Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34
Το πρώτο σάλπισμα ακούστηκε μακρόσυρτο και αργό, λες και βαριόταν ο σαλπιγκτής να σημάνει. Οι Αθηναίοι στρατιώτες, άρχισαν να συντάσσονται ο ένας δίπλα στον άλλο, σφιχτά, σχηματίζοντας μια γραμμή χιλίων πεντακοσίων μέτρων από χάλκινες γυαλιστερές ασπίδες. Οι αξιωματικοί έτρεχαν σ’ ολόκληρο τον τομέα της ευθύνης τους, φωνάζοντας ή πιο καλά … γαυγίζοντας κοφτές και ξεκάθαρες διαταγές. Όλοι ήξεραν την θέση τους, όλοι ήξεραν τις υποχρεώσεις τους, όμως οι λοχαγοί έπρεπε να φροντίσουν και την παραμικρή λεπτομέρεια. Τα δόρατα υψώθηκαν σαν δάσος και τα λοφία από τόσες χιλιάδες κράνη, ανέμιζαν στον αέρα θυμίζοντας θάλασσα με τα κύματά της. Η στιγμή ήταν ιερή για τους πιο πολλούς μαχητές. Η ώρα της τελευταίας προσευχής, της τελευταίας αναπόλησης, της τελευταίας ευκαιρίας να ατενίσεις τον θνητό, υλικό και συνάμα πανέμορφο κόσμο γύρω σου. Μετά το πρώτο βήμα, επιστροφή δεν υπήρχε. Μόνο νικητής θα γύρναγες ή νεκρός. Κάποια πόδια είχαν αρχίσει να τρέμουν, η οσμή από ούρα ήταν έντονη στον αέρα και ο ιδρώτας είχε κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Μουρμούρες ακούγονταν σταδιακά από διάφορα μέρη της παράταξης, μουρμούρες που οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να πνίξουν με άγριες ματιές.
Το δεύτερο σάλπισμα ακούστηκε κι αυτό μακρόσυρτο, αν και πιο κοφτό από πριν, με την συνοδεία τυμπάνων και βούκινων. Η παράταξη των στρατιωτών τώρα, περίμενε μόνο το τελικό σύνθημα, για ν’ αρχίσει η σύντομη πορεία.
Ο Λάφιλος έσφιγγε το δόρυ του τόσο πολύ, που τα δάχτυλά του είχαν ασπρίσει. Στεκόταν δίπλα στον Τελευτία και σε κάθε ευκαιρία γύριζε ελαφρά το κεφάλι να τον αντικρίσει. Δεν ήξερε τι μπορούσε να περιμένει από αυτή την ματιά, αλλά κοίταγε. Τα πόδια του έτρεμαν, ενώ η κύστη του είχε βαλθεί να τον κάνει ρεζίλι στους υπόλοιπους συντρόφους του, αφού ανεξέλεγκτη άφηνε τα ούρα του να κυλούν στους μηρούς και να σχηματίζουν μια μικρή λίμνη ανάμεσα στα σανδάλια. Κανείς όμως δεν φάνηκε να το προσέχει. Οι αξιωματικοί φώναζαν με όλη τους την δύναμη και το σιγανό «ψιτ» προς τον έμπορο δεν ακούστηκε. Έμεινε μόνος του, ανάμεσα σε χιλιάδες άντρες! Μπροστά τους υπήρχε ένα κατηφορικό έδαφος με ψηλά χορτάρια και πέτρες. Συγκέντρωσε το μυαλό σε πράγματα που θα αφαιρούσαν τον φόβο. Πασιφάη; Ναι καλή ευκαιρία ! Δεν το κατάλαβε αλλά χαμογέλασε στην σκέψη της. «Τώρα θα δεις ποιος είναι άντρας!», μουρμούρισε. Γύρισε το κεφάλι ξανά προς τον Τελευτία, αλλά και πάλι ο Αθηναίος δεν τον πρόσεξε, χωμένος στις δικές του σκέψεις. Δεν φαινόταν να φοβάται, όπως μάλλον ψέματα του είχε δηλώσει πιο πριν. Μάλλον προβληματισμένος ήταν. Τα μάτια του όμως έπιασαν την εικόνα των δυό Λακεδαιμονίων καμιά δεκαριά άντρες πιο πέρα. Γελούσαν; Ναι γελούσαν, λες κι έλεγε κάποιο αστείο ο ένας στον άλλο. Ναι, φαινόταν καθαρά ο Λίχης να μιλάει με το … πλάι του στόματος, χωρίς να γυρνάει το κεφάλι και ο Ευρυάναξ να προσπαθεί να κρατήσει τα γέλια του. Δεν τα κατάφερνε όμως, με αποτέλεσμα το σώμα να τραντάζεται ολόκληρο. Ένας λοχαγός προσπάθησε να τους αγριοκοιτάξει, αλλά κρίνοντας ότι το γέλιο είναι τονωτικό και για τους υπόλοιπους στρατιώτες, τους άφησε να συνεχίσουν.
«Μα, τι άνθρωποι είναι αυτοί…», σκέφτηκε ο Λάφιλος βλέποντας τους. «Σε πόλεμο πάμε… και αυτοί γελάνε; Τρελοί είναι;»
Με το μπράτσο ίσιωσε τα μεγάλο σπαθί, κουνώντας και την ασπίδα ενός πανύψηλου Αθηναίου αριστερά του και προσπάθησε να ησυχάσει. Όλοι κάτι τέτοιο προσπαθούσαν. Όσο γενναίος κι αν είσαι, πριν την μάχη σύντροφός σου είναι ο φόβος… εκτός κι αν έχεις γεννηθεί στην Λακεδαίμονα. Γιατί εκεί οι Σπαρτιάτες, έχουν φοβηθεί τόσο πολύ στα νεανικά τους χρόνια, που είχαν εξαντλήσει όλα τα αποθέματα. Το μόνο που εύχονταν ήταν, ο θάνατος να είναι ένδοξος και η πληγή μπροστά στα στήθια. Προσπάθησε να μείνει ακίνητος λοιπόν, αλλά η σπονδυλική του στήλη… χόρευε σε δικούς της ρυθμούς! Η αδρεναλίνη τον κατέκλυζε και αν δεν ξεκινούσαν την πορεία σύντομα, φοβόταν ότι θα σκάσει. Ήδη τα μελίγγια του είχαν αρχίσει να τον ενοχλούν και μπορούσε ν’ ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του, παντού σ’ όλο το σώμα. Όμως η διαταγή αργούσε ακόμα, δοκιμάζοντας τα νεύρα των στρατιωτών. Με την καθυστέρηση αυτή ο Μιλτιάδης, τους είχε γεμίσει με ανυπομονησία, κάνοντας τους να επιθυμούν την σύγκρουση με τον εχθρό, όσο τίποτα άλλο.
Τααααα τα τα τα αααααα…. Ακούστηκε βιαστική η σάλπιγγα… τααααα τα τα αααααα, δαιμονισμένα τώρα τους καλούσε στην μάχη. Τα τύμπανα άρχισαν κι αυτά τον κοφτό τους ήχο σε ρυθμό. Σε αυτόν τον ρυθμό που έπρεπε να είναι και το βήμα της φάλαγγας. Το χάλκινο τείχος κινήθηκε όλο μαζί, λες και από πίσω δεν υπήρχαν δέκα χιλιάδες ψυχές αλλά μόνο ένας άντρας! Ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στις γυαλισμένες ασπίδες στέλνοντας το εκτυφλωτικό του φως, στους βάρβαρους. Αλαλεύ, ακούστηκε η ιαχή, αλελεύ … απ’ όλες τις πλευρές του Αθηναϊκού στρατού. Το βήμα σταθερό και, επίτηδες δυνατό, ακουγόταν σαν βροντή στον αέρα. Αλελεύ…. ακούστηκε για πολλοστή φορά. Οι αξιωματικοί προχωρούσαν τέσσερα βήματα πιο μπροστά με την ασπίδα και το σπαθί στο υψωμένο χέρι. Το κράνος τους έκρυβε το πρόσωπο, δίνοντάς τους μια απόκοσμη και τρομακτική όψη. Οι λευκοί τους μανδύες ανέμιζαν σε κάθε τους βήμα.
Τα πρώτα εκατό περίπου βήματα έγιναν με τα τύμπανα σε αργό και σταθερά μονότονο ρυθμό στον απλό βηματισμό. Αυτό είδαν οι βάρβαροι και δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Ο Δάτης, βγήκε από την σκηνή του όταν άκουσε τον θόρυβο της Αθηναϊκής «καταιγίδας» που ερχόταν και ατένιζε απέναντι με το στόμα ανοικτό από την έκπληξη. Δεν μπορούσε να διανοηθεί, ότι αυτοί οι λίγοι Έλληνες, τους υπολόγιζε σκάρτες δέκα χιλιάδες άντρες, θα μπορούσαν να δείξουν τέτοια περιφρόνηση στον στρατό και τέτοια τόλμη, ώστε να επιτεθούν πρώτοι. Κανένας από τους κατασκόπους που είχε στείλει, δεν τον είχε πληροφορήσει για τέτοιο ενδεχόμενο. Κοίταζε δεξιά κι αριστερά τους απροετοίμαστους μαχητές του, που έτρεχαν να πυκνώσουν τις γραμμές άμυνας, με τους αξιωματικούς να περιμένουν , μάταια, απ’ αυτόν διαταγές.
Ο πρώτος που συνήλθε και αντέδρασε στο αναπάντεχο, στο απίστευτο επιχείρημα των τρελών Αθηναίων, ήταν ο έτερος στρατηγός, ο σατράπης των Σάρδεων και διοικητής της Ιωνίας, ο Αρταφέρνης. Έστειλε αμέσως τον αδερφό του τον Αρταίο, στην πρώτη σειρά, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να είχε δημιουργηθεί η δική του απάντηση στην φάλαγγα που ερχόταν. Το μεγάλο λάβαρο με τα χρυσά άλογα, είχε αρχίσει να κουνιέται με μεγάλη ταχύτητα πέρα – δώθε δίνοντας το σινιάλο στους τυμπανιστές να σημάνουν συναγερμό. Δεν είχαν πολύ ώρα μπροστά τους, το ευτύχημα όμως ήταν το γεγονός της εμπειρίας των στρατιωτών του. Τα βούκινα μανιασμένα ηχούσαν σε όλο το στρατόπεδο, άντρες έτρεχαν πανικόβλητοι προς όλες τις διευθύνσεις προσπαθώντας να φορέσουν τις πανοπλίες και τον οπλισμό τους τελευταία στιγμή, με το βλέμμα στο βάθος της πεδιάδας που εκείνο το σύννεφο πλησίαζε με τον θάνατο κρυμμένο στα σωθικά του.
Οι τοξότες πήραν θέση στα δύο άκρα της δικής τους παράταξης, αυτής δηλαδή της παράταξης που προσπαθούσε να οργανωθεί, γονάτισαν και είδαν τους οπλουργούς που άφηναν τρέχοντας, καλάθια με βέλη δίπλα τους. Άλλοι στρατιώτες άναβαν σε μεγάλα δοχεία φωτιά σε στουπιά για τα αρχικά βέλη, αυτά που θα έδιναν το μέτρο, την απόσταση δηλαδή μέχρι τον πρώτο άντρα των αντιπάλων.
Οι Μήδοι όπως πάντα πρώτοι είχαν σχηματίσει το κέντρο του Περσικού στρατού, του τμήματος που πίστευαν ότι θα δεχόταν την μεγαλύτερη πίεση. Ήρεμοι, όπως όλοι οι έμπειροι πολεμιστές, είχαν παραταχθεί όπως συνήθιζαν σε πλάτος τετρακοσίων ανδρών και βάθος είκοσι, με τις ασπίδες σφιχτά πάνω στο αριστερό μέρος του στήθους. Σε λίγη ώρα και οι υπόλοιποι είχαν παραταχθεί δίπλα τους, Πέρσες , Πάρθοι , Σάκες , Αιθίοπες και άλλοι υποτελείς λαοί ήταν τώρα έτοιμοι για την μάχη. Κάποιοι προσπαθούσαν να συντάξουν το ιππικό, αλλά και όλα τα άτια δεν είχαν κατέβει από τα πλοία και η προετοιμασία που χρειάζονταν τα υπόλοιπα ήταν χρονοβόρα. Και ώρα δεν υπήρχε. Οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς είχαν πλησιάσει στα πεντακόσια έως εξακόσια μέτρα. Η διαταγή που ήρθε από τον Αρταφέρνη, ήταν ο στρατός να μην κινηθεί, αλλά να περιμένει στη θέση του, να αμυνθεί του εδάφους που ήδη κατείχε, τελειώνοντας το σύντομο μήνυμά του με το «… αφού το επιθυμούν οι τρελοί, αφήστε τους να βαδίσουν στον θάνατό τους».
Όλα ήταν περίπου έτοιμα. Το χαμόγελο επανήλθε στα χείλη του Δάτη, νοιώθοντας σιγουριά από το μέγεθος της στρατιάς του. Την είχαν δοκιμάσει οι Έλληνες και στην Ίμβρο και σε όποιο άλλο μέρος είχε περάσει. Τα τύμπανα άρχισαν να χτυπούν τώρα σε ρυθμό τριβαδισμού αλόγου, προετοιμάζοντας τους τοξότες για την πρώτη βολή τους. «Όλα θα πάνε καλά , θα δουν αυτοί τι σημαίνει να είσαι εχθρός του μεγάλου βασιλιά…», μουρμούρισε στον υπασπιστή του και στον Ιππία, τον Αθηναίο προδότη και σύμβουλό του. Αυτός ο τελευταίος δεν έδειχνε και τέτοια σιγουριά ούτε μπορούσε να ηρεμίσει όπως ο Πέρσης στρατηγός, γνωρίζοντας το πολεμικό πνεύμα των συμπατριωτών του.
Ο Μιλτιάδης κατάλαβε και ευχαριστήθηκε όταν είδε την παράταξη των βαρβάρων. Κατάλαβε ότι τώρα το σχέδιό του είχε μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, βλέποντας τους Μήδους και τους Σάκες στο κέντρο των Ασιατών. Ήξερε ότι ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης, στο δικό του κέντρο αντίστοιχα, θα εκτελούσαν τις εντολές του κατά γράμμα. Και ήταν πολύ φιλόδοξο και πονηρό το σχέδιό του.
Οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να περπατούν πειθαρχημένα και αγέρωχα, με όλο το βαρύ οπλισμό τους και το θάρρος που τους έδινε η ομαδικότητα. Φτάσανε στα τριακόσια μέτρα από το στρατόπεδο και ξαφνικά σταμάτησαν, ακίνητοι και μεγαλόπρεποι μέσα στους χάλκινους θώρακές τους. Περίμεναν! Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό, όταν ο Θεμιστοκλής σήκωσε το δεξί χέρι με το δόρυ οριζόντιο πάνω από το κεφάλι του, δείχνοντας τους Ανατολίτες:
«Ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων ο αγών!», κραύγασε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του. Οι σάλπιγγες άρχισαν να στριγγλίζουν με μανία, με Θεϊκή λες τρέλα, αφιονίζοντας στρατιώτες και αξιωματικούς. Τα πρώτα βήματα μετά την μικρή παύση, ήταν βήματα θάρρους κι εκφοβισμού. Σε κάθε ένα, το δεξί χέρι των στρατιωτών έβγαινε μπροστά με μια βοή απόκοσμη, χτυπούσε το δόρυ στην μεταλλική ασπίδα κάνοντας ανατριχιαστικό θόρυβο και επανερχόταν για να το επαναλάβει.
Εε, ουουου, μπαμ, εεεεεεε ου ου ου μπαμ…
Ξαφνικά, ο Θεμιστοκλής κατέβασε το ανεβασμένο του χέρι και όλη η φάλαγγα χωρίς να χάσει την συνοχή της και την πυκνότητά της, άρχισε να τρέχει, να τρέχει μανιασμένα, τρελά, λες και κάποιος αφέτης είχε δώσει σήμα εκκίνησης για δρομείς Ολυμπιακών αγώνων.
Ο Λάφιλος δεν είχε περιθώρια τώρα να φοβηθεί, ούτε καν να σκεφτεί τι έκανε ή τι γινόταν δίπλα του. Έτρεχε σαν μανιασμένος ταύρος, ανάμεσα στο κοπάδι του. Δίπλα του ο Τελευτίας δεν καταλάβαινε από χρόνια και γήρας, ακολουθώντας τον ρυθμό των νεότερων συντρόφων του. Οι δυό Σπαρτιάτες, είχαν πρόσωπα πολύ σοβαρά και όσο φαινόταν από το κράνος, γεμάτα με ρυτίδες οργής και μαχητικού αμόκ. Η καρδιά τους λαχταρούσε αίμα, θάνατο και χρυσοφόρα πτώματα…
Αυτό που σκοτείνιασε τον ήλιο, ήταν αναμενόμενο. Χιλιάδες βέλη, σαν μαύρο σύννεφο, ξεκίνησαν το φονικό τους ταξίδι από τα νώτα των Περσών. «Ασπίδες ψηλά….», ακούστηκε η διαταγή των αξιωματικών, «όλοι,…. Ασπίδες ψηλά». Όλο το στράτευμα ανέβασε τις ασπίδες του, χωρίς όμως να χάσει την ορμή του και την συνοχή του. Τα λεπτά βέλη, άρχισαν να καρφώνονται στο χώμα, στις οθόνες των ασπίδων, να εξοστρακίζονται και να πέφτουν αδύναμα στο έδαφος. Ένα απ’ αυτά, καρφώθηκε στον μηρό ενός νεαρού στρατιώτη, κάνοντάς τον να παραπατήσει, να χάσει την θέση του και παραλίγο να πέσει. Το κενό του αμέσως καλύφθηκε από άλλον, ενώ εκείνος, έσπασε την άκρη με το φτερό και με το μισό βέλος να προεξέχει από το πίσω μέρος του μηρού του, άρχισε να τρέχει ξανά, νικώντας τον πόνο και την αιμορραγία, που ακόμα δεν τον είχε κάνει αδύναμο. Ο κρότος της σύγκρουσης, ασπίδα με ασπίδα, η κλαγγή των όπλων, οι φωνές και οι βρισιές των στρατιωτών, αναστάτωσαν όλη την πεδιάδα. Οι βάρβαροι προσπάθησαν να συγκρατήσουν την Αθηναϊκή ορμή, στερεώνοντας το πίσω μέρος του δόρατος στο χώμα και τις ασπίδες γερά μπροστά στο στέρνο, αλλά η μανία των αντιπάλων ήταν τέτοια, που, η πρώτη γραμμή άμυνας αποτελούμενη από Αιθίοπες και Σάκες, έσπασε γρήγορα και οπισθοχώρησε καμιά δεκαριά μέτρα. Ο Τελευτίας, λαχανιασμένος από το τρέξιμο, έριξε με όλη του την δύναμη το δόρυ, τρυπώντας την ασπίδα του έγχρωμου αντιπάλου του, τον καλαμένιο θώρακα, την καρδιά του, βγαίνοντας από την πλάτη. Το τράβηξε απότομα, με μια κοφτή κίνηση, όταν δέχτηκε ένα χτύπημα στο κράνος, που ευτυχώς για κείνον άντεξε. Έβγαλε την μεγάλη κυρτή σπάθα από την θήκη και γυρίζοντας την στον αέρα, ένιωσε τον λαιμό ενός Σάκα να κόβεται. Το αίμα τον πιτσίλισε, βάφοντας κόκκινο το άσπρο του ιμάτιο. Έσπρωξε με την ασπίδα κάποιον άλλο και κατάλαβε την αντίστασή του να ελαττώνεται όταν ο Λάφιλος δίπλα του, κατάφερε ένα χτύπημα στην περικεφαλαία του βάρβαρου, ανοίγοντας κράνος και κεφάλι στα δύο μέχρι το λαιμό, σαν ώριμο καρπούζι. Δεν υπήρχε χρόνος για ευχαριστίες, αλλά αυτή η μαχητικότητα του νησιώτη, τον γέμισε ελπίδες. Ο ιδρώτας του έτσουζε τα μάτια, τα θόλωνε και η ματιά μέσα από την περικεφαλαία που έτσι κι αλλιώς ήταν περιορισμένη, έκαναν τις κλειστοφοβικές του τάσεις έντονες και μαρτυρικές. Γύρισε το κεφάλι στην μεριά των Λακεδαιμονίων. Νόμιζε κάποιος ότι ήταν χορευτές που χόρευαν έναν άγριο αλλά αρμονικό χορό, ακροβάτες που αψηφούσαν σπαθιά και δόρατα ανάμεσα στους Μήδους και όπως σε κάθε χορό, είχαν δημιουργήσει σκηνικό από ιπτάμενο αίμα στον αέρα. Τα πτώματα, ακέφαλα τα πιο πολλά, άρχισαν να συσσωρεύονται σαν μικρά λοφάκια. Το έδαφος είχε πια λασπώσει από το αίμα, είχε πάρει άλικο χρώμα και βρώμα από την στυφή μυρουδιά του, αλλά και από τα ούρα και τα κόπρανα των σκοτωμένων. Το πόδι, πάταγε πάνω σε μια γλίτσα από ξεσκισμένες σάρκες και σπασμένα όπλα. Κάποιοι γλίστρησαν, κάποιοι έπεσαν, αλλά όσοι ήταν γνωστοί του Τελευτία, ήταν όρθιοι και πολεμούσαν, πολλοί με αφρούς στο στόμα, λες και οι βάρβαροι δεν είχαν χτυπήσει κανέναν. Εντυπωσιασμένος ακόμα κι αυτός ο έμπειρος Αθηναίος από την μανία των συντρόφων του, έψαξε να βρει τον Λάφιλο. Ένιωθε κάποια ευθύνη απέναντί του. Τον βρήκε δυό άντρες παραπέρα και προσπάθησε να τον τραβήξει κοντά του, πιάνοντάς τον από το ιμάτιο. Ο νησιώτης δεν πρέπει να είχε καμιά επαφή με την πραγματικότητα. Χτυπούσε με όλη την δύναμη όποιον Ασιάτη έβλεπε μπροστά του, ήταν ήδη υπεύθυνος για αρκετούς θανάτους, ενώ κάποιες επιπόλαιες πληγές στα χέρια έδειχνε να μην τις έχει καταλάβει. Τελικά κατάφερε και τον έφερε να πολεμάει σιμά του, σαν λιοντάρι που υπερασπίζεται την γη του.
Οι βάρβαροι μετά την αρχική τους υποχώρηση που την πλήρωσαν με αρκετούς νεκρούς, ανασυντάχθηκαν και τώρα πρόβαλαν μεγαλύτερη αντίσταση, περισσότερο πείσμα και επιμονή στις θέσεις τους. Η σάλπιγγα που ακούστηκε, ήταν από το μέρος της Ελληνικής οπισθοφυλακής. Αμέσως το κέντρο του στρατού, συντεταγμένα και ήρεμα, άρχισε να υποχωρεί αργά δίνοντας την ελπίδα στους αντιπάλους να νομίσουν νίκη.
Ο Έλληνας αρχιστράτηγος, χαμογέλασε με ικανοποίηση, όταν είδε την ελαφρά αυτή υποχώρηση. Τώρα μπορούσε να εξαπλώσει όλο του το σχέδιο στο πεδίο της μάχης. Το κέντρο της παράταξης προσπάθησε να δείξει πανικό στα μάτια των βαρβάρων, τραβώντας τους μπροστά. Ο Λίχης που πολεμούσε περίπου στα άκρα τώρα, έτσι που είχαν μπερδευτεί οι άντρες, αντιλήφθηκε αυτή την κίνηση και άρχισε να βρίζει τους υποχωρούντες Έλληνες, γιατί στην δική του λογική μάχης, υποχώρηση δεν υπήρχε. Έδειξε με το σπαθί στον Ευρυάνακτα αυτή την κίνηση. Ταυτόχρονα αποκεφάλισε κάποιον Μήδο που είχε το θράσος να τον «ενοχλήσει», την στιγμή εκείνη. Ο Ευρυάναξ, σήκωσε τους ώμους, δείχνοντας ότι δεν καταλάβαινε αυτή την κίνηση των Αθηναίων. Αφοσιώθηκε να κάνει όμως το δώρο του γρήγορου θανάτου σε δυό Αιθίοπες που κείτονταν ακρωτηριασμένοι στις πέτρες και τα χόρτα. Όρμησαν στο υπόλοιπο σώμα των βαρβάρων με μεγαλύτερη μανία τώρα και ο «θερισμός», συνεχίστηκε με θρησκευτική ευλάβεια.
Ο Μιλτιάδης, αγνώριστος από το αίμα σήκωσε ψηλά το χέρι και το κούνησε μανιασμένα σε κύκλο πάνω απ’ το κεφάλι του. Από μακριά ο Καλλίμαχος και οι υπόλοιποι στρατηγοί έκαναν κι αυτοί την ίδια κίνηση δείχνοντας ότι είχαν καταλάβει και τώρα συντονίζονταν στο σχέδιο του πολέμαρχού τους. Οι σάλπιγγες πάλι ηχούσαν αφιονισμένες και ο ήχος του θύμιζε βρυχηθμό, άγριο και επιτακτικό. Λες και κάποιος Θεός έδωσε δύναμη, τα άκρα της Αθηναϊκής παράταξης όρμησαν με ανανεωμένη μανία στους άμοιρους Πέρσες που είχαν εγκλωβιστεί στο κέντρο της δαγκάνας που είχε δημιουργηθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34
Το πρώτο σάλπισμα ακούστηκε μακρόσυρτο και αργό, λες και βαριόταν ο σαλπιγκτής να σημάνει. Οι Αθηναίοι στρατιώτες, άρχισαν να συντάσσονται ο ένας δίπλα στον άλλο, σφιχτά, σχηματίζοντας μια γραμμή χιλίων πεντακοσίων μέτρων από χάλκινες γυαλιστερές ασπίδες. Οι αξιωματικοί έτρεχαν σ’ ολόκληρο τον τομέα της ευθύνης τους, φωνάζοντας ή πιο καλά … γαυγίζοντας κοφτές και ξεκάθαρες διαταγές. Όλοι ήξεραν την θέση τους, όλοι ήξεραν τις υποχρεώσεις τους, όμως οι λοχαγοί έπρεπε να φροντίσουν και την παραμικρή λεπτομέρεια. Τα δόρατα υψώθηκαν σαν δάσος και τα λοφία από τόσες χιλιάδες κράνη, ανέμιζαν στον αέρα θυμίζοντας θάλασσα με τα κύματά της. Η στιγμή ήταν ιερή για τους πιο πολλούς μαχητές. Η ώρα της τελευταίας προσευχής, της τελευταίας αναπόλησης, της τελευταίας ευκαιρίας να ατενίσεις τον θνητό, υλικό και συνάμα πανέμορφο κόσμο γύρω σου. Μετά το πρώτο βήμα, επιστροφή δεν υπήρχε. Μόνο νικητής θα γύρναγες ή νεκρός. Κάποια πόδια είχαν αρχίσει να τρέμουν, η οσμή από ούρα ήταν έντονη στον αέρα και ο ιδρώτας είχε κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Μουρμούρες ακούγονταν σταδιακά από διάφορα μέρη της παράταξης, μουρμούρες που οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να πνίξουν με άγριες ματιές.
Το δεύτερο σάλπισμα ακούστηκε κι αυτό μακρόσυρτο, αν και πιο κοφτό από πριν, με την συνοδεία τυμπάνων και βούκινων. Η παράταξη των στρατιωτών τώρα, περίμενε μόνο το τελικό σύνθημα, για ν’ αρχίσει η σύντομη πορεία.
Ο Λάφιλος έσφιγγε το δόρυ του τόσο πολύ, που τα δάχτυλά του είχαν ασπρίσει. Στεκόταν δίπλα στον Τελευτία και σε κάθε ευκαιρία γύριζε ελαφρά το κεφάλι να τον αντικρίσει. Δεν ήξερε τι μπορούσε να περιμένει από αυτή την ματιά, αλλά κοίταγε. Τα πόδια του έτρεμαν, ενώ η κύστη του είχε βαλθεί να τον κάνει ρεζίλι στους υπόλοιπους συντρόφους του, αφού ανεξέλεγκτη άφηνε τα ούρα του να κυλούν στους μηρούς και να σχηματίζουν μια μικρή λίμνη ανάμεσα στα σανδάλια. Κανείς όμως δεν φάνηκε να το προσέχει. Οι αξιωματικοί φώναζαν με όλη τους την δύναμη και το σιγανό «ψιτ» προς τον έμπορο δεν ακούστηκε. Έμεινε μόνος του, ανάμεσα σε χιλιάδες άντρες! Μπροστά τους υπήρχε ένα κατηφορικό έδαφος με ψηλά χορτάρια και πέτρες. Συγκέντρωσε το μυαλό σε πράγματα που θα αφαιρούσαν τον φόβο. Πασιφάη; Ναι καλή ευκαιρία ! Δεν το κατάλαβε αλλά χαμογέλασε στην σκέψη της. «Τώρα θα δεις ποιος είναι άντρας!», μουρμούρισε. Γύρισε το κεφάλι ξανά προς τον Τελευτία, αλλά και πάλι ο Αθηναίος δεν τον πρόσεξε, χωμένος στις δικές του σκέψεις. Δεν φαινόταν να φοβάται, όπως μάλλον ψέματα του είχε δηλώσει πιο πριν. Μάλλον προβληματισμένος ήταν. Τα μάτια του όμως έπιασαν την εικόνα των δυό Λακεδαιμονίων καμιά δεκαριά άντρες πιο πέρα. Γελούσαν; Ναι γελούσαν, λες κι έλεγε κάποιο αστείο ο ένας στον άλλο. Ναι, φαινόταν καθαρά ο Λίχης να μιλάει με το … πλάι του στόματος, χωρίς να γυρνάει το κεφάλι και ο Ευρυάναξ να προσπαθεί να κρατήσει τα γέλια του. Δεν τα κατάφερνε όμως, με αποτέλεσμα το σώμα να τραντάζεται ολόκληρο. Ένας λοχαγός προσπάθησε να τους αγριοκοιτάξει, αλλά κρίνοντας ότι το γέλιο είναι τονωτικό και για τους υπόλοιπους στρατιώτες, τους άφησε να συνεχίσουν.
«Μα, τι άνθρωποι είναι αυτοί…», σκέφτηκε ο Λάφιλος βλέποντας τους. «Σε πόλεμο πάμε… και αυτοί γελάνε; Τρελοί είναι;»
Με το μπράτσο ίσιωσε τα μεγάλο σπαθί, κουνώντας και την ασπίδα ενός πανύψηλου Αθηναίου αριστερά του και προσπάθησε να ησυχάσει. Όλοι κάτι τέτοιο προσπαθούσαν. Όσο γενναίος κι αν είσαι, πριν την μάχη σύντροφός σου είναι ο φόβος… εκτός κι αν έχεις γεννηθεί στην Λακεδαίμονα. Γιατί εκεί οι Σπαρτιάτες, έχουν φοβηθεί τόσο πολύ στα νεανικά τους χρόνια, που είχαν εξαντλήσει όλα τα αποθέματα. Το μόνο που εύχονταν ήταν, ο θάνατος να είναι ένδοξος και η πληγή μπροστά στα στήθια. Προσπάθησε να μείνει ακίνητος λοιπόν, αλλά η σπονδυλική του στήλη… χόρευε σε δικούς της ρυθμούς! Η αδρεναλίνη τον κατέκλυζε και αν δεν ξεκινούσαν την πορεία σύντομα, φοβόταν ότι θα σκάσει. Ήδη τα μελίγγια του είχαν αρχίσει να τον ενοχλούν και μπορούσε ν’ ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του, παντού σ’ όλο το σώμα. Όμως η διαταγή αργούσε ακόμα, δοκιμάζοντας τα νεύρα των στρατιωτών. Με την καθυστέρηση αυτή ο Μιλτιάδης, τους είχε γεμίσει με ανυπομονησία, κάνοντας τους να επιθυμούν την σύγκρουση με τον εχθρό, όσο τίποτα άλλο.
Τααααα τα τα τα αααααα…. Ακούστηκε βιαστική η σάλπιγγα… τααααα τα τα αααααα, δαιμονισμένα τώρα τους καλούσε στην μάχη. Τα τύμπανα άρχισαν κι αυτά τον κοφτό τους ήχο σε ρυθμό. Σε αυτόν τον ρυθμό που έπρεπε να είναι και το βήμα της φάλαγγας. Το χάλκινο τείχος κινήθηκε όλο μαζί, λες και από πίσω δεν υπήρχαν δέκα χιλιάδες ψυχές αλλά μόνο ένας άντρας! Ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στις γυαλισμένες ασπίδες στέλνοντας το εκτυφλωτικό του φως, στους βάρβαρους. Αλαλεύ, ακούστηκε η ιαχή, αλελεύ … απ’ όλες τις πλευρές του Αθηναϊκού στρατού. Το βήμα σταθερό και, επίτηδες δυνατό, ακουγόταν σαν βροντή στον αέρα. Αλελεύ…. ακούστηκε για πολλοστή φορά. Οι αξιωματικοί προχωρούσαν τέσσερα βήματα πιο μπροστά με την ασπίδα και το σπαθί στο υψωμένο χέρι. Το κράνος τους έκρυβε το πρόσωπο, δίνοντάς τους μια απόκοσμη και τρομακτική όψη. Οι λευκοί τους μανδύες ανέμιζαν σε κάθε τους βήμα.
Τα πρώτα εκατό περίπου βήματα έγιναν με τα τύμπανα σε αργό και σταθερά μονότονο ρυθμό στον απλό βηματισμό. Αυτό είδαν οι βάρβαροι και δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Ο Δάτης, βγήκε από την σκηνή του όταν άκουσε τον θόρυβο της Αθηναϊκής «καταιγίδας» που ερχόταν και ατένιζε απέναντι με το στόμα ανοικτό από την έκπληξη. Δεν μπορούσε να διανοηθεί, ότι αυτοί οι λίγοι Έλληνες, τους υπολόγιζε σκάρτες δέκα χιλιάδες άντρες, θα μπορούσαν να δείξουν τέτοια περιφρόνηση στον στρατό και τέτοια τόλμη, ώστε να επιτεθούν πρώτοι. Κανένας από τους κατασκόπους που είχε στείλει, δεν τον είχε πληροφορήσει για τέτοιο ενδεχόμενο. Κοίταζε δεξιά κι αριστερά τους απροετοίμαστους μαχητές του, που έτρεχαν να πυκνώσουν τις γραμμές άμυνας, με τους αξιωματικούς να περιμένουν , μάταια, απ’ αυτόν διαταγές.
Ο πρώτος που συνήλθε και αντέδρασε στο αναπάντεχο, στο απίστευτο επιχείρημα των τρελών Αθηναίων, ήταν ο έτερος στρατηγός, ο σατράπης των Σάρδεων και διοικητής της Ιωνίας, ο Αρταφέρνης. Έστειλε αμέσως τον αδερφό του τον Αρταίο, στην πρώτη σειρά, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να είχε δημιουργηθεί η δική του απάντηση στην φάλαγγα που ερχόταν. Το μεγάλο λάβαρο με τα χρυσά άλογα, είχε αρχίσει να κουνιέται με μεγάλη ταχύτητα πέρα – δώθε δίνοντας το σινιάλο στους τυμπανιστές να σημάνουν συναγερμό. Δεν είχαν πολύ ώρα μπροστά τους, το ευτύχημα όμως ήταν το γεγονός της εμπειρίας των στρατιωτών του. Τα βούκινα μανιασμένα ηχούσαν σε όλο το στρατόπεδο, άντρες έτρεχαν πανικόβλητοι προς όλες τις διευθύνσεις προσπαθώντας να φορέσουν τις πανοπλίες και τον οπλισμό τους τελευταία στιγμή, με το βλέμμα στο βάθος της πεδιάδας που εκείνο το σύννεφο πλησίαζε με τον θάνατο κρυμμένο στα σωθικά του.
Οι τοξότες πήραν θέση στα δύο άκρα της δικής τους παράταξης, αυτής δηλαδή της παράταξης που προσπαθούσε να οργανωθεί, γονάτισαν και είδαν τους οπλουργούς που άφηναν τρέχοντας, καλάθια με βέλη δίπλα τους. Άλλοι στρατιώτες άναβαν σε μεγάλα δοχεία φωτιά σε στουπιά για τα αρχικά βέλη, αυτά που θα έδιναν το μέτρο, την απόσταση δηλαδή μέχρι τον πρώτο άντρα των αντιπάλων.
Οι Μήδοι όπως πάντα πρώτοι είχαν σχηματίσει το κέντρο του Περσικού στρατού, του τμήματος που πίστευαν ότι θα δεχόταν την μεγαλύτερη πίεση. Ήρεμοι, όπως όλοι οι έμπειροι πολεμιστές, είχαν παραταχθεί όπως συνήθιζαν σε πλάτος τετρακοσίων ανδρών και βάθος είκοσι, με τις ασπίδες σφιχτά πάνω στο αριστερό μέρος του στήθους. Σε λίγη ώρα και οι υπόλοιποι είχαν παραταχθεί δίπλα τους, Πέρσες , Πάρθοι , Σάκες , Αιθίοπες και άλλοι υποτελείς λαοί ήταν τώρα έτοιμοι για την μάχη. Κάποιοι προσπαθούσαν να συντάξουν το ιππικό, αλλά και όλα τα άτια δεν είχαν κατέβει από τα πλοία και η προετοιμασία που χρειάζονταν τα υπόλοιπα ήταν χρονοβόρα. Και ώρα δεν υπήρχε. Οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς είχαν πλησιάσει στα πεντακόσια έως εξακόσια μέτρα. Η διαταγή που ήρθε από τον Αρταφέρνη, ήταν ο στρατός να μην κινηθεί, αλλά να περιμένει στη θέση του, να αμυνθεί του εδάφους που ήδη κατείχε, τελειώνοντας το σύντομο μήνυμά του με το «… αφού το επιθυμούν οι τρελοί, αφήστε τους να βαδίσουν στον θάνατό τους».
Όλα ήταν περίπου έτοιμα. Το χαμόγελο επανήλθε στα χείλη του Δάτη, νοιώθοντας σιγουριά από το μέγεθος της στρατιάς του. Την είχαν δοκιμάσει οι Έλληνες και στην Ίμβρο και σε όποιο άλλο μέρος είχε περάσει. Τα τύμπανα άρχισαν να χτυπούν τώρα σε ρυθμό τριβαδισμού αλόγου, προετοιμάζοντας τους τοξότες για την πρώτη βολή τους. «Όλα θα πάνε καλά , θα δουν αυτοί τι σημαίνει να είσαι εχθρός του μεγάλου βασιλιά…», μουρμούρισε στον υπασπιστή του και στον Ιππία, τον Αθηναίο προδότη και σύμβουλό του. Αυτός ο τελευταίος δεν έδειχνε και τέτοια σιγουριά ούτε μπορούσε να ηρεμίσει όπως ο Πέρσης στρατηγός, γνωρίζοντας το πολεμικό πνεύμα των συμπατριωτών του.
Ο Μιλτιάδης κατάλαβε και ευχαριστήθηκε όταν είδε την παράταξη των βαρβάρων. Κατάλαβε ότι τώρα το σχέδιό του είχε μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, βλέποντας τους Μήδους και τους Σάκες στο κέντρο των Ασιατών. Ήξερε ότι ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης, στο δικό του κέντρο αντίστοιχα, θα εκτελούσαν τις εντολές του κατά γράμμα. Και ήταν πολύ φιλόδοξο και πονηρό το σχέδιό του.
Οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να περπατούν πειθαρχημένα και αγέρωχα, με όλο το βαρύ οπλισμό τους και το θάρρος που τους έδινε η ομαδικότητα. Φτάσανε στα τριακόσια μέτρα από το στρατόπεδο και ξαφνικά σταμάτησαν, ακίνητοι και μεγαλόπρεποι μέσα στους χάλκινους θώρακές τους. Περίμεναν! Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό, όταν ο Θεμιστοκλής σήκωσε το δεξί χέρι με το δόρυ οριζόντιο πάνω από το κεφάλι του, δείχνοντας τους Ανατολίτες:
«Ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων ο αγών!», κραύγασε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του. Οι σάλπιγγες άρχισαν να στριγγλίζουν με μανία, με Θεϊκή λες τρέλα, αφιονίζοντας στρατιώτες και αξιωματικούς. Τα πρώτα βήματα μετά την μικρή παύση, ήταν βήματα θάρρους κι εκφοβισμού. Σε κάθε ένα, το δεξί χέρι των στρατιωτών έβγαινε μπροστά με μια βοή απόκοσμη, χτυπούσε το δόρυ στην μεταλλική ασπίδα κάνοντας ανατριχιαστικό θόρυβο και επανερχόταν για να το επαναλάβει.
Εε, ουουου, μπαμ, εεεεεεε ου ου ου μπαμ…
Ξαφνικά, ο Θεμιστοκλής κατέβασε το ανεβασμένο του χέρι και όλη η φάλαγγα χωρίς να χάσει την συνοχή της και την πυκνότητά της, άρχισε να τρέχει, να τρέχει μανιασμένα, τρελά, λες και κάποιος αφέτης είχε δώσει σήμα εκκίνησης για δρομείς Ολυμπιακών αγώνων.
Ο Λάφιλος δεν είχε περιθώρια τώρα να φοβηθεί, ούτε καν να σκεφτεί τι έκανε ή τι γινόταν δίπλα του. Έτρεχε σαν μανιασμένος ταύρος, ανάμεσα στο κοπάδι του. Δίπλα του ο Τελευτίας δεν καταλάβαινε από χρόνια και γήρας, ακολουθώντας τον ρυθμό των νεότερων συντρόφων του. Οι δυό Σπαρτιάτες, είχαν πρόσωπα πολύ σοβαρά και όσο φαινόταν από το κράνος, γεμάτα με ρυτίδες οργής και μαχητικού αμόκ. Η καρδιά τους λαχταρούσε αίμα, θάνατο και χρυσοφόρα πτώματα…
Αυτό που σκοτείνιασε τον ήλιο, ήταν αναμενόμενο. Χιλιάδες βέλη, σαν μαύρο σύννεφο, ξεκίνησαν το φονικό τους ταξίδι από τα νώτα των Περσών. «Ασπίδες ψηλά….», ακούστηκε η διαταγή των αξιωματικών, «όλοι,…. Ασπίδες ψηλά». Όλο το στράτευμα ανέβασε τις ασπίδες του, χωρίς όμως να χάσει την ορμή του και την συνοχή του. Τα λεπτά βέλη, άρχισαν να καρφώνονται στο χώμα, στις οθόνες των ασπίδων, να εξοστρακίζονται και να πέφτουν αδύναμα στο έδαφος. Ένα απ’ αυτά, καρφώθηκε στον μηρό ενός νεαρού στρατιώτη, κάνοντάς τον να παραπατήσει, να χάσει την θέση του και παραλίγο να πέσει. Το κενό του αμέσως καλύφθηκε από άλλον, ενώ εκείνος, έσπασε την άκρη με το φτερό και με το μισό βέλος να προεξέχει από το πίσω μέρος του μηρού του, άρχισε να τρέχει ξανά, νικώντας τον πόνο και την αιμορραγία, που ακόμα δεν τον είχε κάνει αδύναμο. Ο κρότος της σύγκρουσης, ασπίδα με ασπίδα, η κλαγγή των όπλων, οι φωνές και οι βρισιές των στρατιωτών, αναστάτωσαν όλη την πεδιάδα. Οι βάρβαροι προσπάθησαν να συγκρατήσουν την Αθηναϊκή ορμή, στερεώνοντας το πίσω μέρος του δόρατος στο χώμα και τις ασπίδες γερά μπροστά στο στέρνο, αλλά η μανία των αντιπάλων ήταν τέτοια, που, η πρώτη γραμμή άμυνας αποτελούμενη από Αιθίοπες και Σάκες, έσπασε γρήγορα και οπισθοχώρησε καμιά δεκαριά μέτρα. Ο Τελευτίας, λαχανιασμένος από το τρέξιμο, έριξε με όλη του την δύναμη το δόρυ, τρυπώντας την ασπίδα του έγχρωμου αντιπάλου του, τον καλαμένιο θώρακα, την καρδιά του, βγαίνοντας από την πλάτη. Το τράβηξε απότομα, με μια κοφτή κίνηση, όταν δέχτηκε ένα χτύπημα στο κράνος, που ευτυχώς για κείνον άντεξε. Έβγαλε την μεγάλη κυρτή σπάθα από την θήκη και γυρίζοντας την στον αέρα, ένιωσε τον λαιμό ενός Σάκα να κόβεται. Το αίμα τον πιτσίλισε, βάφοντας κόκκινο το άσπρο του ιμάτιο. Έσπρωξε με την ασπίδα κάποιον άλλο και κατάλαβε την αντίστασή του να ελαττώνεται όταν ο Λάφιλος δίπλα του, κατάφερε ένα χτύπημα στην περικεφαλαία του βάρβαρου, ανοίγοντας κράνος και κεφάλι στα δύο μέχρι το λαιμό, σαν ώριμο καρπούζι. Δεν υπήρχε χρόνος για ευχαριστίες, αλλά αυτή η μαχητικότητα του νησιώτη, τον γέμισε ελπίδες. Ο ιδρώτας του έτσουζε τα μάτια, τα θόλωνε και η ματιά μέσα από την περικεφαλαία που έτσι κι αλλιώς ήταν περιορισμένη, έκαναν τις κλειστοφοβικές του τάσεις έντονες και μαρτυρικές. Γύρισε το κεφάλι στην μεριά των Λακεδαιμονίων. Νόμιζε κάποιος ότι ήταν χορευτές που χόρευαν έναν άγριο αλλά αρμονικό χορό, ακροβάτες που αψηφούσαν σπαθιά και δόρατα ανάμεσα στους Μήδους και όπως σε κάθε χορό, είχαν δημιουργήσει σκηνικό από ιπτάμενο αίμα στον αέρα. Τα πτώματα, ακέφαλα τα πιο πολλά, άρχισαν να συσσωρεύονται σαν μικρά λοφάκια. Το έδαφος είχε πια λασπώσει από το αίμα, είχε πάρει άλικο χρώμα και βρώμα από την στυφή μυρουδιά του, αλλά και από τα ούρα και τα κόπρανα των σκοτωμένων. Το πόδι, πάταγε πάνω σε μια γλίτσα από ξεσκισμένες σάρκες και σπασμένα όπλα. Κάποιοι γλίστρησαν, κάποιοι έπεσαν, αλλά όσοι ήταν γνωστοί του Τελευτία, ήταν όρθιοι και πολεμούσαν, πολλοί με αφρούς στο στόμα, λες και οι βάρβαροι δεν είχαν χτυπήσει κανέναν. Εντυπωσιασμένος ακόμα κι αυτός ο έμπειρος Αθηναίος από την μανία των συντρόφων του, έψαξε να βρει τον Λάφιλο. Ένιωθε κάποια ευθύνη απέναντί του. Τον βρήκε δυό άντρες παραπέρα και προσπάθησε να τον τραβήξει κοντά του, πιάνοντάς τον από το ιμάτιο. Ο νησιώτης δεν πρέπει να είχε καμιά επαφή με την πραγματικότητα. Χτυπούσε με όλη την δύναμη όποιον Ασιάτη έβλεπε μπροστά του, ήταν ήδη υπεύθυνος για αρκετούς θανάτους, ενώ κάποιες επιπόλαιες πληγές στα χέρια έδειχνε να μην τις έχει καταλάβει. Τελικά κατάφερε και τον έφερε να πολεμάει σιμά του, σαν λιοντάρι που υπερασπίζεται την γη του.
Οι βάρβαροι μετά την αρχική τους υποχώρηση που την πλήρωσαν με αρκετούς νεκρούς, ανασυντάχθηκαν και τώρα πρόβαλαν μεγαλύτερη αντίσταση, περισσότερο πείσμα και επιμονή στις θέσεις τους. Η σάλπιγγα που ακούστηκε, ήταν από το μέρος της Ελληνικής οπισθοφυλακής. Αμέσως το κέντρο του στρατού, συντεταγμένα και ήρεμα, άρχισε να υποχωρεί αργά δίνοντας την ελπίδα στους αντιπάλους να νομίσουν νίκη.
Ο Έλληνας αρχιστράτηγος, χαμογέλασε με ικανοποίηση, όταν είδε την ελαφρά αυτή υποχώρηση. Τώρα μπορούσε να εξαπλώσει όλο του το σχέδιο στο πεδίο της μάχης. Το κέντρο της παράταξης προσπάθησε να δείξει πανικό στα μάτια των βαρβάρων, τραβώντας τους μπροστά. Ο Λίχης που πολεμούσε περίπου στα άκρα τώρα, έτσι που είχαν μπερδευτεί οι άντρες, αντιλήφθηκε αυτή την κίνηση και άρχισε να βρίζει τους υποχωρούντες Έλληνες, γιατί στην δική του λογική μάχης, υποχώρηση δεν υπήρχε. Έδειξε με το σπαθί στον Ευρυάνακτα αυτή την κίνηση. Ταυτόχρονα αποκεφάλισε κάποιον Μήδο που είχε το θράσος να τον «ενοχλήσει», την στιγμή εκείνη. Ο Ευρυάναξ, σήκωσε τους ώμους, δείχνοντας ότι δεν καταλάβαινε αυτή την κίνηση των Αθηναίων. Αφοσιώθηκε να κάνει όμως το δώρο του γρήγορου θανάτου σε δυό Αιθίοπες που κείτονταν ακρωτηριασμένοι στις πέτρες και τα χόρτα. Όρμησαν στο υπόλοιπο σώμα των βαρβάρων με μεγαλύτερη μανία τώρα και ο «θερισμός», συνεχίστηκε με θρησκευτική ευλάβεια.
Ο Μιλτιάδης, αγνώριστος από το αίμα σήκωσε ψηλά το χέρι και το κούνησε μανιασμένα σε κύκλο πάνω απ’ το κεφάλι του. Από μακριά ο Καλλίμαχος και οι υπόλοιποι στρατηγοί έκαναν κι αυτοί την ίδια κίνηση δείχνοντας ότι είχαν καταλάβει και τώρα συντονίζονταν στο σχέδιο του πολέμαρχού τους. Οι σάλπιγγες πάλι ηχούσαν αφιονισμένες και ο ήχος του θύμιζε βρυχηθμό, άγριο και επιτακτικό. Λες και κάποιος Θεός έδωσε δύναμη, τα άκρα της Αθηναϊκής παράταξης όρμησαν με ανανεωμένη μανία στους άμοιρους Πέρσες που είχαν εγκλωβιστεί στο κέντρο της δαγκάνας που είχε δημιουργηθεί.