’ αυτά.
«Όμορφος είμαι μαθές; Ε, κόρη μου; περήφανη για τον πατέρα σου;», είπε ο κυρ Δημητρός στην Καλοτίνα, σαν του ίσιωνε την γραβάτα του. Φορούσε το μαύρο του ριγέ κουστούμι και ένα κατάλευκο πουκάμισο. Το λευκό του μουστάκι ήταν περιποιημένο και τα μαλλιά του ισιωμένα με κρέμα περιποίησης.
«Κούκλος πατέρα… μα τι, καρτζές θες να κάψεις μαθές στην ‘κκλησιά;»
Ο Κυρ Δημητρός γέλασε με τα σχόλια της κόρης του, αλλά και πραγματικά ευχαριστημένος από την εικόνα του στον καθρέφτη. Η Κυράννα κούναγε περιφρονητικά το κεφάλι της στα καμώματα του άντρα της και προσπαθούσε να στερεώσει μια καρφίτσα στο πέτο της ζακέτας της. Γέλασε, έβαλε από λαιμαργία ένα φοινίκι στο στόμα και το κατάπιε σχεδόν αμάσητο. Περπατούσε πάνω – κάτω στη κουζίνα και φρόντιζε και την τελευταία λεπτομέρεια. Περίμεναν την Νικολέτα με τον Σέμο, για να πάνε όλοι μαζί στην εκκλησία του Αι Νικόλα για την λειτουργία των Χριστουγέννων. Κόντευε έντεκα η ώρα και ακόμη το ζευγάρι δεν είχε κάνει την εμφάνισή του.
«Είναι έγγυα …», μουρμούρισε, «… ε, μπειράζει…».
Οι καμπάνες όμως χτυπούσαν εδώ και αρκετή ώρα. Αυτό μεγάλωνε τον εκνευρισμό της μάνας, που προσπαθούσε να βρει τρόπο να εκτονωθεί, κάτι έξω από γκρίνια, ήμερα που ήταν. Κοίταξε την Καλοτίνα της. «Όμορφη κόρη…», σκέφτηκε με μια λάμψη στα μάτια. «Όμορφη και καλοσυνάτη …», συνέχισε την σκέψη της, «… και νοικοκυρά. Όλα τα καλά έχει πάνω της. Κάμε Θεέ μου να βρεθεί ένα καλό παλικάρι και γι αυτήν, να… σαν της Νικολέτας…»
«Μάνα, έτοιμη μαθές; Βάλε καημένη λίγο κοκκινάδι στο στόμα, γίνου πιο … πώς να το πω, πιο γλυκιά…», βρήκε μια άστοχη λέξη.
Της έδωσε ένα κοκκινάδι από την τσάντα της και έβγαλε μια πούδρα από το συρτάρι του κομό, εκεί που είχε τα λίγα καλλυντικά της. Η Κυράννα στάθηκε πειθήνια στις παροτρύνσεις της κόρης της και σε λίγο θαύμαζε το είδωλό της στον καθρέφτη, για ν’ ακούσει και τα συχαρίκια του άντρα της. Κορδώθηκε σαν σκεπάρνι (όχι γύφτικο πάντως) και έστρωσε τα μαλλιά της. Το σφύριγμα θαυμασμού του Κλεάνθη που μόλις είχε βγει από το δωμάτιο «των αντρών», της τόνωσε την ματαιοδοξία της.
«Κούκλος είσαι Κλεάνθη μου, κούκλος! Στην ‘κκλησιά θα είσαι ο πιο όμορφος. Άντε τα κορίτσια να παρακολουθήσουν την λετουργιά», του επέστρεψε τον θαυμασμό του.
«Δεν τον νοιάζουν οι κοπελούες τον αδερφό μου. Μια τον νοιάζει μόνο. Έτσι αδέρφι;»
Χαμογέλασε και του έκλεισε το μάτι. Έξυπνη κοπέλα η Καλοτίνα, δεν της είχε ξεφύγει το ενδιαφέρον για την Υπαπαντή. Και στον γάμο της αδερφής της, αλλά και από λόγια τις υπόλοιπες μέρες. Κι εκείνη, σαν πειραχτήρι που ήταν, όλο έφερνε την συζήτηση γύρω από αυτήν. Πότε έλεγε ότι ήταν καλό κορίτσι, πότε θα πέρναγε από το σπίτι της, πότε ότι είχε δανειστεί κάτι, ένα βιβλίο ας πούμε, από κείνην. Και βέβαια μελετούσε την στάση, ή μάλλον την στενάχωρη αμηχανία του αδερφού της.
Το χτύπημα της πόρτας τους έκανε να γυρίσουν το βλέμμα προς τα κει.
«Επιτέλους, ήρθασι…», είπε η Κυράννα κι έτρεξε, προλαβαίνοντας την Καλοτίνα, να ανοίξει.
«Καλώς τα παιιά μου. Καλώς τα μου», σχεδόν φώναζε, «… καλώς και τα τρία μου…» και βάλθηκε να χαϊδεύει τη κοιλιά της κόρης της. «Περάστε, κατεβείτε με προσοχή …» και έδειξε τα τρία σκαλάκια της εισόδου. Τους φίλησε και έβαλε την κόρη του να καθίσει.
«Κάτσε βρε μάνα, ακόμα δεν φούσκωσα. Μην κάνεις έτσι, μη με χαϊδεύεις τόσο, θα κακομάθω…»
«Να κακομάθεις φρεγάτα μου…», επενέβη ο Σέμος. «Να κακομάθεις… εγώ είμαι εδώ» και της έπιασε τρυφερά το χέρι.
«Αν είμεθα έτοιμοι να πααίνουμε…», μίλησε τώρα ο κυρ Δημητρός, «… άντες και αργήσαμε. Αλήθεια εκείνο το κόρνιο, το γουρλί… που είναι, ακόμα να ετοιμαστεί;»
Ο Μέμος φάνηκε από το δωμάτιο πηδώντας στο ένα πόδι, προσπαθώντας να δέσει τα κορδόνια του παπουτσιού του: «Ίντα με βρίζεις βρε πατέρα; Ίντα θέλεις; Τώρα δεν ήρθασι και οι νιόπαντροι; Εγώ μαθές θα φταίω για όλα;»
«Άντες να πηγαίνουμι…», επανέλαβε η Κυράννα.
Στην εκκλησία έκανε πολύ ζέστη και οι πόρτες ήταν ανοικτές. Φύσαγε Σοροκάδα που έφερνε σκόνη και ψηλές θερμοκρασίες, για τέτοιο μήνα, από την Αφρική. Ο γυναικωνίτης ψηλά ήταν γεμάτος από νωρίς και οι νεώτερες και οι άγαμες κοπέλες, μπροστά – μπροστά, ακουμπούσαν στην κουπαστή, να μπορούν να έχουν θέα προς όλους τους εκκλησιαζόμενους από κάτω. Προς όλους; Όχι βέβαια, ποια ενδιαφερόταν για τους γερο ναυτικούς ή για τον «Μαρκούτσο» και τον Κωνσταντή ή τον «Σκάρτο» ή τον «Τρούπα», ο οποίος, παρεμπιπτόντως είχε ντυθεί την μαύρη τήβεννο του ψάλτη και στεκόταν με ένα χαζό χαμόγελο δίπλα στον αριστερό ψάλτη και ανοιγόκλεινε το στόμα. Τα μάτια έπεφταν στα νέα παλικάρια, στους «μηχανικούς» ιδιαίτερα και στα αγόρια του Νικηφόρειου γυμνασίου για τις πιο νέες.
Η οικογένεια της Υπαπαντής καθόταν κάτω και αριστερά με τον κυρ Βασίλη στητό να ακούει και να ψέλνει μαζί. Δίπλα του η κυρα Θεμελίνα και ο γιός του σε απόλυτη ευθεία λες και είχαν παραταχθεί σε στρατιωτικό σχηματισμό. Κάθε τόσο η κόρη γύρναγε το κεφάλι προς την πόρτα, τάχα αδιάφορα, μα στην πραγματικότητα περιμένοντας τον Κλεάνθη. Όσο δεν τον έβλεπε, κάτι μέσα της την «έτρωγε», κάποιος πόνος στο στομάχι την έκανε να κάνει βήματα, μια μπρος μια πίσω. Ο πατέρας της, έκανε νόημα με τα μάτια να ησυχάσει και ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο φάνηκε κάτω από το μακρύ του μουστάκι και στην άκρη των ματιών του. Κοίταξε διακριτικά κι αυτός προς την πόρτα. Αυτό που έτρωγε την κόρη του, μόλις είχε φτάσει. «Τώρα θα ηρεμίσει λίγο …», σκέφτηκε και το χαμόγελό του έγινε πιο μεγάλο.
Ο Κλεάνθης μπήκε στην εκκλησία πίσω από τις δυό του αδερφές παρέα με τον Σέμο. Τα μάτια του λες και είχαν προγραμματιστεί μόνα τους, διέτρεξαν την εκκλησία και γρήγορα εντόπισε το βλέμμα της Υπαπαντής. Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια με μια κίνηση του κεφαλιού, σαν να του έλεγε: «γιατί άργησες;» και φάνηκε να κάνει ένα βήμα πιο πίσω. Της χαμογέλασε κάτι που έγινε αντιληπτό από τη Καλοτίνα (πόσο ήξερε να διαβάζει τον αδερφό της!) και μετά γύρισε το βλέμμα προς τους παπάδες που τώρα έραιναν τον κόσμο με αγιασμό. Έκανε τον σταυρό της και κάτι μουρμούρισε, τα χείλη της τουλάχιστον αυτό έδειξαν, έπιασε την πλάτη της μπροστινής της καρέκλας και με το χέρι, έκανε αέρα στο πρόσωπό της.
Η Μαρία η Λισγάρινα, ήταν μια ψηλή και θεωρητική γυναίκα από την Λέρο, που είχε παντρευτεί Καλύμνιο σφουγγαρέμπορο. Επειδή οι δουλειές του άντρα της ήταν στην Αυστραλία, είχαν μετακομίσει εκεί, στο Σύδνεϋ. Αλλά η αγάπη του Σκεύου του Λισγάρη για το νησί του, τον έκανε κάθε δεύτερο ή τρίτο χρόνο, το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, να επιστρέφει. Ήθελε αυτή την επαφή με τον κόσμο του, με τους δικούς του ανθρώπους, με τη δική του γη. «Οι θάλασσες εκεί είναι λερές…», έλεγε κάθε που μιλούσε για την ξενιτειά του, «… εδώ είναι καθάριες και γαλάζιες και έχουν ανθρώπους καλούς να τις δουλεύουν…».
Η Μαρία λοιπόν, κουράστηκε εκεί στον ξένο τόπο, δίπλα στον άντρα της, αλλά τελικά είχε δει πολλά χρήματα στα χέρια της. Έγινε μεγάλη και τρανή κι έτσι σήκωσε και την μύτη της, πάνω από τους ώμους. Όσο απλός και καταδεκτικός ήταν ο Σκεύος, τόσο απρόσιτη η γυναίκα του. Κάτι το οποίο σχολιάστηκε από τις «γαλιάντρες» της Καλύμνου. Και τι δεν είπαν για αυτήν! Και τι γέλια δεν έριχναν από πίσω της. Αλλά και η ίδια η Λισγάρινα έδινε αφορμές γι αυτό με τα καμώματά της. Έπρεπε να δείξει τα πλούτη της στις απλές νησιώτισσες, να δείξει την ανωτερότητά της, το ότι ήταν σχεδόν αγράμματη δεν έπαιζε κανένα ρόλο στην επίδειξή της, να κάνει τη φιάκα της. Και έτσι φορούσε την γούνα που είχε. Μια άσπρη, πανέμορφη γούνα από Ρώσικη ερμίνα, που την κρατούσε ζεστή. Αλλά όταν φυσάει Σοροκάδα, όταν οι περισσότεροι κόντευαν να λιποθυμήσουν από την ζέστη σε αυτόν τον κλειστό χώρο με τα λιβάνια και τις ψαλμωδίες, όταν ο ίδιος ο παπάς είχε δώσει εντολή να ανοίξουν όλες οι πόρτες, ε, τότε δικαιολογημένα το μολύβι των ματιών στο πρόσωπο της γουνοφορεμένης Μαρίας, να τρέξει και να κυλήσει σαν μαύρο δάκρυ στο μάγουλο. Ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπο, τα μάτια είχαν κοκκινίσει, αλλά η γούνα – γούνα και φυσικά τα κουτσομπολιά – κουτσομπολιά και τα γέλια – γέλια.