Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40
Η Ελπινίκη είχε περιποιηθεί το μωρό και τώρα έστεκε μπροστά στην φωτιά της εστίας προσπαθώντας να αλλάξει τον «επίδεσμο» στο χέρι της, το πανί δηλαδή που της είχε τοποθετήσει ο Θεμίστιος με εκείνη την δύσοσμη αλοιφή. Είχε ματώσει ξανά και το άσπρο ύφασμα είχε αλλάξει χρώμα πια, οι πόνοι όμως δεν ήταν τόσο έντονοι. Ο Θράκας προσφέρθηκε να την βοηθήσει και σε λίγη ώρα, είχε φτιάξει καινούργιο μείγμα βοτάνων, είχε κόψει ύφασμα από ένα παλιό του, λινό ιμάτιο και προσπαθούσε να το δέσει όσο πιο απαλά αλλά και αποτελεσματικά μπορούσε. Κάθε φορά που ακουμπούσε σε εκείνο το γυναικείο χέρι, ένοιωθε ευχάριστα και τα πάντα του φαίνονταν πιο διαυγή και όμορφα. Ο Τελευτίας καθισμένος σε ένα μικρό ξύλινο σκαμνί, έβλεπε τη σκηνή μπροστά του, αλλά το μυαλό του ήταν χαμένο στους ορίζοντες των προβλημάτων που ζητούσαν λύση. Μερικά απ’ αυτά μάλιστα, επείγουσα λύση. Η εικόνα του Αγήνορα του ερχόταν όλο και πιο συχνά τώρα να τον εκβιάσει με τον μεγάλο του έρωτα. Το κακό ήταν ότι ο παλιός του φίλος, ήταν αυτός που είχε το δίκιο με το μέρος του. Πάντως θα μπορούσε να πει τον εαυτό του τυχερό, αφού η απόβαση των Περσών, είχε, προφανώς αναβάλλει την αναζήτησή του κρασοπαραγωγού και έδωσε στον Τελευτία τον καιρό να ωριμάσει τις αποφάσεις του. Ένοιωσε τον Παίωνα να φτάνει κοντά του και να ξαπλώνει στα πόδια του. Άπλωσε το χέρι και τον χάιδεψε ανάμεσα στα αυτιά και μπροστά στην μουσούδα. «Αχ βρε γεράκο μου…», σκέφτηκε κοιτάζοντας το ζώο, «… πόσα περάσαμε τόσα χρόνια! Και πόσες κακουχίες αντέξαμε! Άντε να δούμε τώρα πως θα ξεμπλέξουμε με τον Αγήνορα. Δεν θα τα παρατήσει έτσι εύκολα, δεν μπορεί κάποιος να αφήσει μια γυναίκα σαν τα κρύα νερά, να τον εγκαταλείψει έτσι…». Κοίταξε προς το μέρος της Ελπινίκης και την είδε αγέρωχα στητή, να δέχεται τις περιποιήσεις του Θράκα. Τον κοίταξε κι εκείνη, του χαμογέλασε και τα χείλη της κινήθηκαν μιλώντας του άηχα. Δεν μπόρεσε να καταλάβει την λέξη που του είπε, αλλά ήλπισε να είναι αυτή που ήθελε. Χαμογέλασε κι εκείνος. Σηκώθηκε από την θέση του, πήγε στο βάθος της καλύβας κι έφερε ένα κάνθαρο με κρασί. Αποφάσισε να πάρει τον Θεμίστιο μαζί του, σε αναζήτηση τροφής και κάποιων πραγμάτων που τα θεωρούσε πρώτης ανάγκης. Πρόσφερε κρασί στον θεραπευτή και του έκανε νόημα να πάει κοντά του. Συζήτησαν λίγη ώρα για τις ανάγκες τους και παρατηρούσαν την Ελπινίκη που προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στον μικρό χώρο.
-«Μου είπες τα μυστικά σου Θράκα…», άρχισε ο έμπορος, «… νοιώθω πως μπορώ να σου εμπιστευτώ κι εγώ κάποια απ’ τα δικά μου. Δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που λένε εύκολα το ευχαριστώ, αλλά στην περίπτωσή μας, είμαι πρόθυμος να αναγνωρίσω την μεγάλη σου βοήθεια και το καλό που έκανες στη γυναίκα μου. εκείνο πάντως που πρέπει να αναφέρω, που είναι και το μεγάλο μου πρόβλημα, αυτό που άλλαξε τη ζωή μου αλλά και της Ελπινίκης….».
Ο Θεμίστιος είχε συνοφρυωθεί και προσπαθούσε ν’ ακούσει όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Κάθε τόσο κι αυτός αλλά κι ο έμπορος μπροστά του, έπιναν λίγο κρασί και έτρωγαν κάποιες ελιές, που εντωμεταξύ είχε φέρει η γυναίκα. Δεν μίλαγε, σχεδόν δεν κουνιόταν, αλλά όταν ο Τελευτίας του είπε την ιστορία τους, κάτι μέσα του αναθάρρησε. «Δεν είναι γυναίκα του…», σκέφτηκε με κάποια κακία. Κούνησε το κεφάλι, λες και προσπαθούσε να τινάξει τις κακές σκέψεις, να τις κάνει να βγουν από το κρανίο του. Όσο ο Αθηναίος μιλούσε, κοίταξε τα πόδια του, κοίταξε και την Ελπινίκη… απογοητεύτηκε και παράτησε κάθε ελπιδοφόρα υπόθεση που θα μπορούσε να κάνει.
Οι δυό άντρες σηκώθηκαν και χωρίς να απαντήσουν στον εαυτό τους, κατευθύνθηκαν προς την πόρτα, προς την αυλή. Ασυναίσθητα ο Θεμίστιος γύρισε ελαφρά το κεφάλι να την δει και μισόκλεισε τα μάτια. Εκείνη κοιτούσε προς το μέρος τους. Προς την πλάτη του Τελευτία. Χαμογέλασε και βγήκε στον ήλιο.
Η φασαρία ακουγόταν αρκετά δυνατά στον λόφο που τους είχε οδηγήσει το μικρό μονοπάτι. Έστησαν μερικές ξόβεργες και στο μικρό ρυάκι έβαλαν ένα ξύλινο φράχτη μήπως και κατάφερναν να πιάσουν ψάρια. Έστησαν αυτί. Ο αχός ερχόταν από την παραλία, λες και πλήθος είχε μαζευτεί, λες και κόσμος συγκεντρωμένος να προσπαθούσε να μιλήσει σαν ένα άτομο. Δεν τους άρεσε αυτή εξέλιξη, δεν την ήθελαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο. Συνέχισαν τον δρόμο τους και βρέθηκαν σε ένα μικρό οικισμό, αποτελούμενο από καμιά δεκαριά μικρά σπίτια με πολλά λιβάδια και  πρόβατα ελεύθερα να βόσκουν τα ξεραμένα χόρτα. Κοίταξαν καλύτερα και είδαν μερικούς άντρες να προσέχουν τα ζωντανά με χοντρά ραβδιά στο χέρι. Το βλέμμα των χωρικών ήταν στραμμένο στην παραλία, εκεί απ’ όπου ακουγόταν ο θόρυβος. Δεν κατάλαβαν τους δυό άντρες όταν πλησίασαν, αφού έρχονταν απ’ την αντίθετη κατεύθυνση. Τους μίλησαν και φάνηκε να τους ξαφνιάζουν. Χαμογέλασαν, πάντα το χαμόγελο ήταν ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης. Οι χωρικοί έκαναν ένα κύκλο γύρω τους και τους περιεργάζονταν, μάλιστα κάποιοι είχαν μισοσηκώσει τα ραβδιά στα χέρια σε αμυντική θέση. Ο Τελευτίας κατάλαβε πως ήταν δούλοι που πρόσεχαν τα ζώα των αφεντικών τους, πήρε ύφος αλαζονικό και με δυνατή φωνή:
-«Είμαι ο Τελευτίας, έμπορος από την Αθήνα, ποιος θα με πάει στον αφέντη σας; Και γρήγορα, είμαι βιαστικός…»
Οι άντρες μπροστά τους έδειχναν την σαστιμάρα τους με αρκετά έκδηλο τρόπο, κοίταζαν ο ένας τον άλλο και όλοι μαζί τον ξένο που τους μιλούσε, σαν να ήταν αυτός ο αφέντης τους. Τελικά, ένας κοντός και λίγο παχουλός άντρας γύρω στα σαράντα, έκανε ένα βήμα μπροστά και άρχισε να παρατηρεί τον έμπορο. Έδειχνε και περιέργεια αλλά και σεβασμό, ειδικά απ’ την στιγμή που δεν ήξερε με ποιόν είχε να κάνει.
-«Ο αφέντης δεν είναι εδώ ξένε, αλλά μακριά στο σπίτι του στο χτήμα. Και είναι αρκετή απόσταση απ’ εδώ. Τι θα ήθελες του λόγου σου; Τι τον θέλεις τον αφέντη;», ρώτησε με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπο του. Ο άλλος δεν του έδωσε πολύ σημασία, σκόπιμα, μόνο ρώτησε την κατεύθυνση για το σπίτι. Του έδειξαν και χωρίς απάντηση, πήρε τον Θράκα και γυρίζοντας απότομα την πλάτη, απομακρύνθηκαν με ήρεμο και σιγανό βήμα. Κάπου – κάπου, ο Θεμίστιος έριχνε το βλέμμα πάνω από την πλάτη του, να σιγουρευτεί ότι οι άλλοι είχαν μείνει πίσω. Φτάσανε σε ένα μικρό δασάκι με λεύκες και σχίνα, κάθισαν σε ένα πεσμένο κορμό και μοιράστηκαν ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί και δυό κρεμμύδια. Ήπιαν και λίγο κρασί νερωμένο, αμίλητοι και συγκεντρωμένοι στις σκέψεις τους. Ο ήλιος είχε μεσουρανήσει και η ζέστη έκανε τον ιδρώτα τους να τρέχει σε μικρά ποταμάκια από το μέτωπο και το στήθος. Ο Θράκας έσπασε πρώτος την σιωπή:
-«Μπορώ να δουλέψω καλά και σαν θεραπευτής και σαν εργάτης. Ξέρω να δουλεύω…. Σκλάβος βλέπεις. Μπορώ να κερδίσω λίγο φαγητό με την δουλειά, αλλά και με το κυνήγι. Λες να θέλουν κάποιον εκεί για δουλειά;»
-«Θα δούμε, θα δούμε…»
-«Ναι, θα δούμε…», συμφώνησε. Συνέχισαν να μασουλάνε αμίλητοι και σκυθρωποί. Ο Αθηναίος, έπρεπε να βρει μια λύση για την στέγαση, δεν μπορούσαν να μείνουν σε αυτή την ετοιμόρροπη καλύβα, δεν μπορούσαν να κρύβονται για πολύ ακόμα. Μπορεί ο ιδιοκτήτης να ερχόταν κάποια στιγμή και ήταν βέβαιο ότι θα ερχόταν και τότε θα είχε κάθε δικαίωμα να τους κάνει κακό. Περιουσία του ήταν κι αυτοί καταπατητές. Υπήρχε και ο Αγήνορας, δεν μπορούσε να τον ξεχάσει, όπως κι εκείνος δεν θα είχε αφήσει να ξεχαστεί η αρπαγή της γυναίκας του. Τον ήξερε καλά σαν χαρακτήρα και υπέθετε ότι θα κινούσε γη και ουρανό να τους βρει. Ο εγωισμός του είχε πληγωθεί στο έπακρο. Τράβηξε το μαχαίρι απ’ την μέση του και το κάρφωσε στο έδαφος με δύναμη, ξαφνιάζοντας τον σύντροφό του. Σήκωσε το κεφάλι με το βλέμμα στο βάθος του ορίζοντα, ξέροντας ότι τα μάτια του Θράκα ήταν στραμμένα πάνω του:
-«Θέλεις ακόμα να φύγεις για την πατρίδα σου ή νομίζεις πως μπορείς να βολευτείς εδώ στην Αττική; Εννοώ κάποια στιγμή θα κάνεις το ταξίδι της επιστροφής;», τον ρώτησε, εξακολουθώντας να μην τον κοιτάζει. Ο Θεμίστιος δεν περίμενε την ερώτηση, του ήρθε ξαφνικό και προσπάθησε να καταλάβει τον σκοπό της ερώτησης. Απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα:
-«Θέλω να φύγω, αλλά όχι ακόμα, γιατί ρωτάς όμως; Νομίζω ότι τα έχουμε ξαναπεί αυτά»
Ο Τελευτίας χαμογέλασε και σταύρωσε τα χέρια. Κούνησε το κεφάλι:
-«Τι θα έλεγες να φεύγαμε μαζί; Να πάμε, το λιγότερο μέχρι την Θήβα μαζί και μετά βλέπουμε…»
-«Τι, εμείς οι δύο εννοείς; Και η κυρά σου, το παιδί σου;»
-«Όχι, όχι εμείς οι δυό. Όλοι μας. Κι αν ήταν δυνατόν και πιο πολλοί από εμάς τους τέσσερις. Θα υπάρχει περισσότερη ασφάλεια για ένα τέτοιο ταξίδι… και μεγαλύτερη … ανωνυμία»
Ο Θεμίστιος άκουσε την πρόταση του φίλου του σοβαρός. Δεν ήξερε τι έπρεπε να πει, αλλά φαινόταν ο Αθηναίος αποφασισμένος γι αυτό το ταξίδι. Τον παρηγορούσε η σκέψη, ότι δεν θα στερούταν την μορφή και την συντροφιά της Ελπινίκης και του μικρού. 
-«Γιατί όχι; Γιατί να μην φύγουμε;», απάντησε μα σιγανή φωνή. Δεν του άρεσαν αυτές οι ξαφνικές αποφάσεις με εξαναγκασμό για γρήγορη απάντηση του Τελευτία, αλλά δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι ήταν πάντα σωστές και καλά προετοιμασμένες. Όλοι θα είχαν όφελος από αυτή την αναχώρηση.
Σηκώθηκαν και πήραν το δρόμο της επιστροφής στο καλύβι. Ούτε καν κοίταξαν προς την μεριά του χτήματος που είχαν πιστέψει ότι θα έβρισκαν τροφή και γάλα. Στο ποτάμι βρήκαν τέσσερα – πέντε μικρά ψαράκια πιασμένα στην παγίδα που είχαν στήσει και από τις ξόβεργες πήραν πέντε μικρά πουλιά. Τουλάχιστον είχαν φαγητό για σήμερα. Έφτασαν πίσω λες, πιο γρήγορα από την ώρα που είχαν ήδη κάνει. Ο Παίωνας έφτασε τρέχοντας, κουνώντας χαρούμενα την ουρά, περιμένοντας ένα χάδι. Κάθισαν στην αυλή και ξεφόρτωσαν τα θηράματα. Η Ελπινίκη κατάλαβε αμέσως ότι κάτι έτρεχε από το αμίλητο και σοβαρό ύφος του «άντρα» της. Δεν τον ρώτησε, ήξερε ότι θα της έλεγε σε λίγη ώρα, μόνο που παρακαλούσε να μην ήταν τίποτα σοβαρό και το μυαλό της πήγε στον Αγήνορα. Από το πίσω μέρος της καλύβας ακούστηκε το χλιμίντρισμα του γιγάντιου επιβήτορα και ο Παίωνας έτρεξε αμέσως προς τα εκεί. Λες και το άλογο συμφωνούσε με την απόφαση του έμπορου, τον έκανε να πάρει την τελική του απόφαση και να την ανακοινώσει στην γυναίκα που προσπαθούσε να ξεπουπουλιάσει τα πουλάκια. Έτριψε τα γένια του με το δεξί του χέρι, μια κίνηση που έκανε πάντα όταν ήθελε να ανακοινώσει κάτι ριζοσπαστικό ή τουλάχιστον σοβαρό θέμα. Το κρασί που κατέβηκε με απότομη κίνηση στο λαρύγγι του τον βοήθησε .
-«Ελπινίκη, πως νοιώθεις; Νομίζεις ότι είσαι ικανή για ταξίδι για μια γρήγορη αναχώρηση;», ρώτησε την γυναίκα που δεν γύρισε καθόλου το βλέμμα της πάνω του. Ο Θεμίστιος συνέχισε να πίνει από την κούπα του, η ευωδιά της ρίγανης στον αέρα τον είχε ζαλίσει, (ή μήπως το κρασί;) και προσπαθούσε να χορτάσει με τα μάτια την εικόνα γύρω του. Ποιος ξέρει, μάλλον δεν θα ξανάβλεπε την Αττική πια, ή τουλάχιστον για πολύ καιρό. 
-«Αρκετά καλά…. Μόνο να τακτοποιήσω κάποια πράγματα και μπορούμε να φύγουμε, … για όπου θες. Αυτό σε απασχολεί; Το αν θα μπορέσω;»
Δεν απάντησε στην ερώτησή της, παρά μόνο άδειασε την κούπα του, σκούπισε τα γένια που είχαν μεγαλώσει αρκετά και σηκώθηκε να πάει προς το άλογο. Τον ακολούθησε ο Θράκας με τα μάτια, μέχρι που έστριψε στην άκρη του τοίχου.
-«Θα μπορέσεις κυρά; Θα μπορέσεις ένα ταξίδι στην κατάσταση που είσαι…»
Εκείνη χαμογέλασε. Τον συμπαθούσε αυτόν τον ξένο σακάτη, σε τέτοιο σημείο μάλιστα που φοβόταν ότι αυτό γινόταν έκδηλο. Αλλά κι εκείνος ήταν πάντα ευγενικός και πρόθυμος, ποτέ δεν έβριζε και δεν έλεγε άσχημα λόγια για κανένα και πάντα δίπλα της αν χρειαζόταν κάτι. Και καλός «υπηρέτης» του μικρού γελαστού δαίμονα που τώρα κοιμόταν μέσα.
-«Μα και βέβαια…», του απάντησε, «… μην ξεχνάς ποιόν γιατρό είχα!», γέλασε και το μελαχρινό της πρόσωπο, φωτίστηκε, λες, από μια αχτίδα Θεϊκού φωτός. Της πήγαινε το χαμόγελο και ειδικά από την στιγμή που δεν το συνήθιζε και πολύ. Γέλασε και ο Θεμίστιος, ύψωσε  τα χέρια στον ουρανό χωρίς να σηκωθεί από την θέση του και με θεατρική φωνή επαίνεσε  τον εαυτό του:
-«Μα φυσικά… τον καλύτερο θεραπευτή που υπάρχει… σ’ όλο τον κόσμο…», γέλασε ακόμα πιο δυνατά και συμπλήρωσε: «ευχαριστώ Θεοί για το χάρισμα που μου δώσατε…»
Ο θόρυβος που ακούστηκε από το μονοπάτι, έκοψε την ευχάριστη ατμόσφαιρα. Ο Θράκας, πετάχτηκε όρθιος και μισοτράβηξε το μεγάλο του μαχαίρι. Έσμιξε τα φρύδια σε μια προσπάθεια να δει, ενώ από την γωνιά του σπιτιού έκανε την εμφάνισή του ο Παίωνας. Πολλές και διάφορες φωνές, μάλιστα μια πρέπει να ήταν γυναικεία, ακούστηκαν πριν την στροφή του δρόμου. Σε λίγο ο μικρός Αμεινίας έκανε την εμφάνισή του, ένα μικρό αντράκι που έτρεχε και φώναζε με έξαψη: «έχουμε αιχμαλώτους, έχουμε αιχμαλώτους…». Η Ελπινίκη και ο Θράκας κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Εκείνη τη στιγμή έφτασε και ο Τελευτίας με το σπαθί στο χέρι και προσπαθούσε να καταλάβει τι γίνεται. 
-«Τι λες μωρέ; Τι αιχμαλώτους λες; Τρελάθηκες;»
-«Αλήθεια λέω, να δες…»
Η εμφάνιση του Λάφιλου και των δύο Ασιατών τους άφησαν με το στόμα ανοικτό, σε μια αστεία έκφραση απορίας. Μπροστά προχωρούσε ο ηλικιωμένος άντρας, αρκετά καλά για την ηλικία του, τον ακολουθούσε ένα φανταχτερά ντυμένο κοριτσόπουλο και την παρέα έκλεινε ο νησιώτης που χαμογελούσε. Ο Τελευτίας τους πλησίασε και προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπαν.
Κάθισαν όλοι στην αυλή και ο Λάφιλος ανέλαβε να διηγηθεί την ιστορία. Το ποιοι ήταν το άφησε στον γέρο, ενώ η κοπέλα λίγο πιο πίσω, κρατούσε το στόμα κλειστό και την ματιά της σε εγρήγορση. Μάθανε ότι ο Ανατολίτης ήταν γραφιάς στην αυλή του Δάτη, κατέγραφε όλα τα «κατορθώματα» του στρατού του μεγάλου βασιλιά, για να μπορεί ο Δαρείος να έχει άποψη για τα γεγονότα από πρώτο χέρι. Η κόρη του τον βοηθούσε σ’ αυτό του το εγχείρημα και πως μιλούσαν πολλές γλώσσες, μια εξ αυτών και την Ελληνική. Ο Θράκας εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις του κόσμου που είχε ο γέρος και φυσικά απ’ την ομορφιά της μικρής Νούσας. Και ο Λάφιλος δεν άφηνε να φύγει η ματιά του από πάνω της. 
Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν η Ελπινίκη έφερε μια κανάτα με κρασί και λίγα κρεμμύδια με κριθαρένιο ψωμί, το τελευταίο που τους είχε μείνει. Αυτή βέβαια δεν ήταν συμπεριφορά σε αιχμαλώτους, αλλά μόνο για αιχμάλωτους δεν τους λογάριαζαν. Μέχρι ο γκιώνης ν’ αρχίσει το μονότονο κελάιδισμα του, είχαν μάθει για την μεγάλη πορεία του Περσικού στρατού, για την Νάξο και την Ίμβρο, για τους Υκσώς και τους Φοίνικες, για την ωραία Βαβυλώνα, τα Σούσα και τις Σάρδεις. Για πλούτο και για μεγάλα τείχη, για χρυσό και ασήμι που έρεε άφθονα σαν ποτάμι στους δρόμους της Βαβυλώνας, για τους πολεμικούς ελέφαντες και τις τίγρεις που κρατούσαν συντροφιά στις γυναίκες του μεγάλου Βασιλιά, για τα σχεδόν μυθικά φαγητά, από ορτύκια και ψητά γουρουνόπουλα μέχρι χέλια και εξωτικά όστρακα  στα τραπέζια των αρχόντων και τόσα άλλα που έκαναν τον Αμεινία να κοιτάζει με δυσπιστία το ψωμί στο χέρι του. Έμαθαν για τους Θεούς της χώρας του αλλά και των άλλων όμορων κρατών που τώρα ανήκαν στην αυτοκρατορία του πεφωτισμένου Δαρείου. Αυτή η σαν παραμύθι αφήγηση του Χιράμ, τους είχε κάνει όλους να αφεθούν στην μαγεία της Ανατολής, να φτιάξουν ο καθένας την δικιά του εικόνα και ατμόσφαιρα, την δικιά του μαγεία. Ο μόνος που ενδιαφέρθηκε να μάθει, με πραγματικό ενδιαφέρον για την μάθηση και μόνο, ήταν η Ελπινίκη. «Καλά όλα αυτά για τα πλούτη και τις χρυσές …. καλοπεράσεις, αλλά για να μάθεις πιο βαθιά ένα λαό, πρέπει να μαθαίνεις τα βαθύτερα πιστεύω του και τις θρησκευτικές του αξίες», σκέφτηκε με τα μάτια καρφωμένα στη δερματοστιξία της Νούσας. Καταλάβαινε ότι κάτι σήμαιναν όλα αυτά τα σχέδια στα χέρια της, που ξεκινούσαν από τον αγκώνα ως την άκρη των δαχτύλων και στα πόδια, από τον αστράγαλο και κάτω, αλλά δεν ήξερε τι. Θέλησε να ρωτήσει, αλλά έπρεπε να προλάβει τις ερωτήσεις των άλλων που ήταν και πιο πολλές και πιο ζωτικής σημασίας. Ο Τελευτίας σαν αρχηγός της μικρής συγκέντρωσης, έκανε την πρώτη ερώτηση που αφορούσε στην παρουσία τους εκεί.
Η απάντηση ήταν πολύ αληθοφανής, απλά γιατί ήταν απλούστατη και χωρίς λογοτεχνικά στοιχεία, τόσο που, έγινε αμέσως πιστευτή. Όταν αποβιβάστηκαν οι βάρβαροι, ο Χιράμ με την κόρη του πήραν μια σκηνή στην άκρη του στρατοπέδου για να έχουν την μεγαλύτερη δυνατή οπτική κάλυψη της περιοχής. Κι όταν η μάχη άρχισε, απομακρύνθηκαν σε ένα ύψωμα για να βλέπουν πιο καθαρά τις κινήσεις των στρατών. Μετά όλα ήταν γνωστά. Η σφοδρή σύγκρουση, γρήγορα κατέληξε στη συντριβή των  συμπατριωτών του, η κυκλική κίνηση του Αθηναϊκού στρατού τους απέκοψε στα ριζά του υψώματος και η αναχώρηση των πλοίων ήταν τόσο βιαστική που, κανείς δεν αναρωτήθηκε γι αυτούς. Άλλωστε ποιος ενδιαφερόταν για τους γραφείς εκείνη τη στιγμή, ο σώζων εαυτόν, σωθήτω. 
-«Και έτσι απλά σας άφησαν πίσω; Σας άφησαν εδώ σε ξένη χώρα; Και υποθέτω χωρίς τα μέσα για επιβίωση, με ανθρώπους που όχι μόνο βοήθεια δεν θα σας έδιναν, αλλά το μίσος τους θα μπορούσε έτσι απλά να σας πνίξει…»
-«Ναι, έτσι απλά, όπως είπα ο καθένας έτρεχε να σωθεί. Και οι στρατηγοί έπρεπε να σώσουν τον στρατό που τους απέμενε κι αν μπορούσαν να σπεύσουν γρήγορα στην πόλη, την Αθήνα σας, μήπως και μπορέσουν να σώσουν την εκστρατεία, καταλαμβάνοντάς την. Αλλά απ’ ότι είδα ούτε αυτό έγινε…», γέλασε λες συμφωνούσε με την γνώμη των Αθηναίων για την ανικανότητα των δικών του.
-«Και όλα αυτά τα έχεις γράψει; Δηλαδή την μάχη, την κίνηση του στρατού, … την ανδρεία των Ελλήνων…»
Ο γέρος τον διέκοψε απότομα με ένα χαμόγελο στο στόμα:
-«Ναι…», του απάντησε και σηκώθηκε να πάει προς το μεγάλο ψάθινο καλάθι του. Έπιασε ένα πάπυρο και τον ξετύλιξε στο χώμα μπροστά τους. Κάτι παράξενα σχήματα, μπορεί να ήταν και γράμματα φάνηκαν να χορεύουν στο φως των δαυλών, αφού είχε πια νυχτώσει. Ο Παίωνας που νόμιζε ότι ήταν κάτι άξιο εξερεύνησης, περπάτησε πάνω στον ξεδιπλωμένο πάπυρο, για να δεχτεί μια ελαφριά κλωτσιά από τον Τελευτία. 
-«Δηλαδή… αν επιστρέψεις στην πατρίδα σου… όλοι θα μάθουν τι έγινε, έτσι; Η μήπως θα τα πεις όπως θέλεις και όχι όπως έγιναν τα πράγματα;»
-«Δεν θα ήμουν εδώ τώρα να διακινδυνεύω τη ζωή μου για να γράψω μύθους. Θα μπορούσα να το κάνω και εκεί…», έδειξε προς την μεριά της ανατολής, «… απλώς ρωτώντας κάποιους απ’ τους στρατιώτες που θα επέστρεφαν. Ο Αχούρα Μάζντα είναι η αλήθεια, είναι το φως, το μοναδικό φως στον κόσμο, σε αυτόν πιστεύω, αυτόν υπηρετώ…».
Η Ελπινίκη ήταν η μόνη που κατάλαβε τα λόγια του. Μπροστά στα απορημένα μάτια των άλλων, ρώτησε τον ηλικιωμένο άντρα:
-«Αχούρα Μάζντα… είναι ο Θεός σας;», τον ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον στη φωνή της. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έδειξε ένα μικρό δερμάτινο μενταγιόν που είχε περασμένο με κορδόνι στο λαιμό του.
-«Είσαι … ιερέας; Δεν είσαι απλά γραμματικός;», για να δει πάλι τη κατάφαση από το κούνημα του κεφαλιού.
-«Μα τι λέτε τώρα…», ακούστηκε ο μικρός Αμεινίας. «Ποιος είναι αυτός ο Αχούρης; Τι Θεός και τέτοια λέτε; Ένας είναι ο Δίας και οι άλλοι Θεοί γύρω του στον Όλυμπο, τι Αχούρης και Χουχούρις …». Η καρπαζιά του Λάφιλου, τον έκανε να ηρεμίσει και να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση ακρόασης. Πάντως η παρέμβαση του νεαρού, έκανε όλους να γελάσουν και κάπως να καταλάβουν ότι η ώρα είχε περάσει γρήγορα. Αυτό που λόγιαζαν για ανάκριση, είχε εξελιχθεί σε αφήγηση γύρω από την φωτιά, όπως έκαναν τόσα χρόνια οι Έλληνες, ακούγοντας ιστορίες από τους πρεσβύτερους. 
-«Για πες μας γι αυτόν τον Θεό σας. Τον Αχούρα Μάζντα…», τον παρότρυνε η Ελπινίκη, τελείως αφημένη στην διήγησή του.
-«Είναι, όπως καλά είπες ο Θεός μας. Είναι ένας καθολικός και … πώς να το πω… υπερβατικός Θεός. Μόνος, αδημιούργητος και ο Δημιουργός των πάντων, που κομμάτι του, βρίσκεται σε κάθε τι που έχει ζωή. Ο Αχούρα είναι η ζωή… είναι η άσα… το φως δηλαδή, η αλήθεια και η τάξη. Και δημιουργήθηκε από αυτά … και πολεμάει με εμάς τους πιστούς του … το … ντρούζ… το σκοτάδι, το ψέμα και την αταξία. Και αυτή η μάχη, ανάμεσα στην άσα και το ντρούζ, περιλαμβάνει όλο το σύμπαν…»
-«Και φυσικά όλους τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματα, έτσι;», συμπλήρωσε η γυναίκα.
-«Ναι, είναι αλήθεια, όλοι δίνουμε αυτή τη μάχη καθημερινά, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή. Με κάθε καλή σκέψη μας, κάθε καλή μας πράξη, κάθε καλή μας λέξη. Και στο τέλος ο Αχούρα θα νικήσει τον Αριμάν, τον Θεό του σκότους και τότε…  το σύμπαν θα βιώσει μία κοσμική αναγέννηση και ο χρόνος θα τελειώσει. Σε αυτή την τελική αναγέννηση, όλη η δημιουργία -ακόμα και οι ψυχές των νεκρών που αρχικά τιμωρήθηκαν στο σκοτάδι-, θα ενωθεί με την αναβίωση του Αχούρα Μάζντα σε ζωντανή μορφή. Στο τέλος του χρόνου ένας σωτήρας θα συντελέσει την τελική αναγέννηση του κόσμου με την ανάσταση των νεκρών», σκούπισε τα γένια του και έπεσε σε μια βαθιά σιωπή, λες και προσευχόταν μέσα του. Το ίδιο φαινόταν να κάνει και η μικρή Νούσα, με τα μάτια του Λάφιλου, «ραμμένα» πάνω της.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39
Μόλις πέρασαν το μικρό αμμόλοφο, είδαν αυτή την εικόνα της κόκκινης θάλασσας. Πτώματα έπλεαν κοντά στην άμμο της ακτής, παρασυρόμενα από το κύμα και λικνιζόμενα στον χορό του θανάτου παρέα με τα φύκια και τους αφρούς που είχαν δημιουργηθεί από το αίμα. Σμάρια ψαριών είχαν μαζευτεί σε ένα εύκολο και χωρίς κόπο τσιμπούσι.  Γλίτσα είχε απλωθεί στην άκρη του κύματος, μια γλίτσα σκουρόχρωμη και αηδιαστικά βρωμερή. Κάποιοι, χωρικοί μάλλον από τα κοντινά χωριά της Αττικής, ήταν σκυμμένοι πάνω από τα πτώματα των βαρβάρων και προσπαθούσαν να αφαιρέσουν οποιοδήποτε πολύτιμο αντικείμενο μπορούσαν, προσέχοντας και τους στρατιώτες του Αριστείδη, όσοι απ’ αυτούς δεν είχαν πάρει άδεια να φύγουν για τα σπίτια τους, που είχαν επιφορτιστεί με το καθήκον της φύλαξης του πεδίου της μάχης από το πλιάτσικο. Και διακινδύνευαν τη ζωή τους την ίδια για να κλέψουν! Η ποινή για όποιον αφαιρούσε οτιδήποτε από νεκρό, ήταν θάνατος.
Ο Λάφιλος πλησίασε το νερό αλλά με το χέρι, κρατούσε τον Αμεινία πιο πίσω. Η θάλασσα του έβρεχε τα πόδια και άφηνε εκείνο το άλικο κόκκινο του αίματος, σαν βαφή, σαν επίστρωση τρόμου.
-«Κρίμα, τόσα χαμένα…», είπε μονολογώντας ο νησιώτης, «κρίμα…»
-«Τόσα κορμιά ε; Τόσοι άνθρωποι νεκροί ε; Αυτό δεν εννοείς;»
Ο Λάφιλος χαμογέλασε κοιτώντας τον μικρό σύντροφό του. Θα ήθελε να το είχε πει για τους νεκρούς, αλλά θα ήταν ψέμα. Η μάχη, η μανία του πολέμου, η τρομερή έξαψη μπροστά στο τρομερό πλήθος των Ανατολιτών, ο φόβος του θανάτου… είχαν αφήσει ακόμη το μίσος μέσα στην καρδιά του. Δεν μπορούσε να δει τα πτώματα σαν ανθρώπινα κουφάρια, δεν μπορούσε να σκεφτεί τι άλλο να έκαναν σε αυτή την πλάση, εκτός από το να είναι πεθαμένοι, δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει από ένα θηρίο… Μετά την σύγκρουση και την σώμα με σώμα αντιπαράθεση, είχε ψηλώσει στα ίδια του τα μάτια κατά πολύ. Και από κει πάνω, μόνο μίσος μπορούσε να νοιώσει γι αυτούς που τόλμησαν να περπατήσουν εναντίον του, γι αυτούς που σκέφτηκαν να του κάνουν κακό.
-«Όχι, δεν λέω για δαύτους, τους αναθεματισμένους βάρβαρους. Μιλάω για τα ψάρια. Για τα ψάρια που τρώνε όλα αυτά εκεί…», έδειξε με το χέρι την γλίτσα στην ακροθαλασσιά, «… και δεν μπορούμε να τα ψαρέψουμε τώρα. Θα είναι γιομάτα δηλητήριο… φτου!»
Χάιδεψε τα μαλλιά του Αμεινία, σαν να του έκανε μάθημα του τι είναι καλό και τι όχι. Κάθισαν στην νωπή άμμο και το βλέμμα πήρε τον νου και τον ταξίδεψε πάνω από τα κύματα και το μπλε του πελάγου, ενώθηκε με τα σύννεφα και έφτασε στο υπέροχο εκείνο τοπίο που η Πασιφάη πρέπει να έκανε τις πρωινές δουλειές της. Παρακάλεσε μέσα του ο Λάφιλος, να σήκωνε η κοπέλα τα μάτια στον ουρανό, να έβλεπε τη δικιά του ματιά, την δικιά του σκέψη. Παρακάλεσε την Ήρα, να συναντηθούν γρήγορα και μπορέσει να την κλείσει στην αγκαλιά του. Σκέφτηκε τα μεγάλα της, κόκκινα χείλια … και ντράπηκε που κάτι μέσα στο χιτώνιό του, ανάμεσα στα πόδια, έκανε την επανάστασή του. Κοίταξε αναψοκοκκινισμένος ολόγυρα. Ντρεπόταν, μα κανείς δεν υπήρχε κοντά τους. Με την άκρη του ματιού του, έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση αριστερά του, σαν κάποιος να κρυβόταν πίσω από τον μεγάλο βράχο. Έψαξε το μεγάλο του μαχαίρι στον κόρφο του, το βρήκε, το έβγαλε σιγά στο φως, έφερε το δάχτυλο στο στόμα δείχνοντας στον Αμεινία να κάνει ησυχία και σηκώθηκε αργά και τάχα αδιάφορα, όρθιος. Περπάτησε κατά μήκος του κύματος, προσποιούμενος ότι κλώτσαγε κάποια φύκια που είχε ξεβγάλει το κύμα, μέχρι που έφτασε στον βράχο. Εκεί κάθισε στις φτέρνες του λες και έκανε την «ανάγκη» του, με το βλέμμα αντίθετα τελείως από το σημείο που είχε εντοπίσει την κίνηση. Περίμενε πέντε – έξη λεπτά, μέχρι να ηρεμίσει η κατάσταση ανησυχίας που μπορεί να είχε προκαλέσει το περπάτημά του. Το βλέμμα του έδειχνε απλανές προς τη μεριά της θάλασσας, αλλά με την άκρη του ματιού του, παρακολουθούσε και την παραμικρή κίνηση προς τον βράχο. Δεν άργησε πολύ, όταν του φάνηκε ότι κάτι κουνιόταν δειλά, σαν κάποιο έντονου χρώματος ύφασμα να ανέμισε στιγμιαία σε μια σχισμή. Η κίνηση του ήταν τόσο γρήγορη και απρόβλεπτη, που κανένας δεν θα μπορούσε να αντιδράσει, όχι αποτελεσματικά τουλάχιστον. Το δεξί του χέρι είχε εκτιναχθεί με τέτοια ταχύτητα κρατώντας το μεγάλο μαχαίρι, που όταν ακούμπησε τον λαιμό του κρυμμένου πίσω από τον βράχο ανθρώπου, η άμμος δεν είχε προλάβει να πέσει κάτω. Ο Λάφιλος τον είχε ακινητοποιήσει με το βάρος του σώματός του και την παγωνιά του σίδερου. Έπιασε το στήθος του και τον κράτησε βίαια στην αμμουδιά, ενώ μια εκκωφαντική στριγκλιά ακούστηκε πίσω του. Ο νησιώτης ξαφνιάστηκε και χαλάρωσε την λαβή του, αλλά, απρόσμενα, δεν αισθάνθηκε αντίσταση από τον πεσμένο άντρα, ούτε και καμιά κίνηση να ελευθερωθεί. Κοίταξε καλά, ένας ηλικιωμένος, αρκετά μεγάλος για να βρίσκεται σε ένα τέτοιο μέρος και μάλιστα μετά από μάχη, τον αντίκριζε κατάματα, με κάποια ψεγάδια φόβου στα μάτια. Φορούσε ρούχα που δήλωναν την ανατολίτικη καταγωγή του, ενώ τα μακριά του γένια αν και γεμάτα άμμο και ιδρώτα, φαίνονταν αρκετά περιποιημένα και προσεγμένα. Το χιτώνιο ήταν πράσινο παραπέμποντας στο χρώμα σμαραγδιού, κεντημένο με χρυσές κλωστές, σε διάφορα σχήματα. Φορούσε μια φαρδιά παντελόνα φτιαγμένη από καλό και λεπτό μαλλί, ίδια με την θάλασσα, στο χρώμα δηλαδή του πελάγους, ενώ το παράξενο καπέλο του, φτιαγμένο από τυλιγμένο πανί, λες και αντανακλούσε τα χρώματα των ρούχων. Είχε ανοίξει τα χέρια σε σχήμα σταυρού και δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση στον Λάφιλο. Μπορεί μάλιστα κάποιος να πει …. ότι χαμογελούσε κιόλας, σε αντίθεση με την στριγκιά φωνή που ακόμα ακουγόταν πίσω από τον νησιώτη. Και σαν να μην έφτανε αυτή η φωνή, ένα βάρος έπεσε με δύναμη στην πλάτη του, ένα βάρος με δυό σκούρα χέρια και λινό χιτώνα στο κίτρινο χρώμα του ώριμου λεμονιού. Δέκα δάχτυλα γεμάτα με κόκκινα τατουάζ και νύχια βαμμένα στο χρώμα της ώχρας, μπήχτηκαν με μανία στο λαιμό του και στο σβέρκο, ενώ το στόμα του «πλάσματος», έψαχνε απεγνωσμένα να δαγκώσει τον ώμο. Ο άντρας σήκωσε το αριστερό του χέρι σαν να προσπαθούσε να βγάλει το χιτώνιο του και έπιασε τα μαλλιά μιας νέας γυναίκας, την τράβηξε απότομα και την έριξε τουλάχιστον δύο μέτρα μακριά του. Η φωνή που ακουγόταν σπαραχτικά από το στόμα της, τον σάστισε προς στιγμήν. Κάτι σαν Ελ αμπ ή Ελ χάμπ ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, συνόδευε τα μάτια της που δακρυσμένα κοιτούσαν τον καλοντυμένο μεσήλικα. Τώρα ο Λάφιλος κοίταζε μια τον ένα, μια την άλλη, προσπαθώντας να κατατάξει μέσα στο μυαλό, τις προτεραιότητές του. Η κοπέλα δεν έκανε καμιά προσπάθεια να επιτεθεί πάλι, ούτε καν να σηκωθεί από την άμμο, μόνο τείνοντας το χέρι μπουσουλούσε προς τον πεσμένο άντρα, λες και ο Έλληνας δεν ήταν παρών. Κάτι ακατάληπτα που έλεγε, έδειχναν το δέσιμό της με αυτόν. Ο νησιώτης σηκώθηκε όρθιος και έβαλε το μαχαίρι στο θηκάρι του πάλι, ψηλάφησε το σβέρκο και τον λαιμό του και χαμογελώντας έτριψε τα δάχτυλά του που είχαν λίγες σταγόνες αίμα. Στηρίχτηκε καλά με τα πόδια ανοικτά, σε μια στάση που έδειχνε ποιος είναι ο ανώτερος. Οι δυό άλλοι, ήταν τώρα πεσμένοι μπροστά στα πέλματά του και αγκαλιασμένοι κοίταγαν τον παραλίγο εκτελεστή τους. Με μια κίνηση του χεριού, τους έδειξε να σηκωθούν όρθιοι. Τους τράβηξε προς την θάλασσα. Δεν ήλπιζε σε συνεννόηση, αφού δεν μιλούσε την γλώσσα τους, αλλά από ότι φαινόταν ούτε κι αυτοί την δική του. Το βλέμμα του έπεσε στο πρόσωπο της νεαρής κόρης. Εξεπλάγη με τα δυό θεόρατα αμύγδαλα που ήταν χαραγμένα δίπλα από την μικρή γαμψή μύτη. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η φύση θα χάραζε ποτέ τέτοια μάτια, τόσο μεγάλα, τόσο συμμετρικά, τόσο μαύρα… αλλά και με τέτοιο μίσος στο βάθος τους. Το κορμί της τόσο ελαστικό, θύμιζε σώμα αιλουροειδούς και ιδιαίτερα κάποιας μεγάλης γάτας με πιτσιλιές που είχε δει πριν από χρόνια στο νησί του από κάποιους περαστικούς εμπόρους. Δεν θυμόταν πως το έλεγαν το ζώο, αλλά η εικόνα του είχε μείνει χαραγμένη στην μνήμη του.
-«Ποιοι είστε ε; Από πού είστε; Με αυτούς…», έδειξε με το χέρι αόριστα προς τη θάλασσα, «… τους βάρβαρους ήρθατε; Αλλά τι λέω… εσείς δεν καταλαβαίνεται ε;»
Επανέλαβε τα λόγια του, φωνάζοντας και μιλώντας αργά – αργά, λες και ήταν κουφοί και όχι ξένοι, χρησιμοποιώντας και την γλώσσα του σώματος. Κουνούσε τα χέρια δείχνοντας το στήθος του:
-«Εγώ …. είμαι …. ο …  Λάφιλος… εσύ;», έδειξε τον γέρο κι αυτόν στο στήθος. Απάντηση δεν πήρε, μόνο απόλυτη σιωπή. Ο Αμεινίας είχε κι αυτός πλησιάσει και περιεργαζόταν τους δύο ξένους καλυπτόμενος πίσω απ’ την πλάτη του φίλου του. Ο Λάφιλος μιλούσε στον πρεσβύτερο άντρα, αλλά το βλέμμα ήταν μαγεμένο και στυλωμένο στο πρόσωπο της, κατά τα φαινόμενα, κόρης του. Δεν άργησε να το προσέξει και ο μικρός. Τώρα τον κοίταγε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, σαν να του έλεγε…: «καταλαβαίνω…!»
Ο Αμεινίας πλησίασε τους δυό ξένους μετά από προτροπή του φίλου του και προσπάθησε να τους ψάξει. Στα ρούχα δεν βρήκε τίποτα σπουδαίο, έξω από κάποια μικρής αξίας Περσικά νομίσματα κι ένα μικρό μπουκάλι με σκούρα χένα ή μελάνι, σε μια εσοχή του ιματίου του γέρου άντρα. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι και προχώρησε στην νεαρή κοπέλα. Εκείνη, σε αντίθεση με τον ,μάλλον, πατέρα της, αντιστάθηκε έστω και χλιαρά, αλλά στο τέλος άφησε τον μικρό να την ψάξει. Ούτε εκεί βρήκε κάτι άξιο λόγου, λες και οι δυό τους δεν είχαν τίποτα χρήσιμο για την επιβίωσή τους. Πήγε πίσω από τον βράχο, εκεί που πριν λίγη ώρα κρύβονταν και ανακάλυψε δυό μεγάλα ψάθινα καλάθια με λαβές για να στηρίζονται στην πλάτη και να μεταφέρονται εύκολα. Ήταν σκεπασμένα με ένα λευκό, το ένα και μπλε το άλλο, πανί, με χοντρούς κόμπους από λινό σχοινί. Στα τέσσερα σημεία, σε σχήμα σταυρού, φαίνονταν στερεώματα με χοντρές βελονιές. Ο Αμεινίας τα έσυρε κοντά στον φίλο του. Προσπάθησε εκείνος να τ’ ανοίξει και έκοψε το σχοινί, προκαλώντας μια μέτριας έντασης αντίδραση του ηλικιωμένου. Μέσα βρήκε πάπυρους τυλιγμένους σε ρολό και καλαμένιες πλακέτες δεμένες με κόκκινο κορδόνι και διάφορα σύμβολα γραμμένα, πιθανώς με το μελάνι που είχαν βρει προηγουμένως. Και στα δυό κοφίνια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο έξω απ’ αυτούς τους πάπυρους, ούτε φαγώσιμο, ούτε πολύτιμο.
Ο Λάφιλος κούνησε το χέρι του μπροστά στο στόμα:
-«Πεινάτε; Θέλετε κάτι … να φάτε;», ρώτησε, αδικαιολόγητα πιο φιλικά τώρα. Δεν πήρε απάντηση και έβγαλε ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί από το δισάκι του. Τους το πέταξε, όπως θα το πέταγε σε ένα σκυλί. Οι δυό ξένοι δεν αντέδρασαν, αν και στα μάτια της κοπέλας φάνηκε, στιγμιαία, μια λάμψη λαχτάρας, όμως το βλέμμα του «πατέρα» της, την επανέφερε στην σιωπηλή τους αξιοπρέπεια. Ούτε καν κοίταξε ο γέρος το ψωμί, ούτε καν κούνησε τα χέρια του. Ο νησιώτης δεν ήξερε πώς να έρθει σε επικοινωνία μαζί τους, όπως και δεν ήξερε τι να κάνει μαζί τους. Η λογική, του έλεγε να τους παραδώσει στους άντρες του Αριστείδη και ν’ αποφασίσουν αυτοί για την μοίρα τους. Η λογική! Το συναίσθημα όμως; Κάτι πάνω στον άντρα μπροστά του, κάτι στα μάτια της νεαρής κοπέλας που δεν πρέπει να ήταν πάνω από τα δεκαέξι άντε δεκαεφτά χρόνια της, τον ανάγκαζαν να τους γνωρίσει πιο καλά. Έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν είχε συναντήσει στη ζωή του υπηκόους του μεγάλου Βασιλιά και μάλιστα να έχει πάνω τους απεριόριστη εξουσία. Εξουσία ζωής ή θανάτου. Ένοιωθε σαν μικρός Θεός, αλλά συγχρόνως και αιχμάλωτος στην αξιοπρέπειά τους και … σ’ εκείνα τα μάτια, σε εκείνα τα υπέροχα αμυγδαλωτά, μεγάλα μάτια.
Από την άκρη της παραλίας ακούστηκε θόρυβος και φασαρία, λες και πλήθος κόσμου να είχε μαζευτεί εκεί. Και όντως κόσμος ήταν συγκεντρωμένος. Σηκώθηκε όρθιος και σκίασε τα μάτια του με την παλάμη να δει καλύτερα. Είδε πολεμικά λοφία, κόκκινα και μαύρα ν’ ανεμίζουν στον αέρα. Χάλκινες στρογγυλές ασπίδες, γυάλιζαν στον ήλιο, ενώ υψωμένα κοντάρια προσπαθούσαν, λες, να τρυπήσουν τον ουρανό, έτσι όπως ήταν παράλληλα παρατεταγμένα. Στις οθόνες των ασπίδων ξεχώριζε το μεγάλο Λ των Σπαρτιατών. Ο Αμεινίας τους παράτησε όλους και έτρεξε προς τα κει. Περίεργος, ήθελε να δει, ήθελε να μάθει. Οι δυό «αιχμάλωτοι», για πρώτη φορά, έδειξαν φόβο, πλησίασαν η μία τον άλλο και αγκαλιάστηκαν σφιχτά, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Λάφιλο.
-«Φοβάστε τους Σπαρτιάτες;», ρώτησε χαμογελώντας. «Φοβάστε… αυτούς… από … την …. Σπάρτη;», επανέλαβε πιο αργά για να τον καταλάβουν. Γέλασε τώρα πιο δυνατά, αν και παρεξηγημένος, γιατί οι Λακεδαιμόνιοι προκαλούσαν πιότερο φόβο απ’ αυτόν τον ίδιο που τους είχε συλλάβει. Πλησίασε κοντά τους και χωρίς να κοιτάξει την κοπέλα τους ησύχασε, γνωστοποιώντας τους, ότι ήταν δικοί του αιχμάλωτοι κι αυτός μόνο μπορούσε να κάνει… τέλος πάντων είχε πλήρη δικαιοδοσία πάνω τους. Αναθεμάτισε την έλλειψη επικοινωνίας και στάθηκε να κοιτάζει τους Πελοποννήσιους πολεμιστές στην άκρη της παραλίας. Σε λίγο ο Αμεινίας θα γύριζε και θα μάθαινε τι γίνεται. Τα μάτια του έπεσαν και στην άλλη πλευρά, στον λόφο, στο μονοπάτι από το οποίο είχε έρθει νωρίτερα. Νόμισε ότι είδε τον Λίχη, ανάμεσα στα ψηλά χόρτα και τους θάμνους να προσπαθεί να κρυφτεί από τα μάτια των συμπατριωτών του. Απόρησε με αυτό. Δεν ασχολήθηκε όμως περισσότερο, γιατί ο πιτσιρικάς σύντροφός του, φάνηκε να έρχεται τρέχοντας και λαχανιασμένος. Δυό φορές έπεσε κάτω από την λαχτάρα του να φτάσει πιο γρήγορα. Σε λίγο γονατιστός μπροστά στον νησιώτη, προσπαθούσε με μεγάλες και βαθιές ανάσες να ξαναβρεί τους ρυθμούς του.
-«Ο στρατός των… Σπαρτιατών…», είπε ξέπνοα. «Χα… χα… τώρα ήρθαν να βοηθήσουν… χα … χα… τώρα που όλα τέλειωσαν… είναι και ο στρατηγός εκεί… ο δικός μας… ο Μιλτίδης.. Μαλτίδης… αυτός τέλος πάντων. Και τους μιλάει … και τους λέει… για τους Πέρσες και τους… άλλους… αυτούς τους ψηλούς…»
-«Τους Μήδους;»
-«Ναι… γι αυτούς … και τα τσεκούρια τους… και τους βάλτους… και για τους Πλαταιείς… και αυτοί ακούνε και δεν φαίνεται να πιστεύουν στα αυτιά τους… και στα μάτια τους… χα… χα … Τι νομίζανε; Μόνο αυτοί ξέρουν να πολεμάνε; Κι εμείς τι είμαστε…», έκανε μια κίνηση σαν να σπάθιζε στον αέρα κάποιον αόρατο εχθρό.
-«Και τώρα; Τι στέκονται εκεί; Πρέπει να είναι ντροπή γι αυτούς…»
-«Ντροπή… είναι και μεγάλη, αλλά… το κατάπιαν σαν μελόπιτα. Τι άλλο να έκαναν; Μάλιστα… ζήτησαν από τον Μιλτίδη…»
-«Μιλτιάδη βρε, τον στρατηγό τον λένε Μιλτιάδη… χαζέ, τόσες φορές στο έχω πει…»
-«Τέλος πάντων… Μιλτιάδη, εντάξει; Λοιπόν του ζήτησαν να κάνουν θυσία και σπονδές προς τιμή των Αθηναίων πολεμιστών. Επίσημα το ζήτησαν… να τιμήσουν εμάς… όρε γέλια!!!! Αλήθεια σου λέω… έχουν τρελαθεί με αυτά που μαθαίνουν και βλέπουν… μέτρησαν και τους νεκρούς βάρβαρους και μέχρι τώρα τους βρήκαν πάνω από έξη χιλιάδες, πολλοί δεν είναι;»
-«Ναι, πολλοί είναι. Πολλοί άνθρωποι χαμένοι στην επιθυμία ενός βασιλιά…»
Κοίταξε τους δυό Ανατολίτες που στέκονταν ακόμη αγκαλιασμένοι, σαν να ζητούσε συγγνώμη για τη σφαγή.
Πήγαν όλοι μαζί στην άκρη της ακρογιαλιάς, στην αντίθετη κατεύθυνση από τους παραταγμένους Σπαρτιάτες. Εκεί τα πολλά βράχια προσέφεραν κάλυψη από τα μάτια των άλλων. Ο Λάφιλος είχε σκοπό να χειριστεί μόνος του την υπόθεση και μόνο αν δεν μπορούσε να βγάλει άκρη, θα τους παρέδιδε στις στρατιωτικές αρχές. Αλλά κάτι μέσα του, του έλεγε ότι αυτοί οι δυό, φανερά δεν ήταν πολεμιστές, (αστείο και να το λογάριαζε κάποιος), αλλά ούτε και κατάσκοποι. Μπορεί έμπορος που ταξίδευε με την θυγατέρα του και τον στρατό του Δάτη. Όμως δεν του «κόλλαγαν» στο μυαλό, οι τόσοι πάπυροι. Ούτε και αυτές οι πλούσιες και εντυπωσιακές φορεσιές τους. Προσπάθησε πάλι να επικοινωνήσει:
-«Εγώ… Λάφιλος….», έδειχνε πάλι τον εαυτό του. «Εσύ;… Πως;». Χτύπησε το χέρι στην άμμο απελπισμένος από την ησυχία των άλλων. Ο Αμεινίας είχε απομακρυνθεί λίγο και κοίταγε προς το μέρος των Λακεδαιμονίων, κάτι μέσα του τον έκανε να χαρεί με την απογοήτευσή τους.
-«Εγώ είμαι ο Χιράμ…», ακούστηκε η «γεμάτη» και ήρεμη φωνή του ηλικιωμένου άντρα. «Χ ι ρ ά μ… και από δω η κόρη μου η Νούσα, πιστή μου ακόλουθος σε όλα τα ταξίδια μου. Ακόμα, αν και τόσο μικρή, είναι και η συμβουλάτορας μου…»
Η φωνή που ακούστηκε την ώρα που ο απελπισμένος νησιώτης χτύπαγε τα χέρια του στην άμμο, τον άφησε άναυδο. Σήκωσε το βλέμμα στον γέρο και αντιμετώπισε το χαμόγελό του:
-«Μι… μιλάς τη γλώσσα μου; Μιλάς τη γλώσσα των Ελλήνων;», ρώτησε κατάπληκτος.
-«Και όχι μόνο την δική σου, αλλά πολλές ακόμα. Και Ασιατικές και δικές σας, Ευρωπαϊκές να τις πω;»
Ο νησιώτης δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό. Είχε ακούσει τη λέξη Ευρώπη, αλλά δεν ήξερε ότι ήταν γεωγραφικός όρος, δεν αντιλαμβανόταν τι εννοούσαν όταν την έλεγαν. Την είχε ακούσει και από τον στρατηγό τους πριν την μάχη. Έριξε τα μάτια στην Νούσα:
-«Ξέρει κι εκείνη την γλώσσα μου;», σκεπτόμενος αν είχε αναφέρει κάτι για κείνη.
-«Ναι, βέβαια, σου είπα ότι είναι και ακόλουθός μου. Μετά το θάνατο της γυναίκας μου, δεν μπορούσα να την αφήσω μόνη, όχι τουλάχιστον στην Βαβυλώνα…»
-«Από την Βαβυλώνα είσαι; Έχω ακούσει πολλά για την πόλη σου, για τα μέρη σου. Έχω ακούσει για ομορφιά και πλούτο…»
-«Ναι, από κει είμαι, από το κράτος των Υκσώς, από την Φοινίκη. Ανήκουμε στη γέννα των Νεφθαλίμ…»
Ο αμίλητος γέρος τώρα, είχε ανοίξει το στόμα του και δεν έλεγε να σταματήσει. Πολλά απ’ αυτά που έλεγε, δεν μπορούσε να τα καταλάβει ο Λάφιλος, μυθικές λέξεις, άγνωστες λέξεις, περίεργος λόγος! Κοιτούσε μια αυτόν μια την δεκαεξάχρονη κοπέλα. Παρατήρησε την έντονα μαύρη βαφή γύρω από τα μάτια της, τα κόκκινα της χείλη και τα πολλά σχέδια στα χέρια.  Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Χρυσό περιδέραιο ακουμπούσε πάνω στα σκληρά, μυτερά της στήθη που ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά σε κάθε της ανάσα. Φορούσε δερμάτινα σανδάλια και τα νύχια των ποδιών της, ήταν κι αυτά βαμμένα στο ίδιο χρώμα με τα νύχια των χεριών και, αν και γεμάτα λάσπες και πληγές, τα πόδια της έδειχναν μυώδη, δυνατά, αλλά και συνάμα τόσο όμορφα σχεδιασμένα, που μπορούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση σε κάθε άνδρα. Και ο Λάφιλος ήταν άντρας και μάλιστα αρκετά στερημένος!

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38
Κάθισαν στο μικρό χώρο της καλύβας οκλαδόν με τον Θεμίστιο σε μια άκρη. Το σοκ που είχε υποστεί ο Τελευτίας  βλέποντας την «γυναίκα» του σ’ αυτή την κατάσταση,  τον είχε κάνει να μην μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του. Αυτός ο σχεδόν πάντα ήρεμος και λογικός άνθρωπος, λογικός σε σημείο σοφίας, ήταν τώρα έξαλλος, εντελώς εκτός εαυτού. Ένα ανήμερο θηρίο μέσα σε ανθρώπινο σαρκίο, ένας δαίμονας με φορεσιά ανθρώπου. Ήθελε να ξεσπάσει κάπου, αλλά το μόνο που κατάφερνε, ήταν να σφίγγει την Ελπινίκη όλο και πιο πολύ στην αγκαλιά του, να την φιλάει όλο και πιο συχνά και να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι θα εύρισκε κάποια στιγμή τον υπαίτιο, όπως της υποσχέθηκε. Προς το παρόν όλοι οι δικοί του άνθρωποι, έτσι λογάριαζε την γυναίκα και το μωρό, ήταν καλά κι αυτό είχε σημασία.
Φωνές και γέλια ακούστηκαν από το βάθος του δωματίου. Ο Αμεινίας, ενθουσιασμένος με το μικρό «σκατούλι», τον είχε πάρει αγκαλιά και έπαιζε, τρέχοντας από την μια μεριά στην άλλη. Ο Λάφιλος τον αγριοκοίταξε για να ησυχάσει, αλλά ο μικρός του σύντροφος είχε ανέβει σε άλλον κόσμο. Ο Λίχης καθόταν στο άνοιγμα της πόρτας μακριά από το φως της δάδας και της εστίας, με την προσοχή του στραμμένη στην αυλή και στον χώρο που την περιέβαλλε. Η στρατιωτική του εκπαίδευση δεν του επέτρεπε να εγκαταλείψει αφύλακτα τα «νώτα» τους, δεν μπορούσε να αισθανθεί ήσυχα, ασφαλής και άνετα, σ’ ένα μέρος που δεν το γνώριζε. Αντίθετα ο Ευρυάναξ, δίπλα από τον νησιώτη έδειχνε πιο «ευτυχισμένος» κοντά στην παρέα, αν και το βλέμμα του, συνέχεια «πέταγε» στην μεριά του συντρόφου του. Το λιγοστό φως, έκανε τα δικά του παιγνίδια στους τοίχους και το αεράκι όλο και λέρωνε με σκόνη και χώμα τον χώρο. Το καλαμποκένιο ψωμί και το κρασί, ήταν αρκετά να χορτάσουν την πείνα τους, να τους κάνει να αισθανθούν πιο λεύτεροι. Ο Θεμίστιος τους έβλεπε και στο μυαλό του ερχόταν η μάχη, όλο αυτό το φονικό που είχε γίνει κάποιες ώρες νωρίτερα. Κι αυτοί ήταν οι άνθρωποι που μέχρι πριν λίγο, έσφαζαν και ξεκοίλιαζαν … ανθρώπους και τώρα ήρεμοι, λες και δεν είχε γίνει τίποτα, έτρωγαν, έπιναν και προσπαθούσαν να κρατήσουν μίσος για να εκδικηθούν τον βιαστή της Ελπινίκης. Τους θαύμαζε έτσι που τους έβλεπε σκληρούς μαχητές, αλλά ο τρόμος του έτρωγε την καρδιά. «Κι αν καταλάβουν την αλήθεια…», σκέφτηκε μελαγχολικά. «Αν με πάρουν για συνένοχο του Κτήσιου; Αν νομίσουν ότι κι εγώ την βίασα; Αν…», σκέψεις που δεν τον άφηναν ήσυχο. Δεν ήταν ο φόβος για την ζωή του, ήταν φόβος για κάτι άλλο, δεν ήξερε κι αυτός τι ήταν αυτό το κάτι άλλο, αλλά … φοβόταν. Τα μάτια του έστρεφαν πότε προς την Ελπινίκη, πότε προς τον έμπορο και ίσως η εικόνα αυτή να του προκαλούσε πρόσθετη μελαγχολία, αφού το σκίρτημα της ζήλειας τον ενοχλούσε. Κι όμως τα μάτια δεν μπορούσε να τα τραβήξει από κει. Από πάνω τους. Ο Ευρυάναξ, πρόσεξε το λίγο παράξενο ύφος του, σταμάτησε να τρώει και μισοκλείνοντας τα μάτια, άρχισε να παρακολουθεί τον Θράκα προσεκτικά. Το μισοσκόταδο προσέφερε την καλύτερη γι αυτό κάλυψη.
-«Λοιπόν, είσαι πιο καλά;», ακούστηκε η φωνή του Αθηναίου. Η γυναίκα στην αγκαλιά του δεν ήθελε να χάσει τίποτα αυτή την στιγμή, την μυρωδιά του, την αίσθηση των χεριών του, την ανάσα του, την ζέστη του κορμιού του. Κούνησε απλά το κεφάλι καταφατικά και σφίχτηκε πάνω του πιότερο. Τα μαλλιά της είχαν μπλεχτεί με τα γένια του, τα δάχτυλά της με τα δικά του και η αναπνοή της είχε συντονιστεί στον ρυθμό του στήθους του. Τώρα έμοιαζαν σαν ένα σώμα με δυό κεφάλια, μια ανάσα , ένα σκοπό. Τώρα είχαν και οι δυό τους καταλάβει το μέλλον τους. Το χέρι της ακούμπησε τα ακροδάχτυλά του, τα σήκωσε στο στόμα της και τα φίλησε με υγρά και καυτά χείλη. Τα έσφιξε όσο μπορούσε:
-«Μην μ’ αφήσεις ποτέ…», ψιθύρισε ξέπνοα. Άφησε το σώμα της να πέσει απαλά στην αγκαλιά του, καθώς από την συγκίνηση και τους πόνους, λιποθυμούσε. Δεν πρόλαβε ν’ ακούσει τον όρκο του άντρα για παντοτινή, κοινή ζωή.
Η νύχτα πέρασε χωρίς σχεδόν κανείς, αν αφαιρέσεις τον Αμεινία, να κουνηθεί από την θέση του. Ο Τελευτίας δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι, μόνο που ανακαθισμένος χάιδευε τα μαλλιά της Ελπινίκης. Είχε παρατηρήσει και εκείνος το περίεργο βλέμμα του Ευρυάνακτα προς τον Θράκα και κάτι σαν ανησυχία ή απορία είχε περάσει από το μυαλό του. Κάτι απροσδιόριστα παράξενο. Δεν φοβόταν για την πίστη της γυναίκας, ούτε για το ποιος ήταν ο Θεμίστιος, πίστευε στα λόγια της συντρόφου του, αλλά … κάτι τον ενοχλούσε κι απ’ ότι κατάλαβε όχι μόνο αυτόν. Έδωσε τόπο στην περιέργειά του και προσπάθησε να μην ενοχλήσει την κοιμωμένη πάνω του γυναίκα. Πρόσεξε ότι ο Λίχης, είχε βγει έξω στην αυλή και ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο, στο χώμα, σκεπασμένος με τον μανδύα του, έτσι που από απόσταση να δείχνει σαν ένας βράχος, να μην διαφέρει από το περιβάλλον. Τον είχε ακολουθήσει και ο Ευρυάναξ, μόνο που εκείνος δεν κοιμόταν, αλλά λίγο πιο μακριά απ’ τον συμπολεμιστή του, από αμηχανία, έξυνε ένα κλαδί με το μεγάλο του μαχαίρι. Ο Παίωνας, πήγε και κάθισε δίπλα του, έβαλε την μουσούδα στα μπροστινά του πόδια και έκλεισε τα μάτια. Γρύλλισε σαν άνθρωπος που αναστενάζει. Μετά επικράτησε απόλυτη ησυχία, όσο ήσυχη μπορεί να είναι μια Αττική νύχτα,  που άφηνε τα δέντρα να τραγουδούν το αιώνιο άσμα τους με τον αέρα. Κάποιοι μεταλλικοί θόρυβοι, απ’ το πεδίο της μάχης, μόλις που έφταναν στ’ αυτιά τους. Μόνο τα κουνούπια που βούιζαν πάνω από τα κεφάλια τους μ’ εκείνο τον ανατριχιαστικό τους ήχο που συναγωνίζονταν τα μακρινά τζιτζίκια. Κάπου – κάπου ένα τριζόνι, δήλωνε την παρουσία του.
Πριν ακόμα ο ήλιος κάνει την μεγαλόπρεπη παρουσία του, πριν ακόμα οι νυχτερίδες καταλάβουν ότι έφτανε η στιγμή της ξαπόστασης τους, ο Θράκας είχε αρχίσει τις πρωινές του δουλειές. Με το χαρακτηριστικό του βήμα, είχε απομακρυνθεί από την καλύβα και κατεβαίνοντας το μονοπάτι προς τα έλη, είχε αρχίσει να μαζεύει ξύλα για την φωτιά. Προσπάθησε να μην πάει προς την Ελπινίκη, να δει την κατάστασή της, όπως θα έκανε σε άλλη περίπτωση, φροντίζοντας να μένει μακριά από το ζευγάρι. Ο Ευρυάναξ, αντελήφθη την κίνηση του Θεμίστιου, αλλά ξαπλωμένος στο χώμα, προσποιήθηκε τον κοιμισμένο και μισόκλεισε τα μάτια του. Έψαξε τον Λίχη με το βλέμμα και είδε τον Λακεδαίμονα να παρατηρεί κι αυτός τον άνδρα που απομακρυνόταν. Μια πληγή στο πόδι, αποτέλεσμα της μάχης, είχε αρχίσει να αιμορραγεί πάλι, αλλά ο άντρας δεν του έδινε καμιά σημασία. «Να μια δουλειά για ξένο μας…!», σκέφτηκε ο Σπαρτιάτης, «… ν’ αποδείξει και την αλήθεια των λόγων του…»
Οι δυό άντρες μετά από δέκα λεπτά σηκώθηκαν και προσπάθησαν να τεντώσουν τα μέλη τους. Η κούραση είχε τώρα αρχίσει να τους επηρεάζει, τώρα που, η αδρεναλίνη της μάχης είχε αρχίσει να καταλαγιάζει. Χωρίς να αλλάξουν κουβέντα, ετοιμάστηκαν και άρχισαν να κατηφορίζουν κι αυτοί το μονοπάτι, λες και ήταν στο κατόπι του Θράκα. Τον βρήκαν σκυμμένο, φορτωμένο με κλαδιά και άλλα ξύλα, να σκύβει πάνω σ’ ένα αρκετά μεγάλο κορμό που ήταν μισοχωμένος στο έδαφος. Από τον ιδρώτα του φαινόταν η μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε να τον σηκώσει. Το έκανε πριν προλάβουν οι άλλοι να τον βοηθήσουν.
-«Έχεις δυνατά χέρια ε;», τον ρώτησε ο Ευρυάναξ
Ο Θεμίστιος χαμογέλασε και με μια απότομη κίνηση πήρε αγκαλιά το βαρύ ξύλο:
-«Να είχα και γερά πόδια! Τι πιο ωραίο!», απάντησε με το πρόσωπο κατακόκκινο. Η Ελπινίκη δεν είχε πει ότι ήταν σκλάβος που είχε δραπετεύσει, σε κανέναν κι εκείνος δεν θα το έλεγε τώρα. Ειδικά στους Σπαρτιάτες, που ήξερε και τις αντιλήψεις τους γι αυτό το θέμα, αλλά και την συμπεριφορά τους σε δραπέτες. Τους κοίταξε καλά στα μάτια και είδε κάτι σαν δυσπιστία, μια γενική δυσπιστία στο βλέμμα τους και μια … πως θα το έλεγε κανείς… συγκαλυμμένη επιθετικότητα. Εκείνη δεν απάντησαν στο χαμόγελο του, αλλά δεν φάνηκαν και διατεθειμένοι να συνεχίσουν την κουβέντα μαζί του. Γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν έτσι ξαφνικά όπως είχαν έρθει. Σε λίγο είχαν εξαφανιστεί απ’ τα μάτια του πρώην σκλάβου. Τους είδε όταν έστριβαν προς το λόφο των νυμφών, εκεί που ήταν και έβλεπε κι εκείνος την μάχη, την προηγούμενη μέρα. Άφησε τον κορμό στο χώμα και έκατσε, φορτωμένος τα άλλα ξύλα στην πλάτη, σε μια μεγάλη πέτρα να ξεκουραστεί. Ξεφύσηξε και σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο. Έτριψε τα γόνατα του, ήπιε λίγο νερό απ’ το μικρό δερμάτινο ασκί που είχε δεμένο στην ζώνη του. Πήρε το δρόμο της επιστροφής, στην μικρή καλύβα.
Είδε τον Τελευτία να προσπαθεί να ισιώσει κάποιο ξύλο του φράχτη. Πρόσεξε ότι ήταν, παρά την ηλικία του, αρκετά δυνατός και επιδέξιος άντρας και κάποιος καλοδιάθετος …μπορούσε να τον πει και ωραίο! Φορούσε ένα χοντρό χιτώνα από λινάρι και ήταν ξυπόλυτος, με τα πόδια να βουλιάζουν στη λάσπη της αυλής. Τα μπράτσα του είχαν φουσκώσει απ’ την προσπάθεια και οι φλέβες των χεριών πετούσαν, σαν φίδια. Ο πολεμιστής είχε ξαναγίνει ένας απλός άνθρωπος που έδινε σημασία στα καθημερινά του προβλήματα, στην οικογένεια και την βιοπάλη. Γνώριζε ότι ήταν έμπορος και αυτές οι δουλειές πρέπει να του ήταν λίγο άγνωστες, το είδε ευκαιρία να διδάξει και τον πλησίασε. Τα γόνατά του πάλι πονούσαν, έβαλε όμως όλες του τις δυνάμεις. Υπολόγισε ότι έπρεπε να γίνει αρεστός, μέχρι και συμπαθής στον Αθηναίο… να έμενε εκεί μαζί τους προς το παρόν και μετά θα έβλεπε τι μπορούσε να κάνει. Έπιασε το βαρύ ξύλο στα μπράτσα του, είχε ήδη τακτοποιήσει τα κούτσουρα που κουβαλούσε και με την μεγάλη του δύναμη το σήκωσε ψηλά στον αέρα, δίνοντας την ευκαιρία στον άλλο να περάσει την από κληματόβεργα θηλιά. Χαμογέλασε και προσπάθησε να πιάσει κουβέντα. Το πρόσωπο του Τελευτία όμως ήταν βλοσυρό. Ο θυμός ήταν ακόμα κυρίαρχος στο μυαλό και τα μάτια του, έπλαθαν δικές τους εικόνες, εξευτελισμού και βίας.
-«Αν θέλεις μπορώ να επιδιορθώσω όλη την περίφραξη. Ξέρω καλά από τέτοια…»
Ο Αθηναίος σταμάτησε να δουλεύει και τον κοίταξε με σμιχτά τα φρύδια, με τα μάτια του μαύρα, λες και κάτι άγριο κατοικούσε μέσα τους. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα σε αυτή την στάση. Τον περιεργαζόταν και μάλιστα ξεδιάντροπα και βαθιά. Έκανε να μιλήσει αλλά ο Θεμίστιος τον πρόλαβε:
-«… αν μου επιτρέπεις, … ζητάω την φιλοξενία σας. Θα δουλεύω για να ξεπληρώσω, μπορώ και το φαγητό μου να … κυνηγάω μόνος μου. Απλά … να… ήθελα την παρέα σας… για λίγο καιρό…»
-«Γιατί; Τι την θέλεις την συντροφιά μας; Δεν φαίνεται να είσαι άντρας που εξαρτάσαι από άλλους! Τι είναι αυτό που φοβάσαι;»
Ο Θεμίστιος δεν περίμενε τέτοια απάντηση, τουλάχιστον όχι τόσο ωμά. Κοίταξε προς την μεριά της Πεντέλης και άφησε τον αέρα να του ανακατέψει τα μαλλιά. Πραγματικά φοβόταν, μόνο που και ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον φόβιζε. Η μοναξιά; Μπα… ποτέ δεν τον είχε απασχολήσει τέτοιο θέμα. Η αιχμαλωσία; Όχι βέβαια, γιατί από την ώρα που είχε δραπετεύσει ήξερε την μοίρα του. Και μάλιστα θα μπορούσε πιο εύκολα να γλιτώσει μόνος του, χωρίς την πιθανότητα κάποιος να τον καταλάβει. Τότε τι; Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε κάποια απάντηση. Κοίταξε τον άντρα απέναντί του:
-«Δεν ξέρω κι εγώ, ίσως να θαυμάζω εσάς… τους πολεμιστές … τους νικητές!», προσπάθησε να τον κολακέψει.
Ο Τελευτίας δεν ήταν από τους ανθρώπους που δεν θα καταλάβαιναν την κολακεία. Έμπορος και επιπλέον μεσήλικας, μπορούσε να αντιληφθεί τις έννοιες πίσω από τα λόγια. Μπορούσε να διακρίνει την ποιότητα και την αξία κάθε ανθρώπου. Και τώρα κάτι του έλεγε, ότι ο συνομιλητής του είχε κάτι καλό, διέκρινε κάτι πολύ καλό, αλλά και κάτι να πλανάται σαν… απειλή! Μια αδιόρατη απειλή που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο να σηκωθούν όρθιες.
-«Πες μου τι έγινε εκείνη την νύχτα. Ποιος χτύπησε την Ελπινίκη; Ποιο ζώο φέρθηκε έτσι;», τον ρώτησε απότομα. Τον κοίταγε στα μάτια προσπαθώντας να μεταφράσει κάθε βλεφάρισμα, κάποια αναποφασιστικότητα. Καιγόταν να μάθει, να εκδικηθεί.
Ο Θεμίστιος του είπε την ίδια ιστορία που είχε και στην γυναίκα πει. Την είχε τόσο πολύ διαχειριστεί και επεξεργαστεί μέσα του, ήταν τόσο ψεύτικη, που την επανέλαβε σχεδόν με τα ίδια λόγια. Του είχε γίνει βίωμα αυτός ο μύθος, σε τέτοια σημείο που άρχισε κι εκείνος να τον πιστεύει. Δεν είχε παραλείψει ούτε ένα σημείο στίξης, ούτε μια ανάσα παραπάνω.
Ο Τελευτίας δεν μπορούσε να καταλάβει πολλά πράγματα από την αφήγησή του. Του φαίνονταν κομμάτια ασύνδετα και ριγμένα σε ένα ψέμα. Τον κοίταγε αμίλητος. Παραήταν πολλές οι συμπτώσεις σε αυτά που του έλεγε. Δεν μπορούσε να πιστέψει, ότι ο ξένος βρέθηκε εκεί την κατάλληλη στιγμή, λίγο πριν αποβεί μοιραίο για την Ελπινίκη το περιστατικό, πως μπορεί να ενέπνευσε τον φόβο στον δράστη με αυτό το παρουσιαστικό του, με αυτό το περπάτημα, πως κάθισε  εκεί, αντί να φύγει, με το φόβο να τον κατηγορήσουν για το συμβάν και τέλος τι ήταν αυτό που τον έκανε να περιποιηθεί την γυναίκα και το μωρό. Μα το μυαλό πρώτα πήγαινε στην προέλευση. Από πού είχε έρθει αυτός ο Θράκας; Από τι προσπαθούσε να γλιτώσει; Γιατί δεν έφυγε όταν γύρισε αυτός; Γιατί, γιατί…. Γιατί; Κοίταξε προς την μεριά της μικρής καλύβας:
-«Είσαι φυγάς; Ε; αυτό είναι! Κι αν είσαι φυγάς, δύο πράγματα συμβαίνουν. Το πρώτο να είσαι απατεώνας ή εγκληματίας και δεύτερο… σκλάβος. Σωστά δεν μιλάω; Τι είσαι λοιπόν; Δεν θα ήθελα να το μάθω από κάποιον άλλο, γιατί τότε δεν θα μπορούσα να επέμβω. Θα βρισκόμουν προ τετελεσμένου γεγονότος. Πες μου λοιπόν την αλήθεια και άσε τις αηδίες που με έχεις φορτώσει τόση ώρα. Άντε ξέρνα τα κι αν δεν είσαι εγκληματίας, δεν πρόκειται να σταθώ εμπόδιο μπροστά σου, ίσα – ίσα που για ευχαριστώ θα σε βοηθήσω. Όπως και αν μπορώ»
Δεύτερη φορά ο Θεμίστιος καταλάβαινε ότι το παραμύθι του ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. Κι αν η Ελπινίκη σαν γυναίκα που ήταν μπόρεσε και κατάλαβε την αλήθεια, πως είχε την απαίτηση να καταπιεί το ψέμα του ένας κοσμογυρισμένος έμπορος. Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τα σανδάλια του. Πήρε βαθιά ανάσα και φάνηκε ότι έσπαγε. Φάνηκε ότι θα μιλούσε την αλήθεια:
-«Φονιάς είμαι…», είπε κοφτά και γύρισε απότομα τα μάτια να δει την αντίδραση του Αθηναίου. «Όπως το ακούς … φονιάς είμαι. Αλλά δεν με κυνηγάνε γι αυτό. Όχι, όχι γι αυτό. Και σκλάβος ήμουνα , αλλά δεν έγινα φονιάς για να δραπετεύσω. Μη το νομίσεις έτσι. Φονιάς του φίλου μου έγινα κι όμως στα μάτια μου, δεν είμαι άτιμος, δεν είμαι τιποτένιος…»
Ο Τελευτίας δεν είχε σοκαριστεί, γιατί κάτι τέτοιο περίμενε. Ίσως και μετά την μάχη κάτω στην παραλία, ο θάνατος να μην του φαινόταν και τόσο ξένος όπως πριν από μερικές μέρες. Ακόμα η μυρουδιά του αίματος, ήταν στα ρουθούνια του. Έκανε υπομονή και δεν μίλησε, μέχρι ο ξένος να τελειώσει την ιστορία του, αυτή που τώρα φαινόταν πιο πιστευτή.
-«… οι θεοί ξέρουν ότι έχω δίκιο, ξέρουν ότι η αδικία δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Αυτή η αηδία που ένοιωσα εκείνη την στιγμή, ακριβώς πριν τον φόνο, πρέπει να οδήγησε το χέρι μου, με εντολή των Θεών. Λυπάμαι για ότι έγινε, αλλά αν δεν … γινόταν, εκείνη η γυναίκα…», έδειξε με το δάχτυλο την καλύβα, «… δεν θα ζούσε να σε περιμένει. Θα είχε διαβεί τον Αχέροντα και τώρα θα ήσουν μόνος να θρηνείς…»
-«Τι θέλεις να πεις άνθρωπέ μου; Γιατί δεν θα ζούσε;», έκανε μια κίνηση να τραβήξει το μεγάλο μαχαίρι που είχε στη μέση του…
-«… μη βιάζεσαι να το βγάλεις, μην κρίνεις πριν ακούσεις όλη την αλήθεια. Μετά αποφασίζεις, όπλο δεν έχω και μην νομίζεις ότι θα προβάλω αντίσταση στα σχέδια σου. Μόνο άκου…»
Σηκώθηκε και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Περίεργος ο Τελευτίας σηκώθηκε σαν ελατήριο και τον ακολούθησε. Περπάτησαν μέχρι το πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί στην άκρη του φράχτη ο Θράκας  του έδειξε ένα κομμάτι φρεσκοσκαμμένου χώματος πρόχειρα σκεπασμένο με χόρτα κα θάμνους. Ο Αθηναίος γονάτισε και με το χέρι του ψηλάφισε το έδαφος. Γύρισε το βλέμμα στον όρθιο από πάνω του ξένο.
-«Μάλιστα …», είπε. «Τάφος είναι; Του … φίλου σου ο τάφος;»
Ο Θεμίστιος έγνεψε καταφατικά. Κάθισε σε μια πέτρα και μηχανικά έτριψε τα γόνατα του. Είπε στον άντρα απέναντί του, όλη την ιστορία, όλη την αλήθεια. Του υπογράμμισε ότι η γυναίκα ήξερε τα πάντα, εκτός από τον φόνο και την σχέση του με το θύμα. Συμφώνησε και ο έμπορος ότι δεν ήταν ανάγκη να μάθει η Ελπινίκη κάτι περισσότερο. Εκείνη την ώρα ακούστηκε η φωνή της και παρουσιάστηκε στην γωνιά της καλύβας. Οι δυό άντρες σηκώθηκαν απότομα και προχώρησαν προς το μέρος της, ο Τελευτίας με μια υποψία χαμόγελου στο στόμα και ο Θράκας, με ένα σκεφτικό ύφος. Τώρα μόλις είχε συνειδητοποιήσει, τι ήταν αυτό που φοβόταν μην χάσει…!

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37
Μια μικρή άσπρη πεταλούδα με κίτρινα και μαύρα σχέδια στα φτερά της, πέταξε σ’ ένα μικρό λουλούδι στα πόδια της Ελπινίκης, προκαλώντας την ματιά της. Έσκυψε και την έπιασε ή μάλλον την άφησε ν’ ανέβει στο χέρι της. Κούνησε τα φτερά της, σαν να προσπαθούσε να τα ξεκολλήσει και πέταξε μ’ εκείνο το «πηδηχτό» της φτερούγισμα προς την μεριά του ήλιου. Η γυναίκα χαμογέλασε με αυτήν την αντίθεση, ανάμεσα στην αγνότητα και την ομορφιά της φύσης, σ’ αυτό το μικρό έντομο και την εικόνα που είχαν δει πριν από λίγο στην παραλία, με την σφοδρότητα της μάχης, το μίσος και τον θάνατο. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα και τα μάτια της κοιτούσαν συνέχεια εκεί, στο μέρος του φονικού, λες και θα μπορούσε να διακρίνει τον αγαπημένο της σύντροφο. Το έκανε ασυναίσθητα, με την προσοχή του φόβου και της αβεβαιότητας. Σε κάθε ήχο, γυρνούσε το κεφάλι ολόγυρα, ανήσυχη και με ελπίδα. Ο Θεμίστιος στεκόταν όρθιος, λίγο πιο πίσω, παρακολουθώντας κι αυτός όλη την μάχη. Κάπου – κάπου μουρμούριζε κάποιες λέξεις, τόσο σιγά, που και ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν τον ήχο τους. Είχε περάσει το κέντρο του ουρανού ο ήλιος, όταν τα Περσικά πλοία άνοιξαν τα πανιά τους και άρχισαν ν’ ανοίγονται στο πέλαγος, επιβεβαιώνοντας έτσι την μεγάλη νίκη των Αθηναίων. Η ψυχή και των δυό τώρα ανακουφίστηκε κάπως, αλλά η αγωνία της γυναίκας άρχιζε μόλις. Αγωνία, που αφορούσε στην ζωή του Τελευτία. Αγωνία που αφορούσε και στο μέλλον το δικό της πια. Ήθελε να γυρίσουν άμεσα στο σπίτι, αλλά λες και είχε μαρμαρώσει, έστεκε ακίνητη με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στο ίδιο σημείο και το πηγούνι ακουμπισμένο στα χέρια, χωμένο στις παλάμες. Ο άντρας πίσω της την πλησίασε και προσπάθησε να της μιλήσει. Τον είδε που ανοιγόκλεινε το στόμα του, οι λέξεις όμως, δεν την έφταναν. Λες και ο ήχος σταματούσε πριν την φτάσει. Την σκούντηξε. Δεν αντέδρασε, μόνο συνέχισε στην ίδια στάση. Κάτι πρέπει να της έλεγε, αλλά κατάλαβε ότι η ίδια δεν ήθελε ν’ ακούσει. Κάποια στιγμή τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του. Πρώτη φορά παρατηρούσε τα μάτια του ξένου. Μεγάλα γαλάζια μάτια με κάποιες μικρές φλεβίτσες, έντονα κόκκινες να ξεχωρίζουν στο άσπρο. Και το χαμόγελό του, τόσο γλυκό, τόσο ειλικρινές και βοηθητικό, τόσο … ανθρώπινο! Ανταπέδωσε με ένα κουρασμένο, … κάτι σαν χαμόγελο και αντιλήφθηκε το χέρι του να προσπαθεί να την σηκώσει απ’ την μασχάλη. Δεν καταλάβαινε τι ήθελε ο ξένος, μέχρι που κατάφερε να την σηκώσει, δείχνοντας προς την μεριά της μικρής καλύβας. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, πιο πολύ για να την αφήσει, παρά γιατί καταλάβαινε. Στάθηκε με δυσκολία στα πόδια της. Τα μερμήγκια και οι βελόνες, της τρυπούσαν όλους τους μυς της και τα γόνατα έτρεμαν. Δάγκωσε τα δόντια και έγνεψε ξανά καταφατικά, πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής. Ο Θεμίστιος την βοήθησε να μην γλιστρήσει στις μικρές πέτρες του μονοπατιού. Η φωνή τώρα είχε αρχίσει να ξεχωρίζει στ’ αυτιά της. Μπορούσε να τον ακούσει:
-«Κυρά, στο σπίτι θα έρθει. Νικητής και μεγαλόπρεπος! Εκεί θα πρέπει να βρίσκεσαι, να τον δεχτείς ξανά πίσω, μ’ ότι χρειάζεται ο βασανισμένος πολεμιστής. Γι αυτό βιάσου…»
-«Αν είναι ζωντανός! Αν έχει επιζήσει…»
-«Κυρά, να έχεις πίστη. Ζωντανός θα είναι αλλά και να μην είναι, θα μάθουμε σύντομα… τα άσχημα νέα… τρέχουν πιότερο απ’ τα καλά. Θα δεις … μια χαρά θα είναι. Οποιοσδήποτε έχε μια… τόσο όμορφη γυναίκα… δεν μπορεί να πεθάνει!»
Την έκανε να χαμογελάσει, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Πίστευε ότι είχε ξεπεράσει τα όρια, αλλά της άρεσε αυτό που είπε και γύρισε την προσοχή της στο σκληροτράχηλο μονοπάτι, να μην δει ο Θράκας το χαμόγελο της. Κατέβηκαν πιο γρήγορα τώρα. Φτάσαν στα έλη και ο άντρας αυτόματα έσφιξε το μακρύ ξύλο που κρατούσε στο χέρι, ψάχνοντας ολόγυρα με τα μάτια. Τα αγκάθια σκληρά και ξερά τους τρύπαγαν τα πόδια, οι πέτρες εμπόδιζαν τον βηματισμό τους και τα κουνούπια είχαν καταντήσει, αληθινή μάστιγα πάνω στο δέρμα τους. Προσπαθούσαν και οι δυό να μην τα αντιλαμβάνονται, αλλά να συγκεντρωθούν στη επιστροφή τους. Το μικρό καλύβι δεν άργησε να φανεί στα μάτια τους. Κάτι ευχάριστο κυριάρχησε στην καρδιά της. Επιτάχυναν το βήμα τους και σε πολύ λίγη ώρα ακουμπούσαν στον ξύλινο φράχτη με τον πλεγμένο κισσό. Πήραν ανάσα κοιτώντας προς κάθε κατεύθυνση, αφουγκραζόμενοι τον παραμικρό ήχο. Επικρατούσε ησυχία, εκτός απ’ το θρόισμα των δέντρων και τον ήχο ενός πανιού που χτύπαγε πάνω στον τοίχο, κρεμασμένο στο ξύλο του παράθυρου. Κάποια βούρλα, χόρευαν στο ρυθμό του αέρα, που τώρα φυσούσε πιο δυνατά, ενώ μια ομάδα μερμηγκιών στο χώμα, είχε περικυκλώσει ένα κομμάτι ψωμί προσπαθώντας να το κόψουν και να το μεταφέρουν, δημιουργώντας με το πλήθος τους, ένα μικρό ψηφιδωτό.
Η Ελπινίκη, έβαλε το μωρό στην αγκαλιά της και κάθισε στο μικρό ξύλινο σκαμνί. Άνοιξε το μπούστο της και το έβαλε να βυζάξει την θηλή της, για να ηρεμίσει. Δεν είχε γάλα, οπότε έπρεπε να του ετοιμάσει κάτι για φαγητό, αλλά αυτό που έκανε, ησύχαζε και τους δυό, και το μικρό «βάσανο», αλλά για έναν παράξενο και ακατανόητο λόγο και την ίδια. Ο Θεμίστιος όταν είδε την κίνηση αυτή, βγήκε όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσε, στην αυλή. Το μάτι του είχε πέσει στο γυμνό της στήθος και τον είχε αναστατώσει πολύ, όμως γύρισε τα μάτια μπροστά πολύ γρήγορα. Τώρα ήξερε ότι αυτό θα τον τυραννούσε για όλη την υπόλοιπη μέρα. Ξαφνικά την είχε επιθυμήσει παράφορα!
Πήγε στην άκρη του χώρου και προσπάθησε να μαζέψει μερικά ξύλα για φωτιά. Τα άναψε και κάθισε σε ένα κούτσουρο παρατηρώντας τα να γίνονται κάρβουνα. Η ζέστη από την φωτιά του τσουρούφλιζε το πρόσωπο, αλλά δεν απομακρυνόταν. Αν κάποιος Αθηναίος, μπορούσε να δει ή να διαβάσει την σκέψη του, σίγουρα η ζωή του θα είχε τελειώσει. Σκέψη για την Ελπινίκη, γι αυτό που είχε δει. Όμως από την μια ο σεβασμός του για την γυναίκα, απ’ την άλλη η έμφυτη ντροπή του, τον έκαναν να νικήσει τις επιθυμίες του σώματος, σφίγγοντας τα δόντια και ματώνοντας τα χείλη του.
Άκουσε την φωνή της να τον φωνάζει. Σηκώθηκε αργά και προσπάθησε να ισορροπήσει με τα σακατεμένα γόνατά του να τρέμουν. «Κοίτα μούτρα που έχουν… κι επιθυμίες…!», μουρμούρισε οικτίροντας τον εαυτό του.
Την βρήκε καθισμένη στο ξύλινο τραπέζι να κόβει κάποια κρεμμύδια και σύκα. Του έδειξε με την παλάμη, να κάτσει σιμά της. Του έδωσε ένα πήλινο πιάτο με χόρτα που είχε εκείνος μαζέψει κι εκείνη βράσει, ένα μεγάλο κρεμμύδι κομμένο στα δυό και μερικά σύκα με αμύγδαλα που είχαν όμως ταγγίσει από την πολυκαιρία. Έβγαλε και αλάτι και λίγο κριθαρένιο ψωμί, άγνωστο πως, είχε βρεθεί. Όπως και δυό κούπες με ευωδιαστό κρασί. Ο Θεμίστιος κάθισε και προσπαθούσε να κρατήσει την μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από εκείνη. Δεν τόλμησε να σηκώσει καν τα μάτια του πάνω της. Σχεδόν ψαχουλεύοντας το τραπέζι, μπόρεσε να φάει και αρκέστηκε στην κούπα του με το κρασί. Φάγανε και οι δυό με όρεξη, αμίλητοι και συγκεντρωμένοι στο πιάτο μπροστά τους.
Η Ελπινίκη επιθύμησε να ξαπλώσει, να ξεκουραστεί λίγο, να αφεθεί στη λευτεριά του Μορφέα, ενώ ο Θράκας προτίμησε να καθίσει όλη αυτήν την ώρα στην αυλή, κοντά στα αποκαΐδια της φωτιάς. Ακούμπησε το κεφάλι του στον κορμό του διπλανού δένδρου κι έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να κοιμηθεί. Και κοιμήθηκε, αν κάποιος μπορούσε να το πει ύπνο, αυτό το πράγμα. Με το ένα μάτι σχεδόν ανοικτό και τα πόδια μαζεμένα κοντά στην κοιλιά, από μακριά, κανείς δεν θα μπορούσε  να τον λογίζει για κοιμισμένο. Ξύπνησε από την ψύχρα του απογεύματος και διαπίστωσε ότι κοιμόταν αρκετή ώρα. Ταρακούνησε το κεφάλι να καθαρίσει την εικόνα στα μάτια του, την ακοή του και την αίσθηση του χώρου. Αφουγκράστηκε για κάποιο ήχο απ’ την μεριά του σπιτιού, δεν άκουσε τίποτα και σηκώθηκε με κόπο να δει. Από το άνοιγμα της πόρτας, αντίκρισε την γυναίκα στον ύπνο της και το μικρό να παίζει ήσυχα, κουνώντας τα χεράκια του. Το πήρε στην αγκαλιά του, βγήκε ξανά στην αυλή και κάθισε χαμογελώντας στο ίδιο κούτσουρο με πριν. Ένοιωθε καλά, ένοιωθε όμορφα. Μια φωτιά, τον ζέσταινε ευχάριστα στην κοιλιά και στην καρδιά του, μια μικρή φωτιά που του πλημμύρισε την ψυχή και τον έκανε να σκουπίσει ένα δάκρυ από τα γένια.
Αρκετή ώρα αργότερα, οι σχεδόν ανεπαίσθητοι ήχοι που ακούστηκαν από το πίσω μέρος του σπιτιού, τον έκαναν να γυρίσει απότομα το κεφάλι προς τα σκοτάδια, αφού η νύχτα είχε ρίξει τα μαύρα πέπλα της πάνω από τον Μαραθώνα. Οι σκιές από το λιγοστό φως της φωτιάς και των άστρων, είχαν μεγαλώσει και οι γίγαντες είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Έστησε αυτί να καταλάβει, τι ήταν αυτό που άκουγε. Του φάνηκαν σαν σιγανές ομιλίες, σαν μουρμουρητό. Κράτησε όσο πιο γερά μπορούσε το μωρό στο αριστερό του χέρι, ενώ στο άλλο έσφιξε το μεγάλο ξύλο, έτοιμος να το χρησιμοποιήσει σαν ρόπαλο. Σηκώθηκε με κόπο, προσπαθώντας να μην του ξεφύγει κανένας ήχος. Απομακρύνθηκε από την φωτιά και πλησιάζοντας τον τοίχο της μικρής καλύβας, σιμά στην πόρτα, θέλησε να γίνει ο υπερασπιστής  της κοιμώμενης γυναίκας αλλά και του μωρού. Ο κόσμος του τώρα ήταν όλα κι όλα αυτά τα λίγα τετραγωνικά μέτρα. Κατάλαβε ότι είχε δίκιο στις υποψίες του. «Άνθρωποι είναι…», σκέφτηκε, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο το μικρό αγόρι στο στήθος του. Ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή. Έκατσε ακίνητος, προσπαθώντας ακόμα και να μην ανασαίνει.
Το άγγιγμα αυτό το ήξερε καλά. Το άγγιγμα του μέταλλου στο λαιμό του, ήταν από τα λίγα πράγματα που δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ στη ζωή του. Αυτή η αίσθηση, είχε δώσει άλλο νόημα και άλλη κατεύθυνση στη ζήση του. Και τώρα το ξίφος αυτό, ήταν έτοιμο να σκίσει το λαιμό του στα δύο. Γύρισε αργά – αργά και αντίκρισε τα πιο άγρια μάτια που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Δυό μάτια σφιχτά από την ένταση, πιο μαύρα και από την νύχτα την ίδια. Είδε το χέρι που κρατούσε αυτή την πολύ κοφτερή σπάθα. Οι μυς, ήταν αφύσικα, σχεδόν, σκληροί, το χάλκινο περικάρπιο με περίτεχνα σχέδια πρόδινε στρατιώτη πεπειραμένο και ο κόκκινος μανδύας, μύριζε αίμα και … μίσος.
Ο Λίχης, κράταγε σφιχτά τον λαιμό του Θράκα με το ξίφος, ενώ ο βραχίονας του άλλου του χεριού έσπρωχνε το σβέρκο προς την λάμα. Τα μεγάλα γένια του είχαν ακουμπήσει πάνω στα μαλλιά του έντρομου Θεμίστιου και η ανάσα του πάγωνε τον ιδρωμένο ώμο.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
Ο Τελευτίας προσπαθούσε να προστατεύσει τον νεαρό νησιώτη και είχε πάρει θέση μπροστά του ακριβώς. Ότι μπορούσε να κάνει, το έκανε χωρίς να φανεί ο προστατευτισμός του. Τον έσφιγγε και τον έπνιγε το κράνος, το μάλλινο σκουφί που φορούσε από μέσα, είχε μουσκέψει απ’ τον ιδρώτα, που τώρα έτρεχε σαν μικρό ρυάκι στα μάτια του. Μέσα από την περικεφαλαία, δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά πράγματα, εκτός από μια μικρή εικόνα στην ευθεία των ματιών. Κάθε τόσο έπρεπε να γυρίζει δεξιά – αριστερά το κεφάλι, να εντοπίσει τον κίνδυνο. Η ασπίδα μετά από τόση ώρα τον βάραινε πολύ, το αριστερό του  χέρι, είχε σχεδόν μουδιάσει αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να τα παρατήσει τώρα. Ένοιωσε κάποιο χτύπημα που προερχόταν απ’ τα αριστερά του. Γύρισε απότομα και είδε ένα γιγαντόσωμο Πέρση, να προσπαθεί να σηκώσει ένα μεγάλο τσεκούρι, από το οποίο είχε προέλθει το χτύπημα. Η ασπίδα είχε αντέξει και η γρήγορη κίνηση του έμπορου, δεν άφησε τον Ασιάτη να πάρει θέση άμυνας. Η μεγάλη σπάθα του Τελευτία, χώθηκε ανελέητα στο στομάχι του αντιπάλου του και σφηνώθηκε βαθιά μέσα χτυπώντας την σπονδυλική του στήλη. Τα σπλάχνα χύθηκαν στο χώμα και το αίμα πετάχτηκε σαν σιντριβάνι πάνω στην χάλκινη πανοπλία και το λευκό ιμάτιό του. Πάτησε τον βάρβαρο στο στήθος και τράβηξε με όλη την δύναμη του πρησμένου από την μάχη χεριού του να λευτερώσει το όπλο του. Κοιτάζοντας το πρόσωπο του αντιπάλου του, είδε τις τελευταίες αναλαμπές της ζωής στα δυό μάτια που είχαν αρχίσει να γυρίζουν ανάποδα. Αίμα άρχισε να κυλάει από το στόμα και τα δόντια έσπασαν από το σφίξιμο. Το μαρτύριο μπορούσε να κρατήσει αρκετή ώρα, αν το σπαθί του Λάφιλου δεν του έκοβε τον λαιμό. Το κεφάλι κύλησε μερικά μέτρα και τα νεκρά πια μάτια, καρφώθηκαν στην προσωπίδα του Αθηναίου. Εκείνος δεν είχε καιρό για περισσότερη σκέψη, ο φίλος του όπως και οι υπόλοιποι σύντροφοί του τον έσπρωχναν προς τα μπρος, οι Μήδοι σήκωναν τα θανατηφόρα τσεκούρια τους και οι σάλπιγγες έσκουζαν σε εξωφρενικό ρυθμό.  Πήδηξε στον αέρα και προσγειώθηκε με θανατηφόρα ακρίβεια στο στήθος του πρώτου βάρβαρου. Ένοιωσε τους χτύπους της καρδιάς πάνω στην μεγάλη λάμα του. Κάποιος άλλος από πίσω είχε αναλάβει την δουλειά που έκανε πριν ο Λάφιλος. Ο έμπορος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει από την κούραση. Συνέχιζε όμως να μάχεται δαιμονισμένα. Τα γένια του είχαν γεμίσει με ξεραμένα σάλια και αίματα, με ιδρώτα και χώμα. Οι φλέβες του λαιμού είχαν πρηστεί, λες και ήταν έτοιμες να σκάσουν. Το ίδιο και των υπόλοιπων συντρόφων του. Η μυρουδιά από τους εμετούς, τα ούρα του φόβου και το άλικο αίμα, τους ζάλιζε και μια στυφή γεύση, λες και είχε κολλήσει πάνω στην γλώσσα τους.
Από τα άκρα οι στρατιώτες είχαν ήδη προχωρήσει αρκετά μέτρα πιο μπροστά. Ο κλοιός έκλεινε ασφυκτικά, οι αξιωματικοί φώναζαν συνέχεια διαταγές, να μην κυνηγήσουν τους έντρομους Πέρσες που είχαν στρέψει την πλάτη και έτρεχαν προς τα πλοία να σωθούν, αλλά να γυρίσουν  και να επιτεθούν στους υπόλοιπους που είχαν παγιδευτεί. Ο Λίχης πολεμούσε με ένα ακόντιο και την σπάθα ακόμα στη θήκη της. Κανένας δεν μπορούσε να του σπάσει το κοντάρι του, τόσο επιδέξιος και φονικός ήταν. Δίπλα του, ο Ευρυάναξ έδειχνε να το διασκεδάζει.
-«Έφτασα τους είκοσι…», του φώναξε ο σύντροφός του. «Ακούς; Είκοσι βρε…»
-«Σιγά το μεγάλο κατόρθωμα…», του αντιγύρισε ο Ευρυάναξ. Σήκωσε την σπάθα και αποκεφάλισε έναν κοντό Σάκα, που ήταν ήδη ακρωτηριασμένος στα πόδια. «Να θυμάσαι… τριάκοντα έναν με δαύτον … μικρέ!...». Μαχόμενοι γέλασαν και οι δυό. Πιο κάτω σαν αρχηγός της δεξιάς πλευράς ο Μιλτιάδης ο ίδιος, πολεμούσε στην πρώτη γραμμή , λυσσασμένος και επιδέξιος μαχητής.
-«Κοίτα τον…». Ο Λίχης έδειξε με το δόρυ τον Αθηναίο στρατηγό. «Το λέει η καρδούλα του ε; Σαν δικός μας πολεμάει».
Κάποιοι βάρβαροι μπόρεσαν να γλυτώσουν από το Αθηναϊκό μαχαίρι, προς το παρόν, και βλέποντας τον δρόμο προς τα πλοία κομμένο, έτρεξαν προς την ανατολή, προς την μεριά των μεγάλων βάλτων. Μερικοί στρατιώτες του Θεμιστοκλή, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην πρόκληση, να  πειθαρχήσουν στα λόγια του αρχιστράτηγου και τους πήραν στο κατόπι. Οι άτυχοι Πέρσες δεν ήξεραν την περιοχή και κατάλαβαν τον κίνδυνο, όταν τα πόδια τους παγιδεύτηκαν στα στάσιμα νερά και στην λάσπη. Το τι ακολούθησε, μόνο ένας ευφάνταστος δολοφόνος θα μπορούσε να μαντέψει. Οι Αθηναίοι έκαναν έναν απλό θερισμό, μόνο που αντί για στάχυα, αυτά που στοίβαζαν ήταν κομμένα κεφάλια Ασιατών. Η σφαγή ήταν απερίγραπτη, οι φωνές και οι ικεσίες, οι βρισιές και τα γέλια των εκτελεστών, πάγωναν το αίμα οποιουδήποτε παρατηρητή. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει το αληθινό χρώμα των υδάτων. Μια κόκκινη πορφύρα απλωνόταν σε όλο το τοπίο. Οι οπλίτες της Αθήνας, άφησαν τα ακέφαλα πτώματα και γύρισαν τρέχοντας στο κύριο σώμα του στρατεύματος. Τώρα είχαν φτάσει στην θάλασσα κοντά, οι Πέρσες προσπαθούσαν ν’ ανέβουν στα βρεγμένα ξύλα, γλιστρούσαν και όποιος έπεφτε, αποχαιρετούσε αυτόν τον άπονο κόσμο. Οι αξιωματικοί, ενθάρρυναν με ιαχές τους μαχητές ενώ πολλοί αφιονισμένοι, προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα σκάφη με τα χέρια τους. Πιο πολλοί Αθηναίοι σκοτώθηκαν στην προσπάθεια να συγκρατήσουν και να αιχμαλωτίσουν τα πλοία, απ’ όσους έπεσαν στην πριν από λίγη ώρα μάχη. Ο Λάφιλος, χτυπούσε με όση δύναμη είχε, όποιον έβρισκε μπροστά του και δεν φορούσε λευκό χιτώνα. Τα νιάτα του, δεν μπορούσαν να σταματήσουν με την σκέψη, με την λογική. Κάποιος δούλος, Σκύθης μάλλον, προσπαθούσε να τον βοηθήσει και η αλήθεια ήταν πως πολεμούσε γενναία. Ήξερε Ελληνικά, το πρόδιδαν οι πολύ άσχημες και σε αργκό βρισιές του, αλλά η προφορά του, παρέπεμπε σε ξένο. Ο ξεραμένος εμετός με τους στερεοποιημένους αφρούς στα γένια, έδειχναν την μανία του.
Κάποιο πλοίο, κατάφερε να ξεκολλήσει από την άμμο και τα χέρια των Ελλήνων στρατιωτών και γεμάτο με καρφωμένα δόρατα στα πλαϊνά του, άρχισε να απομακρύνεται, αργά – αργά. Οι ναύτες προσπαθούσαν να ελαφρύνουν το σκάφος, πετώντας πτώματα στο νερό και ότι άλλο θα μπορούσε να καθυστερήσει την αναχώρηση τους. Όπλα και ασπίδες, κράνη και θώρακες, βρέθηκαν να επιπλέουν στην θάλασσα. Ένας οπλίτης από την φυλή του Αριστείδη, έβγαλε στα γρήγορα τον χάλκινο θώρακά του και πέταξε το δόρυ του δεμένο  με σχοινί, κάτι σαν καμάκι, στην πρύμνη του πλοίου. Κι άλλοι στρατιώτες ακολούθησαν το παράδειγμα του και σε λίγο άρχισαν να αναρριχώνται στο Περσικό κατάστρωμα. Πανικόβλητοι Πέρσες και Φοίνικες έπιασαν ότι βρισκόταν δίπλα τους, ν’ αντιμετωπίσουν τους εισβολείς. Μάταια! Το Αθηναϊκό σπαθί είχε αρχίσει την δουλειά του, τον γνωστό θερισμό.
Ο Τελευτίας, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σαλτάρει στα πλοία. Η ηλικία και η λογική του, δεν τον άφηναν. Συγκράτησε και τον Λάφιλο που οι δυνάμεις του δεν τον είχαν εντελώς εγκαταλείψει. Οι δυό άντρες, σταμάτησαν και γονάτισαν λαχανιασμένοι, στην άμμο. Ένα αεράκι είχε αρχίσει να χαϊδεύει τα ιδρωμένα μέλη τους. Έβγαλαν την περικεφαλαία τους και πήραν βαθιά ανάσα. Τα πρόσωπά τους δεν αναγνωρίζονταν πια.
Ο Λάφιλος έψαξε με τα μάτια τους δυό άλλους φίλους του, τους Λακεδαιμόνιους. Τους ανακάλυψε καμιά εκατοστή μέτρα μακριά τους. Και βέβαια, δεν είχε αλλάξει τίποτα στην απερίγραπτη συμπεριφορά τους. Κράταγαν τα κράνη στο δεξί χέρι, ο Ευρυάναξ είχε καθίσει πάνω σ’ ένα βαρβαρικό πτώμα και κουνιόταν ρυθμικά σαν να καβαλούσε, ή μάλλον σαν να κάλπαζε με … ένα αόρατο άλογο, ενώ ο Λίχης όρθιος, γελούσε με τα καμώματα του συντρόφου του. Σε καμιά στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό τους, ότι αυτοί οι … ξαπλωμένοι άψυχοι σωροί, ήταν κάποτε άνθρωποι. Κομμένα μέλη, χέρια και πόδια, κεφάλια και άντερα σκόρπια στην άμμο, είχαν γεμίσει το μέρος. Ο ήλιος έκαιγε και η βρώμα του θανάτου απλωνόταν αποπνικτική. Ο Θεμιστοκλής πλησίασε, διακρινόταν από τα διακριτικά στην πανοπλία του και έριξε τα μάτια στην θάλασσα και σε όσα πλοία είχαν καταφέρει να απομακρυνθούν. Σε κάποιο απ’ αυτά το βλέμμα του, διασταυρώθηκε με εκείνο του Πέρση στρατηγού, του Αρταφέρνη. Κατάλαβαν και οι δυό τι θα γινόταν μετά. Η νίκη ήταν μεγάλη, αλλά τα επινίκια έπρεπε να περιμένουν αρκετά. Το βούκινο ακούστηκε πάλι, μακρόσυρτο και με ένα λυπητερό τόνο. Σε λίγο σάλπισε και η κεντρική σάλπιγγα, που σήμαινε την παράταξη των μαχητών. Και έτσι κι έγινε. Ο Μιλτιάδης, ανέβηκε σε μια μεγάλη πέτρα για να μπορεί ν’ ακουστεί καθαρά απ’ όλους.
--«Άντρες Αθηναίοι κι εσείς Πλαταιείς, αλλά κι εσείς οι υπόλοιποι που πιστέψατε στην λευτεριά της Ελλάδας, δεν μπορώ να σας ευχαριστήσω ακόμα για αυτήν την μεγαλειώδη νίκη μας. Την δική σας νίκη. Αυτή που θα μιλάνε για χιλιάδες χρόνια οι απόγονοί μας. Αλλά ο κίνδυνος δεν τέλειωσε. Η πόλη είναι μόνη, απροστάτευτη και βέβαια μεγάλη ευκαιρία για τους βάρβαρους να μας παρακάμψουν. Αν εκεί…», έδειξε με το δάχτυλο την κορυφή του βουνού πίσω του, της Πεντέλης, «… ασπίδα αστράψει, σημαίνει ότι ο καταραμένος στόλος τους πηγαίνει στην Αθήνα μας. Ας περιμένουμε λοιπόν πριν πανηγυρίσουμε…»
Όλοι στράφηκαν προς το όρος πίσω απ’ τον αρχιστράτηγο. Μόνο τα δέντρα φαίνονταν να κουνιούνται στο χορό τους με το αεράκι. Οι περισσότεροι στρατιώτες κάθισαν στο χώμα ελπίζοντας ότι η ασπίδα αυτή δεν θα άστραφτε. Σε λίγο το είχαν κιόλας ξεχάσει και αστειεύονταν μεταξύ τους, αφηγούμενοι τις ανδρείες τους. Μόνο κάποιοι σκλάβοι, προσπαθούσαν να μαζέψουν τα σώματα των πεσόντων Ελλήνων. Και κάθε φορά που μετέφεραν κάποιο, απόλυτη σιγή επικρατούσε …
Οι τέσσερις φίλοι είχαν κι αυτοί καθίσει στην νωπή άμμο και προσπαθούσαν να βγουν από αυτό το ντελίριο, την μανία της μάχης.
-«Είδες μικρέ; Είδες; Δεν έπαθες τίποτα όπως σου υποσχέθηκε ο Απόλλωνας. Και η μάχη; Ωραίο πράγμα έτσι;», μίλησε ο Λίχης πρώτος απευθυνόμενος στον νεαρό νησιώτη. Εκείνος πάλι με κάποια ντροπή, άγνωστο γιατί, παραδέχτηκε τα λόγια του Σπαρτιάτη. Του άρεσε τελικά η μάχη, μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που ενθουσίαζε τους δυό Πελοποννήσιους. Σκούπισε τα μάγουλά του και αντιλήφθηκε ότι βρωμούσε τρομερά, όπως και όλοι οι άλλοι.
-«Η μάχη είναι ωραία, όταν υπάρχει λόγος, κάτι που πρέπει να υπερασπιστείς και αφού κανένα άλλο μέσο δεν την αποτρέπει. Η μάχη για την μάχη… είναι καταστροφή!», τον συμβούλεψε ο Τελευτίας. Οι Λακεδαιμόνιοι πήγαν να πουν κάτι… όταν…
-«Η ασπίδα, … η ασπίδα αστράφτει… δείτε εκεί…», ακούστηκε μια φωνή.
Όλοι σηκώθηκαν σαν ένας άνθρωπος και ο αρχιστράτηγος ξαναπήρε την θέση, εκεί λίγο πιο ψηλά. Τέντωσε τα χέρια να ησυχάσουν οι φωνές…
-«Πρέπει να φύγουμε αμέσως για την Αθήνα. Τώρα. Όσοι πολέμησαν στο κέντρο με τις φυλές του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή, θα μείνουν εδώ, να φυλάνε το πεδίο της μάχης. Όλοι οι άλλοι μαζί μου…», κάποιος τον πλησίασε και του ψιθύρισε μερικά λόγια. Ο Μιλτιάδης, ξαναγύρισε προς τους στρατιώτες:
-«Ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, έπεσε πολεμώντας γενναία. Ας μην τον απογοητεύσουμε εκεί που είναι».
Οι άντρες σήκωσαν τα δόρατα και τις ασπίδες ψηλά με δυνατές ζητωκραυγές προς τιμήν του νεκρού στρατηγού, λες και έδιναν όρκο τιμής. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν οι κατάκοποι στρατιώτες παρατεταγμένοι σε σειρά των δυο αντρών, άρχισαν την μακρά πορεία για την αγαπημένη πόλη. Με ελαφρύ τρέξιμο και όλα τα όπλα τους φορτωμένοι, μες την ζέστη του ήλιου που ευτυχώς είχε αρχίσει το ταξίδι του προς την Δύση, υπολόγιζαν να φτάσουν αργά το απόγευμα. Σκόνη έμεινε πίσω, νεκροί και βρώμα.
Ο Τελευτίας είχε καθίσει στην ρίζα ενός δέντρου και προσπαθούσε να ηρεμίσει. Τώρα είχε βρει τις ανάσες του και το μυαλό του είχε αποφορτιστεί. Ένοιωθε ικανοποίηση μέσα του, η καρδιά του είχε χαρά αλλά και φόβο για την τύχη της Αθήνας. Δόξασε τους Θεούς που δεν τον ανάγκασαν να τρέξει τόσα στάδια μέχρι την μεγάλη πόλη, αν και, αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να βρεθεί αυτόματα εκεί, ήταν έτοιμος να ξαναπολεμήσει. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο απ’ ένα μικρό ασκί που το είχε φέρει κάποιος νεαρός δούλος, δροσίστηκε και ξέπλυνε τις πολλές ακαθαρσίες από τα γένια του και προσπάθησε να φάει ένα κομμάτι παστό κρέας. Ο Λάφιλος πάντα δίπλα του, είχε ακόμα αυτή την τρέλα του πολέμου στα μάτια. Τα χέρια από την ταραχή, έτρεμαν και η ραχοκοκαλιά είχε τις δικές της συσπάσεις. Ο νους του τώρα ζύγιαζε τα πεπραγμένα των προηγούμενων ωρών. Δεν είχε περάσει διόλου σαν σκέψη η πιθανότητα να είχε σκοτωθεί. Είχε αψηφήσει  τον Θάνατο όχι με την λογική αλλά με την έπαρση. Πήρε από το χέρι του Αθηναίου του φίλου, λίγο κρέας και άρχισε να το μασουλά αμίλητος και σοβαρός. Δεν είχε έτσι κι αλλιώς λόγια να πει. Απόρησε με τους Σπαρτιάτες που το είχαν ρίξει πάλι στον ύπνο, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα απολύτως. Ο Ευρυάναξ ροχάλιζε και κάπου – κάπου ακουγόταν σαν να αναστενάζει. Ο Λίχης είχε πιο ήσυχο ύπνο, αν και οι μύγες τον ανάγκαζαν κάθε τόσο να χτυπά την παλάμη του στους μηρούς.
-«Είσαι καλά; Νοιώθεις καλά;», άνοιξε την συζήτηση ο έμπορος.
Ο Λάφιλος δεν γύρισε το κεφάλι, μόνο κοίταζε τον ορίζοντα, προς την μεριά της θάλασσας. Το κούνησε καταφατικά και μισόκλεισε τα μάτια, σαν να προσπαθούσε να διακρίνει κάτι μακρινό. Σήκωσε το χέρι και έδειξε…
-«Κάπου κει, βαθιά – βαθιά στα νερά είναι ο τόπος μου, το νησί μου. Εκεί που γεννήθηκα και βύζαξα το πρώτο μου γάλα. Εκεί…»
-«Εκεί που ερωτεύτηκες ε;», συμπλήρωσε ο Τελευτίας.
-«… ναι και εκεί που ερωτεύτηκα. Σκέφτομαι ότι έφυγα σαν… δεν ξέρω πώς να το πω… τέλος πάντων έφυγα κρυφά. Χωρίς να χαιρετίσω κανέναν. Ούτε φίλους ούτε γνωστούς. Μα πάνω απ’ όλα, χωρίς την ευχή της μάνας μου και του πατέρα μου. Φοβήθηκα μην με εμποδίσουν να έρθω. Και… στην Πασιφάη… δεν είπα ούτε ένα γεια…»
-«Α, ναι. Έχουμε και την Πασιφάη, βέβαια…»
-«… δεν είπα ούτε ένα γεια. Δεν ξέρει κανείς που έχω πάει, αν ζω, αν πέθανα, αν θα γυρίσω ξανά… αν… αν…  αν… δεν ξέρει κανείς…»
-«Ναι, αλλά τώρα θα γυρίσεις … ήρωας. Πολεμιστής στην πιο άγρια μάχη που έδωσε η Αθήνα. Η Ευρώπη… η Ελλάδα. Τώρα θα σε υπολογίζουν διαφορετικά και πολύ πιο σεβαστά. Θα σε λογίζουν άντρα εμπειροπόλεμο και καμάρι της γενιάς σου. Μην το ξεχνάς αυτό, είναι το μεγάλο σου προικιό»
Ο νησιώτης χαμογέλασε και έσκυψε το κεφάλι κοιτώντας τα σανδάλια του. Ο συνομιλητής του είχε «πιάσει» τα «θέλω» του. Έμπειρος άνθρωπος ήταν και κοσμογυρισμένος, ήξερε τα πιστεύω και τις επιθυμίες των άλλων. Ξανακούνησε καταφατικά το κεφάλι. Έτριψε αμήχανα τις κνήμες του και επέστρεψε στην σιωπή του, κάτι που σεβάστηκε ο φίλος του. Αλλά και στο μυαλό του Τελευτία τώρα, είχε μπει η Ελπινίκη,( την λογάριαζε για γυναίκα του), το πρόσωπό της, το σώμα της και οι στιγμές του έρωτά τους. Και το μικρό … βασανάκι με τα γαλάζια μάτια και το μόνιμο σχεδόν γέλιο στο πρόσωπο. Λαχτάρισε να τους δει. Μετά από μια καταιγίδα, επιθυμείς τα δικά σου πρόσωπα, τους δικούς ανθρώπους, τα δικά σου μέρη. Ήλπιζε να είχε την προνοητικότητα η γυναίκα, να φύγει μακριά από τον Μαραθώνα, αλλά κάτι εγωιστικό μέσα του, την ήθελε να βρίσκεται εκεί που την είχε αφήσει. Τίναξε το κεφάλι, να διώξει κάποιες άσχημες σκέψεις, κάποιες εικόνες που είχαν ανέβει ψηλά στο μυαλό του. Εικόνες από το τι μπορεί να είχαν πάθει, αν οι Ασιάτες κέρδιζαν την μάχη.
Ένας μικρός λόφος από πτώματα, είχε δημιουργηθεί στο δυτικό μέρος της παραλίας. Ήταν τα πτώματα των Ελλήνων μαχητών, που οι δούλοι είχαν φροντίσει να μαζέψουν από το πεδίο της μάχης, τα είχαν καθαρίσει, αρωματίσει και περιποιηθεί τις πανοπλίες τους, για το στερνό ταξίδι. Τους Πέρσες και τους συμμάχους τους, τους είχαν αφήσει να φαγωθούν από τα κοράκια και τις αλεπούδες. Μόνο τον οπλισμό τους είχαν μαζέψει και τα χρυσά τους στολίδια, σαν λάφυρα.
Βράδιαζε πια, ο αέρας είχε δυναμώσει και με την πνοή του, κάπως καθάρισε την βρώμα που πλανιόταν στον αέρα. Το κύμα της θάλασσας, κόκκινο ακόμα ξέβραζε τυμπανισμένα και ακέφαλα πτώματα. Τα στροβίλιζε για λίγο, τα ξανατράβαγε προς τα μέσα και πάλι τα έβγαζε στην άμμο. Χιλιάδες ψάρια είχαν μαζευτεί στα ρηχά για ένα αυτοκρατορικό τσιμπούσι. Η Πεντέλη γινόταν γκρίζα και σε λίγο άρχισε να μαυρίζει. Τα πρώτα φώτα στα ουράνια είχε ανάψει ήδη ο Δίας. Η φωτιά που φάνηκε στην κορυφή του βουνού, σήμανε τη σωτηρία της πόλης. Όλοι οι στρατιώτες, αν και δεν ήξεραν τι έγινε, άρχισαν να πανηγυρίζουν. Όλη η ένταση είχε φύγει από πάνω τους πια. Ο Τελευτίας γύρισε τα μάτια του δακρυσμένος προς την μεριά που υπολόγιζε ότι ήταν η μικρή καλύβα:
«Έρχομαι αγάπη μου…», μουρμούρισε.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35
Την κοίταξε στα μάτια χωρίς να έχει καταλάβει την ερώτηση. Του φάνηκε ότι τον κορόιδευε, αλλά το ύφος της ήταν πολύ σοβαρό και τα μάτια πολύ σκοτεινά. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα κοιτώντας αυτό το πρόσωπο μπροστά του. Ασυναίσθητα η άμυνα του νου του, είχε ενεργοποιηθεί προσπαθώντας  και να αντιληφθεί αλλά και να κατασκευάσει μια ιστορία κάλυψης, ένα καινούργιο ψέμα δηλαδή, συνδεδεμένο όμως με την μέχρι τώρα ιστορία του. Δεν θα μπορούσε να πει ακριβώς τα ίδια, αφού για να ισχυροποιήσει τα λεγόμενα του έπρεπε ν’ αναθεωρήσει ή να προσθέσει κάτι ακόμα. Ίσως και να παραδεχόταν κάποιο ανώδυνο ψέμα, να έβαζε και λίγο μυστήριο!
-«Ξέρω από λόγους κι αιτίες, μην τα μπαλώσεις απλά…», ακούστηκε η φωνή της Ελπινίκης, κεραυνός μέσα στην αμηχανία του, λες και «διάβαζε» το μυαλό του. «Πιστεύω ότι είσαι θεραπευτής, αλλά όχι ότι έκανες ταξίδι με αυτό το … πόδι, από την Θράκη ίσαμε εδώ… για γνώσεις! Σκλάβος; … το έσκασες;»
Ο Θεμίστιος κοίταξε πάνω απ’ το κεφάλι της, προς το μέρος της θάλασσας λες και περίμενε λύση απ’ τους Θεούς. Δεν απαντούσε ακόμα. Έπρεπε ν’ αποφασίσει τι να πει. Ο ήλιος φώτιζε το πρόσωπο του και δεν άφηνε καμιά ελπίδα για … μύθους και το ελαφρύ αεράκι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Θα έλεγε την αλήθεια και μετά, θα έφευγε για πάντα. Ίσως να ήταν και καλύτερα έτσι! Έπαιρνε το ρίσκο της επιβίωσής του. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Την αντίκρισε στα μάτια και του φάνηκε κάτι … σαν χαμόγελο.
-«Ναι, σκλάβος. Αιχμάλωτος του Αθηναϊκού στρατού… από το γένος των Δολόγκων»
-«Και τα γόνατα; Απ’ τους στρατιώτες; Αποτέλεσμα της μάχης;»
-«Όχι , όχι απ’ αυτούς… δεν θα μπορούσα να χρησιμεύσω μετά. Ανάπηρος και σκλάβος;», χαμογέλασε γυρίζοντας τα μάτια πάλι στο βάθος του ορίζοντα, κάτω στην παραλία … «… και μάλιστα ανάπηρος στα … πόδια; Τι υπηρεσία θα μπορούσα να προσφέρω; Σκέψου πόσα λεφτά θα έχαναν μερικοί…»
-«Τότε; Ήσουν υγιής όταν σε αιχμαλώτισαν;»
-«Ναι … και πολέμησα τον στρατό σας, με όλες τις δυνάμεις μου και μάλιστα ενάντια σ’ έναν από τους σημερινούς σας στρατηγούς, τον Μιλτιάδη. Μπορεί να μην ήμουν πολεμιστής, να μην είχα μεγαλώσει με το σπαθί κάτω απ’ το στρώμα μου, αλλά ήμουν… είμαι ακόμα θέλω να πω,  δυνατός άντρας. Βέβαια οι πολεμιστές σας γέλαγαν με τις άτεχνες προσπάθειές μου, που όπως σου ανέφερα, στηρίζονταν μόνο στην δύναμη. Γέλαγαν και με περιέπαιζαν κάνοντας κύκλο γύρω μου, βρίζοντας και αστειευόμενοι, ίσως και γι αυτό να με άφησαν να ζήσω. Μετά… δεν θυμάμαι τι έγινε. Φαίνεται, κάποιος που βαρέθηκε, με χτύπησε στο κεφάλι από πίσω. Κατάντησα δεμένος με αλυσίδες σε μια φυλακή, ούτε που ξέρω σε ποια περιοχή. Σε τρεις μήνες … βρέθηκα να προσκυνάω έναν Αθηναίο βυρσοδέψη. Όταν αποφάσιζε να είναι καλός μαζί μας, γιατί ήμασταν πολλοί, μας έδινε δυό φορές ψωμί την ημέρα και κρεμμύδια με ελιές, αλλά τις περισσότερες φορές η διάθεσή του ήταν … άστα να πάνε. Τότε ξεχνάγαμε τι σημαίνει φαγητό. Μόνο νερό κι αυτό … και όλη μέρα μέσα στα νερά και την βρώμα των δερμάτων. Ξέρεις αλήθεια πως μυρίζει ένα βυρσοδεψείο;», σταμάτησε την αφήγησή του και καμώθηκε πως προσπαθούσε να βγάλει κάποιο σκουπιδάκι από το μάτι. Τα κόκκινα μάτια του δεν κοίταζαν πουθενά τώρα. Το απλανές του βλέμμα, έδειχνε την αναστάτωσή του. «Μη σε καταραστούν οι Θεοί σε σκλαβιά. Καλύτερος ο θάνατος. Όλα τα άντεχα όμως και μπορώ να πω ότι είχα και πιο καλή αντιμετώπιση από τους άλλους, αφού ήμουν θεραπευτής και όποτε υπήρχε ανάγκη, με έπαιρνε από την βρώμα των δερμάτων και πήγαινα στο σπίτι του. Μια οι γιοί του, μια η γυναίκα του, μια η κόρη του, όλο και κάποιος χρειαζόταν βοήθεια και θεραπεία. Όλα αυτά έως ότου… ο μικρός του γιός έκανε πυρετό. Πολύ πυρετό, που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Το στρώμα έπιανες και έκαιγε, το κορμάκι του είχε ρίγη, έτρεμε σαν φύλλο σε καταιγίδα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και του προσωπικού του δούλου το παιδί… κι αυτό τα ίδια. Λες και κάτι έκαναν μαζί και απόχτησαν την ίδια κακιά αρρώστια. Προσπάθησα όσο μπορούσα, με ότι ήξερα. Μέρες και νύχτες πέρασα στο προσκεφάλι των δυό παιδιών. Τίποτα δεν κατάφερνα, τίποτα. Όλα μάταια. Σε μια βδομάδα τα παιδιά είχαν εξαντληθεί. Κάποιοι γιατροί που ήρθαν στο σπίτι, σήκωσαν τα χέρια μπροστά σε αυτό που έβλεπαν και απευθύνονταν στους Θεούς για ίαση. Μόνο εγώ επέμεινα. Και μια ωραία πρωία … τα δυό μικρά… άρχισαν να δείχνουν σημάδια ανάνηψης! Ο πυρετός έπεσε και τα χλωμά πρόσωπα ξανάγιναν …»
-«Και, άσε με να μαντέψω… το παιδί του δούλου έγινε καλά, αλλά το άλλο … πέρασε τον Αχέροντα; Το παιδί του βυρσοδέψη;»
Ο Θεμίστιος γέλασε και φάνηκε μια ανακούφιση, ίσως και αγαλλίαση στο πρόσωπό του. Κάτι που τον έτρωγε μέσα του, τον έκανε να θέλει να τα πει όλα, να φύγουν από την ψυχή του. Η εξομολόγηση τον ανάσταινε.
-«Όχι, δεν μάντεψες σωστά κυρά. Και τα δυό παιδιά, γίνηκαν καλά. Περδίκια και ζωηρά σαν κατσικάκια που βελάζουν ανέμελα στα λιβάδια. Να είναι δοξασμένο το όνομα της Ήρας σε όλα τα αυριανά χρόνια…»
-«Ε, τότε; Το ευχαριστώ πρέπει να ήταν … μεγάλο. Έτσι δεν είναι; Πως λοιπόν συνδέεται αυτό με τα πόδια σου; Με τα γόνατά σου;»
-«Τον καλό τον θεραπευτή δεν θέλεις να τον χάσεις. Τον θέλεις δικό σου και μόνο δικό σου. Να μην μπορεί να σου φύγει. Σου απάντησα κυρά; Με τέτοια πόδια πώς να δραπετεύσεις; Μένεις εκεί και πρέπει ν’ αντέξεις για το υπόλοιπο της ζωής σου … το ν’ ανήκεις σε άλλον. Σαν εμπόρευμα! Σαν κάποιο αντικείμενο»
Η Ελπινίκη προσπάθησε να ισιώσει την πλάτη της και ένοιωσε τον πόνο να την διαπερνά. Το μυαλό για πρώτη φορά είχε αρχίσει να βάζει τον εαυτό της στη θέση του συνομιλητή της. Είχε δούλους, ανθρώπους που δούλευαν νυχθημερόν σχεδόν, αλλά η αντιμετώπιση τους ήταν τελείως διαφορετική. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι κάποιος θα σακάτευε άνθρωπο, μόνο και μόνο για να τον εκμεταλλεύεται σε όλη του την ζωή. Και μάλιστα όταν σε αυτόν τον άνθρωπο, άξιζαν ευχαριστίες. Μπορεί η Αθήνα σαν πόλη να απέδιδε δικαιοσύνη και τιμές  σε όλους που την υπερασπίζονταν ή την βοηθούσαν, όμως αντιλήφθηκε ότι οι Αθηναίοι σαν μονάδες, δεν μπορούσαν να είναι τόσο… ευγνώμονες. Η κυψέλη λειτουργεί δίνοντας παραδείγματα, αλλά οι μέλισσες έκαναν φόνους και αδικίες. Σηκώθηκε και έκανε κάποια ασταθή βήματα προς την μικρή καλύβα. Ζήτησε κάπου να ακουμπήσει αρνούμενη το τεντωμένο χέρι του Θεμίστιου. Τελικά βρήκε το ξύλο του φράχτη και στάθηκε για λίγο:
-«Κι εδώ πως βρέθηκες; Γιατί έχεις δραπετεύσει, έτσι; Κι ανεβαίνεις προς την πατρίδα σου; Τι σε κάνει…»
-«… να νομίζω ότι θα τα καταφέρω; Ότι θα μπορέσω να αποφύγω αυτούς που με κυνηγάνε; Μα, αυτό:», έδειξε με το δάχτυλο την παραλία του Μαραθώνα. «Αυτό…», επανέλαβε σφίγγοντας τα φρύδια του. «Η μάχη εκεί κάτω. Όσο ο στρατός σας αλλά και γενικά οι πολίτες της πόλης σου ασχολούνται με τους βάρβαρους, έχω ελπίδες. Πολλές ελπίδες. Ποιος θα ασχοληθεί με έναν σκλάβο που … έφυγε; Πολλοί άλλοι σαν κι εμένα θα έχουν κάνει το ίδιο. Πιο μεγάλη ευκαιρία δεν θα υπάρξει ποτέ.»
-«Μέχρι που όμως; Μέχρι που νομίζεις ότι μπορεί να φτάσεις; Άντε να περάσεις την Αττική, άντε και την Θήβα. Μετά; Κάποια στιγμή… και ξέρεις πως συμπεριφέρονται στους … δραπέτες ε;»
-«Εσύ τι θα έκανες; Θα καθόσουν μέχρι να πεθάνεις σαν αντικείμενο στην ιδιοκτησία κάποιου; Χωρίς τίποτα να ελπίζεις; Εσύ που λες ότι οι στρατιώτες της Αθήνας πρέπει έστω και λιγότεροι να δώσουν αυτή την μάχη εκεί κάτω; Στο όνομα της λευτεριάς σας; Να πολεμήσουν αν και οι ελπίδες νίκης είναι μηδαμινές; Εσύ λοιπόν το λες αυτό;»
Κατάλαβε ότι είχε υπερβεί τα όρια με αυτές τις ευθείες, άμεσες ερωτήσεις. Είχε για λίγο ξεχάσει ότι μιλούσε με μια Αθηναία, μια γυναίκα που είχε μεγαλώσει με την ιδέα ότι οι σκλάβοι δεν ήταν άνθρωποι, δεν ήταν τίποτα άλλο από δίποδα ζώα. Πως είχε την απαίτηση να καταλάβει; Πόσο μπορεί να καταλάβει άνθρωπος ένα γαϊδούρι ή ένα πρόβατο που το πηγαίνει για σφάξιμο. Πως μπορούσε να νοιώσει; Η γυναίκα αυτή του ήταν τελείως άγνωστη, όπως άγνωστος της ήταν και αυτός. Τους ένωναν μόνο οι τύψεις του και ο κοινός σωματικός … πόνος. Ίσως και το μικρό σκατούλι εκεί μέσα στην κάμαρα. Το παιδί της και το παιδί που, μάλλον, δεν θα αποχτούσε αυτός ποτέ του.
Προσπάθησε να την βοηθήσει ξανά, όταν την είδε να πιάνει το κεφάλι της και να παραπατάει. Τότε ήταν που την σιγαλιά της μέρας και της αμηχανίας του, έσκισε ένας τρομακτικός ήχος. Ένας ήχος που πάγωνε το αίμα στις φλέβες. Μια σάλπιγγα ηχούσε από την παραλία, εκεί, δίπλα στα έλη. Και μετά ένας αχός, μια αδιόρατη επιθετικότητα, φωνές και μεταλλικά αντικείμενα που χτυπούσαν μεταξύ τους. Και τρομερή βουή από βήματα, σειόταν λες ο τόπος, κάτι που φυσικά δεν συνέβαινε αφού η περιοχή ήταν αρκετά μακριά, αλλά τέτοια εντύπωση έδινε. Και ρυθμός και ιαχές…
-«Άρχισαν λοιπόν…», είπε σιγά στον εαυτό της η Ελπινίκη. Γύρισε το βλέμμα στον άντρα δίπλα της, λες και τον εκλιπαρούσε. Εκείνος πάλι, αντιλαμβανόμενος την επιθυμία της γυναίκας, έγνεψε καταφατικά. Μπήκαν στο μικρό καλύβι. Έδεσε το μωρό με ένα λερό πανί στο στήθος της γυναίκας, φορτώθηκε ένα πρόχειρο μπόγο που είχε φτιάξει και την βοήθησε να βγουν στο μονοπάτι προς τον λόφο των νυμφών. Βιάζονταν και οι δυό, οι ήχοι είχαν γίνει πιο έντονοι, τα κορμιά τους, ταλαιπωρημένα πονούσαν, η ανάβαση δύσκολη, η σάλπιγγα πολύ πιο γρήγορα και μανιασμένα τώρα, οι πέτρες να γλιστράνε, η ιαχή «αλελεύ» πιο καθαρή, ο ιδρώτας να τους καίει τα μάτια, η μακρινή κλαγγή των όπλων, η ανάσα να κόβεται… έφτασαν στην κορυφή! Κάτω, στην μεριά της παραλίας, ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης περιόριζε την ορατότητα. Όχι όμως τόσο που να μην φαίνεται η επίθεση…
-«Τι; Οι Αθηναίοι επιτίθενται; Τρελοί είσαστε; Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει, λάθος νομίζω…»
-«Σου είχα πει για την Αθήνα και τον στρατό της. Σου έχω πει για την αίσθηση ανεξαρτησίας τους και την τρέλα τους. Εσύ δεν πίστεψες… εσύ έκρινες με τα μέτρα άλλων … λαών…», τελευταία στιγμή κατάλαβε ότι μπορούσε να τον είχε προσβάλλει, αλλά ο Θράκας δεν έδειξε να την ακούει. Απλά είχε απορροφηθεί απ’ αυτό που έβλεπε, απ’ αυτό που αρνιόταν το μυαλό του να πιστέψει. Το στόμα του ανοικτό, τον έκανε να μοιάζει ανόητος και αστείος, μέσα του όμως η καρδιά είχε αρχίσει τους δικούς της ρυθμούς. Προέβλεπε την συντριβή των Αθηναίων, φανταζόταν την μανιώδη σφαγή που θα άρχιζε σε λίγο από τον στρατό του Μεγάλου Βασιλιά… και όσο μίσος κι αν είχε μέσα του για αυτούς που τον έφεραν σε αυτή του την ανυπαρξία, δεν μπορούσε να μην θαυμάσει το θάρρος τους, την πολεμική τους τρέλα, το πάντα σηκωμένο από περηφάνια κεφάλι τους…  και την… ωραία χάλκινη πανοπλία τους. Τα μάτια του σκοτείνιασαν για τα παλικάρια που θα χάνονταν, για τα νιάτα που θα πότιζαν την άμμο και θα κοκκίνιζαν τα νερά των ελών. Οι δυό παρατάξεις είχαν πλησιάσει πολύ τώρα. Ή πιο σωστά, η φάλαγγα της Αθήνας είχε εκμηδενίσει την απόσταση, τα βέλη των βαρβάρων είχαν καρφωθεί στην παραλία δημιουργώντας ένα μικρό δάσος, και το κέντρο των Ελλήνων, σαν σιδερένιο κύμα, έπεσε στους Πέρσες και άρχισε η μεγάλη μάχη.
-«Κρατάτε παιδιά, κρατάτε…», ακούστηκε η φωνή της Ελπινίκης. «Κρατάτε… ίτε παίδες Ελλήνων…», συνέχισε χαμηλόφωνα, σαν να προσευχόταν. Μόνο που η προτροπή της δεν φάνηκε εισακούγεται… το Αθηναϊκό κέντρο άρχισε να υποχωρεί, οπισθοχωρούσε και αν και δεν ήξερε από μάχες, γνώριζε ότι το κέντρο … ήταν το γνώρισμα για επιτυχία. Και τώρα το έβλεπε να νικιέται. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο κι έσταξε στο πρόσωπο του μωρού στον κόρφο της. Εκείνο έτεινε το μικρό του στρουμπουλό χεράκι και το έπιασε μέσα στην παλάμη του. Γέλαγε και της φάνηκε ειρωνεία αυτό. Το χεράκι της χάιδεψε τα μαλλιά που έφταναν σιμά του. Ξαφνικά έβαλε το δάχτυλο στο στόμα, σαν να την παρακινούσε να σωπάσει (;), ενώ με το άλλο χέρι, έδειχνε το πεδίο της μάχης, σαν να της έλεγε: «Δες!»
Η γυναίκα δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Γύρισε τα μάτια στον Θεμίστιο ζητώντας εξηγήσεις(;), ίσως και κουράγιο. Τον είδε να γελάει, να γελάει με αληθινή χαρά και να δείχνει κι εκείνος προς την μάχη.
-«Τους άτιμους!!!...», έκραξε, «…δες τους! Μάλλον τον άτιμο τον στρατηγό σας… χα χα χα δες κυρά, Δες. Να εκεί στις άκρες, τον άτιμο, τον άτιμο…», επανέλαβε λες και δεν είχε άλλο χαρακτηρισμό να αποδώσει.
Η Ελπινίκη γύρισε απότομα το κεφάλι και έμεινε άναυδη. Τα άκρα της φάλαγγας, πιο ενισχυμένα από το κέντρο, νικούσαν τους έκπληκτους βάρβαρους, που εγκατέλειπαν την μάχη τρέχοντας. Τα δυό άκρα, είχαν κάνει μια κυκλωτική κίνηση και σαν τις δαγκάνες του καβουριού, έκλειναν το κύριο Περσικό σώμα μέσα στην σφιχτή αγκαλιά του θανάτου. Το πετσόκομμα είχε αρχίσει, αλλά όχι από τους Ασιάτες. Από τους καληκνίμηδες Αθηναίους. Η γυναίκα, γονάτισε και φίλησε το μωρό. Έκλαψε!