Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

Η Ποθητή και η Μαρία, πιασμένες αγκαζέ, περνούσαν από την πλατεία με κατεύθυνση το σπίτι τους. Μετά την λειτουργία στον «Χριστό» και την ζέστη, ένοιωθαν κατάκοπες και εξαντλημένες, αλλά δεν έπρεπε κανείς να το δει αυτό. Περπατούσαν λοιπόν με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και μια περιφρόνηση προς τους απλούς νησιώτες με τα τόσα κουσούρια τους. Γιατί και οι δυό, προσπαθούσαν τα κουσούρια να βρουν, παρά να αφοσιωθούν σε εκείνη την «καλημέρα» ή «καλησπέρα» που με τόση προθυμία προσφερόταν από όλους.
«Καλημέρα Ποθητή…»
«Καλημέρα και σε σένα μαθές… και χρόνια σου πολλά, μέρα που είναι σήμερις Παναιά μου…» κι έκανε το σταυρό της όσο πιο επιδεικτικά μπορούσε. Μετά γύρναγε στην αδερφή της : «… είδες; Μας λέει  καλημέρα και η Παναγιώτα, μας κάνει ίσες κι όμοιες με τα μούτρα της, βλέπεις, αλλά εμείς δεν τραβιόμαστε με τον Γρηγόρη του Κουτσά στους αγρούς… Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου … να μη πω παραπάνω. Άκου καλημέρα κι απ’ αυτήν!». Η Μαρία συμφωνούσε κουνώντας το κεφάλι καταφατικά και απλά χαμογελούσε.
Τα κορίτσια της γωνίας, οι γνωστές Τσουκαλαήνες συνέχισαν τον δρόμο τους, απαντώντας στα καλημερίσματα λοιπόν των υπολοίπων, φροντίζοντας να πουν και κάτι για όλους.
Ο καπετάν Λευτέρης ο Χειλάς στεκόταν στην άκρη της προκυμαίας και όλο φώναζε στους ναύτες του που είχαν αναλάβει το «ξεκουβάλημα» των σφουγγαριών και την γλίτσα στο κατάστρωμα. Έδειχνε με το χέρι, κάπου – κάπου έβριζε, διάταζε, παρακαλούσε και γενικώς προσπαθούσε να τελειώσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τις δουλειές του, να φύγει να πάει πάλι στα νερά της Τυνησίας που τον περίμενε ο καπετάν Άτσας. Είχε αυστηρές οδηγίες από το αφεντικό του, να κάνει γρήγορα, να προλάβουν τα «φορτώματα», τους αγέρηδες και ειδικά τον αλλαγμένο, απότομο  Πουνέντη84 στην Μπαρμπαριά που έκανε «…τους αραπάδες στις χάϊμες85νευρικούς και απαιτητικούς. Και φυσικά επικίνδυνους…», όπως ακριβώς ήταν τα λόγια του.
Φορούσε το ναυτικό του, μαύρο κασκέτο, βαθιά τραβηγμένο μέχρι λίγο πάνω από τα μάτια, το φανελάκι με τις τιράντες να του αφήνουν λευκά σημάδια στο σώμα και το παντελόνι γυρισμένο, να μην βρέχεται από τα νερά, μέχρι πάνω από τους αστραγάλους. Αεικίνητος πάντα, καλός θαλασσινός, ήταν παλιός φίλος και ο έμπιστος του καπετάν Άτσα, το δεξί του χέρι όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί. Λιγομίλητος άνθρωπος είχε κάνει «μηχανικός» στα νιάτα του και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, καπετάνιος στη δούλεψη του φίλου του, περηφανευόταν μόνο για ένα πράγμα: «… εγώ παιδί μου…», έλεγε σε όσους τον ρωτούσαν, «… δεν έχω ψαρέψει σε όλη τη Μεσόγειο, έχω περπατήσει όλη τη Μεσόγειο…» κι έδειχνε τα πόδια του, εννοώντας ότι τόσα χρόνια, τόσες ώρες στο βυθό της θάλασσας, είχε κάνει αποστάσεις που ισοδυναμούσαν με την έκταση της Μεσογείου. Και εκεί ήταν οι μόνες φορές που χαμογελούσε.
Είδε τις Τσουκαλαήνες που κατέβαιναν πιασμένες σαν κρίκοι αλυσίδας, με τα κίτρινα μαντίλια στο κεφάλι να θυμίζουν σημαδούρες της θάλασσας που είχαν ξεβραστεί στην άσφαλτο της πλατείας. Συνοφρυώθηκε αφού το να γελάσει με αυτό το θέαμα δεν το μπορούσε. Σαν τον πλησίασαν τις χαιρέτισε όσο γινόταν πιο αδιάφορα.
«Καλημέρα καπετάνιε, ίντα κάμεις εδώ τέτοια μέρα μαθές; Τώρα ήφτασες;»
Τους απάντησε με  μια κίνηση του κεφαλιού και έδειξε με το χέρι το «ντεπόζιτο» και τους άντρες του, που πηγαινοέρχονταν σε μια σειρά πάνω – κάτω στη σανίδα που ένωνε το σκάφος με την προκυμαία σαν μερμήγκια και το βίντσι με το δίχτυ που σήκωνε τα σφουγγάρια.
«Ναι, σήμερις αριβάρισα…», απάντησε τελικά. «Πρέπει να κάνω γλήγορις όμως να φύω, όσο πιο γλήγορις μπορώ. Βρήκε ο Άτσας πολύ πράμα, καλές ψαριές και βιάζεται…»
«Όλοι καλά είναι καπετάνιο; Οι «μηχανικοί», όλοι καλά….», ξαναρώτησαν εκείνες δείχνοντας πραγματικό ενδιαφέρον τώρα.
«Όλοι καλά κυράδες. Μέχρις τώρα δεν έχουμι κάτι που να μας ανησυχάει…»
«Άντε βρε Μαρία να πααίνουμε κι εμείς τώρα, να πααίνει κι ο καπετάνιος να δει την κυρά του την καπετάνισσα», είπε η Ποθητή και τράβηξε από τον αγκώνα την αδερφή της. «Καπετάνιε η Παναία να σε βοηθά και να έχεις καλές θάλασσες…», του είπε, λίγα μέτρα μακριά του «… και μη λείπεις τόσο καιρό, η γυναίκα σου λυπάται που δεν σ’ έχει…», πρόσθεσε ελπίζοντας ότι ο καπετάνιος θα πρόσεχε την σπόντα της. Αλλά εκείνος είχε ήδη γυρίσει την πλάτη στις δυο γυναίκες και φώναζε στους δικούς του, δεν άκουσε τίποτα από τα τελευταία λόγια της Ποθητής και αυτό έκανε την Τσουκαλαήνα να σκυλιάσει από το κακό της.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν όλα τα σφουγγάρια είχαν πουληθεί στους εμπόρους και τώρα «ξεκουράζονταν» στην πλατεία του «Χριστού» πάνω στα Ιταλικά ψηφιδωτά, δίνοντας ένα έντονο μπεζ χρώμα σε όλο τον χώρο. Ο καπετάν Χειλάς, έκλεισε με τους «σπετζάδες»86 να παραλάβει την επομένη,  καλαθούνες με τρόφιμα, ψωμιά και λαχανικά, κρέατα και παστά, κανόνισε να γεμίσει και τα βαρέλια με νερό που τους έριχναν και λίγο κινίνο για τους αρουραίους και σακιά με αλάτι και ζάχαρη. Για καφέ δεν συζήτησε, αυτό θα ήταν το δώρο των εμπόρων για τους «μηχανικούς».
Έμεινε ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα της πίεσής του και χτύπησε την παλάμη με την γροθιά του. Έβγαλε ένα μαντίλι από την πίσω τσέπη και σκούπισε το σβέρκο και το πρόσωπό του, έβγαλε και μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το μέρος γύρω του. Οι άντρες του είχαν φύγει, άλλος για το σπίτι του, άλλος για την αρραβωνιάρα και άλλος απλώς… είχε φύγει. Έφτιαξε το κασκέτο του, αν και είχε ήδη βραδιάσει δεν το έβγαζε, πήρε να βαδίζει κατά τον Αι Νικόλα, να τελειώσει και την τελευταία δουλειά του.
«Κυρά Βακίνα, θα περιμένεις λίγο ακόμα…», είπε απευθυνόμενος νοητά στην καπετάνισσα που τον περίμενε στο σπίτι.
Το καφενείο έμοιαζε με παραμυθένιο σπίτι, με τα αχνά του φώτα, την ηρεμία του δρόμου και τους θαμώνες του στην αυλή, να πίνουν το ουζάκι τους συνοδεία θαλασσινών μεζέδων και την θάλασσα κοντά να αντανακλά τα φώτα του νησιού, σαν κάποιος να είχε ανάψει κεράκια μέσα στο νερό. Από κάπου μακριά ακούγονταν τραγούδια και τσαμπούνες, κάποιοι γιόρταζαν ακόμα την Χάρη Της, ενώ ο αέρας που λιπόψυχα φυσούσε, μετέφερε όλη την μυρωδιά του θαλασσινού ιωδίου.
Ο καπετάν Λευτέρης, περπάτησε ανάμεσα στα τραπεζάκια, χαιρέτισε πολλούς, μίλησε μια – δυο κουβέντες με ακόμη πιο πολλούς και διαλέγοντας ένα τραπεζάκι στην άκρη της ασπρισμένης με ασβέστη αυλής, κάθισε και κοίταξε προς το μέσα μέρος του μαγαζιού. Είδε τον Μέμο που κάθιδρος προσπαθούσε να εξυπηρετήσει όλη την πελατεία, όσο πιο καλά και γρήγορα μπορούσε. Σε λίγο τον είχε πλησιάσει με την πετσέτα ριχτή στον ώμο να πάρει την παραγγελία του.
«Καλησπέρα καπετάνιε…», του είπε χωρίς ν’ αναφέρει το όνομά του που προφανώς δεν το ήξερε. «Ίντα να σου φέρω; Τσίπουρο ή κάτι άλλο;»
Ο ο καπεταν Χειλάς τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Είσαι ο αδερφός του Κλεάνθη, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, καπετάνιε…», απάντησε ο Μέμος, «… αυτός είμαι. Ο «μικρός»… ο αναπληρωματικός…», είπε και καθάρισε το στρογγυλό μεταλλικό τραπέζι με την πετσέτα – πατσαβούρα που είχε στον ώμο του. Ο καπετάνιος χτύπησε με το χέρι την καρέκλα γελώντας.
«Άντε βρε, πιάσε ένα τσιπουράκι να καθαρίσει το μυαλό, όλη μέρα σήμερα, μπαϊλντίσαμε…  με τόσα και τόσα… Αλήθεια ο αδερφός σου που ‘ναι;»
Ο Μέμος έξυσε το πάνω μέρος του κεφαλιού του και κοιτάζοντας προς την μεριά του απέναντι μαρασιού, σήκωσε τους ώμους δείχνοντας πως δεν ήξερε πολλά. «Κάπου κείθε προς την Παναγιά την «Κυρά Ψηλή», γιγνώσκω κι εγώ μαθές; Αλλά, τι τον νοιάζει για μένα, για το μαγαζί, αυτός θα τρώει θα πίνει και ο μήνας έχει εννιά…; Όλη μέρα με έχει αφήσει μόνο μου… όλο το απόγευμα…. Ούτε να κατουρήσω δεν μπορώ…»
«Και τις άλλες μέρες που είναι εκείνος μόνος του, εσύ τον σκέφτεσαι; Έρχεσαι να βοηθήσεις;»
«Και βέβαια έρχομαι όποτε μπορώ. Αλλά έχω και το ψάρεμα, νέος είμαι, θα πιάσω και τα χταπόδια μου και τις ψαρούκλες μου… Δεν είναι το ίδιο καπετάνιε… Το μαγαζί είναι δικό του, τι να κάνουμε; Και το σακάτικο πόδι του, δεν τον αφήνει και για πολλές βόλτες, που να πάει; Εγώ έχω ακόμα τα νιάτα μου, τους φίλους μου, την θάλασσά μου…»
«Ενώ εκείνος… σακάτης! Έτσι; Ανήμπορος…»
«Πάω να φέρω το τσιπουράκι σου καπετάνιε, να φέρω και κάτι τις να βάλεις στο στόμα σου, μη σε πιάσει καμιά λιγούρα και τα λέμε»
Ο καπετάν Λευτέρης κοίταξε προς τη μεριά του λιμανιού. Κάπου προς τη μεριά της Τουρκίας πρέπει να έβρεχε, γιατί έβλεπε κεραυνούς προς τα κει, να σχίζουν τον ουρανό. Και κάπου – κάπου κάποιο μπουμπουνητό ερχόταν υπόκωφα να ταράξει την ηρεμία. «Καλοκαιρινά μπόρα! Τι χειρότερο!», σκέφτηκε θαλασσινά ο καπετάνιος. Άναψε τσιγάρο και κάθισε σταυροπόδι. Οι υπόλοιποι, είχαν απορροφηθεί στις κουβέντες τους και τις προπόσεις που έκαναν σε κάθε ποτήρι τσίπουρου που κατέβαζαν στο λαρύγγι τους, πάντα βέβαια στον όνομα της «Χάρης Της». Έτσι κι αλλιώς είχαν μια σοβαρή δικαιολογία σήμερα.
Ο Κλεάνθης έσερνε με λίγο περισσότερη δυσκολία το πόδι του. Έφταιγε και η Υπαπαντή, έφταιγε και το καλό κοκκινέλι, έφταιγε και η ζέστη. Κάθε τόσο σταματούσε και στηριζόταν στις γωνιές των σπιτιών ή στις χαμηλές πεζούλες, «τουλάχιστον δεν κρατώ μπαστούνι…» σκέφτηκε και παίρνοντας βαθιά ανάσα, συνέχισε το δρόμο του για το καφενείο. Είχε ανυπομονησία να πάει γρήγορα τώρα, σαν είχε δει το «ντεπόζιτο» του καπετάν Άτσα δεμένο κοντά στη πλατεία και κάτι μέσα του είχε πάρει φωτιά.
Από μακριά είδε τον καπετάν Λευτέρη που έπινε το τσίπουρό του και κάπνιζε το τσιγάρο του, συζητώντας με τον μικρό του αδερφό. Χαμογέλασε και έφτιαξε τα μαλλιά. Σκούπισε τον ιδρώτα του και ξεσκόνισε λίγο το παντελόνι του. Άναψε και αυτός ένα τσιγάρο να ηρεμίσει, να μειώσει λίγο και την ένταση που τον είχε καταλάβει, να μη την δείξει τουλάχιστον κι έκανε τα τελευταία μέτρα όσο γρήγορα αλλά και με ίσιο κορμί μπορούσε, χωρίς να στηριχτεί πουθενά αλλού. Σαν έφτασε χαμογέλασε:
«Καπετάνιε… ίντα κάνεις;», είπε και έδωσε το χέρι του στον ναυτικό που καθόταν στο καφενείο. «Άντε μικρέ… άντε φέρε και σε μένα ένα τσίπουρο να τα πούμε με τον καπετάνιο…», συνέχισε προς τον αδερφό του, με ένα βλέμμα που σήμαινε να τσακιστεί να κάνει, χωρίς δεύτερη κουβέντα αυτό που του έλεγε.
«Λοιπόν καπετάνιε, έχεις ώρα που ήρθες;»
Συζήτησαν αρκετά και για πολύ ώρα, αυτά που είχε πει ο καπετάν Άτσας και στον ένα αλλά και στον άλλο. Συμφωνήσανε ότι αφού μπορούσε ο Κλεάνθης, την μεθεπόμενη, ξημερώματα της δεκάτης εβδόμης του μήνα, θα έφευγαν. Θα πήγαιναν στα άλλα σκάφη, «στα βαθυτικά» όπως του είπε, που ήταν έξω από το Μαρόκο. «Κι έχει πολύ πράμα εκεί Κλεανθιό…», συνέχισε. «Θα σε περιμένω το λοιπό, όπως τα συμφωνήσαμε;». Ο Κλεάνθης κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Είχε μια μέρα μπροστά του, να τακτοποιήσει όλες του τις υποθέσεις. Ναι, τώρα ήταν σίγουρος γι αυτό που έκανε.

Το βράδυ με την μοναξιά του, ήταν όμορφη, εκεί, στη μεγάλη βεράντα με το ψηφιδωτό και τα πράσινα κάγκελα με τα στριφογυριστά τους «σαλιγκαράκια», πάνω και κάτω. Η Κως στο βάθος φαινόταν σαν σκιά με τα φώτα της να λάμπουν σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι του πελάγους. Το τσιγάρο του έκαψε τα δάχτυλα και ο Κλεάνθης το πέταξε στο μαύρο νερό. Τα βράχια κράτησαν την γόπα για λίγο, να κάνει το φινάλε της και το κύμα την άρπαξε πεινασμένο να την καταβροχθίσει.
Μια χαρά, αλλά και μια πίκρα συνάμα, είχαν πλημμυρίσει την καρδιά του Κλεάνθη. Η χαρά που επιτέλους έφτασε η ώρα να κάνει το πολυπόθητο αυτό ταξίδι, αλλά όπως συμβαίνει πάντα, ήταν και η στιγμή που έπρεπε να αφήσει πίσω του, όλη τη ζωή που είχε δημιουργήσει στη ξηρά, όλες τις καθημερινές συνήθειές του… και θα άφηνε φυσικά θα αποχαιρετούσε τα αγαπημένα του πρόσωπα, τουλάχιστον μέχρι τον Οκτώβρη. Δυόμιση βέβαια μήνες μόνο αλλά… , αλλά… μέσα στα πρόσωπα αυτά υπολόγιζε και κάποιο που θα μπορούσε να αλλάξει το μέλλον του. Δείλιασε προς στιγμή, αλλά τα «θέλω’ του επικράτησαν και η απόφαση δεν άλλαξε. «Τι είχα πάντα για να λυπάμαι τώρα;», σκέφτηκε καθώς χτύπαγε πάνω στο πακέτο του, το δεύτερο τσιγάρο. Άκουσε τα βήματα κάποιου στο ξύλινο πάτωμα της σάλας και γυρίζοντας το κεφάλι, αντίκρισε την μεγάλη του αδερφή.
Ερχόταν από το δωμάτιό της, με το νυχτικό και εμφανή τα σημάδια της αϋπνίας στα μάτια της. Του χαμογέλασε από μακριά και κοίταξε προς τη μεριά που κοιμόταν ο πατέρας της. Τον είδε να σαλεύει, να γυρίζει στο πλευρό.
«Δεν κοιμάται…», ψιθύρισε στον αδερφό της. «Εκτός από τον Μέμο, κανείς δεν κοιμάται. Η μάνα κλαίει… μεγάλη απόφαση πήρες αδερφέ. Μεγάλη και προκαλείς πόνο…». Ακούμπησε στο κάγκελο και αγνάντεψε με τη σειρά της το μαύρο πέλαγος και το απέναντι νησί. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος σε μια μοιρολατρική στάση. «Καλά εμάς… είμαστε η οικογένειά σου και πες… περνάς αυτό που θέλεις. Την Υπαπαντή όμως; Δεν την λογαριάζεις; Δεν την σκέφτεσαι; Έτσι, θα την αφήσεις μόνη της… τώρα; Τώρα που της έχεις δώσει ελπίδες; Όνειρα;»
Ο Κλεάνθης δεν απάντησε, δεν ήξερε τι να πει. Έβλεπε ότι η οικογένειά του τον στήριζε στην απόφαση του αυτή, αλλά καταλάβαινε και τον πόνο, την ανησυχία που έδινε. Αυτό το επιβεβαίωνε και ο ήχος από κάποιους λυγμούς που ερχόταν από το δωμάτιο της μάνας του. Έβλεπε την Κυράννα να στριφογυρίζει στο στρώμα, να κλαίει και να δαγκώνει το σεντόνι από την στενοχώρια της. Το φοβόταν το σφουγγάρι, αν και ήθελε «μηχανικούς» για τις κόρες της. Εκεί όμως εξαντλούνταν όλη της η γενναιότητα.
Την απελπισία που προκαλούσε, την φανέρωνε και το μικρό καντήλι που έκαιγε με τη χλωμή του φλογίτσα στο πάνω μέρος της κάμαρας της. Και το θυμιατό που αρωμάτιζε όλο τον χώρο αλλά και η εικόνα της Παναγίας που φαινόταν να μην στηρίζεται καλά στο τοίχο, αφού τα τρεμάμενα χέρια της μάνας, την ώρα που την είχε κατεβάσει να την φιλήσει, δεν μπορούσαν να την τοποθετήσουν ίσια.
«Λοιπόν; Θα επιμείνεις στην απόφασή σου αυτή;»
«Ναι», της απάντησε ανόρεχτα, μονολεκτικά. Ήταν η στιγμή που ήθελε να μείνει μόνος του, αλλά και συγχρόνως αποζητούσε την συντροφιά κάποιου και αφού δεν μπορούσε να έχει την Υπαπαντή, η καλύτερη επόμενη επιλογή, ήταν σαφώς η Καλοτίνα.
«Θα πας για σφουγγάρι ε; Θέλεις να τονίσεις ότι δεν είσαι αυτό που έγραφε η … παλιοφυλλάδα των Αθηναίων δημοσιογράφων. Πάνω απ’ όλα ο εγωισμός σου ε;»
«Δεν μπορείς να καταλάβεις εσύ…»
«Δεν μπορώ;», απάντησε με ερώτηση η κοπέλα. «Πιστεύεις ότι δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί ο αδερφός μου, παίζει την ζωή του κορώνα – γράμματα; Γιατί η δεύτερη κολώνα του σπιτιού πάει να μας φέρει πόνο; Λες και σου λείπει κάτι από την ζωή! Ειδικά που τώρα μπορεί να ισιώσει…», χαμογέλασε εδώ, «… με την… πώς να την πω… γνωριμία σου, τη νέα γνωριμία σου. Κι όλα αυτά γιατί κύριε; Για να αποδείξεις ότι είσαι άντρας; Το σφουγγάρι κάνει τον άντρα; Η βούτθα; Αυτό λες εσύ αντριλίκι; Μωρέ μπράβο! Αντριλίκι αδερφέ μου, είναι να έχεις τους ανθρώπους σου χαρούμενους, ευτυχισμένους και χαμογελαστούς! Αντριλίκι είναι να περπατάς δίπλα σε ανθρώπους που θα λογίζουν την σωφροσύνη σου και την … ηρεμία σου! Αυτό είναι αντριλίκι… αυτό», είπε και ξέσπασε σε κλάματα. Τα δάκρυά της έγιναν ρυάκια στα μάγουλα και τα μάτια, γυάλισαν παράξενα, μετατράπηκαν σε γυάλινες μαύρες χάντρες που δεν μπορούσαν να δουν τίποτα.
Έμειναν αρκετή ώρα αμίλητοι. Ο Κλεάνθης, άναβε το ένα τσιγάρο από την καύτρα του άλλου και χτύπαγε μηχανικά την ίσκα πάνω στο κάγκελο της βεράντας. Το ήξερε πια, ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον κρατήσει. «Ένα – δυο ταξίδια θα κάμω…», σκέφτηκε, «… και θα γυρίσω στον καφενέ. Τότε θα ζητήσω και την Υπαπαντή… θα κάνουμε και κάμποσα κουτσούβελα…» και έπαιρνε δύναμη για την απόφασή του.
Κοίταξε την αδερφή του, από το πλάι, θαύμασε την ομορφιά της και θέλησε να της μιλήσει, εκείνη όμως έβαλε το δάχτυλο στο στόμα, κάνοντάς του νόημα έτσι να σιωπήσει. Κατάφερε να του χαμογελάσει. Έκανε μερικά βήματα προς το εσωτερικό του σπιτιού και σταμάτησε στην μπαλκονόπορτα. Έτρεμε αν και η νύχτα ήταν πολύ ζεστή. Γύρισε απότομα και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Με δύναμη, έπεσε πάνω του και προσπάθησε να χωθεί στην αγκαλιά του. Και ήταν μεγάλη αυτή η αγκαλιά, θεόρατη και γνώριμα ζεστή. Έκλαψε πάνω στα σκληρό του στήθος. Τον χάιδεψε μέσα από το άνοιγμα του πουκάμισού του και τον φίλησε, κάνοντάς τον να νιώσει έντονα, τα χείλη της και το μάγουλό της που έκαιγαν, πάνω στο στέρνο του.
Έφυγε και τον άφησε μόνο με τις σκέψεις του. ένας άντρας με τους εφιάλτες του, με τα «θέλω» του. Και το αεράκι, ζεστό και υγρό, έφερνε την μυρωδιά της θάλασσας, το ιώδιο και την επιθυμία του ταξιδιού.
Κάθισε στο μικρό ξύλινο καναπέ και έτριψε το χωλό του πόδι, που είχε αρχίσει  να τον πονάει από την πολλή ορθοστασία. Σκέφτηκε την θάλασσα, τον κήπο του βυθού, αλλά και την σκοτεινιά του βάθους. «Δυο ταξίδια θα κάμω…», επανέλαβε στον εαυτό του, «… δυό μόνο …και μετά όλα πάλι καλά». Προσπάθησε να μη σκεφτεί την Υπαπαντή, την Κυράννα, την Καλοτίνα και όποιον αγαπούσε. Ήδη η θάλασσα τον είχε κερδίσει, τον είχε πάρει μαζί της…

Ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει το γνωστό γκρίζο χρώμα του ξημερώματος όταν ο ύπνος ήρθε και έκλεισε τα μάτια του Κλεάνθη. Από ώρα είχε ξαπλώσει και προσπαθούσε να αφουγκραστεί τους ήχους του σπιτιού. Άκουσε πάλι τον λυγμό της Κυράννας, το βαριανάσεμα  της Καλοτίνας και το στριφογύρισμα του κυρ Δημητρού μέσα στο σαλόνι. Το σπίτι κοιμόταν, αλλά ήταν ξύπνιο, ηρεμούσε, αλλά ανησυχούσε άγρυπνο και πικραμένο.
Η μεγάλη αίθουσα ήταν γεμάτη και αποπνικτικά στολισμένη με κάθε λογής κομψοτέχνημα. Εκείνος καθόταν σε ένα χρυσό κάθισμα ή φαινόταν χρυσό από την πολλή λάμψη που εξέπεμπε. Κι αυτή η λάμψη, φώτιζε όλη την αίθουσα, σα να μην υπήρχε οροφή και ο μεσημεριανός ήλιος να αντανακλούσε τη δύναμη του παντού. Δίπλα του ένα άλλο ίδιο κάθισμα, ένας άλλος θρόνος, μόνο που ήταν άδειος. Δυό χρυσά λιοντάρια, ένα στα δεξιά κι ένα από την άλλη πλευρά, φύλαγαν την ιερότητα των θρόνων.
Μπροστά στα πόδια του υπήρχαν σκαλιά… τέσσερα με πέντε σκαλιά από λευκό μάρμαρο, που οδηγούσαν σε ένα μακρύ διάδρομο στρωμένο με παχύ κόκκινο χαλί, που όποιος το πάταγε θα βυθιζόταν μέχρι τον αστράγαλο. Δεξιά και αριστερά του διαδρόμου μεγάλες στρογγυλές κολώνες σε πράσινο μάρμαρο με λευκά νερά που τις έκαναν να μοιάζουν με «όρθιες θάλασσες», στολισμένες με χρυσά κλαδιά αμπελιού και μεγάλα – επίσης χρυσά – πουλιά που κελαηδούσαν, χάνονταν μέσα στο πλήθος του συγκεντρωμένου πλήθους. Από κάπου, που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ακριβώς, ακουγόταν μουσική, μια παράξενα γλυκιά μελωδία και ο ήχος ανάλαφρων βημάτων που πλησίαζαν προς το μόνο άδειο κομμάτι εκείνου του διαδρόμου.
Κι εκείνο το άδειο κομμάτι μεμιάς, γέμισε με όμορφες κοπέλες, ντυμένες με τα καλύτερα φορέματά τους, τα πιο καλοφτιαγμένα στολίδια τους και μυρίζοντας τα πιο δυσεύρετα αρώματα.
«Διάλεξε …», του είπε η Κυράννα, που βρέθηκε ξαφνικά δίπλα του από το πουθενά και του έδειξε με το χέρι τα κορίτσια που είχαν γυρίσει προς το μέρος του. Το παζάρι αυτό ήταν για κείνον. Λες και θα αγόραζε ένα αντικείμενο από τον ταξιδιάρη έμπορο, μιας άλλης εποχής. «Διάλεξε λοιπόν την … αυριανή γυναίκα σου…», επανέλαβε η φωνή της μάνας του και απέμεινε με το χέρι τεντωμένο.
Ήταν εκεί όλες οι κοπέλες της Καλύμνου, μέσα σε εκείνο τον χώρο, τον χώρο των παλατιών από τα παιδικά του όνειρα. Και ήταν εκεί και όλες αυτές οι νέες που είχε ονειρευτεί, που είχε ποθήσει, που γνώριζε, που ποτέ δεν είχε αγκαλιάσει. Εκεί.. ναι εκεί, μπροστά του ανυπεράσπιστες στη βούλησή του. Καμιά δεν τον κοιτούσε στα μάτια. Καμιά δεν έλεγε έστω και μια κουβέντα, καμιά δεν χαμογελούσε.
Έψαξε με το βλέμμα, μια – μια τις κοπέλες. Όλες ήταν όμορφες, όλες λευκές – λευκές σαν την ζάχαρη. Και όλες ήταν … δικές του. Δηλαδή δικές του… να διαλέξει. Είδε κάπου πίσω την Υπαπαντή. Φορούσε ένα ολόλευκο φόρεμα σαν νυφικό, σαν άσπιλο ένδυμα αγγέλων. Της χαμογέλασε και περίμενε, μέχρι που είδε εκείνο, το πίσω από την πλάτη του πατέρα της πονηρό χαμόγελο που είχε ξαναδεί στο καφενείο. Σηκώθηκε όρθιος και αμέσως η Καλοτίνα (ούτε αυτή κατάλαβε από πού είχε έρθει), τον ανάγκασε να ξανακαθίσει. Κατέβηκε εκείνη τα λίγα σκαλιά και έφτασε στην όμορφη κόρη. Την πήρε από το χέρι και περπάτησαν μαζί. Την παρέδωσε στον αδερφό της και … εξαφανίστηκε. Ο Κλεάνθης ήταν χαρούμενος σε σημείο ενθουσιασμού. Το ίδιο φαινόταν και το κορίτσι. Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας  να την φιλήσει …και αυτή ανταποκρίθηκε άμεσα και με πάθος. Τα χείλη της ήταν ολόφρεσκα και μαλακά σαν … σφουγγάρι. Άνοιξε τα μάτια. Η αίθουσα είχε χαθεί, τα λιοντάρια, οι κολώνες, οι θρόνοι, ο κόσμος είχαν … εξαφανιστεί. Τη θέση τους είχε πάρει το νερό… Και το σκοτάδι… Και το κρύο…
Στα χέρια του δεν κρατούσε την κόρη, αλλά ένα μεγάλο «λαγόφυτο»… ή ένα μεγάλο «καπάδικο». Και άκουγε την ανάσα του να βγαίνει σε φυσαλίδες και να ανεβαίνει από πάνω του. Έψαξε δεξιά – αριστερά για την Υπαπαντή. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως του έφυγε μέσα από τα χέρια. Το σκάφανδρο, τον εμπόδιζε, η ορατότητά του είχε περιοριστεί μέσα από το μικρό φινιστρίνι και από το βάθος της θάλασσας. Απάνω του τόνοι νερού, τον πίεζαν και ήθελε να τρέξει ή να αναδυθεί, όμως το χωλό του πόδι δεν τον βοηθούσε και ο κολαουζέρης δεν φαινόταν να είναι στη θέση του. Άρχισε να πανικοβάλλεται και έκανε απότομες κινήσεις να «ανέβει».
Πετάχτηκε πάνω σαν αστραπή, λουσμένος στον ιδρώτα με τα σεντόνια τσαλακωμένα και υγρά. Ο ήλιος που έμπαινε από το παράθυρο τον έκαιγε. Ήταν μόνος παρέα με τον εφιάλτη τ

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20

Λένε πως τα πανηγύρια είναι από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τρόπους να ανακαλύψεις την ψυχή ενός τόπου. Λιτανείες με θρησκευτική ευλάβεια, «με το παπαδαριό μπροστά και τις αγιαστούρες» που έλεγε ο κυρ Δημητρός, λαϊκό θέαμα με γλέντια και χαρές σε μεγάλες εκκλησίες και ξωκλήσια, παραδοσιακά μαγειρέματα και φαγοπότι με εκλεκτούς μεζέδες και μπόλικο τσίπουρο και κρασί.
Όλοι θα τρέξουν να προσκυνήσουν τη Χάρη Της, την Χάρη της Παναγίας, που πάντα θα τους λυτρώνει από τις λύπες, τις στενοχώριες, την έλλειψη. Το «Πάσχα του καλοκαιριού», όπως το αποκαλούν οι νησιώτες και ειδικά οι κάτοικοι του «νησιού του θρήνου», έβαζε φωτιά σε όλους, μικρούς και μεγάλους, ίσως πιο πολύ και από το κανονικό Πάσχα, αν κάποιος αφαιρούσε την νύχτα της Ανάστασης και την Μεγάλη Παρασκευή, που πάλι αναφέρεται στον πόνο της Παναγιάς.
Οι εκκλησίες της Παναγιάς των «Τσουκχουών83» στη Χώρα, την πρώτη Μητρόπολη του νησιού, της Κυρά Ψηλής στον Βαθύ, της Γαλατιανής στα Αργινώντα και της Τελέντου και της Ψεριμιώτισσας άνοιγαν τις πόρτες τους να υποδεχτούν το πλήθος του κόσμου και πρόσφεραν από την παραμονή ρεβίθια του φούρνου με μαϊντανό και κρεμμύδι και ψωμί εφτάζυμο. Όλες οι νοικοκυρές προσέφεραν το κάτι τι τους στην εκκλησιά, που μοιραζόταν σε όλους τους πιστούς. Ανήμερα της Παναγιάς, σφάζονταν αρνιά, σαν σε Πάσχα, ψήνονταν σε μεγάλες φωτιές με ξύλα, έχοντας για συμπλήρωμα μπόλικο κρασί υπό τους ήχους της τσαμπούνας και του βιολιού.

Ο Κλεάνθης καθόταν στη βεράντα και πνιγόταν από τη ζέστη και την υγρασία της θάλασσας αν και φυσούσε ασθενικά η πρωινή αύρα. Η Κως απέναντι φαινόταν θολή, σημάδι πως η θερμοκρασία θα ανέβαινε σε ψηλά επίπεδα και θα έκανε τη μέρα δύσκολη, ειδικά σήμερα που θα πήγαιναν στην Κυρά Ψηλή, στον Βαθύ. Το νερό ανάμεσα στα δυό νησιά ήταν τόσο γαλήνιο που θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει «καθρέφτη». Αντανακλούσε το πρωινό φως του ήλιου, δημιουργώντας μεγάλα βέλη πάνω στην επιφάνειά του, που κατέληγαν στα μάτια του Κλεάνθη, στραβώνοντάς τον.

Η εκκλησία της Κυρά Ψηλής
Εκείνος, κάπνιζε το τσιγάρο που είχε κρεμάσει την στάχτη του στην άκρη και κράταγε τον καφέ, κρύο, λες και τον είχε ξεχάσει. Το βλέμμα του στραμμένο στο πέλαγος, έψαχνε να δει σημάδια και ίχνη από το «ντεπόζιτο» του καπετάν Άτσα. Μέρες καθόταν και «μετρούσε» το πέλαγος αλλά το σκάφος πουθενά. Και είχε φτάσει ο Δεκαπενταύγουστος. Σε λίγο θα άρχιζαν οι αέρηδες από την Αφρική και μπορεί τότε να ερχόταν, σκέφτηκε χωρίς να κρύβει την μελαγχολία και την ανησυχία του. Χτύπησε την παλάμη στο κάγκελο της βεράντας και παρατήρησε κάτω από τα πόδια του, το ψηφιδωτό πάτωμα που απεικόνιζε δυο δελφίνια να χορεύουν μέσα στο νερό, δίπλα από την (;) «αναδυόμενη Αφροδίτη».
Κάθε που τον έβλεπε η Καλοτίνα, έχανε κι εκείνη το κουράγιο της, ήξερε την επιθυμία του αδερφού της και την σημασία που είχε γι αυτόν. Μπορεί ο Κλεάνθης να μην μίλαγε (κακή νοοτροπία στα όρια της αλαζονείας να κρατάει μέσα του και μόνος του τα βάσανα που είχαν καταντήσει βάσανα της οικογένειας πια, σχεδόν ύβρις η περιφρόνηση στην συμπαράσταση), αλλά όλοι καταλάβαιναν τα σαράκι που τον έτρωγε. Και η Κυράννα έλειωνε κι εκείνη μαζί με το γιό της, (η απελπισία της ανίκανης μάνας) και παρακαλούσε την Παναγιά να φτάσει το «ντεπόζιτο» αν και γνώριζε πως αυτό θα της έφερνε ακόμα πιο μεγάλη θλίψη και φόβο. Αλλά αφού αυτό ήθελε το παιδί της; Αυτό ήθελε κι αυτή.
Ντύθηκαν όλοι με τα καλά τους ρούχα σαν να πήγαιναν σε γάμο. Σήμερα το καφενείο όπως και όλα τα καφενεία και οι ταβέρνες του νησιού, δεν θα άνοιγαν πριν από το απόγευμα. Το νησί συνωστιζόταν στις εκκλησίες. Η οικογένεια του κυρ Δημητρού, όπως κάθε χρόνο, θα γιόρταζε την Χάρη Της, με τα πεσκέσια της, με την πίστη της και προσδοκία της ικεσίας.
Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά όταν έφτασαν στην Κυρά Ψηλή. Κόσμος ήταν παντού, περισσότεροι άνθρωποι και από τα αγκάθια της εξοχής, περισσότεροι και από τις πέτρες των αγρών. Γυναίκες που ανέβαιναν με τα γόνατα την τραχιά ανηφόρα, άντρες που είχαν δακρυσμένα μάτια, κόρες με τα καλά κίτρινα και λευκά μαντίλια στο κεφάλι, γριές με τα μαύρα τσεμπέρια τους και παιδιά με κοντά παντελόνια που όπου κι αν στέκονταν, κλώτσαγαν όποια πέτρα έβρισκαν μπροστά τους, στην προσπάθειά τους να παίξουν κάτι σαν ποδόσφαιρο.
Ο Κλεάνθης χαμογέλασε με το θέαμα αυτό, έκανε τον σταυρό του και μπήκε στην εκκλησία. Απέναντι στο εικόνισμα της Μεγαλόχαρης ένοιωθε ένα ασήμαντο ανθρωπάκι, ένα «τίποτα» που απλά ικέτευε για τα μικροθέλω του. Όλοι οι άνθρωποι έτσι νοιώθουν μπροστά στο εικόνισμά της, όλοι και οι πιο πλούσιοι και οι πιο φτωχοί. Και οι άρχοντες και οι δούλοι. Όλοι, σκουλήκια που σέρνουν το σαρκίο τους μπροστά στην Χάρη της. Κι εκείνη δίνει παρηγοριά στον καθένα, δροσιά στην αρρώστια τους, χάδι στην μοναξιά τους, δύναμη στη δειλία τους, ελπίδα στην απόγνωσή τους. Ικέτες ονειροπόλοι, ψυχικά ανεπαρκείς και χρόνια απελπισμένοι. Άνθρωποι!
Γι αυτό και έξω από την εκκλησία - δεν υπήρχε χώρος μέσα αρκετός - πολλοί κρατούσαν και από μια φωτογραφία ή ένα τάμα. Για τον γιό στην ξενιτειά, για τον πατέρα στο σφουγγάρι, για τον άντρα στα καράβια στην μακρινή Κίνα ή όπου αλλού. Και όλοι φιλούσαν το χαρτί ή τον άργυρο που βαστούσαν.
Ο δρόμος για το μοναστήρι ήταν μακρύς, ανηφορικός και κακόβολος, με σκόνη και χώμα, με πέτρες και αγκάθια, με αγριόχορτα και αποξηραμένα λουλούδια, με μύγες που γίνονταν όσο πιο πολύ μπορούσαν ενοχλητικές. Όταν όμως έφταναν στο Σταυρούϊ και ανάσαιναν το φρέσκο αεράκι, το συμπλήρωμα του δρόμου ήταν σχετικά εύκολο, εκτός από την ουρά που άρχιζε από το «Κακό Σκαλί» μέχρι πάνω στο κάστρο.
Η φιλική ατμόσφαιρα, το υπέροχο θέαμα (να βλέπει κανείς όλο το νησί από ψηλά, όλο το πέλαγος μέχρι την Κω, σαν να πετάει), η πρόσχαρη και καλοπροαίρετη συντροφιά των απλών ανθρώπων του βουνού, του κάμπου και της θάλασσας, το παγωμένο άγιασμα, με το ουζάκι και το ψητό χταπόδι, τους έκαναν να ξεχνούν τον κόπο και τον ιδρώτα που έχυσαν. Ο χορός, το τραγούδι και τα «πεισματικά» θα κρατούσαν όλη τη νύχτα με διακοπές για τον εσπερινό και τη λειτουργία.
Ο Κλεάνθης, παρά την αγωνία και την ανυπομονησία του για την επιστροφή του «ντεπόζιτου», δεν μπόρεσε να μην ευθυμήσει και μόνο που είδε το «Μουγκρί».
Τα διαλείμματα των χορών συμπλήρωναν διάφοροι με τα αστεία και τις ιστορίες τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς πρώτευε ο Μιχάλης ο Κουλιανός, το περίφημο «Μουγκρί». Μια χτένα με τσιγαρόχαρτο στα χέρια του γινόταν ολόκληρη ορχήστρα. Η μιμική του ήταν ανυπέρβλητη. Μπορεί το μυαλό του να ήταν «λειψό», αλλά η ικανότητά του να συνθέτει σατυρικά και περιπαιχτικά δίστιχα, ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστη. Και έβγαζε τα πάντα στη φόρα, τι δεν έλεγε για τον καθένα! Για τον Μανόλη τον Κατηνιό που η κυρά του, λένε, τον έδερνε κάθε που τσακώνονταν, με το μαδέρι της κουζίνας,  για τον Λεωνίδα τον Μπιτσίρη που φοβόταν να κατουρήσει τα βράδια μη και τον πάρουν τα φαντάσματα, τα τελώνια της θάλασσας και οι κουρκούτζαλλοι, για την Ειρήνη την Κοντή, του Παναγιώτη τη γυναίκα που την ορέγονταν χίλιοι νοματαίοι και την χαίρονταν ακόμη πιότεροι, την Σεβαστή την Καζαβού, που πρώτα η κοιλιά της στρίβει κι έπειτα αυτή…
Μια φασαρία ακούστηκε στο τέλος της ανηφόρας, ένας αχός από τον κόσμο, που, απότομα, έκαναν στην άκρη, λες και κάποιο σπουδαίο πρόσωπο, κάποιος από την κυβέρνηση, ερχόταν. Και ήταν σπουδαίο ή μάλλον σπουδαία πρόσωπα αυτά που ανέβαιναν τον σκονισμένο δρόμο. Πιο σπουδαία για τους κατοίκους του νησιού ακόμα και από τον ίδιο τον κυβερνήτη της χώρας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, από τους πλέον αγαπημένους ιερωμένους στα νησιά για το μεγάλο του έργο, με τους παπάδες του έκαναν την παρέλασή τους, το Υψέλλι, ο Ιωαννίκος, ο Παναγιώτης ο Παρδάλης, ο Κουφός, ο Ηλίας ο Χουρδάς, ο Τσάππος, ο Βούργαρος, ο Δράκος, ο Χούλλης και άλλοι. Γέμισε η ανηφόρα μαυρίλα και χρυσάφι από τους σταυρούς και τις Μήτρες. Γέμισε με ψαλμωδίες και λιβάνια, με υποκλίσεις και φωνές, με χοντρές κοιλιές και άρωμα λεβάντας.
Ο Λάζαρος ο Παμπακάς, με την Καισαρειακή προφορά του και με το λειψό μυαλό, γέλαγε και προσπαθούσε να περιπαίξει τους «τράγους», όπως τους αποκαλούσε, μέχρι που μια δυνατή κλωτσιά στο πόδι και στην περιφέρεια (σικ), τον έκανε να διπλωθεί από τον πόνο. Κοίταξε τον δράστη τον Μιχάλη τον Κουρεμέτη που γέλαγε δίπλα στην Ειρήνη τη Γαλανούαινα και έσφιξε την γροθιά του σε απειλή, βρίζοντας από μέσα του. Έκανε όμως σιωπή, αφού σε λίγο, κάτω από το αυστηρό βλέμμα των άλλων και μάλιστα με τον φόβο νέας κλωτσιάς, θα ξεκίναγε το τσούρμο όλο για την λιτανεία στη Χοντρόριζα και μετά στο Μετόχι.
Ο Κλεάνθης προχώρησε προς τα πίσω,  προς την μεριά που άρχιζε ο γκρεμός και ανέβηκε σε μια μεγάλη πέτρα να δει καλύτερα. Δεν ήθελε να συνωστίζεται εκεί με τους άλλους, δεν τον ενδιέφερε να είναι κοντά. Σκίασε τα μάτια του γιατί ο ήλιος έκαιγε και έβγαλε το μαντίλι, το έδεσε στις τέσσερις γωνιές, όπως κάνουν οι οικοδόμοι, το φόρεσε στο κεφάλι και προσπάθησε να εντοπίσει τους δικούς του. Το τράβηγμα στο παντελόνι τον έκανε να κοιτάξει προς τα κάτω. Ο «Φιάκας» κάτι ήθελε να του πει μάλλον και τον είχε πιάσει από το γόνατο. Μέχρι εκεί έφτανε. Του έδειξε με τα μάτια προς την ανηφόρα και όταν εκείνος τον ρώτησε τι ήθελε, επέμεινε να τον τραβά και να του δείχνει τώρα με το δάχτυλο.Στην ανηφόρα είχε φανεί η Υπαπαντή και προσπαθούσε, δίπλα στους γονείς της, να πάρει μια ανάσα, σκουπίζοντας τον μακρύ, ολόλευκο λαιμό της με ένα μαντίλι που φαινόταν ήδη μούσκεμα.
Η καρδιά του Κλεάνθη, αναπήδησε μέσα στο στήθος του. Φάνηκε ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπό του και τα μάτια του γυάλισαν. Η κοπέλα δεν τον είχε δει ακόμα και γύριζε το κεφάλι σα να έψαχνε κάτι, σα να αναζητούσε κάτι ή εκείνον. Θέλησε να σηκώσει το χέρι σε σινιάλο να της πει : «… εδώ είμαι…», αλλά κρατήθηκε. «Να που η μέρα άρχισε να γίνεται καλύτερη», σκέφτηκε. Θέλησε να κατέβει από τον βράχο, αλλά σκέφτηκε πώς να την πλησιάσει χωρίς να γίνει «χτυπητός». Αν και μόνο που ο Φιάκας τον ειδοποίησε, σήμαινε ότι ήδη συζητιόταν στο νησί, πίσω από την πλάτη του, το ενδιαφέρον του ενός για το κορίτσι.
Κατέβηκε από τον βράχο που στεκόταν και άνοιξε λίγο χώρο ανάμεσα στα πιτσιρίκια που λίγο ενδιαφέρονταν, για το ότι θρησκευτικό γινόταν γύρω τους. Το τακούνι της μπότας γλίστρησε σε μια μεγάλη πέτρα και παραλίγο να πέσει, φοβούμενος ότι μπορεί να γίνει ρεζίλι στα μάτια των άλλων. Το χωλό του πόδι δεν βοηθούσε να σταθεί γρήγορα όρθιος και αναγκάστηκε να στηριχτεί στο ένα του χέρι με όλο το βάρος του. Ο πόνος τον διαπέρασε από άκρη σε άκρη και παραλίγο να δακρύσει, κάτι που θα ήταν άλλος ένας λόγος για ρεζίλεμα. Κοίταξε γύρω του και ησύχασε, κανείς δεν είχε αντιληφθεί την πτώση του. απομακρύνθηκε από το σημείο και σπρώχνοντας δεξιά – αριστερά, κατόρθωσε να φτάσει στην αρχή του δρόμου, στην ανηφόρα κι έψαξε με τα μάτια. Την είδε να στέκεται και να του χαμογελάει κρυφά πίσω από την πλάτη των δικών της, με την παλάμη να προσπαθεί να καλύψει το στόμα. Η εικόνα της, αγαλλίασε την ψυχή του, το φως γύρω του άρχισε να γίνεται εντονότερο, σηματοδοτώντας ιδέες απαγορευμένες και νοήματα. Το γεγονός αυτό έχει αδιάψευστη βαρύτητα μέσα του κάτι το οποίο έπρεπε να είχε προσέξει, μετρήσει, μελετήσει, σαν την πρώτη φορά αντίκρισε το χαμόγελο και το ενδιαφέρον της. Αναρωτήθηκε για τον εγωισμό του, για τα δικά του «θέλω», σαν, φαινόταν, ότι η ζωή επιτέλους είχε αποφασίσει να του χαρίσει απλόχερα τις χαρές, τις ηδονές και τα κάλλη της. Η ομορφιά του λευκού χρώματος της κοπέλας, τα μαύρα διεισδυτικά της μάτια, που είχαν συντρίψει όλες τις αντιρρήσεις του, όλες τις απόψεις για την ζήση, προέρχονταν όχι από το ίδιο το άτομο, αλλά από την κατάκτηση του σκότους με την εισροή του «ασώματου» φωτός στην ύλη, στο μυαλό του. Λες και είχε ανάψει το «ανέσπερο φως», της Λαμπρής μέσα του. Θεώρησε επίσης με μιας ότι η φωτιά υπερείχε όλων των υλικών σωμάτων, ο ζωηρός χαρακτήρας της επέτρεψε την διείσδυση και την μετάδοση θερμότητας στην ψυχή του, χωρίς λεπτό εκείνη να ψύχεται, να εξαϋλώνεται από την επανάληψη, κρατώντας την δημιουργικά θελκτική πίεση πρωτογενή και λαμπρή.
Αντιλήφθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του, να αποκαθίσταται μια χαρακτηριστική συγγένεια, αυτή η συγγένεια του φωτός και του πυρός· και τα δυο προσέγγιζαν μέσα του το ιδεώδες και το Θείο, με την επίμονη διεισδυτική τους δύναμη, που είναι ικανή να προσδώσει μια ανώτερη και ευγενικότερη τάξη σε καθετί που δεν αντιστέκεται σε αυτήν την διείσδυση. Άθελά του έκανε το σταυρό του σαν ακούστηκε από την πομπή που είχε σχηματιστεί μπροστά του «… ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου…», από το στόμα των ενθουσιασμένων ιερέων.
Γύρισε το βλέμμα πάλι στην κοπέλα που κι εκείνη δεν έλεγε να τραβήξει τα σοβαρά της πια μάτια από πάνω του, για να ανακαλύψει ότι ένα είδος ωραίου βρίσκεται πέρα από την δέσμια στις εγωιστικές ονειροπολήσεις και φρούδες αισθήσεις ζωή και μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο από τα μάτια της ψυχής. Αυτό που περικλείει ιδιότητες ανώτερες, όπως είναι η αγνότητα, η μετριοφροσύνη, ο ήρεμος χαρακτήρας και εξισώνεται με το φως της θείας Αγάπης. Έπρεπε να πετύχει τον εξαγνισμό του, να κατακτήσει την εσωτερική του ενότητα, να προσεγγίσει, να δεχτεί την αληθινή του φύση και να μετατραπεί κι αυτός σε γνήσιο φως για κείνη. Το φως αυτό που δεν περιορίζεται από τον χώρο, ούτε αποκτά συγκεκριμένη μορφή, παρά υπάρχει και κάνει απλά την δουλειά του, να «είναι» και να εξυψώνει. Όπως όμως το μάτι προσαρμόζεται για να αντικρίσει τον Ήλιο, η ψυχή δεν θα μπορούσε ποτέ να οραματιστεί το Ανώτερο Ωραίο, την υπέρτατη λαμπρότητά του, αν και η ίδια δεν είχε καταστεί ωραία. Άξαφνα ένα φως νοιώθεις να ξεχύνεται αυτούσιο καθάριο. Δεν πρόκειται για κανένα φως από αυτά που το μάτι συλλαμβάνει απ’ έξω. Πρόκειται για κάποιο άλλο, ακόμη λαμπρότερο που ανήκει στο ίδιο το μάτι που και τις νύχτες, μες το σκοτάδι, αναπηδάει και απλώνεται μπροστά σου. Που κι αν χαμηλώσεις τα βλέφαρα επειδή δεν θέλεις τίποτα να δεις, πάλι εκείνο εξακολουθεί να φωτίζει. Που και να πιέζεις το μάτι σου, πάλι το βλέπεις, αφού συνυπάρχεις μέσα του. Στην περίπτωση αυτή βλέπεις, χωρίς να θωρείς τίποτα. Και είναι τότε ακριβώς που βλέπεις. Επειδή αντικρίζεις αυτό, τούτο το φως.
«Το φως στις δέκα το πρωί έρχεται όλο πλάγιο
Εκεί που ήταν οι χείμαρροι και ξαναζωγραφίζει,
Τους κήπους πάνω στο νερό να ‘χουν σκαλί
Δεμένη βάρκα και μια θάλασσα γυαλί…»
Χωρίς να καταλάβει πως, έπιασε τον εαυτό του να προχωρά πίσω από την εικόνα της Μεγαλόχαρης, ανακατεμένος μέσα στον κόσμο της πομπής, με ένα αντίδωρο στο χέρι (δεν πήρε χαμπάρι καν πως το πήρε), σκουντουφλώντας πάνω στις πέτρες και τα αγριόχορτα του χωματόδρομου. Μπροστά του, καμιά δεκαριά μέτρα, η Υπαπαντή και κανένας δικός του. Το μόνο που είχε αντιληφθεί, ήταν, νόμιζε, μια πονηρή ματιά της Καλοτίνας, πρέπει να ήταν η Καλοτίνα, τόσο μακριά την είχε δει, τόσο απόμακρος ήταν αυτός μες στις σκέψεις του.
Δυο γλάροι πάνω από το κεφάλι του πετούσαν κι έκρωζαν εκείνες τις παράξενες, απαίσιες φωνές τους. Είχαν έρθει από την θάλασσα, περίεργοι για το ανθρώπινο φωνακλάδικο πλήθος, προσδοκώντας και σε κανένα μεζέ. Η θάλασσα κάτω απλωνόταν γυαλιστερή και ήρεμη. Ένα σκάφος διέσχιζε τα «γαλάζια» της νερά, αφήνοντας μια άσπρη ουρά από αφρό και αλάτι πίσω του. Σε λίγο είχε δέσει στο σχεδόν έρημο λιμάνι της Πόθιας. Στο πλάι του φαίνονταν σχεδόν κρεμασμένα τέσσερα μεγάλα βαρέλια νερού, ενώ το κατάστρωμά του ήταν γεμάτο με τον θησαυρό της θάλασσας.
 «Σφουγγάρια!»

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

Η Νικολέτα έβαλε τα χέρια πίσω, να στηρίξει τη μέση. Χάιδεψε την κοιλιά της που τώρα είχε πρηστεί  αρκετά αφού ήταν στον έβδομο μήνα. Ο Σέμος έλειπε όλη μέρα στη δουλειά, προσπαθούσε το καλύτερο για την κυρά του κι εκείνη μόνη στο σπίτι, χωρίς να καταφέρνει να κάνει πολλά πράγματα, έπληττε.  Η Σεβαστή όποτε μπορούσε της έκανε παρέα και περνούσαν την ώρα τους κουτσομπολεύοντας τις γειτόνισσες με τα αρνητικά τους αλλά και τα θετικά τους.
Πέρα από το φαγητό (κι αυτό όσο πιο πρόχειρα μπορούσε) και την επιφανειακή καθαριότητα, δεν ήταν σε θέση να κάνει κάτι άλλο. Στις προσπάθειες της αδερφής της και της μάνας της να βοηθήσουν, αρνιόταν πεισματικά σαν μικρό παιδάκι που ήθελε να γίνει το δικό του. Μόνο από τον Σέμο δεχόταν χέρι βοηθείας, «ζευγάρι είμαστε, θα τα καταφέρουμε…», έλεγε. Και μέχρι τώρα όλα πήγαιναν καλά, το ζευγάρι λειτουργούσε με αγάπη και κατανόηση, με συνεργασία και χαμόγελο, χωρίς να αγκομαχήσουν ποτέ.
Κάθισε στον μικρό καναπέ της κουζίνας, ένοιωθε λίγο ζαλισμένη σήμερα και χάιδεψε την κοιλιά της με αργές κινήσεις, να απολαύσει το μωρό της. Της άρεσε όταν της απαντούσε στα χάδια με τα ποδαράκια του και σήμερα την είχε τρελάνει με τις κλωτσιές του (έλπιζε να ήταν γιός). Μια από δεξιά, μια από την άλλη, δεν σταματούσε να δίνει σήματα στη μαμά. «Ίσως να φταίει και το γλυκό που έφαγα το πρωί…», σκέφτηκε χαμογελώντας. Διαπίστωσε ότι τα πόδια της είχαν πρηστεί και δεν μπορούσε να σταθεί για πολύ ώρα όρθια. Πάντα έβρισκε κάπου να καθίσει ή έστω ν’ ακουμπήσει. Την ανησυχούσε η ζαλάδα που είχε, αλλά δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Τώρα προέτρεχαν άλλα πράγματα, το μαγείρεμα, το συμμάζεμα και πάνω απ’ όλα να πάει να ουρήσει. Εδώ κι ένα μήνα ουρούσε συνέχεια σαν το μωρό πίεζε προς τα κάτω.
Η Χρυσούλα του καπετάν Γιώργη του Κουλιά, ήταν μια γειτόνισσα που όλοι την φώναζαν «μαμμή». Είχε ξεγεννήσει πολλές  γυναίκες τα περασμένα χρόνια, πριν ανοίξει το Δημοτικό Νοσοκομείο, αυτό που είχε φτιάξει ο Νικόλας ο Βουβάλης , ή πριν οι Καλύμνιοι βρουν το κουράγιο να εμπιστευτούν τις γυναίκες τους σε άντρες γιατρούς.
Η κυρα Χρυσούλα λοιπόν, έτρεχε κάθε που της φώναζε η Νικολέτα και προσπαθούσε να προσφέρει με την εμπειρία της και την καπατσοσύνη της. Έμενε στο διπλανό σπίτι, αυτό με τη μεγάλη αυλή και όλη τη μέρα, φρόντιζε τις υπέροχες τριανταφυλλιές της, αν δεν είχε κληθεί από κάποια γκαστρωμένη. Έτσι και τώρα η Νικολέτα την φώναξε, κάτι ήθελε να γίνει με την ζαλάδα της ,κάτι  να γίνει και με αυτή τη συμπεριφορά του μωρού.
Η Κουλίαινα την κοίταξε σοβαρά και πολύ προσεκτικά. Έπιασε το μέτωπο να δει αν είχε πυρετό και όταν ανακάλυψε ότι ήταν «κρύα», όπως έλεγε, την ρώτησε χίλια πράγματα, τι έφαγε, τι ήπιε, τι έκανε, τι ώρα ούρησε και ότι μπορούσε να βάλει ο νους της. Δεν έδειξε καμιά από τις απαντήσεις να την ανησυχεί, ούτε και την παρότρυνε  να πάει σε γιατρό. Μόνο «ματιασμένη» που δεν την βρήκε. Έκανε το σταυρό της από συνήθεια σαν είδε το αναμμένο καντήλι  στο εικονοστάσι, πάνω από την κάσα του σαλονιού και έβγαλε από μια μικρή πάνινη τσάντα, κάτι σαν  ακουστικό φτιαγμένο από ξύλο, «εργαλείο», όπως της είπε, της δουλειάς.
Έβαλε λοιπόν  το ακουστικό στην κοιλιά της και προσπάθησε να ακούσει τη καρδιά του μωρού.
«Παναία μου…» της είπε, «… αυτό μαθές ακούγεται σαν γίγαντας, πω, πω καρτζά που έχει…. Ταμπούρλο, τι δύναμη είναι τούτη!», προκαλώντας το γέλιο της Νικολέτας και την καλή της διάθεση.
«Καλά είναι κυρα  Χρουσώ, έτσι δεν είναι;», την ρώτησε.
«Καλά δεν λέει τίποτις μαθές. Βέβαια καλό θα ήτο να πήγαινες και στο νοσοκομείο, αυτοί εκεί κάμουσι κι άλλες εξετάσεις που δεν τις ξέρω εγώ. Να πηγαίνεις κάπου – κάπου να σε βλέπουσι»
Η Νικολέτα σηκώθηκε να κάνει καφέ και για τις δυό. Έβαλε το μπρίκι πάνω στη γκαζιέρα και με την άκρη του ματιού της, έπιασε την κυρά Χρυσούλα να κάνει το σταυρό της πάλι, αυτή τη φορά χωρίς να κοιτάει το εικονοστάσι. Θορυβήθηκε λίγο, αλλά επειδή ήξερε πόσο πιστή και θρησκόληπτη ήταν η Κουλίαινα, δεν έδωσε άλλη σημασία. Έπιασε το κεφάλι της, κάτι σαν μέγγενη τώρα την έσφιγγε και προσπάθησε να τρίψει λίγο τους κροτάφους, ν’ απαλύνει την πίεση που ένοιωθε. Κάτι η ζάλη, κάτι ο πονοκέφαλος, κάτι η μοναξιά, ένοιωθε άσχημα και κακοδιάθετη.
Ο καφές φούσκωσε στο μπρίκι και με γρήγορη κίνηση το κατέβασε στο παρά πέντε. Όταν έβαζε τα φλιτζάνια στον δίσκο, παρατήρησε τα χέρια της να τρέμουν και να ασπρίζουν στις άκρες των δαχτύλων. Στηρίχτηκε στην άκρη του τραπεζιού και νόμισε ότι το δωμάτιο είχε αρχίσει να γυρίζει. Το τραπεζομάντιλο γλιστρούσε σιγά – σιγά και πριν λιποθυμήσει, πρόλαβε να δει την κυρά Χρυσούλα να σηκώνεται από τον καναπέ που καθόταν και να τρέχει προς το μέρος της με τα χέρια ανοικτά. Κάποιες φωνές ακούστηκαν από κάπου μακριά, από κάποιο στενό σπήλαιο και μετά, το απόλυτο σκοτάδι.
Οι άντρες που κάθονταν στον καφενέ απέναντι από το Χριστό, αλλά και ο «φαρμακοτρίφτης», ο φαρμακοποιός δηλαδή, ο κύριος Οικονόμου, έτρεξαν, ανταποκρινόμενοι στις φωνές της Κουλίαινας. Βρήκαν την Νικολέτα ξαπλωμένη στις χοντρές σανίδες του πατώματος με τα χέρια ανοικτά, στο σχήμα του σταυρού. Ο αιθέρας στη μύτη, την συνέφερε και το τρίψιμο με οινόπνευμα της έκανε καλό.
Ο κύριος Οικονόμου, πρότεινε να την πάνε στο Νοσοκομείο, έγκυος ήταν, δεν μπορούσαν αυτή τη λιποθυμία να την προσπεράσουν έτσι εύκολα. Και η γνώμη του φαρμακοτρίφτη, σαν πιο ειδικού, έγινε δεκτή απ’ όλους. Την σήκωσαν και την μετέφεραν έξω από το σπίτι.

Δεν ήξερε τι έκανε, δεν ήξερε που πάταγε, ποιους δρόμους έπαιρνε. Προσπαθούσε να τρέξει μέσα από τα σοκάκια που διακλαδίζονταν σε όλη αυτή την περιοχή, να βρει την πιο σύντομη διαδρομή για το «Δημοτικό Νοσοκομείο». Άκουγε την ανάσα του, άκουγε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και γρήγορα, άκουγε τον αέρα να περνά δίπλα από τα αυτιά του. Ο Σέμος  ειδοποιήθηκε στο μαγαζί για την κατάσταση της γυναίκας του και χωρίς να καταλάβει πως, βρέθηκε να τρέχει στα πλακόστρωτα δρομάκια της Πόθιας. Έβαζε με το μυαλό του τα χειρότερα, έβλεπε την Νικολέτα του νεκρή, έβλεπε το παιδί του νεκρό, έβλεπε ότι είχε στη ζωή να καταρρέει. Κι αυτό το νοσοκομείο ήταν μακριά.
Σταμάτησε να πάρει ανάσα σαν είδε την είσοδο με τις λευκές αρχαιοελληνικές κολώνες και τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Μια πινακίδα σε μια άκρη, σκουριασμένη από τον καιρό, έγραφε «Δωρεά Ν. Βουβάλη». Ανέβηκε τα σκαλιά όσο πιο ήρεμα μπορούσε και προσπάθησε να φτιάξει τα ρούχα του κάπως. Ίσιωσε τα μαλλιά του και καθάρισε τα μάτια από τα δάκρυα που είχαν στεγνώσει και τον έκαναν να βλέπει θολά.
Βρήκε μια νοσοκόμα και την ρώτησε που να πάει. Του έδειξε.
Το δωμάτιο ήταν άσπρο με δυό κρεβάτια. Το ένα άδειο με τα σεντόνια του τεντωμένα και το άλλο με την Νικολέτα του και την Κουλίαινα να κάθεται στην άκρη, στη μεριά που ήταν τα πόδια της ξαπλωμένης κοπέλας. Το πρόσωπο της γυναίκας του ήταν χλωμό και κάτι έλειπε από την εικόνα, κάτι που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει εκείνη τη στιγμή ο Σέμος.
Έτρεξε κοντά της και της έπιασε τα χέρια. Την φίλησε στο στόμα και εισέπραξε ένα κρύο φιλί. Δεν το περίμενε αλλά μπορούσε να το καταλάβει στην κατάστασή της. Της χάιδεψε τα μαλλιά και της έδωσε άλλο ένα φιλί στο πάνω μέρος του κεφαλιού. Κοίταξε προς την κυρα Χρυσούλα και εκείνη έστρεψε τα μάτια της αλλού.
«Μα, τι συμβαίνει επιτέλους;»,  σκέφτηκε. Αντ’ αυτού ρώτησε την γυναίκα του: «Πως είσαι φρεγάτα μου; Τι γένηκε μαθές; Μου είπασι ότι ‘ρρώστησες κι έπεσες χάμω…»
Η Νικολέτα τον κοίταξε αμίλητη. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα, ενώ γύρω τους είχαν σχηματιστεί μαύροι κύκλοι. Το βλέμμα της ήταν σχεδόν ικετευτικό όχι όμως και πονεμένο. Δεν υπήρχε πόνος μέσα τους, μόνο αβεβαιότητα. Τράβηξε το χέρι της από την παλάμη του άντρα της. Με μια απότομη κίνηση, σήκωσε το λευκό σεντόνι που την σκέπαζε. Ο Σέμος αναπήδησε απότομα σαν να τον είχε δαγκώσει φίδι. Κοίταξε την κοιλιά της, δεν την είδε τουρλωμένη όπως ήταν το πρωί που την χαιρέτισε. Την είδε πιο μικρή και λες και είχε ξεφουσκώσει σαν μπαλόνι που είχε χάσει τον αέρα του.
«Τι… τι είναι αυτό; Ίντα έγινε; Το παιδί….; Που πήγε η κοιλιά σου…;»
Τώρα ήταν η σειρά της Νικολέτας να χαμογελάσει. Τώρα εκείνη τον χάιδεψε στο πρόσωπο και προσπάθησε να τον ησυχάσει:
«Όλα εντάξει Σέμο μου, όλα εντάξει. Το παιδί βιαζόταν και ήρθε πιο γρήγορα… αλλά όλα εντάξει…»
«Δηλαδή το παιδί … γεννήθηκε; Ίντα θέλεις να μου πεις; Είμαι πατέρας;  Είναι αγόρι; Που είναι;»
Ήθελε να ρωτήσει πολλά και αν γινόταν να πάρει απαντήσεις για όλα μαζί, αλλά κατάλαβε ότι η Νικολέτα είχε περάσει δύσκολες στιγμές κι έτσι ηρέμισε κάπως. Ζήτησε να μάθει τι έγινε. Θέλησε να βρει τον γιατρό, να μη κουράσει την γυναίκα του. Της έδωσε ένα βιαστικό φιλί, ένα χάδι κι έτρεξε στον διάδρομο να βρει τον γιατρό, να μάθει αν το παιδί… , αν η γυναίκα του ήταν καλά. Αν… και πως, είχε γίνει πατέρας.
Ο γιατρός ήταν ένα μικρό, κοντό και αδύνατο ανθρωπάκι με μεγάλα και χοντρά γυαλιά, που συνέχεια τα στερέωνε στη μύτη με το δάχτυλο. Τόσο συχνά που πρέπει να ήταν το τικ του. Κράταγε κάτι  χαρτιά στο χέρι και, ευτυχώς, δεν έδειχνε βιαστικός. Κάθε τόσο ρούφαγε την μύτη του λες και ήταν συναχωμένος, αλλά τα μάτια του εξέπεμπαν μια σπιρτάδα που τον έκανε νικητή σε κάθε συζήτησή του. Τράβηξε από τον αγκώνα τον Σέμο σε ένα δωμάτιο που ήταν άδειο.
Του εξήγησε ότι το μωρό ήρθε πρόωρα, εφταμηνίτικο ήταν τα λόγια του και ότι η μάνα είναι πολύ καλά στην υγεία της.
«Αγόρι είναι γιατρέ;», ρώτησε.
Ο γιατρός χαμογέλασε. Ήξερε τις επιθυμίες των συμπατριωτών του για αγόρι.
«Αν ήταν κορίτσι δηλαδή, θα σε πείραζε; Θα στεναχωριόσουν;»
«Ίντα λες γιατρέ, να στεναχωρηθώ γι αυτό; Λοιπόν, κορίτσι είναι, ε;»
«Όχι…», του είπε.
Το πρόσωπο του Σέμου φωτίστηκε σαν λαμπάδα. Ήθελε να χοροπηδήσει από την χαρά του, αλλά κρατήθηκε. Κοίταξε τον γιατρό, όσο πιο σοβαρά μπορούσε.
«Μπορώ να το δω; Μπορώ να το πιάσω;»
«Περίμενε μη βιάζεσαι, είναι σε κοιτίδα, πρόωρα… βλέπεις». Ο γιατρός χτύπησε το δάχτυλό του στο τραπέζι και κοίταξε τον Σέμο βαθιά στα μάτια. «Είπα όχι, στο κορίτσι που με ρώτησες ε;»
«Ναι, εννοείς ότι είναι γιός, αγόρι…»
«Ναι, ναι …», του είπε βιαστικά. «Είναι και αγόρι…»
Ο Σέμος τον κοίταγε τώρα σαν χαζός. Δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Ίντα πάει να πει … είναι και αγόρι; Τι άλλο μπορεί να είναι;»
«Και αγόρι και κορίτσι…», του είπε ο γιατρός. «Συγχαρητήρια, έχεις δυό παιδιά, δίδυμα, ένα κορίτσι κι ένα αγοράκι…»
Ο Σέμος δεν κατάλαβε αν είχε ακούσει καλά. Δυό παιδιά με την μια. Και αγόρι, αλλά και κορίτσι. Κάθισε στο κρεβάτι που ήταν μπροστά του και προσπάθησε να ξεζαλιστεί, τινάζοντας το κεφάλι δεξιά – αριστερά. «Τι μου είπε τώρα ο γιατρός; Ότι έχω Δυό παιδιά…», σκέφτηκε και κοίταγε τον μικροκαμωμένο άντρα μπροστά του σαν χαζός με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο.
Ευτυχώς από την πόρτα φάνηκε ο Κλεάνθης και η φωνή του τον επανέφερε. Η φωνή του, ήταν τρεμάμενη καθώς επαναλάμβανε τα λόγια του γιατρού στον κουνιάδο του. Εκείνος γέλασε με την καρδιά του και τον χτύπησε στην πλάτη:
«Μπράβο γαμπρέ μου, μπράβο… τι άντρες είμαστε για; Έτσι … μπαμ και κάτω. Μ’ ένα σπάρο… μπράβο» και εξακολούθησε να τον χτυπά στην πλάτη. Σε λίγο και οι δυό άντρες βρίσκονταν στο δωμάτιο που ήταν τα μωρά. Ήταν τα μόνα μωρά εκεί και δυό ηλεκτρικές λάμπες, άναβαν από πάνω τους, ενώ το σωληνάκι του ορού, ήταν συνδεδεμένο στο χεράκι του ενός και στην φλέβα, στο μέτωπο του άλλου.
«Ίντα στο κούτελο το έχετε αυτούνο;», ρώτησε με αφέλεια ο Σέμος. Πήρε εξηγήσεις από την νοσοκόμα που στεκόταν δίπλα τους κι έτσι ηρέμισε, γιατί, η αλήθεια είναι, πως είχε αγριευτεί σαν πρωτοείδε τα παιδιά του. Ο Κλεάνθης δίπλα του γέλαγε και προσπαθούσε να κάνει γκριμάτσες, λες και τα μωρά μπορούσαν να καταλάβουν. Ευγενικά η νοσοκόμα τους είπε ότι έπρεπε να φύγουν κι έτσι αποφάσισαν να δουν την Νικολέτα στο δωμάτιο, αν και κάτι έδενε τον Σέμο με το δωμάτιο που ήταν τώρα.
Σαν μπήκαν στον θάλαμο που ήταν η μάνα, το πρώτο που αντίκρισαν ήταν τον κυρ Δημητρό που καθόταν σε μια καρέκλα. Όλη η οικογένεια, εκτός του Μέμου που έπρεπε να μείνει στο καφενείο, ήταν παρούσα και από τις δυό μεριές. Ο καπετάν Αριστείδης με το κασκέτο του, οι κυράδες των δυο αντρών και φυσικά η Καλοτίνα. Εκείνη μάλιστα σκυμμένη πάνω στην αδερφή της, δεν σταματούσε να την γεμίζει φιλιά, να της ανασηκώνει τα μαλλιά και να της σφουγγίζει τον ιδρώτα.
Όλοι με μιας γύρισαν προς την μεριά του Σέμου, τον ευχήθηκαν και τον αγκάλιασαν, χωρίς να ξεχάσουν να τονίσουν το πόσο «άντρας» ήταν, πόσο καρπερός και γόνιμος. Την δεκαετία του πενήντα, τα δίδυμα, προέρχονταν από την ικανότητα του άντρα. Όσο κι αν εξηγούσε η επιστήμη ότι τα ωάρια της γυναίκας ήταν υπεύθυνα για αυτό, το μυαλό των ανθρώπων και ειδικά των Καλύμνιων έμενε κολλημένο στις παραδόσεις και τις ιδέες τους.
Κι εκείνος τα δεχόταν όλα αυτά, τα ίδια πίστευε κι εκείνος, με το στόμα ανοικτό σε ένα «ζωγραφισμένο» θα έλεγε κανείς, χαμόγελο, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε. Αυτό θα το καταλάβαινε λίγο καιρό αργότερα, όταν η ζωή θα απαιτούσε όλο και περισσότερα.
Και οι μήνες πέρασαν και τα μωρά «έδεσαν» και η Καλοτίνα, όπως και όλη η οικογένεια, βοηθούσαν στο μεγάλωμα. Τα βράδια ήταν δύσκολα, όταν το κλάμα ακουγόταν μέχρι την πλατεία και κρατούσε άυπνο το ζευγάρι, αλλά έδειξαν και η δυό τους μια απρόσμενη υπομονή και βέβαια αντοχή. Τώρα η ζωή τους είχε γεμίσει, κάπως απότομα βέβαια, αλλά ένοιωθαν σαν να είχαν πραγματοποιήσει τον σκοπό της ύπαρξής τους. Η αγάπη του ζευγαριού, δυνάμωνε μέρα με τη μέρα, όσο οι δυσκολίες που προέρχονταν από τα μωρά, γίνονταν όλο και πιο έντονες, όλο και πιο συχνές. Λες και το ανάθρεμμα των μικρών «διαβολάκων», όπως τα αποκαλούσε ο Σέμος, ήταν το λίπασμα στο χωράφι της αγάπης τους.
Το κορίτσι, (είχαν αποφασίσει πως θα το έλεγαν Ελπινίκη, το όνομα της μάνας του Σέμου), ήταν πιο ήσυχο αλλά πιο «φαγανό», από τον ζωηρό μεν, αλλά λιγόφαγο μικρό Αριστείδη (κι αυτό το όνομα από το σόι του Σέμου).
Και τα δυό ήταν σαν μικρά ροζ ποντικάκια, άντε λίγο μεγαλύτερα από ποντίκια, ας πούμε μεγάλοι αρουραίοι και τα δυό κλαψιάρικα, μάλιστα όταν άρχιζε το ένα να κλαίει, ακολουθούσε σαν σιγόντο και το δεύτερο, κουνούσαν χέρια και πόδια, κάτι που τρέλαινε τον χαζομπαμπά,  ανοιγόκλειναν το στόμα, λες και ήθελαν κάτι να πουν και βέβαια άφηναν τα περιεχόμενα των εντέρων τους όπου και όπως μπορούσαν.
«Λες μαρή Νικολέτα να έχουν τίποτις τα παιτζά; Τέτοιο σκατό μαθές, εν έχω ματαδεί…», έλεγε ο Σέμος προκαλώντας το χαμόγελο της κυρα Χρυσούλας που κι αυτή βοηθούσε όπως μπορούσε. Πόσες πετσέτες είχαν κοπεί για να κάνουν πάνες, δεν λέγεται. Πόσες φορές είχε σκύψει η Καλοτίνα να τα ξεσκατίσει, όποτε η αδερφή της θήλαζε το άλλο, δεν μπορούσε να μετρηθεί.
Και ο καιρός πέρναγε και ο Ιούλιος έφυγε, κόντευε να φύγει και ο Αύγουστος, στα μισά ήταν και όλο το νησί τώρα ετοιμαζόταν να γιορτάσει την Παναγιά.

«Κι άλλη μωρέ Κλεάνθη;  Άντε άλλη μια, αλλά τελευταία θα είναι, έτσι; Σκοτεινιάζει σε λίγο…», φώναξε δυνατά ο Μικές ο Καρβουνιάρης, για να ακουστεί καλά πάνω από το ζεστό, αλλά δυνατό αεράκι του πελάγους.
«Άλλη μια μωρέ Μιτσέ, άλλη μια τελεσταία θα είναι, άντε να σε χαρώ…», απάντησε ο άντρας στη πλώρη με το φόρεμα του «μηχανικού». Κολαουζέρη είχαν τον μπαρμπα Μανόλη τον Καρφιά ή «Μαλούπα». Έμπειρος στη μηχανή πιο παλιά ήταν και σε «καγκάβα76», αλλά και σε μηχανοκίνητο «αχταρμά77». Κουπάς στα νιάτα του, έκανε και μηχανικός, αλλά το ταλέντο του αναδείχτηκε σαν κολαουζέρης.
 Μέχρι εκείνη την μέρα που δεν τσουρμάρησε για ένα γελοίο, κατά την γνώμη του, λόγο και από τότε έμεινε αυτός ο θαλασσόλυκος στην στεριά, μετά από τριάντα χρόνια στο θαλασσόνερο. Κάποια μέρα, χωρίς κανείς να ξέρει πως, τα χέρια αλλά και το πρόσωπο του «Μαλούπα», γέμισε ξεραούλες78 κι αυτό κάποιοι «μηχανικοί» το είδαν σαν κακό σημάδι και θανατικό. Πως; Κανείς δεν ξέρει. Γιατί; Ούτε αυτό. Από κείνη τη στιγμή πάντως δεν μπόρεσε να ξανά τσουρμάρει. Τώρα βοηθούσε τον Κλεάνθη και τον Καρβουνιάρη στους βούτθους, στο ξεμύξασμα.

Το σκάφος, το μικρό τρεχαντήρι, ανεβοκατέβαινε στους χορευτικούς ρυθμούς της θάλασσας. Ο Κλεάνθης καθόταν στην πρώρα κοντά στη σκάλα κατάδυσης. Φορούσε ήδη το φόρεμα με όλα τα εξαρτήματά της και περίμενε την περικεφαλαία για μια τελευταία βουτιά. Σήκωσε τα μάτια απέναντι στα βουνά της Τουρκίας, στα παράλια της Μικράς Ασίας και άφησε τον καπνό του τσιγάρου του να βγει από τα πνευμόνια του και ταξιδέψει στον αέρα. Συλλογιζόταν το πότε θα ερχόταν το «τεπόζιτο»79 του καπετάν  Άτσα κι αν ο καπετάνιος τελικά θα κρατούσε την υπόσχεσή του.
«Σε θέλω σισσυλίτζα80 στο βυθό και να σφάξεις τα καλά …», ακούστηκε η φωνή του μπαρμπα Μανόλη. Ήρθε κοντά του κρατώντας την χάλκινη περικεφαλαία προσπαθώντας να μη μπλέξει το κολαούζο και το μαρκούτσο πουθενά. Οι μυς του είχαν φουσκώσει από το βάρος και οι φλέβες του πετούσαν σαν φίδια.
Ο Κλεάνθης γύρισε το κεφάλι και τον αντίκρισε σαν είχε φτάσει πίσω του. Χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο κουρασμένο και χωρίς πειθώ για καλή διάθεση. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, του άρεσε αυτός ο γερο θαλασσόλυκος, κάθε του κίνηση απέπνεε σιγουριά και έδινε κουράγιο. Από την ώρα που θα φόραγε αυτό το στρογγυλό κράνος με τα μικρά φινιστρίνια, η ζωή του εξαρτιόταν απ’ αυτόν. Απ’ αυτόν και την «Βαρβάρα»
Σηκώθηκε και έκανε ένα βήμα προς την άκρη της κουπαστής. Τα σιδερένια παπούτσια και το σκαντάλι με την βαριά ζώνη, κούραζαν το χωλό του πόδι, αλλά δεν είχε σκοπό να το δείξει σε κανέναν. Καβάλησε την κουπαστή και κατέβηκε μέσα στο νερό, δυο σκαλιά στην μικρή σχοινένια σκάλα.

Ο κολαουζέρης, τίναξε το μαρκούτσο και σήκωσε την περικεφαλαία ψηλά. Με αργές κινήσεις, του την φόρεσε και άρχισε να την γυρνάει, να μαγκώσει στις στροφές της. Στο τέλος έσφιξε και τα μπουλόνια.
 Ο Κλεάνθης έβλεπε πια το κατάστρωμα από το μικρό άνοιγμα του φινιστρινιού του με τα σταυρωτά σίδερα. Άκουσε την ανάσα του, κοφτή και απόκοσμη. Η ρόδα της μηχανής είχε αρχίσει να γυρίζει και να γεμίζει με αέρα το φόρεμα. Τρόμπαρε δυό φορές την «Βαρβάρα» και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Το συρματόσχοινο που τον κράταγε, τεντώθηκε και τα πόδια του βρέθηκαν στο κενό. Άρχισε σιγά – σιγά να βουλιάζει και σε λίγο έβλεπε το κάτω μέρος του τρεχαντηριού, με τις πράσινες «μαλούπες» και τα καφετιά φύκια να χορεύουν στο ρυθμό του θαλάσσιου ρεύματος. Κοίταξε το σχοινί με τους κόμπους που κρατούσε και μόλις έφτασε να δείχνει δεκαπέντε οργιές, ένοιωσε τα πόδια του να πατούν στην άμμο και τις πέτρες του βυθού. «Καλός κολαουζέρης …», σκέφτηκε χαμογελώντας.
Περπάτησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μαγεμένος για άλλη μια φορά από την ομορφιά της θάλασσας. Κάποια ψάρια που σε κοπάδι περνούσαν δίπλα του, έδειξαν λίγο ενοχλημένα από την παρουσία του, αλλά συνέχισαν την πορεία τους σαν σύννεφο, αδιάφορα, προς το βάθος του πελάγους. Ένας σκάρος πλησίασε και τον περιεργάστηκε, αλλά σαν κι αυτός δεν είδε κάτι το ενδιαφέρον, συνέχισε το δρόμο του κουνώντας όλο χάρη την ουρά του. «Είσαι τυχερός που είμαι για άλλη δουλειά εδώ …», είπε απευθυνόμενος στο ψάρι, «… και που δεν έχω ένα καμάκι στο χέρι, αλλά αυτό το τσεκούρι μόνο». Χαμογέλασε και πάλι, σήκωσε το βλέμμα όσο πιο ψηλά μπορούσε με αυτό το σκάφανδρο και είδε την πληθώρα από τις φουσκάλες που ανέβαιναν προς την  επιφάνεια, σε κάθε εκπνοή του.
Ο βυθός με τα χρώματά του, όσα μπορούσε δηλαδή να διακρίνει, ήταν μαγευτικά ωραίος. Καταλάβαινε γιατί μπορούσε εύκολα να ξεγελάσει τους «μηχανικούς». Χρώματα διάφορα γέμιζαν τον ορίζοντά του. Κοράλλια και βράχια απότομα, ψάρια και σφουγγάρια.
Είδε μπροστά του ένα μεγάλο «καπάδικο81» δίπλα σε ένα πιο μεγάλο «λαγόφυτο82». Το μάτι του γυάλισε από την επιθυμία και σήκωσε το τσεκούρι να τα «σφάξει».

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

«Θα μπορούσε να είναι κι έτσι…», είπε η Ποθητή. «Πολλά λέγουσι, αλλά….»
Σήκωσε τα μανίκια της ρόμπας της γιατί είχαν πέσει από το δίπλωμα και κόλλαγε η ζύμη πάνω τους. Είχε ζέστη και οι γυναίκες απολάμβαναν την συντροφιά η μια της άλλης, κάνοντας συλλογικά τις δουλειές τους. Τα εφτάζυμα είχαν αναλάβει η Ποθητή με την αδερφή της και τα γλυκά, ειδικά τα «φοινίκια», η Κυράννα με την κόρη της την Καλοτίνα. Όταν θα ετοιμαζόντουσαν όλα, θα τα μοίραζαν.
«Έτσι είναι όπως τα λέγω», απάντησε η Κυράννα. «Θα σου τα πω άλλη μια να ξεστρίψει το μυαλό σου να τα καταλάβεις…»
Η Καλοτίνα χαμογέλασε, θα άκουγε την ίδια ιστορία για πολλοστή φορά. Κάθε Χριστούγεννα, η μάνα της την έλεγε και κάθε φορά η Ποθητή, ίσως για να της πάει κόντρα και μόνο, έκανε ότι δεν την πίστευε.
«Που λες, όταν η Μεγαλόχαρη είχε τους πόνους της γέννας, είχε πεθυμιά και ζήτησε ένα χουρμά. Φοίνικα όπως τον λέγανε. Έτρεξε ο Ιωσήφ και της έφερε. Η Παναγιά τον έφαγε με μεγάλη χαρά, τον λαχταρούσε τόσο, πριν όμως προφτάσει να βγάλει το κουκούτσι από το στόμα ένας πολύ δυνατός πόνος, την έκανε να φωνάξει Ω! οπότε κι αυτή η κραυγή έμεινε χαραγμένη σε κάθε κουκούτσι του φοίνικα – χουρμά. Σε ανάμνηση λοιπόν αυτού, γίνονται τα φοινίκια κάθε Χριστούγεννα…», γέλασε σαν είδε την έκφραση των άλλων γυναικών και άρχισε να τις ευλογεί κοροϊδευτικά, σαν παπάς, κάνοντας το σχήμα του σταυρού στον αέρα.

Η μεγάλη μέρα της Γέννησης του Κυρίου έφτανε και οι γυναίκες του νησιού είχαν τις φούριες τους. Γλυκά, εφτάζυμα, λάτρα και ασπρίσματα, έπρεπε να γίνουν, να φανούν οι αρετές τους και να υποδεχτούν με τιμές το «θείο βρέφος». Οι άντρες ετοίμαζαν τις φωτιές για τα γλέντια, τα κρέατα και τα ψάρια, τα κρασιά, τα τσίπουρα και τα ούζα. Κάπου – κάπου φρόντιζαν και κάποιες επιδιορθώσεις σε μερεμέτια του σπιτιού. Ο κυρ Δημητρός είχε βάλει τον Μέμο να καθαρίσει με ένα σκληρό πινέλο, τα ψηφιδωτά στις βεράντες, προκαλώντας βέβαια την γκρίνια του και μια στραβομουτσουνιά. Και όταν έβλεπε τους φίλους του από κάτω να περνάνε με την βάρκα, τώρα που ο καιρός είχε πάλι ηρεμίσει από τους δυνατούς αέρηδες τόσων ημερών, η καρδιά του καιγόταν να πάει για ψάρεμα.

«Όλα εγώ τα κάμω, όλο μένα βάζεις …», είπε για να εισπράξει μια σβερκιά από τον πατέρα του.
«Άντε βρε Κώτικο μποχάλι, δούλευε και μη γκρινιάζεις μέρες που ‘ναι»
Ο Κλεάνθης είχε βαλθεί να καθαρίσει τον καφενέ του, μην έρθουν τα Χριστούγεννα, μην έρθει ο νέος χρόνος και μείνουνε λερά, «… και οι καλικάντζαροι ετούτα λαχταρούνε…», όπως του είχε πει και ο Σκαρένιος, σε μια στιγμή δεισιδαιμονικής κατάληψής του. Γέλασε σαν σκέφτηκε το Γιαννιό και βέβαια μαζί με αυτόν και τον «Κουρέλι». Κοίταξε προς την εκκλησία και έκανε τον σταυρό του στο άκουσμα της καμπάνας που καλούσε τους πιστούς για την μετάληψη.
Είχε ζητήσει από δυο γυναίκες να τον βοηθήσουν (επ’ αμοιβή) και τώρα τις έβλεπε που είχαν, με ανασηκωμένα τα μανίκια τους, βγάλει όλες τις καρέκλες και τα τραπέζια του μαγαζιού στην αυλή, έριχναν νερά, έτριβαν σαπούνι και διάφορα άλλα υλικά στο πάτωμα που μόνο οι νοικοκυρές ξέρουν, καθάριζαν τοίχους και παραθυρόφυλλα, πάγκους και νεροχύτες. Ευχαριστιόταν ο Κλεάνθης σαν μύριζε την καθαριότητα των γυναικών. Κάποιοι πελάτες που είχαν έρθει για το πρωινό τους καφεδάκι, να φύγουν από τα πόδια των γυναικών τους σήμερα παραμονή των Χριστουγέννων, στάθηκαν άτυχοι.
«Μωρέ Κλεανθιό, να φύγω από την κερά ήθελα, αλλά κι εδώ τα ίδια μαθές; Λες και η γυναίκα με ακολουθεί με την λάτρα της» και γέλασαν καλοκάγαθα.
Ο Κλεάνθης στήριξε την πλάτη στη κολώνα της μικρής κληματαριάς, καθισμένος σε ένα ξύλινο σκαμνάκι, Τούρκικο με χειροποίητα σκαλίσματα. Άναψε τσιγάρο και προσπάθησε να χαρεί την πρώτη ρουφηξιά. Τον έπιασε βήχας και τα μάτια του δάκρυσαν.
«Ε, βρε Κλεάνθη …», άκουσε πίσω του μια φωνή. Μια γνώριμη φωνή, που για άγνωστο λόγο του δημιουργούσε μια επιθυμία, μια ζέστη.
«Ίντα έγινε μαθές; Λάτρες έχεις σήμερις;»
Γύρισε το κεφάλι χαμογελώντας. Ο κυρ Βασίλης το «Μαραγκούλι», ερχόταν από την πλατεία, συνοδεύοντας την κόρη του. Την Υπαπαντή. Κι εκείνη του χαμογελούσε. «Γλυκό πρόσωπο, γλυκό χαμόγελο, γλυκιά εμφάνιση…», σκέφτηκε ο άντρας. Χαιρέτισε κι εκείνος με τη σειρά του.
«Καλημέρα κυρ Βασίλη, καλημέρα ‘Παπαντή, ίντα κάμετε πρωινιάτικα από τα μέρη μας; Να σας κεράσω κάτι;», είπε με τα μάτια όμως κολλημένα στην όμορφη κόρη. «Ελάτε περάστε… κάτι θα πάρετε, δεν ημπορεί…»
Ο κυρ Βασίλης, πρόσεξε το βλέμμα του Κλεάνθη και χαμογέλασε. Χαζός δεν ήταν, απλά τώρα μπορούσε να εξηγήσει την επιμονή της κόρης του να τον συνοδεύσει στην πλατεία, που είχε να συζητήσει για κάποια θέματα με ένα πελάτη του, προφασιζόμενη ότι ήθελε να αγοράσει κάτι που δεν κατάλαβε από το εμπορικό του Γιάννη του «Μάγκα». Επιπλοποιός ο κυρ Βασίλης, τεχνίτης άξιος και μερακλής, είχε φτιάξει τα καλύτερα έπιπλα για όλων των ειδών τα βαλάντια, για όλα σχεδόν τα σπίτια στο νησί. Είχε βάλει και τον γιό του στη δουλειά, ενώ η κόρη του η Υπαπαντή, ήταν ακόμη μαθήτρια στο Σχολαρχείο.
«Μπα… καλύτερα γιέ μου να συνεχίσουμε, να κάμεις κι εσύ τη δουλειά σου, άνω κάτω είσαι μαθές, να τελειώνω κι εγώ και η κόρη μου τα ψώνια της, να πάμε σπίτι να στολιστούμε για την εκκλησιά. Περνάνε γρήγορις οι ώρες και … Παραμονή είναι, υπάρχουν πολλά που πρέπει να τελειώσουν»
«Α, όχι ‘πιμένω κυρ Βασίλη. Μισή ώρα μονάχα, έτσι για καλημέρισμα…» και σηκώθηκε να πάει προς την κουζίνα, αφού πρώτα λευτέρωσε ένα τραπέζι και τρεις καρέκλες, να κάτσουν.
Σκέφτηκε ότι επέμεινε πολύ και με ένταση. Το μετάνιωσε που φέρθηκε έτσι, σαν να έδειχνε τι ήταν αυτό που ήθελε. Από την άλλη, δεν ήταν και τόσο κακό που έδειξε αυτό που ήθελε, αρκεί να το καταλάβαινε το σωστό άτομο. Απλά το είχαν καταλάβει και οι δυό.
Μόλις έφερε τους καφέδες στον στρογγυλό δίσκο με την ξεβαμμένη διαφήμιση, ακούστηκαν κάποια χτυπήματα σε τενεκέδες. Παιδικές φωνές ακούστηκαν που πλησίαζαν και στη στροφή της εκκλησίας φάνηκε μια ομάδα από πιτσιρίκια, το μεγαλύτερο επτά ή οκτώ χρονών και το μικρότερο τριών, να κατεβαίνει το δρόμο. Δυο – τρία ήταν ξυπόλυτα, με τα παπούτσια τους περασμένα στον λαιμό, δεν άντεχαν την υπόδηση, φορώντας όμως καθαρά ρούχα.
«Αύτη είναι η ημέρα όπου ήρθ’ ο Λυτρωτής από Μαριάμ μητέρα εκ Παρθένου γεννηθείς. Άναρχος αρχήν λαμβάνει και σαρκούται ο Θεός ο αγέννητος γεννάται εις την φάτνην τάπεινός Άγγελοι το νέον λέγουν εις ποιμένας και βοσκούς ο αστήρ, το θαύμα δείχνει εις τους μάγους και σοφούς».
Όλοι άφησαν τις δουλειές που έκαναν για να απολαύσουν αυτή τη παιδική χορωδία που φάλτσα προσπαθούσε να πει τα κάλαντα. Όχι μόνο για τα λεφτά ή τα φοινίκια και κουρκουμπίνια ή κουραμπιέδες, αλλά και για το μεγαλείο του Χριστού. Κάποια από τα παιδιά, τα πιο μικρά, δεν ήξεραν τα λόγια και απλά ανοιγόκλειναν το στόμα ή φώναζαν μόνο τις καταλήξεις, προκαλώντας το γέλιο.
Η θάλασσα ήταν ήρεμη και ο ήλιος αρκετά ζεστός, σα να ήταν άνοιξη. Τα μανίκια είχαν σηκωθεί και τα πουκάμισα των νέων αντρών είχαν ξεκουμπωθεί στο στήθος. Ο Κλεάνθης γύρισε το βλέμμα του στην Υπαπαντή και πρόσεξε την κίνηση των ματιών της, στην απελπισμένη προσπάθειά της, να μη φανεί ότι τον κοίταγε αρκετή ώρα. Χαμογελούσε σκύβοντας το κεφάλι της, στέλνοντας όμως ένα ενθαρρυντικό μήνυμα στον νέο που την ενδιέφερε. Και τον μήνυμα αυτό ήταν εκκωφαντικά ξεκάθαρο. Χαμογέλασε και ο Κλεάνθης, πήρε κουράγιο και είδε την μέρα, την όμορφη αυτή μέρα, ακόμα πιο όμορφη και αισιόδοξη.
Της πρόσφερε το ποτήρι με το «υποβρύχιο», αυτό από το Μπουντρούμ που ζητούσε ο Γιάννης ο «Σκάρτος», το καϊμάκι, που το λόγιζε γλυκό σαν τη ματιά της. Εκείνη το πήρε και κατά λάθος (;), άγγιξε το χέρι του. Κάτι σαν ηλεκτρισμός τον διαπέρασε και το τράβηξε γρήγορα και απότομα. Ευτυχώς ο κυρ Βασίλης δεν είχε καταλάβει τίποτα, ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε.
Τόσα χρόνια πια, από το ατύχημά του μέχρι σήμερα, δεν είχε βλέψεις σε καμιά κοπέλα. Σε όλες άρεσε, ωραίος άντρας ήταν, αλλά αυτό το χωλό πόδι ήταν το εμπόδιο για μια σχέση, πόσο μάλλον για ένα γάμο. Ο αθέλητος ρατσισμός εκδηλωνόταν χωρίς μάσκα, χωρίς ντροπές, χωρίς προσχήματα. Ούτε να το ονειρευτεί δεν μπορούσε. Πολλές φορές, όπως όλοι οι άνθρωποι, όποτε έκλεινε τα μάτια, φανταζόταν τον εαυτό του υγιή, να περπατάει στα μαράσια και τα κορίτσια να κρυφοκοιτούν πίσω από τα μισόκλειστα παντζούρια. Να τον ορέγονται, να τον θέλουν, να λειώνουν γι αυτόν κι εκείνος αγέρωχος να συνεχίζει το περπάτημά του, χαμογελώντας με τα «θέλω» τους.
Σκεφτόταν να έχει όποια θέλει, να φιλά νεανικά χείλη, να χαϊδεύει κοριτσίστικα κορμιά, ν’ ανακατώνει κατάμαυρα στιλπνά μαλλιά. Τα χρόνια όμως πέρασαν και τα όνειρα έμειναν όνειρα κι εκείνος με πόδι που σερνόταν και τον καθυστερούσε, δίνοντας μια κωμική χροιά στο περπάτημα ενός, κατά τα άλλα, ωραίου άντρα.
 Μέχρι που και τα όνειρα στέρεψαν, τον κούρασαν, δεν είχαν πια νόημα. Οι κόσμοι της ομορφιάς μέσα του γκρεμίστηκαν, οι τύψεις τον κυρίευσαν σαν ήθελε πάλι τις εικόνες, έγινε ράκος αχάιδευτο και μόνο, να αφυπνίζεται από την αναπηρία, κάθε που είχε ελπίδα. Οι ουτοπίες του έφυγαν, πήγαν μακριά, ψηλά και πέρα από τον δικό του ήλιο.
Ο κόσμος του όλος είχε περιοριστεί σε μια στέρφα οικογένεια, ευτυχώς που η Νικολέτα έσπασε αυτό το ομιχλώδες τοπίο με την μικρή της επανάσταση, σε μια αναπηρία του ίδιου του του αντρισμού ακόμα, κατά τους Αθηναίους δημοσιογράφους και την μικρή μίζερη και γεροντική κοινωνία του καφενέ του. Όταν ακούς τις παλιές ιστορίες των γερο ναυτικών, τις περασμένες δόξες των ανάπηρων «μηχανικών» και τους ξεπερασμένους πια, ηρωισμούς των γερο ψαράδων, ο χρόνος σε παίρνει πίσω, σε παίρνει σε εκείνα τα παλιά τα χρόνια, γίνεσαι γέρος από την νεότητά σου ακόμα, γίνεσαι ένας νεκρός που ακόμα δεν το ξέρεις, περιμένοντας στωικά την τελευταία ανάσα.
Μέχρι που έρχεται αυτή, η Υπαπαντή, νέα και όμορφη και φρέσκια σαν πρωινή ηλιαχτίδα και σου θυμίζει ότι ζεις, ότι είσαι νέος και όμορφος, ότι ενδιαφέρεις και μπορείς να δημιουργήσεις. Σου παίρνει την μιζέρια και την θλίψη από το μυαλό, σε κάνει  ικανό για τρέλες και καμώματα που δεν θα είχες διανοηθεί, σου δίνει  ελπίδες και σε ξαναγεννά. Δεύτερη φορά σαν μάνα, σαν Πλάστης. Με τι δικαίωμα; Ποιος της είπε να το κάνει αυτό; Γιατί πρέπει να τον τυραννήσει τώρα που είχε πάρει την μεγάλη του απόφαση να μπαρκάρει;
Η ελπίδα είναι βάρος στη ψυχή όποιου αποφασίσει την απώλεια, την απομόνωση, το τέλος. Είχε τη ζωή του στα χέρια του και μόνο, κι αν κάτι του συνέβαινε, λίγοι συγγενείς θα μπορούσαν να τον κλάψουν. Τώρα όμως ήταν υπόλογος και στην καρδιά του την ίδια. Ήταν υπόλογος στην αγάπη, στην ομορφιά, στη ζήση. Δεν μπορούσε να βλάψει μόνο τον ίδιο τον Κλεάνθη, αλλά και κάτι που, έξω από αυτόν, θα μπορούσε να ήταν κομμάτι του -  ήταν κομμάτι του - θέλοντας και μη.
Κοίταξε ξανά την κοπέλα, τώρα κι αυτή είχε σηκώσει τα μάτια της στο πρόσωπό του και ήταν σοβαρή. Και αμίλητη. Θεέ μου, πόσα πολλά έλεγε αυτή σιωπή, αυτή η παρατεταμένη ματιά, εκείνα τα χείλη που δεν σάλευαν και απλά άχνιζαν τις επιθυμίες τους. Να μπορούσε να την πάρει στα χέρια του, να την αγκαλιάσει, να την σφίξει στο στήθος του, να νοιώσει την αναπνοή της πάνω του, στο δέρμα του. Και με τη στάση του, της έδινε να καταλάβει τα εσώψυχά του.
«Να πααίνουμε κι εμείς Κλεάνθη μου…», ακούστηκε σαν κεραυνός η φωνή του κυρ Βασίλη και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. «Πέρασε η ώρα και ακόμη εδώ είμαστε και οι δουλειές έχουσι το κακό συνήθειο να θέλουν χέρια. Άντε το λοιπό, θα τα πούμε το βράδυ στην ‘κκλησιά»
 Τους είδε να απομακρύνονται πατέρας και κόρη, δίπλα – δίπλα, προς την μεριά της μεγάλης πλατείας. Την είδε που προσποιούμενη ότι μιλάει στον κυρ Βασίλη, τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της και σήκωσε ελαφρά το χέρι σε χαιρετισμό. Χαμογέλασε και την χαιρέτισε κι εκείνος όσο πιο διακριτικά και συνωμοτικά μπορούσε. Αυτή η κρυφή επικοινωνία τους, έδινε χαρά και φτερά και στους δυο τους. Το μέλλον γραφόταν τώρα μπροστά τους, είχε επιτέλους ο Κλεάνθης κάτι, που μπορούσε να διαχειριστεί μόνος του, κάτι που – όπως έβλεπε να εξελίσσονται τα πράγματα – περνούσε από τα χέρια του και, ίσως, μόνο απ’ αυτά.

«Όμορφος είμαι μαθές; Ε, κόρη μου; περήφανη για τον πατέρα σου;», είπε ο κυρ Δημητρός στην Καλοτίνα, σαν του ίσιωνε την γραβάτα του. Φορούσε το μαύρο του ριγέ κουστούμι και ένα κατάλευκο πουκάμισο. Το λευκό του μουστάκι ήταν περιποιημένο και τα μαλλιά του ισιωμένα με κρέμα περιποίησης.
«Κούκλος πατέρα… μα τι, καρτζές θες να κάψεις μαθές στην ‘κκλησιά;»
Ο Κυρ Δημητρός γέλασε με τα σχόλια της κόρης του, αλλά και πραγματικά ευχαριστημένος από την εικόνα του στον καθρέφτη. Η Κυράννα κούναγε περιφρονητικά το κεφάλι της στα καμώματα του άντρα της και προσπαθούσε να στερεώσει μια καρφίτσα στο πέτο της ζακέτας της. Γέλασε, έβαλε από λαιμαργία ένα φοινίκι στο στόμα και το κατάπιε σχεδόν αμάσητο. Περπατούσε πάνω – κάτω στη κουζίνα και φρόντιζε και την τελευταία λεπτομέρεια. Περίμεναν την Νικολέτα με τον Σέμο, για να πάνε όλοι μαζί στην εκκλησία του Αι Νικόλα για την λειτουργία των Χριστουγέννων. Κόντευε έντεκα η ώρα και ακόμη το ζευγάρι δεν είχε κάνει την εμφάνισή του.
«Είναι έγγυα …», μουρμούρισε, «… ε, μπειράζει…».
Οι καμπάνες όμως χτυπούσαν εδώ και αρκετή ώρα. Αυτό μεγάλωνε τον εκνευρισμό της μάνας, που προσπαθούσε να βρει τρόπο να εκτονωθεί, κάτι έξω από γκρίνια, ήμερα που ήταν. Κοίταξε την Καλοτίνα της. «Όμορφη κόρη…», σκέφτηκε με μια λάμψη στα μάτια. «Όμορφη και καλοσυνάτη …», συνέχισε την σκέψη της, «… και νοικοκυρά. Όλα τα καλά έχει πάνω της. Κάμε Θεέ μου να βρεθεί ένα καλό παλικάρι και γι αυτήν, να… σαν της Νικολέτας…»
«Μάνα, έτοιμη μαθές; Βάλε καημένη λίγο κοκκινάδι στο στόμα, γίνου πιο … πώς να το πω, πιο γλυκιά…», βρήκε μια άστοχη λέξη.
Της έδωσε ένα κοκκινάδι από την τσάντα της και έβγαλε μια πούδρα από το συρτάρι του κομό, εκεί που είχε τα λίγα καλλυντικά της. Η Κυράννα στάθηκε πειθήνια στις παροτρύνσεις της κόρης της και σε λίγο θαύμαζε το είδωλό της στον καθρέφτη, για ν’ ακούσει και τα συχαρίκια του άντρα της. Κορδώθηκε σαν σκεπάρνι (όχι γύφτικο πάντως) και έστρωσε τα μαλλιά της. Το σφύριγμα θαυμασμού του Κλεάνθη που μόλις είχε βγει από το δωμάτιο «των αντρών», της τόνωσε την ματαιοδοξία της.
«Κούκλος είσαι Κλεάνθη μου, κούκλος! Στην ‘κκλησιά θα είσαι ο πιο όμορφος. Άντε τα κορίτσια να παρακολουθήσουν την λετουργιά», του επέστρεψε τον θαυμασμό του.
«Δεν τον νοιάζουν οι κοπελούες τον αδερφό μου. Μια τον νοιάζει μόνο. Έτσι αδέρφι;»
Χαμογέλασε και του έκλεισε το μάτι. Έξυπνη κοπέλα η Καλοτίνα, δεν της είχε ξεφύγει το ενδιαφέρον για την Υπαπαντή. Και στον γάμο της αδερφής της, αλλά και από λόγια τις υπόλοιπες μέρες. Κι εκείνη, σαν πειραχτήρι που ήταν, όλο έφερνε την συζήτηση γύρω από αυτήν. Πότε έλεγε ότι ήταν καλό κορίτσι, πότε θα πέρναγε από το σπίτι της, πότε ότι είχε δανειστεί κάτι, ένα βιβλίο ας πούμε, από κείνην. Και βέβαια μελετούσε την στάση, ή μάλλον την στενάχωρη αμηχανία του αδερφού της.
Το χτύπημα της πόρτας τους έκανε να γυρίσουν το βλέμμα προς τα κει.
«Επιτέλους, ήρθασι…», είπε η Κυράννα κι έτρεξε, προλαβαίνοντας την Καλοτίνα, να ανοίξει.
«Καλώς τα παιιά μου. Καλώς τα μου», σχεδόν φώναζε, «… καλώς και τα τρία μου…» και βάλθηκε να χαϊδεύει τη κοιλιά της κόρης της. «Περάστε, κατεβείτε με προσοχή …» και έδειξε τα τρία σκαλάκια της εισόδου. Τους φίλησε και έβαλε την κόρη του να καθίσει.
«Κάτσε βρε μάνα, ακόμα δεν φούσκωσα. Μην κάνεις έτσι, μη με χαϊδεύεις τόσο, θα κακομάθω…»
«Να κακομάθεις φρεγάτα μου…», επενέβη ο Σέμος. «Να κακομάθεις… εγώ είμαι εδώ» και της έπιασε τρυφερά το χέρι.
«Αν είμεθα έτοιμοι να πααίνουμε…», μίλησε τώρα ο κυρ Δημητρός, «… άντες και αργήσαμε. Αλήθεια εκείνο το κόρνιο, το γουρλί… που είναι, ακόμα να ετοιμαστεί;»
Ο Μέμος φάνηκε από το δωμάτιο πηδώντας στο ένα πόδι, προσπαθώντας να δέσει τα κορδόνια του παπουτσιού του: «Ίντα με βρίζεις βρε πατέρα; Ίντα θέλεις; Τώρα δεν ήρθασι και οι νιόπαντροι; Εγώ μαθές θα φταίω για όλα;»
«Άντες να πηγαίνουμι…», επανέλαβε η Κυράννα.
Στην εκκλησία έκανε πολύ ζέστη και οι πόρτες ήταν ανοικτές. Φύσαγε Σοροκάδα που έφερνε σκόνη και ψηλές θερμοκρασίες, για τέτοιο μήνα, από την Αφρική. Ο γυναικωνίτης ψηλά ήταν γεμάτος από νωρίς και οι νεώτερες και οι άγαμες κοπέλες, μπροστά – μπροστά, ακουμπούσαν στην κουπαστή, να μπορούν να έχουν θέα προς όλους τους εκκλησιαζόμενους από κάτω. Προς όλους; Όχι βέβαια, ποια ενδιαφερόταν για τους γερο ναυτικούς ή για τον «Μαρκούτσο» και τον Κωνσταντή ή τον «Σκάρτο» ή τον «Τρούπα», ο οποίος, παρεμπιπτόντως είχε ντυθεί την μαύρη τήβεννο του ψάλτη και στεκόταν με ένα χαζό χαμόγελο δίπλα στον αριστερό ψάλτη και ανοιγόκλεινε το στόμα. Τα μάτια έπεφταν στα νέα παλικάρια, στους «μηχανικούς» ιδιαίτερα και στα αγόρια του Νικηφόρειου γυμνασίου για τις πιο νέες.
Η οικογένεια της Υπαπαντής καθόταν κάτω και αριστερά με τον κυρ Βασίλη στητό να ακούει και να ψέλνει μαζί. Δίπλα του η κυρα Θεμελίνα και ο γιός του σε απόλυτη ευθεία λες και είχαν παραταχθεί σε στρατιωτικό σχηματισμό. Κάθε τόσο η κόρη γύρναγε το κεφάλι προς την πόρτα, τάχα αδιάφορα, μα στην πραγματικότητα περιμένοντας τον Κλεάνθη. Όσο δεν τον έβλεπε, κάτι μέσα της την «έτρωγε», κάποιος πόνος στο στομάχι την έκανε να κάνει βήματα, μια μπρος μια πίσω. Ο πατέρας της, έκανε νόημα με τα μάτια να ησυχάσει και ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο φάνηκε κάτω από το μακρύ του μουστάκι και στην άκρη των ματιών του. Κοίταξε διακριτικά κι αυτός προς την πόρτα. Αυτό που έτρωγε την κόρη του, μόλις είχε φτάσει. «Τώρα θα ηρεμίσει λίγο …», σκέφτηκε και το χαμόγελό του έγινε πιο μεγάλο.
Ο Κλεάνθης μπήκε στην εκκλησία πίσω από τις δυό του αδερφές παρέα με τον Σέμο. Τα μάτια του λες και είχαν προγραμματιστεί μόνα τους, διέτρεξαν την εκκλησία και γρήγορα εντόπισε το βλέμμα της Υπαπαντής. Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια με μια κίνηση του κεφαλιού, σαν να του έλεγε: «γιατί άργησες;» και φάνηκε να κάνει ένα βήμα πιο πίσω. Της χαμογέλασε κάτι που έγινε αντιληπτό από τη Καλοτίνα (πόσο ήξερε να διαβάζει τον αδερφό της!) και μετά γύρισε το βλέμμα προς τους παπάδες που τώρα έραιναν τον κόσμο με αγιασμό. Έκανε τον σταυρό της και κάτι μουρμούρισε, τα χείλη της τουλάχιστον αυτό έδειξαν, έπιασε την πλάτη της μπροστινής της καρέκλας και με το χέρι, έκανε αέρα στο πρόσωπό της.
Η Μαρία η Λισγάρινα, ήταν μια ψηλή και θεωρητική γυναίκα από την Λέρο, που είχε παντρευτεί Καλύμνιο σφουγγαρέμπορο. Επειδή οι δουλειές του άντρα της ήταν στην Αυστραλία, είχαν μετακομίσει εκεί, στο Σύδνεϋ. Αλλά η αγάπη του Σκεύου του Λισγάρη για το νησί του, τον έκανε κάθε δεύτερο ή τρίτο  χρόνο, το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, να επιστρέφει. Ήθελε αυτή την επαφή με τον κόσμο του, με τους δικούς του ανθρώπους, με τη δική του γη. «Οι θάλασσες εκεί είναι λερές…», έλεγε κάθε που μιλούσε για την ξενιτειά του, «… εδώ είναι καθάριες και γαλάζιες και έχουν ανθρώπους καλούς να τις δουλεύουν…».
Η Μαρία λοιπόν, κουράστηκε εκεί στον ξένο τόπο, δίπλα στον άντρα της, αλλά τελικά είχε δει πολλά χρήματα στα χέρια της. Έγινε μεγάλη και τρανή κι έτσι σήκωσε και την μύτη της, πάνω από τους ώμους. Όσο απλός και καταδεκτικός ήταν ο Σκεύος, τόσο απρόσιτη η γυναίκα του. Κάτι το οποίο σχολιάστηκε από τις «γαλιάντρες» της Καλύμνου. Και τι δεν είπαν για αυτήν! Και τι γέλια δεν έριχναν από πίσω της. Αλλά και η ίδια η Λισγάρινα έδινε αφορμές γι αυτό με τα καμώματά της. Έπρεπε να δείξει τα πλούτη της στις απλές νησιώτισσες, να δείξει την ανωτερότητά της, το ότι ήταν σχεδόν αγράμματη δεν έπαιζε κανένα ρόλο στην επίδειξή της, να κάνει τη φιάκα της. Και έτσι φορούσε την γούνα που είχε. Μια άσπρη, πανέμορφη γούνα από Ρώσικη ερμίνα, που την κρατούσε ζεστή. Αλλά όταν φυσάει Σοροκάδα, όταν οι περισσότεροι κόντευαν να λιποθυμήσουν από την ζέστη σε αυτόν τον κλειστό χώρο με τα λιβάνια και τις ψαλμωδίες, όταν ο ίδιος ο παπάς είχε δώσει εντολή να ανοίξουν όλες οι πόρτες, ε, τότε δικαιολογημένα το μολύβι των ματιών στο πρόσωπο της γουνοφορεμένης Μαρίας, να τρέξει και να κυλήσει σαν μαύρο δάκρυ στο μάγουλο. Ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπο, τα μάτια είχαν κοκκινίσει, αλλά η γούνα – γούνα και φυσικά τα κουτσομπολιά – κουτσομπολιά και τα γέλια – γέλια.

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

«Σκατόκαιρος μαθές… λες και θέλει η ρημάδα να μας καταπιεί…», έβγαλε τον καημό του, βλέποντας τη θάλασσα, ο καπετάν Λούτσος, αυτός που πάντα γκρίνιαζε για τη θάλασσα, για τους αέρηδες και τις βροχές. Και η αλήθεια είναι ότι τώρα, που ήταν μερικές μέρες πριν παραμονή Χριστουγέννων η θάλασσα προσπαθούσε να κατακτήσει την στεριά, να καταπιεί το νησί, στέλνοντας στρατιές κυμάτων καταπάνω του, προσπαθώντας να σπάσει τους βράχους του κυματοθραύστη του λιμανιού, αλλά και τα τσιμέντα και την άσφαλτο της μεγάλης πλατείας.
Πάνω στο κτίριο του παλιού Επαρχείου, τα κύματα σήκωναν το ανάστημά τους στα τρία μέτρα, λες και το νησί ήταν καράβι που ταξίδευε στο πέλαγο. Παντού, στους δρόμους, στα μικρά παρκάκια που με κόπο είχε φτιάξει ο δήμαρχος, στα χωμάτινα πεζοδρόμια, το νερό έκανε μικρές λιμνούλες και το αλάτι στις άκρες φαινόταν άσπρη κηλίδα, κάθε φορά που ο ήλιος μπορούσε να διαπεράσει τα σύννεφα.
«Ευτυχώς που δε βρέχει… για φαντάσου κι αυτό…», συμπλήρωσε ο «Μαρίδας» ο Γιάννης. Παλιός ναυτικός κι αυτός είχε δει και δει στα τόσα χρόνια με τα καράβια. Ακόμα και με τα «ποστάλια»73 η ζωή του ήταν γεμάτη πιότερο από κύματα παρά από τα χάδια της γυναίκας του, όπως έλεγε ο ίδιος γελώντας.
Ο Γιάννης ο «Μαρίδας», ήταν γύρω στα εξήντα, αλλά φαινόταν πολύ μεγαλύτερος με τις τόσες βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο και στο σβέρκο, που είχε προκαλέσει η σκληρή ζωή της θάλασσας. Ο ήλιος και το αλάτι, ο φόβος του ωκεανού και η απουσία από το νησί του για τόσους και τόσους μήνες και μάλιστα τόσο συχνά, τον είχαν λυγίσει και ψυχολογικά. Παντρεμένος με την Βακίνα του Στεφάκη, έκαναν μαζεμένα τέσσερα παιδιά μέσα σε διάστημα τριών χρόνων, τα πρώτα ήταν δίδυμα και η χαρά της ζωής είχε σταματήσει εκεί.
Τον άρπαξαν τα καράβια, τα ταξιδιάρικα που κουβαλούσαν σίδερο και σιτηρά από την Αργεντίνα, κασσίτερο από την Ιρλανδία, Ρούσικα ξύλα και σίκαλη και Αμερικάνικα αυτοκίνητα και μηχανήματα σε όλο τον κόσμο. Τον πήραν τα ποστάλια που έρχονταν και πήγαιναν στον Πειραιά αλλά και τα άλλα, που έφταναν στην Αλεξάνδρεια και στο Νοβαροσίσκ74. Κάποτε είχε δουλέψει και στο «Πατρίς», αλλά και στο «Ελπίς» και είχε δει και την Αυστραλία από το Σύδνεϋ. Είχε μεταφέρει όνειρα κι ελπίδες, εμπορεύματα και ανθρώπους, είχε δει θάλασσες ξωτικές και παράξενες, με πρωτόγνωρα χρώματα και καιρούς, είχε φοβηθεί κύματα τριαντάμετρα και πειρατές από την Ασία και την Πολυνησία. Έκρυψε μετανάστες φτωχούς, παράνομους και απελπισμένους, χασίς και «φούντα» ακατέργαστη, τσιγάρα και οινόπνευμα.
Τα είχε δει όλα στη ζωή του, τα είχε νοιώσει όλα στο πετσί του, δεν είχε καταλάβει όμως την …ζωή του. Το αντιλήφθηκε όταν εκείνος ο νεαρός που του μίλησε στην τελευταία επιστροφή του (από ένα ταξίδι με φορτηγό στην Κίνα), του είπε ότι ήταν ο γιός του. Το μικρό Αργάλι του, τώρα είχε γίνει ο νεαρός Γιώργος.
Έκοψε τα ταξίδια, έκοψε τη θάλασσα και έβγαλε μια σύνταξη να μπορεί να ζει. Τώρα έβλεπε τη θάλασσα ή από την στεριά ή από την βάρκα του, όταν πήγαινε για ψάρεμα.
«Λοιπόν, θα τα φορτώσουμε;», είπε ο «Μαρίδας» στον Σέμο. «Είπα στον Φίλια να φέρει το καρότσι να τα πάρει. Για κοίτα παιί μου αν έχει έρθει το αργοκάϊκο…»


Ο Σέμος χαμογέλασε και άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού, έριξε ματιές προς όλες τις μεριές και εντόπισε τον Φίλια στην γωνία να πίνει από ένα μπουκάλι, κρασί ή κάτι τέτοιο. «Πάλι τύφλα θα έρθει πρωί – πρωί. Και ποιός τον ακούει τον κυρ Γιάννη…», σκέφτηκε με χαμόγελο.
Γύρισε στο μαγαζί. «Έρχεται είπε» και έκανε να βγάλει το πακέτο με τα δίχτυα προς τον δρόμο. Ο κυρ Γιάννης απόσωσε τον καφέ του και σηκώθηκε να πληρώσει, βγάζοντας ένα ρολό με χαρτονομίσματα από την τσέπη του. Ο Χαλκίτης, το αφεντικό του Σέμου και ιδιοκτήτης του μαγαζιού, έτεινε το χέρι, πήρε τα χαρτονομίσματα με μια έκφραση απληστίας στο πρόσωπο και στο χαμόγελό του. Σήμερα καλά πήγε η δουλειά και ο έμπορος ήταν ευχαριστημένος. Κοίταξε τον Σέμο και τον είδε που με κόπο προσπαθούσε να σηκώσει το εμπόρευμα, να το φορτώσει στο καρότσι του Φίλια που είχε ήδη φτάσει έξω από την πόρτα. Κούνησε το κεφάλι και κάθισε στο μικρό ξύλινο γραφείο του, πήρε ένα μολύβι κι άρχισε τους υπολογισμούς του.
Ο κυρ Γιάννης έφυγε και ο αέρας, έκλεισε με θόρυβο την πόρτα. Το ηλεκτρικό έκανε κάποιες διακοπές προκαλώντας τα σχόλια και την γκρίνια ξανά του καπετάν Λούτσου και ένα σύντομο μούγκρισμα από τον Χαλκίτη. Ο Σέμος προσπάθησε να κατεβάσει και κάποια πράγματα που είχε παραγγείλει ο καπετάνιος, κάτι σημαντήρες και «καμπάνια», κάτι μεσινέζες μεγάλης διαμέτρου και καμάκια.
«Για μεγάλα ψάρια πας καπετάνιε;», είπε στον καθήμενο γερο ναυτικό.  «Για ξιφίες;»
«Μπα, όχι για τώρα. Που να βγεις Χειμωνιάτικα γιέ μου. Αλλά και τα μαύρα σημάια μου χαλάσαν και τα σήμαντρα τραβήξαν νερά και σκουριάσαν πια. Γι αυτό δεν βιάζουμε, βλέπεις για σφουγγάρια εν μπορούμε πλιο, να είν καλά το καλάρισμα…», γέλασε και κοίταξε τον σκυμμένο στα χαρτιά του, Χαλκίτη.
Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ, που είχε κεράσει το μαγαζί και σηκώθηκε όρθιος στηριζόμενος στο μαύρο του μπαστούνι με την ασημένια κεφαλή βρυχώμενου λέοντα στο χερούλι.
«Κυρ Λευτέρη…», του είπε ο Σέμος, «… πότε τα θέλεις μαθές; Να βιαστώ για όχι;»
Αφού διευκρίνισαν τα του χρόνου παράδοσης αλλά και του τόπου, ο καπετάν Λευτέρης Μπούμας ο «Λούτσος», έφυγε σέρνοντας τα βήματά του κόντρα στο δυνατό μαϊστράλι. Σήκωσε το γιακά του χοντρού μάλλινου παλτού του και κράτησε με το χέρι, το ναυτικό του κασκέτο. Σε λίγο είχε εξαφανιστεί στην άκρη του δρόμου.
Ο Σέμος τακτοποιούσε κάποια πράγματα στα ράφια και σκεφτόταν την επόμενη παραγγελία που έπρεπε να εκτελέσει. Το κατάστημα ήταν ένα από αυτά τα κλασσικά εμπορικά μαγαζιά των νησιών, γεμάτο από λογής – λογής εμπορεύματα που είχαν σχέση με το επάγγελμα των ναυτικών. Και για ψαράδες και για το σφουγγάρι. Θα μπορούσε κανείς να βρει εκεί, από καλάμια ψαρέματος και δίχτυα, μέχρι σκάφανδρα και φορέματα κατάδυσης. Από σημαδούρες και καμάκια, μέχρι σιδεροπάπουτσα και σκαντάλια. Σχοινιά και προστατευτικά υφάλων, μέχρι κάνιστρα, βαρέλια και μαρκούτσα. Από μηχανές κολαούζα, μέχρι ανταλλακτικά μηχανότρατας.
 Το μόνο που ξεχώριζε απ’ όλη εκείνη την πανσπερμία εμπορεύματος και ήταν σωστά τοποθετημένο στα ράφια, ήταν τα τσιγάρα. Γιατί ο Χαλκίτης, είχε και το πρατήριο τσιγάρων του νησιού, αντιπροσωπεύοντας κατά κύριο λόγο τον «Παπαστράτο». Σε μια σειρά φαινόταν μια ολόκληρη σειρά από κόκκινα πακέτα με το δεκάρι σε άσπρο χρώμα, δίπλα οι άσσοι, παραδίπλα το εφτάρι. Υπήρχαν και εξωτικά τσιγάρα με το όνομα «Bayron» ή «Ρήγας», με σήμα το αντίστοιχο τραπουλόχαρτο. Ο Χαλκίτης δεν κάπνιζε και συνέχεια τσακωνόταν με τον αδερφό του που είχε καταντήσει ένα σκέτο «φουγάρο» και περπατούσε, μιλούσε, έτρωγε ακόμα, με ένα τσιγάρο στο χέρι, κάνοντας την ατμόσφαιρα σε κάθε χώρο που ήταν να βρωμάει. Κι όμως το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους, το όφειλαν στα τσιγάρα.
Έτσι, με πελάτες και μαζέματα πέρασε η μέρα. Τα φώτα στους δρόμους άναψαν, η θάλασσα ηρέμησε αφού μαλάκωσε ο αέρας και τα πρώτα τραγούδια είχαν αρχίσει να ακούγονται από τις ταβέρνες και τα καφενεία της πλατείας. Ο Σέμος κοίταξε, άθελά του, το μεγάλο ξύλινο ρολόι – εκρεμμές στο τοίχο της αποθήκης. Ο Χαλκίτης το πρόσεξε, απορίας άξιο πως έβλεπε ενώ ήταν σκυμμένος στα χαρτιά του, δεν είπε τίποτα και απλά χαμογέλασε. Από την ημέρα που ο υπάλληλός του είχε παντρευτεί, το μάτι του συνέχεια έτρεχε στο ρολόι.
«Λοιπόν, Σέμο, όλα εντάξει; Οι παραγγελίες για αύριο έτοιμες;»
«Όχι κύριε Γιώργο, θα τις κάμω τώρα, μην ανησυχείτε, όλα θα είναι στην ώρα τους»
« Ο Μέσης θα τα κάμει75», του είπε, «… και μπορούν να γίνουν το πρωί. Άντε τώρα να πας στην κυρά σου, βγήκε σήμερις το χρήμα, το μεροκάματο. Άντε γιέ μου, μη κάνεις τέτοια όμορφη κυρά να περιμένει άλλο»
Ο Σέμος ευχαρίστησε χαμογελώντας και αφού ρώτησε δυό φορές, αν ήθελε να κάνει τις παραγγελίες σήμερα, παρακαλώντας μέσα του να αρνηθεί το αφεντικό του, έβγαλε την γαλάζια του ρόμπα και φόρεσε το πανωφόρι του. Καληνύχτισε.
Το μαϊστράλι καλά κρατούσε, αν και η έντασή του τώρα είχε μειωθεί. Η θάλασσα, συνέχιζε την επίθεσή της, αλλά έδειχνε πολύ κουρασμένη και ίσως και νυσταγμένη. Πιο πολύ κουνούσε τις βάρκες για παιγνίδι, παρά σκόπευε να «καταλάβει» το νησί σήμερα. Και οι μεγάλοι στρατηγοί κάποια στιγμή τα παρατούν, μέχρι να πάρουν νέες δυνάμεις τα στρατεύματα. Κοίταξε μακριά, στο πέλαγος κατά τη μεριά της Κω. Άσπρα στίγματα εκεί θα έκαναν εφιαλτική το ταξίδι για όποιον θα το επιχειρούσε.
«Στεριά και πάλι στεριά», σκέφτηκε σαν είδε αυτή την εικόνα. Του άρεσε η θάλασσα, νησιώτης ήταν, αλλά από μακριά. Να κάνει μπάνιο, να ψαρεύει… αλλά μέχρι εκεί. Δεν του πήγαινε η δουλειά της. Κι ας είχε πατέρα καπετάνιο (το παράπονο του καπετάν Αριστείδη) κι ας είχε πάνω από τρεις μηχανικούς στην οικογένειά του. Έβαλε το χέρι στην τσέπη να ζεσταθεί. Κάποια νομίσματα κουδούνισαν και τα έβγαλε έξω να τα μετρήσει. «Εικοσιπέντε δραχμές…», είπε.





Μπήκε στο μαγαζί του κυρ Μιχάλη του Βούρου να πάρει δυό πάστες που τόσο της άρεσαν της Νικολέτας του. Χαμογέλασε και μόνο που άνοιξε την πόρτα του ζαχαροπλαστείου, σαν μύρισε το άρωμα της βανίλιας. Πήρε δυό πάστες αμυγδάλου, μια γι αυτόν, μια για την κυρά του. Σκέφτηκε την χαρά της, σκέφτηκε το γέλιο της, μα πάνω απ’ όλα σκέφτηκε την υπόσχεσή του: «θα κάνω τα πάντα να είσαι ευτυχισμένη αγάπη μου», εκεί στο Νικηφόρειο, πέρα στα χωράφια.
Βγήκε πάλι στον δρόμο. Είχε ακούσει ότι στην Αθήνα, οι άντρες έπαιρναν λουλούδια στις κοπέλες του, αλλά εδώ στο νησί, τέτοια πολυτέλεια δεν υπήρχε. Προχώρησε λίγο ακόμα και σταμάτησε στην στροφή του Επαρχείου, προσπαθώντας να προφυλαχτεί από ένα ξαφνικό κύμα που έσκασε στα βράχια, λες και ελεύθερος σκοπευτής που τον είχε εντοπίσει.
Γέλασε από την τρομάρα που πήρε. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και ξαναμέτρησε τα λεφτά του. Τα βρήκε λίγα. Μπροστά του ήταν τώρα το άλλο, το δεύτερο ζαχαροπλαστείο του νησιού, αυτό του Μιχαλαρά, το ξακουστό για τα γαλακτομπούρεκά του. Μέτρησε για δεύτερη φορά τα λεφτά του, λες και θα μπορούσαν με κάποιο τρόπο ν’ αυγατίσουν. Η ίδια απογοήτευση. Τελικά, πήρε την απόφασή του. Μπήκε στο μαγαζί και ζήτησε ένα μόνο γαλακτομπούρεκο. Για την Νικολέτα του μόνο. Για κείνη που της άξιζαν όλα της Γης τα καλά. Να της προσφέρει γλύκα και σιρόπι.



Στο δρόμο άρχισε να τραγουδά, δεν ήξερε τι, δεν είχε σημασία τι τραγουδούσε, δεν είχε σημασία σε ποιόν το τραγουδούσε. Ήξερε πως θα το έπαιρνε ο αέρας και θα το σήκωνε ψηλά στον ουρανό. Μπορεί και στο φεγγάρι, μπορεί και παραπέρα, να μάθουν τα αστέρια την αγάπη του. Και ποιος ξέρει… κάποια μέρα ή κάποια νύχτα μπορεί να το ξανάφερναν πίσω, στο νησί του, στο νου της Νικολέτας του. Θα είναι τότε σαν να της τραγουδούν τα ουράνια, ο Θεός ο ίδιος.
Έφτασε σπίτι και του ήρθε η μυρωδιά από ψάρι ψητό. Και από φρέσκο ψωμί. Και από «φύλλα». Ανακάλυψε ότι πείναγε σαν … σκυλόψαρο. Θα μπορούσε να φάει ένα ταψί ολόκληρο και μια φραντζόλα ψωμί και… και…
Άνοιξε και είδε την πλάτη της γυναίκας του, με τα λυτά, μακριά, μαύρα της μαλλιά να έχουν κατέβει μέχρι την περιφέρειά της και να τονίζουν το λευκό της χρώμα στην πλάτη. Εκείνη γύρισε απότομα, η καρδιά της σκίρτησε στα βήματά του και το πρόσωπό της ξαφνικά φωτίστηκε από την ασημένια σκόνη της λαχτάρας. Του χαμογέλασε και πήγε κοντά του. Το φιλί της ήταν το φάρμακο για την κούραση του, για την ολοήμερη απουσία του.
«Ο Διάολος σε κυβερνά…», της είπε σαν έκλεινε τα μάτια του και αφηνόταν στα καπρίτσια της γλώσσας της. Τα πακέτα, έπεσαν από τα χέρια του, μετατρέποντας τα γλυκά σε μια άμορφη μάζα, κάτι που ανακάλυψαν όταν σηκώθηκαν από το κρεβάτι, μετά από καμιά ώρα.
Η Νικολέτα μόλις άνοιξε τα πακέτα, γέλασε με την καρδιά της, φέρνοντας το χέρι στο στόμα. Και το γέλιο της ήταν νερό που κελάρυζε. Όμοιο με το φίλεμα της θάλασσας, ίδιο με την προσευχή στην Παναγιά, απολαυστικό σαν δροσιά στον άρρωστο. Ο Σέμος την πλησίασε μισόγυμνος και την αγκάλιασε από τους ώμους, την φίλησε στον λαιμό και τσίμπησε απαλά τις ρώγες του στητού της στήθους.
«Κι εγώ τι σου έχω;», είπε εκείνη με βραχνή φωνή, έκδηλα «αναμμένη» για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ.
Έβγαλε ένα μεγάλο ταψί με ψάρι, και το τοποθέτησε πάνω στο λευκό τραπεζομάντιλο του ξύλινου τραπεζιού της κουζίνας. Ένας Σκάρος ανάμεσα σε χοντροκομμένες πατάτες, όπως ακριβώς του άρεσαν, πλαισιωμένος με στρογγυλά κομμάτια ντομάτας και θρούμπη. Κι ελιές και κρεμμύδι και κάπαρη. Και σε λίγο ένα καρβέλι τραγανό και αχνιστό ψωμί, έκανε την εμφάνισή του. Ο Σέμος για δεύτερη φορά, κόντευε να χάσει τα λογικά του. Έκανε το σταυρό του και χωρίς να περιμένει δεύτερη κουβέντα, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά, φούσκωσε τα μάγουλά του προκαλώντας ξανά τα γέλια του αγγέλου του.
«Σιγά καημένε, θα πνιγείς…» και του έφερε μια γυάλινη καράφα με κόκκινο μυρωδάτο κρασί.
Τον κοίταγε επίμονα και αυτό τον έκανε να σταματήσει τον ξέφρενο ρυθμό του. Έβαλε το πιρούνι στην άκρη του πιάτου του και σήκωσε το ποτήρι να πιεί μια γουλιά από το κρασί. Πλατάγισε την γλώσσα και της έκλεισε το μάτι. Παρατήρησε ότι η κοπέλα είχε πάρει ένα σοβαρό και συνάμα συνωμοτικό ύφος.
 Συνοφρυώθηκε. Τα μάτια του πήγαν στα χέρια της που τα είχε σταυρώσει σαν σε προσευχή πάνω στο τραπέζι. Φορούσε μια λεπτή ζακέτα πάνω από το ολότελα γυμνό της σώμα και σε κάθε κίνησή της, το αιδοίο της αποκαλυπτόταν, αναστατώνοντάς τον. «Το κάνει επίτηδες…», σκέφτηκε ο Σέμος και ξαφνικά του κόπηκε η όρεξη για φαγητό. «Κάτι θέλει να μου πει…»
Παρατήρησε καλύτερα το πρόσωπό της, ναι, σαν ήρωας μπόρεσε να τραβήξει το βλέμμα του από το σαν νεογέννητου γυμνό σώμα της και είδε δυό μικρές σταγόνες να κυλούν στα μάγουλα. Νόμισε ότι ο κόσμος του γύρισε τ’ ανάποδα. Σταμάτησε ότι κι αν έκανε.
«Ίντα είναι γοργόνα μου; Ίντα έχεις μαθές; Κάτι σου συνέβηκε; Έκαμα κάτι εγώ να σε μαυρίσω; Έλα πε μου…»
Η κοπέλα γέλασε με λυγμούς, κάτι που μόνο οι γυναίκες μπορούν να κάνουν. Έπιασε τα χέρια του και τα έσφιξε μέχρι που τα δάχτυλά της άσπρισαν.
«Ναι, άντρα μου, κάτι έκαμες…»
«Ίντα έκαμα να το φτιάσω μαθές. Κι ότι ήταν αυτό, δεν το ήθελα γοργόνα μου. Πε μου και συγχώρα με. Θα το φτιάσω…»
«Σσσσς…. Ότι έκαμες δεν μπορείς τώρα πια να το φτιάσεις. Μόνο πε μου ότι θα είσαι καλός από δω και πέρα…»
«Πάντα ήμουνα καλός και στην ψυχή μου στ’ ορκίζομαι, στην Παναγιά το λέω, θα είμαι πάντα καλός και θα σε αγαπάω φρεγάτα μου…»
«Και … πατέρας;»
Κόντευε να ξημερώσει. Ο ήλιος φάνηκε στην άκρη του ορίζοντα και φώτισε τα πρόσωπά τους που έκλαιγαν. Αγκαλιασμένοι, σαν ένα σώμα, σε μια ανάσα, σε ένα δάκρυ, σε μια ελπίδα.
Ο σκάρος στο ταψί είχε κρυώσει πια και οι πατάτες είχαν γίνει σαν σόλες παπουτσιών. Μόνο το κρασί έσταζε σταγόνα – σταγόνα από την άκρη του τραπεζιού και την σπασμένη καράφα.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

«Μέρα μέρωσε…», που λέει και το τραγούδι.
Σάββατο, σε λίγες ώρες η Νικολέτα θα ανέβαινε τα σκαλιά του Αι Νικόλα, θα αποχαιρετούσε την ζωή με τους γονείς της και θα άρχιζε μια νέα με τον αγαπημένο της Σέμο. Νέο σπίτι, νέα ζωή, νέες συνήθειες αλλά και νέα βάρη στους λεπτεπίλεπτους ώμους της.
Από το πρωί το σπίτι βρισκόταν σε αναστάτωση. Οι γειτόνισσες και οι φίλες, η μάνα και η αδερφή, είχαν μαζευτεί και έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες. Δεν είχαν πολύ ώρα μπροστά τους και έπρεπε να είναι γρήγορες, αν και απόλαυσαν τον πρωινό καφέ που τους κέρασε η Κυράννα, με το ραχάτι τους. Ο κακόμοιρος ο κυρ Δημητρός δεν ήξερε που να πάει, που να σταθεί, τι να κάνει. Πήρε τον καφέ και έτρεξε στο καταφύγιό του, την βεράντα. Καλό καιρό είχε, δεν φυσούσε, γιατί να μην αφήσει τις γυναίκες στην ησυχία τους, ή μάλλον στη φούρια τους; Σε λίγο θα του έκαναν παρέα και τα δυο του αγόρια γιατί κι αυτά εκεί θα τα έστελνε η κυρά του. Και δεν λάθεψε!
Πρώτος έκανε την εμφάνισή του ο Κλεάνθης με τις μπότες στο χέρι. Αυτού τον καφέ θα τον έφερνε η Καλοτίνα. Κάθισε στον μεγάλο ξύλινο καναπέ, δίπλα στον πατέρα του και έξυσε βαριεστημένα το κεφάλι του.
«Ωραία μέρα θα μας κάμει…», είπε για να εισπράξει το χαμόγελο του κυρ Δημητρού. «Καλά να είναι η αδερφή μας, μέχρι και ο καιρός συμφωνεί με αυτό τον γάμο. Για φαντάσου να έβρεχε, πως θα πήγαινε στην εκκλησιά;». O πατέρας του κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας. Τις ίδιες σκέψεις είχε κάνει κι αυτός.
Ο Μέμος, πήγαινε και δεν πήγαινε! Σχεδόν σκουντουφλούσε στα έπιπλα του σαλονιού, ξυνόταν και χασμουριόταν συνέχεια και το παντελόνι του το είχε απλά σηκώσει, μη γίνει ρεζίλι στις γυναίκες που αλώνιζαν μέσα. Έπεσε κι αυτός στον καναπέ και απρόσεκτος όπως ήταν, χτύπησε το μικρό δάχτυλο του ποδιού στην γωνία του επίπλου, κάτι που τον έκανε να βγάλει μια δυνατή κραυγή και μια βρισιά.
«Μέρα που ‘ναι σήμερις κι εσύ βλαστημάς μαθές;», του έκανε την παρατήρηση ο κυρ Δημητρός. Προληπτικός άνθρωπος, φοβόταν τις βρισιές και τις βλαστήμιες, ειδικά σήμερα που γινόταν ο πρώτος γάμος της οικογένειας.
Η Καλοτίνα έφερε σε ένα δίσκο τους καφέδες των αδερφών της και δυό πιάτα που είχε ετοιμάσει, στο ένα τηγανητό ψωμί με ζάχαρη και στο άλλο, φέτες ψωμί πάλι, με λειωμένη ντομάτα και τυρί. Τα ακούμπησε στην στέρνα (μάζευαν το νερό της βροχής) και έφυγε βιαστικά να πάει με τις υπόλοιπες γυναίκες. Πρόλαβε όμως κι έστειλε σε όλους τους «άντρες της ζωής της», όπως τους έλεγε, το καλύτερό της χαμόγελο.
Ο πατέρας άναψε τσιγάρο και ακολούθησε ο Κλεάνθης. Τράβηξαν μια ρουφηξιά, αμίλητοι, αγναντεύοντας απλά την θάλασσα. Κάποιο βαρκάκι με σηκωμένο τον φλόκο του και πορεία προς το πέλαγος, έκανε το τοπίο να μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής. Η πρωινή ομίχλη θόλωνε το μαράσι του Αι Στέφανου απέναντι και ο καπνός που έβγαινε από την χωματερή, που έκαιγαν τα σκουπίδια, στην άκρη του νησιού, δημιουργούσε ένα μυστηριακό και επιβλητικό τοπίο. Οι τρεις άντρες ήπιαν τον καφέ τους και έφαγαν τις νοστιμιές της αδερφής τους με μεγάλο κέφι, αφού τα ποτά της προηγούμενης νύχτας, τους είχαν ανοίξει την όρεξη. Κάποια στιγμή ο κυρ Δημητρός έπιασε το χέρι του Κλεάνθη κι έφερε το δάχτυλό του στο στόμα να σωπάσει:
«Άκου…», του είπε, «… άκου, χαίρεται η αδερφή σου, χαίρεται και η μάνα σου»
Από το σπίτι ερχόταν τώρα η φωνή της «χορωδίας» των γυναικών. Στόλιζαν την νύφη και τραγουδούσαν. Και για να περνάει η ώρα και επειδή η διάθεση ήταν πολύ ευχάριστη, αλλά και για να της δώσουν κουράγιο:
«… στο ν’ίσσο του περιβολιού και στης ροτζάς τ’αέρι
ήκατσα κι ηπερίμενα για να ενούμε ν’ταίρι
Όμορφη που ‘σαι νύφφη μας, μελαχρινή κομμάτι
μμάτζα σα τριαντάφυλλα, που ‘ναι πο τζο στο μ’μάτι
Νύφφη τη μ’μάνα του γαμπρού α τη γ’καλημερίζεις
που σου ‘θρεψε βασιλικό να το’σεις να μυρίζεις.
Νύφφη χανάλλι του γαμπρού τα λούσα και οι λίρες.
Χανάλλι σ’σου κι ο άτζελος που τζάλεξες και πήρες.
Ας ευχηθούμε ν’του γαμπρού να ζήσει α εράσει
Α βζει στο γ’γύρο με κρασί το γ’κόσμο α κεράσει
Ας πούμε και της νύφφης μας, γιατί της κακοφάνει,
α πάρει τα γλυκίσματα το γ’κόσμο α γλυκάνει
Ας πούμε στα πετθερικά αμίλλα το χολιάσου
και μεζελίκια μπόλικα στο γ’κόσμο α μοιράσου…»

Η φωνή της Καλοτίνας ξεχώριζε. Ήταν πιο δυνατή, πιο κεφάτη και πιο φρέσκια. Ο κυρ Δημητρός συγκινήθηκε και έκανε να σφουγγίσει τα μάτια που είχαν αρχίσει να υγραίνονται. Κάτι είπε που δεν ακούστηκε, πιο πολύ για να μην φανεί η συναισθηματική του φόρτιση.
«Θα πρέπει να πηγαίνω τώρα…», είπε ο Κλεάνθης. «Νομίζω κι εσύ θα πρέπει να έρθεις μαζί μου», απευθύνθηκε στον μικρό του αδερφό. «Θα φροντίσω να γυρίσω όσο πιο νωρίς μπορέσω, να ντυθώ, να γίνω όμορφος κι εγώ…», συμπλήρωσε, χτυπώντας με νόημα το χωλό του πόδι δυνατά.
Τώρα είχαν αρχίσει να έρχονται και οι στενοί συγγενείς. Έφερναν για κανίσια67, ξίσματα και μισογάλουνα ή γαλούνια κρασί. Κάποιοι από τους καλεσμένους κουβαλούσαν κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, γαλακτομπούρεκα, διάφορες πάστες και ξηροτήγανα.
Θα κάθονταν στο σπίτι μέχρι την ώρα που θα έπαιρναν τη νύφη για την εκκλησία. Είχε μέλλον δηλαδή αυτή η κατάσταση, κάτι που έκανε τον Κλεάνθη να θέλει να φύγει πιο γρήγορα για τον καφενέ του. Κι ο πατέρας έπρεπε να φύγει, να πάει στην αγορά, να συνεννοηθεί με τους οργανοπαίχτες για τις τελευταίες λεπτομέρειες, με τον κυρ Αποστόλη τον Καλικάντζαρο για το γλέντι που θα γινόταν στην μεγάλη αλάνα δίπλα από την ταβέρνα του και βέβαια, από τον Αι Νικόλα, να τα πει με τον παπά, για να στείλει τον Χριστόδουλο τον Κούρο ή Κουρέλι να βοηθήσει στο σπίτι με τις αγιαστούρες (όλα αυτά που είχαν σχέση με την εκκλησία τα έλεγε αγιαστούρες).



Κούρος ή Κουρέλι
Ο πρώτος πελάτης στο καφενείο παράγγειλε βυσσινάδα μαζί με τον καφέ του για να ευχηθεί στον Κλεάνθη «την ώρα την καλή». Με νερό δεν ήθελε να πει γλυκιά κουβέντα.
Παρασύρθηκε και ο Γιαννιός ο Σκαρένιος και μαζί με τον καφέ, είπε να του φέρει και ένα «υποβρύχιο», αλλά… «…να είναι καϊμάκι Κλεανθιό, να πιάσει η ζάχαρη, να πιάσει κι η ευκή μαθές, από εκείνα τα καλά καϊμάκια που φέρνεις από το Μπουντρούμ βρε…». Περίμενε να του ανάψει και τον ναργιλέ, κάθισε σταυροπόδι και έβγαλε λεφτά να πληρώσει.
Ο Γιαννιός ο Σκαρένιος, πιο γνωστός σαν «Σκάρτος», ήταν συνάδελφος των γνωστών «Διόσκουρων», Κωνσταντή και Θανάση. Συνάδελφος βέβαια ως προς την τρέλα και τις παλαβομάρες. Η δική του η τρέλα ήταν να μιλάει μόνος του όλη την ημέρα, με φανταστικούς φίλους και αγγέλους που έστελνε αυτοπροσώπως ο ίδιος ο Θεός (καμιά φορά και η Παναγία), εξηγούσε και άκουγε τις θείες φωνές, έκανε υποθέσεις και όλο έτρεχε για μεγάλες νομικές διαμάχες, δικαστικές «Οδύσσειες» όπως έλεγε και ο δάσκαλος περιπαιχτικά, στα μεγαλύτερα δικαστήρια του πλανήτη. Τώρα, το ότι ποτέ δεν είχε φύγει από το νησί (δεν λογαριάζεται εκείνη η φορά που είχε πάει στη Λέρο), δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Το μυαλό του, μια ήταν στο Παρίσι και έλυνε δικαστική υπόθεση στο «Μεγάλο Γαλλικό Δικαστήριο», μια στο Μιλάνο, μια στην Νέα Υόρκη, μια στο Λονδίνο. Εκεί στο τελευταίο μάλιστα, του είχε αναθέσει μια υπόθεση και η ίδια η Βασίλισσα της Αγγλίας.
«Και τι υπόθεση ήταν αυτή ρε Σκάρτε;», τον ρωτούσαν με την ανάλογη σοβαρότητα οι υπόλοιποι, για να πάρουν άμεσα την απάντηση: «για κάποια χτήματα βρε στις Σκωτίες και στις Ουαλλίες…».
Ποτέ δεν είχε λεφτά επάνω του, ούτε πουθενά αλλού βέβαια και ήταν κι αυτός συντηρούμενος από τους συμπατριώτες του. Βλέπετε,  η «καζούρα», έχει και το αντίτιμό της. Ο αδερφός του, ήταν πράγματι δικηγόρος στην Αθήνα και μάλιστα καλός και του έστελνε χρήματα κάθε δεύτερη βδομάδα, αλλά μυστηριωδώς πως, αυτά χάνονταν και βέβαια ο «Σκάρτος» δεν ήξερε τίποτα. Γι αυτό και προξένησε μεγάλη απορία το γεγονός ότι σήμερα πλήρωσε τον Κλεάνθη.
Παρέα του Σκάρτου, ήταν ένα άλλο «λουλούδι» του νησιού. Κοντός, με πολύ μεγάλη μύτη, πεταχτά αυτιά και φωνή σαν κλάξον αυτοκινήτου, ο Μανόλης ο «Τρούπας», κοντά στα πενήντα πέντε, περπατούσε πάντα ένα βήμα πίσω από τον φίλο του κι έκανε όλο ερωτήσεις για ότι έβλεπε. Ρωτούσε ότι μπορεί κανείς να φανταστεί, δεν περίμενε απάντηση, την έδινε μόνος του και ευχαριστούσε για αυτό όποιον έβλεπε μπροστά του, ξαφνιάζοντας πολλές φορές τους ανυποψίαστους διαβάτες, που δεν τον είχαν προσέξει. Το «Τρούπας» (το πραγματικό του όνομα ήταν Βαλσαμίδης), του το κόλλησε ο Καθοπούλης ο γιατρός, γιατί είχε μόνιμα μια τρύπα στο παντελόνι του, στον καβάλο, κάτω από τα κουμπιά μπροστά, γιατί τον βόλευε όπως έλεγε στο κατούρημα.
«Βγάνω την μ’ …α μου όξω και το κουννί68 από το κάτουρο πάει μακριά μαθές…», έλεγε, «… και λιλλιρίζω69 πλιό».
Έκανε λοιπόν την εμφάνισή του και «Τρούπας» από την γωνιά του δρόμου κι έψαξε με τα μάτια τον φίλο και συνοδοιπόρο του. Χάρηκε σαν τον είδε, ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του σαν μικρού παιδιού και τάχυνε το βήμα του.
«Γεια σου Γιάννη, γεια σου Κλεάνθη…», είπε, «… όλα κάμουσι καλά;», ρώτησε σαν καθόταν πίσω από τον Σκαρένιο. «Ίντα πίεις εκεί Γιάννη, α, καφέ και «’ποβρύχιο» μαθές; Έχουμι γιορτή;»
«Βρε, κόφτες που να σε κόψει η θρούμπα, εν έχουμι τον γάμο της Νικολέτας;»
«Ποιάς Νικολέτας; Α, της αδερφής του!», κι έδειξε τον Κλεάνθη που προσπαθούσε να μην γελάσει. «Και πότες είναι; Α, σήμερις! Ναι», συνέχισε ρωτώντας και απατώντας ταυτόχρονα μόνος του.
Όσοι ήρθαν εκείνη την μέρα για τον καφέ τους, ήταν χαμογελαστοί και με την καλύτερη ευχή στο στόμα. Αγαπούσαν τον Κλεάνθη, τον κυρ Δημητρό και όλη την οικογένειά τους. Όλοι πήραν και κάτι γλυκό, για να πιάσει η ευχή και όλους τους κέρασε χαλβά, για τις χαρές. Και όσοι θέλαν μπορούσαν να έρθουν στο τραπέζι το γαμήλιο, να φάνε και να πιούνε, να τραγουδήσουν και να χορέψουνε.
Το μάτι του «Σκάρτου» και του «Τρούπα», άστραψαν στο άκουσμα αυτής της ανακοίνωσης. Σιγά μην έλειπαν αυτοί από το γλέντι. Θα έβαζαν και τα καλά τους ρούχα, για να κάνουν «εντύπωση στις κοπελούες…», που έλεγε και ο Θανάσης Το «Μαρκούτσο», ο φίλος του Κωνσταντή.



Το σπίτι πια είχε γίνει τόσο φασαριόζικο και γέμισε από τα «κανίσκια» και τα «ξίσματα» που ακόμα και η μέχρι εκείνη την στιγμή, ψύχραιμη Καλοτίνα, είχε αρχίσει να δυσανασχετεί και να «πνίγεται». Κόσμος από την γειτονιά όλη, έρχονταν να δουν τα προικιά, να καλημερίσουν να δώσουν την ευχή τους, να αντικρύσουν την νύφη «λεύτερη» για τελευταία φορά.
Στους καναπέδες, σεντόνια και ριχτάρια, κουβέρτες και παπλώματα, μεταξωτές «μεσσάλες»70 και μαξιλάρες. Φρεσκοπλυμένα όλα και σιδερωμένα από τους συγγενείς και φίλους με ιδιαίτερη φροντίδα και σπουδή. Στα τραπέζια υπήρχε πληθώρα από γλυκά, μεγάλα ψωμιά καλοζυμωμένα με όλα τα μυρωδικά και στολισμένα με λουλούδια, με πουλιά με στεφάνια και με το όνομα της νύφης και του γαμπρού, όλα καμωμένα με ζυμάρι και αλειμένα με αυγό να γυαλίζουν.
Δίπλα τα απαραίτητα γαλόνια με κρασί, κόκκινο και ροζέ, μαύρο και λευκό, τα εφτάζυμα με γλυκάνισο και τα κουλούρια με τον δυόσμο, ενώ στον μεγάλο καναπέ υπήρχαν πολλές «σουπσέρες» γεμάτες κουραμπιέδες, «γυριστές»71 και μπακλαβάδες.
Η Νικολέτα λες και είχε κολλήσει μπροστά στον καθρέφτη, δεχόταν τα συχαρίκια με χαμόγελο και πολλά φιλιά και κάθε τόσο ρωτούσε την αδερφή της αν θα άρεσε στον καλό της. Η Κυράννα έτρεχε μια από δω – μια από κει, έδινε γλυκά, χαιρετούσε και φίλαγε συγγενείς, αγκάλιαζε φίλους. Κάτι όμως έλειπε από την γνωστή, αυταρχική γυναίκα. Οι Τσουκαλαήνες που κάθονταν κοντά στην πόρτα, κάτι σαν επιτροπή υποδοχής, εντόπισαν πρώτες την κακοδιαθεσία της μάνας και βέβαια δεν το άφησαν ασχολίαστο. Και μάλιστα πικρόχολα:
«Α δεις που δε της κάμει ο γαμπρός μαθές… α δεις που ε τον θέλει…», είπε η Ποθητή για να συμφωνήσει με ένα νεύμα του κεφαλιού της κι ένα χαμόγελο η αδερφή της. Μετά γύρισαν την προσοχή τους στην Σεβαστή και τα … καμώματά της… «… που έκαμε, σα δε ντρέπεται, πλάτες στη Νικολέτα… άκου πράματα μαθές… να βγαίνει στα χωράφια και να χαϊδολογιέται…»
«Τώρα θα ξουρίζεται…», είπε η μια αδερφή στην άλλη «… και θα ομορφαίνει για την πουλάδα του. Την πεντάμορφή του…»

«Γαμπρέ μου διαλύζουσου με αργυρή διαλύστρα
και πήρες κόρη όμορφη σαν την Ευαγγελίστρα
Όμορφος που ναι ο γαμπρός σαν του Χριστού το δίσκο
στέκουμαι και παρατηρώ, ψηγάδι δε του βρίσκω»

της είπε η Καλοτίνα και πιάστηκαν χέρι – χέρι, γελώντας με την καρδιά τους.
Η ώρα περνάει γρήγορα και το κατάλαβαν σαν ο Κλεάνθης κατέβηκε τα σκαλάκια της εισόδου. Χαμογελούσε, τώρα είχε πια λόγο να το κάνει, χαιρετούσε έναν – έναν όποιον έβρισκε μπροστά του, σφίγγοντας με θέρμη το χέρι και φιλούσε στο μάγουλο όλες τις κοπέλες. Δεν του διέφυγε το βλέμμα, το πονηρό βλέμμα που του έριξε η Υπαπαντή του Βασίλη του Μαγκλή του «Μαραγκούλη», που καθόταν στην άκρη της κουζίνας και άφησε να τον πλησιάσει τελευταία. Το φιλί της δεν ήταν σαν των άλλων κοριτσιών. Πιο ζεστό και πιο «ζουμερό», με τα χείλη της να λειτουργούν σαν βεντούζα πάνω στο μάγουλο του.
Κοκκίνισε η κοπέλα, κοκκίνισε κι αυτός, γύρισε το βλέμμα του τάχα αδιάφορα στους υπόλοιπους συγκεντρωμένους, αλλά έπιασε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και γρήγορα. Είδε την Καλοτίνα που τον κοιτούσε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, στα μάτια και όχι στο στόμα και κατέβασε το κεφάλι. Σε μια μεριά του τραπεζιού, βρήκε ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί και ήπιε, ευχόμενος δυνατά στην Νικολέτα στην άλλη άκρη του δωματίου, να τον ακούσουν όλοι.
Πήγε στο σαλόνι και έριξε μια ματιά προς την θάλασσα από την ανοικτή μπαλκονόπορτα. Γέλασε και το γέλιο του έκρυβε κάτι σαν κακία ή σαν τάση για εκδίκηση. Από την μια ο γάμος της αδερφής του, από την άλλη η απάντηση που είχε πάρει από τον γεροκαπετάνιο, η ματιά και το φιλί της Υπαπαντής, έκαναν τον κόσμο του καλύτερο και πιο όμορφο. Άνοιξε τα χέρια και έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, σα να χόρευε ζεϊμπέκικο χορό, άφησε το άχτι να βγει από μέσα του και «έπιασε’ να γελάει σαν τρελός. Ευτυχώς που δεν τον πήραν είδηση οι καλεσμένοι (είχε σχεδόν βγει στην βεράντα), εκτός από την Κυράννα που τον παρακολουθούσε από την ώρα που είχε έρθει.
Η γυναίκα έκανε τον σταυρό της, κάτι ψέλλισε και συνέχισε τις πάμπολλες δουλειές της. Σήμερα ήταν η μέρα της Καλοτίνας και του Σέμου και όλα έπρεπε να κυλήσουν καλά, ομαλά και χαρούμενα. Κι έτσι θα γινόταν. Το ένοιωθε υποχρέωση απέναντι στην κόρη της.
Η Νικολέτα επέμεινε (;) να φορέσει το «καββάδι»72, αλλά και το λευκό τσεμπέρι, να κρατήσει τα πατροπαράδοτα έθιμα του νησιού.
Όμορφη που ναι η νύφη μας που ναι λαμπροφορούσα
έχει το σώμα λυγερό που πρέπουν του τα λούσα
Νύφη μου άστρο τ΄ ουρανού, κορώνα του Λεβάντη
που σαν το άστρο της αυγής το πρόσωπο σου λάμπει
ακούστηκαν τώρα οι κοπέλες που την έντυναν και την ζήλευαν για την καλή της τύχη.
Σε λίγο θα ακούγονταν οι καμπάνες της εκκλησίας, το «Κουρέλι», είχε ήδη έρθει με τον δίσκο του ναού που θα έβαζαν τα στέφανα και από στιγμή σε στιγμή θα κατέφθανε και ο γαμπρός με το δικό του σόι, τα νταούλια και οι τσαμπούνες να φύγουν όλοι, να τους πάνε πομπή, μπρος η νύφη με τον πατέρα της και πίσω ο γαμπρός με τους δικούς του.
Η αγωνία άρχισε να κατακτά την καρδιά της Νικολέτας, κάτι δεν πρέπει να είχε γίνει καλά, κάτι έχει ξεχαστεί. Και προσπαθούσε να σκεφτεί, αλλά δεν έβρισκε τίποτα να είναι αφημένο στη τύχη του. «Ο μπαμπάς…», σκέφτηκε, «… ετοιμάστηκε; Ο Κλεάνθης; Ο Μέμος; Η Καλοτίνα; Η Μαμά;». Έριξε μια ματιά προς το σαλόνι. Ο κυρ Δημητρός φαινόταν πανέτοιμος και ο Κλεάνθης ετοιμαζόταν πυρετωδώς. Τον είδε που είχε το ξυράφι στο χέρι και προσπαθούσε μπροστά στον καθρέφτη της «κομμότας» του σαλονιού, να ξυριστεί. Γέλασε που τον είδε με τους αφρούς, να σκουπίζει το χέρι στο παντελόνι του, λες και η πετσέτα μπροστά του ήταν διακοσμητικό στοιχείο.
 «Ο Μέμος;», σκέφτηκε. «Που είναι το καλοθρεμμένο αυτό;». Κοίταξε καλά προς το δωμάτιο των «αντρών» και τον είδε να προσπαθεί να κουμπώσει το πουκάμισό του. «Όλα εντάξει το λοιπό…», σκέφτηκε. «Όλα καλά θα πάουσι…».
Το χτύπημα στην πόρτα την έκανε να αγχωθεί. «Ήρθαν…», σκέφτηκε σχεδόν με τρόμο. Κάποιος ή κάποια άνοιξε την πόρτα και ο Θανάσης το «Μαρκούτσο», μπήκε μέσα και με την ψευδή προφορά του, λες και βαριόταν ν’ ανοίξει τα χείλια του όταν μιλούσε, χαιρέτισε το πλήθος των συγγενών, σαν αυτοκράτορας που χαιρετά τον λαό του. Έπεσε με τα μούτρα στους κουραμπιέδες και τα ξεροτήγανα, έβαλε στο στόμα τρία – τέσσερα κομμάτια, μέχρι να του βάλλει τις φωνές η Κυράννα.
Σε λίγα λεπτά ήρθε και ο γαμπρός. Πίσω του η κυρα Ελπινίκη και ο καπετάν Αριστείδης, οι κοντινοί συγγενείς και ακούστηκαν από την αυλή οι οργανοπαίχτες που είχαν αρχίσει ήδη το γλέντι και την χαρά.
Ο Σέμος έτρεξε στην Νικολέτα, ρίχνοντας ένα καλησπέρισμα σε όλους βιαστικά, λες και δεν υπήρχαν, αν και το σπίτι ασφυκτιούσε από τόσο κόσμο. Στάθηκε αμήχανα μπροστά της και έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα άφωνος με το στόμα, κάτι να προσπαθεί να πει. Τελικά κατάφερε να μουρμουρίσει:
«Παναία μου… ομορφάτζα. Τι κούκλα που είσαι Νικολετί μου! Και … είσαι δική μου;».
 Φάνηκε ότι τα πόδια του δεν τον κρατούσαν και από στιγμή σε στιγμή θα έβαζε τα κλάματα, κάτι που είδε ο κυρ Δημητρός και πλησίασε. Απίθωσε το χέρι στον ώμο του νέου και τον χτύπησε ελαφρά δυό φορές:
«Είδες τι κορίτσι παίρνεις Σέμο μου; Βλέπεις τι χελιδόνα, τι περιστέρα; Μα κι εκείνη τον αετό εδιάλεξε μαθές, το παλικάρι της καρτζάς της…»
Ο Σέμος χαμογέλασε και απόφυγε το ρεζιλίκι του κλάματος. Φίλησε τον πεθερό του και απομακρύνθηκε από την νύφη, έτσι έπρεπε, θα την είχε δικιά του για μια ζωή πια, αγκάλιασε τον Κλεάνθη και τον Μέμο, που επιτέλους ήταν έτοιμη και φίλησε το χέρι της Κυράννας. Το ίδιο έκανε και η Νικολέτα στα δικά της πεθερικά. Μόνο η Καλοτίνα ήταν μακριά, στη άλλη άκρη της κουζίνας και της έστειλε ένα φιλί στον αέρα.
Από την πόρτα του σπιτιού μπήκαν και οι δυό νεαροί παπάδες με ένα ψάλτη κι δυο παπαδάκια με κάτι σαν εξαπτέρυγα, κεράστηκαν κι αυτοί με γλυκά και τσίπουρο, εκτός από τα παιδιά, για να έχουν γλυκιά φωνή.
«Ήρθαν κι οι αγιαστούρες», είπε χαμογελώντας ο κυρ Δημητρός, δείχνοντας στον Κλεάνθη το «παπαδαριό», όπως το αποκαλούσε.
Τώρα ήταν όλοι έτοιμοι. Πήρε ο πατέρας τη νύφη από το μπράτσο, στήθηκε λες κι έβγαζε φωτογραφία, φτιάχνοντας το μουστάκι του, ακολούθησε ο μεγάλος αδερφός με την Καλοτίνα και από πίσω η Κυράννα με τον Μέμο.
Βγήκαν στον δρόμο όλο χαμόγελα και μουσικές από τους οργανοπαίχτες που τους περίμεναν.

Μέρα μέρωσε, τώρα η αυγή χαράζει
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια
τώρα οι πέρδικες, τώρα οι περδικοπούλες
τώρα κελαϊδούν, τώρα λαλούν και λένε
Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μου αφέντη
Ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαριοσσένιο
Και άσπρονε λαιμό
Άσπρονε λαιμό και μπράτσα σα το χιόνι.

Η γειτονιά γέμισε με τις μελωδικές φωνές των κοριτσιών, τις άγριες σαν καρακάξας των μεγάλων γυναικών και των φάλτσων ανδρών. Πάντως ο ρυθμός του τραγουδιού φαινόταν και τα λόγια ήταν ξεκάθαρα.
Μετά βγήκε και ο γαμπρός, περιστοιχισμένος από τον κυρ Αριστείδη και τη μάνα του, ακολουθούμενος κι εκείνος από το δικό του σόι. Πιο πίσω, φίλοι και φίλες ανάκατα και από τα δυό σόγια, συγγενείς και γνωστοί για την βαβούρα του γάμου και στο τέλος, φυσικά, σχεδόν όλοι οι τρελοί του νησιού.
«Εγώ τη Μαριώ… με άλογο θα τη πάω…», ακούστηκε η φωνή του Θανάση του «Μαρκούτσου» που μιλούσε στον Κωνσταντή, τραβώντας συγχρόνως το μανίκι του. συμφώνησε ο «Ψηλολέλεκας», χαμογέλασε και τον έσπρωξε προς τον Μιχάλη τον Καμπούρη ή «Μάμμα», τον άνθρωπο που είχε ένα γάιδαρο για την δουλειά του, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη την ώρα ο Κωνσταντής, πιο κοντά σε άλογο.
«Να… μαθές, ο «Μάμμας», θα σε πάει, εσύ από κάτου κι η Μαριώ πάνω σου…» και γέλασε.
Προχώρησε όλη η πομπή μέχρι τα σκαλιά του Αι Νικόλα, ο παπάς τους περίμενε στο πλατύσκαλο με δυό διακόνους και σταμάτησε ξαφνικά η μουσική.
Ο γαμπρός πλησίασε και φίλησε το χέρι του κυρ Δημητρού, σταυρωτά τη Νικολέτα και χαμογέλασε σε όλους με πλατύ χαμόγελο και μάτια αστραφτερά. Από κείνη την ώρα η κοπέλα «ξέφυγε» από την οικογένειά της. Οι παπάδες και ο ψάλτης που ακολουθούσαν άρχισαν να ψάλλουν είπαν το «Άξιον Εστί», είπαν και το «Την ωραιότητα της Παρθενίας σου» και η πομπή άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά προς τον ευλογούντα παπά.

«Τώρα πια τελείωσε κόρη μου…», της είπε η Κυράννα καθώς φιλούσε την κόρη της,  στο κεφάλι του τραπεζιού, στην αλάνα μπροστά από την ταβέρνα του Αποστόλη του Καλικάντζαρου. Δίπλα της ο γαμπρός που γελούσε και τεντωνόταν σαν «γύφτικο σκεπάρνι».
 Δεξιά σε κάποιες καρέκλες είχαν καθίσει οι μουσικοί, τσαμπούνα και βιολί, ούτι και τουμπάκι, λύρα και κιθάρα, με τους τραγουδιστάδες στη μέση, να δίνουν όλη την ικμάδα των δυνάμεων τους.
Ο «Σκάρτος» με τον «Τρούπα», άρχισαν να χορεύουν, ή τουλάχιστον έκαναν κάτι που έμοιαζε με χορό, ενώ ο κόσμος ακόμα δεν είχε καθίσει. Ήρθαν τα κρασιά και τα τσίπουρα, τα ούζα και οι ρακές. Τα πρώτα ποτήρια τσουγκρίστηκαν στον αέρα, οι πρώτες ευχές ακούστηκαν, τα πρώτα κακαρίσματα απλώθηκαν στο ευχάριστο αεράκι που έφερνε η θάλασσα. Φύλλα (ντολμάδες) και μακαρούνες με κόκκινη σάλτσα, κρέας μοσχαρίσιο άφθονο και πατάτες γιαχνί, χοιρινό με πράσα και μερμιτζέλι, εφτάζυμα και σπινιάλα, έκαναν την εμφάνισή τους γρήγορα, να χορέψουν τα «νηστικά αρκούδια», όπως έλεγε ο κυρ Αποστόλης με χαμόγελο.
Και χόρεψαν και ξελαρυγγιάστηκαν από το τραγούδι και μέθυσαν και γέλασαν με τα καμώματα των γνωστών τρελών και ευχαριστήθηκε η καρδιά όλων. Και το ζευγάρι πήρε στο χέρι το ποτήρι και τσούγκρισαν με τον καθένα ξεχωριστά και αντευχήθηκαν στους ανύπαντρους και παρασύρθηκαν από τους «αρχοντικούς» ίσους και τις σούστες και τον «χορό της Παναγιάς» που ευλογεί την εγκυμοσύνη και ήπιε και γέλασε και μοίρασε φιλιά κι αγκαλιές.
Η περασμένη ώρα δεν ήταν πρόβλημα για κανένα, εκτός από κάποια πιτσιρίκια που είχαν ήδη αποκοιμηθεί πάνω στις αγκαλιές των μανάδων τους ή σε κάποιες καρέκλες δίπλα τους, σκεπασμένα με ότι ήταν πρόχειρο. Και ο καιρός βοηθούσε στο γλέντι. Καιρός γλυκός σαν να ερχόταν άνοιξη και όχι Χριστούγεννα, με αεράκι σχεδόν ζεστά και μυρωδάτο με το ιώδιο της θάλασσας και την θρούμπη από το βουνό.
Σε λίγο θα ξημέρωνε, ο ήλιος θα φώτιζε τα βουνά της Κω και θα έφερνε τους χαιρετισμούς του από το πέλαγος. Οι μουσικοί, χωρίς διάλειμμα συνέχιζα την χαρά μέχρι που απότομα έκαναν παύση και κοίταξαν προς την θάλασσα. Ίσως να ήταν η ώρα, ίσως να ήταν η πολύ χαρά, ίσως το αλκοόλ που πια έτρεχε άφθονο στις φλέβες τους, ίσως ο … πόνος… έκανε το βιολί να αρχίσει το κλάμα μόνο του.
Μακρόσυρτα σαν μοιρολόι η πρώτη πενιά, έκανε τους μέχρι εκείνη την ώρα χαρούμενους γλεντζέδες, ν’ ανατριχιάσουν και να σκύψουν ελαφρά το κεφάλι. Άρχισε και το ούτι τώρα, να συνοδεύει την μελωδία, σε λίγο και η λύρα. Ο «χορός του μηχανικού» είχε αρχίσει να πάλλει τις καρδιές.
Ο Κλεάνθης σηκώθηκε όρθιος αμέσως λες και το περίμενε από ώρα. Μαζί του σηκώθηκαν και όλα τα παλικάρια από το τραπέζι κι έκαναν τον κύκλο του χορού. Ο Κλεάνθης κρέμασε το τσιγάρο στα χείλη του, η στάχτη κρεμόταν και άρχισε τον χορό με τα μάτια κλειστά και τον θαυμασμό της Υπαπαντής με το βουρκωμένο βλέμμα.