Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΚΟΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Πονούσαν τα πλευρά του πολύ και μια ζάλη τον έκανε να συμπεριφέρεται σαν μεθυσμένος. Ότι και να ήταν όμως δεν μπορεί να έκανε λάθος για τον θόρυβο που άκουσε. Ένας μικρός ανεπαίσθητος θόρυβος κάπου κοντά του, ή νόμιζε κοντά του. Η απελπισία αλλά και η λαχτάρα του, τον έκαναν να σηκωθεί όρθιος και να στηριχτεί στον τοίχο του μικρού διαδρόμου. Η φωνή μέσα στο κεφάλι, ακούστηκε πάλι με εκείνα τα λόγια που ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει και έπιασε με το ένα χέρι τα μαλλιά του σαν να τα ίσιωνε. Ξανάκουσε εκείνο τον «λεπτό», σιγανό θόρυβο και επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις να το ψάξει. Η μοναξιά του τον έκανε να βρει το κουράγιο που χρειαζόταν αν και τα πλευρά του τον βασάνιζαν με σουβλιές. Έκανε δυό το πολύ τρία βήματα, όταν μια δυνατή λάμψη τον τύφλωσε, λες και κάποιο φως είχε ανάψει μέσα στο κεφάλι του. Η λάμψη αυτή, πήγαινε πότε από το ένα στο άλλο μάτι κι αυτό συνέβη τρεις με τέσσερις φορές. Φοβήθηκε μήπως τυφλωνόταν, μήπως είχε χτυπήσει στο κεφάλι και τα έτριψε. Η τύφλωση ευτυχώς κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα και η όραση επανήλθε στο κανονικό. Μπήκε και στα δύο δωμάτια του μικρού διαμερίσματος, ψάχνοντας όσο πιο εξονυχιστικά μπορούσε τους χώρους. Άκουσε και πάλι εκείνον τον θόρυβο, ίσως λίγο πιο δυνατά τώρα, κάτι μεταξύ γρατσουνίσματος και χτύπου. Πήρε θάρρος γιατί δεν ήταν επαναλαμβανόμενος με την ίδια συχνότητα, ούτε με την ίδια ένταση. Απέκλεισε λοιπόν να ήταν χτύπος από κάποιο μηχάνημα, αλλά μέχρι να αποδειχτεί ότι προερχόταν από έμβιο ον, η απόσταση ήταν μεγάλη. Τότε πρόσεξε, αφού προσπάθησε να αφουγκραστεί όσο καλύτερα μπορούσε, ότι κάτι σαν αέρας που έβγαινε από μικρό στόμιο ακουγόταν όλο και πιο αργά. Σήκωσε το κεφάλι και μύρισε τον αέρα. Φοβήθηκε για διαρροή γκαζιού, αλλά δεν εντόπισε τίποτα. Η αδρεναλίνη του έφτασε στα ύψη όταν άκουσε ξανά τον ήχο να θυμίζει γρατζούνισμα αχνό. Έπεσε στα γόνατα, είχε την εντύπωση ότι ερχόταν από κει και κόλλησε το αυτί του στο μωσαϊκό σαν βεντούζα. Ο θόρυβος ακουγόταν τώρα πιο … ζωντανός. Άρχισε να χτυπάει το πάτωμα με τις παλάμες ανοικτές μέχρι που ο πόνος τον ανάγκασε να σταματήσει. Κόλλησε ξανά το αυτί και προσπάθησε να εστιάσει σε κάποιο σημείο, να προσδιορίσει την κατεύθυνση. Σαν να ακουγόταν κάπως πιο δυνατά τώρα.-«Κάνε Θεέ μου μην είναι κάποιος σωλήνας σπασμένος, κάποιο παράθυρο στο υπόγειο ή ….», δεν ήξερε τι άλλο να υποθέσει στην μουρμούρα του. Δεν τόλμησε να παρακαλέσει για άνθρωπο ή ζώο ή οτιδήποτε ζωντανό ον. Η μοιρολατρία του τον είχε νικήσει και αντίθετα από την ακοή του, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν αυτό που φανταζόταν. Αλλά η παρόρμηση έρχεται από την καρδιά και όχι από την λογική. Βγήκε από το διαμέρισμα και κατέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο με την μεγάλη μεταλλική πόρτα. Τράβηξε με λαχτάρα τον σύρτη που την ασφάλιζε και τον έπνιξε η οσμή του πετρελαίου. Ο λέβητας λειτουργούσε σαν να μην είχε περάσει ούτε μια στιγμή από την ημέρα που χάθηκαν οι άνθρωποι και ένα συνεχές βουητό ακουγόταν σαν βόμβος σε όλο τον χώρο. Ήξερε, ήταν πεπεισμένος ότι αυτό που είχε ακούσει, δεν ήταν αυτός ο ήχος, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό. Δεν μπορεί να ήταν αυτό, γιατί δεν είχε συνέχεια και τακτή επανάληψη. Παραμέρισε κάτι καδρόνια που του έκλειναν τον διάδρομο και άρχισε να ψάχνει παντού, πάνω κάτω στα ράφια του τοίχου, πίσω από βαρέλια και κούτες παρατημένες και ξεσκισμένες από την υγρασία και την πολυκαιρία, κάτω από καρπέτα λερά και παλιά, παρατημένα από καιρό εκεί. Άνοιξε σακούλες, άνοιξε κιβώτια ξύλινα, ξέσκισε πανιά που κρέμονταν για άγνωστο λόγο από το ταβάνι της αποθήκης, αλλά μάταια. Τίποτα ζωντανό. Ευχήθηκε να δει έστω και μια κατσαρίδα που τόσο σιχαινόταν, μόνο να ήταν ζωντανή και να σάλευε. Κι όμως ο ήχος ξανακούστηκε και παράθυρο δεν υπήρχε να χτυπά αφού ο χώρος ήταν υπόγειος. Κάθισε σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο και βάλθηκε να κοιτάζει τα παπούτσια του, ενώ ο πόνος στο δεξί του χέρι, λες και κάτι του τρύπαγε την σάρκα, άρχισε να τον ενοχλεί και πάλι. Το ίδιο και τα πλευρά του. Έτριψε πάνω από τα ρούχα το πονεμένο μέρος και προσπάθησε ν’ ανάψει τσιγάρο. «Τελικά μου φαίνεται πρέπει να το χωνέψω…», σκέφτηκε κοιτώντας από κοντά την καύτρα του τσαλακωμένου τσιγάρου στο χέρι. «… αιτία κι αιτιατό μαζί, παρόν και μέλλον; Μόνος;», συνέχισε και φύσηξε την στάχτη για να λάμψει περισσότερο. Κι όμως άκουγε ακόμα κάπου κάπου τον ίδιο θόρυβο και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του, ότι δεν ήταν κάτι μηχανικό. Δεν είχε όμως το κουράγιο, ψυχολογικά πεσμένος, να ψάξει πιο πολύ. Έκανε ησυχία ακόμα και από τις σκέψεις του, μήπως και εντοπίσει κάτι. Μάταια! Ο ήχος, ναι μεν συνεχιζόταν σαν πριν, όμως πολύ πιο αργός και χαμηλός, λες και κάποια μπαταρία να άδειαζε. Χαμογέλασε σκεπτόμενος ότι κάποιο παιχνίδι θα ήταν που έπνεε τα λοίσθια κι αυτός το είχε καταντήσει το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του.
Σηκώθηκε να φύγει από κει, αφού οι άκαρπες προσπάθειες του, τον είχαν κάνει να αισθανθεί δυσφορία. Ήταν κι αυτή η απαίσια μυρωδιά του πετρελαίου που προκαλούσε μια αναστάτωση στο στομάχι. Έφτασε στην πόρτα και έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του. Με την άκρη του ματιού, έπιασε ή τουλάχιστον νόμισε ότι έπιασε μια μικρή, ανεπαίσθητη κίνηση στο πάτωμα. Η καρδιά του αναπήδησε μες τα στήθια και νόμισε πως κάτι του έσφιξε τα μελίγγια. Γύρισε γρήγορα εκεί που στεκόταν προηγουμένως και έσκυψε πίσω από το μεγάλο κασόνι. Το είχε ξανακάνει και δεν είχε βρει τίποτα μα τώρα ήλπιζε. Η ματιά του δεν συνάντησε τίποτα έξω από το σκοτεινό λερωμένο με σκόνη πάτωμα. Τώρα όμως, μόλις τα μάτια συνήθισαν στην εικόνα, του φάνηκε ότι διέκρινε κάτι μικρά σημάδια, σαν κάποιος ή κάτι είχε ενοχλήσει την ακινησία της σκόνης. Αναγκάστηκε να χωθεί όλος ανάμεσα στα βαριά κασόνια που ένας Θεός ξέρει τι περιείχαν. Σε ένα καρφί έσκισε το μανίκι και ο πόνος στα πλευρά ήταν τόσο οξύς που του κόπηκε η ανάσα. Έβαλε το χέρι σε κάθε κενό που έβρισκε και ψηλαφούσε σχολαστικά. Στην τέταρτη προσπάθεια, η αφή του τον ειδοποίησε για κάτι μαλακό, απαλό και … ζωντανό! Κράτησε την ανάσα προσπαθώντας να ηρεμίσει, οι σφίξεις της καρδιάς πρέπει να είχαν φτάσει στο μέγιστο, έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε μετά από λίγο, να βγάλει αυτό είχε πιάσει. Έτρεμε και βιαζόταν, αλλά η λογική του έλεγε να κάνει αργά και απαλά.
Γεμάτα τσίμπλες, μισόκλειστα και κόκκινα, αυτά τα μικρά ματάκια δεν θα μπορούσαν να τον δουν καλά. Με μια στεγνή μυτούλα, λερωμένο και πάνω από όλα σε μεγάλο βαθμό εξασθενισμένο το μουτράκι που αντίκριζε μπροστά του, μες την χούφτα του δεξιού του χεριού, ήταν ότι συγκλονιστικότερο μπορούσε να του συμβεί. Ένα νεογέννητο σκυλάκι, παρατημένο τόσες μέρες από την μητρική φροντίδα, ακροβατούσε μεταξύ ζωής και θανάτου. Ο Γιώργος δεν ήξερε πως φερθεί, δεν ήξερε τι ένοιωθε έξω από την χαρά του. Κάτι ζωντανό στα χέρια του, κάτι που «ζούσε» και υπήρχε εκτός απ’ αυτόν στον πλανήτη. Το χάιδεψε και του ήρθε να το φιλήσει. Όπως το σήκωσε, το κεφάλι του μικρού σκυλιού, έγειρε στο πλάι σαν να ήταν ψόφιο. Η καρδούλα του όμως χτυπούσε αν και αδύναμα, χτυπούσε, τα μάτια του σάλεψαν και η ανάσα του, βγήκε ζεστή από το μικρό του στοματάκι.
Το έβαλε μέσα στο μπουφάν, τόσο μικρό ήταν που χώραγε και πήγε πίσω στο διαμέρισμα. Πέταξε από τα ντουλάπια ότι υπήρχε μέχρι που ανακάλυψε ένα κουτί με συμπυκνωμένο γάλα. Βλέποντας την Χαρά να ετοιμάζει για τα παιδιά, καταλάβαινε τι έπρεπε να κάνει. Δεν είχε βέβαια μπιμπερό και έτσι προσπάθησε να ταΐσει το μικρό πλασματάκι με ένα κουταλάκι και μεγάλη προσπάθεια. Επιστράτευσε όλες τις περί σκύλων γνώσεις του και κατάλαβε πως το Μπιγκλάκι, γιατί ένα τέτοιο ήταν, βρισκόταν μόλις ένα βήμα από τον θάνατο. Το τύλιξε σε μια πετσέτα για να το κρατήσει ζεστό και χάρηκε όταν η μικρή γλωσσούλα άρχισε να γλύφει το γάλα. Νόμισε ότι θα μπορούσε να το επαναφέρει, ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα γι αυτό και θυμήθηκε ότι έπρεπε να το ταΐζει κάθε δέκα λεπτά. Αλλά είχε και κάτι καλύτερο να κάνει; Μόνο να νοιάζεται και για κάποιον ή πιο σωστά για κάτι άλλο.
Το μικρό ζωάκι δεν είχε και πολύ δύναμη να συνεχίσει για πολύ ώρα αυτό που έκανε. Ο Γιώργος επέμενε λες και ήταν παιδί του, λες και ήταν η Τόνια του η εκείνο το μικρό ζιζάνιο η Μαιρούλα του. Με αυτήν την σκέψη η καρδιά του σφίχτηκε. Σκέφτηκε μήπως έπρεπε να επιστρέψει σπίτι του, να ξαναψάξει, ειδικά τώρα που κατάλαβε ότι και άλλα έμβια πρέπει να είχαν επιζήσει(;), απομείνει. Το ζωντανό πάντως που κρατούσε στο χέρι, έδειξε να παραδίνεται σε ύπνο, τα ματάκια του έκλεισαν και γύριζαν πίσω από τα βλέφαρα. Το άφησε να ηρεμίσει. Έτσι κι αλλιώς οι επόμενες ώρες ίσως και οι πρώτες επόμενες μέρες ήταν κρίσιμες και σίγουρα θα ήταν κουραστικές. Έκλεισε κι εκείνος τα μάτια και προσπάθησε να βολευτεί, εκεί , στο πάτωμα κρατώντας πάντα το μικρό σκυλί στην αγκαλιά του. Η άγνωστη φωνή, εκείνη η ακαταλαβίστικη, ξανακούστηκε μέσα στο κεφάλι του, όπως και ο πόνος στα πλευρά του που είχε την εικόνα του κεραυνού. Θα ξυπνούσε πολλές φορές εκείνες τις ώρες, θα τάιζε την «ελπίδα» του, θα την χάιδευε, θα προσπαθούσε να την κρατήσει ζεστή… και όπου θα έβγαζε…
Πρέπει να ήταν μεσημέρι όταν ξύπνησε και η πρώτη ματιά του έπεσε στη μικρή μουσούδα στην παλάμη του. Η ζεστή ανάσα, αν και αδύναμη, τον γέμισε χαρά κι ελπίδα. Τάισε το μικρό στοματάκι για πολλοστή φορά και του φάνηκε, (ή ήθελε να είναι έτσι), ότι η μικρή γλωσσούλα ήταν πιο ζωηρή τώρα. Χαμογέλασε σαν μάνα που βλέπει το μωρό της να τρώει. Ασυναίσθητα το χάιδεψε και έσκυψε φιλώντας το. Τα μικρά ματάκια άνοιξαν και τον κοίταξαν. Πρέπει να ήταν ότι πιο γλυκό και ενθαρρυντικό μπορούσε να νοιώσει. Δάκρυσε και ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο, προκαλώντας τον αφόρητο πόνο στα πλευρά του. Το εύθραυστο πλασματάκι, προτίμησε τον ύπνο ξανά παρά τα χάδια του Γιώργου και τις ευαισθησίες του. Κι όμως η μικρή του γλώσσα εξακολουθούσε να γλύφει το κουτάλι με το γάλα. Γέλασε και το έξυσε πίσω από τα αυτιά και το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Το έβαλε μέσα σε ένα καλάθι που βρήκε και το σκέπασε με μια λεπτή κουβέρτα, δεν του άρεσε το τρέμουλο που είχε πιάσει το σωματάκι του. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο. Βρήκε καφέ και λίγες φρυγανιές σε ένα ντουλάπι, βρήκε και λίγο χυμό πορτοκαλιού και… ανακάλυψε ότι πείναγε πολύ. Έριξε μια ματιά στο καλάθι και όταν διαπίστωσε ότι η κουβερτούλα ανεβοκατέβαινε ρυθμικά, ησύχασε και απόλαυσε το μεσημεριάτικο … πρωινό του.
Θέλησε να βγει στον δρόμο, είχε πέσει ο ήλιος πια και τα φώτα των δρόμων έφεγγαν αχνά, αλλά η κατάσταση του Παρασκευά, αυτό το όνομα είχε δώσει στο πλασματάκι του από τον Ροβινσώνα Κρούσο, δεν τον άφηνε να ξεκολλήσει από δίπλα του. Και φυσικά το μικρό ζώο, δεν μπορούσε να βγει στο κρύο. Και τι κρύο! Το χιόνι δεν έλεγε να σταματήσει ούτε στιγμή. Και μέσα από το παράθυρο με την θολούρα των χνώτων να … συννεφιάζουν την όραση, το τοπίο φαινόταν εφιαλτικό. Κάθισε στην βαθιά πολυθρόνα στο σαλόνι και είδε ένα έργο στο cd player. Το σκυλάκι είχε τα μάτια του κλειστά πάνω στην κοιλιά του και τον ζέσταινε. Του φάνηκε να κουνά το μικρό κεφάλι με εκείνα τα δυσανάλογα μεγάλα αυτιά του… σαν να τον ευχαριστούσε. Ο πόνος στα πλευρά, τον «έκοψε» στα δύο και εκείνη η φωνή, πλημμύριζε με ακατανόητες λέξεις το κρανίο.