Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40
Η Ελπινίκη είχε περιποιηθεί το μωρό και τώρα έστεκε μπροστά στην φωτιά της εστίας προσπαθώντας να αλλάξει τον «επίδεσμο» στο χέρι της, το πανί δηλαδή που της είχε τοποθετήσει ο Θεμίστιος με εκείνη την δύσοσμη αλοιφή. Είχε ματώσει ξανά και το άσπρο ύφασμα είχε αλλάξει χρώμα πια, οι πόνοι όμως δεν ήταν τόσο έντονοι. Ο Θράκας προσφέρθηκε να την βοηθήσει και σε λίγη ώρα, είχε φτιάξει καινούργιο μείγμα βοτάνων, είχε κόψει ύφασμα από ένα παλιό του, λινό ιμάτιο και προσπαθούσε να το δέσει όσο πιο απαλά αλλά και αποτελεσματικά μπορούσε. Κάθε φορά που ακουμπούσε σε εκείνο το γυναικείο χέρι, ένοιωθε ευχάριστα και τα πάντα του φαίνονταν πιο διαυγή και όμορφα. Ο Τελευτίας καθισμένος σε ένα μικρό ξύλινο σκαμνί, έβλεπε τη σκηνή μπροστά του, αλλά το μυαλό του ήταν χαμένο στους ορίζοντες των προβλημάτων που ζητούσαν λύση. Μερικά απ’ αυτά μάλιστα, επείγουσα λύση. Η εικόνα του Αγήνορα του ερχόταν όλο και πιο συχνά τώρα να τον εκβιάσει με τον μεγάλο του έρωτα. Το κακό ήταν ότι ο παλιός του φίλος, ήταν αυτός που είχε το δίκιο με το μέρος του. Πάντως θα μπορούσε να πει τον εαυτό του τυχερό, αφού η απόβαση των Περσών, είχε, προφανώς αναβάλλει την αναζήτησή του κρασοπαραγωγού και έδωσε στον Τελευτία τον καιρό να ωριμάσει τις αποφάσεις του. Ένοιωσε τον Παίωνα να φτάνει κοντά του και να ξαπλώνει στα πόδια του. Άπλωσε το χέρι και τον χάιδεψε ανάμεσα στα αυτιά και μπροστά στην μουσούδα. «Αχ βρε γεράκο μου…», σκέφτηκε κοιτάζοντας το ζώο, «… πόσα περάσαμε τόσα χρόνια! Και πόσες κακουχίες αντέξαμε! Άντε να δούμε τώρα πως θα ξεμπλέξουμε με τον Αγήνορα. Δεν θα τα παρατήσει έτσι εύκολα, δεν μπορεί κάποιος να αφήσει μια γυναίκα σαν τα κρύα νερά, να τον εγκαταλείψει έτσι…». Κοίταξε προς το μέρος της Ελπινίκης και την είδε αγέρωχα στητή, να δέχεται τις περιποιήσεις του Θράκα. Τον κοίταξε κι εκείνη, του χαμογέλασε και τα χείλη της κινήθηκαν μιλώντας του άηχα. Δεν μπόρεσε να καταλάβει την λέξη που του είπε, αλλά ήλπισε να είναι αυτή που ήθελε. Χαμογέλασε κι εκείνος. Σηκώθηκε από την θέση του, πήγε στο βάθος της καλύβας κι έφερε ένα κάνθαρο με κρασί. Αποφάσισε να πάρει τον Θεμίστιο μαζί του, σε αναζήτηση τροφής και κάποιων πραγμάτων που τα θεωρούσε πρώτης ανάγκης. Πρόσφερε κρασί στον θεραπευτή και του έκανε νόημα να πάει κοντά του. Συζήτησαν λίγη ώρα για τις ανάγκες τους και παρατηρούσαν την Ελπινίκη που προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στον μικρό χώρο.
-«Μου είπες τα μυστικά σου Θράκα…», άρχισε ο έμπορος, «… νοιώθω πως μπορώ να σου εμπιστευτώ κι εγώ κάποια απ’ τα δικά μου. Δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που λένε εύκολα το ευχαριστώ, αλλά στην περίπτωσή μας, είμαι πρόθυμος να αναγνωρίσω την μεγάλη σου βοήθεια και το καλό που έκανες στη γυναίκα μου. εκείνο πάντως που πρέπει να αναφέρω, που είναι και το μεγάλο μου πρόβλημα, αυτό που άλλαξε τη ζωή μου αλλά και της Ελπινίκης….».
Ο Θεμίστιος είχε συνοφρυωθεί και προσπαθούσε ν’ ακούσει όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Κάθε τόσο κι αυτός αλλά κι ο έμπορος μπροστά του, έπιναν λίγο κρασί και έτρωγαν κάποιες ελιές, που εντωμεταξύ είχε φέρει η γυναίκα. Δεν μίλαγε, σχεδόν δεν κουνιόταν, αλλά όταν ο Τελευτίας του είπε την ιστορία τους, κάτι μέσα του αναθάρρησε. «Δεν είναι γυναίκα του…», σκέφτηκε με κάποια κακία. Κούνησε το κεφάλι, λες και προσπαθούσε να τινάξει τις κακές σκέψεις, να τις κάνει να βγουν από το κρανίο του. Όσο ο Αθηναίος μιλούσε, κοίταξε τα πόδια του, κοίταξε και την Ελπινίκη… απογοητεύτηκε και παράτησε κάθε ελπιδοφόρα υπόθεση που θα μπορούσε να κάνει.
Οι δυό άντρες σηκώθηκαν και χωρίς να απαντήσουν στον εαυτό τους, κατευθύνθηκαν προς την πόρτα, προς την αυλή. Ασυναίσθητα ο Θεμίστιος γύρισε ελαφρά το κεφάλι να την δει και μισόκλεισε τα μάτια. Εκείνη κοιτούσε προς το μέρος τους. Προς την πλάτη του Τελευτία. Χαμογέλασε και βγήκε στον ήλιο.
Η φασαρία ακουγόταν αρκετά δυνατά στον λόφο που τους είχε οδηγήσει το μικρό μονοπάτι. Έστησαν μερικές ξόβεργες και στο μικρό ρυάκι έβαλαν ένα ξύλινο φράχτη μήπως και κατάφερναν να πιάσουν ψάρια. Έστησαν αυτί. Ο αχός ερχόταν από την παραλία, λες και πλήθος είχε μαζευτεί, λες και κόσμος συγκεντρωμένος να προσπαθούσε να μιλήσει σαν ένα άτομο. Δεν τους άρεσε αυτή εξέλιξη, δεν την ήθελαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο. Συνέχισαν τον δρόμο τους και βρέθηκαν σε ένα μικρό οικισμό, αποτελούμενο από καμιά δεκαριά μικρά σπίτια με πολλά λιβάδια και πρόβατα ελεύθερα να βόσκουν τα ξεραμένα χόρτα. Κοίταξαν καλύτερα και είδαν μερικούς άντρες να προσέχουν τα ζωντανά με χοντρά ραβδιά στο χέρι. Το βλέμμα των χωρικών ήταν στραμμένο στην παραλία, εκεί απ’ όπου ακουγόταν ο θόρυβος. Δεν κατάλαβαν τους δυό άντρες όταν πλησίασαν, αφού έρχονταν απ’ την αντίθετη κατεύθυνση. Τους μίλησαν και φάνηκε να τους ξαφνιάζουν. Χαμογέλασαν, πάντα το χαμόγελο ήταν ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης. Οι χωρικοί έκαναν ένα κύκλο γύρω τους και τους περιεργάζονταν, μάλιστα κάποιοι είχαν μισοσηκώσει τα ραβδιά στα χέρια σε αμυντική θέση. Ο Τελευτίας κατάλαβε πως ήταν δούλοι που πρόσεχαν τα ζώα των αφεντικών τους, πήρε ύφος αλαζονικό και με δυνατή φωνή:
-«Είμαι ο Τελευτίας, έμπορος από την Αθήνα, ποιος θα με πάει στον αφέντη σας; Και γρήγορα, είμαι βιαστικός…»
Οι άντρες μπροστά τους έδειχναν την σαστιμάρα τους με αρκετά έκδηλο τρόπο, κοίταζαν ο ένας τον άλλο και όλοι μαζί τον ξένο που τους μιλούσε, σαν να ήταν αυτός ο αφέντης τους. Τελικά, ένας κοντός και λίγο παχουλός άντρας γύρω στα σαράντα, έκανε ένα βήμα μπροστά και άρχισε να παρατηρεί τον έμπορο. Έδειχνε και περιέργεια αλλά και σεβασμό, ειδικά απ’ την στιγμή που δεν ήξερε με ποιόν είχε να κάνει.
-«Ο αφέντης δεν είναι εδώ ξένε, αλλά μακριά στο σπίτι του στο χτήμα. Και είναι αρκετή απόσταση απ’ εδώ. Τι θα ήθελες του λόγου σου; Τι τον θέλεις τον αφέντη;», ρώτησε με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπο του. Ο άλλος δεν του έδωσε πολύ σημασία, σκόπιμα, μόνο ρώτησε την κατεύθυνση για το σπίτι. Του έδειξαν και χωρίς απάντηση, πήρε τον Θράκα και γυρίζοντας απότομα την πλάτη, απομακρύνθηκαν με ήρεμο και σιγανό βήμα. Κάπου – κάπου, ο Θεμίστιος έριχνε το βλέμμα πάνω από την πλάτη του, να σιγουρευτεί ότι οι άλλοι είχαν μείνει πίσω. Φτάσανε σε ένα μικρό δασάκι με λεύκες και σχίνα, κάθισαν σε ένα πεσμένο κορμό και μοιράστηκαν ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί και δυό κρεμμύδια. Ήπιαν και λίγο κρασί νερωμένο, αμίλητοι και συγκεντρωμένοι στις σκέψεις τους. Ο ήλιος είχε μεσουρανήσει και η ζέστη έκανε τον ιδρώτα τους να τρέχει σε μικρά ποταμάκια από το μέτωπο και το στήθος. Ο Θράκας έσπασε πρώτος την σιωπή:
-«Μπορώ να δουλέψω καλά και σαν θεραπευτής και σαν εργάτης. Ξέρω να δουλεύω…. Σκλάβος βλέπεις. Μπορώ να κερδίσω λίγο φαγητό με την δουλειά, αλλά και με το κυνήγι. Λες να θέλουν κάποιον εκεί για δουλειά;»
-«Θα δούμε, θα δούμε…»
-«Ναι, θα δούμε…», συμφώνησε. Συνέχισαν να μασουλάνε αμίλητοι και σκυθρωποί. Ο Αθηναίος, έπρεπε να βρει μια λύση για την στέγαση, δεν μπορούσαν να μείνουν σε αυτή την ετοιμόρροπη καλύβα, δεν μπορούσαν να κρύβονται για πολύ ακόμα. Μπορεί ο ιδιοκτήτης να ερχόταν κάποια στιγμή και ήταν βέβαιο ότι θα ερχόταν και τότε θα είχε κάθε δικαίωμα να τους κάνει κακό. Περιουσία του ήταν κι αυτοί καταπατητές. Υπήρχε και ο Αγήνορας, δεν μπορούσε να τον ξεχάσει, όπως κι εκείνος δεν θα είχε αφήσει να ξεχαστεί η αρπαγή της γυναίκας του. Τον ήξερε καλά σαν χαρακτήρα και υπέθετε ότι θα κινούσε γη και ουρανό να τους βρει. Ο εγωισμός του είχε πληγωθεί στο έπακρο. Τράβηξε το μαχαίρι απ’ την μέση του και το κάρφωσε στο έδαφος με δύναμη, ξαφνιάζοντας τον σύντροφό του. Σήκωσε το κεφάλι με το βλέμμα στο βάθος του ορίζοντα, ξέροντας ότι τα μάτια του Θράκα ήταν στραμμένα πάνω του:
-«Θέλεις ακόμα να φύγεις για την πατρίδα σου ή νομίζεις πως μπορείς να βολευτείς εδώ στην Αττική; Εννοώ κάποια στιγμή θα κάνεις το ταξίδι της επιστροφής;», τον ρώτησε, εξακολουθώντας να μην τον κοιτάζει. Ο Θεμίστιος δεν περίμενε την ερώτηση, του ήρθε ξαφνικό και προσπάθησε να καταλάβει τον σκοπό της ερώτησης. Απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα:
-«Θέλω να φύγω, αλλά όχι ακόμα, γιατί ρωτάς όμως; Νομίζω ότι τα έχουμε ξαναπεί αυτά»
Ο Τελευτίας χαμογέλασε και σταύρωσε τα χέρια. Κούνησε το κεφάλι:
-«Τι θα έλεγες να φεύγαμε μαζί; Να πάμε, το λιγότερο μέχρι την Θήβα μαζί και μετά βλέπουμε…»
-«Τι, εμείς οι δύο εννοείς; Και η κυρά σου, το παιδί σου;»
-«Όχι, όχι εμείς οι δυό. Όλοι μας. Κι αν ήταν δυνατόν και πιο πολλοί από εμάς τους τέσσερις. Θα υπάρχει περισσότερη ασφάλεια για ένα τέτοιο ταξίδι… και μεγαλύτερη … ανωνυμία»
Ο Θεμίστιος άκουσε την πρόταση του φίλου του σοβαρός. Δεν ήξερε τι έπρεπε να πει, αλλά φαινόταν ο Αθηναίος αποφασισμένος γι αυτό το ταξίδι. Τον παρηγορούσε η σκέψη, ότι δεν θα στερούταν την μορφή και την συντροφιά της Ελπινίκης και του μικρού.
-«Γιατί όχι; Γιατί να μην φύγουμε;», απάντησε μα σιγανή φωνή. Δεν του άρεσαν αυτές οι ξαφνικές αποφάσεις με εξαναγκασμό για γρήγορη απάντηση του Τελευτία, αλλά δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι ήταν πάντα σωστές και καλά προετοιμασμένες. Όλοι θα είχαν όφελος από αυτή την αναχώρηση.
Σηκώθηκαν και πήραν το δρόμο της επιστροφής στο καλύβι. Ούτε καν κοίταξαν προς την μεριά του χτήματος που είχαν πιστέψει ότι θα έβρισκαν τροφή και γάλα. Στο ποτάμι βρήκαν τέσσερα – πέντε μικρά ψαράκια πιασμένα στην παγίδα που είχαν στήσει και από τις ξόβεργες πήραν πέντε μικρά πουλιά. Τουλάχιστον είχαν φαγητό για σήμερα. Έφτασαν πίσω λες, πιο γρήγορα από την ώρα που είχαν ήδη κάνει. Ο Παίωνας έφτασε τρέχοντας, κουνώντας χαρούμενα την ουρά, περιμένοντας ένα χάδι. Κάθισαν στην αυλή και ξεφόρτωσαν τα θηράματα. Η Ελπινίκη κατάλαβε αμέσως ότι κάτι έτρεχε από το αμίλητο και σοβαρό ύφος του «άντρα» της. Δεν τον ρώτησε, ήξερε ότι θα της έλεγε σε λίγη ώρα, μόνο που παρακαλούσε να μην ήταν τίποτα σοβαρό και το μυαλό της πήγε στον Αγήνορα. Από το πίσω μέρος της καλύβας ακούστηκε το χλιμίντρισμα του γιγάντιου επιβήτορα και ο Παίωνας έτρεξε αμέσως προς τα εκεί. Λες και το άλογο συμφωνούσε με την απόφαση του έμπορου, τον έκανε να πάρει την τελική του απόφαση και να την ανακοινώσει στην γυναίκα που προσπαθούσε να ξεπουπουλιάσει τα πουλάκια. Έτριψε τα γένια του με το δεξί του χέρι, μια κίνηση που έκανε πάντα όταν ήθελε να ανακοινώσει κάτι ριζοσπαστικό ή τουλάχιστον σοβαρό θέμα. Το κρασί που κατέβηκε με απότομη κίνηση στο λαρύγγι του τον βοήθησε .
-«Ελπινίκη, πως νοιώθεις; Νομίζεις ότι είσαι ικανή για ταξίδι για μια γρήγορη αναχώρηση;», ρώτησε την γυναίκα που δεν γύρισε καθόλου το βλέμμα της πάνω του. Ο Θεμίστιος συνέχισε να πίνει από την κούπα του, η ευωδιά της ρίγανης στον αέρα τον είχε ζαλίσει, (ή μήπως το κρασί;) και προσπαθούσε να χορτάσει με τα μάτια την εικόνα γύρω του. Ποιος ξέρει, μάλλον δεν θα ξανάβλεπε την Αττική πια, ή τουλάχιστον για πολύ καιρό.
-«Αρκετά καλά…. Μόνο να τακτοποιήσω κάποια πράγματα και μπορούμε να φύγουμε, … για όπου θες. Αυτό σε απασχολεί; Το αν θα μπορέσω;»
Δεν απάντησε στην ερώτησή της, παρά μόνο άδειασε την κούπα του, σκούπισε τα γένια που είχαν μεγαλώσει αρκετά και σηκώθηκε να πάει προς το άλογο. Τον ακολούθησε ο Θράκας με τα μάτια, μέχρι που έστριψε στην άκρη του τοίχου.
-«Θα μπορέσεις κυρά; Θα μπορέσεις ένα ταξίδι στην κατάσταση που είσαι…»
Εκείνη χαμογέλασε. Τον συμπαθούσε αυτόν τον ξένο σακάτη, σε τέτοιο σημείο μάλιστα που φοβόταν ότι αυτό γινόταν έκδηλο. Αλλά κι εκείνος ήταν πάντα ευγενικός και πρόθυμος, ποτέ δεν έβριζε και δεν έλεγε άσχημα λόγια για κανένα και πάντα δίπλα της αν χρειαζόταν κάτι. Και καλός «υπηρέτης» του μικρού γελαστού δαίμονα που τώρα κοιμόταν μέσα.
-«Μα και βέβαια…», του απάντησε, «… μην ξεχνάς ποιόν γιατρό είχα!», γέλασε και το μελαχρινό της πρόσωπο, φωτίστηκε, λες, από μια αχτίδα Θεϊκού φωτός. Της πήγαινε το χαμόγελο και ειδικά από την στιγμή που δεν το συνήθιζε και πολύ. Γέλασε και ο Θεμίστιος, ύψωσε τα χέρια στον ουρανό χωρίς να σηκωθεί από την θέση του και με θεατρική φωνή επαίνεσε τον εαυτό του:
-«Μα φυσικά… τον καλύτερο θεραπευτή που υπάρχει… σ’ όλο τον κόσμο…», γέλασε ακόμα πιο δυνατά και συμπλήρωσε: «ευχαριστώ Θεοί για το χάρισμα που μου δώσατε…»
Ο θόρυβος που ακούστηκε από το μονοπάτι, έκοψε την ευχάριστη ατμόσφαιρα. Ο Θράκας, πετάχτηκε όρθιος και μισοτράβηξε το μεγάλο του μαχαίρι. Έσμιξε τα φρύδια σε μια προσπάθεια να δει, ενώ από την γωνιά του σπιτιού έκανε την εμφάνισή του ο Παίωνας. Πολλές και διάφορες φωνές, μάλιστα μια πρέπει να ήταν γυναικεία, ακούστηκαν πριν την στροφή του δρόμου. Σε λίγο ο μικρός Αμεινίας έκανε την εμφάνισή του, ένα μικρό αντράκι που έτρεχε και φώναζε με έξαψη: «έχουμε αιχμαλώτους, έχουμε αιχμαλώτους…». Η Ελπινίκη και ο Θράκας κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Εκείνη τη στιγμή έφτασε και ο Τελευτίας με το σπαθί στο χέρι και προσπαθούσε να καταλάβει τι γίνεται.
-«Τι λες μωρέ; Τι αιχμαλώτους λες; Τρελάθηκες;»
-«Αλήθεια λέω, να δες…»
Η εμφάνιση του Λάφιλου και των δύο Ασιατών τους άφησαν με το στόμα ανοικτό, σε μια αστεία έκφραση απορίας. Μπροστά προχωρούσε ο ηλικιωμένος άντρας, αρκετά καλά για την ηλικία του, τον ακολουθούσε ένα φανταχτερά ντυμένο κοριτσόπουλο και την παρέα έκλεινε ο νησιώτης που χαμογελούσε. Ο Τελευτίας τους πλησίασε και προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπαν.
Κάθισαν όλοι στην αυλή και ο Λάφιλος ανέλαβε να διηγηθεί την ιστορία. Το ποιοι ήταν το άφησε στον γέρο, ενώ η κοπέλα λίγο πιο πίσω, κρατούσε το στόμα κλειστό και την ματιά της σε εγρήγορση. Μάθανε ότι ο Ανατολίτης ήταν γραφιάς στην αυλή του Δάτη, κατέγραφε όλα τα «κατορθώματα» του στρατού του μεγάλου βασιλιά, για να μπορεί ο Δαρείος να έχει άποψη για τα γεγονότα από πρώτο χέρι. Η κόρη του τον βοηθούσε σ’ αυτό του το εγχείρημα και πως μιλούσαν πολλές γλώσσες, μια εξ αυτών και την Ελληνική. Ο Θράκας εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις του κόσμου που είχε ο γέρος και φυσικά απ’ την ομορφιά της μικρής Νούσας. Και ο Λάφιλος δεν άφηνε να φύγει η ματιά του από πάνω της.
Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν η Ελπινίκη έφερε μια κανάτα με κρασί και λίγα κρεμμύδια με κριθαρένιο ψωμί, το τελευταίο που τους είχε μείνει. Αυτή βέβαια δεν ήταν συμπεριφορά σε αιχμαλώτους, αλλά μόνο για αιχμάλωτους δεν τους λογάριαζαν. Μέχρι ο γκιώνης ν’ αρχίσει το μονότονο κελάιδισμα του, είχαν μάθει για την μεγάλη πορεία του Περσικού στρατού, για την Νάξο και την Ίμβρο, για τους Υκσώς και τους Φοίνικες, για την ωραία Βαβυλώνα, τα Σούσα και τις Σάρδεις. Για πλούτο και για μεγάλα τείχη, για χρυσό και ασήμι που έρεε άφθονα σαν ποτάμι στους δρόμους της Βαβυλώνας, για τους πολεμικούς ελέφαντες και τις τίγρεις που κρατούσαν συντροφιά στις γυναίκες του μεγάλου Βασιλιά, για τα σχεδόν μυθικά φαγητά, από ορτύκια και ψητά γουρουνόπουλα μέχρι χέλια και εξωτικά όστρακα στα τραπέζια των αρχόντων και τόσα άλλα που έκαναν τον Αμεινία να κοιτάζει με δυσπιστία το ψωμί στο χέρι του. Έμαθαν για τους Θεούς της χώρας του αλλά και των άλλων όμορων κρατών που τώρα ανήκαν στην αυτοκρατορία του πεφωτισμένου Δαρείου. Αυτή η σαν παραμύθι αφήγηση του Χιράμ, τους είχε κάνει όλους να αφεθούν στην μαγεία της Ανατολής, να φτιάξουν ο καθένας την δικιά του εικόνα και ατμόσφαιρα, την δικιά του μαγεία. Ο μόνος που ενδιαφέρθηκε να μάθει, με πραγματικό ενδιαφέρον για την μάθηση και μόνο, ήταν η Ελπινίκη. «Καλά όλα αυτά για τα πλούτη και τις χρυσές …. καλοπεράσεις, αλλά για να μάθεις πιο βαθιά ένα λαό, πρέπει να μαθαίνεις τα βαθύτερα πιστεύω του και τις θρησκευτικές του αξίες», σκέφτηκε με τα μάτια καρφωμένα στη δερματοστιξία της Νούσας. Καταλάβαινε ότι κάτι σήμαιναν όλα αυτά τα σχέδια στα χέρια της, που ξεκινούσαν από τον αγκώνα ως την άκρη των δαχτύλων και στα πόδια, από τον αστράγαλο και κάτω, αλλά δεν ήξερε τι. Θέλησε να ρωτήσει, αλλά έπρεπε να προλάβει τις ερωτήσεις των άλλων που ήταν και πιο πολλές και πιο ζωτικής σημασίας. Ο Τελευτίας σαν αρχηγός της μικρής συγκέντρωσης, έκανε την πρώτη ερώτηση που αφορούσε στην παρουσία τους εκεί.
Η απάντηση ήταν πολύ αληθοφανής, απλά γιατί ήταν απλούστατη και χωρίς λογοτεχνικά στοιχεία, τόσο που, έγινε αμέσως πιστευτή. Όταν αποβιβάστηκαν οι βάρβαροι, ο Χιράμ με την κόρη του πήραν μια σκηνή στην άκρη του στρατοπέδου για να έχουν την μεγαλύτερη δυνατή οπτική κάλυψη της περιοχής. Κι όταν η μάχη άρχισε, απομακρύνθηκαν σε ένα ύψωμα για να βλέπουν πιο καθαρά τις κινήσεις των στρατών. Μετά όλα ήταν γνωστά. Η σφοδρή σύγκρουση, γρήγορα κατέληξε στη συντριβή των συμπατριωτών του, η κυκλική κίνηση του Αθηναϊκού στρατού τους απέκοψε στα ριζά του υψώματος και η αναχώρηση των πλοίων ήταν τόσο βιαστική που, κανείς δεν αναρωτήθηκε γι αυτούς. Άλλωστε ποιος ενδιαφερόταν για τους γραφείς εκείνη τη στιγμή, ο σώζων εαυτόν, σωθήτω.
-«Και έτσι απλά σας άφησαν πίσω; Σας άφησαν εδώ σε ξένη χώρα; Και υποθέτω χωρίς τα μέσα για επιβίωση, με ανθρώπους που όχι μόνο βοήθεια δεν θα σας έδιναν, αλλά το μίσος τους θα μπορούσε έτσι απλά να σας πνίξει…»
-«Ναι, έτσι απλά, όπως είπα ο καθένας έτρεχε να σωθεί. Και οι στρατηγοί έπρεπε να σώσουν τον στρατό που τους απέμενε κι αν μπορούσαν να σπεύσουν γρήγορα στην πόλη, την Αθήνα σας, μήπως και μπορέσουν να σώσουν την εκστρατεία, καταλαμβάνοντάς την. Αλλά απ’ ότι είδα ούτε αυτό έγινε…», γέλασε λες συμφωνούσε με την γνώμη των Αθηναίων για την ανικανότητα των δικών του.
-«Και όλα αυτά τα έχεις γράψει; Δηλαδή την μάχη, την κίνηση του στρατού, … την ανδρεία των Ελλήνων…»
Ο γέρος τον διέκοψε απότομα με ένα χαμόγελο στο στόμα:
-«Ναι…», του απάντησε και σηκώθηκε να πάει προς το μεγάλο ψάθινο καλάθι του. Έπιασε ένα πάπυρο και τον ξετύλιξε στο χώμα μπροστά τους. Κάτι παράξενα σχήματα, μπορεί να ήταν και γράμματα φάνηκαν να χορεύουν στο φως των δαυλών, αφού είχε πια νυχτώσει. Ο Παίωνας που νόμιζε ότι ήταν κάτι άξιο εξερεύνησης, περπάτησε πάνω στον ξεδιπλωμένο πάπυρο, για να δεχτεί μια ελαφριά κλωτσιά από τον Τελευτία.
-«Δηλαδή… αν επιστρέψεις στην πατρίδα σου… όλοι θα μάθουν τι έγινε, έτσι; Η μήπως θα τα πεις όπως θέλεις και όχι όπως έγιναν τα πράγματα;»
-«Δεν θα ήμουν εδώ τώρα να διακινδυνεύω τη ζωή μου για να γράψω μύθους. Θα μπορούσα να το κάνω και εκεί…», έδειξε προς την μεριά της ανατολής, «… απλώς ρωτώντας κάποιους απ’ τους στρατιώτες που θα επέστρεφαν. Ο Αχούρα Μάζντα είναι η αλήθεια, είναι το φως, το μοναδικό φως στον κόσμο, σε αυτόν πιστεύω, αυτόν υπηρετώ…».
Η Ελπινίκη ήταν η μόνη που κατάλαβε τα λόγια του. Μπροστά στα απορημένα μάτια των άλλων, ρώτησε τον ηλικιωμένο άντρα:
-«Αχούρα Μάζντα… είναι ο Θεός σας;», τον ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον στη φωνή της. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έδειξε ένα μικρό δερμάτινο μενταγιόν που είχε περασμένο με κορδόνι στο λαιμό του.
-«Είσαι … ιερέας; Δεν είσαι απλά γραμματικός;», για να δει πάλι τη κατάφαση από το κούνημα του κεφαλιού.
-«Μα τι λέτε τώρα…», ακούστηκε ο μικρός Αμεινίας. «Ποιος είναι αυτός ο Αχούρης; Τι Θεός και τέτοια λέτε; Ένας είναι ο Δίας και οι άλλοι Θεοί γύρω του στον Όλυμπο, τι Αχούρης και Χουχούρις …». Η καρπαζιά του Λάφιλου, τον έκανε να ηρεμίσει και να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση ακρόασης. Πάντως η παρέμβαση του νεαρού, έκανε όλους να γελάσουν και κάπως να καταλάβουν ότι η ώρα είχε περάσει γρήγορα. Αυτό που λόγιαζαν για ανάκριση, είχε εξελιχθεί σε αφήγηση γύρω από την φωτιά, όπως έκαναν τόσα χρόνια οι Έλληνες, ακούγοντας ιστορίες από τους πρεσβύτερους.
-«Για πες μας γι αυτόν τον Θεό σας. Τον Αχούρα Μάζντα…», τον παρότρυνε η Ελπινίκη, τελείως αφημένη στην διήγησή του.
-«Είναι, όπως καλά είπες ο Θεός μας. Είναι ένας καθολικός και … πώς να το πω… υπερβατικός Θεός. Μόνος, αδημιούργητος και ο Δημιουργός των πάντων, που κομμάτι του, βρίσκεται σε κάθε τι που έχει ζωή. Ο Αχούρα είναι η ζωή… είναι η άσα… το φως δηλαδή, η αλήθεια και η τάξη. Και δημιουργήθηκε από αυτά … και πολεμάει με εμάς τους πιστούς του … το … ντρούζ… το σκοτάδι, το ψέμα και την αταξία. Και αυτή η μάχη, ανάμεσα στην άσα και το ντρούζ, περιλαμβάνει όλο το σύμπαν…»
-«Και φυσικά όλους τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματα, έτσι;», συμπλήρωσε η γυναίκα.
-«Ναι, είναι αλήθεια, όλοι δίνουμε αυτή τη μάχη καθημερινά, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή. Με κάθε καλή σκέψη μας, κάθε καλή μας πράξη, κάθε καλή μας λέξη. Και στο τέλος ο Αχούρα θα νικήσει τον Αριμάν, τον Θεό του σκότους και τότε… το σύμπαν θα βιώσει μία κοσμική αναγέννηση και ο χρόνος θα τελειώσει. Σε αυτή την τελική αναγέννηση, όλη η δημιουργία -ακόμα και οι ψυχές των νεκρών που αρχικά τιμωρήθηκαν στο σκοτάδι-, θα ενωθεί με την αναβίωση του Αχούρα Μάζντα σε ζωντανή μορφή. Στο τέλος του χρόνου ένας σωτήρας θα συντελέσει την τελική αναγέννηση του κόσμου με την ανάσταση των νεκρών», σκούπισε τα γένια του και έπεσε σε μια βαθιά σιωπή, λες και προσευχόταν μέσα του. Το ίδιο φαινόταν να κάνει και η μικρή Νούσα, με τα μάτια του Λάφιλου, «ραμμένα» πάνω της.