Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

«Μαρή Καλοτίνα, που έβαλες μαρή τα φύλλα; Εδώ τα είχα μαθές και τώρα λείπουσι… που τα έβαλες μαρή;», η φωνή της Νικολέτας ακούστηκε διαπεραστική και εκνευρισμένη. Πιο πολύ με στριγγλιά έμοιαζε, παρά με φωνή που ρωτούσε.
Η Καλοτίνα κούνησε το χέρι στον αέρα προσπαθώντας κάτι να πει στην αδερφή της , έδειξε προς ένα αόριστο σημείο μέσα στην θεόρατη κουζίνα προς τη μεριά που η φωτιά ζέσταινε ένα μαύρο καζάνι με νερό και ξαναγύρισε προς το παράθυρο που έβλεπε στη μικρή αυλή και τον δρόμο. Σε λίγο ο κυρ Νικόλας με το γιό του τον Νικήτα, θα έβγαιναν για την δουλειά, είχαν αδειάσει από τα ψάρια την βάρκα από το ξημέρωμα και, αν και δεν είχε βγει ο ήλιος καλά – καλά ακόμα, η αγορά δεν περίμενε. Ο κυρ Νικόλας θα πήγαινε να δώσει το εμπόρευμα στους δυό παλιούς του συνεργάτες με τα ψαράδικα μαγαζιά στο κέντρο της Πόθιας . Και ο Νικήτας έπρεπε να καθαρίσει τη βάρκα, να επιδιορθώσει τα δίχτυα – είχαν πέσει δελφίνια και τα έσκισαν σε πολλά σημεία – να καρφώσει τη «κοτσανέλα » μπροστά, που το τράβηγμα την είχε ραγίσει κάθετα. Μετά είχε ο θεός για τους δυό άντρες, λίγο κρασί ή ρακί στο καπηλειό στο λιμάνι, κανένα μεζεδάκι, ρέγκα ή λακέρδα, απλά για το πιοτί και στη συνέχεια σπίτι ν’ απολαύσουν το κοκκινιστό, «πλακί» το λέγανε, ψάρι της κυρά Θεμελίνας. Και τι μαγείρισσα η Θεμελίνα! Με μεράκι κι αγάπη για τον άντρα της και τα δυό της παιδιά, έφτιαχνε μεθυστικούς μεζέδες με όλα τα ζωντανά που έβγαιναν από την θάλασσα. (Κι όλοι περίμεναν το Πάσχα που θα έφτιαχνε, βέβαια, το περίφημο μουούρι  της). Και αργά το βράδυ, θα ξανάβγαιναν στη θάλασσα να «τρυγήσουν», μέχρι το ξημέρωμα χωρίς ούτε μια μέρα ξεκούρασης, χωρίς Κυριακές και σχόλες, παρά μόνο τις αργίες της θάλασσας. Τις φουρτούνες του χειμώνα. Και βέβαια την Λαμπρή, την γιορτή όλου του νησιού, την μόνη μέρα που ο κυρ Νικόλας φόραγε παπούτσια.
Στερέωσε το χέρι όσο πιο καλά μπορούσε στο περβάζι, αδιαφορώντας για τις κραυγές απόγνωσης της αδερφή της, κρύφτηκε πιο καλά πίσω από την κεντημένη στο χέρι κουρτίνα και προσπάθησε να καταγράψει τις κινήσεις των «απέναντι».
«Μαρή, τι θα γένει τελικά, θα ‘ρθεις μαθές που σε θέλω. Αμάν πλιό με το χούι σου!»
Και πάλι η Νικολέτα δεν πήρε απάντηση παρά τις αγριοφωνάρες της. Μόνο είδε την Καλοτίνα να διπλώνει τον δείκτη του δεξιού της χεριού και να το δαγκώνει σαν να της έλεγε: «μόλις τελειώσω θα δεις τι θα πάθεις…». Έτσι μπόρεσε να πέσει λίγο η ένταση αν και η μικρή (η Νικολέτα ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα αδέρφια), έβραζε από τα νεύρα της. Αποφάσισε λοιπόν να ψάξει μόνη της, κάνοντας άνω – κάτω όλα μέσα στην κουζίνα. Τελικά τα φύλλα (ζεσταμένα αμπελόφυλλα για ντολμαδάκια), ήταν στο πίσω μέρος μιας στοίβας από κατσαρόλες.
«Μαρή Νικολέτα, άχρηστη είσαι μαθές; Να, επαέ ήντουσαν εν τα έβλεπες; Άντε βάλε νερό και ηκοράκιασα. Λες και στέγνωξε ο στόμας μου»
«Αμί, τόσες ώρες εκεί μαθές, από αξημέρωτα ακόμη, λες και σε έχουμε βάλει σάκα  εκεί,  ίντα θα έκανες; Δεν θα ηκοράκιαζες; Πάντως νερό αν θες, έλα και πάρε το μαρή μοναχή σου, που θα γίνω εγώ ‘πηρέτρια σου… άντε μη με διαολίζεις πρωινιάτικα…»
«Τι σου ζήτησα ε; Να κει είναι το μποχάλι, δίπλα σου ντες. Αλλά καλή είσαι κι εσύ…»
Η Νικολέτα δεν κουνήθηκε από την θέση της, παρά μόνο άπλωσε τα φύλλα πάνω στο τραπέζι, κάθισε σε μια παλιά ξύλινη καρέκλα και άρχισε να τα γεμίζει και να τα διπλώνει να μπουν στην μεγάλη κατσαρόλα. Ούτε όμως και η Καλοτίνα σάλεψε από το … μετόχι της. Τώρα θα γινόταν αυτό που περίμενε, όλη η λαχτάρα η πρωινιάτικη. Και δεν μπορούσε να το χάσει όσο κι αν διψούσε, ακόμη κι αν κατουριόταν.
Και πράγματι η πόρτα του διπλανού σπιτιού άνοιξε τρίζοντας μια στριγκλιά απόκοσμη, (όλο ήθελε να την λαδώσει ο κυρ Νικόλας και όλο το ξέχναγε), ο Νικήτας βγήκε πρώτος και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ακολούθησε ο πατέρας του και η Θεμελίνα. Η ώρα ήταν ιδανική για την Καλοτίνα, ο ήλιος ακόμα δεν είχε βγει για τα καλά, αλλά το φως του ήταν αρκετό για να δει ότι ήθελε να δει, δημιουργώντας συγχρόνως σκιές που την έκρυβαν.
Αφού απομακρύνθηκε ο γιός τους, η γυναίκα αγκάλιασε τον άντρα της και τον φίλησε στο στόμα με το πάθος του νιόπαντρου ζευγαριού. Κι αυτός άπλωσε την μεγάλη και σκληρή χερούκλα του, της έπιασε τα βυζιά, τόσο μεγάλα δύσκολα θα έβρισκε κάποιος αλλού, της σήκωσε την φούστα και της χάιδεψε την γυμνή σάρκα από την περιφέρεια – την έλεγε τουρλωτή – μέχρι το πίσω μέρος του γόνατου. Και αυτό το έκανε κάθε μέρα, κάθε πρωί σαν έφευγε. Κι αυτή η αφιλότιμη, επειδή ήξερε ότι τουλάχιστον δυό – τρεις γειτόνισσες θα την έβλεπαν έκανε ότι πιο παθιάρικο πέρναγε από το χέρι της με τη ματιά καρφωμένη στα διπλανά παράθυρα. Και μετά φυσικά, ξαφνιαζόταν και διαμαρτυρόταν όταν κάποια της έριχνε «μπηχτή» με σεξουαλικό υπονοούμενο. «Αν ήξερα ότι με βλέπατε, έτσι θα ‘καμα μαθές; Λες και δεν φχαριστιέμαι κάθε βράδυ από τον κύρη μου! Κάθε βράδυ …κουτσομπόλες… καρακαούνες…», υπερασπιζόταν τον εαυτό της. Κι όταν η κουβέντα γινόταν πιο … βαθιά, δεν το είχε σε τίποτα να βγάλει το βυζί έξω, να το σηκώσει με περηφάνια, καμιά φορά και τον … πισινό της χτυπώντας τον : «… αλλά εσείς τι έχετε μαθές να κρατήσετε ένα άντρα σαν τον Νικόλα μου; Ε; Τίποτις μαθές. Γι αυτό ζουλεύετε ούλες σας … σαν γατάκια τον Μάρτη. Άντε (ξανά) καρακαούνες…»
Η Καλοτίνα κοιτούσε την σκηνή αυτή με κομμένη την ανάσα. Κάθε πρωί την έβλεπε και κάθε πρωί ένοιωθε τον αέρα λιγοστό και τον θόρυβο από την μικρή της αδερφή, ανυπόφορο. Σάλιωσε τα στεγνά της χείλη με την κατακόκκινη γλώσσα της κι ένοιωσε μια αναστάτωση στο στήθος και μια θέρμη ανάμεσα στους μηρούς της. Το βλέμμα θολό, δεν παρακολουθούσε πια την εικόνα, μόνο ο εγκέφαλος υπολόγιζε αυτά που ήθελε και έφτιαχνε δικές του, καταδικές του ανείπωτες εικόνες. Αλλά από ένστικτο πάντα πρόσεχε να μην φανερωθεί.
Η Καλοτίνα ήταν εικοσιπέντε χρονών, μεγαλοκοπέλα όπως την έλεγαν όλοι και ακόμη δεν ήξερε τι πάει να πει άντρας. Μόνο στη φαντασία της και στα λόγια των παντρεμένων γυναικών που επίτηδες λες, όλο για τέτοια μιλούσαν μπροστά της, βάζοντας και σάλτσα να την παιδέψουν πιο πολύ, να την κάνουν να νοιώσει άβολα. Στο νησί αυτό, αν είχες βγάλει … όνομα … αλίμονο σου.
Όμορφη κοπέλα και σοβαρή θα μπορούσε να έχει παντρευτεί από την «κανονική» της ηλικία, στα δεκαοχτώ η και στα δεκαέξι της ακόμα δηλαδή κατά την τοπική συνήθεια, αλλά όλα τα προξενιά τα απέρριπτε. Ο ένας της μύριζε, ο άλλος της βρώμαγε και τελικά ήταν στα πρόθυρα, ένα βήμα  πριν τον γεροντοκορισμό. Κι αν ήθελε να βρει μόνη της ένα σύντροφο, που να τολμήσει! Στη Κάλυμνο του ’50, χωρίς τα αδέρφια της, δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει στην πλατεία, άντρα χωρίς προξενιό που να είχε πρώτα εγκρίνει η μάνα, δεν μπορούσε να βρει. Ειδικά το καλοκαίρι που τα σφουγγαράδικα έλειπαν, παίρνοντας μαζί τους την αφρόκρεμα της νεολαίας, η κατάσταση γινόταν αφόρητη, σχεδόν αδύνατη για δημιουργία σχέσεων. Έτσι πέρναγαν τα χρόνια και η Καλοτίνα παρέμενε άσπιλη και αγνή, κοιτώντας την ζωή από το παράθυρο να περνάει και να της βγάζει τη γλώσσα κοροϊδεύοντας την.
 Κι έλειωνε μόνη της ανάμεσα στα άλλα τρία αδέρφια της, γινόταν βάρος για τον κυρ Δημητρό τον πατέρα και την κυρ Άννα (Κυράννα την φώναζαν όλοι, σαν μια λέξη) την μάνα της, που όλο σταυροκοπιόταν να βρεθεί γαμπρός. Αλλά και τα δυό αγόρια της οικογένειας, ο Κλεάνθης ο μεγάλος και ο Μέμος, δεν μπορούσαν να παντρευτούν αν δεν τακτοποιούσαν πρώτα την μεγάλη αδερφή. Όσο για το μικρό; Την Νικολέτα; Γι αυτήν ήταν ήδη μια γεροντοκόρη που ήθελε συνεχώς να της επιβάλλεται, να την διατάζει και να μην την αφήνει, από το κλάμα, να κοιμηθεί σαν είχε ντέρτια και μελαγχολία.
Δουλευταρού και προκομμένη, καλή μαγείρισσα και άξια ακροάτρια, θα μπορούσε να είναι ιδανική σύντροφος και μάνα. Αλλά τα μάτια της είχαν αρχίσει να γεμίζουν ρυτίδες και σακούλες και η όψη της έδειχνε μια ταλαιπωρία, λες και ήταν μόνιμα κουρασμένη και ανόρεχτη για ζωή πια. Τα απογεύματα καθόταν και μαντάριζε κάποιο φόρεμα, κάποιο παντελόνι των αντρών, έφτιαχνε γλυκά και ψωμί με γλυκάνισο, μέχρι που η θάλασσα την τράβαγε στο μπαλκόνι με το ψηφιδωτό, να της θυμίσει τους πόνους της.
Πέρασε μισή ώρα από τον εναγκαλισμό της Θεμελίνας με τον άντρα της, όταν η Καλοτίνα σηκώθηκε από την θέση της σε εκείνο τα παράθυρο. Σε λίγο έπρεπε να ετοιμάσει το πρωινό των αδερφών της που Σάββατο σήμερα προσπαθούσαν να κλέψουν λίγη ώρα ύπνου παραπάνω από τις υπόλοιπες μέρες. Έτσι κι αλλιώς ο καφενές του Κλεάνθη, μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμα. Και ο Μέμος, οικοδόμος ήταν, αυτές τις μέρες δεν είχε δουλειά και βοηθούσε τον αδερφό του στο μαγαζί σερβίροντας τους μεζέδες και τα ούζα, πιο πολύ για να μη κάθεται στο σπίτι. Και βέβαια το απόγευμα, έμπαινε στην μικρή του παλιά βάρκα, ανοιγόταν στη θάλασσα και όλο κάποιο σαργό ή σκαθάρι ή τσιπούρα έφερνε στην κουζίνα.
«Επιτέλους η κερά Πριγκηπέσα αποφάσισε να ασχοληθεί και μαζί μας; Άντε να δούμε…, οι άντρες νομίζω ξύπνησαν και θα θέλουν τον καφέ τους και το πρωινό τους σε λίγο. Άντε να προλάβουμε να τους ‘φχαριστήσουμε…», ακούστηκε η φωνή της μικρής. Έπιασε τον κοντό μεταλλικό μαστραπά που έβαζαν πάνω στη φωτιά με τις ώρες και έχυσε λίγο νερό σε μια λεκάνη που είχε βάλει τα φλιτζάνια του καφέ. Βλέπεις όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι κι αυτά, τα αδέρφια της,  είχαν τις ιδιοτροπίες τους. Τα φλιτζάνια έπρεπε να είναι ζεστά, για να «δέσει», όπως έλεγε ο Κλεάνθης, ο καφές. Και βέβαια πάντα ο Μέμος συμφωνούσε με τον μεγάλο του αδερφό αφού τον είχε για ίνδαλμά του.
Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκαν ξαφνικά τα δυό αρσενικά ντυμένα έτοιμα για την δουλειά τους. Ο Κλεάνθης προχώρησε μπροστά κουτσαίνοντας ελαφρά, άνοιξε το στόμα του σε ένα θεόρατο χασμουρητό και αποταυρίστηκε  εξαφανίζοντας σχεδόν, τον μικρό του αδερφό που ακολουθούσε.
«Ίντα έκανες μαρή Νικολέτα; Πρόσεξε κακομοίρα τον καφέ… να είναι με φουσκάλες μη σε πάρει ο Διάλος…», κάθισε και απίθωσε τα πόδια του στο διπλανό κάθισμα.
«Μάζεψε τα κανιά σου από κει βρε που κακόχρονο να μην έχεις! Σουλτάνος είσαι μαθές;» φώναξε από την άλλη μεριά του τραπεζιού η Καλοτίνα που έβγαζε από το συρμάτινο «φανάρι» την μαρμελάδα. Πλησίασε κοντά του και έριξε μια ανάστροφη στις μαύρες μπότες για να τις ρίξει από το κάθισμα.
Αυτές οι μπότες ήταν το μόνο τρόπαιο του μεγάλου της αδερφού από τα σφουγγάρια. «Τι άντρας είσαι…», έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά, «… αν δεν γίνεις μηχανικός  μαθές; Που θα βρεις γυναίκα να σε πάρει ε;». Έτσι είχε μεγαλώσει ο Κλεάνθης και στα δεκαπέντε του έγινε μηχανικός. Και βούτηξε στη θάλασσα με το σκάφανδρο, ακουμπώντας τη ζωή του στην αντοχή του κολαούζου  και στην καλή λειτουργία της «Βαρβάρας ».
Στα δεκαπέντε λοιπόν παρακάλεσε κάποιους γνωστούς καπεταναίους του πατέρα του και χωρίς να πει τίποτα και φυσικά χωρίς «πλάτικο» , αφού δεν είχε καν εκπαιδευτεί στη βουτιά, έκλεισε κάτι σαν κοντράτο  και έτσι ο καπετάνιος τον θεώρησε «τσουρμαρισμένο», κλεισμένο δηλαδή στο τσούρμο του για την επόμενη σεζόν. Πέρασε ο χειμώνας και όσο η άνοιξη πλησίαζε ο Κλεάνθης ένοιωθε μεγάλη έξαψη να αρχίσουν ο «σεφτές» και το «ξεμύξασμα», οι δοκιμαστικές βουτιές δηλαδή κοντά στο νησί. Να μάθουν οι νέοι και να συνηθίσουν μετά το καθισιό του χειμώνα οι παλιοί.
Και μετά το Πάσχα τα βαπόρια του νησιού, (μικρά τρεχαντήρια φορτωμένα με βαρέλια νερού), φόραγαν τις σημαίες τους σε κάθε αντένα τους, έκαναν τον αγιασμό από τον παπά του «Χριστού» και του «Αι Νικόλα», γουργούριζαν τις μηχανές τους, σφύριζαν με όλη τη δύναμη της σφυρίχτρας τους συνοδεύοντας τις καμπάνες όλου του νησιού, που χτυπούσαν δαιμονισμένα και απομακρύνονταν προς τα βάθη του Αιγαίου για τις θάλασσες της Μπαρμπαριάς, το Λιβυκό πέλαγο. Κι εκεί σήκωναν το χρυσάφι της θάλασσας και αποδείκνυαν την αντρειοσύνη των αντρών τους.
Έτσι και ο Κλεάνθης έκανε την πρώτη του βουτιά σε βάθος δεκαπέντε οργυιών , μικρό βάθος δηλαδή, να μην φοβηθεί και να τον δοκιμάσει ο καπετάνιος. Και τα κατάφερε καλά. Για πρώτη φορά σήκωσε δώδεκα «σφαγμένα », μεγάλου μεγέθους, αναγκάζοντας τον καπετάν Μιτσέ, το αγριόσκυλο από τα Βλυχάδια, να χαμογελάσει ευχαριστημένος. Κι έτσι τέλειωσε εκείνη την πρώτη περίοδο. Και πήρε και καλή μονέδα, τα πρώτα δικά του λεφτά, να ξοδέψει όπως ήθελε, με όποια ήθελε. Και ήταν γεροδεμένο παιδί, με μυαλό. Άντρας βιαζόταν να γίνει, να τον δει η γιαγιά, να τον «φτύσει» περήφανη και να τον σταυρώσει, μακαρίζοντας την τύχη της που είδε το εγγόνι «μηχανικό».
Τα πρώτα λεφτά τα ξόδεψε να φτιάξει μπότες μαύρες από δέρμα, όπως όλοι οι σφουγγαράδες, με ξύλινο τακούνι. Κόλλησε και από μια χρυσή λίρα σε κάθε μεριά του τακουνιού, να κουδουνίζει, να ξεχωρίζει. Και όταν τις φόρεσε, περπατούσε κάθε απόγευμα στο νυφοπάζαρο στην πλατεία, κοιτάζοντας υπεροπτικά τα κοπέλες που τον θαύμαζαν με κατακόκκινα τα πρόσωπα και το χέρι μπροστά στο στόμα, μη και ακούσει αυτά που λέγανε για κείνον και ντροπιαστούν. Και όλο χαχάνιζαν σαν κότες που περιμένουν τα αυγό.

Τα ταξίδια του Κλεάνθη συνεχίστηκαν για ακόμα δύο χρόνια, μέχρι που κοντά στα είκοσι του, η θάλασσα του έκανε το χουνέρι. Την ώρα που κατέβαινε στο νερό και του έσφιγγε την περικεφαλαία ο κολαουζιέρης, πριν ο καπετάνιος φωνάξει : « Μπρός η κάσα, κότσα περικεφαλαία», ένα ξαφνικό κύμα τον άρπαξε από την κουπαστή και δεν πρόλαβε να αρπάξει το «σκαντάγιο », χτύπησε το κεφάλι στον μπρούτζο του σκάφανδρου  και δεν πρόλαβε να πιέσει την «Βαρβάρα». Ήταν και σε «βαθυτικό », με αποτέλεσμα να τον «πιάσει η μηχανή» και να του κάνει κακό στα πνευμόνια. Κι έτσι είκοσι χρονών παιδί, έσερνε πια το αριστερό πόδι και καιγόταν κάθε που έπαιρνε βαθιά ανάσα. Άφησε λοιπόν την θάλασσα (πόσο την καταράστηκε!) και άνοιξε τον καφενέ, να πηγαίνουν όλοι οι σακατεμένοι να κλαίγονται που δεν τους αγάπησε η δράκαινα. Δεν παραπονιόταν όμως.
«Έτσι είναι η ρημάδα η ζήση, τέτοια κάμει στους ανθρώπους. Να την ποθάνε, να ην ορέγονται και να ξέρουν τι δώρο τους δίνει ο Θεός. Μόνο αν την χάσεις την ‘γειά σου, τότε την εκτιμάς…», συνήθιζε να λέει. Μόνο το βράδυ, μετά το σχόλασμα, πήγαινε στα βράχια, καθόταν κοντά στο κύμα και της μίλαγε: «Πτάνα, άπιστη δες που με κατάντησες. Δυό μέτρα άντρας, να σε μισάω κι εσύ να γελάς μαζί μου όπως οι αανθρώποι…». Καθόταν μετά αμίλητος με το μυαλό καρφωμένο στην ομορφιά του βυθού για κανένα μισάωρο  και έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι. Κάθε που έφευγε, φρόντιζε να σκουπίζει το δάκρυ του και σαν συνήθεια της έστελνε ένα φιλί. «Πτάνα…», μονολογούσε.
Η Καλοτίνα έβλεπε τον αδερφό της που επέστρεφε, κάθε βράδυ. Στενοχωριόταν που έσερνε, έστω και ελαφρά το πόδι, ήθελε να τον παρηγορήσει, αλλά το μετάνιωνε και γύρναγε στο πλύσιμο των πιάτων της. Προσπαθούσε να είναι όσο πιο διακριτική και ήσυχη μπορούσε, αλλά χωρίς να το θέλει, έτσι, έδειχνε τον οίκτο της. Κάτι που ο Κλεάνθης σιχαινόταν.
«Πως πήγε σήμερις το μαγαζί; Είχε δουλειά;»
«Τι να πω μαθές. Λίγα πράγματα, βλέπεις οι ανθρώποι δεν έχουσι να φάνε, τον καφέ και την ρακί θα σκέφτονται; Τέλος πάντων, μη κλαιγόμαστε. Μπήκαν μερικοί γέροι, τους έκαμα μικρούς μεζέδες και τους κέρασα και μια ρακί, έτσι… τους λυπήθηκα…» κάθισε στην καρέκλα στην κορυφή του τραπεζιού, «… ανάπηροι άνθρωποι είναι. Τους έφαγε κι αυτούς η «Βαρβάρα» βλέπεις. Ήκουσα και κάποιες παλιές ιστορίες, δύσκολο να τις πιστέψεις. Ούλο ψέματα λέγουσι, αλλά κάνω πως δεν το νογάω, μη και τους μαυρίσω την καρδιά. Και να δεις μαρή Καλοτίνα, τα λένε και γυαλάνε τα μάτια τους. Γελάνε και πίνουν και χαίρουνται. Σήμερα ήρθε και ο Σατσελλάρης ο Χαλκιάς. Το ένα πόδι κομμένο και το άλλο σχεδόν παράλυτο. Τι να πεις πλιό. Ήπιε τις ρακές του, μας είπε ξανά - μανά την ‘στορία με τον «σκύλο » και πώς του λιάνισε το πόδι. Στο τέλος έγινε χάλια, φέσι βρε παιδί μου και τον πήγε στην Καστροβακίνα, ο Μιτσές ο μαύρος με το Αργάλι  του Θοδόση. Κι έκανε δυο βολές εμετό στο πάτωμα. Ίντα να πεις μαθές! Βασανισμένοι είναι οι ανθρώποι…»
«Έτσι ε; Και συ; Σφούγγιζες μετά;»
«Εσύ τι λες; Να άφηνα λερό το μαγαζί; Και βέβαια σφούγγιζα…», προσπάθησε να βγάλει τις μπότες του και έκανε μια γκριμάτσα πόνου. Έβαλε τον αντίχειρα στο δεξί μέρος του στήθους του και πίεσε προσπαθώντας να καταπραΰνει τη σουβλιά, παίρνοντας βαθιά ανάσα ταυτόχρονα. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και φάνηκαν υγρά. Κοίταξε προς την μεριά της αδερφής του, μη και τον είδε, αλλά αντίκρισε την πλάτη της πάνω από τον νεροχύτη.
«Πάντως, δεν λέει η στεριανή ζωή Καλοτίνα μου. Δεν λέει. Σε κρατάει καρφωμένο στη γης σαν … σαν παλούκι σαν δεντρί, χωρίς καν μια ελπίδα. Δεν ξέρεις και δεν μαθαίνεις τίποτα, έξω από το να γίνεσαι κακούργος κι απατεώνας. Τίποτα. Απλά ζεις μέχρι ν’ αποθάνεις σε ένα κρεβάτι μέσα στους πόνους και την μιζέρια. Αυτό μαθές είναι η ζήση; Να βλέπεις την αδερφή σου να πλένει πιάτα κι εσύ να μυξοκλαίγεσαι σαν παιδάκι που του πήραν το κουλούρι; Η θάλασσα… αχ η θάλασσα … σε κάνει άλλο πράγμα. Εκεί πετάς, βλέπεις χρώματα παράξενα, πλάσματα παράξενα και περίεργα. Εκεί είναι η λευτεριά βρε Καλοτίνα. Εκεί γίνεσαι άνθρωπος πραγματικός, άντρας γενναίος και λογικός. Αχ… αυτή η ρημάδα τα έχει όλα. Και είναι κακιά και ζηλιάρα και σκληρή. Δεν λογαριάζει αντρειοσύνες, μηδέ νιάτα, μηδέ ομορφιά. Μόνο το κάτω της να δεις λογάς πως ο κόσμος τελειώνει εκεί στα βάθια της. Αλλά είναι πόρνη. Σε μαγεύει σαν σε αγαπήσει και μετά προσπαθεί να σε πάρει απ’ όλες τις γυναίκες που υπάρχουν. Λες και ‘φχαριστιέται να κάμει χήρες και ορφανά…», γέλασε και το γέλιο ήταν πικρό.
Η Καλοτίνα, δεν μιλούσε και κουνώντας το κεφάλι συμφωνούσε μαζί του. Τι ήξερε εκείνη. Γυναίκα ήταν, δεν γνώριζε για βάθια και χρώματα του νερού, δεν γνώριζε την περιπέτεια της βουτιάς, δεν μπορούσε να καταλάβει την αγωνία της πίεσης και της ανάσας. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι νιώθει κάποιος σαν δει ένα μεγάλο σφουγγάρι να τον περιμένει κολλημένο πάνω σε βράχο, στα σκοτεινά. Κι εκείνο το τσεκουράκι που κούρσευε την περιουσία της θάλασσας, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τον ήχο μέσα στο νερό σαν «τσακ», σαν κλαδάκι που έσπαγε. Σκούπισε τα χέρια της και κάθισε σε εκείνο το παράθυρο, το μάτι της στον κόσμο. Δυό παιδιά κάθονταν στην πεζούλα απέναντι και προσπαθούσαν να παίξουν με κάτι χωμάτινους βόλους, κάτω από το λιγοστό φως της λάμπας του δρόμου. «Ευτυχώς που υπήρξαν και οι Ιταλοί κι έχουμε ηλεκτρικό…», σκέφτηκε χαμογελώντας. Η θάλασσα στο βάθος λαμπύριζε το φως του φεγγαριού και κάπου κάπου, άφηνε κανένα κύμα να ασπρίσει το μαύρο της.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Ο … ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Πρέπει να ήταν από τους ψηλούς ανθρώπους που είχε δει ποτέ του ο κύριος Γιώργος. Το ύψος του; Το μόνο που μπορεί να γραφεί είναι… ότι έσκυβε να μπει από την πόρτα του καταστήματος. Όχι ακριβώς δηλαδή, αλλά μάλλον του είχε μείνει αυτή η συνήθεια, ενστικτώδης κίνηση μπροστά στα ψηλά εμπόδια. Φορούσε γυαλιά μυωπίας κι ένα πουκάμισο μακρυμάνικο που ήθελε μερικούς πόντους ακόμα στα μανίκια για να πει κανείς ότι ήταν δικό του.
Μπήκε λοιπόν στο κατάστημα και με μια ευγένεια, αλλά και άνεση στις λέξεις που χρησιμοποιούσε στον λόγο του, ζήτησε από την άμοιρη πωλήτρια, αυτό που φοβόταν πιο πολύ απ’ όλα. «Παρακαλώ… ένα παντελόνι θα ήθελα».
Η Αντωνία κοίταξε το αφεντικό της σαν να εκλιπαρούσε για βοήθεια, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτό είχε γίνει πριν πολλά χρόνια και η πείρα της δεν μπορούσε ακόμη να την βοηθήσει. Ο κύριος Γιώργος έριξε το βλέμμα στον «γίγαντα» που έδειχνε μια μικρή ικεσία στα μάτια, λες και ήθελε να πει: «σας παρακαλώ βρείτε μου ένα παντελόνι στα μέτρα μου…» και μετά όταν κοίταξε την υπάλληλο, άφησε να του ξεφύγει κι ένα χαμόγελο.
«Παρακαλώ, περάστε. Όλο και κάτι θα βρούμε…»
Ο «γίγαντας» προχώρησε στο βάθος κι έδειξε ότι παρ’ όλο το ύψος, είχε μεγάλη ευχέρεια στο βάδισμα και όχι εκείνα τα άχαρα χαρακτηριστικά των ψηλών. Ομιλητικότατος και αρκετά γλυκός στα λόγια, έδειχνε αμέσως το ποιόν του, την μόρφωση αλλά και μια κάποια … ανεμελιά νιότης. Αστειεύτηκε, γέλασε και δέχτηκε τα πειράγματα του καταστηματάρχη, χωρίς να διστάσει να απαντήσει κι εκείνος στο  κάθε αστείο, να το συνεχίσει, να το διαμορφώσει αλλά και να το κάνει πιο … ενδιαφέρον. Προσόντα ανθρώπου με ανοικτό μυαλό που φυσικά προέρχεται από την μόρφωση.
Το πιο ενδιαφέρον πάντως ήταν ότι βρήκε παντελόνι, ίσως όχι ακριβώς στο χρώμα της αρεσκείας του, αλλά κάπου συμβιβάστηκε κι αυτός, βρήκε και πουκάμισο με κανονικά στο μάκρος μανίκια και στο τέλος, ανακάλυψε ότι το μπουφάν που του άρεσε… του ερχόταν κουτί. Οι δυό άντρες, αστειεύτηκαν για λίγο ακόμα, μέχρι που άρχισαν να νοιώθουν άνετα ο ένας με τον άλλο, ίσως στο βάθος να φαινόταν κι ένα είδος δεσμού μεταξύ τους, κάτι σαν φιλία.
Είπε το όνομά του, Μιχάλη τον λέγανε, ήταν αρραβωνιασμένος, αλλά εκείνο που έλυσε όλες τις απορίες του κυρίου Γιώργου, ήταν το επάγγελμά του. Δάσκαλος. Μια λέξη ιερή για τον κύριο Γιώργο.
«Εμ, βέβαια…», σκέφτηκε ο μαγαζάτορας, «… έτσι εξηγείται η καλή χρήση της γλώσσας, η ευγένεια στην συμπεριφορά και η κατανόηση κάθε θέματος που συζητήθηκε εκείνη την μισή - αρκετή ήταν  - ώρα μέχρι να ψωνίσει. Κάποια στιγμή έφτασαν να μιλούν περί ανέμων και υδάτων και έδειξε ότι κι εκεί είχε γνώμη σωστή και τεκμηριωμένα εκφρασμένη. Λένε ότι οι δάσκαλοι, όπως και όλοι που ασχολούνται με φιλολογικά θέματα, είναι σαν τα άλμπατρος. Στον αέρα, στον κόσμο τους δηλαδή, μπορούν να έχουν το τέλειο πέταγμα, την απόλυτη ισορροπία και την φαντασία του ταξιδιού, του δημιουργικού ταξιδιού. Αλλά στην γη… είναι απροσάρμοστοι, ατσούμπαλοι και άκομψοι. Εδώ είναι που λένε ότι ο Μιχάλης, ήταν η εξαίρεση του κανόνα. Όπως και στον δικό του αέρινο κόσμο, έτσι και στην … επίγεια ζήση, ήταν το ίδιο ισορροπημένος, καθόλου αιθεροβάμων και γνώστης των καθημερινών προβλημάτων, ή μάλλον των λύσεων των προβλημάτων της ζωής.
Πέρασε καιρός μέχρι να ξανάρθει ο δάσκαλος. Πέρασε καιρός μέχρι να σκοτεινιάσει δηλαδή από το ύψος του το μαγαζί. Αλλά … ξανάρθε, είχε μείνει, είπε, ευχαριστημένος και ζήτησε (ο αθεόφοβος!), πάλι παντελόνι. Και φυσικά πάλι ο κύριος Γιώργος, που είχε πάρει προσωπικά το ζήτημα του «ψηλού», του βρήκε και μάλιστα και στο χρώμα που ζητούσε. Ο Μιχάλης φάνηκε να το απολαμβάνει  και μέσα του πρέπει να ένοιωσε ακόμη μεγαλύτερη οικειότητα με το κατάστημα. Έμελλε λοιπόν να γίνει πιστός πελάτης και τακτικός μάλιστα (προς χαρά του καταστηματάρχη), κι επιτέλους να ζητάει κι άλλα είδη εκτός από παντελόνια. Κάποια φορά ήρθε με την «κυρά» του, η οποία σαν γυναίκα ήταν πιο επιφυλακτική και λίγο πιο διστακτική στις νέες γνωριμίες. Κι όμως κι εκείνη μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ένοιωσε να αφήνεται σε πιο χαλαρούς ρυθμούς. Η ικανότητα του κύριου Γιώργου; Μπορεί. Η καλοπροαίρετη και αγαθή διάθεση του ζεύγους; Μπορεί. Όπως και να ήταν τα πράγματα ο Μιχάλης έγινε αγαπητός φίλος του μαγαζιού και ανεξάντλητη πηγή… έξυπνης συζήτησης.
Ένα από τα χαρακτηριστικά που διέκριναν τον Μιχάλη επίσης, ήταν η αγάπη του για τις κινηματογραφικές ταινίες τις οποίες και αποθήκευε σε διάφορους σκληρούς δίσκους. Κι από αυτή την , σχεδόν, μανία του επωφελήθηκε και ο κύριος Γιώργος. Πόσες και πόσες φορές οι δυό άντρες, δεν συζητούσαν για τέτοια θέματα, για έργα, για τηλεοπτικές εκπομπές και βέβαια γύρω από θέματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Και η φιλία συνεχιζόταν μέχρι που κάποια στιγμή ο γίγαντας εξαφανίστηκε.
Στην αρχή έκανε κάποιες εβδομάδες να περάσει, μετά γίναν μήνες και ύστερα εξαφανίστηκε. Όχι μυστηριωδώς πάντως. Και η αιτία; Ο διορισμός του σε σχολείο της Καρδίτσας, τόπος καταγωγής της συζύγου, η οποία σαν πολιτικός μηχανικός (ή αρχιτέκτονας;) ασκούσε εκεί το επάγγελμά της. Και τακτοποιήθηκε εκεί ο Μιχάλης και έκανε μια ευτυχισμένη οικογένεια εκεί ο Μιχάλης και σχεδόν μαύρη πέτρα πίσω του έριξε ο Μιχάλης, ο οποίος προήχθη σε διευθυντή σχολείου κι έτσι πήρε και τον τίτλο του κυρ Μιχάλη. Με δυό γιούς στην πλάτη και καμιά εκατοστή άλλους ακόμα στο σχολείο, ο κυρ Μιχάλης είχε βρει την νιρβάνα του, την γαλήνη και την ευτυχία στο πλευρό της κυρίας του αλλά και τον καθαρό αέρα της εξοχής.
Τώρα με τον κύριο Γιώργο επικοινωνούσε με το τηλέφωνο, μια στις τόσες και προσπαθούσε και ο ένας και ο άλλος να κρατήσουν όσο ήταν δυνατό, ζωντανή την φιλία τους. Κάπου – κάπου επισκεπτόταν την πρωτεύουσα, αγχωμένος να φύγει όσο πιο σύντομα μπορούσε, γιατί είχε αφήσει μια μάνα που είχε τις ανάγκες της κι εκείνη, ανάγκη να δει το παιδί της, ανάγκη να επισκεφτεί κάποιο γιατρό. Κι έτσι έβλεπε και τον κύριο Γιώργο κι έτσι τον έβλεπε και ο κύριος Γιώργος. Και βέβαια κουβαλούσε και σκληρούς δίσκους μαζί, να δώσει έργα και τηλεοπτικές σειρές στον φίλο του.
Ο Μιχάλης έχει τώρα καιρό να έρθει, έχει καιρό να επισκεφτεί την πόλη που μεγάλωσε. Πάντα όμως μια κάποια αιτία θα τον φέρνει κάτω, κάποια ευκαιρία θα του δίνεται να αξιολογήσει την διαφορά.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ... ΨΙΘΥΡΟΥ

Η ΚΥΡΙΑ ΕΛΕΝΗ

Κάποιες στιγμές μπορείς να κάνεις το σταυρό σου σαν πιστεύεις ότι η μέρα σου πρόκειται να κυλήσει καλά και ήσυχα, αν βέβαια είσαι σε μια κάποια ηλικία που επιθυμείς την ησυχία και … την ρουτίνα. Ο κύριος Γιώργος, άνθρωπος της συνήθειας, προσπαθούσε να ανοίξει το λουκέτο, το ένα από τα τρία, στην πόρτα του μαγαζιού, πάντα στην ώρα του. Ήταν επτάμιση και ο ήλιος είχε ήδη κάνει την εμφάνιση του, γιορτάζοντας την ημέρα του Αγίου Παντελεήμονος. Οι καμπάνες από την εκκλησία της πλατείας, δυό τετράγωνα πιο κάτω, χτύπησαν, ξυπνώντας σίγουρα τον όποιο υπναρά ήθελε να συνεχίσει τον ύπνο του στη γειτονιά.
Ο κύριος Γιώργος κοίταξε την ημερομηνία στο ρολόι του: «Μπα… εικοσιεπτά πήγε κιόλας ο μήνας; Ε, ρε, πως περνάει ο καιρός. Σχεδόν τελειώνει το καλοκαίρι….».
Έσκυψε να ανοίξει το τελευταίο λουκέτο, αυτό που ήταν στη βάση της πόρτας και χωρίς να το καταλάβει, ακούμπησε το γόνατο στο πεζοδρόμιο, λερώνοντας λίγο το μαύρο του παντελόνι. Ένα αεράκι φύσηξε και τον λέρωσε ακόμα πιο πολύ η σκόνη του διψασμένου, είχε να βρέξει πάνω από ένα μήνα, δρόμου. Δεν παραπονέθηκε, μόνο έκανε τον σταυρό του όπως κάθε πρωί όταν άνοιγε το τελευταίο λουκέτο. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά διαπίστωσε πως τα γόνατα τον πόναγαν. Δεν ήταν μεγάλος, αλλά μια ευπάθεια την είχε στα γόνατα από την εποχή που έπαιζε μπάλα. Τα έτριψε με την παλάμη και συγκέντρωσε τις δυνάμεις του, έπρεπε να σηκώσει και την σιδεριά, σε μια προσπάθεια να μη γίνει ρεζίλι στους περαστικούς.
Άκουσε ένα σιγανό γρύλισμα δίπλα του. Κάτι σαν βαριά ανάσα και κοίταξε στα αριστερά του. Ένα μεγάλο μαύρο σκυλί, στεκόταν δίπλα του, με τη μουσούδα χαμηλά να τον παρατηρεί ακίνητο. Δεν τρόμαξε, ποτέ δεν φοβόταν τα σκυλιά, αντίθετα μάλιστα κάτι στα μάτια του ζωντανού, τον έκανε να απλώσει το χέρι για χάδι, σκεπτόμενος ότι είχε βρει την δικαιολογία που ήθελε, να συγκεντρώσουν δυνάμεις τα γόνατά του.
Το σκυλί ήταν από αυτά τα μεγάλα, μαύρα σκυλιά – φύλακες και ανάσανε ήρεμα γλύφοντας κάθε λίγο την μύτη του με μια μεγάλη κόκκινη γλώσσα. Φορούσε ένα κολάρο από αυτά που διώχνουν, υποτίθεται τα τσιμπούρια και παρατήρησε ότι ήταν θηλυκό. Δεν θα το έλεγε κανείς όμορφο, αλλά σίγουρα επιβλητικό και ίσως… τρομακτικό.
«Τι είναι κούκλα μου; Βλέπεις τον «θείο» Γιώργο που ανοίγει;», της μίλησε λες και τον καταλάβαινε. Την χάιδεψε πίσω από τα αυτιά και στο κέντρο του στήθους, ανάμεσα από τα δυό μπροστινά της πόδια και παρατήρησε ότι το χέρι του γέμισε σκόνη και απέκτησε μια άγρια υφή.
«Είσαι βρωμιαρούλα ε;», συνέχισε να της μιλάει όπως θα μίλαγε κάποιος σε ένα μικρό παιδί. Θεωρώντας ότι το «διάλειμμα», είχε τελειώσει, προσπάθησε να ξεκρεμάσει την σιδεριά από τις βάσεις της, ν’ ανοίξει το μαγαζί. Το ζώο όμως είχε άλλη γνώμη. Πλησίασε κοντά του και με την μουσούδα της προσπάθησε να βάλει το χέρι του πάνω στο κεφάλι της, σαν να ζητούσε κι άλλα χάδια.
«Τι βλέπω; Είσαι καλομαθημένη χαδιάρα ή σου λείπει η αγάπη;», λες και θα έπαιρνε απάντηση. Την χάιδεψε ξανά και έκανε ένα βήμα ανοίγοντας την πόρτα του καταστήματος.
«Σας συμπάθησε…», ακούστηκε μια φωνή, μια γυναικεία φωνή πίσω του. Ο κύριος Γιώργος γύρισε προς εκείνη τη μεριά. «Μη την φοβάστε, παιγνιδιάρα είναι…»
Η φωνή προερχόταν από μια γυναίκα που πλησίαζε τώρα προς το μέρος του. Μια κοντή γυναίκα που φορούσε ένα μαύρο μακό φόρεμα με φαρδιά τιράντα και λαστιχένιες παντόφλες θαλάσσης. Κλασσική εμφάνιση «κυρίας» των φτωχογειτονιών της Αθήνας του ‘50. Το ύψος της δεν πρέπει να ξεπερνούσε το ενάμιση μέτρο και τα κοντά μαλλιά της (βαμμένα σε ένα ξεθωριασμένο ξανθό), πλαισίωναν ένα μέτωπο που κυριαρχούσαν ρυτίδες και πολλές σταγόνες ιδρώτα, αν και ήταν αρκετά πρωί ακόμα.
Η γυναίκα πλησίασε αρκετά κοντά τώρα και ο κύριος Γιώργος παρατήρησε το πρόσωπό της, ένα τετράγωνο πρόσωπο που έδειχνε αρκετά συγγενές με το σύνδρομο Down. Στο στόμα δεν υπήρχαν δόντια, μπροστινά τουλάχιστον και έτσι και η ομιλία δεν θα μπορούσε να είναι καθαρή. Περπατούσε γρήγορα και κάθε τόσο πλατάγιαζε την γλώσσα σαν κάτι να είχε σταθεί στον ουρανίσκο. Τα μάτια της πάντως, γαλάζια και αρκετά μεγάλα για το δέμας της, είχαν καθαρό και διεισδυτικό βλέμμα. Φαινόταν ότι δεν της ξέφευγε τίποτα αφού τα κινούσε παντού, παρατηρώντας τα πάντα.
«Δεν τα φοβάμαι τα σκυλιά, μπορώ μάλιστα να πω το αντίθετο. Τα συμπαθώ ιδιαίτερα…»
«Και καλά κάνετε. Αχ, κύριε μου…», ο κύριος Γιώργος φοβήθηκε μη και αρχίσει μετά από αυτό το «Αχ», καμιά ιστορία πόνου. Λίγοι τρελοί υπήρχαν άλλωστε που κλαιγόντουσαν στους δρόμους, έτσι χωρίς λόγο;
«… όταν ο Θεός είπε αγαπάτε αλλήλους, μόνο τα σκυλιά το άκουσαν φαίνεται». Η φιλοσοφική ρήση της ημέρας είχε ειπωθεί. Βέβαια το μυαλό του άντρα, ήταν στην δουλειά που μπορεί να είχε ή και όχι, στις επιταγές που πλησίαζαν στη λήξη τους και τόσα άλλα, οπότε κούνησε απλά το κεφάλι συγκαταβατικά, είπε ένα αφηρημένο «ναι – ναι» και βιάστηκε να μπει στο μαγαζί του, να γλυτώσει από άλλες τέτοιες φιλοσοφικές «εξυπνάδες».
Την γυναίκα αυτή δεν την ξαναείδε για πολύ καιρό, αν και υπολόγισε ότι πρέπει να έμενε εκεί κοντά, αν έκρινε σωστά από την «λαϊκής αγοράς» εμφάνισή της. Και η Αντωνία, στην οποία κάποια στιγμή διηγήθηκε την ιστορία αυτή, δεν έδειξε να την γνωρίζει, αλλά δεν έδωσαν και περισσότερη σημασία. Και ο καιρός περνούσε με τα προβλήματά του, τις χαρές και τις αναποδιές του. Πέρασε το Καλοκαίρι, ήρθε και το Φθινόπωρο, έφυγε κι αυτό. Η κυρία με το σκυλί, φυσικά και είχε ξεχαστεί, (δεν υπήρχε κανένας λόγος να την θυμούνται), μέχρι που έφτασαν τα Χριστούγεννα.
Το ημερολόγιο έδειχνε είκοσι τρείς του Δεκέμβρη, το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο που προσπαθούσε να πάρει τα γιορτινά του δώρα, όταν εμφανίστηκε και η εν λόγω κυρία.
«Παρακαλώ…», της είπε η Αντωνία, προσπαθώντας να εξυπηρετήσει δυό πελάτες ταυτόχρονα.
«Καλημέρα δεσποινίς, θα ήθελα ένα πουλόβερ για δώρο…»
«Βεβαίως, αν με περιμένετε λιγάκι σας παρακαλώ…»
Η γυναίκα φορώντας πάντα τα ρούχα της «γειτονιάς», στάθηκε ήσυχα σε μια άκρη και περίμενε υπομονετικά. Έτσι κι αλλιώς κοντούλα ήταν δεν εμπόδιζε κανένα και τόσο διακριτική, που η πωλήτρια σχεδόν την ξέχασε. Κάποια στιγμή, όταν κόπασε για λίγο η δουλειά, ο κύριος Γιώργος, την αντελήφθη με την άκρη του ματιού του και πήγε προς το μέρος της, να την εξυπηρετήσει:
«Καλησπέρα…», της είπε με το επαγγελματικά ευγενικό του ύφος, «… τι κάνετε;», προσπαθώντας να δείξει ότι την θυμόταν. Εκείνη χαμογέλασε και με την έκφραση που πήρε, έδειξε τα γυμνά της ούλα, κάτι που έκανε τον συνομιλητή της να τραβηχτεί ένα βήμα προς τα πίσω.
«Θα ήθελα κάτι για δώρο, κάτι … ας πούμε ένα πουλόβερ ή ένα πουκάμισο…», του απάντησε. Παράξενο πως, αντίθετα με το τι θα πίστευε κάποιος από το παρουσιαστικό της, η φωνή της ήταν ήρεμη, αρκετά στρωτή (αν θυμόταν καλά είχε αλλάξει από την πρώτη τους συνάντηση) και μιλούσε χωρίς διακοπές και πολλά «εεεεε» και το σημαντικότερο δεν … έφτυνε!
«Έχετε κάτι κατά νου;»
«Αληθινά δεν ξέρω, με τα αντρικά δώρα δεν τα πάω καλά. Θα προτιμούσα να μου προτείνετε εσείς κάτι», περιέγραψε το αποδέκτη του δώρου και περίμενε από τον κύριο Γιώργο, να επιλέξει εκείνος. Ήταν αρκετά εύκολη στην τελική εκλογή και πλησίασε στο ταμείο να πληρώσει, όσο η Αντωνία συσκεύαζε την αγορά της. Πάνω στο γραφείο του ταμείο ήταν ένα βιβλίο, γυρισμένο από την ανάποδη. Η κυρία το έπιασε ασυναίσθητα στα χέρια της, χωρίς να ρωτήσει, διάβασε τον τίτλο και κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά, χαμογελώντας συγχρόνως.
«Καλός ο Ντένι Γκέτζ…», είπε πάντα χαμογελώντας, «… αλλά λίγο πομπώδης και αν μου επιτρέπετε κύριε, θα τον έλεγα αιθεροβάμονα…», συνέχισε την κριτική της για τον συγγραφέα.
«Τον ξέρετε; Έχετε διαβάσει το βιβλίο αυτό; Το «Μηδέν»;»
«Ναι και δυστυχώς με απογοήτευσε… βλέπετε είχα διαβάσει πιο πριν ένα άλλο δικό του το «Θεώρημα του Παπαγάλου» και συγκρινόμενα τα δυό… νομίζω ότι κι εσείς θα διαπιστώσατε φυσικά την διαφορά στην γραφή…»
Η συζήτηση είχε αρχίσει να γίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα και σε συνδυασμό με το περασμένο της ώρας και την αναπόφευκτη πτώση της δουλειάς, οι δυό συνομιλητές, χωρίς να το καταλάβουν, συνέχισαν να μιλάνε και για άλλους συγγραφείς και για άλλα είδη λογοτεχνίας. Ακόμα και όταν φτάσανε να μιλούν και για επιστημονική φαντασία, φάνηκε πως η κυρία Ελένη, (του είχε εν τω μεταξύ συστηθεί), έδειξε ακόμα πιο δυνατή και με εξειδικευμένη γνώμη. Και τι δεν ήξερε για Άρθουρ Κλάρκ, για Ασίμοφ, για Όργουελ, αλλά και τόσους άλλους. Μίλαγαν μέχρι που η Αντωνία πλησίασε και υπενθύμισε πως έπρεπε να κλείσουν.
Έτσι έμελλε να λήξει η πρώτη, η μάλλον η δεύτερη συνάντηση με την κυρία Ελένη. Πήρε το δώρο της και βγήκε από το μαγαζί. Το μάτι του κυρίου Γιώργου, του άναυδου κυρίου Γιώργου, την παρακολούθησε μέχρι έξω, ως την στιγμή που έστριψε στην γωνία. Είδε ότι το μεγάλο μαύρο σκυλί, σηκώθηκε από κάποια γωνιά στο πεζοδρόμιο και την ακολούθησε μαζί με ένα άλλο, πολύ πιο μικρό και λευκό, με σγουρό μαλλί, τόσο μικρό που θα μπορούσε κάποιος με λίγη προσπάθεια να το χώσει στην τσέπη του.
«Η κυρία Ελένη με τα δυό της σκυλιά…», είπε στην Αντωνία που περίμενε να κλείσει ταμείο το αφεντικό της. Κούνησε το κεφάλι, σαν να του έλεγε... «ενδιαφέρον αλλά κλείσε ταμείο να φύγουμε κάποια στιγμή» και του χαμογέλασε.
Η κυρία Ελένη δεν ξαναφάνηκε για αρκετό καιρό. Κάπου – κάπου ο κύριος Γιώργος την έφερνε στο μυαλό του, δεν μπορούσε να χωνέψει ακόμα το γεγονός ότι ένα τέτοιο άτομο, με αυτό το παρουσιαστικό μπορούσε να έχει τόση μόρφωση. Μπορεί ακόμη και να λαχταρούσε μια συζήτηση μαζί της. Μια φορά μάλιστα την είδε από μακριά, την γνώρισε από τα δυό σκυλιά που την ακολουθούσαν και μπήκε στον πειρασμό να της μιλήσει, αλλά εκείνη τη μέρα ήταν πολύ βιαστικός κι έτσι το άφησε. Θα του δινόταν σύντομα άλλη ευκαιρία.
Και του δόθηκε αυτή η ευκαιρία με αναπάντεχο τρόπο ένα ωραίο χειμωνιάτικο βράδυ, σε κάποιο μισοσκότεινο δρομάκι του Αιγάλεω. Ο κύριος Γιώργος με την γυναίκα του, αποφάσισαν να πάνε σινεμά. Κάποιο έργο που ήθελαν, το έπαιζε ένας κινηματογράφος στην περιοχή και, αν και δεν ήταν κάτοικοι εκεί, προτίμησαν αυτό το συνοικιακό σινεμά από τους μεγάλους του κέντρου της Αθήνας. Η ταινία ήταν καλή και επιστρέφοντας προς το αυτοκίνητο μετά το τέλος της παράστασης, είχε αρχίσει μια ζωηρή συζήτηση μεταξύ τους, σε σημείο που κάποιος μπορούσε να την πει και «άγρια αντιπαράθεση». Κι εκείνος και η γυναίκα του σε θέματα κινηματογράφου και θεάτρου ήταν απόλυτοι και επέμεναν τόσο, που φαινόταν ότι ήθελαν να επιβάλλουν την γνώμη τους. Πάνω λοιπόν σε αυτόν τον «οικογενειακό καυγά» τους (πολλές φορές είχαν ευχηθεί και οι δυό να ήταν αυτά τα προβλήματά τους!), να σου και από κάποια γωνιά να κάνει την εμφάνισή του κι εκείνο το μεγάλο μαύρο σκυλί, το γνώριμο γιγάντιο ζωντανό που ο κύριος Γιώργος το είχε συνδέσει απόλυτα με την κυρία Ελένη. Και βέβαια από πίσω ακολουθούσε και το άλλο… εκείνο το λευκό ποντίκι… συγγνώμη για την λέξη, εκείνο το κάτασπρο μικρό ζωάκι, που η αφεντικίνα του επέμενε να το λέει κι αυτό σκυλί. Ο κύριος Γιώργος τα αναγνώρισε, κάθισε στις φτέρνες του και τα κάλεσε κοντά του. Ήρθαν και τα δυό και τα χάιδεψε, για να επαναληφθεί η ίδια ιστορία, να μην τον αφήνουν δηλαδή να φύγει, κουνώντας τις ουρές τους και γλύφοντας τα χέρια του. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε και η χαρακτηριστική φωνή της κυρίας Ελένης, δυνατή και επιτακτική, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, (η ώρα είχε πάει μία).
«Που είστε βρε παλιόσκυλα; Που είσαι βρε Σωσώ, που είσαι βρε Μιλού; Όχι στα σκουπίδια βρε…», αλλά τα σκυλιά δεν την άκουγαν. Επιτέλους φάνηκε και το σώμα εκτός από την φωνή, της μόνιμα, αν και χειμώνας, ιδρωμένης και ασθμαίνουσας αυτή τη φορά κυρίας Ελένης. Τα μαύρο μακρύ της φόρεμα, κάτω από το μπουφάν φαινόταν βρεγμένο από τον ιδρώτα, αν και ο χαμηλός φωτισμός του δρόμου δεν άφηνε να φανούν και πολλά. Στο ένα χέρι κρατούσε τα λουριά των σκυλιών, ήταν περίεργο που τα κουβαλούσε μαζί της αφού ποτέ δεν τους τα φόραγε και στο άλλο ένα μεσαίου μεγέθους βιβλίου, με κόκκινο εξώφυλλο.
Σαν είδε τον κύριο Γιώργο και την γυναίκα του, σταμάτησε τις φωνές και προσπάθησε να φτιάξει τα μαλλιά, με την ανάστροφη της παλάμης της. Σήκωσε το χέρι από μακριά, χαιρετώντας τους, διόρθωσε το μπουφάν της και πλησίασε.
«Καλησπέρα, τα άτιμα με τραβάνε πέρα δώθε σαν μαριονέτα…», είπε λαχανιασμένη δείχνοντας τα δυό της σκυλιά που είχαν αφεθεί στα χάδια του κυρίου Γιώργου. «Αλήθεια, που ήσασταν τέτοια ώρα; Αργά είναι…»
Μίλησαν αρκετή ώρα, εκεί, στο πεζοδρόμιο, όρθιοι κάτω από το φως του στύλου της ΔΕΗ. Κάπου – κάπου πέρναγε κάποιο «νυσταγμένο» αυτοκίνητο, σταματούσαν την κουβέντα μέχρι να εξαφανιστεί ο ήχος της μηχανής τους, (μέσα στην σιγαλιά ακουγόταν εκκωφαντικά), επανέρχονταν στην τελευταία λέξη τους και η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλάβει κανείς από τους τρεις τους.
Η κυρία Ελένη αποδείχτηκε θησαυρός γνώσεων στα περί κινηματογράφου θέματα. Ήξερε όλους τους μεγάλους σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο, αν και παραδέχτηκε ότι είχε αδυναμία στους Ρώσους και τους Ιταλούς. Μάλιστα κάποιους από τους Ρώσους ο κύριος Γιώργος που συστηνόταν σαν κινηματογραφόφιλος και «ψαγμένος» στα καλά έργα, ούτε τους είχε ξανακούσει. Θέλησε να κάνει τον έξυπνο, δεν άντεχε κάποιος άλλος να ξέρει πιο πολλά από αυτόν για τέτοια θέματα, το γύρισε εκεί που νόμισε ότι υπερείχε, στους Ιταλούς σκηνοθέτες, μέχρι που ανακάλυψε ότι η συνομιλήτριά του κάποτε, είχε γνωρίσει προσωπικά τον μεγάλο Φελίνι, το ίνδαλμά του και φυσικά δικό της. Νεαρή ήταν του είπε, όταν πήγε στην Ιταλία μόνο και μόνο για τον μεγάλο σκηνοθέτη. Μίλησαν στο σπίτι του, εκεί είχε φτάσει από την τρέλας της, πολύ ώρα και ειδικά για το αγαπημένο της έργο τις «νύχτες της Καμπίρια», που αποδείχτηκε ότι ήταν και το αγαπημένο του σκηνοθέτη. Μάλιστα, όπως τους είπε, την είχε κρατήσει και για φαγητό μαζί με την φίλη της, που εκτελούσε χρέη διερμηνέως. Δεν είχαν λόγο να μην την πιστέψουν, σε αυτό συνηγορούσε και η φυσική περιγραφή λεπτομερειών της συνάντησης.
Μίλησαν και για άλλα και φυσικά είχε γνώμη, σωστή και τεκμηριωμένη για όλα, προς θλίψη του κύριου Γιώργου, μίλησαν και για βιβλία, αφού η μια κουβέντα έφερνε την άλλη, είπαν για ηθοποιούς και όλα βέβαια σε επίπεδο ανάλυσης τεχνικών και κινηματογραφικών ή λογοτεχνικών θεμάτων.
Είχε πάει αρκετά αργά, ή καλύτερα αρκετά νωρίς το πρωί, όταν αποφάσισαν να χωρίσουν οι τρεις τους. Τους χαιρέτισε προσπαθώντας με σιγανές αυτή τη φορά φωνές, να συμμαζέψει τα ζωντανά της.
«Ποιο βιβλίο διαβάζεις τώρα κυρία Ελένη…», ρώτησε η σύζυγος του κυρίου Γιώργου.
Εκείνη σήκωσε το χέρι, έδειξε αυτό που κρατούσε, αυτό με το κόκκινο εξώφυλλο και της το έδωσε να του ρίξει μια ματιά. «Το μέλι της αγριομέλισσας», διάβασε εκείνη φωναχτά «… του Τόργκιν Λίντγκρεν». Κανείς δεν είχε ξανακούσει ούτε αυτόν τον τίτλο, αλλά ούτε και τον συγγραφέα.
«Σκανδιναβική λογοτεχνία ε; Λένε ότι οι Σκανδιναβοί συγγραφείς έχουν … πώς να το πω, ανέβει πολύ τώρα τελευταία. Μάλιστα… καλή ανάγνωση το λοιπόν»
«Αν με αφήσουν αυτά τα βάσανα….» κι έδειξε τα δυό σκυλιά της.
Έκτοτε η κυρία Ελένη πέρναγε από το μαγαζί πιο συχνά. Τίποτε δεν είχε αλλάξει πάνω της. Το ίδιο ύψος, (αυτό έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να αλλάξει), τα ίδια κιλά, τα ίδια ρούχα και … ακόμα εκείνο το κενό στο στόμα. Άφηνε τα σκυλιά της έξω από την πόρτα και έλεγε μια καλημέρα, που αν ο κύριος Γιώργος δεν είχε δουλειά, διαρκούσε και πάνω από καμιά ώρα. Και όλο κάτι καινούργιο είχαν να αναλύσουν, να πουν … να μάθουν ο ένας από τον άλλο.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ... ΕΝΟΣ ΨΙΘΥΡΟΥ

ΤΟ ΜΠΛΕ

Θα μπορούσε να ήταν μια υπέροχη μέρα. Αν και πολύ πρωί, το ρολόι μόλις που έδειχνε οκτώμισι και ο ουρανός καταγάλανος προμήνυε μια ζεστή μέρα. Η Αντωνία, η μελαχρινή πωλήτρια του «ΨΙΘΥΡΟΥ», περπατούσε στο πεζοδρόμο με μια ανεξήγητη ευθυμία. Αν και όχι τόσο ανεξήγητη αφού σήμερα είχε τα γενέθλιά της η μικρή της κόρη και δεν θα άφηνε κανένα να της μαυρίσει τη διάθεση. Τάχυνε το βήμα σαν είδε από μακριά τον κύριο Γιώργο ν’ ανοίγει την πόρτα του καταστήματος. Έριξε μια κλεφτή ματιά στη βιτρίνα του διπλανού μαγαζιού που πουλούσε γυναικεία παπούτσια, της άρεσαν κάτι «εσπαντρίγιες» αν και τις έβρισκε αρκετά αλμυρές για την τσέπη της, αναστέναξε σιγανά και μπήκε στο χώρο της δουλειάς:
«Καλημέρα κύριε Γιώργο. Καλά είστε;»
«Δόξα τω Θεώ κορίτσι μου, αν θα έχει και δουλειά τότε… θα είμαι καλύτερα…», της απάντησε εκείνος με το σχεδόν καθημερινό του αστείο (ευχή;).
Όταν το air – condition είναι αναμμένο, ήδη η μέρα είχε ζεστάνει αρκετά, τότε όλα πάνε καλά και έχεις μια θετική αύρα μέσα σου. Κι αν μάλιστα γιορτάζει και το παιδί σου… τότε όλα …πρίμα. Και έτσι ένοιωθε εκείνη τη μέρα η Αντωνία. Βέβαια υπάρχουν πολλοί λόγοι που θα μπορούσαν να την «ρίξουν», από απίθανοι μέχρι αναμενόμενοι. Αλλά τους αναμενόμενους μπορείς να τους προγραμματίσεις, με τους άλλους τι γίνεται;
Η ιστορία μας αυτή, μας λέει για τους άλλους λοιπόν. Γι αυτούς που αν μαζευτούν μαζί, μπορεί να σε κάνουν να ουρλιάζεις.
«Κύριε Γιώργο, αυτό…», έβγαλε από ένα κουτί σοκολατάκια, «… είναι για τα γενέθλια της Ηλιάνας μου…»
«Τι, έχει σήμερα τα γενέθλιά του το τερατάκι; Να σου ζήσει παιδί μου και, αυτό που λέγανε οι παλιοί… να την δεις όπως θέλεις!»
Τον ευχαρίστησε και άρχισε την καθημερινή δουλειά της. Ο πρώτος πελάτης δεν άργησε να μπει, μόλις είχε τελειώσει την πρωινή καθαριότητα. 
«Καλημέρα, σε τι να βοηθήσω; Τι ψάχνουμε;», το χαμόγελό της έδειχνε ότι επηρέαζε τον κόσμο, ήταν όμορφη κοπέλα κι έτσι το χάριζε απλόχερα.
Της είπε ότι ήθελε ένα «συνολάκι», παντελόνι δηλαδή κι ένα πουκάμισο. Τον εξυπηρέτησε όσο πιο καλά μπορούσε, ας έκανε κι αλλιώς αφού το βλέμμα του κύριου Γιώργου την κάρφωνε από τα γραφείο του, έκανε τον συνδυασμό και μακάρισε την τύχη της που ο πρώτος πελάτης της μέρας ήταν εύκολος και γρήγορος. Μακάρι να πήγαινε έτσι όλη η μέρα. 
Το αφεντικό της έκλεισε το μάτι σε μια επιδοκιμασία, αφού είχε προωθήσει κάποια είδη που είχαν επί μήνες «καθίσει». Η Αντωνία χάρηκε μέσα της, είχε φιλότιμο, μάζεψε τα ρούχα που είχαν απομείνει στον πάγκο και στράφηκε προς το ζευγάρι που είχε εν τω μεταξύ μπει στο κατάστημα. Τους μίλησε με όλη της ευγένεια και, η αλήθεια είναι ότι εισέπραξε και από κείνους μια πολύ ευγενική απάντηση. Έψαχναν για ένα παντελόνι, όχι κάτι το ιδιαίτερο, απλά ένα καθημερινό παντελόνι και σε χρώμα που να μπορεί να είναι ευκολοσυνδύαστο. Βασική προϋπόθεση βέβαια να ήταν δροσερό. Τίποτα δύσκολο για την Αντωνία, κάτι που θα μπορούσε να είναι υπόθεση δέκα λεπτών. 
Ο άντρας ήταν ψηλός και έδειχνε να έχει πολύ καλή σχέση με το γυμναστήριο, αφού το σώμα του φαινόταν αρκετά γυμνασμένο, κοιλιά δεν είχε και τα πόδια του, θα μπορούσαν να ήταν το μοντέλο για την σωστή εφαρμογή ενός παντελονιού. Στην αρχή επέλεξε ένα τζην με ελαφρύ ξέβαμμα, προϊόν γνωστής μάρκας τζην, που φυσικά του ερχόταν «κουτί». Κάτι όμως ενοχλούσε την σύντροφό του κι έτσι το άφησαν να το ξαναδούν αργότερα. Το δεύτερο, ήταν κι αυτό τζην, λίγο πιο κλασσικό, λίγο πιο σκούρο, αλλά κάτι δεν άρεσε στην σύντροφό του. Ακολούθησαν άλλα πέντε ή έξη τζην, αλλά κάτι δεν άρεσε στην σύντροφό του. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι όλα τα παντελόνια έπεφταν τέλεια σε ένα τόσο καλό σώμα, λες και κάποιος είχε πάρει τα μέτρα του άντρα όταν τα έραβε. Αλλά κάτι δεν άρεσε στην σύντροφό του. Μια το χρώμα δεν ήταν αρκούντως «γεμάτο», (ότι κι αν σημαίνει αυτό), μια τράβαγε λίγο στο πίσω μέρος, μια η ραφή δεν είχε το σωστό χρώμα κλωστής, αλλά είπαμε… ο πελάτης έχει δίκιο. Ας πούμε πάντα έχει δίκιο. 
Πέρασαν λοιπόν στα βαμβακερά παντελόνια τώρα. Η «σύντροφος», έψαχνε αρκετή ώρα την απόχρωση εκείνη που θα ταίριαζε στην … προσωπικότητα του άντρα της. Το περίεργο ήταν ότι εκείνος δεν είχε σχεδόν καθόλου μιλήσει, λες και δεν είχε μιλιά, μόνο την κοίταγε στα μάτια και περίμενε την αντίδρασή της. Και το κατσούφιασμα στα μούτρα αυτής της γυναίκας ήταν σχεδόν μόνιμο.
«Υπομονή Αντωνία…», μουρμούρισε στον εαυτό της η πωλήτρια, ρίχνοντας και κλεφτές ματιές προς το αφεντικό της, που για κακή της τύχη, εξυπηρετούσε εκείνη την ώρα έναν νεαρό που ήθελε πουκάμισα. «Τα γενέθλια του παιδιού σου είναι σήμερα…», συνέχισε προσπαθώντας να μη γίνει αντιληπτή από την … «σύντροφο».
Κοίταξε καλύτερα προς το μέρος της, από πίσω, αφού εκείνη ήταν γυρισμένη προς τα ράφια και «ψαχούλευε» τα παντελόνια ένα προς ένα. Να έψαχνε για θησαυρό; Μπορεί! Είδε λοιπόν μια περιφέρεια μέσα σε μια σκούρα, εμπριμέ φούστα (πρέπει να ήταν πολυεστερική), μια αρκετά μεγάλη περιφέρεια που στηριζόταν σε δυό πρησμένα πόδια, μπορεί από την ζέστη, μπορεί από κατακράτηση ούρων. Το λαδωμένο μαλλί της, μαύρο σαν τον έβενο, ήταν πιασμένο με ένα λαστιχάκι, κάτι μεταξύ κόκκινου και φούξια χρώματος και είχε για στερέωμα δυό κοκαλάκια σε σχήμα πεταλούδας, ένα σε κάθε πλευρά του κεφαλιού. Το καλό ήταν ότι κι αυτά είχαν το ίδιο περίεργο φουξοκόκκινο χρώμα. Η πιτυρίδα είχε χιονίσει τους ώμους και τα σχεδόν καθαρό μπλουζάκι που έκρυβε μια ωραία μυρουδιά από φρεσκοκομμένο κρεμμύδι, έδειχνε «προκλητικά» (τι άλλο θα δουν τα μάτια μας!), την γεμάτη λίπος πλάτη της. Αλλά το πιο απολαυστικό ήταν το πρόσωπο. Γεμάτα μάγουλα, σε σημείο να κρέμονται κάτω από το πηγούνι, με πολλά μαύρα στίγματα, όπως και στο μέτωπο, σαν παλιά ξεραμένα μαύρα σπυριά, που γίνονταν πιο έντονα σε κάθε γκριμάτσα αποδοκιμασίας που έκανε προς τον νεαρό. Μισόκλεινε τα μάτια, αποτέλεσμα της γυναικείας ματαιοδοξίας, (πρέπει να είχε αρκετή μυωπία)  και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα ταίριαζε τα χρώματα. Αν έκρινε κανείς από την δική της εμφάνιση, από τον συνδυασμό χρωμάτων στα δικά της ρούχα, μάλλον δεν θα την πρότεινε για μοντελίστ. 
«Αυτή είναι πεντάτσεπη καπαρντίνα…», είπε η Αντωνία που είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται πια. «Καθημερινό απλό παντελόνι και αυτό το μπεζ χρώμα που διαλέξατε…», προσπάθησε να κρατήσει την ευγενική της στάση, «… μπορεί να το φορέσει με όποιο μπλουζάκι ή πουκάμισο θέλει». 
Ο νεαρός, το φόρεσε κι αυτό και η Αντωνία, πρόσεξε ότι η «σύντροφος», έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας – αλήθεια πόσο γελοία γινόταν – πριν ακόμα βγει από το δοκιμαστήριο καλά – καλά. Το ίδιο έγινε και για τα άλλα δέκα περίπου παντελόνια, δέκα διαφορετικών εταιριών, δέκα διαφορετικών χρωμάτων. 
Ένας κόμπος έφτασε στο λαιμό της πωλήτριας, ήξερε ότι το «σήμερα είναι τα γενέθλια της μικρής» δεν έφτανε από μόνο του, αλλά η συνείδησή της δεν την άφηνε να τους παρατήσει έτσι. Ήθελε για το καλό του καταστήματος, ίσως και από δικό της εγωισμό, να πουλήσει. Κάτι να τους πουλήσει. 
Κοίταξε το αφεντικό της και προσπάθησε τηλεπαθητικά να ζητήσει βοήθεια. Εκείνος ήταν απασχολημένος, αλλά γύρισε το πρόσωπο του και της χαμογέλασε από μακριά. Δεν μπορούσε να πει ότι πήρε κουράγιο, αλλά έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε από κει που είχε μείνει. Ο άντρας δοκίμασε άλλα τρία παντελόνια και σταματούσε απάνω σε εκείνο το ανελέητο, αδυσώπητο «όχι – όχι – όχι» της … κυρίας, που συνοδευόταν και με την ανάλογη γκριμάτσα, λες αηδίας. 
Τελικά φόρεσε το δικό του, πήρε όσα είχαν μείνει μέσα στο δοκιμαστήριο και τα έδωσε στην άτυχη υπάλληλο:
«Λυπάμαι…» της είπε, «… αλλά δεν μπορώ να διαλέξω. Άμα είναι, μπορεί να ξαναπεράσουμε…»
Η φωνή που ακούστηκε από πίσω θα γιάτρευε όλο τον πόνο, την αγωνία αλλά και την ναυτία που ένιωσε η Αντωνία μέσα στις δυό ώρες που είχαν περάσει. Ο κύριος Γιώργος είχε πλησιάσει αθόρυβα από πίσω και παρατηρούσε. Μέχρι που δεν άντεξε…:
«Βρε αδερφέ… τι να διαλέξεις…», του είπε με φωνή που φανέρωνε εκνευρισμό, «… οικόπεδο θα πάρεις; Και για γούστο…. Άστα να πάνε φίλε. Εδώ γυναίκα δεν μπόρεσες να διαλέξεις …» κι έδειξε την «σύντροφο» με το χέρι του, «… παντελόνι ήθελες; Άντε στο καλό σου και μείνε μακριά από αυτό το κατάστημα. Α… κι αν βρεις καμιά γυναίκα … υποφερτή, ε, τότε έλα να τα ξαναπούμε …». Απομακρύνθηκε γυρίζοντας την πλάτη, αγνοώντας τις βρισιές και τις απειλές της αναψοκοκκινισμένης χοντρής «κάτι σαν γυναίκα». Η Αντωνία προσπαθούσε να μη ξεσπάσει στα γέλια, προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το για πρώτη φορά έξαλλο αφεντικό της, προσπαθούσε να αποφύγει το βλέμμα της χοντρής… ωχ συγγνώμη της εύσωμης κυρίας. 
Η καταιγίδα πέρασε και δεν συνέβησαν άλλα απρόοπτα. Όλα κύλησαν ομαλά, ο κύριος Γιώργος ηρέμισε και οι πελάτες όλοι από κείνη τη στιγμή ήταν φυσιολογικοί άνθρωποι. Άλλοι ψώνιζαν, άλλοι πάλι όχι, άλλοι απλά ρωτούσαν, ότι συμβαίνει φυσιολογικά σε όλα τα καταστήματα. 
«Τετάρτη σήμερα Αντώνη ε;», ακούστηκε ο κύριος Γιώργος, που πιο πολύ την φώναζε Αντώνη παρά με το γυναικείο της όνομα. «Άντε κορίτσι μου, ετοιμάσου, πήγε τρεις η ώρα. Πρέπει να κλείνουμε πια. Κι αυτή η ζέστη…. Βάσανο. Αλλά καλοκαίρι είναι θα μου πεις. Και το καλοκαίρι είναι η γιορτή της Ελλάδας… τι να κάνουμε; Άντε να κλείσω και ταμείο …»
Εκείνη την ώρα μια σκιά περπάτησε πάνω στο ξύλινο δάπεδο του μαγαζιού. Κι αυτή η σκιά, ανήκε σε μια ψιλόλιγνη κυρία με συντηρητικό ντύσιμο:
«Συγγνώμη…», είπε ευγενικά, «… προλαβαίνω να δω ένα πουκάμισο για τον άντρα μου. Ξέρω ότι κλείνετε αλλά θα σας ήμουν υπόχρεη αν θα με εξυπηρετούσατε…»
«Μα, βεβαίως κυρία μου», απάντησε ο κύριος Γιώργος και έκανε μια κίνηση με το χέρι, δείχνοντας την απογοητευμένη Αντωνία, που άφηνε κάτω την τσάντα της, καθώς είχε ετοιμαστεί για αναχώρηση. 
«Θα ήθελα ένα μακρυμάνικο μπλε πουκάμισο, αλλά αν έχει και κανένα σχεδιάκι στο πανί, δεν με πειράζει, αρκεί να είναι σε μπλε. Ξέρετε, το θέλω για ένα ειδικό συνδυασμό»
Η πωλήτρια μπορεί και να την κοίταξε με μίσος, μπορεί αν είχε μαχαίρια στα μάτια να την είχε σφάξει, αλλά φόρεσε ένα γλυκό και σχεδόν ανέμελο χαμόγελο, έδειξε με μια θεατρική κίνηση τα ράφια που ήταν τα πουκάμισα και την ρώτησε τα τυπικά:
«Τι νούμερο θέλετε κυρία μου και για τι ηλικία; Και το ρωτά αυτό το τελευταίο για να ξέρω σε τι «κόψιμο» να δώσω»
Το πουκάμισο προοριζόταν για το άντρα της, ήθελε το μεγαλύτερο νούμερο που υπήρχε (το πράγμα όλο και δυσκόλευε), γιατί ο κύριος «τρώει όλο το φαγητό του», θέλει να το φορέσει σε ένα γάμο και να είναι κάπως σοβαρό! Η Αντωνία, της κατέβασε το κλασσικό μπλε μονόχρωμο, ένα άλλο που είχε ένα μικρό, ανεπαίσθητο σχέδιο με μικρές τελείτσες (πουά), ένα τρίτο, πάλι μονόχρωμο αλλά σε λίγο πιο ανοικτό μπλε, το τέταρτο που ήταν με μονόχρωμο λευκό γιακά και μπλε σκούρο σώμα, το πέμπτο με μικρό καρό σχέδιο και διχρωμία στο εσωτερικό των μανσετών και φυσικά δεν είχε τελειώσει εδώ. Της έδειξε κι ένα άλλο, μονόχρωμο με τρία τρουκς και κρυφά κουμπιά, κοιτώντας την ώρα κρυφά. Είχε πει στον ζαχαροπλάστη ότι στις τέσσερις θα πήγαινε να πάρει την τούρτα που είχε παραγγείλει και έβλεπε ότι ήταν ήδη είκοσι λεπτά πριν τις τέσσερις. Το έκτο πουκάμισο ήταν σαν μετάξι σε μπλε της νύχτας. Κάποιος, ακόμα και πολύ απαιτητικός πελάτης, δεν θα ήξερε πιο να πρωτοδιαλέξει. Η κυρία  όμως φάνηκε να θέλει κάτι άλλο, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην άμοιρη πωλήτρια. 
«Ξέρετε… όλα είναι ωραία…», είπε με λίγο τρεμάμενη φωνή, «… αλλά δεν μπορώ να πω ότι με ικανοποίησε η απόχρωση», συνέχισε μπροστά στις επτά διαφορετικές αποχρώσεις του μπλε, που στέκονταν μπροστά της, πάνω στο γυαλί του πάγκου, ανάμεσα στα τρεμάμενα από νεύρα, χέρια της Αντωνίας. 
«Τέλος πάντων, μήπως θα μπορούσα να δω το μέγεθος;»
«Βεβαίως, ελάτε από δω, υπάρχουν κάποια δείγματα ανοικτά να δείτε…» και προσπάθησε να την πάει προς το πίσω μέρος του μαγαζιού.
«Ξέρετε… θέλω να δω αυτό το συγκεκριμένο ανοικτό, αν δεν σας είναι κόπος…»
Η ώρα στο ρολόι της Αντωνίας, είχε πάει παρά τέταρτο και η δυστυχισμένη πια υπάλληλος κοίταγε προς το μέρος του αφεντικού της. Εκείνος πάλι, ο αναίσθητος, είχε καθίσει στην καρέκλα του, πίσω από την διάπλατα ανοιγμένη εφημερίδα, είχε ανάψει κι ένα τσιγάρο και προσπαθούσε να ρουφήξει, όχι τον καπνό, αλλά τα νέα γύρω από τις νέες μεταγραφές του Παναθηναϊκού. Η πωλήτρια, δεν είχε άλλα περιθώρια, έλπιζε ότι ο ζαχαροπλάστης μπορεί να είχε κατανόηση και να την περίμενε ακόμα λίγο, άνοιξε το πουκάμισο, (ίσως το πιο δύσκολο πράγμα που υπήρχε σε ένα κατάστημα αντρικών ειδών), το ξεδίπλωσε πάνω στον πάγκο. Μετά είδε με απελπισία την πελάτισσα να μετράει με το άνοιγμα της παλάμης. 
«Μια, δυό τρεις και… τρία δάχτυλα…. Από μέγεθος, καλό είναι…». Η Αντωνία προς στιγμή χάρηκε:
«Λοιπόν; Μένουμε εδώ; Σε αυτό;»
«Ναι, σαν μέγεθος είπα… καλό, αλλά το μπλε χρώμα… να, θα μου άρεσε ένα άλλο μπλε. Να, κάτι μεταξύ αυτού…», έδειξε το τρίτο, «… και αυτού…», τώρα το δάχτυλο το είχε πάνω στο πέμπτο. «Κάτι ανάμεσα σε αυτά… τέλος πάντων. Έτσι κι αλλιώς δεν το βιάζομαι, για τον άλλο μήνα το θέλω. Αν είναι… θα ξαναπεράσω…» κι έφυγε σινάμενη κουνάμενη φτιάχνοντας και λίγο τα μαλλιά. Η ώρα είχε πάει τέσσερις και δέκα και της Αντωνίας της φάνηκε ότι στο πρόσωπο του κυρίου Γιώργου, είχε φυτρώσει ένα χαμόγελο ειρωνικό. 
Το ζαχαροπλαστείο είχε κλείσει και τώρα το κερί των γενεθλίων περήφανα πατούσε πάνω σε μια φρατζόλα ψωμί. Όλα όμως από κείνη τη στιγμή πήγαν καλά. Η Ηλιάνα, σίγουρα, μεγάλωσε κατά ένα χρόνο και η Αντωνία θα γέλαγε κάθε που θα έβλεπε την φωτό με την «τούρτα» που είχε το κερί. 

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ... ΨΙΘΥΡΟΥ

Η ΓΚΑΦΑ

«Καλημέρα δεσποινίς…», ακούστηκε η φωνή του ψηλού άντρα που στεκόταν μπροστά από το ράφι με τα παντελόνια, με το που τον πλησίασε η μελαχρινή πωλήτρια.
«Ωραίος άντρας…», σκέφτηκε εκείνη με τη σειρά της, «… ωραίος και καλοντυμένος, με γούστο»
Και πράγματι ένας άντρας με τέτοιο ύψος και τόσο καλοφτιαγμένο σώμα, δεν περνάει απαρατήρητος από τα μάτια μιας γυναίκας. Πρέπει να ήταν πάνω από ένα μέτρο και ενενήντα, μελαχρινός, με μεσαίου μάκρους μαλλιά, περιποιημένα. Φόραγε ένα παντελόνι από λινό και μια ανάλογη πουκαμίσα, με μακρύ μανίκι κι εκείνο το υπέροχο τσαλάκωμα του λινού. Μπεζ το παντελόνι, λευκό το πουκάμισο με γιακά όρθιο σαν των παπάδων, τόνιζαν το μελαχρινό του προσώπου αλλά και το μαύρισμα της θάλασσας.
«Καλά, αντί για την Μύκονο, βρέθηκε εδώ; Στο Αιγάλεω;», αναρωτήθηκε η νεαρή πωλήτρια τρώγοντάς τον με τα μάτια. «Κουκλί ο τύπος… παρά την ηλικία του…». Και η ηλικία του; Περίπου στα πενήντα, αλλά από κείνους τους πενηντάρηδες που είναι γόητες και μπορούν να κάψουν καρδιές ακόμα. Το πρόσωπό του ανέδιδε μια σιγουριά, ήταν όμορφος με γαλανά μάτια, μια ηρεμία και … μια λάμψη.
Της ξαναμίλησε για δεύτερη φορά, απολαμβάνοντας το γεγονός ότι το κορίτσι είχε αφαιρεθεί από την εμφάνισή του, ίσως και από την γοητεία του. «Καλημέρα δεσποινίς…», επανέλαβε.
«Καλή σας μέρα κύριε. Σε τι μπορώ να βοηθήσω;»
«Ήθελα να ρίξω μια ματιά σε ένα παντελόνι, κάτι απλό και άνετο… ξέρεται δροσερό για το καλοκαίρι…»
«Βεβαίως», του απάντησε και έκανε να κινηθεί προς την μεριά του καταστήματος που ήταν τα ράφια με τα παντελόνια, όχι εκεί που είχε σταθεί ο άντρας όταν μπήκε, αλλά προς τα λινά, υποψιασμένη ότι κάτι τέτοιο θα ζήταγε. Μεγάλη ποικιλία χρωμάτων αλλά και σχεδίων… δεν μπορεί… κάτι θα του έβρισκε.
«Θα περιμένουμε λίγο όμως να έρθει και η γυναίκα μου. Κάτι κοιτάζει στην βιτρίνα… έρχεται όπου να είναι. Βλέπεις κορίτσι μου… χωρίς τον αρχηγό… τίποτα δεν γίνεται…» και γέλασε αφήνοντας με τα λευκά του ίσια δόντια μια ακόμη ιδέα γοητείας.
«Μα… φυσικά. Ρίξτε μια ματιά εσείς και μόλις έρθει η κυρία τα λέμε» και απομακρύνθηκε προς ένα νέο πελάτη που μόλις είχε μπει, με την άκρη του ματιού της πάντα στη μεριά του.
Είχαν περάσει πέντε περίπου λεπτά που στο κατάστημα έκανε επιτέλους εμφάνιση και ο «αρχηγός», η κυρά του. Αλλά αυτό που μπήκε δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί με λόγια. Ένας αέρας δροσερός σε έρημο λες, ένα όραμα που θα μπορούσε να το είχε γεννήσει ο ίδιος ο ήλιος σε μια στιγμή έκλαμψης. Περνούσε το ένα μέτρο και ογδόντα, με μακρύ μπουκλέ  ξανθό μαλλί, πρόσφατα βαμμένο και μάλιστα σε καλό κομμωτήριο. Στο αλαβάστρινο πρόσωπο τα χαρακτηριστικά ήταν τέλεια ισορροπημένα, τα μάτια μεγάλα (μάτια βοτζιού που λεν και στη Κάλυμνο), καταγάλανα και μακιγιαρισμένα τόσο διακριτικά, όσο διακριτικό ήταν το σύνολο του μακιγιάζ της, με τις μεγάλες βλεφαρίδες να μισοκλείνουν για να προσαρμοστεί στο φως. Το κορμί βγαλμένο από γυμναστήριο και το ντύσιμο…… κόλαζε και δεσπότη. Μακριά φούστα ολότελα ανοικτή στο πλάι και από τις δυό μεριές , λες και είχε ξεχαστεί ν’ αλλάξει από την παραλία. Φόραγε κάτι σαν μπουστάκι από πάνω, τόσο κοντό που η κοιλιά, η υπέροχα γυμνασμένη κοιλιά, φαινόταν ολόκληρη μέχρι χαμηλά, επικινδύνως χαμηλά! Και όταν μίλησε… σαν φωνή Αγγέλου η φωνή της. Χαμηλή φωνή, λίγο βραχνή, λίγο υγρή (πως γίνεται αυτό κανείς δεν ξέρει, αλλά αυτή την αίσθηση έδινε), με σωστά Ελληνικά … γοητευτικότατη. Κάθε τόσο, έγλυφε σαν τικ, τα μπροστινά της δόντια με τη γλώσσα.
«Βρήκες τίποτα Κώστα;», ρώτησε τον άντρα και τον έπιασε από το χέρι αγκαζέ. Εκείνος κοίταξε προς την μεριά της, κούνησε αρνητικά το κεφάλι και κάλεσε με ένα ευγενικό νεύμα την πωλήτρια που ήξερε πια ότι με τέτοια γυναίκα δεν μπορούσε να τα βάλει κι έπρεπε απλά να σκύψει το κεφάλι και να κάνει τη δουλειά της.
Πλησίασε κοντά τους και χαμογέλασε εκ νέου, μόνο που το χαμόγελο αυτό ήταν τελείως επαγγελματικό, ψεύτικο και … ίσως γεμάτο απογοήτευση. Του έδωσε δυό – τρία παντελόνια, που εκείνος δοκίμαζε ένα προς ένα προσεκτικά και ρωτώντας πάντα την γνώμη της κυρίας «αφεντικού». Όταν τα παντελόνια έγιναν έξη ή εφτά, είχαν όλοι βρεθεί σε αδιέξοδο. Και ποιο ήταν αυτό; Μα φυσικά η επιλογή του πιο σωστού, του πιο ωραίου, του πιο δροσερού. Και ήταν δύσκολο, γιατί όλα του ταίριαζαν σαν «γάντι», όλα ήταν τέλεια πάνω σε αυτό το σωστό σώμα. Το ένα έλεγε η πωλήτρια, ίσως να ήταν και αυτό που ήθελε να «διώξει», το δεύτερο άρεσε στο «αφεντικό» όπως και το τέταρτο, κατά τη σειρά που εκείνος τα δοκίμαζε, ένα άλλο έλεγε αυτός. Τώρα ο φόβος είχε αρχίσει να κυριεύει την Αντωνία, αυτό ήταν το όνομα της υπαλλήλου, μη και τα αφήσει όλα αναποφάσιστος. Αλλά φάνηκε ότι δεν ήταν ένα «αντράκι», κατά την αργκό του Αιγάλεω, που θα άφηνε να διαλέξουν άλλοι για αυτόν. Βέβαια ούτε να στενοχωρήσει την κυρία, ούτε και τον εαυτό του, ήθελε, ίσως ακόμα και την γλυκιά όπως την αποκάλεσε μετά, πωλήτρια.
«Αυτά τα τρία θα πάρω δεσποινίς…», βγήκε η ετυμηγορία. Όλοι έτσι φάνηκαν χαρούμενοι. Η κυρία τον χάιδεψε στο μάγουλο κάνοντάς τον να μειδιάσει. Η γοητεία του εξακολουθούσε ή μάλλον άρχισε πάλι να επηρεάζει την Αντωνία, αφού η πώληση είχε πια γίνει. Τον κοίταξε στα μάτια (τόλμησε!), αλλά πρόσεξε να μην είναι πολύς ο χρόνος. Βέβαια η κυρία δίπλα του, (Χρύσα την έλεγαν όπως άκουσε μετά), δεν έδειξε να ενοχλείται. Πως θα μπορούσε άλλωστε να την απειλήσει αυτό το… το σαμιαμίδι … έτσι πιθανόν θα την έβλεπε.
Προχώρησαν προς το τμήμα παραλαβής, δίπλα στο ταμείο, όπου ο «αέρας» και η αυτοπεποίθηση της κυρίας επηρέασε και το αφεντικό που δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της, προσέχοντας πάντα να μην εκτεθεί από τον θαυμασμό του.
Έφυγαν!
«Πω – πω βρε Αντωνία, τι γυναίκα ήταν αυτή…. τι γυναικάρα. Θα κάνει καιρό να ξεχαστεί ε;», είπε στην υπάλληλό του, (μετά από δεκαπέντε χρόνια συνεργασίας πιο πολύ φίλοι ήταν παρά συνεργάτες), αυθόρμητα.
«Κι εκείνος το ίδιο…», σιγομουρμούρισε η κοπέλα μέσα από τα δόντια της.
Κι έτσι πέρασε η μέρα, με τα καλά της, με τα ανάποδά της, με το άγχος της, με τα γέλια της. Κι όμως όταν το βράδυ έκλεισαν το μαγαζί, το μόνο που είπαν ή τουλάχιστον το τελευταίο που συζήτησαν, ήταν το ζευγάρι αυτό.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα, Παρασκευή και το μαγαζί σήμερα, το πρωί τουλάχιστον δεν προβλεπόταν να έχει δουλειά. Όχι πολύ τουλάχιστον αφού ήταν μέρα λαϊκής και τα λεφτά πήγαιναν στην αγορά. Μέρα που μπορούσαν ν’ ασχοληθούν με άλλα πράγματα, με τράπεζες, με καθαριότητα και με τακτοποίηση.
Ο κύριος Γιώργος, ο ιδιοκτήτης, είχε από το πρωί πάει στην τράπεζα και θα αργούσε. Στην Εθνική τράπεζα, ο χρόνος και αργά κυλούσε και απρόβλεπτος ήταν. Η Αντωνία μόνη στο μαγαζί, προσπαθούσε να κάνει παραλαβή σε μια καινούργια παραγγελία. Ήταν περίπου έντεκα η ώρα, όταν μια κυρία μπήκε στο μαγαζί, ξεφυσώντας από την ζέστη και σκουπίζοντας το κοκκινισμένο και ιδρωμένο μέτωπό της, με ένα χαρτομάντιλο, τέτοιο πρέπει να ήταν γιατί τώρα έμοιαζε με κομμένες και στριφογυριστές λωρίδες μαλακού χαρτιού. Μπορεί να ήταν και χαρτί υγείας.
Χοντρούλα, με μεγάλο στήθος ανάσαινε σαν τρένο στην ανηφόρα και κάθισε αμέσως σε ένα σκαμπό. Έκανε αέρα με το χέρι, σκορπίζοντας κομμάτια από εκείνες τις λωρίδες του χαρτομάντιλου ολούθε στο πάτωμα γύρω της. Είχε κοκκινίσει το πρόσωπό της και τα κρεμαστά προγούλια, ανεβοκατέβαιναν σε κάθε αναπνοή της. Φορούσε μια πολυεστερική μπλούζα που στην καλύτερη περίπτωση ανέβαζε κατά ένα βαθμό την θερμοκρασία του σώματος, κατά δύο αν σκεφτεί κανείς ότι το μαύρο ( κάτι ακαθόριστο για χρώμα είχε, μεταξύ μαύρου και μπλε), είναι το χειρότερο για τον ήλιο και μια καφέ φούστα που φρόντιζε να σκεπάζει τα χοντρά της γόνατα. Μεγάλα κόκκινα σπυριά από κουνούπια φαίνονταν φρεσκοξυσμένα στις γάμπες, μέχρι κάτω τις πλαστικές παντόφλες που φορούσε. Μια μυρωδιά, όχι πολύ έντονη, αλλά πανταχού … ενοχλούσα, πλανιόταν σαν αύρα γύρω από το παχύ κορμί, ενώ η Αντωνία παρατήρησε πόσο ξεραμένες και σκασμένες ήταν οι φτέρνες της.
Πλησίασε και την είδε να σκουπίζει σαν οικοδόμος το σβέρκο, με το ίδιο εκείνο απομεινάρι χαρτομάντιλου. Την κοίταξε με τα καστανά μάτια της μέσα από τα χοντρά μυωπικά γυαλιά, που ήταν και μισοσκούρα για τον ήλιο. Έκανε νόημα ότι ήθελε να πάρει ανάσα, με το χέρι.
«Πως μπορώ να βοηθήσω», ρώτησε η ευγενική πωλήτρια. Ήξερε πως, έβλεπε την τσάντα του καταστήματος στο χέρι της πελάτισσας, οπότε κατάλαβε ότι ήθελε αλλαγή, κάτι που μπορεί να αποκαλέσει κανείς, το πιο βαρετό πράγμα για ένα υπάλληλο. Η γυναίκα της έδωσε την τσάντα και χωρίς να σηκωθεί της είπε:
«Ήθελα μια αλλαγή. Ένας κύριος ήρθε εχθές και πήρε αυτό …», έβγαλε έξω ένα λευκό λινό παντελόνι, «… το παντελόνι. Θα ήθελα ένα νούμερο μεγαλύτερο σας παρακαλώ…», παραδόξως η φωνή της έδειχνε άνθρωπο καλλιεργημένο. Ήταν «μαλακή», γλυκεία φωνή και με σωστή σύνταξη ο λόγος της.
Η Αντωνία, πήρε στο χέρι το παντελόνι. Ακόμη η κολόνια του χθεσινού ομορφάντρα μύριζε πάνω στο ύφασμα.
«Α, θυμάμαι τον κύριο…», είπε λες και κάτι την έσπρωχνε να μιλήσει λίγο κουτσομπολίστικα.
«Να δεις που είναι η αδερφή του…», σκέφτηκε και πήγε προς τη μεριά που ήταν τα ράφια.
«Ένα νούμερο μεγαλύτερο έτσι;», ρώτησε πίσω από την πλάτη της, για να πάρει την θετική της απάντηση. Της το έφερε χωρίς καθυστέρηση και το έβαλε μέσα στην τσάντα. Όμως ο διάβολος είναι πανταχού παρών:
«Πάντως να πω την αλήθεια… ωραίος άντρας. Πολύ ωραίος άντρας! Αλλά και η κυρία του… πολύ ωραία κυρία. Ταιριαστό ζευγάρι. Πολύ τους χάρηκα…», είπε.
«Η ποιά; Η κυρά του;», ρώτησε η καθιστή γυναίκα. Της Αντωνίας της φάνηκε πιο κόκκινη τώρα και τα μάγουλά της… νόμιζε ότι έτρεμαν.
«Ναι, η σύζυγός του… η γυναίκα του…»
«Και πως ήταν αυτή η … γυναίκα;»
«Α, μια ψηλή ξανθιά με γαλάζια μάτια και κορμί… φιδίσιο. Τι να πω, τόσο ταιριαστό ζευγάρι, καιρό είχα να δω»
«Ξανθιά ε; Και όμορφη ε; Και … φιδίσιο ε;»
«Ναι, έτσι…», τώρα την Αντωνία την είχαν ζώσει μαύρα φίδια. Δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά κάτι μέσα της, μίλαγε για γκάφα.
«Αδερφή του είσαστε;», ρώτησε κλείνοντας τα μάτια, προσευχόμενη σε Θεούς και Δαίμονες για μια καταφατική απάντηση.
«Αδερφή του; Ναι, ναι, αδερφή του…. τι λες κορίτσι μου, γυναίκα του είμαι. Τι αδερφή του; Ώστε με ξανθιά ε; Και φιδίσιο….»
Αν γινόταν σεισμός θα ήταν ευπρόσδεκτος από την υπάλληλο με το μεγάλο στόμα. «Κι αυτός… το αφεντικό λείπει…», σκέφτηκε. Και δεν άνοιγε η Γη να την καταπιεί. Ούτε καν πρόλαβε να την δει που έφυγε. Τόσο απότομα και τόσο γρήγορα… η ατιμασμένη.
Ο κύριος Γιώργος γύρισε μετά από μισή ώρα περίπου. Δεν του είπε τίποτα. Τι να του έλεγε άλλωστε. Σκεφτόταν να του το πει κάποια στιγμή το απόγευμα, έπρεπε πρώτα να ετοιμάσει την δικαιολογία της, που έφυγε από τα επαγγελματικά της καθήκοντα και ποιούμενη την κουτσομπόλα, έφερε την αναστάτωση σε μια οικογένεια.
Το απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε ο κύριος Γιώργος. Η Αντωνία, παραλίγο να παρατήσει τον πελάτη που είχε από την αγωνία της ν’ ακούσει.
«Κατάστημα ΨΙΘΥΡΟΣ;», ακούστηκε μια αντρική φωνή.
«Ναι, παρακαλώ πως μπορώ να φανώ χρήσιμος;»
«Δεν μου λες ρε φίλε, τι σου φταίει η οικογένειά μου; Τι σου φταίω εγώ;»
«Συγγνώμη, δεν κατάλαβα. Εσείς; Η οικογένειά σας;»
«Ναι, ρε φίλε, τι λέτε την ιστορία των πελατών σας δεξιά και αριστερά; Άντε στο Διάολο μα……ες» και το έκλεισε στα μούτρα του συνομιλητή του. Ο κύριος Γιώργος έμεινε να κοιτά το ακουστικό. Καλύτερα, μια το ακουστικό και μια την Αντωνία, σαν να την ρωτούσε … τι έγινε. Κι εκείνη του είπε.
Κανείς δεν ξανάδε αυτόν τον πελάτη. Δεν ξαναπάτησε στο μαγαζί. Κακές γλώσσες λένε ότι δεν τον ξανάδε κανείς στην περιοχή…. Και άλλες, ακόμα πιο κακές γλώσσες λένε….

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ… ΨΙΘΥΡΟΥ

«ΤΟ ΚΟΜΠΟΔΕΜΑ»


Η βιτρίνα ήταν φωτισμένη με τόσα φώτα που έλαμπε ολόκληρο σχεδόν το τετράγωνο. Τα ρούχα ήταν «στημένα» από μαγικό λες χέρι διακοσμητή, έτσι που και το πιο άχρηστο ή ακόμα βέβαια και το πιο αταίριαστο, δημιουργούσε μια επιθυμία στον αγοραστή και πολλές φορές μάτια ολάνοιχτα και γεμάτα λαχτάρα κόλλαγαν στο τζάμι της, τα κεφάλια των περαστικών.
Να, από την μια ένα τζην με ξέβαμμα εργασίας, ή σκουριάς, να, από την άλλη το μπλουζάκι με την στάμπα κάποιου διάσημου συγκροτήματος της ροκ, τα πουκάμισα στην σειρά, άλλα διπλωμένα με τα μανίκια σε τριαντάφυλλο, άλλα κρεμασμένα σε τσιγκέλια χασάπη (το νέο στυλ παρουσίασης για πουκάμισα και παντελόνια), μα πιο πολύ εντυπωσιακά ήταν τα μπουφάν. Μεγάλες, όμορφες, πολυεστερικές κούκλες με την αλαζονεία της απόλυτης αντρικής ομορφιάς τα φορούσαν με τα φερμουάρ τους ανοικτά σε μια ανέμελη στάση, να φανεί το πουλόβερ, το φούτερ με την κουκούλα ή το καρό πουκάμισο σε Αμερικάνικες αποχρώσεις (σαν αυτά που φόραγαν οι αγελαδάρηδες στην Άγρια Δύση), με παντελόνια τζην βγαλμένα από Ροντέο. Οι αγκράφες από τις ζώνες των παντελονιών, γυάλιζαν στο φως το προβολέων προσπαθώντας και με επιτυχία μάλιστα, να τραβήξουν τα βλέμματα στη βιτρίνα, όπως  το φως μιας λάμπας τραβάει πάνω της όλα τα έντομα της νύχτας.
 Φούτερ, πουκάμισα, παντελόνι, πλεκτά, μπουφάν, ζώνες, αξεσουάρ ανδρικού ντυσίματος, παλτά… σακάκια. Πανδαισία χρωμάτων, ειδών, ποιοτήτων (με το ανάλογο αντίτιμο βέβαια), ο παράδεισος του απαιτητικού άντρα, όπως έλεγε και το σλόγκαν κάτω από την επιγραφή του καταστήματος.
Ο Ααμπάν είχε έρθει στην Ελλάδα πριν δεκαπέντε χρόνια, πρόσφυγας από κάποιο χωριό του Ιράκ. Ο πόλεμος, η διαφορετική θρησκεία – ήταν Χριστιανός και αυτό έκανε τους περισσότερους από τους συμπατριώτες να τον βλέπουν με όχι και πολύ φιλικά αισθήματα – η φτώχεια και η επιβίωση, έκαναν τον νεαρό άντρα να πάρει τους δρόμους της προσφυγιάς.
Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα που ανακοίνωσε στην οικογένειά του – ήταν παντρεμένος με δυό παιδιά – ότι είχε αποφασίσει να φύγει από τον τόπο του. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, γιατί όλοι υποψιάζονταν από πριν, τι επρόκειτο να τους πει. Μπροστά στον πατέρα του που είχε περάσει πια τα ογδόντα, τα δυό του αδέρφια και την μαντιλοφορούσα μητέρα του, το μαντίλι το φορούσε όχι για την θρησκεία αλλά από συνήθεια, την γυναίκα του και τα παιδιά του, δάκρυσε στην ανακοίνωση αυτή. Τα πρόσωπα όλων ήταν σκοτεινά και μελαγχολικά.
 Η γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα με τα δάκρυα να σχηματίζουν ρυάκια στα σκουρόχρωμα μάγουλα αυτού του πανέμορφου προσώπου. Άχνα δεν έβγαλε, έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσε ν’ αλλάξει την γνώμη του άντρα της, ούτε βαρυγκώμησε, μόνο τον κοίταξε και διέκρινε στα δικά του μάτια, συγγνώμη αλλά και αποφασιστικότητα. Έμεινε καρφωμένη στη θέση της, μια αγκαλιά τι θα μπορούσε να προσφέρει τώρα; Ο Ααμπάν ήταν από τους άνδρες εκείνους που όταν έβαζαν κάτι στο μυαλό τους, αυτό το κάτι έπρεπε να γίνει. Και γινόταν. Πάντα όμως είχε για πρώτη, αλλά και τελευταία του έννοια, το καλό της οικογένειά στου. Γερός άντρας, δεν φοβόταν την δουλειά και σε αυτό στηριζόταν για να κατορθώσει να κάνει κάτι στη ζωή του.
Πέρασαν, λοιπόν, κάποιες μέρες και μέσα από πολλές δυσκολίες και βάσανα μεγάλα, κόντεψε να χάσει ακόμα και την ζωή του, έφτασε, παράνομος μετανάστης στην Ελλάδα. «Επιτέλους Ευρώπη!», αναφώνησε μόλις πάτησε το πόδι του στη Σάμο. Νόμιζε ότι τώρα θα μπορούσε να κάνει μεγάλα πράγματα. Ονειρεύτηκε απλά μια καλή ζωή, τα παιδιά του μεγάλα και την γυναίκα δίπλα του να χαμογελά. Και έτσι έβλεπε τα χρόνια να τρέχουν μπροστά στα μάτια του…
 Στα δεκαπέντε χρόνια που πέρασαν, έφτασε στην Αθήνα,  μπόρεσε να πάρει άδεια παραμονής στη χώρα – του έφυγε επιτέλους ο φόβος του «παράνομου» - δούλεψε σε ότι δουλειά μπορούσε να βρει και προσπάθησε να μαζέψει ένα μικρό κομπόδεμα. Για τους δικούς του, όπως έλεγε. Κι αυτό έκανε. Κάθε φορά που πληρωνόταν, όσα τουλάχιστον έπαιρνε από την εκμετάλλευση των «αφεντικών», πήγαινε και έστελνε το μερίδιο της οικογένειας. Σχεδόν όλα τα λεφτά στην οικογένεια. Για τον εαυτό του κρατούσε μόνο ένα μικρό ποσό, απλά για να ζει. Απλά για να μπορεί να δουλέψει με τη δύναμη της λίγης νιότης που ακόμα του έμενε.
Δεν ζήτησε ποτέ του τίποτα. Οι απαιτήσεις του περιορίζονταν σε ένα φτωχικό γεύμα, έτρωγε μια φορά την ημέρα και ένα χώρο να μπορεί να κοιμηθεί. Κοίταζε όλα εκείνα που έκαναν τη ζωή όμορφη, όλα τα είδη που του έλειπαν και έκλεινε τα μάτια στην πρόκληση. «Άλλη φορά …», έλεγε, «… άλλη φορά».
Ζούσε σε μια μικρή γκαρσονιέρα με άλλους τρεις συμπατριώτες του, για να μοιράζεται το νοίκι. Ποτέ δεν μπορούσαν να κοιμηθούν όλοι μαζί. Δεν έφτανε ο χώρος. Όποτε κάποιος δούλευε ή απλά έλειπε, τότε το κρεβάτι του φιλοξενούσε κάποιον άλλο. Ύπνος εκ περιτροπής δηλαδή. Δεν παραπονιόταν όμως, ήξερε ότι αυτό ήταν κάτι το προσωρινό. Δεν χόρτασε ποτέ το φαί ή το κρασί, αλλά δεν παραπονιόταν, ήξερε ότι αυτό ήταν προσωρινό. Ποτέ δεν είχε πιεί σε καφετέρια, ποτέ δεν είχε πάει για μπάνιο στην καλοκαιρινή θάλασσα, αν και ζούσε στην Ελλάδα, αλλά δεν παραπονιόταν, ήξερε ότι αυτό ήταν προσωρινό.
Και αυτό το «προσωρινό», κρατούσε και κρατούσε. Χρόνια έμπαιναν, χρόνια έφευγαν και ο Ααμπάν, που εν τω μεταξύ είχε πάρει το όνομα Λευτέρης, η έννοιά του σήμαινε πολλά γι αυτόν, υπέμενε στωικά την κάθε στενοχώρια, την κάθε αναποδιά, την κάθε δυστυχία. Και κάθε τέλος του μήνα, πήγαινε στη τράπεζα  και έστελνε λεφτά στην γυναίκα του. Κι εκείνη χάλαγε λίγα, ίσα – ίσα να περνάει με λίγο φαγητό και μερικά ρούχα για τα παιδιά. Τα υπόλοιπα μαζεύονταν στην άκρη για το σπίτι, το μεγάλο τους όνειρο… το σπίτι τους.
 Και ο Ααμπάν, όλο δούλευε και αδυνάτιζε και … γέρναγε. Όμως ήταν πάντα ήταν ευχαριστημένος γιατί είχε πάντα δουλειά. Δεν αντιμίλησε ποτέ σε κανένα εργοδότη, δεν έφερε ποτέ αντίρρηση σε βαριές και δύσκολες δουλειές, ποτέ δεν αγκομάχησε. Όσες ώρες ήθελε το «αφεντικό», τόσες ώρες έδινε και ο Ααμπάν στην δουλειά του, χωρίς να βγάλει μιλιά. Οι ρόζοι στα χέρια του είχαν γίνει σκληροί, σαν πέτρα και έτσι οι παλάμες αποκτούσαν μεγαλύτερη δύναμη και αντοχή. Έχτιζε σπίτια για να μπορέσει να χτίσει το δικό του. Έβαζε τούβλα και σοβάδες πάνω στις σκαλωσιές και έφτιαχνε τοίχους με μεγάλο κέφι και μεράκι, με μαεστρία και προσοχή. Κάθε που ένα τούβλο έμπαινε στη θέση του, νόμιζε ότι έμπαινε στο δικό του σπίτι, ότι έφτιαχνε το δικό του παλατάκι. Έτσι δεν επέτρεπε στον εαυτό του να κάνει λάθη. Και όλο μάθαινε και όλο αντέγραφε τις τεχνικές των μεγάλων μαστόρων. Όταν θα γύρναγε, το σπίτι βέβαια θα ήταν έτοιμο, αλλά κάθε μέρα, νόμιζε ότι ήταν εκεί και έχτιζε κι αυτός. «Το παλάτι μου, το παλάτι μας…», μουρμούριζε κάθε τόσο. Και τον κορόιδευε ο  κυρ Μήτσος, ο πρώτος μάστορας: «… μωρέ πάλι για παλάτια μιλάς; Για να μπει η κυρά σου;». Κι εκείνος γέλαγε καλοκάγαθα και κουνούσε το κεφάλι τάχα … πειραγμένος και όρμαγε πάλι στην δουλειά με το μυστρί του. Και τι δεν του έμαθε εκείνος ο Έλληνας! Πως κάνουν το χαρμάνι, τι πάει να πει «υγρασία στην πλάκα» και τόσα άλλα.
Πέρασε λοιπόν ο καιρός κι εκείνος έστελνε όσα πιο πολλά μπορούσε. Έκανε όσες δουλειές μπορούσε να βρει, όσο βαριές ή βρώμικες κι αν ήταν. Και στο Ιράκ, τα χρήματά του έπιαναν τόπο.
 Ό ίδιος δεν μπορούσε να πάει εκεί, φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να επιστρέψει ξανά στην Ευρώπη, αλλά η γυναίκα του αποδείχτηκε άξια σύζυγος ενός αγωνιστή. Οικονόμα και καλή διαχειρίστρια. Μόνο που του έλειπαν τα παιδιά του. Ήθελε να τα δει, να τα σφίξει στην αγκαλιά του, να δώσει συμβουλές, να τα χαϊδέψει και να γελάσει μαζί τους. Να γελάσει; Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που γέλασε με κάτι. Κάθε φορά που τον έπιανε η νοσταλγία, έκανε περιπάτους. Προχωρούσε στους δρόμους της Αθήνας, μόνος με τα χέρια στις τσέπες …
… Και πέρασαν έτσι δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Δεν το κατάλαβε ποτέ, εκτός από κείνη τη μέρα που έλαβε γράμμα από την κυρά του. Μέσα είχε φωτογραφίες των παιδιών. Τρόμαξε να τα αναγνωρίσει. Σε εκείνο το γράμμα – έμαθε ότι η κόρη του πια ετοιμαζόταν ν’ αρραβωνιαστεί – νόμισε ότι ξεχύθηκε ο συσσωρευμένος τρόμος της προσφυγιάς.
«Δεκαπέντε χρόνια…», μονολόγησε, «… δεκαπέντε χρόνια».
Κοίταξε το πρόσωπό του σε ένα καθρέφτη στο δρόμο, έξω από ένα φαρμακείο. Κάποιος γέρος τον κοίταζε. Έβαλε τα χέρια στα μάγουλά του και τα τράβηξε προς τα πίσω. «Κάτι γίνεται έτσι…», είπε στον εαυτό του. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει και έκαναν μεγάλη αντίθεση με το σκουρόχρωμο πρόσωπο. Έκανε το σταυρό του και γύρισε το κεφάλι στην αντίθετη μεριά. Αύριο έπρεπε, πάλι, να στείλει λεφτά. Τα είχε όλα πάνω του, στη τσέπη του παντελονιού του. Το βδομαδιάτικό του. Αποφάσισε σήμερα, να κάνει κάποια παραπανίσια έξοδα. Ίσως για πρώτη φορά στη προσφυγική του ζωή, ήθελε να κάνει κάποια τρέλα.
Πρώτα απ’ όλα κάθισε να πιεί καφέ, δεν μπόρεσε να μη διαλέξει την πιο φτηνή καφετέρια και παράγγειλε ένα Ιταλικό καπουτσίνο. Άναψε τσιγάρο, τα περισσότερα τσιγάρα  τα μάζευε από φιλέματα και ήπιε την πρώτη γουλιά και έκανε την πρώτη τζούρα. Έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε τις γεύσεις. Ο καφές ήταν κυριολεκτικά απαίσιος, ένα νεροζούμι με λίγη ζάχαρη, αλλά του φάνηκε Θεϊκός. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το φλιτζάνι από τα χείλη του και μακάρισε όλους εκείνους που είχαν την δυνατότητα να το κάνουν αυτό κάθε μέρα. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο και προσπάθησε να μιμηθεί τους άλλους θαμώνες. Δεν ήθελε να φαίνεται μίζερος και «τελευταίος», κάτι που κάνει η φτώχεια. Ίσιωσε το κορμί και βρήκε μια εφημερίδα στο διπλανό τραπέζι. Την άνοιξε και διάβασε με λίγη δυσκολία τους μεγάλους τίτλους. Τα χρόνια του στην Ελλάδα, τον είχαν μάθει καλά και να μιλά αλλά και να διαβάζει (περίπου καλά αυτό), την γλώσσα. Το μυαλό του όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με αποτέλεσμα να την αφήσει εκεί που την είχε βρει.
Σκεφτόταν πάλι την οικογένειά του. Ο πατέρας του είχε φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο και εκείνος δεν μπόρεσε να είναι ούτε στην κηδεία του. Ο ένας του αδερφός είχε παντρευτεί και εκείνος δεν μπόρεσε να είναι ούτε στον γάμο του. Όλα αυτά που γίνονταν στην πατρίδα, όλα αυτά που άλλαζαν την μορφή του τόπου του και της οικογένειάς του, γίνονταν ερήμην του. Δούλευε συνέχεια για αυτούς κι όλα αυτά που θα έδιναν την χαρά, την έννοια της οικογένειας, του ήταν πια άγνωστα. Φοβήθηκε μη και δεν ανήκει κάπου. Φοβήθηκε μη και με την επιστροφή του ξαναγίνει πρόσφυγας στην ίδια του τη χώρα.
Το σπίτι που ήθελε να χτίσει στο χωριό του, είχε γίνει. Λεφτά να ζήσει η οικογένειά του, υπήρχαν πια στα χέρια της γυναίκας του. «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να γυρίσω….», είπε. Χαμογέλασε και χτύπησε το χέρι στο μικρό τραπεζάκι μπροστά του. Παρατήρησε κάποιες πανάδες ηλικίας στο πάνω μέρος της παλάμης. Δεν έδωσε σημασία. «Η ζωή περνάει…» και σηκώθηκε να περπατήσει με μια χαρά στην καρδιά. Είχε πια πάρει την απόφασή του.
Η βιτρίνα μπροστά του ήταν ένας… πώς να το πει… δυνάστης; Το ολόφωτο μαγαζί τον καλούσε. Τον είχε καλέσει κι άλλες φορές αλλά σήμερα… σήμερα κάτι τον τράβαγε να μπει. Κοίταξε το παντελόνι του, κοίταξε το μπουφάν του, κοίταξε το πλεκτό του. Σε πολλά σημεία υπήρχαν τρύπες που τις μπάλωνε κάθε βράδυ, άλλες επιτυχημένα, άλλες όχι. Πάντως ήταν καθαρά. Πλησίασε το τζάμι της βιτρίνας και το ακούμπησε. Κατάλαβε ότι κάποια στιγμή το χάιδευε. Εκείνο το μπουφάν έπρεπε να το πάρει κι εκείνο το τζην κι εκείνο το πουκάμισο κι εκείνο το πλεκτό…. Έπρεπε να δείχνει πετυχημένος. Τώρα που θα τον έβλεπαν στην πατρίδα… έπρεπε να τον θαυμάσουν. Γι αυτούς εκεί κάτω, ήταν ο «Ευρωπαίος»! Δεν μπορούσε να τους γελάσει.
Το κατάστημα δεν ήταν μεγάλο, αλλά γεμάτο εμπόρευμα και μια μουσική συνόδευε το γελαστό πρόσωπο της πωλήτριας. Χαμογέλασε κι εκείνος. Χάρηκε που του έδωσε σημασία, παρά τα φτωχικά ρούχα του. Ένοιωσε υπέροχα, ένοιωσε «κάποιος». Δεν ήταν πια, μόνο, ο Ιρακινός μετανάστης. Ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος. Αγόρασε ένα τζην και προσπάθησε να μην πάρει κάποιο φτηνό. Συμφώνησε ν’ αγοράσει κι εκείνο το μπουφάν, που μόλις το δοκίμασε κατάλαβε ότι είχε κατασκευαστεί για κείνον μόνο. Για κανένα άλλο.
 Το αφεντικό τώρα, σαν είδε ότι ο πελάτης είχε διάθεση να ξοδέψει αρκετά λεφτά, είχε αντικαταστήσει την πωλήτρια. Φέρθηκε πολύ φιλικά, φαινόταν ότι ήταν ο χαρακτήρας του τέτοιος και όχι μόνο επαγγελματισμός. Του μίλησε κι εκείνος τον άκουσε.
Κάποιος λοιπόν άκουγε και τον δικό του λόγο. Κι αν ήταν μόνο για να πουλήσει… δεν πειράζει, κάποιος τον άκουγε. Κάτι στην συμπεριφορά του ιδιοκτήτη, τον έκανε να πει εν συντομία την ιστορία της ζωής του. Και μάλιστα έδειχνε να ενδιαφέρεται πραγματικά. Τον ένοιωσε σαν …κάτι σαν φίλο.
 Αγόρασε και για τα αδέρφια του ρούχα, τα καλύτερα. Και για κάποιους φίλους. Και όταν μπήκαν άλλοι πελάτες στο κατάστημα, δεν τον άφησε. Επέμεινε μαζί του και όλο τον ρώταγε, για την πατρίδα του, για τα έθιμά τους, για την ζωή του εδώ.
 Και πλήρωσε χωρίς να πει κουβέντα. Όσα κι αν του έλεγε θα πλήρωνε. Πρώτη φορά που δεν τον ένοιαζαν τα λεφτά. Πήρε τις σακούλες και έκανε να φύγει…
«Ααμπάν… είπαμε;»
«Ναι, αλλά και Λευτέρης άμα θέλεις. Και σε αυτό ακούω…»
«Και θα πας τώρα κάτω; Στη χώρα σου;»
«Ναι, επιτέλους θα πάω στην οικογένειά μου. Μου έλειψε βλέπεις!»
«Ναι, λογικό είναι. Ήθελα να σου πω … καλό ταξίδι και καλή αντάμωση να έχεις με τους δικούς σου. Δεν θα σε ξαναδούμε έ;»
«Ο Θεός είναι μεγάλος κύριε. Αλλά το πιο … πως το λέτε… πιθανό, είναι ότι … όχι. Δεν θα ξανάρθω. Βέβαια μεγάλη κουβέντα δεν λέω, αλλά όπως τα σκέφτομαι…»
Ο ιδιοκτήτης κοίταξε προς την μεριά της πωλήτριας που μάζευε κάποια ρούχα για έναν άλλο πελάτη. Της έκανε ένα πολύ κρυφό νόημα. Δυο τσάντες παρουσιάστηκαν πάνω στον πάγκο παραλαβής. Δυό μεγάλες τσάντες φουσκωμένες.
«Αυτά Λευτέρη… είναι από μας. Πες ένα δωράκι για την οικογένειά σου. Πες ένα δωράκι για σένα. Πες μια προσφορά στον άνθρωπο που έκανε και στερήθηκε τόσα. Τέλος πάντων … για σένα από μας. Με την αγάπη μας… και δεν είναι ανάγκη να πεις τίποτα…»
Ο Ααμπάν, δεν ήξερε πια τι να κάνει. Τα λόγια δεν έφταναν πια στα χείλη εκείνα. Κράτησε το στόμα κλειστό και κούνησε το κεφάλι σε ευχαριστώ. Τα μάτια όμως μιλάγανε και έλεγαν τόσα…
Βγήκε βιαστικά από το κατάστημα φορτωμένος με τόσα καλούδια. Περπάτησε κάποια λίγα βήματα και σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω και είδε την επιγραφή του καταστήματος «ΨΙΘΥΡΟΣ», αντρική ένδυση. Βούρκωσε.
«Ελλάδα σ’ αγαπώ…», μονολόγησε και χάθηκε στο βάθος του δρόμου.